Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Το αλαλούμ στην κτηματαγορά με τον ΝΟΚ και οι δήμαρχοι των «πλούσιων» προαστίων


Οι πρωτοετείς φοιτητές της Οικονομικής Ιστορίας μαθαίνουν ότι το έναυσμα για την ανάδυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης δόθηκε όταν, περί το 1640, ψηφίστηκαν στη Βρετανία οι πρώτοι νόμοι για τις περιφράξεις των αγροτικών γαιών, με τους οποίους ουσιαστικά κατοχυρώθηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των περιουσιών που μέχρι τότε ήταν ασαφή.

Στους σχεδόν τέσσερις αιώνες που παρήλθαν έκτοτε, η αποσαφήνιση των περιουσιακών δικαιωμάτων, δηλαδή το τι ανήκει σε ποιον και πώς μπορεί εκείνος να το χρησιμοποιεί, υπήρξε το καθοριστικό κριτήριο το οποίο διαχωρίζει τις σύγχρονες και ευνομούμενες πολιτείες από τα κράτη όπου επικρατούν οι λογικές της αρπαχτής και του… δίκιου των ισχυρών.

Παραβιάζει, θεωρώ, ανοικτές θύρες όποιος διαπιστώσει ότι, στα περίπου 200 χρόνια της ύπαρξης του, το ελληνικό κράτος παραμένει σταθερά στην κατηγορία των μη ευνομούμενων πολιτειών, καθώς δεν έχει καταφέρει να βάλει τάξη στα δικαιώματα επί της περιουσίας που είτε ανήκει στο ίδιο, είτε στους πολίτες του και σε όσους επιλέγουν να επενδύσουν εντός της επικράτειάς του.

Δεν είναι μόνον οι περίφημες λέξεις και εκφράσεις, όπως «αυθαίρετα», «τακτοποίηση υπερβάσεων σε ημιυπαίθριους», «εκτός σχεδίου δόμηση», «καταπάτηση δημοσίων κτημάτων» και «δικαίωμα εξαγοράς καταπατημένων» που συναντά κανείς μόνον στην ελληνική και δεν μπορούν να… μεταφραστούν σε άλλη γλώσσα επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχη ορολογία.

Είναι, πολύ περισσότερο, το ότι είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα η οποία δεν διαθέτει ούτε ολοκληρωμένο Κτηματολόγιο ούτε στοιχειώδες δασολόγιο ούτε αποσαφηνισμένο περιουσιολόγιο ούτε ξεκάθαρο χωροταξικό σχεδιασμό, κατά τρόπον ώστε να γνωρίζει επακριβώς ο καθένας τι μπορεί να κάνει και τι όχι σε ένα κομμάτι γης που έχει στην ιδιοκτησία του.

Είναι άκρως χαρακτηριστικό το απίθανο αλαλούμ που προέκυψε τις τελευταίες ημέρες, καθώς κυκλοφόρησαν πληροφορίες ότι το αρμόδιο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ) έκανε κατ' αρχήν δεκτές τις προσφυγές ορισμένων συμπολιτών μας περί αντισυνταγματικότητας ορισμένων προβλέψεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους τον Απρίλιο του 2012.

Βασική καινοτομία του ΝΟΚ, ο οποίος συμπληρώνει αισίως αυτές τις μέρες δώδεκα συναπτά έτη εφαρμογής, αλλά συνάμα και «αχίλλειος πτέρνα» του, με βάση την προσφυγή στο ΣτΕ, είναι ότι δίνει «κίνητρα» για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας μέσω «μπόνους» τα οποία αυξάνουν την επιτρεπόμενη δόμηση.

Πριν καν εκδοθεί, όμως, απόφαση επί του επίμαχου θέματος, αφού, πάντα κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, το Ε΄ Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση για τελική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ, ο ένας μετά τον άλλον οι δήμαρχοι «πλούσιων» προαστίων της ευρύτερης πρωτεύουσας έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι «παγώνουν» την έκδοση οικοδομικών αδειών.

Ισχυριζόμενοι ότι κατ' αυτόν τον τρόπο προασπίζονται το περιβάλλον των πόλεων τους από την υπερδόμηση και τις πολυώροφες πολυκατοικίες, οι τοπικοί άρχοντες αδιαφορούν για τις συνέπειες που έχουν στην κτηματαγορά οι… ακτιβιστικού τύπου ανακοινώσεις τους, που σε κάποιες περιπτώσεις, περιβάλλονται με τον μανδύα των ομόφωνων αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων. Κυρίως, όμως, παραβλέπουν ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητά τους μια τέτοια εξουσία, αφού οι Πολεοδομίες εδρεύουν μεν στους Δήμους, αλλά την εποπτεία επ' αυτών έχουν οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις.

Στον τεκμηριωμένο αντίλογο που διατύπωσε ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ) Γιώργος Στασινός, ανεξάρτητα αν το έκανε για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των συναδέλφων του μηχανικών και αρχιτεκτόνων, υπήρξε καταπέλτης: «Κανείς από όσους φωνασκούν τελευταία για τα ύψη κτιρίων δεν νοιάζεται για το περιβάλλον», δήλωσε.

«Νοιάζονται, απλά, να εξυπηρετήσουν ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα. Κάποιοι για να μην κτιστούν δίπλα τους άλλα κτίρια, κάποια ρετιρέ για να μη χάσουν τη θέα τους, κάποιοι για να αυξήσουν την αξία της υφιστάμενης περιουσίας τους, κάποιοι, απλά, για να εξυπηρετήσουν μικροπολιτικά συμφέροντα», συμπλήρωσε.

Ο ίδιος επιμένει με κατηγορηματικό τρόπο ότι «οι δήμοι δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να επιβάλλουν απαγορεύσεις έκδοσης αδειών δόμησης» και σε υψηλούς τόνους καλεί τους δημάρχους «να σεβαστούν τη νομιμότητα και να απέχουν από κάθε ενέργεια που προσβάλλει τον νόμο και την εφαρμογή του ΝΟΚ».

Είναι πασίγνωστο ότι ο κ. Στασινός εκλέγεται στο αξίωμα του προέδρου του ΤΕΕ με τη σημαία της κυβερνητικής παράταξης, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να δώσει και την… ταξική διάσταση του ζητήματος που ανέκυψε, υποστηρίζοντας: «Ποιοι φωνάζουν; Ξεκίνησαν κάποιοι στο Ψυχικό και στην Εκάλη, συνεχίζουν τώρα στον Άλιμο και σε Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη. Είδατε εσείς μήπως διαμαρτυρίες στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω, στο Περιστέρι, σε κάποια περιοχή της Δυτικής Αθήνας ή της Δυτικής Αττικής;».

Ο κ. Στασινός, δε, υπενθυμίζει κάτι εξόχως σημαντικό: Το ότι «η απόφαση απαγόρευσης έκδοσης οικοδομικών αδειών για μια περιοχή επιτρέπεται μόνο στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας και υπό αυστηρές προϋποθέσεις». Προσώρας, ωστόσο, ο αρμόδιος υπουργός δείχνει να «επαναπαύεται» σε μια ανακοίνωση του υπουργείου του που εκδόθηκε προ μηνός.

Η εγχώρια κτηματαγορά, όμως, που ούτως ή άλλως δοκιμάζεται σκληρά, επειδή, κατά τους ειδικούς, λείπουν πάνω από 200.000 κατοικίες για να καλυφθούν οι οικιστικές ανάγκες των Ελλήνων, δεν αντέχει το συνεχιζόμενο αλαλούμ. Το οποίο, εκτός όλων των άλλων οικονομικών παρενεργειών, που επηρεάζουν την εργασία και την ανάπτυξη, σπρώχνει τις τιμές των ακινήτων σε απλησίαστα επίπεδα για τη μεσαία τάξη και περισσότερο για τις νεότερες γενιές που η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης αποτελεί άπιαστο όνειρο.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Στη χώρα με τους περισσότερους αστυνομικούς…

Με μια προσωπική εξομολόγηση αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκινήσω τούτο το κείμενο: Στη μία και μόνη φορά που επιβιβάστηκα σε περιπολικό της Αστυνομίας ήταν για χρήση που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως… υπηρεσία ταξί.

Μου συνέβη πριν από μια εικοσαετία, εκείνον τον φοβερό Αύγουστο του 2004 που η Αθήνα φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όλη η Ελλάδα ζούσε απογειωμένη στον ρυθμό τους.

Είχαμε μόλις αφήσει πίσω μας το ΟΑΚΑ, όπου είχα βρεθεί με τα παιδιά μου, που ήταν σε νηπιακή ηλικία, για να παρακολουθήσουμε αθλήματα του στίβου. Και καθώς μέσα στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο κατευθυνόμαστε προς τον σταθμό του Προαστιακού στη Νερατζιώτισσα, ένα όχημα με τα διακριτικά της ΕΛ.ΑΣ. σταμάτησε δίπλα μας.

«Βάλτε γρήγορα μέσα τα παιδιά, μην πάθουν καμία ηλίαση…», μας προέτρεψε ο ένστολος οδηγός του περιπολικού που είχε εκείνη την ώρα βάρδια στον περιβάλλοντα χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου. Με την έκπληξη ακόμη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας, μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο ολόκληρη η οικογένεια, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην τον ρωτήσω: «Μου λέτε, σας παρακαλώ, τι πάθαμε; Μας μεταμόρφωσε κάποιος αυτές τις μέρες;».

Ο αστυνομικός, ένας ευπροσήγορος σαραντάρης, αντιλήφθηκε αμέσως το νόημα του ερωτήματός μου: «Έχετε δίκιο, κύριε. Και εγώ με αυτά που βλέπω καθημερινά στη βάρδια μου αναρωτιέμαι πως αλλάξαμε τούτες τις μέρες και γιατί δεν είμαστε συνέχεια έτσι», μου αντέτεινε. Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Για να καταλάβετε, χθες που ήμουν εκτός υπηρεσίας στην Πλατεία Συντάγματος, επειδή έχουν αφαιρέσει για λόγους ασφαλείας όλους τους κάδους, μόλις τελείωσα το τσιγάρο που κάπνιζα έβαλα τη γόπα στην τσέπη μου. Ντρεπόμουν να την πετάξω κάτω….».

Μέχρι να ανταλλάξουμε λίγες ακόμη εμπειρίες για τη συγκινητική συμπεριφορά των εθελοντών, που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη διοργάνωση εκείνης της υπέρλαμπρης Ολυμπιάδας, η διαδρομή του περιπολικού – ταξί, που έτσι και αλλιώς ήταν κοντινή, ολοκληρώθηκε και αποχαιρετιστήκαμε με την εκατέρωθεν ευχή: «Μακάρι να μείνουμε για πάντα έτσι…». Ευχή, η οποία ίσως και από την επομένη της τελετής λήξης των Αγώνων, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα.

Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι προέβλεπαν τα αστυνομικά πρωτόκολλα του 2004 για τους έχοντες δικαίωμα επιβίβασης στα αστυνομικά οχήματα, αλλά, όπως και να έχει, είναι εξοργιστικό είκοσι χρόνια αργότερα να πληροφορείται κανείς ότι χρησιμοποιήθηκε ο ισχυρισμός ότι «το περιπολικό, κυρία μου, δεν είναι ταξί» για να αρνηθούν στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας σε μια δυστυχή νέα γυναίκα, που κατήγγειλε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, τη συνδρομή τους. Συνδρομή η οποία, μάλιστα, προβλέπεται ρητά από τους ισχύοντες κανονισμούς της εποχής μας για τον χειρισμό καταγγελιών περί κακοποίησης.

Προσωπικά αισθάνομαι πολύ μεγαλύτερη θλίψη αναλογιζόμενος ότι η τόσο άδικα δολοφονημένη Κυριακή είχε πάνω κάτω την ηλικία που έχουν τώρα τα παιδιά τα οποία μετέφερε εκείνος ο αστυνομικός από το ΟΑΚΑ στη Νερατζιώτισσα για να μην πάθουν… ηλίαση. Διότι είμαι βέβαιος ότι ο συγκεκριμένος ένστολος συμπολίτης μας, καλή του ώρα όπου και αν είναι, δεν θα παρότρυνε τη νέα γυναίκα «πάρε το “100” για να σου διαθέσει περιπολικό» και ούτε θα την άφηνε να φύγει χωρίς συνοδεία από το Αστυνομικό Τμήμα με αποτέλεσμα να πέσει θύμα ενός τόσο ειδεχθούς εγκλήματος λίγο έξω από αυτό.

Πέραν όμως της προσωπικής συμπεριφοράς ενός εκάστου, αλλά και την ενσυναίσθηση ή την προσήλωση στο υπηρεσιακό καθήκον που έχει ή δεν έχει κάποιος, το μείζον και συνάμα πιο αποκαρδιωτικό ζήτημα, το οποίο αναδεικνύεται από την τραγική υπόθεση που διαδραματίστηκε μόλις ελάχιστα μέτρα από την είσοδο του Αστυνομικού Τμήματος των Αγίων Αναργύρων Αττικής, είναι η απόλυτη παράλυση των μηχανισμών για την προστασία των πολιτών σε μια χώρα που αναλογικά με τον πληθυσμό της διαθέτει τους περισσότερους αστυνομικούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ο μέσος όρος των υπηρετούντων στις αστυνομικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 334 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους, ενώ στη χώρα μας φθάνουν στους 517, αριθμός που είναι ο δεύτερος υψηλότερος, μετά την Κύπρο που μας ξεπερνά κάτι τι. Υπό αυτή τη συνθήκη, το πρόβλημα δεν είναι η υποστελέχωση που παρατηρείται στις περισσότερες αστυνομικές υπηρεσίες και κατά βάση σε εκείνες που θεωρούνται «μάχιμες» και είναι επιφορτισμένες με το καθήκον της προστασίας του πολίτη.

Αναμφίβολα, το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανορθολογική κατανομή του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ., που βεβαίως σχετίζεται και με μια σειρά ανορθολογικών καταστάσεων που διέπει ολόκληρη τη διάρθρωση του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και αφορούν στις ελλείψεις διαδικασιών ουσιώδους εκπαίδευσης και κυρίως αξιολόγησης, τις ισοπεδωτικές αμοιβές και πολύ περισσότερο την αδυναμία των περισσότερων υπηρετούντων στην Αστυνομία να ζήσουν αξιοπρεπώς με μόνες τις απολαβές της εργασίας τους.

Δύσκολα, εξάλλου, περνάει απαρατήρητο ότι, εκτός από τους περισσότερους αστυνομικούς υπαλλήλους, στη χώρα μας διαθέτουμε τους περισσότερους δικαστικούς, τους περισσότερους ιατρούς και τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, την ίδια ώρα που τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία, το εμπόριο, η αγροτική παραγωγή και οι κατασκευές.

Είναι, άραγε, τυχαίο ότι οι μεγάλες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, όπως προκύπτει από την κοινή πεποίθηση αλλά και όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, σχετίζονται με την ασφάλεια του πολίτη, την απονομή της Δικαιοσύνης, την κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία; Προφανώς όχι. Διότι δεν είναι μόνον ότι ισχύει το γνωστό δόγμα «ουκ εν τω πολλώ το εύ». 

Είναι κυρίως που το ελληνικό Δημόσιο χρειάζεται εκ βάθρων επανίδρυση για να τεθεί επιτέλους στην υπηρεσία του πολίτη.

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

«Ταμείο» στις 9 Ιουνίου

Πριν από τέσσερις εβδομάδες το -ανά Παρασκευή- κείμενο του υπογράφοντος σε αυτήν εδώ τη στήλη είχε τον τίτλο «Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς».

Αφορμή για τις συγκεκριμένες επισημάνσεις υπήρξε το κλίμα το οποίο επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην ελληνική κοινωνία -να είναι καλά ο μικρός μου φίλος, ο 15χρονος Κωνσταντίνος, που μου έδωσε το έναυσμα- καθώς συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στο οποίο έχασαν τόσο άδικα τις ζωές τους 57 συνάνθρωποί μας.

Μόνον όποιος ήταν κλεισμένος στον δικό του κόσμο ή φορούσε παρωπίδες είχε δυσκολία να αντιληφθεί ότι η κοινή γνώμη τελούσε σε κατάσταση «βρασμού» και, εξαιτίας των όσων είχαν μεσολαβήσει, φαινόταν να είναι ακόμη πιο εξοργισμένη από όσο ήταν τις πρώτες ώρες και μέρες της τραγωδίας. Κυβερνητικά στελέχη, εθελοτυφλώντας, μιλούσαν για «μπαγιάτικο θέμα». 

Ενώ τα γνωστά τρολ του Διαδικτύου ξιφουλκούσαν με φανατισμό εναντίον όσων υποστήριζαν ότι υπάρχουν ερωτήματα τα οποία, καλώς ή κακώς, χρήζουν πειστικών απαντήσεων, οι οποίες δεν δόθηκαν, κυρίως επειδή η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της, κατά βάση λόγω της αχαρακτήριστης στάσης που τήρησε η πλειοψηφία των μελών της.

Παρόλο που ήταν περισσότερο από φανερό ότι η συλλογική πληγή της τραγωδίας, όπως την βίωνε η ελληνική κοινωνία, παρέμενε ανοιχτή, οι εργασίες της κοινοβουλευτικής Επιτροπής έκλειναν άρον άρον, ενισχύοντας την εντύπωση για μεθοδευμένη απόπειρα συγκάλυψης και δίνοντας τροφή και επιχειρήματα σε κάθε λογής συνομωσιολόγους.

Εμφορούμενοι προφανώς και από την αλαζονεία του εκλογικού αποτελέσματος της περασμένης χρονιάς, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απαξίωσαν ακόμη και να παραστούν στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής στην οποία τέθηκε προς συζήτηση το «πόρισμα» της Εξεταστικής.

Οι δημοσκοπήσεις των αμέσως επόμενων ημερών δεν μπορούσαν παρά να καταγράψουν την σχεδόν πάνδημη δυσφορία με την οποία «εισέπραττε» η ελληνική κοινωνία τη συμπεριφορά των κυβερνώντων, οι οποίοι, ανεξαρτήτως προθέσεων, έστελναν προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι βασικό μέλημά τους ήταν να επιβληθεί σιωπητήριο στην υπόθεση. 

Οι συγγενείς των θυμάτων, όμως, αλλά και όσοι τους συνέδραμαν -για «συμφεροντολογικούς» και όχι μόνον λόγους-, δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστούν με αυτή τη στόχευση. 

Σε κάθε δημόσια παρουσία της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού, της χαροκαμένης μητέρας που με τόσο γενναία αξιοπρέπεια εκπροσώπησε και τους υπολοίπους συγγενείς, οι άλλοτε απόρθητες γραμμές της επικοινωνιακής άμυνας, που χάρασσε το κυβερνητικό επιτελείο, κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι.

Έτσι, πολύ πριν βρουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αφορμή από το -διόλου «αποκαλυπτικό»- δημοσίευμα του κυριακάτικου Βήματος περί «μονταζιέρας» για να υποβάλλουν την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, είχε προηγηθεί η έντονη κοινωνική δυσπιστία για το που οδηγούσαν οι χειρισμοί της κυβέρνησης. Δυσπιστία η οποία, ας μην αυταπατώμεθα, ήρθε να προστεθεί σε ένα αρνητικό υπόβαθρο που συνθέτουν και άλλοι παράγοντες. 

Όπως, για παράδειγμα, οι δυσμενείς εξελίξεις στον οικονομικό τομέα με τις οξείες πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που έλαβε τελευταία η κυβέρνηση χωρίς να επιδιώξει ή να πετύχει την ευρύτερη συναίνεση (καθιέρωση επιστολικής ψήφου, νόμος για τα μη κρατικά ΑΕΙ, κ.ά.).

Αλλά και μετά την υποβολή της αντιπολιτευτικής πρότασης, η αντίκρουση που επιχειρήθηκε με επιστράτευση της επιχειρηματολογίας για «οργανωμένα συμφέροντα που συνασπίζονται με την αντιπολίτευση για να πολεμήσουν την κυβέρνηση», δεν απεδείχθη επιτυχής, παρότι κάποιοι… βιαστικοί προέβλεπαν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα κατέληγε σε «μπούμερανγκ» για την αντιπολίτευση. 

Δεν είναι μόνον ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί κάνουν όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη να αναφωνούν ότι γινόμαστε «στο ίδιο έργο θεατές», ενθυμούμενοι τα αλήστου μνήμης «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και τους αξέχαστους «νταβατζήδες».

Είναι, πολύ περισσότερο, που εξαιτίας αυτού του «ιδεολογήματος», η κυβέρνηση απώλεσε δύο στελέχη της και στενότατους συνεργάτες του πρωθυπουργού, τον Σταύρο Παπασταύρου και τον Γιάννη Μπρατάκο, οι οποίοι παραιτήθηκαν επειδή υπέπεσαν στο ατόπημα (;) να παραστούν σε μια «κοινωνική εκδήλωση», κάτι που, ούτε σε ότι αφορά τους ίδιους, ούτε την πλειονότητα των συναδέλφων τους, είναι κάτι που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. 

Ας μη γελιόμαστε, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί αυτής αλλά και κάθε άλλης κυβέρνησης δεν είναι κακό να πίνουν ποτά και να καπνίζουν πούρα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Αν αυτό δεν επηρεάζει την πολιτική την οποία ασκούν, οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι επιλήψιμο γεγονός.

Όπως και να έχει και επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αμέσως μετά την καρατόμηση των δύο συνεργατών του άδραξε την ευκαιρία για να διακηρύξει από το βήμα της Βουλής ότι «δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο». Πρόσθεσε ότι «στο τιμόνι του τόπου θα είναι αυτοί που τους ψηφίζουν οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί». Και κατέληξε λέγοντας ότι «αν κάποιος εκδότης μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα ο ίδιος». 

Η αλήθεια είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις επισημάνσεις. Στην πράξη, όμως;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου οι πολίτες με την ψήφο τους θα δώσουν απαντήσεις και θα γίνει «ταμείο» για όλα: για τα Τέμπη, για την ακρίβεια, για το Κράτος Δικαίου, για την ποιότητα διακυβέρνησης και την αξιοπιστία όλων όσοι διεκδικούν την ψήφο τους. 

Κοντός ψαλμός, λοιπόν!

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2024

Θα απαντήσουν και στον οίκο Moody’s οι δικαστές;

 

Από την εποχή που ηγείτο της Δικαιοσύνης, αρχικά ως αρχισυνδικαλίστρια και κατόπιν ως πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ex officio υπηρεσιακή πρωθυπουργός, η… αξέχαστη Βασιλική Θάνου είχαμε να δούμε τους Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς να ξιφουλκούν κατά των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

Για όσους ενδεχομένως δεν θυμούνται εκείνες τις «επικές» καταστάσεις, υπενθυμίζουμε ότι η αξιότιμη κυρία Θάνου αλληλογραφώντας με τον τότε πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον καλούσε (στις 13.2. 2015) να παρέμβει προς τα θεσμικά ευρωπαϊκά όργανα και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ των προτάσεων της ελληνικής κυβέρνησης (Τσίπρα-Καμμένου) «για να εξευρεθεί λύση, η οποία θα εξασφαλίσει την ανάπτυξη, χωρίς μέτρα λιτότητας…».

Λίγους μήνες μετά και ούσα πλέον στην κορυφή του Ανώτατου Δικαστηρίου έστελνε την επαύριο του ψευδεπίγραφου δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου επιστολή προς τους Ευρωπαίους ομολόγους της ζητώντας τη συμβολή τους, «προκειμένου να βρεθεί λύση στο ελληνικό ζήτημα, το οποίο είναι ταυτόχρονα και ευρωπαϊκό ζήτημα». Η Νέα Δημοκρατία, ως αξιωματική αντιπολίτευση που ήταν τότε, είχε ψέξει την κ. Θάνου για την πρωτοβουλία της χαρακτηρίζοντας την επιστολή της «πολιτική παρέμβαση, ανεπίτρεπτη για πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου».

Μετά βασάνων και κόπων, η ελληνική Δικαιοσύνη απηλλάγη από την παρουσία της κ. Θάνου, παρότι η ίδια έδωσε σκληρό αγώνα για να παρακαμφθεί το συνταγματικά οριζόμενο ηλικιακό όριο για την παραμονή της στο δικαστικό σώμα, συνεχίζοντας τη δημόσια παρουσία της ως πρωθυπουργική σύμβουλος και κατόπιν ως επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Φαίνεται, όμως, ότι η «παρακαταθήκη» της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου παραμένει ενεργή στα ανώτατα κλιμάκια της δικαστικής εξουσίας.

Δεν εξηγούνται αλλιώς οι επανειλημμένες αντιδράσεις κορυφαίων θεσμικών και συνδικαλιστικών παραγόντων του δικαστικού κόσμου που παρατηρούνται το τελευταίο διάστημα. Το έναυσμα έδωσε τον περασμένο μήνα η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία συνεκλήθη με πρωτοβουλία της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Δικαστηρίου για να απαντήσει στο Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο οποίο γινόταν μια σειρά αρνητικές επισημάνσεις για το κράτος δικαίου στη χώρα μας. Με ισχυρή πλειοψηφία 49 μελών της Ολομέλειας του Δικαστηρίου που ψήφισαν υπέρ, έναντι 13 που διαφώνησαν, οι αρεοπαγίτες κατέληξαν ότι «τα αναφερόμενα στο Ψήφισμα σε ό,τι αφορά τον χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αποτελούν ευθεία παρέμβαση στο έργο της ελληνικής Δικαιοσύνης».

Η άποψη της μειοψηφίας των 13 αρεοπαγιτών ότι το θέμα είναι που ήγειρε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι «πολιτικής φύσεως» και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, απερρίφθη άνευ επαίνων. Και κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στη συνέχεια η οποία δίνεται αυτές τις μέρες με τους εκπροσώπους του εγχώριου δικαστικού συστήματος να στηλιτεύουν τα λεγόμενα της Λάουρα Κοβέσι, η οποία είναι από το 2020 η πρώτη Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας και αποτελεί ένα εμβληματικό πρόσωπο που απέκτησε παγκόσμια αναγνώριση εξαιτίας του πολύχρονου αγώνα κατά της διαφθοράς που έδωσε νωρίτερα στην πατρίδα της, τη Ρουμανία.

Έχοντας στις αρμοδιότητες της τη διερεύνηση οικονομικών εγκλημάτων στην Ε.Ε., όπως για παράδειγμα απάτες στο ΦΠΑ, το ξέπλυμα μαύρου χρήματος και τη διαφθορά, η κ. Κοβέσι μιλώντας σε ελληνικά μέσα ενημέρωσης για την τραγωδία των Τεμπών, έπειτα από επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Ελλάδα, εξέφρασε την άποψη ότι θα είχε αποφευχθεί το μοιραίο δυστύχημα εάν είχε υλοποιηθεί εγκαίρως το έργο της τηλεδιοίκησης με τη περίφημη σύμβαση 717, που χρηματοδοτήθηκε με ευρωπαϊκούς πόρους.

Για τον λόγο αυτό, μάλιστα, η ευρωπαϊκή εισαγγελία άσκησε ήδη ποινική δίωξη σε 23 δημόσιους λειτουργούς, αλλά, όπως είπε η Ρουμάνα εισαγγελέας, με βάση αυτά που ορίζει το ελληνικό σύνταγμα, «δεν καταφέραμε να διεξάγουμε την έρευνα σε βάρος πρώην υπουργών που ήταν ενδεχομένως ύποπτοι για την υπόθεση».

Η ίδια, μεταφέροντας εμπειρία από τη δική της χώρα, ανέφερε: «Είχαμε και μια αντίστοιχη περίπτωση στη Ρουμανία, μια παρόμοια τραγωδία και γνωρίζω καλά ότι πρόκειται για τραύμα και αυτού του είδους το τραύμα δεν μπορεί να επουλωθεί χωρίς την απονομή δικαιοσύνης».

Για να καταλήξει: «Αυτή η ασυλία δεν θα έπρεπε να υπάρχει και θα έπρεπε να μας επιτραπεί να ολοκληρώσουμε την έρευνα μας. Γιατί τώρα με τον τρόπο που εξελίσσεται η έρευνα, είναι σαν να προσπαθείς να πνίξεις ένα ψάρι, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι ένα ψάρι δεν πνίγεται».

Δεν προκάλεσε εντύπωση που ο -διόλου εγκρατής όταν πρόκειται να υπερασπιστεί την κυβερνητική γραμμή- υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης υποστήριξε ότι πρέπει να κινηθούν διαδικασίες… αποπομπής της Ευρωπαίας εισαγγελέως. Είναι άλλωστε ίδιον των Ελλήνων πολιτικών -γνωστή ήδη από τις καταγγελίες των υπουργών της κυβέρνησης Κώστα Καραμανλή για τους… «χαμηλόβαθμους υπαλλήλους» των Βρυξελλών που τους κατέρριψαν τον νόμο για τον λεγόμενο «βασικό μέτοχο»- να επικαλούνται κατά το δοκούν το λεγόμενο ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Τις ίδιες μέρες, άλλωστε, που με επίκληση του ενωσιακού δικαίου περνούσε από τη Βουλή ο νόμος για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, τα οποία το Σύνταγμά μας ρητά απαγορεύει, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες θέλουν να απαγορεύσουν στους ευρωπαϊκούς θεσμούς την έρευνα για το που κατέληξαν τα χρήματα του κοινοτικού προϋπολογισμού που δόθηκαν για τους ελληνικούς σιδηροδρόμους.

Εντύπωση, όμως, προκάλεσε ότι, εκτός από την κυβέρνηση,… παρεξηγήθηκαν και οι Έλληνες δικαστές με όσα είπε η Ευρωπαία συνάδελφός τους και έτσι αισθάνθηκαν την ανάγκη να της απαντήσουν δικαστικές ενώσεις αλλά και η ηγεσία του Αρείου Πάγου. Για παράδειγμα, ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κατελόγισε στην κ. Κοβέσι «υπέρβαση κατά πολύ των αρμοδιοτήτων» και έκανε λόγο για προσβολή της «θεσμικής αυτονομίας των κρατών-μελών της Ε.Ε.».

Ανεξάρτητα αν έχουν ή όχι επί της ουσίας δίκιο οι θεσμικοί και συνδικαλιστικοί εκπρόσωποι του δικαστικού κόσμου να ξιφουλκούν κατά του Ευρωκοινοβουλίου ή της Ευρωπαίας εισαγγελέως, το παράδοξο είναι ότι δεν επέδειξαν αντίστοιχη ευαισθησία για το γεγονός ότι λοιδορείται η χώρα, εξαιτίας του απαρχαιωμένου συστήματος απονομής δικαιοσύνης στο οποίο πρωταγωνιστούν οι ίδιοι και έχει ως αποτέλεσμα τις τεράστιες καθυστερήσεις στην έκδοση αποφάσεων και φθάνει στα όρια της αρνησιδικίας.

Με αποφάσεις τόσο των κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, όσο συνηθέστερα και δικών τους, αφού έχουν το μοναδικό προνόμιο να είναι οι αυθεντικοί ερμηνευτές του Συντάγματος, οι Έλληνες δικαστές και εισαγγελείς είναι οι πιο καλοπληρωμένοι λειτουργοί του ελληνικού Δημοσίου. Παρά ταύτα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Δικαιοσύνη παραμένει ο «μεγάλος ασθενής» στην εγχώρια δημόσια διοίκηση.

Όποιος το αμφισβητεί δεν έχει παρά να διατρέξει την πρόσφατη έκθεση του διεθνούς οίκου αξιολόγησης Moody’s, ο οποίος προβάλει ως έναν από τους λόγους για τους οποίους δεν αναβάθμισε το αξιόχρεο της χώρας την υστέρηση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης.

Έχουν, άραγε, γι΄ αυτή την έκθεση κάποιο σχόλιο οι δικαστές μας;

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2024

Και στο... Αμέρικα, dear Stefanos, όσοι πολιτεύονται αφήνουν τις επιχειρήσεις τους

 

Όταν το 2010 ένας Έλληνας ελεύθερος επαγγελματίας, ο οποίος είχε μια σχετικά χαλαρή σχέση συνεργασίας με ελληνική επιχείρηση που είχε εξαγοραστεί από αμερικανική πολυεθνική εταιρία, αποφάσισε να… δοκιμάσει την τύχη του κατεβαίνοντας στις περιφερειακές εκλογές βρέθηκε προ εκπλήξεως όταν γνωστοποίησε την πρόθεσή του να «πολιτευθεί».

Οι ιθύνοντες της εταιρίας, μαζί με τις ευχές τους για καλή επιτυχία στον αγώνα για την εκλογή του και τις ευχαριστίες τους για την έως τότε συνεργασία, τον κάλεσαν να αιτηθεί ο ίδιος τη διακοπή της σύμβασης παροχής υπηρεσιών που είχε συνάψει μαζί τους. Επειδή, όπως ευγενικά του εξήγησαν, με βάση την αμερικανική νομοθεσία, υπήρχε «σύγκρουση συμφερόντων» («conflict of interest»).

Όπως του διευκρίνισαν αμέσως μετά, ο «νόμος Σαρμπάνη - Όξλι» (Sarbanes - Oxley Act) που ψηφίστηκε από τα δύο νομοθετικά σώματα των ΗΠΑ το 2002 και φέρει τα ονόματα των εισηγητών του, του (Ελληνοαμερικανού) Δημοκρατικού Γερουσιαστή Πωλ Σαρμπάνη από το Μέριλαντ και του Ρεπουμπλικανού βουλευτή Μάικλ Όξλι από το Οχάιο, προβλέπει ότι όποιος διεκδικεί αιρετό αξίωμα δεν μπορεί επ΄ ουδενί να συνεργάζεται με αμερικανική εταιρία.

Ακόμη και αν η υποψηφιότητα που θέλει να υποβάλλει κάποιος είναι στην… Κολοπετινίτσα της άλλης άκρης του πλανήτη, το ασυμβίβαστο των δύο ιδιοτήτων είναι απόλυτο και η απαγόρευση συνέχισης της συνεργασίας άκαμπτη. Αλλά και πριν από τον «νόμο Σαρμπάνη - Όξλι», που υιοθετήθηκε επί της προεδρίας του Τζορτζ Μπους του νεότερου, έπειτα από μια σειρά σκανδάλων διαπλοκής που ξέσπασαν εκείνη την περίοδο στις ΗΠΑ, στην υπερατλαντική χώρα υπήρχαν πάντα περιορισμοί και ασυμβίβαστα μεταξύ της πολιτικής και της επιχειρηματικής δράσης.

Πριν από κάποια χρόνια ένας εκλεγμένος πολιτειακός Γερουσιαστής στην Καλιφόρνια αντιμετώπισε πρόβλημα έκπτωσης επειδή κατά την προεκλογική περίοδο είχε χρησιμοποιήσει τα φωτοτυπικά μηχανήματα της προσωπικής εταιρίας του για την αναπαραγωγή του υλικού της καμπάνιας του που έστελνε στους ψηφοφόρους της περιφέρειάς του. Το «έγκλημα» στο οποίο είχε υποπέσει ήταν ότι η προσωπική εταιρία, την οποία είχε ιδρύσει ως πολιτικός μηχανικός, δεν ήταν στους δηλωμένους χρηματοδότες της καμπάνιας του και άρα με τον τρόπο αυτό θεωρήθηκε ότι είχε γίνει αποδέκτης μη νόμιμης χρηματοδότησης.

Θυμήθηκα όλες αυτές τις ιστορίες παρακολουθώντας τις προηγούμενες μέρες τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη να ψελλίζει διάφορες δικαιολογίες για τα περιουσιακά του στοιχεία και να επικαλείται, ανάμεσα σε πολλές άσχετες περικοκλάδες (όπως οι… αγροτικές επιδοτήσεις που λαμβάνει ο Κυριάκος Μητσοτάκης για τα ελαιόδενδρά του), την ιδιότητα του ομογενούς που ζούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να αποφύγει να δώσει σαφείς εξηγήσεις για την περιουσιακή του κατάσταση και την επιχειρηματική δραστηριότητα που εξακολουθεί να έχει εκτός Ελλάδος.

Είναι πραγματικά απορίας άξιον ποιος είναι ο πραγματικός λόγος για τον οποίο ο κ. Κασσελάκης δεν ξεκαθαρίζει άπαξ δια παντός τα όσα αφορούν την περιουσιακή του κατάσταση, τηρώντας το γράμμα της ελληνικής νομοθεσίας περί «πόθεν έσχες» αλλά και τους καθιερωμένους κανόνες της πολιτικής δεοντολογίας. Αν, μάλιστα, όπως αφήνει να διαφανεί ότι πιστεύει ο ίδιος, ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι δεν είναι τόσο... «καθαροί», αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για να δείξει ότι εκείνος, που είναι διαφορετικός, δεν έχει να φοβηθεί από τη διαφάνεια.

Πέρα, πάντως, από την προσωπική βούληση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, η ισχύουσα νομοθεσία ορίζει ρητά και με αναμφισβήτητη σαφήνεια ότι για τους πολιτικούς, όπως και για όλους τους άλλους υπόχρεους υποβολής δήλωσης «πόθεν έσχες» (δημάρχους, δημοσίους υπαλλήλους, δημοσιογράφους, κ.λπ.), η υποχρέωση να δηλώσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία (ακίνητα, καταθέσεις, συμμετοχή σε επιχειρήσεις, κ.ά.) ξεκινά από την ημέρα ανάληψης των καθηκόντων τους.

Θεωρητικά τουλάχιστον, αυτός είναι ο σκοπός για τον οποίο θεσμοθετήθηκε πριν από περίπου 60 χρόνια το «πόθεν έσχες», καθώς μόνον έτσι μπορεί να φανεί πως μπήκε κανείς στην πολιτική και αν πλούτισε χάρις σε αυτήν. Υπό αυτή τη συνθήκη, ο νεοείσακτος στον εγχώριο πολιτικό στίβο Κασσελάκης θα έπρεπε, ανεξάρτητα από τις τυπικές προβλέψεις του νόμου, να είχε δώσει στη δημοσιότητα όλα τα στοιχεία που συνθέτουν την περιουσία του για να μπορεί να ισχυρίζεται ότι... δεν είναι ίδιος με την παραδοσιακή πολιτική τάξη.

Μέχρι στιγμής, άλλωστε, ουδείς κατηγόρησε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ ότι πλούτισε παράνομα. Εκείνο, όμως, που όλο και περισσότεροι διαπιστώνουν είναι ότι το προσωπικό του «αφήγημα» για τον πακτωλό του πλούτου που κατάφερε να εξασφαλίσει με εργασία λίγων ετών δεν βρίσκει ισχυρό έρεισμα στην πραγματικότητα και όσα έρχονται στο φως για την επιχειρηματική δραστηριότητα δεν δικαιολογούν την κομπορρημοσύνη του ότι «έχω τόσα χρήματα που δεν θα χρειαστεί να ξαναδουλέψω στη ζωή μου».

Άλλες είναι, για παράδειγμα, οι εντυπώσεις που δημιουργείς όταν μιλάς σε τηλεοπτικά μεσημεριανάδικα για τα αστακοκάραβα που διαθέτεις και άλλη η εικόνα που συντίθεται όταν η δημοσιογραφική έρευνα -του «Πρώτου Θέματος», εν προκειμένω- καταδεικνύει ότι πρόκειται για δύο όλα κι όλα σκάφη, τα οποία μάλιστα είναι δεμένα και υπάρχουν αγγελίες για την πώλησή τους. Ο κ. Κασσελάκης επανέρχεται τότε για να πει ότι πούλησε πριν από έναν χρόνο την εταιρία στην οποία ανήκουν τα διαβόητα αστακοκάραβα που μια βδομάδα νωρίτερα επαίρονταν ότι κατείχε και τον βοήθησαν να πλουτίσει.

Όπως και να έχει, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο ήταν νομικά και ηθικά υποχρεωμένος αφενός να δηλώσει καταλεπτώς στη δημοσιότητα την περιουσιακή του κατάσταση και αφετέρου, με βάση τον νόμο που ψηφίστηκε το 2016 επί των ημερών της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, να πουλήσει όλες τις επιχειρήσεις που είχε στο εξωτερικό.

Έξι μήνες μετά την εκλογή του, ο κ. Κασσελάκης όχι μόνον αποφεύγει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του αλλά με θράσος εμφανίζεται ως δήθεν θύμα των αντιπάλων του και των μέσων ενημέρωσης που τον ψάχνουν και θέτουν ερωτήματα. Είναι, βλέπετε, που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και οι υποστηρικτές του κήδονται της προστασίας του Κράτους Δικαίου και πασχίζουν τάχατες για το δικαίωμα των μέσων ενημέρωσης να ελέγχουν τους αντιπάλους τους αλλά όχι τους ίδιους.

Αν είχε, άραγε, πολιτευθεί στο... Αμέρικα ο dear Stefanos, τα ίδια θα έκανε; Ας το σκεφτεί τώρα που ως φαντάρος, που ντύνεται από σήμερα, θα έχει χρόνο και δεν αποσπάται από την «αδιαμεσολάβητη» δήθεν επικοινωνία μέσω του Tik Tok.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2024

Αν δεν ασφαλιστείς για… «πολιτικές ταραχές», δεν έχεις μείωση στον ΕΝΦΙΑ

 

«Εν χορδαίς και οργάνοις», πριν από περίπου έναν χρόνο που βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, η κυβέρνηση ανακοίνωσε τη μείωση κατά 10% του ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που οι ιδιοκτήτες τους τα έχουν ασφαλισμένα.

Οι εκλογές πέρασαν και όταν ήρθε η ώρα της εφαρμογής του μέτρου αποδείχθηκε ότι η εξαγγελία του μέτρου ήταν «πολύ καλή για να είναι (απολύτως) αληθινή». Διότι, ούτε όταν έγιναν οι ανακοινώσεις, αλλά ούτε και όταν ψηφίστηκε η σχετική ρύθμιση από τη Βουλή έγιναν σαφή τα… ψιλά γράμματα που τη συνόδευαν.

Έτσι, όσοι βιάστηκαν να χαρούν με την προοπτική ότι θα γλίτωναν έστω και αυτό το μικρό μέρος του «χαρατσιού», επειδή είχαν προνοήσει ή είχαν υποχρεωθεί (λόγω στεγαστικών δανείων) να ασφαλίσουν το ακίνητό τους, ήρθαν αντιμέτωποι με μια διπλή ψυχρολουσία που τους περίμενε.

Η πρώτη ψυχρολουσία ήρθε όταν μπήκαν στην ειδική πλατφόρμα με την επωνυμία my property που κατασκεύασε το υπουργείο Οικονομικών για να δηλώσουν το ασφαλισμένο ακίνητό τους προκειμένου να τους παρασχεθεί η εξαγγελθείσα μείωση του φόρου.

Με έκπληξη η μεγάλη πλειονότητα, όπως προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία που επικαλούνται παράγοντες της αγοράς, διαπίστωσε ότι δεν δικαιούται την έκπτωση επειδή το ακίνητό του δεν περιλάμβανε ταυτόχρονες καλύψεις για όλα τα ενδεχόμενα φυσικών καταστροφών, δηλαδή σεισμό, πυρκαγιά και πλημμύρα.

Όποιος είχε δύο από τις τρεις καλύψεις και έκανε τον κόπο να μπει στην πλατφόρμα, απλώς έχανε τον χρόνο του. Θα μπορούσε να πει κάποιος «τι είχε, τι έχασε;» για ένα υποτιθέμενο «δώρο» που αποδείχθηκε «άδωρο». Πλην, όμως, ήρθαν αμέσως μετά οι ασφαλιστικές εταιρίες (ή κάποιες από αυτές, για να είμαι ακριβής, αφού δεν έχω στοιχεία για το σύνολο) και απέδειξαν ότι όλο αυτό το σχέδιο δεν ήταν παρά ένα καλό πρόσχημα για να αυξήσουν τα ασφάλιστρα.

Η δεύτερη ψυχρολουσία, λοιπόν, ήρθε με την ουσιαστικά υποχρεωτική αλλαγή του ασφαλιστικού πακέτου για να προστεθεί η κάλυψη που δεν περιλάμβανε το αρχικό συμβόλαιο και η οποία στην πραγματικότητα κατέτεινε στην αναδρομική (από την 1η Ιανουαρίου) αύξηση των καταβαλλόμενων ασφαλίστρων κατά 20%.

Η σχετική επιστολή την οποία, φαντάζομαι όπως και πολλοί άλλοι, έλαβε τούτες τις μέρες ο γράφων έχει στον τίτλο της ως θέμα την «αναπροσαρμογή κατασκευαστικών αξιών στον Ασφάλιση Ακινήτων».

Στο κείμενο που ακολουθεί, γίνεται επίκληση -άκουσον, άκουσον!- στις «πληθωριστικές πιέσεις» που, «σε συνδυασμό με τα διεθνή προβλήματα ως προς την προμήθεια των κατασκευαστικών υλικών, έχουν οδηγήσει σε σημαντικές ανατιμήσεις του κόστους των πρώτων υλών».

Και όλα αυτά για να σου ανακοινώσουν αμέσως μετά ότι «προχωρήσαμε στην αναπροσαρμογή των ελάχιστων κατασκευαστικών αξιών του συμβολαίου σας, με παράλληλη αναβάθμιση των καλύψεων του συμβολαίου σας, προκειμένου να διασφαλίσουμε τα συμφέροντά σας, σε περίπτωση ζημίας και ταυτόχρονα να ακολουθήσουμε την τάση της αγοράς….».

Ενδιαφέρον, όμως, μεγάλο παρουσιάζει και το ποια είναι η «αναβάθμιση του συμβολαίου» που σου γίνεται. Στην περίπτωσή μου και χωρίς φυσικά να το ζητήσω έχει τις εξής επιπλέον καλύψεις: «Θύελλα – καταιγίδα – πλημμύρα -παγετός, Αστική Ευθύνη Πυρκαγιάς, Αστική ευθύνη από Διαρροή Υδάτων, Έξοδα Κατεδάφισης - Εκκαθάρισης – Απομάκρυνσης Ερειπίων, Θραύση Υαλοπινάκων – Καθρεπτών – Θυρών – Παραθύρων, Έξοδα ξενοδοχείου, Πολιτικές Ταραχές – Κακόβουλες Ενέργειες».

Προσωπικά δεν με εντυπωσίασε τόσο η κάλυψη για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζω από παγετό, παρόλο που είχα ως τώρα τη λάθος εντύπωση ότι επηρεάζει μόνον τις καλλιέργειες και δεν γνώριζα ότι απειλεί και κτίρια. Ούτε έπεσα από τα σύννεφα με την πρόνοια της Ασφαλιστικής να με καλύψει για την απομάκρυνση των ερειπίων εφόσον καταρρεύσει το διαμέρισμα που μένω, αλλά ίσως να είμαι αδαής επ΄ αυτών των ζητημάτων.

Εκείνο, όμως, που ειλικρινά δεν μπόρεσα με τίποτε να χωνέψω ήταν γιατί απαιτείται να ασφαλιστώ για «πολιτικές ταραχές». Περάσαμε τόσα και τόσα τη μνημονιακή περίοδο και με εξαίρεση το κέντρο της πρωτεύουσας δεν ξέρω κανένα ακίνητο που να απειλήθηκε από ταραχοποιούς με πολιτικά κίνητρα. Ξέρουν, άραγε, στην ασφαλιστική εταιρία κάτι που δεν ξέρουμε εμείς οι υπόλοιποι και έσπευσαν να μας προστατεύσουν;

Αν ήξερα ότι θα έβρισκα αυτόν που το σκέφθηκε θα του τηλεφωνούσα για να μάθω. Επειδή, όμως, είμαι σίγουρος ότι δεν θα τον βρω και θα χάσω τον χρόνο μου μιλώντας με έναν νεαρό ή μια νεαρά που θα απαντά στο τηλεφωνικό κέντρο ψάχνοντας ματαίως δικαιολογίες, αποφάσισα να μην το κάνω. Και ούτε προτίθεμαι να προσφύγω σε κάποιον από τους πολυποίκιλους κρατικούς μηχανισμούς ελέγχου (Συνήγορος του Καταναλωτή, κλπ) διότι από προηγούμενη εμπειρία ξέρω ότι θα χάσω τον χρόνο μου.

Εκών άκων θα συμβιβαστώ με την ενημέρωση της ασφαλιστικής ότι «με τις παραπάνω τροποποιήσεις εφόσον το ακίνητό σας είναι κατοικία, θα έχετε τη δυνατότητα να επωφεληθείτε από την έκπτωση του 10% στον ΕΝΦΙΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 44 του ν. 5045/2023…». Φυσικά όχι φέτος, αλλά από τον επόμενο χρόνο και εφόσον δεν μας επιφυλαχθεί καμία καινούργια ψυχρολουσία.

Το μόνο… παρήγορο, όμως, είναι ότι αν τύχει και συμβεί καμία «πολιτική ταραχή», έχω εξασφαλισμένη την «απομάκρυνση των ερειπίων» του διαμερίσματός μου. 

Και μπράβο στο φωτεινό μυαλό που το σκέφθηκε και κυρίως το έκανε χωρίς να με ρωτήσει!

Παρασκευή 1 Μαρτίου 2024

Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς


Ο 15χρονος Κωνσταντίνος είναι ένας πολύ επιμελής μαθητής που φοιτά σε δημόσιο Γυμνάσιο μιας μεσοαστικής περιοχής της πρωτεύουσας και όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν σταθερά και με άποψη απέναντι στους συμμαθητές του που ήθελαν να κάνουν κατάληψη για να… χάσουν μάθημα.

Την περασμένη Τετάρτη, όμως, που συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την τραγωδία των Τεμπών, ο Κωνσταντίνος πρωταγωνίστησε στην προσπάθεια να αποφασίσουν οι συμμαθητές του αποχή από τα μαθήματα ώστε να διαμαρτυρηθούν επειδή καθυστερεί η απονομή δικαιοσύνης για τον άδικο χαμό των 57 συνανθρώπων μας που θυσιάστηκαν στο συγκλονιστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα της αποφράδας 28ης Φεβρουαρίου 2023.

Ο νεαρός πρωταγωνιστής της ιστορίας μας δεν πτοήθηκε από τις απειλές της διευθύντριας του σχολείου του ότι θα τιμωρηθεί με αποβολή. Ως επιμελής που, όπως προείπαμε, είναι, επικαλέστηκε τον υφιστάμενο κανονισμό με τα δικαιώματα των μαθητών και η διευθύντρια υποχρεώθηκε να αποδεχθεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας του μαθητή της και να αποσύρει τις απειλές.

Το συγκεκριμένο περιστατικό είναι απολύτως αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας και κυρίως των νεότερων γενιών το τραύμα τόσο από αυτή καθεαυτή την τραγωδία των Τεμπών, όσο, ενδεχομένως και πολύ περισσότερο, από τους μετέπειτα χειρισμούς της επίσημης Πολιτείας, είτε αυτή εκφράζεται από την καθ΄ έξιν βραδυπορούσα ελληνική Δικαιοσύνη, είτε από τη χρόνια παθογένεια του εγχώριου πολιτικού συστήματος το οποίο για μια ακόμη φορά αποδεικνύεται κατώτερο των περιστάσεων και υποτάσσει τα πάντα στον βωμό των μικροκομματικών υπολογισμών.

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς από εκείνους που θεωρούν ότι η Δικαιοσύνη δεν πρέπει να αποδίδεται εν θερμώ και χωρίς ενδελεχή μελέτη των στοιχείων που συνθέτουν κάθε υπόθεση, για να μη θυμώνει με το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η εκδίκαση σε πρώτο βαθμό μιας άλλης υπόθεσης που συγκλόνισε την κοινωνία μας, όπως ήταν η τραγωδία με την φονική πυρκαγιά στο Μάτι, από την οποία μας χωρίζουν σχεδόν έξι ολόκληρα χρόνια.

Ούτε απαιτείται να είναι κάποιος προκατειλημμένος για την «ποιότητα» του πολιτικού συστήματος μας για να αναγνωρίσει ότι τα πρόσωπα που επελέγησαν για να διευθύνουν τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής που συγκρότησε η Βουλή για να διερευνήσει το δυστύχημα των Τεμπών ήταν παντελώς ακατάλληλα για να αναλάβουν ένα τέτοιο έργο. Όσο και αν ισχύει ο αποκαρδιωτικός ισχυρισμός ότι «σπανίως οι Εξεταστικές της Βουλής συνέβαλαν ουσιωδώς στη διαλεύκανση των υποθέσεων τις οποίες κλήθηκαν να διερευνήσουν», στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα υπήρξαν χειρότερα από κάθε άλλη φορά.

Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει έστω και για λίγο τις εργασίες της Επιτροπής διαπίστωνε εύκολα την προκατάληψη από την οποία διακατέχονταν το προεδρείο και η πλειοψηφία των μελών της. Χρησιμοποιώντας συχνά ακόμη και αγοραίες εκφράσεις, οι οποίες μόνον κοινοβουλευτικό ύφος δεν απέπνεαν, συμπεριφέρονταν με τρόπο που μαρτυρούσε κραυγαλέα πρόθεση για συγκάλυψη των ευθυνών που βαρύνουν τους πραγματικούς υπαίτιους.

Το γεγονός ότι μπορεί να υπήρξαν προκλήσεις και εκ μέρους κάποιων από τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, επ΄ ουδενί δεν δικαιολογεί την απροκάλυπτη διάθεση για άρον άρον ολοκλήρωση των εργασιών της Επιτροπής χωρίς να περιγραφούν και να αποτυπωθούν στα πρακτικά οι αναμφισβήτητες πολιτικές ευθύνες που οδήγησαν στην ανείπωτη τραγωδία.

Προς τι, άραγε, η σπουδή των κυβερνητικών βουλευτών να τελειώσουν όλα το συντομότερο; Και που, αλήθεια, κατέτεινε ο αποκλεισμός μαρτύρων τους οποίους, καλώς ή κακώς, τα κόμματα της αντιπολίτευσης θεωρούσαν κρίσιμους; Και αν ήταν τόσο δύσκολο να το αντιληφθούν οι ίδιοι θερμοκέφαλοι (αν)εγκέφαλοι της Επιτροπής, γιατί δεν βρέθηκε κάποιος από την κυβέρνηση να τους το πει;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, βοηθούντων και των προσεγγίσεων που έκαναν οι βασικοί αντίπαλοί τους, οι οποίοι, κακά τα ψέματα, απεδείχθησαν υπέρ του δέοντος «ερασιτέχνες», οι ιθύνοντες του επικοινωνιακού μηχανισμού της κυβέρνησης κατέγραψαν όλα τα προηγούμενα χρόνια αναρίθμητες επιτυχίες. Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις πολιτικές συγκρούσεις της τελευταίας πενταετίας, κέρδιζαν κατά κράτος στο πεδίο των εντυπώσεων.

Υπό αυτή την έννοια, δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξει κανείς ότι το επικοινωνιακό επιτελείο, το οποίο επέλεξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης να τον πλαισιώσει, υπήρξε ο αναμφισβήτητος νικητής σε όλες τις κρίσεις και τις μοιραίες πολιτικές συγκρούσεις με τις οποίες αυτές συνοδεύτηκαν από το 2019: από τη διαχείριση της πανδημίας και των ελληνοτουρκικών κρίσεων έως τους αμφιλεγόμενους χειρισμούς στην Παιδεία, στην Υγεία και στο μεγάλο πρόβλημα της ακρίβειας και των πληθωριστικών πιέσεων, το πρόσημο για την κυβέρνηση ήταν θετικό, ακόμη και όταν ήταν εμφανείς οι παλινωδίες και τα πισωγυρίσματα.

Χωρίς να είναι συγκρίσιμα μεγέθη, ακόμη και η πρόσφατη διελκυστίνδα γύρω από τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, που προκάλεσε τη μήνη του συντηρητικού εκλογικού κοινού της κυβερνητικής παράταξης, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί λιγότερο επώδυνη για την κυβέρνηση όσο από τις αρχές δεν δίνονται ξεκάθαρες και πειστικές απαντήσεις σε ερωτήματα που σχετίζονται με την τραγωδία των Τεμπών. Όπως, ενδεικτικά:

1. Ποιος, για παράδειγμα, και γιατί αποφάσισε να μπαζωθεί ο τόπος μαρτυρίου των 57 συνανθρώπων μας που έχασαν τόσο άδικα τη ζωή τους; Όσο και αν ο πολίτης Κώστας Αγοραστός έχει νόμιμο δικαίωμα να σιωπά, επειδή είναι κατηγορούμενος, ο τέως περιφερειάρχης που είναι πολιτικός, ο οποίος τόσο απλόχερα στηρίχθηκε από την κυβέρνηση, έχει υποχρέωση να πει όλη την αλήθεια.

2. Ποιο πραγματικά ήταν το φορτίο της εμπορικής αμαξοστοιχίας που συγκρούστηκε με το μοιραίο επιβατηγό τρένο το οποίο βρέθηκε στην λάθος γραμμή και προκάλεσε την έκρηξη; Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ερώτημα έθεσαν από την πρώτη ώρα εγνωσμένοι συνωμοσιολόγοι, οι επίσημες αρχές είχαν και έχουν υποχρέωση να απαντήσουν αναλυτικά.

Το 41% που έλαβε η ΝΔ στις τελευταίες εκλογές δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελεί άλλοθι ούτε για τη σιωπή του τέως περιφερειάρχη κ. Αγοραστού ούτε για την αμετροέπεια του προέδρου της Εξεταστικής Επιτροπής, «γαλάζιου» βουλευτή Δημήτρη Μαρκόπουλου.

Διότι ο δικαιολογημένος θρήνος όχι μόνον των συγγενών των θυμάτων, αλλά και της μεγάλης πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας, που ταυτίζεται μαζί τους, δεν τιθασεύεται και ούτε χειραγωγείται από επικοινωνιακούς χειρισμούς. Όσο «επαγγελματικοί» και αν είναι. Και όσο αποτελεσματικοί και αν έχουν αποδειχθεί σε άλλες περιπτώσεις.

Όποιος το αμφισβητεί, μπορώ να τον παραπέμψω στον νεαρό φίλο μου, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος υπερασπίστηκε το δικαίωμα του να απέχει για πρώτη φορά από τα μαθήματά του επειδή πιστεύει ότι κάποιοι δεν θέλουν να αποδοθεί Δικαιοσύνη στην τραγωδία των Τεμπών.

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Με τον Στέφανο ή με τον Αλέξη; Ούτε… ψύλλος στον κόρφο του ΣΥΡΙΖΑίου οπαδού


Μπορεί να μην είναι η πρώτη φορά -και ούτε προφανώς θα είναι η τελευταία- που ένας κομματικός σχηματισμός αντιμετωπίζει προβλήματα συνοχής του στελεχιακού του δυναμικού, το δράμα, όμως, ενώπιον του οποίου βρίσκονται αυτό το διάστημα οι εναπομείναντες οπαδοί και φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ είναι νομίζω πρωτοφανές και απερίγραπτο.

Μετά την πολλαπλή εκλογική ψυχρολουσία που υπέστησαν τον περασμένο Ιούνιο, ο βασικός υπαίτιος της χωρίς προηγούμενο καταβαράθρωσης που γνώρισε ποτέ κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε τη γενναιότητα να παραιτηθεί πάραυτα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τις επαναλαμβανόμενες ήττες.

Ο λόγος φυσικά για τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος, με την αλαζονεία του τάχατες αυτοδημιούργητου και δήθεν ταλαντούχου πολιτικού, που στην πραγματικότητα κατά τη μακρά διαδρομή του δεν έκανε τίποτε σπουδαιότερο από το να καβαλήσει το κύμα της λαϊκής οργής όταν η χώρα μπήκε στη μνημονιακή μέγγενη, χρειάστηκε πέντε ολόκληρες μέρες από τον διασυρμό που γνώρισε στην τελευταία βουλευτική κάλπη για να ανακοινώσει ότι αποφάσισε να… παραμερίσει.

Ναι, ναι, ο τέως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ ποτέ του δεν παραιτήθηκε, όπως τόσο παραστατικά φρόντισε να μας θυμίσει λίγα μόλις λεπτά της ώρας πριν ανοίξει τις πύλες του το πρώτο Συνέδριο του κόμματός του που επρόκειτο να συνέλθει χωρίς να είναι ο ίδιος στο τιμόνι.

«Αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει ένα νέο κύμα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ», ανέφερε επί λέξει ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στη διαβόητη πλέον (χθεσινή) δήλωση με την οποία προσπάθησε να ισοπεδώσει τον… άμοιρο διάδοχό του που μάλλον από άγνοια κινδύνου φορτώθηκε πολιτικά βάρη και ανομήματα που δεν του αναλογούσαν.

«Ήθελα με τη στάση μου να προκαλέσω ένα ηλεκτροσόκ ανάταξης στον κλονισμένο οργανισμό του κόμματος, που βρέθηκε μπροστά σε μια απρόσμενη σε εύρος ήττα, ώστε να συνέλθει σύντομα», ισχυρίστηκε ο πρώην πρωθυπουργός στη δήλωσή του, η οποία, παρότι ήταν μακροσκελής και αρκούντως φλύαρη ως προς τις ευθύνες των επιγόνων του που έμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ ή έφυγαν από αυτόν, δεν χώρεσε ούτε τον παραμικρό υπαινιγμό αυτοκριτικής.

Για ποιόν άραγε ήταν απρόσμενη η συντριπτική ήττα την οποία υπέστη ο ΣΥΡΙΖΑ τον καιρό που εκείνος ηγούνταν; Και, πολύ περισσότερο, ποιος φταίει που η Κουμουνδούρου δεν… είχε πάρει χαμπάρι ότι δεν ήταν στραβός ο γιαλός αλλά ήταν ο ηγέτης της που έκανε το καράβι να αρμενίζει στραβά; Ποιος εκβίαζε τους δημοσκόπους και ποιος απειλούσε τα μέσα ενημέρωσης και τους δημοσιογράφους που προειδοποιούσαν για τα προφανή μελλούμενα;

Έπειτα από όλα αυτά και τους οκτώ μήνες της προσωπικής του σιωπής που μεσολάβησαν, είναι απορίας άξιον από που αντλεί ο συγκυβερνήτης του Πάνου Καμμένου το θράσος να στηλιτεύει τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ για «φαινόμενα ιδιοτέλειας, ναρκισσισμού, παραβίασης των αρχών της συλλογικότητας και της συντροφικότητας, (που) έχουν παραλύσει τον κομματικό οργανισμό».

Όποια άποψη και αν έχει κανείς για τον -αναμφισβήτητα- «ναρκισσιστή» Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος ηγείται του ΣΥΡΙΖΑ χάρις στη δήθεν «ευμενή ουδετερότητα» που τήρησε ο Αλέξης Τσίπρας στην κούρσα διαδοχής του, αλλά στην πραγματικότητα εξελέγη επειδή οι φίλοι του τέως αρχηγού νόμιζαν ότι ο αμερικανοτραφείς επιχειρηματίας απλώς θα του ζέσταινε την καρέκλα μέχρι να επιστρέψει, οι τελευταίες εξελίξεις έδειξαν ότι. μέσα στην πολυπλοκότητά της, η πολιτική είναι πολύ πιο απλή από όσο νομίζουν οι σύγχρονες ρεπλίκες του μακιαβελισμού.

Τόσο απλή που ακόμη και… αφελή, όπως κάποιοι θέλουν να ισχυρίζονται, «αμερικανάκια» να αντιλαμβάνονται τους προσωπικούς υπολογισμούς των δήθεν «μπαρουτοκαπνισμένων» αριστερών, οι οποίοι στην πραγματικότητα ζουν ακόμη στις αυταπάτες και τις ψευδαισθήσεις που τους επέτρεπαν να ισχυρίζονται ότι θα καταργήσουν τα Μνημόνια «με ένα άρθρο και με ένα νόμο», χωρίς ποτέ να μετανοήσουν για την παραπλάνηση των πολιτών.

Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που ο Στέφανος Κασσελάκης στην εναρκτήρια ομιλία του στο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ «σήκωσε το γάντι» που του πέταξε ο κ. Τσίπρας και απάντησε λέγοντας: «Όποιος νομίζει ότι μπορεί να ανορθώσει ένα κόμμα που συνετρίβη και διασπάστηκε δύο φορές μέσα σε λίγους μήνες, ας έρθει να αναλάβει». Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Ζητούν να λογοδοτήσω για τις κακές δημοσκοπήσεις όσοι δε λογοδότησαν ποτέ για τη συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ από το 32 στο 18%».

Είναι παγκοίνως γνωστό ότι η πλειονότητα των μέχρι πρότινος υποστηρικτών του κ. Κασσελάκη ήταν ταυτόχρονα και φανατικοί θαυμαστές του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίοι πίστευαν ότι ο νέος ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά ο… εκδικητής που ανέλαβε να πάρει πίσω το αίμα του τέως αρχηγού τον οποίο τάχατες υπονόμευαν οι συνεργάτες του.

Το σχήμα του «εσωτερικού εχθρού» που δήθεν υπονομεύει τον ηγέτη είναι, έξαλλου, τόσο παλιό όσο και η ίδια Πολιτική. Με τη διαφορά, όμως, ότι άλλοτε λειτουργεί και άλλοτε, όπως στην προκειμένη περίπτωση, προκαλεί γέλωτες και καγχασμούς.

Διότι ποιος εχέφρων άνθρωπος θα πιστέψει ότι για τα δεινά του ΣΥΡΙΖΑ, που δημοσκοπικά τουλάχιστον έχει πάψει να είναι αξιωματική αντιπολίτευση, αφήνοντας την κυβέρνηση της ΝΔ να κάνει «πάρτι», ευθύνονται η Αχτσιόγλου, ο Χαρίτσης ή ο Τσακαλώτος και όχι ο ίδιος ο Τσίπρας ο οποίος διεκδικεί ακόμη να έχει ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα;

Όπως και να έχει, το μεγαλύτερο δράμα ζουν στις μέρες μας οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ που με πολύ επώδυνο τρόπο πρέπει να αποφασίσουν αν είναι με τον… παραδοσιακό Αλέξη ή με τον… σύγχρονο Στέφανο. Προσωπικά δεν θα ήθελα να είμαι «ούτε ψύλλος στον κόρφο τους», όπως λέει η γνωστή λαϊκή παροιμία.

Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2024

Για τους Έλληνες εφοπλιστές είναι… εθελοντική ακόμη και η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ;

    Στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός που συνήλθε τον περασμένο μήνα, προκάλεσε τεράστια αίσθηση το γεγονός ότι 260 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, υπέγραψαν κοινό κείμενο με το οποίο διαπίστωναν τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και διατύπωναν το αίτημα για επιβολή περισσότερων φόρων στους έχοντες και κατέχοντες.

Πριν καταλήξουν στο εντυπωσιακό «φορολογήστε μας!», υπογράμμιζαν ότι το αίτημά τους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», αλλά στην ουσία σηματοδοτεί την «επιστροφή στην κανονικότητα». Κι αυτό, διότι, όπως επεσήμαιναν, με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον». 

Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα όσων υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτουν τεράστιες περιουσίες για τις οποίες δεν έχουν «εργαστεί» οι ίδιοι. Επρόκειτο κυρίως για κληρονόμους, που για τον πλούτο τον οποίο κατέχουν εργάστηκαν οι γονείς ή και οι παππούδες τους.

Χωρίς να μειώνεται η σημασία της έκκλησης των πλουσίων δεύτερης και τρίτης γενιάς για να φορολογηθούν από τα κράτη στα οποία ανήκει αυτή η αρμοδιότητα, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γενιά των κάθε είδους «αυτοδημιούργητων» επιχειρηματιών διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη… ταύτιση με τον πλούτο που απέκτησαν. 

Τρανή απόδειξη αποτελούν τα όσα έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το αποτρόπαιο φονικό που έλαβε χώρα την περασμένη Δευτέρα στους κόλπους της εφοπλιστικής οικογένειας που έχει την έδρα της στη Γλυφάδα.

Μία από τις άκρως εντυπωσιακές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως ήταν το χειρόγραφο κείμενο ενός εκ των ιδρυτών της εταιρείας, στο οποίο, προ τριακονταετίας, γινόταν λόγος για «πληθώρα χρημάτων, που πράγματι δεν ξέρουμε πού να τα ξοδέψουμε»(!). 

Ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου με έναν μάλλον προφητικό τρόπο για τα μελλούμενα προειδοποιούσε: «Όλοι μας ας αναλογισθούμε ότι το επόμενο στάδιο μετά από εδώ θέλει μεγάλη προσοχή, σύνεση και αυτοκριτική, διότι είναι ακριβώς το στάδιο που επειδή τα έχουμε όλα και τόσο πλούσια, ούτε ο Θεός, ούτε η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε παράπονο, διότι, αν μετά από όλα αυτά έχουμε παράπονο, είναι τόσο άδικο που μπορεί να μας οδηγήσει σε ζημία της εταιρείας ή και, το χειρότερο, της υγείας μας».

Κι όμως, τρεις δεκαετίες μετά αφότου η συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία και οι άνθρωποί της, που δεν ήξεραν πώς να ξοδέψουν τα χρήματα τα οποία τόσο αναπάντεχα είχαν συσσωρεύσει, γίνεται γνωστό ότι δεν πλήρωναν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχούσε στα ακίνητα τα οποία κατείχαν.

Η υπόθεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν ληφθεί υπόψιν ότι η μη καταβολή του αναλογούντος φόρου για την κατοχή ακίνητης περιουσίας αφορούσε την ιδιοκτησία επί του εμβληματικού νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, το οποίο βρίσκεται στα νότια της Εύβοιας και απασχολεί συχνά πυκνά την επικαιρότητα εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στη συγκεκριμένη εφοπλιστική οικογένεια (Καρνέση) και άλλη (την οικογένεια Εμπειρίκου) με σημαντικά μεγαλύτερη παράδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Από την εποχή κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά και αναμφίβολα συνέβαλε αποφασιστικά αρχικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού Έθνους και εν συνεχεία στην οικονομική ανάπτυξη του νεοσύστατου νεοελληνικού Κράτους.

Στην πορεία των χρόνων, ωστόσο, οι μετέπειτα Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία η οποία διακατείχε και χαρακτήριζε τους πλοιοκτήτες της περιόδου της Παλιγγενεσίας. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατέχει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη της παγκόσμιας ναυτιλίας, τα άμεσα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι από ανύπαρκτα έως πενιχρά.

Με δικαιολογία ή και πρόσχημα ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβάσουν στα πλοία τους την οποιαδήποτε «σημαία ευκαιρίας», οι Έλληνες εφοπλιστές αρνούνται να πληρώσουν στο ελληνικό Κράτος τη φορολογία η οποία αναλογεί στις συχνά αδιανόητες προσόδους που εξασφαλίζουν. Όποια κυβέρνηση των τελευταίων ετών διανοήθηκε να επιχειρήσει τη στοιχειώδη φορολόγησή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή ότι θα δει την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και τις εταιρίες που έχουν έδρα την Ελλάδα να «μεταναστεύουν» στο Σίτυ του Λονδίνου ή αλλού που είχαν θεωρητικά τουλάχιστον εξασφαλισμένα περισσότερα προνόμια φοροαπαλλαγών.

Όλες οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου ήρθαν αντιμέτωπες με την πίεση των εταίρων και δανειστών της χώρας να προχωρήσουν στη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν κινήθηκε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ούτε οι κατά τα άλλα άτεγκτοι «θεσμοί» φάνηκε να επιμένουν μέχρι τέλους όπως, π.χ., έκαναν με τις περικοπές των εισοδημάτων των άμοιρων μισθωτών ή και άλλων επαγγελματιών.

Από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά και μετέπειτα της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, όλοι βολεύτηκαν με την κατ΄ αποκοπήν φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών όχι με βάση τα εισοδήματα ενός εκάστου, αλλά με ένα εφάπαξ ποσό το οποίο οριζοντίως και επί της ουσίας απολύτως εθελοντικά καλούνταν κάθε φορά να καταβάλουν. Με έναν τρόπο που θύμιζε επαιτεία του τύπου «ό,τι προαιρείσθε».

Μοιραία, λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, οι εφοπλιστικές εταιρίες συνήθισαν να μην πληρώνουν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που κατέχουν, κάτι που αν το κάναμε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες που έχουμε στην κατοχή μας ένα διαμερισματάκι στα Πατήσια ή μια παλαιά οικία που κληρονομήσαμε στο τελευταίο… κουτσοχώρι της ελληνικής επικράτειας θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεων.

Γιατί άραγε;

Για τους Έλληνες εφοπλιστές είναι… εθελοντική ακόμη και η πληρωμή του ΕΝΦΙΑ;

Στο περιθώριο του ετήσιου Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός που συνήλθε τον περασμένο μήνα, προκάλεσε τεράστια αίσθηση το γεγονός ότι 260 εκατομμυριούχοι και δισεκατομμυριούχοι, που ανήκουν στους πλουσιότερους ανθρώπους του πλανήτη, υπέγραψαν κοινό κείμενο με το οποίο διαπίστωναν τη συνεχή διεύρυνση των ανισοτήτων στην κατανομή του εισοδήματος και διατύπωναν το αίτημα για επιβολή περισσότερων φόρων στους έχοντες και κατέχοντες.

Πριν καταλήξουν στο εντυπωσιακό «φορολογήστε μας!», υπογράμμιζαν ότι το αίτημά τους δεν είναι καθόλου «ριζοσπαστικό», αλλά στην ουσία σηματοδοτεί την «επιστροφή στην κανονικότητα». Κι αυτό, διότι, όπως επεσήμαιναν, με αυτόν τον τρόπο ο ακραίος και μη παραγωγικός πλούτος «μετατρέπεται σε επένδυση για ένα κοινό, δημοκρατικό μέλλον».

Στην πραγματικότητα, βεβαίως, η συντριπτική πλειονότητα όσων υπέγραψαν το συγκεκριμένο κείμενο διαθέτουν τεράστιες περιουσίες για τις οποίες δεν έχουν «εργαστεί» οι ίδιοι. Επρόκειτο κυρίως για κληρονόμους, που για τον πλούτο τον οποίο κατέχουν εργάστηκαν οι γονείς ή και οι παππούδες τους.

Χωρίς να μειώνεται η σημασία της έκκλησης των πλουσίων δεύτερης και τρίτης γενιάς για να φορολογηθούν από τα κράτη στα οποία ανήκει αυτή η αρμοδιότητα, η αλήθεια είναι ότι η πρώτη γενιά των κάθε είδους «αυτοδημιούργητων» επιχειρηματιών διαθέτει αναμφισβήτητα μεγαλύτερη… ταύτιση με τον πλούτο που απέκτησαν. Τρανή απόδειξη αποτελούν τα όσα έρχονται στο φως τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το αποτρόπαιο φονικό που έλαβε χώρα την περασμένη Δευτέρα στους κόλπους της εφοπλιστικής οικογένειας που έχει την έδρα της στη Γλυφάδα.

Μία από τις άκρως εντυπωσιακές λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως ήταν το χειρόγραφο κείμενο ενός εκ των ιδρυτών της εταιρείας, στο οποίο, προ τριακονταετίας, γινόταν λόγος για «πληθώρα χρημάτων, που πράγματι δεν ξέρουμε πού να τα ξοδέψουμε»(!). 

Ο συντάκτης του επίμαχου κειμένου με έναν μάλλον προφητικό τρόπο για τα μελλούμενα προειδοποιούσε: «Όλοι μας ας αναλογισθούμε ότι το επόμενο στάδιο μετά από εδώ θέλει μεγάλη προσοχή, σύνεση και αυτοκριτική, διότι είναι ακριβώς το στάδιο που επειδή τα έχουμε όλα και τόσο πλούσια, ούτε ο Θεός, ούτε η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει να έχουμε παράπονο, διότι, αν μετά από όλα αυτά έχουμε παράπονο, είναι τόσο άδικο που μπορεί να μας οδηγήσει σε ζημία της εταιρείας ή και, το χειρότερο, της υγείας μας».

Κι όμως, τρεις δεκαετίες μετά αφότου η συγκεκριμένη εφοπλιστική εταιρία και οι άνθρωποί της, που δεν ήξεραν πώς να ξοδέψουν τα χρήματα τα οποία τόσο αναπάντεχα είχαν συσσωρεύσει, γίνεται γνωστό ότι δεν πλήρωναν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ που αντιστοιχούσε στα ακίνητα τα οποία κατείχαν.

Η υπόθεση μάλιστα γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν ληφθεί υπόψιν ότι η μη καταβολή του αναλογούντος φόρου για την κατοχή ακίνητης περιουσίας αφορούσε την ιδιοκτησία επί του εμβληματικού νησιωτικού συμπλέγματος των Πεταλιών, το οποίο βρίσκεται στα νότια της Εύβοιας και απασχολεί συχνά πυκνά την επικαιρότητα εξαιτίας της πολύχρονης διαμάχης ανάμεσα στη συγκεκριμένη εφοπλιστική οικογένεια (Καρνέση) και άλλη (την οικογένεια Εμπειρίκου) με σημαντικά μεγαλύτερη παράδοση στις ναυτιλιακές επιχειρήσεις.

Από την εποχή κατά την οποία υπεγράφη η Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), με την οποία κατοχυρώθηκε νομικά το δικαίωμα χρήσης της ρωσικής σημαίας από Έλληνες πλοιοκτήτες, όπως και η ναυπήγηση πλοίων μεγάλου εκτοπίσματος, ο εμπορικός στόλος των Ελλήνων αναπτύχθηκε θεαματικά και αναμφίβολα συνέβαλε αποφασιστικά αρχικά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ελληνικού Έθνους και εν συνεχεία στην οικονομική ανάπτυξη του νεοσύστατου νεοελληνικού Κράτους.

Στην πορεία των χρόνων, ωστόσο, οι μετέπειτα Έλληνες εφοπλιστές άρχισαν να αποστασιοποιούνται από τη νοοτροπία η οποία διακατείχε και χαρακτήριζε τους πλοιοκτήτες της περιόδου της Παλιγγενεσίας. Ιδιαίτερα μετά τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που ο ελληνόκτητος εμπορικός στόλος κατέχει σταθερά μια από τις πρώτες θέσεις στην κατάταξη της παγκόσμιας ναυτιλίας, τα άμεσα οφέλη για την ελληνική οικονομία είναι από ανύπαρκτα έως πενιχρά.

Με δικαιολογία ή και πρόσχημα ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανεβάσουν στα πλοία τους την οποιαδήποτε «σημαία ευκαιρίας», οι Έλληνες εφοπλιστές αρνούνται να πληρώσουν στο ελληνικό Κράτος τη φορολογία η οποία αναλογεί στις συχνά αδιανόητες προσόδους που εξασφαλίζουν. 

Όποια κυβέρνηση των τελευταίων ετών διανοήθηκε να επιχειρήσει τη στοιχειώδη φορολόγησή τους βρέθηκε αντιμέτωπη με την απειλή ότι θα δει την ελληνική σημαία να υποστέλλεται και τις εταιρίες που έχουν έδρα την Ελλάδα να «μεταναστεύουν» στο Σίτυ του Λονδίνου ή αλλού που είχαν θεωρητικά τουλάχιστον εξασφαλισμένα περισσότερα προνόμια φοροαπαλλαγών.

Όλες οι κυβερνήσεις της μνημονιακής περιόδου ήρθαν αντιμέτωπες με την πίεση των εταίρων και δανειστών της χώρας να προχωρήσουν στη φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών. Καμία, ωστόσο, εξ αυτών δεν κινήθηκε αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ ούτε οι κατά τα άλλα άτεγκτοι «θεσμοί» φάνηκε να επιμένουν μέχρι τέλους όπως, π.χ., έκαναν με τις περικοπές των εισοδημάτων των άμοιρων μισθωτών ή και άλλων επαγγελματιών.

Από την εποχή της κυβέρνησης Σαμαρά, αλλά και μετέπειτα της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμένου, όλοι βολεύτηκαν με την κατ΄ αποκοπήν φορολόγηση των Ελλήνων εφοπλιστών όχι με βάση τα εισοδήματα ενός εκάστου, αλλά με ένα εφάπαξ ποσό το οποίο οριζοντίως και επί της ουσίας απολύτως εθελοντικά καλούνταν κάθε φορά να καταβάλουν. Με έναν τρόπο που θύμιζε επαιτεία του τύπου «ό,τι προαιρείσθε».

Μοιραία, λοιπόν, προϊόντος του χρόνου, οι εφοπλιστικές εταιρίες συνήθισαν να μην πληρώνουν ούτε καν τον ΕΝΦΙΑ για τα ακίνητα που κατέχουν, κάτι που αν το κάναμε όλοι εμείς οι απλοί πολίτες που έχουμε στην κατοχή μας ένα διαμερισματάκι στα Πατήσια ή μια παλαιά οικία που κληρονομήσαμε στο τελευταίο… κουτσοχώρι της ελληνικής επικράτειας θα βρισκόμασταν αντιμέτωποι με μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και κατασχέσεων.

Γιατί άραγε;