Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Τα ταξί, οι βάρκες και οι παλαιοί νομάρχες



            Με τους πρώην νομάρχες Θεσπρωτίας τα «έβαλε» ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου που συζητούσε το ζήτημα με τις έδρες των ταξί. “Ξεσπάθωσε”, κατηγορώντας τους ότι, με «ρουσφετολογικά κριτήρια», αφενός έδιναν αφειδώς άδειες για ταξί και αφετέρου ενέκριναν τη μεταφορά της έδρας τους από τις ακριτικές περιοχές των Φιλιατών στην περιοχή πέριξ της Ηγουμενίτσας.

Το ζήτημα φαίνεται να είναι όντως υπαρκτό, στην αριθμητική του διάσταση τουλάχιστον, καθώς στον παλαιό δήμο Ηγουμενίτσας υπάρχει, πλέον, υπερπληθώρα ταξί, που έρχεται σε κραυγαλέα δυσαναλογία με το πληθυσμιακό κριτήριο που ίσχυε για την έκδοση νέων αδειών και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και μετά την περιβόητη «απελευθέρωση» του επαγγέλματος των αυτοκινητιστών ταξί.

Ειδικότερα, στο δημοτικό διαμέρισμα της Ηγουμενίτσας υπάρχουν 30 ταξί και άλλα επτά στα κοντινά χωριά, ενώ με βάση την αναλογία του πληθυσμού δεν θα έπρεπε  να είναι περισσότερα από 20. Συνολικά στον νέο “καλλικρατικό” δήμο Ηγουμενίτσας κινούνται 52 ταξί, στον δήμο Σουλίου Παραμυθιάς 32  (κι εδώ το πληθυσμιακό κριτήριο είναι υπερκαλυμμένο), ενώ στο δήμο Φιλιατών ο αριθμός τους περιορίζεται στα 17, εκ των οποίων τα 10 είναι στην πόλη και μόλις επτά στις δεκάδες παλαιές κοινότητες της ενδοχώρας του δήμου, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον παλαιό δήμο Σαγιάδας που εξυπηρετείται από μόλις ένα ταξί.

Δεν ξέρω αν αυτή η υπερπληθώρα, συνδυασμένη με την ανισοκατανομή, είναι αποτέλεσμα των «ρουσφετιών» που έκαναν οι παλαιοί νομάρχες της Θεσπρωτίας. Αρμόδιοι είναι οι ίδιοι να απαντήσουν στον κ. Καχριμάνη, ο οποίος μάλλον κάτι θα ξέρει, αφού κι ο ίδιος πρώην νομάρχης είναι και η κατάσταση στα Γιάννενα δεν είναι πολύ διαφορετική, αφού μόνον στο δημοτικό διαμέρισμα της πρωτεύουσας της Ηπείρου τα ταξί  που κυκλοφορούν φθάνουν τα 255!

Όπως και να έχει, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά. Βοηθούσης και της δεινής οικονομικής κρίσης, στις «πιάτσες» των ταξί σχηματίζονται διπλές και τριπλές σειρές αναμονής από τους αυτοκινητιστές που… βλέπουν τους πελάτες με το μακαρόνι. Κάτι, ωστόσο, που, λιγότερο ή περισσότερο, αποτελεί πανελλαδικό φαινόμενο, τέτοιο που κάνει να μοιάζει ακόμη πιο ανούσια η σφοδρή «πολεμική» αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι για το περίφημο «άνοιγμα» του επαγγέλματος.

“Φαινόμενο”, όμως, αποδεικνύεται ότι είναι και η… νοοτροπία του πρώην νομάρχη, από την οποία φαίνεται ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί ο κ. Καχριμάνης, ο οποίος, στην ίδια συνεδρίαση στην οποία κατακεραύνωνε τους –κατ΄ αυτόν «ρουσφετολόγους»- τέως συναδέλφους του από τη Θεσπρωτία, έκανε τα ίδια και χειρότερα με τις άδειες για τις βάρκες στη λίμνη των Ιωαννίνων που συνδέουν την πόλη με το Nησί, δραστηριότητα που ασκείται εδώ και δεκαετίες από 13 λεμβούχους, οι οποίοι λειτουργούν με όλους τους κανόνες του «τραστ».

Η… απίθανη ιστορία, που εκτυλίχθηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο. Με πρόσχημα το νόμο για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση της περιφερειακής αρχής για αύξηση κατά τρεις των υφιστάμενων αδειών δρομολόγησης λέμβων προς το νησί της Παμβώτιδας. Ως αντιπολίτευση διατυπώσαμε σοβαρές ενστάσεις για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας, βεβιασμένης, πρωτοβουλίας που δεν ήταν σαφές αν σκόπευε στο «άνοιγμα» ή στο κλείσιμο του επαγγέλματος των λεμβούχων. Ζητήσαμε να προηγηθεί μελέτη για το πόσες βάρκες μπορεί να κυκλοφορούν στη λίμνη και επιμείναμε, σε κάθε περίπτωση, οι τυχόν νέες αδειοδοτήσεις να αφορούν νεότευκτα σκάφη με μηχανές αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.

Το τελευταίο κριτήριο, αν και έγινε δεκτό από την περιφερειακή αρχή, δεν περιλήφθηκε στην προκήρυξη που ακολούθησε, στην οποία, αυθαιρέτως, ορίστηκε ότι η κατάταξη θα γίνει με βάση τρία άλλα “κριτήρια” που (άκουσον-άκουσον) ήταν: η εντοπιότητα (να είναι δηλαδή κάποιος από τις παραλίμνιες περιοχές, γενικώς και αορίστως), η χαμηλή εισοδηματική κατάσταση (κι αυτή γενική και αόριστη, αφού δεν υπήρχαν όρια για να υπάρξει και σειρά κατάταξης) και, τέλος, η κατοχή άδειας πλοήγησης λέμβου.

Επειδή, όμως, παρά την ασάφεια των κριτηρίων, υπήρξε κίνδυνος να αποκλειστεί συγκεκριμένος ενδιαφερόμενος, στην  πορεία προστέθηκε και το… «κριτήριο» της “ετοιμότητας προς επένδυση”. Αν αναρωτιέστε γιατί, την απάντηση τη δίνει η τελική κατάταξη, στην οποία «πρώτευσε» υποψήφιος που έχει έτοιμο σκάφος, παρότι δηλώνει ελάχιστα εισοδήματα, ενώ διαθέτει και άδεια πλοήγησης, η οποία, καθώς διάγει το… 84ο έτος της ηλικίας του, αν επρόκειτο για άδεια οδήγησης οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού οχήματος θα του είχε αφαιρεθεί.

Τα… τραγελαφικά, όμως, δεν τελείωσαν  εκεί. Καθώς μεταξύ των υποψηφίων υπήρξε και κάποιος που διέθετε προς δρομολόγηση σκάφος που κινείται με ηλιακή ενέργεια, καλύπτοντας, έτσι, το αρχικό κριτήριο της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας που είχε θέσει το Περιφερειακό Συμβούλιο, αλλά δεν «χώρεσε» στις τρεις –«καπαρωμένες», όπως τεκμαίρεται- άδειες, και κατετάγη τέταρτος, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση για τροποποίηση της προκήρυξης, που είχε ολοκληρωθεί, έτσι ώστε να γίνουν τέσσερις οι νέες άδειες και  να «χωρέσουν» όλοι! 

Υπάρχει, έπειτα από όλα αυτά, κανείς που να πιστεύει ότι έχουν απόλυτο άδικο οι «τροϊκανοί» που υποστηρίζουν ότι οι… ιθαγενείς ιθύνοντες δεν εφαρμόζουν τα συμπεφωνημένα και, γι΄ αυτό, εγκαταστάθηκαν εδώ για να επιβλέπουν οι ίδιοι; Το ζήτημα, μάλλον, είναι που να πρωτοπάνε και πώς να αντιμετωπίσουν την… ανίκητη νοοτροπία του πρώην νομάρχη που φοβούμαι ότι είναι διάχυτη παντού.
            *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Μάχες οπισθοφυλακών με… εισαγωγή φακής

            Η απάντηση στο ερώτημα που από πολλές πλευρές τίθεται αν η κρίση έφερε το μνημόνιο, όπως επιμένουν αρκετοί, πρωτίστως από την κυβερνητική πλευρά, ή το αντίθετο, όπως ισχυρίζονται άλλοι, κυρίως από τις τάξεις της αντιπολίτευσης, δίνεται, νομίζω, από το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Τα Νέα», την περασμένη Δευτέρα, για «τα χαμένα δισεκατομμύρια της ανάπτυξης».
            Ένας πακτωλός χρημάτων που φθάνει τα 90 δισ. ευρώ εισέρευσε την τελευταία εικοσαετία στη χώρα με τα τρία διαδοχικά Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης, αλλά και το εν εξελίξει ΕΣΠΑ, που κατευθύνθηκαν, σχεδόν εξ ημισείας, σε αγροτικές ενισχύσεις και σε διαρθρωτικές δράσεις.
Τα υπέρογκα αυτά ποσά, στην πρώτη, τουλάχιστον, περίπτωση, αυτή των γεωργικών ενισχύσεων, προκάλεσαν τα αντίθετα από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, καθώς το γεωργικό εισόδημα, όπως αναγνώρισε προ ημερών στη Βουλή ο αρμόδιος υπουργός Αθ. Τσαυτάρης, «βαίνει διαρκώς μειούμενο», παρά τις θηριώδεις επιδοτήσεις που, προφανώς, αντί για νέες επενδύσεις στη γεωργία, διοχετεύτηκαν στην εισαγόμενη κατανάλωση.
«Μια γεωργία με αυτάρκεια έγινε ελλειμματική», πρόσθεσε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης, στην ομιλία του κατά τη συζήτηση στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων, επισημαίνοντας ότι «το εμπορικό ισοζύγιο των αγροτικών μας προϊόντων γίνεται τα τελευταία χρόνια σταθερά αρνητικό, με τις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων να κοστίζουν περί τα 6,5 δισ., ενώ οι εξαγωγές μας είναι 4,5 δισεκατομμύρια».
«Έτσι, μία χώρα που θέλετε να λέγεται γεωργική, πέρσι κατανάλωσε έντεκα χιλιάδες οκτακόσιους τόνους φακής εκ των οποίων οι έντεκα χιλιάδες διακόσιοι ήταν εισαγωγής» (!), ήταν το χαρακτηριστικό παράδειγμα που έφερε ο κ. Τσαυτάρης, ο οποίος έκανε λόγο για «ένα γιγάντιο έλλειμμα κυρίως στη ζωική παραγωγή και στα προϊόντα της, με εξαίρεση, ίσως, την ιχθυοπαραγωγή».
 Αλλά και στον τομέα των διαρθρωτικών δράσεων, μπορεί από τους κοινοτικούς πόρους να χρηματοδοτήθηκαν ορισμένα μεγάλα αναπτυξιακά έργα, όπως, επί παραδείγματι, η Εγνατία ή το λιμάνι της Ηγουμενίτσας στην περιοχή μας, αλλά συνολικά κι εδώ τα αποτελέσματα είναι δυσανάλογα λιγότερα από εκείνα που δικαιολογούν τα διατεθέντα ποσά.
            Και να σκεφθεί κανείς πως ένα μεγάλο μέρος των κονδυλίων που ήταν στη διάθεσή μας δεν μπορέσαμε να τα απορροφήσαμε, ελλείψει των κατάλληλων προγραμμάτων, κάτι που ισχύει και για το ΕΣΠΑ, που «τρέχει» με πολύ αργούς ρυθμούς, παρόλο που, λόγω της κρίσης, οι ευρωπαίοι εταίροι μας αύξησαν από 75% σε 95% το ποσοστό της κοινοτικής συμμετοχής.
            Σε μια δύσκολη περίοδο που η παρατεταμένη ύφεση τρώει τις σάρκες της χώρας, η εκτίναξη της ανεργίας δημιουργεί κοινωνικό κομφούζιο και η αγορά ασφυκτιά από την έλλειψη ρευστότητας, τα κοινοτικά κονδύλια, όταν δεν κατασπαταλούνται σε αντιπαραγωγικά έργα, «λιμνάζουν» επειδή δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι μηχανισμοί του κράτους που θα επιταχύνουν την απορροφητικότητά τους και θα οδηγήσουν στην επανεκκίνηση των μεγάλων αναπτυξιακών έργων.
Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι που έχουν εμπλακεί στην υπόθεση, μέσω της ομάδας δράσης που συγκρότησε η Κομισιόν, σηκώνουν πολλές φορές ψηλά τα χέρια από τον κυκεώνα μπροστά στον οποίο βρίσκονται με τη γραφειοκρατία, την περιπλοκή με τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και τόσα άλλα εμπόδια που τίθενται και τα οποία, πάντως, δεν έχουν σχέση με το μνημόνιο.
            Την ίδια ώρα, ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας μονοπωλείται σχεδόν από τη συζήτηση εάν θα γίνει η περιβόητη επαναδιαπραγμάτευση και θα μας δοθεί ή όχι παράταση στην εφαρμογή του δημοσιονομικού προγράμματος, λες και αυτή είναι η μόνη παράμετρος που θα μας βγάλει από το φαύλο κύκλο της ύφεσης.
            Η επιμονή αυτή, δεν είναι τίποτε άλλο από μια μάχη οπισθοφυλακής που, δυστυχώς, ακόμη και εάν επιτευχθεί δεν πρόκειται να λύσει το βασικό πρόβλημα της χώρας που είναι η παραγωγική αποσάρθρωση, όπως αποτυπώνεται στα προαναφερθέντα στοιχεία για την κατάσταση που επικρατεί στον αγροτικό τομέα και φοβούμαι ότι χρόνο με το χρόνο θα γίνεται χειρότερη.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως;


Παρακολουθώντας τη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, προσπάθησα να διακρίνω αν, στο πρώτο αυτό “δείγμα γραφής” του, το ανανεωμένο κοινοβουλευτικό σώμα που αναδείχθηκε έπειτα από τις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου και του Ιουνίου,  διαφέρει από τις προηγούμενες συνθέσεις, στις οποίες καταμαρτυρείται ότι είναι υπαίτιες για την κρίση.

Φοβάμαι ότι ο κόπος μου αποδείχθηκε μάταιος. Παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους ομιλητές έκαναν την «παρθενική» αγόρευσή τους, κάτι που κατά το παρελθόν, οπότε η ανανέωση της σύνθεσης ήταν περιορισμένη, δεν καθίστατο εφικτό για τους νεοεκλεγέντες, η γενικότερη εικόνα της διήμερης αντιπαράθεσης ήταν απογοητευτική, καθώς η ποιότητα της επιχειρηματολογίας, που αναπτύχθηκε ένθεν κακείθεν, υπήρξε φτωχή.

Χωρίς αίσθηση της διαφορετικότητας του βήματος της Βουλής από τα προεκλογικά μπαλκόνια και τα τηλεοπτικά πάνελ, οι περισσότεροι ρήτορες, κυρίως από την πλευρά της αντιπολίτευσης, αναμασούσαν ατάκες και έκαναν χρήση ενός επιθετικού μεν, πλην, όμως, ρηχού, απλουστευτικού και, εν τέλει, «ξύλινου» λόγου, που, κατά τη δική μου προαίρεση, δεν ανταποκρινόταν στα προτάγματα της δύσκολης περιόδου που διανύουμε.

Ακόμη και στους… κλαυθμυρίζοντες για τα «βάσανα του λαού», ήταν προφανής η έλλειψη πραγματικής αγωνίας για το μέλλον της χώρας. Αλλά το πιο αποκαρδιωτικό ήταν η απουσία νηφάλιας κριτικής, η διχαστική διάθεση και η προφανής επιδίωξη όχι να πιεστεί η κυβέρνηση προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των δεσμεύσεων της, αλλά, με χαιρέκακη προσέγγιση, να αποδειχθεί ότι αυτές θα εγκαταλειφθούν.

Αποτέλεσμα, ίσως, όλα τούτα της αυτάρεσκης άνεσης που εξέπεμπε η παρουσία της πλειονότητας στα κοινοβουλευτικά έδρανα, εξαιτίας, προφανώς, της ευκολίας με την οποία αρκετοί εξ αυτών εξελέγησαν στο Κοινοβούλιο, καθώς στην πρώτη αναμέτρηση τούς “έφερε στον αφρό” η οργή κατά του παλαιού πολιτικού προσωπικού και στη δεύτερη είχαν, ελέω λίστας, εξασφαλισμένη την επανεκλογή, δεν προοιωνίζονται θετικές εξελίξεις.

Η απαισιοδοξία μου για το τι μας επιφυλάσσει η αρξάμενη κοινοβουλευτική περίοδος, μπορεί να μην είναι άσχετη με το γεγονός ότι τις ίδιες μέρες που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, διάβαζα το βιβλίο «Η Ελλάδα των δανείων και των χρεωκοπιών» του (πρώην υπουργού) Γιώργου Ρωμαίου, που είναι ένα «ιστορικό οδοιπορικό στην Ελλάδα των οικονομικών κρίσεων και των μεγάλων οικονομικών ζητημάτων», φαινόμενα που συμβαδίζουν με έντονες κομματικές συγκρούσεις που θυμίζουν έντονα το σήμερα.

Από τα πρώτα δάνεια της «Ανεξαρτησίας» (1824) που κατέληξαν στην πρώτη χρεωκοπία και στην επίσημη υποτέλεια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, το οδοιπορικό περνάει στις επόμενες χρεωκοπίες επί Χαριλάου Τρικούπη, που άνοιξε το δρόμο για την επιβολή ενός μακρόχρονου διεθνούς οικονομικού ελέγχου, και επί Ελευθερίου Βενιζέλου, που οδήγησε στη δικτατορία Μεταξά, για να φθάσει στη μεταπολεμική κηδεμονία του Σχεδίου Μάρσαλ και να καταλήξει με τη διάψευση των ελπίδων και προσδοκιών από την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας με την υπαγωγή της στο μνημόνιο και στις επιταγές της τρόικας.

Στη διαδρομή των δύο αυτών αιώνων, μπορεί  πολλά να έχουν αλλάξει στις σχέσεις που διέπουν την κοινωνία, αλλά και την οικονομία μας, βρίσκει, ωστόσο, κανείς ότι ο βασικός καμβάς παραμένει ίδιος και απαράλλαχτος, με τις δυνάμεις της δημιουργίας και της προόδου να δίνουν μια αέναη σύγκρουση απέναντι στις δυνάμεις της συντήρησης, του κρατισμού, της εύκολης καταγγελίας και του παραλυτικού λαϊκισμού.

Είναι χαρακτηριστική η επισήμανση που κάνει ο συγγραφέας για τις στοχεύσεις του Χ. Τρικούπη προς τον περιορισμό του ρόλου του κράτους, τον εξαστισμό και εξευρωπαϊσμό των κοινωνικών σχέσεων.  «Το κράτος για τον Τρικούπη ήταν εργαλείο για την οικονομική ανάπτυξη, η οποία αποτελούσε και τον βασικό “εθνικό" στόχο του προγράμματός του. Γι΄ αυτό και κατηγορήθηκε ως “πλουτοκράτης”», γράφει, αναφερόμενος στον πολιτικό που έφυγε ηττημένος από το προσκήνιο και χρειάστηκε να περάσει καιρός για να αναγνωριστεί η θετική συμβολή του.

Την ίδια εποχή ο βασικός του αντίπαλος, Θ. Δηλιγιάννης, που η ιστορία μικρή τιμή έχει να του επιδαψιλεύσει, «απέφευγε τους “ταξικούς” χρωματισμούς για να χωρέσουν όλοι οι “δυσαρεστημένοι” από την “άκρα Δεξιά μέχρι την άκρα Αριστερά”. Δεν στρεφόταν κατά του μεγάλου κεφαλαίου, αλλά ήθελε να το θέσει υπό τον έλεγχο του κράτους. Με στόχο να συσπειρώσει τον “μικροαστισμό”, στηλίτευε την κερδοσκοπία, τον χρηματικό πλούτο και την τραπεζική παντοδυναμία με υπερβάλλοντα λαϊκισμό και υστερικό πάθος».

Ακόμη μεγαλύτερη επικαιρότητα, βρήκα στην έκθεση που,  πολλά χρόνια αργότερα, το 1947, συνέταξε ο Αμερικανός αξιωματούχος Πολ Πόρτερ, ο οποίος, επισημαίνοντας τις πολιτικές αντιθέσεις της εμφυλιοπολεμικής περιόδου, κατέληγε με την παρατήρηση: «Αν δεν παύσει  η εσωτερική πολιτική ένταση, η οικονομία της Ελλάδας είναι αδύνατον να αναρρώσει». Διαβάζοντάς την, την ώρα που εξελισσόταν η συζήτηση στη Βουλή, αναρωτήθηκα: Μήπως, εν τέλει, είμαστε ανεπίδεκτοι μαθήσεως; 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 4 Ιουλίου 2012

Διαπραγμάτευση για να αποφύγουμε ρόλο της ευρωγλάστρας

Η χρονική σύμπτωση της επικράτησης της Ιταλίας επί της Γερμανίας στον ημιτελικό του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου με τη σύνοδο κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην οποία ελήφθησαν σημαντικές αποφάσεις που χαλαρώνουν τον οικονομικό κλοιό, υπό τον οποίο βρίσκεται η γειτονική μας χώρα, έκανε πολλούς να μιλήσουν για τους δύο «σούπερ Μάριο», τον πρωθυπουργό Μόντι και τον ποδοσφαιριστή Μπαλοτέλι.
Οι έπαινοι, ωστόσο, για τον νεαρό ιδιόρρυθμο αθλητή δεν διήρκεσαν, αφού στην επόμενη ποδοσφαιρική μάχη, με την ομάδα της Ισπανίας, ούτε ο Μπαλοτέλι, ούτε οι συμπαίκτες του επέδειξαν το ίδιο πάθος και την ίδια αγωνιστικότητα, με αποτέλεσμα το τρόπαιο του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος να καταλήξει στους Ισπανούς που αποδείχθηκαν πιο μαχητικοί και με μεγάλη διάρκεια στο παιχνίδι τους.
Σε αντίθεση με την ιταλική ποδοσφαιρική ομάδα, η ιταλική κυβέρνηση, υπό τον πρωθυπουργό Μάριο Μόντι, αποδείχθηκε πολύ πιο οργανωμένη και πολύ πιο έτοιμη για την επιτυχημένη αναμέτρηση των Βρυξελλών που έδωσε απέναντι στη Γερμανίδα καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ και στην εμμονή της να επιβάλει τον «ζουρλομανδύα» των μνημονίων και της τρόικας από άκρου εις άκρον της Ευρώπης.
Έχοντας χτίσει, εκ των προτέρων, τις απαραίτητες συμμαχίες και εκμεταλλευόμενοι τους νέους συσχετισμούς που δημιουργούνται στην Ευρώπη μετά την εκλογή του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Ολάντ, οι γείτονες μας διαπραγματεύτηκαν αποτελεσματικά και πέτυχαν η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών τους, οι οποίες, λόγω μαζικής φυγής κεφαλαίων, αντιμετωπίζουν ανάλογα με τα δικά μας προβλήματα, να γίνει με τέτοιο τρόπο που δεν θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος της χώρας και συνακόλουθα το κόστος δανεισμού της χώρας.
Η κυβέρνηση Μόντι στην Ιταλία ανέλαβε την εξουσία την ίδια περίοδο που στην Ελλάδα σχηματίστηκε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Έκτοτε, εμείς εδώ αλλάξαμε δύο κυβερνήσεις και ψηφίσαμε άλλες δύο φορές, χωρίς, με εξαίρεση το PSI και την υπογραφή της νέας δανειακής σύμβασης, να λύσουμε κανένα πρόβλημα ή να αντιμετωπίσουμε κάποιες έστω από τις παθογένειες που μας ταλανίζουν.
Έτσι, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη που η Ελλάδα ήταν “ωσεί παρούσα” στη τελευταία ευρωπαϊκή σύνοδο, αφού η παρατεταμένη ακυβερνησία έχει αποσαρθρώσει την ήδη προβληματική κρατική μηχανή, η οποία αποδείχθηκε ανίκανη ακόμη και να διαχειριστεί την ατυχία με το πρόβλημα της υγείας του νέου πρωθυπουργού και την αστοχία που προέκυψε με την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών.  
Άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν μείνει μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς κυβέρνηση, όπως προ καιρού το Βέλγιο, όπου σχηματίστηκε κυβέρνηση έπειτα από 18 μήνες, χωρίς αυτό να έχει επιπτώσεις στην καθημερινή λειτουργία της κρατικής μηχανής ή στη διεθνή εκπροσώπηση της χώρας. Εδώ, όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά και οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν είναι καν σε θέση να καθορίσουν ούτε τα στοιχειώδη, όπως το ποιος εκπροσωπεί τη χώρα στα συμβούλια κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν αδυνατεί να παραστεί ο πρωθυπουργός. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι παράδοξο που προϊόντος του χρόνου, μήνα με το μήνα και, ίσως, μέρα με την μέρα, βρισκόμαστε όλο και περισσότερο απομονωμένοι στο ευρωπαϊκό στερέωμα, με αποτέλεσμα να προκαλούν όλο και μικρότερη εντύπωση τα σενάρια για την αποπομπή μας από την ευρωζώνη που είναι βέβαιο ότι έχουν εξυφανθεί ερήμην μας και η ενεργοποίησή τους ίσως να είναι επί θύραις.
Ο χρόνος τρέχει αδυσώπητα σε βάρος μας και η περίφημη επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου καθυστερεί, μεγιστοποιώντας τα ήδη μεγάλα και ανυπέρβλητα προβλήματα της ύφεσης και της ανεργίας που επιβαρύνονται από την οξύτατη τραπεζική κρίση που έχει κλείσει τους κρουνούς της ρευστότητας στην χειμαζόμενη πραγματική οικονομία.
Απλοϊκοί ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους η κυβέρνηση μπορεί να αδιαφορήσει για τις τράπεζες, δεν χωρούν στην περίσταση, έστω και αν ορισμένοι προσπαθούν να δώσουν ιδεολογικό περίβλημα στην υπόθεση, που, καλώς ή κακώς, αφορά όλους μας, καθώς χωρίς τραπεζική ρευστότητα ούτε επενδύσεις μπορεί να γίνουν ούτε νέες θέσεις εργασίας να δημιουργηθούν, ούτε ανάπτυξη της οικονομίας μπορεί να υπάρξει. 
Σε πείσμα, λοιπόν, όσων, για τους δικούς τους λόγους, επενδύουν στην καταστροφή και στην ερειπιοποίηση της χώρας, η κυβέρνηση, που θα λάβει –επιτέλους!- ψήφο εμπιστοσύνης την Κυριακή,  δεν πρέπει να επαναπαυθεί, επιφυλάσσοντας ρόλο… γλάστρας που ποτίζεται χάριν του βασιλικού (εν προκειμένω των αποφάσεων που αφορούν κατ΄ αρχήν τις τράπεζες της Ιταλίας και της Ισπανίας), αλλά να ξεκινήσει άμεσα τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους – δανειστές μας για αναθεώρηση του οικονομικού προγράμματος, με παράλληλη, όμως, τήρηση των δεσμεύσεων που έχουμε αναλάβει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.