Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Η Δικαιοσύνη και οι μνημονιακές περικοπές



            Χωράει πολλή συζήτηση η κυβερνητική τροπολογία για την αποκατάσταση των μισθών και των συντάξεων των δικαστικών στο επίπεδο που ήταν τον Αύγουστο του 2012, όπως είχε αποφασίσει το λεγόμενο «Μισθοδικείο», το οποίο ακύρωσε τις τελευταίες μνημονιακές περικοπές των δικαστών, παρότι ανάλογες περικοπές υπέστησαν όλες οι κατηγορίες εργαζομένων στο δημόσιο.
            Είναι αλήθεια ότι οι δικαστικοί είναι μια ειδική κατηγορία εργαζομένων, καθώς η Δικαιοσύνη από την εποχή του Μοντεσκιέ αποτελεί μια ξεχωριστή εξουσία, με διακριτό ρόλο από τις άλλες δύο: την εκτελεστική, δηλαδή την εκάστοτε κυβέρνηση, και τη νομοθετική, δηλαδή το Κοινοβούλιο.
            Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η δικαστική εξουσία είναι εκείνη που υπεισέρχεται στα εδάφη των άλλων εξουσιών, αφού με την απόφασή της υποχρέωσε την κυβέρνηση να εισηγηθεί και τη Βουλή να ψηφίσει την (μερική) ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής που, όπως και να το κάνουμε, ανήκει στις δικές της αρμοδιότητες.
Η υπόθεση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο καθώς την ίδια περίοδο που λαμβάνεται η συγκεκριμένη απόφαση, στην πλειονότητά τους οι δικαστικές κρίσεις, ακόμη και όταν αφορούν τις… ταπεινές καθαρίστριες του υπουργείου Οικονομικών, κατατείνουν στη δικαίωση των μνημονιακών μέτρων με το επιχείρημα της εξυπηρέτησης του δημόσιου συμφέροντος.
Γι΄ αυτό και όσοι έσπευσαν να θεωρήσουν ότι η απόφαση των δικαστικών που αφορούσε στις δικές τους απολαβές θα μπορούσε να οδηγήσει στο «ξήλωμα» της ασφυκτικής μνημονιακής πίεσης, μάλλον απογοητεύθηκαν από τη συνέχεια.
            Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι η ποιότητα της Δικαιοσύνης είναι συνυφασμένη  με το αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης των λειτουργών της. Ούτε, νομίζω, μπορεί να αντιλέξει κάποιος ότι η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των δικαστών και των εισαγγελέων αποτελεί μια από τις βασικές υποχρεώσεις της ελληνικής Πολιτείας.
            Υπό αυτή την έννοια, αν δεχθούμε ότι η επίδικη απόφαση για την αναδρομική διόρθωση του μισθολογίου των λειτουργών της Θέμιδος στοχεύει στο να καταδείξει ότι οι Έλληνες δικαστές μπορούν απερίσπαστοι να επιτελούν το έργο τους, τότε καλώς ελήφθη, αφού η Δικαιοσύνη είναι το καταφύγιο για κάθε αδύνατο και κάθε αδικούμενο.
            Ωστόσο, οι μισθολογικές απολαβές δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι το μοναδικό κριτήριο για την ποιότητα της Δικαιοσύνης. Και, έτσι, τα λίγα επιπλέον εκατομμύρια ευρώ με τα οποία θα επιβαρυνθεί ο κρατικός προϋπολογισμός μάλλον δύσκολα θα καταφέρουν να αλλάξουν τον αποκαρδιωτικό τρόπο με τον οποίο, κατά γενική ομολογία, απονέμεται η δικαιοσύνη στη χώρα μας.
            Κακά τα ψέματα, μια από τις μεγάλες απειλές για την κοινωνική και οικονομική συνοχή στις μέρες μας αποτελεί η τεράστια καθυστέρηση η οποία παρατηρείται στην εκδίκαση των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων που σε αρκετές περιπτώσεις –και παρά τα επανειλημμένα μέτρα για την επιτάχυνση της απονομής- καταλήγει σε αρνησιδικία.
            Η πολυνομία, η γραφειοκρατία, οι απαρχαιωμένες δομές του νομικού μας συστήματος, η έλλειψη του απαραίτητου προσωπικού και των αναγκαίων υποδομών είναι σίγουρα ορισμένοι από τους παράγοντες που συμβάλουν καθοριστικά σε αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα το οποίο δεν τιμά την ελληνική Πολιτεία.
Εξίσου σίγουρο, όμως, είναι ότι αν οι δικαστικοί λειτουργοί και τα συνδικαλιστικά τους όργανα επιδείξουν τον ίδιο ζήλο, με τον οποίο επιδόθηκαν στη διεκδίκηση της επαναφοράς των μισθολογικών περικοπών που υπέστησαν, μπορούν να ανατρέψουν όλα αυτά τα αρνητικά φαινόμενα.
Και αυτή η ανατροπή είναι βέβαιο ότι θα αποφέρει -και στους ίδιους και στην ελληνική κοινωνία- μεγαλύτερο κέρδος από την μερική ανατροπή της εισοδηματικής πολιτικής της κυβέρνησης.

Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

Τα όρια του κομματικού ανταγωνισμού



            Ο ανταγωνισμός των κομμάτων είναι συνήθως σκληρός και η διεκδίκηση της εξουσίας είναι τις περισσότερες φορές μια αδυσώπητη μάχη που δεν υπακούει πάντα σε κανόνες της κοινής ηθικής, αλλά στη λογική του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
            Υπό αυτή την έννοια, φαίνεται, δυστυχώς, ότι έχουμε συνηθίσει στην αντίληψη ότι ανάμεσα στα ελεγκτικά καθήκοντα της αντιπολίτευσης μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η άνευ όρων «στοχοποίηση» του πολιτικού αντιπάλου.
            Η τακτική, ωστόσο, του διαρκούς δικανικού θορύβου γύρω από την υπόθεση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά στην οποία επιδίδεται ο ΣΥΡΙΖΑ για να εκθέσει τον Ευάγγελο Βενιζέλο, φαίνεται να ξεπερνά τα γνωστά εσκαμμένα του κομματικού ανταγωνισμού.
Με μια ακατάσχετη σκανδαλοθηρική διάθεση, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθεί επί σχεδόν ένα χρόνο τώρα να συντηρήσει στην επικαιρότητα μια υπόθεση για την οποία δεν έχει καταφέρει να προσκομίσει ούτε ένα στοιχείο που να δημιουργεί υποψίες ότι οι πράξεις του κ. Βενιζέλου –στην ουσία ο νόμος που ψηφίστηκε από τη Βουλή όταν ήταν υπουργός Άμυνας για να παραμείνουν σε λειτουργία τα Ναυπηγεία- έβλαψαν όντως τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου.
Με καθυστέρηση μηνών και αφού ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ προκάλεσε επανειλημμένα τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα να αφήσει τους υπαινιγμούς και να κάνει πράξη την απειλή για πρόταση σύστασης Εξεταστικής Επιτροπής, η υπόθεση απασχόλησε τη Βουλή τον περασμένο Δεκέμβριο σε μια πολύωρη συνεδρίαση, η οποία μάλλον κατέρριψε παρά ενίσχυσε την επιχειρηματολογία των στελεχών της αντιπολίτευσης.
Μετά ταύτα, οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να ασκήσουν τα δικαιώματα που τους παρέχει το Σύνταγμα και να υποβάλουν, εφόσον διατηρούσαν τις αμφιβολίες τους, πρόταση για Επιτροπή Προκαταρκτικής Εξέτασης, που η σχετική απόφαση της Βουλής λαμβάνεται, μάλιστα, με μυστική ψηφοφορία, επέλεξαν να εμπλέξουν στους κομματικούς σχεδιασμούς τους τη Δικαιοσύνη.
Συγκέντρωσαν, λοιπόν, τα πρακτικά των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, τα έβαλαν σε ένα φάκελο και τα έστειλαν στην εισαγγελία, όταν είναι γνωστό ακόμη και στους πρωτοετείς φοιτητές της Νομικής ότι –κακώς ή καλώς- για τα όποια υπουργικά αδικήματα το Σύνταγμά μας δεν προβλέπει έρευνα από τις δικαστικές αρχές, καθώς αυτή η αρμοδιότητα ανήκει αποκλειστικά στη Βουλή.
Με τη γνωστή… ταχύτητα της, η ελληνική Δικαιοσύνη επέστρεψε τις προηγούμενες ημέρες στη Βουλή τον φάκελο που είχε παραλάβει ένα εξάμηνο νωρίτερα από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς, όπως ήταν φυσικό και νομικά επιβεβλημένο, να κάνουν καμία επιπλέον έρευνα.
Η εν πολλοίς αναμενόμενη αυτή εξέλιξη ουδόλως εμπόδισε την επικοινωνιακή «καταιγίδα» που ακολούθησε μόλις έγινε γνωστή η επιστροφή της «δικογραφίας» στη Βουλή, με νέες καταγγελίες για συγκάλυψη και σύνδεση της υπόθεσης με το –υποτιθέμενο- πρόωρο κλείσιμο της Βουλής.
Η πραγματικότητα, βεβαίως, είναι άλλη. Αλλά ποιος νοιάζεται γι΄ αυτήν; Σίγουρα δεν νοιάζονται τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή του τόπου με ασύστατους υπαινιγμούς εναντίον των αντιπάλων τους, αδιαφορώντας αν αυτή η τακτική τους κάνει αρκετούς πολίτες να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς.
Διότι, αν πράγματι το ενδιαφέρον του ΣΥΡΙΖΑ ήταν να βρεθεί η αλήθεια θα είχε παρουσιάσει τα στοιχεία εκείνα που διαθέτει και που, κατά την άποψη του, συνιστούν το σκάνδαλο που αορίστως καταγγέλλουν τα στελέχη του, με μόνο στόχο να πληγεί ο πολιτικός τους αντίπαλος. Και επιπλέον, όταν ήταν γνωστό ότι αργά ή γρήγορα η Ολομέλεια της Βουλής θα τερμάτιζε –λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα- τις εργασίες της, θα φρόντιζε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αντί να στείλει τα πρακτικά στην εισαγγελία, να προτείνει το ίδιο εγκαίρως τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής.
Αλλά, όπως είπαμε και στην αρχή, όταν στην αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων δεν υπάρχουν όρια και επικρατεί το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», τότε, ειδικά στις ειδικές συνθήκες των άκρων που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, δύσκολα κανείς μπορεί να περιμένει κάτι καλύτερο.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Ανεξέλεγκτα υπουργικά βιλαέτια



            Με κρίση ή χωρίς κρίση, με μονοκομματική ή πολυκομματική κυβέρνηση, είναι, δυστυχώς, αρκετά πράγματα σε τούτη τη χώρα που δεν λένε να αλλάξουν ποτέ και με τίποτε. Και περισσότερο από όλα είναι οι νοοτροπίες που παραμένουν ίδιες και απαράλλακτες, είτε αφορούν τις συμπεριφορές αρκετών συμπολιτών μας, είτε τον τρόπο με τον οποίο εξακολουθούν να πολιτεύονται οι περισσότεροι από τους ταγούς μας.
            Πάρτε για παράδειγμα, το ζήτημα της διάρκειας του σχολικού έτους, το οποίο, έπειτα από μια σειρά παλινωδιών του τέως υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Αρβανιτόπουλου –στην αρχή με πρόχειρες εξαγγελίες για μεταφορά στα καθ΄ ημάς της λεγόμενης «λευκής εβδομάδας» ώστε να τονωθεί ο εσωτερικός τουρισμός και κατόπιν με απλή κατάργηση ορισμένων αργιών και επίσπευση του πρώτου κουδουνιού- είχαμε όλοι μείνει με την εντύπωση ότι επιμηκύνεται, επειδή, τάχατες, έτσι επέβαλαν οι νέες εκπαιδευτικές ανάγκες.
Καθώς, μάλιστα, προεξοφλήθηκε ότι από τον προσεχή Σεπτέμβριο τα σχολεία θα άρχιζαν κάποιες ημέρες νωρίτερα, ορισμένοι γονείς έκαναν τον θερινό προγραμματισμό των διακοπών τους με αυτό το δεδομένο, αφού τα παιδιά της πλειονότητας όσων Ελλήνων εξακολουθούν να εργάζονται δεν έχουν την πολυτέλεια της φύλαξης από νταντάδες, όπως τις περισσότερες φορές συμβαίνει με τα παιδιά των υπουργών που αποφασίζουν.    
            Φεύ όμως! Ο στοιχειώδης προγραμματισμός που επεχείρησαν να κάνουν οι οικογένειες πήγε στράφι, μόνον και μόνον γιατί ο πρωθυπουργός αποφάσισε να αλλάξει το πρόσωπο που διαφεντεύει το… βιλαέτι που λέγεται υπουργείο Παιδείας.
Αίφνης, λοιπόν, στο πλαίσιο μιας ραδιοφωνικής συνέντευξης του νέου υπουργού Ανδρέα Λοβέρδου, ο οποίος δεν συμπλήρωσε καν μια εβδομάδα στον υπουργικό του θώκο, πληροφορηθήκαμε ότι τα σχολεία θα εξακολουθήσουν να ανοίγουν στις 11 Σεπτεμβρίου και οι ανούσιες –για να μην πω… ανόσιες- αργίες θα παραμείνουν αναλλοίωτες για να μας θυμίζουν, ίσως, ότι «εδώ είναι Βαλκάνια…» και… Βαλκάνια θα παραμείνουν.
Με ποια επιστημονικά δεδομένα, άραγε, ο κ. Αρβανιτόπουλος αποφάσισε την επιμήκυνση της χρονικής χρονιάς; Σε ποια μελέτη στηρίχθηκε και ποιον ρώτησε πριν το ανακοινώσει μέσω σειράς συνεντεύξεων; Ο εκπαιδευτικός κόσμος, η Βουλή, το υπουργικό συμβούλιο ακούστηκαν πριν ανακοινωθούν οι φαεινές ιδέες της υπουργικής αυθεντίας του;
Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για το πισωγύρισμα του κ. Λοβέρδου: Ποιον, αλήθεια, συμβουλεύτηκε ο νέος υπουργός πριν αναλάβει την πρωτοβουλία να ακυρώσει ένα μέτρο του προκατόχου του, προτού καλά – καλά… ζεστάνει την καρέκλα που του πήρε; Εκτός από τον… εαυτό του, ρώτησε κανέναν άλλο;
Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιος από τους δύο έχει τυπικά δίκιο και δεν μπορώ να αποφανθώ αν είναι καλύτερο ή χειρότερο για τους μαθητές να κάνουν μια εβδομάδα περισσότερο μάθημα στη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, με δεδομένες τις κλιματολογικές συνθήκες της χώρας μας, αλλά, πολύ περισσότερο, με τις καταστάσεις που επικρατούν στην ελληνική εκπαίδευση και τη σαφή χειροτέρευση που επέφερε η κρίση.
Αισθάνομαι, όμως, τουλάχιστον από τον πρόχειρο τρόπο που και ο ένας και ο άλλος έκαναν τις σχετικές ανακοινώσεις, χωρίς να τις συνοδεύσουν με το πόρισμα μιας στοιχειώδους, έτσω, μελέτης για τις επιπτώσεις της επιχειρούμενης αλλαγής, ότι και οι δύο στέλνουν το χειρότερο μήνυμα στην ελληνική κοινωνία συνολικά και ειδικά στο πιο ευαίσθητο κομμάτι της που είναι η νέα γενιά.
Τόσο ο κ. Αρβανιτόπουλος, όσο και ο κ. Λοβέρδος, αλλά και η κυβέρνηση στο σύνολό της, στέλνουν το μήνυμα της αμελέτητης αυθαιρεσίας και της πολιτικής του –όπως λένε και σημερινοί νέοι –«ό,τι να ΄ναι».
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η πολιτική του «ό,τι νά ΄ναι» δεν περιορίζεται σε ενδεχομένως ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως μπορεί να θεωρηθεί από ορισμένους η διάρκεια του σχολικού έτους. Αντιθέτως, διατρέχει σχεδόν όλο το εύρος της κυβερνητικής μηχανής και εν γένει της δημόσιας ζωής που χαρακτηρίζεται από παντελή έλλειψη συνεργατικού πνεύματος και προηγούμενης μελέτης των αποφάσεων που λαμβάνονται από υπουργούς και λοιπούς κρατικούς αξιωματούχους.
Αλήθεια, η επόμενη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει πριν ή μετά τις… προσεχείς εκλογές;  

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Ανασχηματισμός. Ε, και;


 
Δεν κομίζουν, σίγουρα, γλαύκα στην Αθήνα όλοι όσοι εδώ και μέρες επισημαίνουν ότι ποτέ κανένας ανασχηματισμός δεν άλλαξε τον ρου των πολιτικών πραγμάτων, αλλά  όσο διαβάζω και ξαναδιαβάζω τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης, μου δημιουργείται η αίσθηση ότι η κατάσταση μπορεί να είναι χειρότερη από αυτή που υπονοεί η συγκεκριμένη επωδός.
Αν εξαιρέσει κανείς την επιλογή του νέου υπουργού Οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη, ο οποίος διαθέτει όλα τα απαραίτητα εχέγγυα για να ασκήσει τον σημαντικό ρόλο που του ανατέθηκε, δύσκολα μπορεί να βρεθεί μια από τις υπόλοιπες αλλαγές του κυβερνητικού σχήματος που να υπακούει σε κριτήρια αξιοσύνης και γνώσης του τομέα που αναλαμβάνει.
Δυστυχώς, για μια ακόμη φορά οι κυβερνητικοί ιθύνοντες φαίνεται να προέκριναν και να ακολούθησαν την πεπατημένη των ισορροπιών -εσωκομματικών, γεωγραφικών και άλλων- στην ανάθεση των υπουργικών χαρτοφυλακίων, όπως μαρτυρά, πριν από ο,τιδήποτε άλλο, η αύξηση των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου με την προσθήκη επιπλέον θέσεων υφυπουργών που μόνο στόχο έχει να βολευθούν μερικοί ακόμη κυβερνητικοί βουλευτές.
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι αριθμητικό. Είναι πρωτίστως ποιοτικό και αφορά τους στόχους που μπορεί να έχει και να υπηρετεί μια κυβέρνηση, στην οποία «αποκεφαλίζεται» σύσσωμη η πολιτική ηγεσία σε δύο νευραλγικά υπουργεία, όπως είναι το Παιδείας και το Υγείας –στο δεύτερο, μάλιστα, δεύτερη φορά σε δύο χρόνια.
Δικαίως, λοιπόν, πολλοί αναρωτιούνται, ήδη, για το πότε οι νεοείσακτοι υπουργοί και υφυπουργοί στα δύο αυτά υπουργεία, αλλά και σε άλλα, θα προλάβουν να ενημερωθούν για τις αρμοδιότητες τους και θα δρομολογήσουν λύσεις στα προβλήματα που θα βρουν εκεί και δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν οι προκάτοχοί τους που απομακρύνθηκαν.
Πιστεύει, για παράδειγμα, κάποιος ότι ο Μάκης Βορίδης, που είναι νομικός, ο Λεωνίδας Γρηγοράκος, τουλάχιστον αυτός είναι γιατρός, και η Κατερίνα Παπακώστα, επίσης νομικός, θα καταφέρουν να βρουν κοινή γλώσσα, να μοιράσουν αρμοδιότητες και να βάλουν, σε εύλογο χρόνο, τάξη στο χάος που επικρατεί στον χώρο της Υγείας.
Το ίδιο ισχύει και για το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο, από «καραμπόλα», όπως φαίνεται, βρέθηκε ο Ανδρέας Λοβέρδος, που είχε άλλες φιλοδοξίες και τώρα καλείται να «συγκατοικήσει» σε ένα υπουργείο που δεν ήθελε με δύο άπειρους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας που βρέθηκαν εκεί, επειδή, μάλλον, δεν χωρούσαν πουθενά αλλού: ο ένας είναι πολιτικός μηχανικός και ο άλλος αθλητής που σπούδασε στη Γυμναστική Ακαδημία.
Δεν περιορίζεται, όμως, μόνον στα δύο αυτά υπουργεία ο αρνητικός αιφνιδιασμός που προοιωνίζεται ότι οι προοπτικές του νέου κυβερνητικού σχήματος δεν θα είναι –και δεν μπορεί να είναι- καλύτερες από εκείνες του προηγούμενου και της προσφοράς που είχε στους χειμαζόμενους από την κρίση Έλληνες πολίτες.
Η αντικατάσταση από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης του Αθανάσιου Τσαυτάρη, ενός από τους ελάχιστους εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς που διέθεταν το σπάνιο προσόν να συνδυάζουν την τεχνοκρατική επάρκεια με το πολιτικό αισθητήριο, είναι ίσως η καλύτερη επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης.
Και μόνον το γεγονός ότι η σημερινή κυβερνητική ηγεσία έχει εξαγγείλει ότι στην επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση θα προτείνει το ασυμβίβαστο βουλευτή και υπουργού, αλλά, με εξαίρεση τον κ. Χαρδούβελη, στο νέο σχήμα έβαλε μόνον βουλευτές, δείχνει ότι τα κυβερνητικά λόγια απέχουν πολύ από τις πράξεις.
Γι΄ αυτό και οι όποιες εντυπώσεις μπορεί να δημιούργησε η καρατόμηση ορισμένων από τους υπουργούς που δικαιολογημένα βρέθηκαν εκτός κυβέρνησης –και σίγουρα δεν θα λείψει η παρουσία τους- θα είναι, μάλλον, πολύ πρόσκαιρες. Λίαν συντόμως οι πολίτες όταν θα ακούν ότι έγινε ανασχηματισμός, θα απαντούν: Ε, και; Αν δεν το κάνουν ήδη…

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς

            Σε μια χώρα που ο… μισός πληθυσμός διεκδίκησε και έλαβε πρόωρη σύνταξη, είναι να απορεί κανείς με τόσους «συνταξιούχους» της πολιτικής που επιμένουν να θέλουν να είναι «στα πράγματα», παρότι, άλλοι εκόντες, αφού αποσύρθηκαν μόλις είδαν τα δύσκολα, και άλλοι άκοντες, καθώς τους έστειλαν οι ψηφοφόροι στα σπίτια τους, έχουν περάσει προ πολλού στις τάξεις των αποστράτων ή των εν δυνάμει βετεράνων.
            Ειδικά στον πολύπαθο, τελευταία, χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, που είχε το «προνόμιο» να ασκήσει επί πολλά χρόνια την εξουσία και τώρα έχει συρρικνωθεί σε βαθμό εξαφανίσεως, επεκτείνεται όλο και περισσότερο η ευρύτατη συνομοταξία των πρώην αξιωματούχων που αρνείται να παραδεχθεί ότι οι καιροί άλλαξαν, η «μπογιά» της δεν πιάνει πια και ούτε ο λόγος της έχει μοιράδι στα πολιτικά τεκταινόμενα.
Συνεντευξιάζονται, αρθρογραφούν, παρεμβαίνουν, σχολιάζουν, κριτικάρουν, κάνουν υποδείξεις, αλλά κυρίως γκρινιάζουν για όλους και για όλα με έναν τόσο προσχηματικό τρόπο οι περισσότεροι, που είναι να αναρωτιέται κανείς πως με τόσο… ρηχές προσεγγίσεις κατάφεραν όλα αυτά τα χρόνια να βρίσκονται στο προσκήνιο, αλλά και να απορεί με την έλλειψη στοιχειώδους, έστω, αυτογνωσίας.
Άλλοι μιλούν με βαρύγδουπες πομφόλυγες εξ ονόματος της Ιστορίας. Άλλοι φλυαρούν επικαλούμενοι, τάχατες, την (ανύπαρκτη, πλέον) βάση της παράταξης, την οποία είναι γνωστό που την είχαν… γραμμένη όταν ήταν εν τη βασιλεία τους. Κάποιοι βγάζουν απλώς τα… απωθημένα τους εναντίον όσων έμειναν πίσω και προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα που κληροδότησαν όλοι εκείνοι που με τόση αμεριμνησία άσκησαν την εξουσία τα προηγούμενα χρόνια.
Υπερασπίζονται, λένε, τα παραδοσιακά σύμβολα του ΠΑΣΟΚ, παραγνωρίζοντας ότι είναι οι ίδιοι που έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι αυτά τα σύμβολα δεν γοητεύουν παρά μόνο μια πολύ μικρή κατηγορία συνομηλίκων τους που μάλλον από απόλυτο ατταβισμό τα αναγνωρίζει και τα τιμά. Τους ενοχλεί –και το έδειξαν με την ηχηρή αποχή που τήρησαν πριν από τις πρόσφατες ευρωεκλογές- η (όχι και τόσο επιτυχής, έστω) προσπάθεια που πήγε να ξεκινήσει μέσα από την «Ελιά» για την αναγκαία ανασύνθεση του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς.
Το μεγάλο «σουξέ», όμως, των γερογκρινιάρηδων της Κεντροαριστεράς, άρχισε να λανσάρεται μετά τις πρόσφατες κάλπες, όταν ο ένας μετά τον άλλον οι εκπεσόντες βαρόνοι της Χαριλάου Τρικούπη καταφεύγουν σε ασκήσεις επίδειξης «πούρας» αριστεροφροσύνης. Αίφνης, τα ίδια πρόσωπα που επί μήνες το 2011… εκλιπαρούσαν τον Αντώνη Σαμαρά να συγκυβερνήσει μαζί τους και λίγο καιρό μετά συγκατοικούσαν με τα στελέχη του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, μεταμορφώθηκαν σε διαπρύσιους κήρυκες της μοναδικής, γι΄ αυτούς, κυβερνητικής συνεργασίας που είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ και μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ…
Προφανώς και δεν είναι κακό να έχει κάποιος την άποψη ότι για ένα κόμμα της Κεντροαριστεράς ενδεχομένως να είναι προτιμότερο να συμμαχήσει με μια παράταξη με την οποία μπορεί να βρει ευκολότερα κοινή γλώσσα για να συντάξουν πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας. Αρκεί, βεβαίως, να υπάρχει αμοιβαία βούληση για συνεργασία και πρωτίστως το εκλογικό σώμα να έχει διατάξει έτσι τις πολιτικές δυνάμεις, ώστε οι μέλλοντες σύμμαχοι να διαθέτουν τα απαραίτητα (κοινοβουλευτικά) «κουκιά» για να κυβερνήσουν.
Τι νόημα, όμως, έχει να ανοίξει από τώρα μια συζήτηση –και με τον επιτακτικό, μάλιστα, τρόπο που προσπαθεί να επιβληθεί αυτή από ορισμένους- για τις μέλλουσες συνεργασίες της Κεντροαριστεράς; Αν τα κόμματα του χώρου –το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, στην οποία, επίσης, γίνεται η ίδια, προσχηματική, κατά τη γνώμη μου, κουβέντα- αποφασίσουν από τώρα ότι προτίθενται να κυβερνήσουν μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, γιατί, άραγε, οι ψηφοφόροι να τους δώσουν ρόλο διαμεσολαβητή και να μην ψηφίσουν κατευθείαν τον ΣΥΡΙΖΑ;
Το ίδιο, ακριβώς, ισχύει, βεβαίως, και για το αντίθετο. Αν οι ψηφοφόροι πιστέψουν ότι η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά είναι μονόδρομος, γιατί να μην τον επιλέξουν εξ αρχής και να προτιμήσουν τους μεσάζοντες;
Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι μόνον όποιος εθελοτυφλεί ή αναζητεί προσχήματα γκρίνιας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ότι η Κεντροαριστερά για να υπάρξει ως αυτόνομη –μικρότερη ή μεγαλύτερη- δύναμη δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει το δικό της χώρο. Με το δικό της πρόγραμμα, το οποίο θα παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα που είναι ο μόνος κριτής για να αξιολογεί κάθε φορά τους πάντες.
Άλλωστε, το «by the book», όπως λένε οι αγγλοσάξονες, ή –επί το ελληνικότερο- η «αλφαβήτα» της πολιτικής λέει ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ κόψει πρώτος το νήμα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές θα είναι, όπως συνέβη το 2012 με τη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το αν αυτή η κυβέρνηση θα είναι αυτοδύναμη ή συμμαχική θα εξαρτηθεί, κυρίως, από την αντοχή των ιδεών και την αξιοπιστία του προγράμματος, όπως και των προσώπων της κεντροαριστερής παράταξης.
Εν κατακλείδι, όσο περισσότερο εκφράζουν τις, δήθεν, ανησυχίες τους οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς, που δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τίποτε από το παρελθόν και δεν εννοούν να αφήσουν τους λίγους νεότερους να πάρουν τα ηνία, τόσο το χειρότερο για την ίδια Κεντροαριστερά, τόσο το χειρότερο για την ίδια τη χώρα. Ας πάψουν, επιτέλους, και ας απολαύσουν τις συντάξεις τους!