Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2015

Ο Νίξον στην Κίνα και οι γάτες του Ντεγκ



            Ακούγοντας, τη μέρα που ορκίστηκε το νέο κυβερνητικό σχήμα, τον αναπληρωτή υπουργό Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γιώργο Κατρούγκαλο να χρησιμοποιεί το προηγούμενο του ταξιδιού του Νίξον στην Κίνα για να επιχειρηματολογήσει υπέρ της πρόθεσης του ΣΥΡΙΖΑ να προωθήσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό δημόσιο, δεν σας κρύβω ότι θεώρησα πως τα λεγόμενά του δεν ήταν παρά μια ακόμη πομφόλυγα από εκείνες που ο ενθουσιασμός της νωπής εκλογικής νίκης έκανε αρκετά από τα νέα μέλη του υπουργικού συμβουλίου να εξακοντίζουν.
Παρόλο που ήμουν εξ εκείνων που πίστευαν στην επικείμενη προσγείωση της νέας κυβερνητικής ομάδας στην πραγματικότητα, βρήκα μάλλον πρόωρη τη μεταστροφή του κ. Κατρούγκαλου και αρκούντως υπερβολικό τον παραλληλισμό που έκανε με το ιστορικό ταξίδι στο Πεκίνο που πραγματοποίησε το 1972 ο συντηρητικός Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, ανοίγοντας δρόμους στους οποίους ήταν μάλλον απίθανο ότι μπορούσε να χαράξει οποιοσδήποτε ομόλογός του από το Δημοκρατικό Κόμμα χωρίς να κατηγορηθεί ως «ενδοτικός έναντι των κομμουνιστών και προδότης των ιδανικών του ελευθέρου κόσμου». 
Η άμεση επίπτωση της καλά οργανωμένης αμερικανικής πρωτοβουλίας που έφερε τη σφραγίδα του «Μέτερνιχ» της εποχής, της πλέον πολυμήχανης αλεπούς της παγκόσμιας διπλωματίας που άκουγε στο όνομα Χένρι Κίσινγκερ, ήταν η αναδιαμόρφωση της γεωπολιτικής ισορροπίας στην ευρύτερη περιοχή της Ευρασίας που στρίμωξε την κραταιά ακόμη Σοβιετική Ένωση. Μεσοπρόθεσμα οι συνέπειες εκείνου του πρωτοπόρου ταξιδιού έγιναν εμφανείς με τα τρομακτικά ανοίγματα της κομμουνιστικής Κίνας προς τον έξω κόσμο  που ακολούθησαν την εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού οικονομικού προγράμματος του Ντενγκ Χσιαοπίνγκ.
Είτε από τη μεριά του Νίξον το δει κανείς, είτε από τη σκοπιά του Ντενγκ, που έγινε διάσημος και για την έκφραση «άσπρη γάτα, μαύρη γάτα, αδιάφορο, αρκεί να πιάνει τα ποντίκια» που του αποδίδεται, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι καταιγιστικές εξελίξεις των μόλις τεσσάρων εβδομάδων, που παρήλθαν από την ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης, καταδεικνύουν την τεράστια ικανότητα προσαρμογής στην πραγματικότητα που διαθέτει η καινούργια πολιτική τάξη η οποία έχει στα χέρια της τις τύχες της Ελλάδας τον τελευταίο μήνα και, υπό προϋποθέσεις, τα πρόσωπα που την απαρτίζουν μπορεί να γίνουν οι αποτελεσματικότεροι εφαρμοστές του «Μνημονίου» ή όπως αλλιώς ονομαστεί το πρόγραμμα που θα πάρει τη θέση του.
Η ταχύτητα, άλλωστε, με την οποία προχώρησαν οι διαβουλεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους είναι εκπληκτική και σίγουρα δεν έχει το προηγούμενό της. Δεν ξέρω αν οι τωρινοί είναι καλύτεροι διαπραγματευτές από τους προηγούμενους, όπως -μάλλον πρόωρα- διατείνονται αρκετοί, καθώς αυτό θα φανεί όταν κλείσει ο πρώτος, έστω, κύκλος των διαπραγματεύσεων και γίνει «ταμείο» με τα κέρδη και τις απώλειες που έχουν καταγραφεί.
Είναι, ωστόσο, πασιφανές ότι με τους «ευφημισμούς» και τις «εποικοδομητικές ασάφειες», για να χρησιμοποιήσω δύο από τις αγαπημένες εκφράσεις του αρχιδιαπραγματευτή Γιάνη Βαρουφάκη, η νέα κυβέρνηση κάλυψε ένα τρομακτικά μεγάλο μέρος της απόστασης που τη χώριζε μέχρι πρότινος από τους εταίρους και δανειστές της χώρας, μια απόσταση που μάλλον κανένα άλλο σχήμα δεν θα μπορούσε να καλύψει τουλάχιστον σε τόσο σύντομο χρόνο.
    Για παράδειγμα, η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου που ανέλαβε την εξουσία τον Οκτώβριο του 2009 χρειάστηκε να φθάσει ως τον Απρίλιο του 2010 για να ξεχάσει το «λεφτά υπάρχουν» και να αποφασίσει την ένταξη στο Μνημόνιο που υπεγράφη τον επόμενο μήνα. Αλλά και στη κυβέρνηση συνεργασίας που σχημάτισε ο Αντώνης Σαμαράς τούς πήρε κάμποσους μήνες, από το καλοκαίρι του 2012 που ανέλαβαν, για να αφήσουν στην άκρη τα «Ζάππεια» και την «αναδιαπραγμάτευση» και να υιοθετήσουν αρκετούς μήνες αργότερα τα περίφημα προαπαιτούμενα για την εκταμίευση των δόσεων που συνοδεύτηκαν από τους πρώτους τριγμούς στις κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, αλλά και της ΝΔ.
Τώρα όλα μοιάζουν να είναι διαφορετικά. Τα στελέχη της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, έχοντας την έξωθεν (καλή ή κακή, μάλλον παίζεται…) μαρτυρία του «αντιμνημονιακού», όπως ο Ρεπουμπλικάνος Νίξον του «αντικομμουνιστή», μπορούν να συνομολογούν με τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές συμφωνίες που οι προκάτοχοί τους ούτε να τις διανοηθούν μπορούσαν.
Με τον ίδιο τρόπο που ο Νίξον πριν από τέσσερις δεκαετίες δεν ασχολήθηκε με τη φύση του κινεζικού καθεστώτος και έριξε το βάρος του στις εμπορικές συμφωνίες, έτσι και οι σημερινοί κυβερνώντες δείχνουν να μην τους απασχολεί αν τα μέτρα, τα οποία αργά ή γρήγορα θα κληθούν να λάβουν, είναι «μνημονιακής» κοπής, επειδή (εξαιτίας ίσως και της ευκολίας με την οποία μαζί με την κυβέρνηση τους… παραδόθηκε και η εγχώρια μηντιακή και άλλη εξουσία) πιστεύουν ότι οι ίδιοι είναι καλύτεροι… μεταρρυθμιστές!  
Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, το ακόμη σημαντικότερο είναι ότι οι βουλευτές που θα κληθούν να εγκρίνουν τα μέτρα, μπορεί να δείχνουν διάθεση να βγάλουν τα «εσώψυχα» τους στις κλειστές συνεδριάσεις των κομματικών οργάνων, δεν θα διστάσουν, όμως, ούτε θα… δειλιάσουν, όταν τα επίμαχα κείμενα φθάσουν στη Βουλή, να υπερψηφίσουν.
Αλλά και αν ακόμη κάποιοι από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές δεν αντέξουν μέχρι τέλους, η σημερινή κυβέρνηση διαθέτει το μοναδικό πλεονέκτημα που καμία από τις προκατόχους της δεν είχε: το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης την προτρέπει –ειλικρινώς ή όχι δεν έχει σημασία- να συνεχίσει προς την κατεύθυνση της προσαρμογής που δείχνει να κινείται, αφήνοντας, μάλιστα, ανοικτό ορισμένοι –σίγουρα «Το Ποτάμι», αλλά πιθανότατα όχι μόνον αυτό- να την συνδράμουν σε κάθε δυσκολία που θα αντιμετωπίσει για να κάνει όλα όσα πρέπει για να κρατηθεί η χώρα στην ευρωζώνη και να μπει μια ώρα αρχύτερα στον δρόμο της οικονομικής ανάκαμψης.
            Υ.Γ.: Δεν θα εκπλαγώ διόλου αν τις επόμενες ημέρες ακούσω τον ευφραδή κ. Κατρούγκαλο να απορρίπτει την «προσφορά» του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της ΝΔ Άδωνη Γεωργιάδη να αναλάβει ρόλο εισηγητή της πλειοψηφίας στη συζήτηση επί του νομοσχεδίου που θα επικυρώνει τη συμφωνία για την «μνημονιακή» παράταση και την έναρξη του νέου… «Συμβολαίου» με τους… «Θεσμούς». Μη σας πω ότι… ηχεί ήδη στα αυτιά μου η επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑίου υπουργού να κινείται προς την εξής κατεύθυνση: «Όχι, κ. Γεωργιάδη δεν θα σας επιτρέψουμε να μας κλέψετε τη δόξα του μεταρρυθμιστή…».

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Θεσσαλονίκη – Ζάππειο: ο δρόμος της διαπραγματευτικής λήθης



            Παρακολουθώ με ενδιαφέρον τον φανατισμό που επιδεικνύουν, κυρίως μέσα από τα social media, αλλά και από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης, ορισμένοι νεοφώτιστοι οπαδοί των ευρωπαϊκών -και όχι μόνον- «θεσμών».
Αλήθεια, τι ωραία λέξη που είναι οι «θεσμοί». Και, κυρίως, πόσο εύηχη. Και για τους υποστηρικτές τους. Αλλά και για τους… επικριτές τους, οψέποτε υπάρξουν τέτοιοι… «προδότες». Για παράδειγμα, θα συμφωνήσετε ότι δεν ακούγεται το ίδιο βαρύ να θέλεις να επιτεθείς σε κάποιον, αποκαλώντας τον… «θεσμικό», όπως, ενδεχομένως, έκανε εκείνος τα τεσσεράμισι χρόνια απέναντι στους… επάρατους «μνημονιακούς».
Δεν θα αρνηθείτε επίσης το πλεονέκτημα που έχει όποιος θέλει να την… πέσει σε κάποιον που δεν συμφωνεί μαζί του, χαρακτηρίζοντας τον «αντιθεσμικό». Όπως και να έχει, ακούγεται βαρύτερο και εκπέμπει πολύ υψηλότερους τόνους απαξίας, αντιστρόφως ανάλογους με την περηφάνεια –και τα συνακόλουθα ωφελήματα- που απολάμβανε όποιος αυτοπροσδιοριζόταν ως «αντιμνημονιακός». 
            Βλέπετε, στις λίγες βδομάδες που μεσολάβησαν από τις εκλογές, άλλαξαν πολλά γύρω μας. Παρά ταύτα, προσωπικά δεν εκπλήσσομαι για την εξέλιξη. Ίσως γιατί πάντα πίστευα ότι η απόσταση που χωρίζει τα «Ζάππεια» από τις «Θεσσαλονίκες» (την παλαιότερη και την πρόσφατη) δεν είναι παρά ο δρόμος της λήθης που μπορεί να χαραχθεί για τις διαπραγματευτικές ανάγκες που ορίζουν οι δυσμενείς συνθήκες της προεκλογικής πεπατημένης. 
Άλλωστε, ήμουν εξ εκείνων που πριν, αλλά και μετά τις εκλογές επέμενα να πιστεύω ότι η λογική θα επικρατούσε της φανφάρας, παρόλο που γνωστοί και φίλοι, οι οποίοι είχαν αντίθετη εκτίμηση από τη δική μου, με έψεγαν υποστηρίζοντας –με εκκίνηση από διαφορετικές αφετηρίες- ότι έκανα την επιθυμία μου πραγματικότητα.
Δεν μπορώ να ξεχάσω την… πανταχόθεν επίθεση που δέχθηκα το βράδυ της ανάγνωσης των προγραμματικών δηλώσεων από τον Αλέξη Τσίπρα, όταν στους διαδρόμους της Βουλής τόλμησα να εκτιμήσω ότι ο νέος πρωθυπουργός, με τις «εύπλαστες» διατυπώσεις που είχε επιλέξει στην ομιλία του, προετοίμαζε τον επερχόμενο συμβιβασμό με τους εταίρους της χώρας.
Οι φιλοκυβερνητικοί με αντιμετώπιζαν καχύποπτα αποδίδοντας μου, άλλοτε εμμέσως και άλλοτε αμέσως, πρόθεση… υπονόμευσης της υποτιθέμενης δεσμευτικότητας περί τήρησης των υπεσχημένων που, κατ΄ εκείνους, περιείχε ο πρωθυπουργικός λόγος.
Οι της αντίπερα όχθης με έβλεπαν ως… «αβανταδόρο του Τσίπρα», επειδή υποστήριζα –παραπέμποντας τους δύσπιστους σε μια δεύτερη ανάγνωση της πρωθυπουργικής ομιλίας- ότι τα σκληρά λόγια που συνόδευαν την απλή παράθεση των προεκλογικών επαγγελιών, χωρίς σχεδόν κανένα σαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης, ήταν επιμελώς επιλεγμένα για να περάσει καλύτερα η συμβιβαστική διάθεση, η οποία εξ υπαρχής κυριαρχούσε στον στενό κυβερνητικό πυρήνα.
Τα όσα ακολούθησαν είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Αν και θα χρειαστεί καιρός για να τα «χωνέψουν» όσοι ανυστερόβουλα είχαν ειλικρινά πιστέψει στις προεκλογικές μεγαλοστομίες.
Οι υπόλοιποι, είτε προέρχονται από την κατηγορία των… νεοφώτιστων «θεσμικών», είτε είναι οπαδοί της θεωρίας του λεγόμενου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού» ή απλά θα βρουν τη βολή τους στη νέα κυβερνητική τάξη, που εξίσου πλουσιοπάροχα με τους προκατόχους της διανέμει προνόμια και εξουσιαστικά λάφυρα, δεν φαίνεται να έχουν προβλήματα. Τους τα καλύπτουν οι «ευφημισμοί», η «εποικοδομητική ασάφεια» και τα τόσα άλλα επικοινωνιακά στρατηγήματα που ανέλαβαν να φέρει εις πέρας ο υπουργός των Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης και πάμπολλοι εκλεκτοί επικοινωνιολόγοι.
Δεν χρειάζονται, ωστόσο, μεμψιμοιρίες, όπως αυτές τις οποίες εκφράζει –μάλλον πρόωρα…- ένα τμήμα της αντιπολίτευσης που βιάζεται να βρει «δικαίωση» της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης μέσα από τη συνεχή επισήμανση των αντιφάσεων των τωρινών κυβερνώντων, που αποδεικνύονται πολύ πιο ευέλικτοι από όσο τους περίμεναν οι προκάτοχοί τους όταν τους εμφάνιζαν ως επερχόμενους «ολετήρες».
Γι΄αυτό και στην παρούσα φάση ματαιοπονούν όσοι βιάζονται να προεξοφλήσουν την ανάλωση του πολιτικού κεφαλαίου της σημερινής κυβέρνησης. Στον λίγο χρόνο, άλλωστε, που έχει μεσολαβήσει από τις εκλογές, το νέο κυβερνητικό σχήμα δείχνει να προσφέρει τεράστιες υπηρεσίες στη χώρα. Υπηρεσίες, οι οποίες μάλλον δεν είναι ακριβώς εκείνες που μπορεί να περίμεναν οι περισσότεροι από όσους, κυρίως αντιευρωπαϊστές, συμμετείχαν στις επονομαζόμενες «ανάσες αξιοπρέπειας» ή όσους από την άκρα δεξιά πτέρυγα του πολιτικού φάσματος έσπευσαν να «βαρέσουν προσοχή» στους «καραμπουζουκλήδες» κυβερνητικούς διαπραγματευτές. Είναι, όμως, άλλες, πολύ σημαντικότερες υπηρεσίες.
Πείθει, για παράδειγμα, η νέα κυβέρνηση ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού, που είχε αντίθετες εντυπώσεις (και αυταπάτες τις λες!), ότι οι Ευρωπαίοι είναι εταίροι της Ελλάδας και όχι κατακτητές. Όπως και ότι οι εκπρόσωποι της χώρα μας που συνομιλούν με Γερμανούς αξιωματούχους –ακόμη και όταν δεν τους… επαινούν τόσο πολύ όσο ο κ. Βαρουφάκης- δεν είναι υποχρεωτικά «γερμανοτσολιάδες», «μερκελιστές» και «τσολάκογλου».
Μεγάλη υπηρεσία, επίσης, προσφέρει η συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝ.ΕΛ. κάνοντας αρκετούς συνέλληνες να συνειδητοποιούν ότι το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος που συσσωρεύτηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια ούτε «επονείδιστο» είναι, ούτε μπορεί να διαγραφεί διαμιάς. Όπως ότι οι τετρακόσιοι τόσοι «μνημονιακοί» νόμοι δεν μπορούν να καταργηθούν με ένα νομοσχέδιο. Ή ότι η πληρωμή των φόρων είναι «πατριωτική πράξη». Και ακόμη-ακόμη ότι τα ΜΑΤ, αν δεν είναι «φρουροί της Δημοκρατίας», σίγουρα δεν μπορεί να αφοπλιστούν ούτε να απαγορευτούν τα χημικά που χρησιμοποιούν όταν καλούνται να αντιμετωπίσουν εγκληματικά στοιχεία στα γήπεδα ή όπου αλλού απειλούνται αγαθά όπως η ζωή και η ελευθερία των πολιτών.
Ο κατάλογος με τις υπηρεσίες προς την ίδια κατεύθυνση που μπορεί ακόμη να προσφερθούν από την παρούσα κυβέρνηση είναι δυνατόν να μακρύνει πολύ. Και να περιλάβει ίσως και το ενδεχόμενο να  ανατραπεί η βαθιά πεποίθηση που, σύμφωνα με δημοσιευμένη δημοσκόπηση, έχει το ένα τρίτο των συμπατριωτών ότι τα προηγούμενα χρόνια μας… ψέκαζαν με σκοπό να μας… δίνουν δάνεια και εμείς να ψηφίζουμε «μνημονιακά».
Υ.Γ.: Αλήθεια, τώρα που θα εξαφανίσουμε το «Μνημόνιο» και θα εμφανίσουμε το «Συμβόλαιο», «Πρόγραμμα» ή όπως αλλιώς το ονομάσουν, δεν θα (έχουν λόγους να) μας… ψεκάζουν; Ή μήπως όχι; Λέτε να αντικαταστήσουν την Τρόικα και στους ψεκασμούς οι… «Θεσμοί»;

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ο Βαρουφάκης και η «χαμένη αξιοπρέπεια»



            Πριν από τεσσεράμισι χρόνια, όταν και πάλι η χώρα βρισκόταν σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, ο νυν υπουργός Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης, με μια εντελώς διαφορετική ιδιότητα από την τωρινή του, συμβούλευε τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου να ακολουθήσει έναν εντελώς ανορθόδοξο δρόμο διακυβέρνησης και αντιμετώπισης των πελώριων προβλημάτων που είχε ενώπιον του.
«Πάρε απόψε το βράδυ το ποδήλατό σου, μόνος σου, και κατέβα στην Πλατεία Συντάγματος», έγραφε, επί λέξει, απευθυνόμενος σε πρώτο πρόσωπο στον κ. Παπανδρέου. Ήταν Ιούνιος του 2011 και η τότε κυβέρνηση βρισκόταν υπό τον ασφυκτικό κλοιό του φαινομένου των «Αγανακτισμένων», που είχαν κατακλύσει το χώρο μπροστά από τη Βουλή.
«Εκεί, μπορεί να σε γιουχάρουν στην αρχή, αλλά βλέποντάς σε μόνο και αποφασισμένο, θα παραμερίσουν να περάσεις. Ζήτα τον λόγο και μίλησε στον συγκεντρωμένο κόσμο. Πες τους ότι ήρθε η ώρα να πάρουμε όλοι μαζί πίσω την χαμένη μας αξιοπρέπεια», συμβούλευε ο νυν υπουργός τον κ. Παπανδρέου.
«Εξάγγειλε ότι δεν θα δεχθούμε άλλα δάνεια όσο η ευρωζώνη αρνείται να συζητήσει καν την αναμόρφωσή της σε μια λογική και βιώσιμη βάση. Βροντοφώναξε πως δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα να εγκαλείται επειδή ζούσε με δανεικά και, τώρα που πτώχευσε, να της επιβάλουν κι άλλα δανεικά τα οποία εκείνοι που της τα επιβάλουν γνωρίζουν ότι δεν μπορούμε να τα ξεπληρώσουμε».
Ο αρθρογράφος - καθηγητής των Οικονομικών υποστήριζε ότι στο Σύνταγμα εκείνες τις μέρες λάμβανε χώρα «μια αναβίωση της Αρχαίας Αγοράς στην οποία ο αντιεξουσιαστής Γιώργος θα ένιωθε σαν στο σπίτι του», κάτι, όμως, που φαίνεται ότι δεν συμμεριζόταν ο τότε πρωθυπουργός, παρόλο που ο κ. Βαρουφάκης είχε υπάρξει παλαιότερα συνεργάτης του.
Η συνέχεια είναι, λίγο ως πολύ, γνωστή. Ο κ. Παπανδρέου παραιτήθηκε λίγους μήνες αργότερα, ενώ ο παλαιός του συνεργάτης, αφού έκανε τον γύρο του κόσμου, φθάνοντας η χάρη του ως το Τέξας, επέστρεψε στην Ελλάδα και αναιρώντας όσα παλαιότερα είχε ισχυριστεί πως δεν θα αναλάμβανε ποτέ του πολιτική θέση, βρέθηκε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργού των Οικονομικών και έπεσε στα βαθιά των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους και δανειστές της χώρας.
Ο πρωτόγνωρος ακτιβισμός που επιδεικνύει έφερε τις προηγούμενες ημέρες και πάλι κόσμο στην πλατεία Σύνταγμα, έναν κόσμο τόσο διαφορετικό αλλά και τόσο ίδιο με τον κόσμο που είχε βρεθεί στον ίδιο χώρο πριν από τεσσεράμισι χρόνια. Διαφορετικό, γιατί τότε οι συγκεντρωμένοι ήθελαν την ανατροπή της κυβέρνησης. Και ίδιο γιατί τα αιτήματα –σεισάχθεια, διαγραφή χρέους- και πολλά συνθήματα –ο αντιευρωπαϊσμός και οι αρές για τους ανάλγητους ξένους- είναι μάλλον απαράλλακτα.
Θα είχε ακριβώς γι΄ αυτόν τον λόγο μεγάλο ενδιαφέρον, αν ο κ. Βαρουφάκης έπαιρνε τη μηχανή του και, όπως συμβούλευε ο ίδιος τον Γιώργο Παπανδρέου να έκανε με το ποδήλατό του, κατέβαινε στην Πλατεία Συντάγματος. Για να μιλήσει με τον συγκεντρωμένο κόσμο που ο ίδιος και άλλα κυβερνητικά στελέχη θεωρούν ότι αποτελεί μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη. Να καταγράψει τη θέλησή τους. Αλλά και να τους μεταφέρει την εμπειρία που αποκόμισε από τις επαφές που είχε με τους ομολόγους του στις Βρυξέλλες.
Να τους αναπτύξει, όπως ο ίδιος ζητούσε από τον κ. Παπανδρέου, τις απόψεις τους για τη «χαμένη αξιοπρέπεια». Να τους αναλύσει τους καταναγκασμούς που σου δημιουργούν ακόμη και τα αντικομφορμιστικά κοστούμια της εξουσίας και σε φθάνουν μέχρι του σημείου να εκθειάζεις τη σοφία προσώπων, όπως ο Β. Σόιμπλε ή η Α. Μέρκελ, τα οποία στην πραγματικότητα αποστρέφεσαι, αφού εκτός των άλλων μυκτηρίζουν και ελεεινολογούν τον λαό που σε εξέλεξε.
Σε αντίθεση, άλλωστε, με τον κ. Παπανδρέου, ο κ. Βαρουφάκης, δεν κινδυνεύει να τον γιουχάρουν οι συγκεντρωμένοι του Συντάγματος. Το ακριβώς αντίθετο πρόβλημα μάλλον θα έχει. Επειδή θα θέλουν ενδεχομένως να τον αποθεώσουν, θα δυσκολευτεί να τους εξηγήσει τις θέσεις του. Και να τους εκμυστηρευτεί πως αντιλαμβάνεται την «αξιοπρέπεια» ένας θιασώτης του «λιτού βίου» που –για κάποιον ανεξήγητο (;) λόγο- βρίσκεται αντιμέτωπος με όλους τους εταίρους της χώρας του, οι οποίοι εφαρμόζουν, στην περίπτωσή του, το chicken game από την αγαπημένη του «Θεωρία των Παιγνίων».
Έχει, όμως, θαρρώ τεράστια αξία να βρει έναν τρόπο να τους μιλήσει και τους πει όσα δεν λέει στις συνεντεύξεις τους. Πόσο, για παράδειγμα, τοις εκατό από το (συγνώμη που θα το πω, χωρίς κανέναν... ευφημισμό) Μνημόνιο μπορούμε τελικώς να δεχθούμε; Ή πόσα ακριβώς χρήματα ζητάμε να μας δοθούν με την παράταση που αρνούμαστε και με το νέο πρόγραμμα –«γέφυρα» ή όπως αλλιώς το ονομάσουμε- που θέλουμε να συνομολογήσουμε;
Δεν ξέρω αν έπειτα από κάτι τέτοιο η αποθέωση του πλήθους προς τον κ. Βαρουφάκη θα συνεχιστεί. Είμαι, όμως, σίγουρος ότι η χώρα την ίδια στιγμή θα έχει κάνει ένα τεράστιο βήμα προς τη λογική και συνάμα ένα άλμα που θα γεφυρώσει την απόσταση που τη χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Ποιος αμφιβάλει, άλλωστε, ότι η αλήθεια και μόνον η αλήθεια μπορεί να μας φέρει πίσω τη «χαμένη αξιοπρέπεια»;

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Η «κότα» και το τιμόνι

Η ψήφος εμπιστοσύνης που έλαβε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνιστά, εκ των πραγμάτων, ένα σημαντικό ορόσημο που χωρίζει τις προεκλογικές εξαγγελίες από τη μετεκλογική πραγματικότητα.
Έτσι, πέρα από τους πολλούς –συνήθεις και μη- βερμπαλισμούς (όπως τα περί… ιστορικότητας και άλλα ηχηρά παρόμοια) που ακούστηκαν κατά τις τρεις μέρες συζήτησης στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, η ψήφος των κυβερνητικών βουλευτών οριοθετεί μια καινούργια αφετηρία, ένα ξεκίνημα που δρομολογεί εξελίξεις οι οποίες, όμως, δεν θα είναι ευθύγραμμες.
Τα δύσκολα, εξάλλου, μόλις τώρα αρχίζουν για τη νέα κυβέρνηση, καθώς οι ευνοϊκοί συσχετισμοί που –παραπέμποντας σε έναν απόλυτα ανέφελο «μήνα του μέλιτος»- είχε να αντιμετωπίσει στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν έχουν σχέση με τους συσχετισμούς που θα βρει στις επικείμενες συνεδριάσεις του Eurogroup ή στη Σύνοδο Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών.
Στο σκληρό παιχνίδι που θα παιχθεί εκεί και το οποίο θα καθορίσει πιθανότατα τις τύχες της Ελλάδας για τα πολλά επόμενα χρόνια, δεν χωρούν και δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι εύκολες και εύηχες επικλήσεις περί της λαϊκής κυριαρχίας (που συμβαίνει να μην είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται…)
Όλα τα προγνωστικά, άλλωστε, δείχνουν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα παιχνίδι στρατηγικής βγαλμένο μέσα από την αγαπημένη «Θεωρία Παιγνίων» του πρωταγωνιστή των ημερών, υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη: το περίφημο «chicken game» ή επί το ελληνικότερο «παιχνίδι της κότας».
Όπως περιγράφεται στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, ορισμένα από τα οποία μάλιστα υπογράφονται και από τον ίδιο τον κ. Βαρουφάκη, το συγκεκριμένο παιχνίδι αφορά δύο κατ΄ αρχήν λογικά άτομα τα οποία ανταγωνίζονται σε ένα εξόχως επικίνδυνο στοίχημα που έχει ως εξής: ξεκινούν με τα αυτοκίνητά τους από αντίθετες κατευθύνσεις και κινούνται ο ένας απέναντι στον άλλο σε πορεία σύγκρουσης.
Όποιος από τους δύο στρίψει πρώτος για να αποφύγει τη μετωπική θα είναι ο δειλός (η «κότα», δηλαδή) και θα χάσει το στοίχημα, ενώ αν στρίψουν και οι δύο τότε το παιχνίδι θα κριθεί ισόπαλο και δεν θα υπάρξει ούτε νικητής ούτε ηττημένος.
Αν, ωστόσο, ο ένας από τους δύο παίκτες αποφασίσει να τα παίξει «όλα για όλα» και να κερδίσει πάση θυσία το στοίχημα, καταφεύγει σε μια κατά τα φαινόμενα παράτολμη, αν όχι και παράλογη, συμπεριφορά: μόλις ξεκινά η πορεία των οχημάτων πετάει από το παράθυρο το τιμόνι του αυτοκινήτου του, στέλνοντας στον αντίπαλο το ηχηρό μήνυμα ότι είναι αποφασισμένος να μην κάνει την «κότα», αφού και να ήθελε να στρίψει, κάτι τέτοιο είναι, πλέον, αδύνατον.
Αν κάνει το ίδιο και ο άλλος οδηγός, πετάξει δηλαδή κι εκείνος το δικό του τιμόνι, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Ο παράτολμος, όμως, που –ενδεχομένως με μια κραυγή… «ουάου»- πετάει πρώτος το τιμόνι ποντάρει στο ότι ο αντίπαλός του δεν θα απαντήσει στην πρόκληση και  θα προτιμήσει να στρίψει για να αποτρέψει τη μετωπική.
Αν τα δύο οχήματα είναι ισοδύναμης ανθεκτικότητας η σύγκρουση θα επιφέρει αντίστοιχες ζημιές και στους δύο παράτολμους οδηγούς που θα επιδιώξουν τη σύγκρουση.
Τι γίνεται, όμως, αν τα οχήματα διαφέρουν σημαντικά στο επίπεδο της ανθεκτικότητά τους; Ποιο, για παράδειγμα, θα είναι το αποτέλεσμα του παιχνιδιού αν αυτός που πετάξει πρώτος το τιμόνι επιβαίνει σε τεθωρακισμένο όχημα και τι θα κάνει ο αντίπαλος του αν οδηγεί ένα συμβατικό όχημα;
Γνωστοί και φίλοι του κ. Βαρουφάκη από το Πανεπιστήμιο και τα μέσα ενημέρωσης επιμένουν ότι αν η κυβερνητική ηγεσία του δώσει την ευθύνη του οχήματος, το τιμόνι από τα πρώτα λεπτά της κούρσας θα έχει πεταχθεί έξω από παράθυρο. Όπως υποστηρίζουν, οι μεγαλοστομίες που χρησιμοποιεί τις δύο τελευταίες εβδομάδες –έστω και αν κάποιες μετά τις παίρνει πίσω…- μαρτυρούν ότι ζει για τη στιγμή που θα εφαρμόσει τις θεωρίες που τον έκαναν διάσημο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, το ερώτημα είναι τι θα κάνει η πλευρά των εταίρων και δανειστών της Ελλάδας: θα στρίψει εγκαίρως, ρισκάροντας να καταταγεί στην κατηγορία των… «κοτόπουλων» ή θα πετάξει κι εκείνη το τιμόνι, ποντάροντας, πιθανώς, στο διαφορετικό επίπεδο ανθεκτικότητας των οχημάτων;
Ας ελπίσουμε ότι οι νουνεχείς που βρίσκονται τόσο στην εγχώρια κυβερνητική ηγεσία, όσο και στην ευρωπαϊκή, θα φροντίσουν να μην αποσπώνται τα τιμόνια από τα οχήματα των δύο πλευρών, ώστε να εξελιχθούν τα πράγματα όπως φαίνεται ότι πάνε να εξελιχθούν. Χωρίς, δηλαδή, πεισματικά στοιχήματα και πολύ περισσότερο δίχως τη διαφαινόμενη μετωπική που θα ήθελαν οι θερμοκέφαλοι της μιας η της άλλης πλευράς.

Γιατί, αλλιώς, ο… Θεός της Ελλάδας να βάλει το χέρι του!

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η… ανακάλυψη της Αμερικής



Αποτελεί σχεδόν μαθηματικού τύπου αξίωμα στην Πολιτική ότι κάθε καινούργια κυβέρνηση που σχηματίζεται θέλει τον χρόνο της για να δώσει το δείγμα γραφής της και να προσαρμοστεί στη μετεκλογική πραγματικότητα που, όσο και αν ορκίζονται οι πάντες για το αντίθετο, συνηθέστατα διαφέρει από την προεκλογική ατμόσφαιρα.

Αξιωματικού χαρακτήρα είναι επίσης και η περίοδος ανοχής που σχεδόν παγίως δίνεται από τους πολίτες στα στελέχη της νεοσχηματισθείσας κυβέρνησης, τόσο από όσους τους ψήφισαν όσο και από εκείνους που δεν τους ψήφισαν, αλλά εύχονται –ειλικρινώς όταν δεν έχουν… αντιτιθέμενα συμφέροντα- να πετύχουν στους στόχους τους οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, είναι τόσο... ευρύχωροι που χωρούν τους πάντες.

Γι΄ αυτό και πολλά από όσα λέγονται και γίνονται τις πρώτες μέρες της (εκάστοτε) καινούργιας κυβερνητικής θητείας όταν δεν αντιμετωπίζονται με ενθουσιασμό, όπως συνήθως συμβαίνει με πρόσωπα και καταστάσεις χωρίς παρελθόν, συναντούν σίγουρα μεγάλη συγκατάβαση, όπως, γενικώς, συμβαίνει με πράγματα που είναι ή μοιάζουν «φρέσκα» και κάνουν εντύπωση επειδή τραβούν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας.

Πρόχειρα ανακαλώ στη μνήμη μου τον τίτλο εφημερίδας που διακρίνεται για τη… συνέπεια της αμέριστης στήριξης σχεδόν προς κάθε νέο σχήμα για «κυβέρνηση με μπλουτζίν», όπως ήταν ο χαρακτηρισμός που απέδιδε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Κώστα Καραμανλή. Για να μην θυμηθώ τον… ενθουσιασμό που σκόρπισαν οι άγνωστοι ως τότε ενδυματολογικοί κώδικες των συνεργατών του Γιώργου Παπανδρέου…

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ωστόσο, πάμπολλες φορές καλλιεργούνται μύθοι και αυταπάτες και δημιουργούνται πρόσκαιρες ψευδαισθήσεις που δεν βοηθούν στη συνειδητοποίηση των πραγματικών δεδομένων που συνθέτουν το εσωτερικό και διεθνές πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου καλείται να κινηθεί η (κάθε) νέα κυβέρνηση με ή χωρίς τη χρήση… «ευφημισμών».

Τα διθυραμβικά, για παράδειγμα, σχόλια που συνόδευσαν τις περίφημες πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου Ομπάμα για το ελληνικό οικονομικό ζήτημα, πόσο ανταποκρίνονται στο μέτρο των όσων είπε ο Αμερικανός ηγέτης; Είναι, άραγε, η πρώτη φορά που ακούγονται τέτοιες απόψεις πέραν του Ατλαντικού ώστε να δικαιολογείται η σπουδή των κυβερνητικών στελεχών να πανηγυρίσουν;        

«Όλοι παρακολουθούμε την πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές για να μειώσει το χρέος της», δήλωνε τον Αύγουστο του 2013 ο Πρόεδρος Ομπάμα, έχοντας απέναντι του, στο περίφημο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, τον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.

«Ο πρωθυπουργός μου είπε ότι είναι δεσμευμένος να προχωρήσει, αλλά δεν μπορούμε να πάμε μονοδιάστατα στη λιτότητα. Πρέπει εκτός από τη δημοσιονομική προσαρμογή να υπάρξει ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας», τόνιζε ο Αμερικανός Πρόεδρος, προσθέτοντας οι ΗΠΑ θα σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας παρέχοντας βοήθεια (!...).

Τα ίδια μας είχε πει ενάμισι μήνα νωρίτερα ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου, τον οποίο ο κ. Σαμαράς είχε φιλοξενήσει στο Μουσείο της Ακρόπολης και γενικώς του είχαμε κάνει, ως χώρα, διαφόρων ειδών «ρεβεράντζες», ευελπιστώντας στις καλές του υπηρεσίες προς την  κατεύθυνση της ανάκαμψης, υπηρεσίες που περιορίστηκαν στα «καλά λόγια».

«Ο Σαμαράς επιδιώκει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τον Ομπάμα και υποστήριξη στην προσπάθειά του να επανέλθει η ανάπτυξη στην Ελλάδα», έγραφε η εγκυρότερη εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας Washington Post, με μέλη της συντακτικής ομάδας της οποίας είχε συναντηθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός στο πλαίσιο του ταξιδιού του στις ΗΠΑ.

«Η επίσκεψη μπορεί να δώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό την ευκαιρία να στείλει μήνυμα στην Άνγκελα Μέρκελ για χαλάρωση της λιτότητας», συμπέραινε το ίδιο διάστημα το πρακτορείο Bloomberg και υπενθύμιζε ότι η συνάντηση (του Αυγούστου του 2013) προηγείτο κατά μερικές εβδομάδες των γερμανικών εκλογών που έγιναν στις 22 Σεπτεμβρίου και πολλοί περίμεναν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος αμέσως μετά θα μετρίαζε την πίεση προς την Ελλάδα.

Για όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη, η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Και δεν νομίζω να χρειάζεται να… ανακαλύψει κανείς την Αμερική για να προδικάσει το αποτέλεσμα της (υποτιθέμενης, επιτρέψτε μου) αμερικανικής παρέμβασης υπέρ της χώρας μας.

Μακάρι, λοιπόν, στην επικείμενη συνάντηση του Προέδρου Ομπάμα με την καγκελάριο Μέρκελ να κυριαρχήσει το ελληνικό ζήτημα και βρεθεί λύση που να ελαφρύνει τα βάρη που έχουμε και να βοηθήσει την ανάπτυξη που χρειαζόμαστε.

Ας κρατήσουμε, όμως, μικρό καλάθι, γιατί οι δηλώσεις είναι, συνήθως, ανέξοδες, ενώ οι λύσεις κοστίζουν.