Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

«Αντίο» στη Βουλή των «Τατσόπουλων»



          Εκλογές, λοιπόν! Εκλογές, οι οποίες -από πολλές απόψεις- μπορεί να αποδειχθούν λυτρωτικές για τους πολίτες και τον τόπο, αφού το νοσηρό κλίμα που είχε κατακλύσει την πολιτική ατμόσφαιρα δεν πήγαινε άλλο. Απειλούσε με ασφυξία την ίδια τη Δημοκρατία που έχει άμεση ανάγκη από νέο οξυγόνο το οποίο, ας ελπίσουμε, θα δώσει η λαϊκή ετυμηγορία, όποια κι αν είναι αυτή.
          Για τη Βουλή, εξάλλου, που διαλύεται δεν νομίζω ότι θα βρεθούν πολλοί να κλάψουν. Ήταν, κατά γενική ομολογία, μακράν η χειρότερη κοινοβουλευτική σύνθεση των τελευταίων δεκαετιών. Μια Βουλή με πρωτόγνωρες μορφές κοινοβουλευτικών ανδρών και γυναικών που αναδείχθηκαν μέσα από τις διαδικασίες της βίαιης διάλυσης του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η πρώτη μνημονιακή διετία.
          Δίπλα στους λίγους σοβαρούς και επιμελείς παλαιούς και νέους κοινοβουλευτικούς, βρήκε –με τη λαϊκή ψήφο, βεβαίως, βεβαίως!- έδρανο κάθε ακραίας καρυδιάς καρύδι. Σεσημασμένοι υπονομευτές του κοινοβουλευτισμού, που παραπονούνταν επειδή η Μερτσέντες που τους παραχώρησε η Βουλή έκαιγε πολλή βενζίνη. Κλασικοί συνωμοσιολόγοι. Παραδοσιακοί λαϊκιστές. Θρασύτατοι αμοραλιστές. Πολιτικοί γυρολόγοι. Κούφιοι θορυβοποιοί. Αδίστακτοι καιροσκόποι. Επαγγελματίες καβγατζήδες. Πρόσωπα χωρίς ηθικούς φραγμούς και δίχως κανένα σεβασμό σε αρχές και αξίες.
          Το γεγονός και μόνον ότι σχεδόν ένας στους 10 –ή για την ακρίβεια 28 στους 300- εγκατέλειψαν στη διάρκεια μιας θητείας μόλις δυόμισι ετών την παράταξη με την οποία εξελέγησαν, χωρίς ούτε ένας να φιλοτιμηθεί να παραδώσει την έδρα του, είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό δείγμα της γενικευμένης κατάπτωσης των πολιτικών ηθών την οποία βιώσαμε το διάστημα που παρήλθε από τις εκλογές του 2012.
          Ένα από τα «δείγματα» αυτής της κατάπτωσης είναι η περίπτωση του απερχόμενου βουλευτή Πέτρου Τατσόπουλου, ο οποίος αφού ενσωματώθηκε σε ένα άλλο, νέο, κόμμα, το Ποτάμι, παρίστανε τον άσπιλο και αμόλυντο και διατεινόταν ότι τάχατες ακολουθεί τη γραμμή του κόμματος με το οποίο εξελέγη, του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο καθύβριζε νυχθημερόν.
          Με σχεδόν μηδενικό ουσιαστικό κοινοβουλευτικό έργο, αλλά με υψηλές επιδόσεις στους καβγάδες με συναδέλφους του, κυρίως μέσω του facebook, αλλά και μέσα από τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, εμφανιζόταν ως τάχατες ανεξάρτητος, απολαμβάνοντας, όμως, όλα τα επιπλέον προνόμια του συγκεκριμένου status και ισχυριζόμενος ότι δεν ψηφίζει Πρόεδρο της Δημοκρατίας επειδή δεσμευόταν, δήθεν, από τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ.
          Ο άνθρωπος που πρώτος εισήγαγε, πριν από πολλούς μήνες, στο πολιτικό λεξιλόγιο τη λέξη «αργυρώνητος», δίνοντας τη σκυτάλη τους θιασώτες των θεωριών περί «κουμπαράδων», υποστήριζε πως ακολουθεί το πρώην κόμμα του για να μην του αποδοθεί κατηγορία περί «χρηματισμού», αλλά συνάμα υπέγραφε κείμενα για συναινετική προεδρική εκλογή, όπως πρότεινε το νέο του κόμμα.
          Ο ισχυρισμός ότι τάχατες η υπογραφή του είχε την αίρεση της συμφωνίας και του ΣΥΡΙΖΑ είναι μόνον για αφελείς. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ήθελε να συναινέσει στην παράταση της θητείας της Βουλής δεν θα το έκανε επειδή αυτό προτάθηκε από πολιτικά διαμετρήματα σαν τον κ. Τατσόπουλο, που απολύτως καιροσκοπικά επιχειρούσε να είναι… «και τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ».
          Το άρθρο 60 του Συντάγματος που ορίζει ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση», μάλλον δεν το έχει υπόψη του ο εν λόγω Εθνοπατέρας. Ίσως γιατί η λέξη «συνείδηση» πρέπει να είναι άγνωστη για τον πάλαι ποτέ συγγραφέα που έχει καταλήξει σχολιαστής στα social media.
          Γιατί, αν είχε συνείδηση και στοιχειώδη αυτοσεβασμό δεν θα κατέφευγε –μέσω facebook, φυσικά…- σε ένα απίστευτο λιβελογράφημα κατά του υποφαινόμενου, χρησιμοποιώντας μπουρδολογικές μυθοπλασίες που ουδόλως σχετιζόταν με το ρεπορτάζ στο «Θέμα της Κυριακής» που υποτίθεται ότι ήθελε να αποκρούσει και να στηλιτεύσει. Ήταν ένα ρεπορτάζ με εκτιμήσεις κοινοβουλευτικών για τα 12 πρόσωπα που θα μπορούσαν να ψηφίσουν τον Σταύρο Δήμα στην τρίτη ψηφοφορία για να μη προκηρυχθούν οι, προεξοφλημένες κατά το επίμαχο κείμενο, πρόωρες εκλογές.
Δεν παρεξηγήθηκαν ο Βύρων Πολύδωρας, ο Μίμης Ανδρουλάκης και οι υπόλοιποι που αναφερόταν στο ίδιο ρεπορτάζ, αν και ήταν εξ εκείνων που από την αρχή είχαν ξεκάθαρη θέση και είχαν αποφύγει τις… «δηθενιές». «Παρεξηγήθηκε» ο ευφάνταστος κ. Τατσόπουλος, ο οποίος, -παλιά του κόσκινο, προφανώς- νόμισε ότι βρήκε ευκαιρία για να στήσει έναν ακόμη καβγά ώστε να γίνει θόρυβος γύρω από το όνομά του, υποστηρίζοντας –ήδη από το απόγευμα του Σαββάτου που η εφημερίδα δεν είχε κυκλοφορήσει καλά, καλά- πως το δημοσίευμα τον εμφάνιζε ότι την ώρα της ψηφοφορίας σκόπευε να πάει –άκουσον, άκουσον, διαστροφή!- για… κατούρημα!
Ας μου επιτραπεί, λίγο πριν κλείσω, να επισημάνω κάτι “επί προσωπικού”. «Διακονώ» το κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ τα τελευταία 29 χρόνια. Έχω γνωρίσει πολλούς πολιτικούς και αρκετούς πολιτικάντηδες. Δεν έχω αντιδικήσει ποτέ μέχρι σήμερα με κανέναν σε προσωπικό επίπεδο. Έχω καταγράψει, με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, γεγονότα και καταστάσεις. Έχω ασκήσει κριτική σε φαινόμενα και πρόσωπα. Και, φυσικά, έχω δεχθεί κριτική, κάποτε και διαμαρτυρίες. Αυτό που μου «έλαχε» με τον φαντασιόπληκτο κ. Τατσόπουλο, το ανοίκειο ύφος του και τα άθλια υπονοούμενά του, τα οποία επ΄ ουδενί αντιστοιχούν στο «επίμαχο» δημοσίευμα, δεν έχει το προηγούμενό του. Είναι, μάλλον, σημείο των καιρών. Και του «νέου» πολιτικού ύφους και ήθους που θέλει, υποτίθεται, να σαρώσει τον «παλαιοκομματισμό». (Να τον χαίρεται ο Σταύρος Θεοδωράκης!).
«Αντίο», λοιπόν, στη Βουλή που διαλύθηκε. «Αντίο» στη Βουλή των Τατσόπουλων. Με την ελπίδα στην επόμενη να υπάρχουν λιγότεροι. Γιατί η Βουλή δεν είναι χώρος για καβγάδες και για να… μυρίζουν οι βουλευτές παλτά. Είναι χώρος πολιτικού διαλόγου και πολιτικής αντιπαράθεσης, διαδικασίες μέσα από τις οποίες προκύπτει η σύνθεση και λαμβάνονται οι αποφάσεις για τις ζωές όλων μας.

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Η Δικαιοσύνη και της τερατολογίας το ανάγνωσμα



            Από την πρώτη στιγμή που «έσκασε», ήμουν πολύ διστακτικός απέναντι στην περιβόητη «υπόθεση Χαϊκάλη» και στον τρόπο που ήρθε στη δημοσιότητα. Μπορεί, δεν το κρύβω, να ήταν και αποτέλεσμα μιας κάποιας προκατάληψης, αφού τα πρόσωπα που είχαν εμπλακεί στη βορβορώδη αυτή ιστορία δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη.
            Δεν είχαν, άλλωστε, περάσει πολλές μέρες, αφότου ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ισχυριζόταν, από τηλεοράσεως, ότι ο πρωθυπουργός είχε τηλεφωνήσει εννιά φορές μέσα σε μια μέρα σε έναν από τους βουλευτές του, πιέζοντάς τον να ψηφίσει Πρόεδρο, μέχρι που, πάντα κατά τον καταγγέλλοντα πολιτικό αρχηγό, ο βουλευτής απηύδησε και του το έκλεισε στα μούτρα (του πρωθυπουργού…).
            Ήταν, για όσους δεν έχουν χάσει τη μνήμη τους, ο ίδιος που πριν από δυόμισι χρόνια ως αρχηγός του τέταρτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος είχε βγάλει ψεύτη και πλαστογράφο (!) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν, αφού του είχε παραδώσει πολυσέλιδο έγγραφο με τους όρους που έθετε για να συμμετάσχει σε συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, εν συνέχεια το αναίρεσε υποστηρίζοντας ότι «το κατασκεύασε η Προεδρία». Και πολλά ακόμη, από τις απίθανες ιστορίες τρομοκρατίας, την υπόθεση Οτσαλάν ή τα περίφημα CDS, ως τόσα και τόσα άλλα του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος που αν συγκεντρωθούν κάποια στιγμή μπορεί να γεμίσουν έναν ολόκληρο τόμο συνωμοσιολογικής τερατολογίας…
            Όσο, λοιπόν, εκτυλισσόταν η εμφανώς κακοσκηνοθετημένη τηλεϊστορία και ερχόταν στο φως η μια μετά την άλλη οι απανωτές αντιφάσεις των πρωταγωνιστών της, όπως και οι σχέσεις που τους συνέδεαν, η αρχική μου προαίρεση από δισταγμός και επιφύλαξη μετατράπηκε σε πεποίθηση για τα ταπεινά κίνητρα που κρύβονταν πίσω από τους κοριούς και τις παγιδεύσεις, το επαγγελματικό μοντάζ από τον μετρ του είδους Λάκη Λαζόπουλο, τις… χρυσοφόρες επενδύσεις στο εξωτερικό, τα λεφτά της απαγωγής Παναγόπουλου, τις ράβδους χρυσού και άλλα ηχηρά παρόμοια που συνέθεταν έναν απίθανο σεναριακό καμβά, από εκείνους που σε κάνουν να λες «αυτά, ρε φίλε, ούτε στον σινεμά δεν γίνονται…».
            Παρά ταύτα, ακούγοντας ότι οι εισαγγελικές αρχές αποφάσισαν να θέσουν στο αρχείο την υπόθεση της υποτιθέμενης δωροδοκίας, δεν σας κρύβω ότι ένοιωσα απορία για τη σπουδή που έγινε κάτι τέτοιο, επηρεασμένος, από τη μια, από τη γενικότερη άποψη που έχουμε όλοι μας για τον «αραμπά» με τον οποίο κινείται η ελληνική δικαιοσύνη και προβλέποντας, από την άλλη, την ένταση του θορύβου προς δημιουργία εντυπώσεων περί δήθεν «κουκουλώματος» που ήδη είχε ξεκινήσει μόλις διεφάνη η εισαγγελική πρόθεση για ταχύτατη εκκαθάριση του αντικοινοβουλευτικού οχετού που είχε ανοίξει.
            Ήταν, γι΄ αυτό, μεγάλο ευτύχημα που δημοσιοποιήθηκαν, αφενός, οι καταθέσεις των πρωταγωνιστών της απίθανης ιστορίας και αφετέρου η πορισματική αναφορά του αντεισαγγελέως Εφετών Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, ο οποίος, όπως εναργέστατα αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο που συνέταξε, φαίνεται ότι κινήθηκε με απαράμιλλο επαγγελματισμό, φωτίζοντας όλες τις πτυχές της βορβορώδους αυτής υπόθεσης πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόθεσης του εγκλήματος», ούτε «η βασιμότητα της καταγγελίας» περί δήθεν απόπειρας χρηματισμού.
            Θα αδικούσα το ίδιο το κείμενο αν επιχειρούσα να συντμήσω τα επιχειρήματα που παραθέτει, αλλά δεν μπορώ να μην σταθώ, περιγράφοντάς τα με δικές μου λέξεις, σε δύο εξ αυτών που καταρρίπτουν τη σκευωρία που επιχειρήθηκε να στηθεί: Το πρώτο είναι η περιγραφή της εμφάνισης του βουλευτή των ΑΝ.ΕΛ. στην εισαγγελία αρκετές ώρες μετά την αλληλοπαγίδευση της συνομιλίας του με τον Αποστολόπουλο και οι φόβοι του Π. Χαϊκάλη μήπως διαρρεύσει από αλλού το περιεχόμενο των όσων έλεγε στις επαφές που από μήνες είχε ξεκινήσει. Και το δεύτερο η επισήμανση του γεγονότος ότι οι αρχές έμαθαν το όνομα του υποτιθέμενου δράστη της δωροδοκίας αρκετή ώρα μετά το οριστικό «ναυάγιο» της προκαθορισμένης συνάντησης στο σπίτι του βουλευτή, όπου υποτίθεται ότι θα προσερχόταν για να παραδώσει τα χρήματα και θα συλλαμβανόταν από την Αστυνομία για την οποία ήταν ακόμη άγνωστος.
            Αξίζει πραγματικά κάθε καλοπροαίρετος πολίτης να μπει στον κόπο να αναζητήσει και να διαβάσει ολόκληρο το πόρισμα του εισαγγελέα Παναγιωτόπουλου, που, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να αναγνωρίσει ότι είναι ένα από τα κείμενα που πρέπει να διδάσκονται στις Νομικές Σχολές και τις Σχολές Δικαστών ως υπόδειγμα δικανικής παρρησίας από έναν λειτουργό της Δικαιοσύνης που δεν επηρεάζεται από κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες.
            Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τις πρόσκαιρες εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν από την προφανή προσπάθεια να δηλητηριαστεί το πολιτικό κλίμα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για το μέλλον της χώρας μας, η κατάληξη της υπόθεσης ίσως αποφέρει και κάτι θετικό για τη Δημοκρατία μας και τους θεσμούς της, αφού κατεδείχθη ότι η Δικαιοσύνη έχει τη δύναμη και μπορεί να λειτουργεί.
Κέρδος, εξάλλου, για τη Δημοκρατία μπορεί να αποδειχθεί και από το γεγονός ότι όλα αυτά τα απίθανα για προηγμένα κοινοβουλευτικά συστήματα (που, αλήθεια, αλλού ακούστηκε αρχηγός κόμματος να στήνει ο ίδιος μηχανισμούς παγίδευσης;) έγιναν τόσο κοντά με τις επερχόμενες εκλογές. Γιατί, ενδεχομένως, δεν θα αμβλυνθούν οι μνήμες έως ότου στηθούν οι κάλπες και οι πολίτες που θα κληθούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα θα ξέρουν (όσοι τουλάχιστον ενδιαφέρονται να μάθουν…) με ποιους έχουν να κάνουν.

Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Εκλογές, για να τελειώνουν οι αυταπάτες



            Το διπλό –και από την συμπολίτευση και την αντιπολίτευση- χειροκρότημα που, έστω και αν ήταν χλιαρό, συνόδευσε την ανακοίνωση του αποτελέσματος της πρώτης ψηφοφορίας για την προεδρική εκλογή, υπήρξε ένα ακόμη δείγμα της απόλυτης παράνοιας από την οποία διακατέχεται το πολιτικό προσωπικό της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου.
            Ενώ είναι γνωστό, το ομολογούν οι ίδιοι στις κατ΄ ιδίαν συζητήσεις τους, ότι η μεγάλη πλειονότητα των βουλευτών δεν επιθυμεί τις εκλογές, όπως, άλλωστε, το ίδιο συμβαίνει, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, και με το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, η χώρα οδηγείται στις κάλπες ακριβώς επειδή οι δυνάμεις της παράνοιας έχουν επικρατήσει κατά κράτος των δυνάμεων της σύνεσης και της λογικής.
            Ανατρέχοντας κανείς στον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε η σημερινή Βουλή, ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσεται από τις απόλυτα υποκριτικές συμπεριφορές αυτού του είδους, που δεν αποτελούν παρά την κορωνίδα των όσων διαμείβονται τα τελευταία δυόμισι χρόνια στο ελληνικό Κοινοβούλιο, το οποίο, σχεδόν κατά γενική ομολογία, διαθέτει την πλέον υποβαθμισμένη ποιότητα βουλευτών εδώ και πολλές δεκαετίες.
            Χωρίς διάθεση ισοπέδωσης, αφού όλοι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, ούτε, φυσικά, εξιδανίκευσης του παραδοσιακού τύπου βουλευτή, που εκλεγόταν μέσα από τα πελατειακά δίκτυα ή τους κομματικούς «σωλήνες», δεν μπορεί να παραγνωρίσει κάποιος ότι η τωρινή σύνθεση της Βουλής προέκυψε με διαδικασίες που, αντί να βελτιώσουν το «αρχέτυπο» του κακώς εννοούμενου ψηφοθήρα, μάλλον καταβαράθρωσαν τον ίδιο τον θεσμό στα τάρταρα της ανυποληψίας.
            Δεν πάει καιρός που ρώτησα μια μεσήλικη κυρία, η οποία εξελέγη πρώτη φορά στην παρούσα Βουλή με τη σημαία νεόκοπου πολιτικού σχήματος, για την πολιτική της προέλευση και την προηγούμενη σχέση της με τα πολιτικά δρώμενα του τόπου. «Ξέρετε, εγώ βγήκα μέσα από το κίνημα των “αγανακτισμένων” και το facebook…», μου απάντησε αφοπλιστικά. Μερικούς μήνες αργότερα όταν, μαζί με όλο το πανελλήνιο, την άκουσα να καταγγέλλει ότι δέχθηκε «πρόταση εξαγοράς μέσα από το… facebook», δεν μπορώ να πω ότι εξεπλάγην.
            Σε κάθε περίπτωση και πέρα από αρκετά παραδείγματα που μπορεί να παρατεθούν για φαινόμενα και συμπεριφορές που δεν συνάδουν με την ιδιότητα του «αντιπροσώπου του Έθνους», γεγονός αναμφισβήτητο είναι ότι η απότομη διάλυση του παραδοσιακού κομματικού συστήματος που επήλθε την πρώτη μνημονιακή διετία, έστειλε στο Κοινοβούλιο πρόσωπα που, υπό κανονικές συνθήκες, δεν θα περνούσαν το κατώφλι του ούτε ως επισκέπτες.
            Αρκετοί, άλλωστε, που βρίσκονται τώρα στα βουλευτικά έδρανα, είναι προϊόντα όχι μόνον της μνημονιακής διάλυσης αλλά και της… τύχης, καθώς έχουν εκλεγεί με ελάχιστους σταυρούς προτίμησης, επειδή στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση, του Ιουνίου του 2012, ενώ έγινε μια σημαντική μετακίνηση του εκλογικού σώματος σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη αναμέτρηση, η λίστα εκλογής που ίσχυσε στις επαναληπτικές εκλογές έδωσε πλεονέκτημα σε όσους ήταν στα ψηφοδέλτια των εκλογών του Μαΐου του ίδιου χρόνου, τα οποία, λόγω της χρονικής πίεσης, δεν άλλαξαν παρά σε οριακές περιπτώσεις.
            Η προφανής αυτή δυσαρμονία, η οποία γίνεται ακόμη πιο εμφανής και από τον χωρίς προηγούμενο υψηλό αριθμό βουλευτών που έχουν εγκαταλείψει τα κόμματά τους –η Βουλή διαθέτει 24 ανεξάρτητους βουλευτές, ενώ άλλοι τρεις ανήκουν σε κοινοβουλευτικές ομάδες διαφορετικές από εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν- είναι, νομίζω, ένας επιπλέον λόγος που καθιστά απαραίτητη την κατά το δυνατόν συντομότερη προσφυγή στις κάλπες.
            Εδώ που έφθασαν τα πράγματα, ιδίως μετά την αρχική ψηφοφορία για την εκλογή του επόμενου Προέδρου της Δημοκρατίας και τη στάση που αρκετοί τήρησαν, δεν έχει, νομίζω, κανένα απολύτως νόημα η παράταση της πολιτικής φαρσοκωμωδίας που παίζεται. Όταν υπάρχουν βουλευτές που ζητούν να εκλεγεί Πρόεδρος, αλλά δεν ψηφίζουν, επειδή δεν θέλουν, λέει, να τους πουν «αργυρώνητους» ή όταν άλλοι δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους να ξεκαθαρίσουν εξ αρχής τη στάση τους και κρατούν για αργότερα το «ναι» στον προταθέντα υποψήφιο ώστε να σταθμίσουν αν θα βρεθούν οι άλλοι… 179, που θα αποτρέψουν τις πρόωρες κάλπες, δεν νομίζω ότι μπορεί να ελπίζει κανείς σε ο,τιδήποτε καλό από την συντήρηση του νοσηρού κλίματος που αποπνέουν αυτές οι τακτικές, δηλητηριάζοντας έτι περαιτέρω την ήδη τοξική πολιτική ατμόσφαιρα.
            Είναι ώρα να πέσουν οι μάσκες και ο καθένας να αναλάβει τις ευθύνες των πράξεων του, είτε πρόκειται για μεμονωμένα πρόσωπα είτε, πολύ περισσότερο, για κόμματα, τα οποία, ενώ τείνουν προς την πολιτική εξαφάνιση, κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να την επιταχύνουν. Εφόσον δεν μπορεί να υπάρξει συνεννόηση για τα στοιχειώδη, όπως είναι η, στο τέλος-τέλος, τυπική διαδικασία της εκλογής Προέδρου, η προσφυγή στις κάλπες μοιάζει τούτη την ώρα ως ο απόλυτος μονόδρομος.
Τι θα αλλάξει, άλλωστε, αν οι εκλογές γίνουν σε έξι, σε εννιά ή σε 18 μήνες; Τίποτε απολύτως. Πιστεύει κανείς ότι θα γίνει κάποια ουσιαστική μεταρρύθμιση στη διάρκεια της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου που θα έχει μπροστά της η όποια κυβέρνηση, η σημερινή ή άλλη, «ειδικού σκοπού» ή όπως αλλιώς ονομαστεί; Ας μετρήσει όσες έγιναν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου και θα καταλάβει τι θα ακολουθήσει και πόσα από τα προαπαιτούμενα που θα συνοδεύουν την προληπτική πιστωτική γραμμή θα περάσουν από ένα κοινοβούλιο με σύνθεση σαν τη σημερινή.
            Γι΄ αυτό, τώρα που η χώρα βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων, είναι η καλύτερη ευκαιρία για να υπάρξει νωπή λαϊκή εντολή προς τις πολιτικές δυνάμεις που θα κληθούν να διαχειριστούν τις τύχες του τόπου το επόμενο διάστημα. Ο λόγος πρέπει να δοθεί στους πολίτες για να αποφασίσουν. Χωρίς, πλέον, τα ψευτοδιλήμματα του παρελθόντος, για το ποιος είναι μνημονιακός και ποιος αντιμνημονιακός. Και, πολύ περισσότερο, δίχως αυταπάτες ότι θα βρεθούν «μάγοι» που θα εξαφανίσουν τα χρέος, δημόσιο και ιδιωτικό, θα καταργήσουν τους φόρους και θα εκτινάξουν τα εισοδήματα όλων μας.