Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

Μας είχε πει για τον… Πάμπλο, αλλά όχι για τις συντάξεις



Βλέποντας τον Αλέξη Τσίπρα να «τρουπώνει» στη τελευταία σύναξη των ευρωσοσιαλιστών και ακούγοντας τα στελέχη της παράταξής του να προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα για τη σφαγή των συντάξεων, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι «ο κόσμος που μας ψήφισε τον Σεπτέμβριο ήξερε ότι θα έρθουν δύσκολα», μού δημιουργήθηκε η απορία αν όντως οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ έδωσαν πολιτική νομιμοποίηση για όλα όσα ζούμε τους τελευταίους μήνες.
Σκέφτηκα, λοιπόν, να ανατρέξω στην προεκλογική περίοδο για να επιβεβαιώσω ή να διαψεύσω το ερώτημα αν η ψήφος που απέσπασε ο κ. Τσίπρας ήταν συνειδητή πολιτική επιλογή που προερχόταν από πολίτες που ήταν ενήμεροι. Και αν τους είχε προειδοποιήσεις κανείς ότι λίγους μήνες μετά θα ακολουθούσε μια άνευ προηγουμένου φορολογική επιδρομή. Αν είχαν επίγνωση ότι οι κατά τεκμήριο φτωχοί συνταξιούχοι θα έχαναν το Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης, το ΕΚΑΣ, για να μείνουμε στα πιο κραυγαλέα μνημονιακά μέτρα που άρχισαν να εφαρμόζονται, πλήττοντας τους κατά βάση πιο αδύναμους συμπολίτες που υποτίθεται ότι θα προστάτευε η «αριστερή κυβέρνηση».
Αναζήτησα, έτσι, την τελευταία προεκλογική ομιλία που εκφώνησε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ στην Πλατεία Συντάγματος την Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου. Μίλησε μπροστά σε μια μεγάλη συγκέντρωση, όπως έγραφαν τα μέσα ενημέρωσης, και εκφώνησε μια παθιασμένη ομιλία που διήρκεσε 40 λεπτά. Μια ομιλία στην οποία ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως μπορεί ακόμη να δει κανείς στην ιστοσελίδα του, εμφάνιζε τον κ. Τσίπρα να λέει στους συγκεντρωμένους: «Ο πόθος του λαού για ζωή δε θα γίνει παρένθεση».
Η φράση αυτή ήταν το συμπύκνωμα ενός κατά τα άλλα φλύαρου λόγου, που, όμως, στις 2.915 λέξεις που ακούστηκαν από τα χείλη του πρωθυπουργού δεν χώρεσε ούτε μια (!) αναφορά στο Μνημόνιο το οποίο είχε υπογραφεί τον Ιούλιο και ψηφίστηκε άρον – άρον τον Δεκαπενταύγουστο. Βλέπετε, έπρεπε να προλάβει ο κ. Τσίπρας να πάει σε εκλογές και να πιάσει στον ύπνο την αιφνιδιασμένη αντιπολίτευση που καλή τη πίστει είχε προτάξει το εθνικό συμφέρον συμβάλλοντας στην προσπάθεια να μείνει η χώρα στην Ευρώπη ώστε να πηγαίνει ο πρωθυπουργός της στα Συμβούλια Κορυφής και να εγκαλεί τους Βρετανούς επειδή δεν είχαν προετοιμαστεί για το… Brexit.
Δεν ήταν, όμως, μόνον ο όρος «Μνημόνιο» που δεν εκστόμισε ο σίγουρος για τη νίκη του αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν και οι λέξεις «σύνταξη» ή «συνταξιούχος» που, όσο και αν ψάξει κανείς, δεν πρόκειται να τις βρει στην ομιλία του. Όπως δεν θα βρει την παραμικρή κουβέντα για το 99χρονο «Υπερταμείο» ή τον αυτοματοποιημένο «κόφτη» δημοσίων δαπανών που μπήκαν μεταγενέστερα στη ζωή μας.
Ακόμη, όμως, και οι ελάχιστες αναφορές στη λέξη «φόρος» ή σε παράγωγά της δεν έγιναν παρά για λόγους παραπειστικούς. «Ποιός θα διαπραγματευτεί τη φορολογική ελάφρυνση των αγροτών; Αυτοί που τον Ιούνη προπαγάνδιζαν το ΝΑΙ στη συμφωνία που μας έδιναν και καταργούσαν μονομιάς όλες τις φορολογικές τους διευκολύνσεις;», περιορίστηκε να ρωτήσει το ακροατήριό του ο πολιτικός ηγέτης που αγανακτεί όταν υπαινίσσεται κάποιος ότι είπε ψέματα, μιας κι εκείνος δέχεται μόνον ότι είχε «αυταπάτες».
Και αν απορείτε τι είπε σε όλη την υπόλοιπη ομιλία, αφού δεν μίλησε για «Μνημόνια», «συντάξεις» και «φόρους», η απάντηση είναι απλή: μεγαλόστομες ηρωικού τύπου διακηρύξεις για το πώς θα κατατροπωθεί το «παλιό» και «κούφια λόγια» για επερχόμενες ανατροπές στην Ευρώπη με τη συνεργασία «συντρόφων» του, που –φεύ!- οι ψηφοφόροι των χωρών τους ήταν, φαίνεται, λιγότερο εύπιστοι από τους έλληνες και δεν τους ανέθεσαν εντολή διακυβέρνησης. 
«Η μάχη για την αλλαγή της Ευρώπης, όχι μόνο δε τελείωσε τον Ιούλη, αλλά τώρα καλούμαστε να αποδείξουμε ότι δεν παραδίδουμε τα όπλα και συνεχίζουμε για να δρέψουμε όλοι μαζί τους καρπούς που έσπειρε ο αγώνας του ελληνικού λαού», έλεγε ο κ. Τσίπρας κάνοντας ειδική αναφορά στον ηγέτη των Ισπανών Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας που στο τέλος της προεκλογικής εκδήλωσης βγήκε κι ο ίδιος στο μπαλκόνι και απευθύνθηκε στους συγκεντρωμένους.
«Το αποτέλεσμα στις ελληνικές εκλογές θα είναι καθοριστικής σημασίας για τις εξελίξεις στην Ευρώπη», επέμεινε στη δική του ομιλία ο έλληνας πολιτικός ηγέτης που διακινδύνευσε προβλέψεις που η ζωή διέψευσε. «Γιατί σε λίγες μέρες έχει εκλογές στην Πορτογαλία, στην Ισπανία, στην Ιρλανδία», είπε, προσθέτοντας: «Φανταστείτε το μήνυμα της δικής μας νίκης στις δυνάμεις της αλλαγής της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Και φανταστείτε πόσο σημαντικό θα είναι αν ο έλληνας πρωθυπουργός στις Βρυξέλλες, από δω και στο εξής δεν είναι μόνος εναντίον πολλών. Αλλά θα έχει μαζί του και τον Πάμπλο από την Ισπανία και τον Τζέρεμι Άνταμς από την Ιρλανδία, έναν προοδευτικό πρωθυπουργό στη Πορτογαλία».
Αν εξαιρέσει κανείς την επιτυχία της πρόβλεψης του για την Πορτογαλία, που ήρθε από σπόντα, καθώς σχηματίστηκε κυβέρνηση από τους δεύτερους σε εκλογική δύναμη σοσιαλδημοκράτες, στα υπόλοιπα έπεσε έξω ο κ. Τσίπρας. Ο αγαπημένος του Πάμπλο, άλλωστε, υπέστη την περασμένη Κυριακή μια δεύτερη εκλογική ψυχρολουσία από την οποία δεν κατάφερε να τον διασώσει ούτε ο χαρακτηρισμός «προτεκτοράτο» που επιδαψίλευσε στη χώρα μας. Αλλά και μέσα να έπεφτε, παγερά αδιάφορους, μάλλον, θα άφηνε και πάλι όσους χάνουν αυτό το διάστημα τη δουλειά τους ή βλέπουν τα εισοδήματά τους να καταβυθίζονται εξαιτίας και των υψηλότερων φορολογικών επιβαρύνσεων.  
Μια κρίσιμη, ίσως, λεπτομέρεια είναι ότι στη συγκεκριμένη επικού τύπου ομιλία του ο νυν πρωθυπουργός είχε, σε τέσσερεις διαφορετικές αποστροφές του λόγου του, χαρακτηρίσει τις επερχόμενες κάλπες «δεύτερο δημοψήφισμα». Λέτε να ήθελε με αυτό τον τρόπο να στείλει το μήνυμα ότι θα έδειχνε στη λαϊκή ετυμηγορία των βουλευτικών εκλογών τον ίδιο… σεβασμό που επέδειξε και στην απόφαση του διαβόητου δημοψηφίσματος του Ιουλίου;  

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Το συνταγματικό «περιτύλιγμα» και ο… πόνος για την αναλογική



            Είναι ειλικρινής η απορία μου αν υπάρχει έστω και ένας φίλος ή οπαδός του κυβερνητικού συνασπισμού που να θεωρεί ότι το αιφνίδιο ενδιαφέρον των ενοίκων του Μεγάρου Μαξίμου να ανακινήσουν ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με αναγκαίες θεσμικές αλλαγές του καταστατικού χάρτη της χώρας, εδράζεται σε πραγματική διάθεση να προωθηθούν μεταρρυθμίσεις και τομές που να εκσυγχρονίζουν τις δομές του κράτους και να βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των πολιτών.
Χωρίς να θέλω να κάνω δίκη προθέσεων, αδυνατώ να βρω ένα βάσιμο επιχείρημα που να συνηγορεί υπέρ της ειλικρινούς βούλησης των κυβερνώντων να προχωρήσουν σε όλες εκείνες τις απαραίτητες συνταγματικές αλλαγές για να γίνει η Ελλάδα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος στο οποίο τηρούνται οι κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού και γίνεται σεβαστή η λαϊκή ετυμηγορία.
Όποιον και αν ρωτήσεις, με όποιον και αν συζητήσεις ή αντιπαρατεθείς, χωρίς δυσκολία καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι πίσω από τον μανδύα των θεσμικών αναμορφωτών, τον οποίο αίφνης φόρεσαν οι κυβερνώντες, επιχειρείται να κρυφτούν ο αποπροσανατολισμός της κοινής γνώμης και η αγωνία για την παράταση της εξουσίας, δύο χαρακτηριστικά στοιχεία τα οποία μπορεί να τα διέκρινε κάποιος σε πολλές προηγούμενες εξουσίες, αλλά που αναμφίβολα η σημερινή εξουσία τα έχει… απογειώσει, μετατρέποντάς τα σε αναντικατάστατο πηδάλιο πορείας.
Έχοντας, εξάλλου, οι νυν κυβερνώντες αθετήσει σχεδόν το σύνολο των επαγγελιών τους, από τις ευρύτερες, όπως οι κατηγορηματικές διαβεβαιώσεις ότι δεν υπήρχε περίπτωση να υπογράψουν μνημόνια, έως τις πιο συγκεκριμένες, π.χ. για εφαρμογή της αξιοκρατίας στις επιλογές προσώπων, που, αντιθέτως, γίνονται σε όλα τα επίπεδα αποκλειστικά και μόνον με όρους κομματικής προσήλωσης ή υποταγής, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι αποκλείεται να συμβεί κάτι διαφορετικό με τη συνταγματική αναθεώρηση. Πολύ περισσότερο που γίνεται φανερό ότι η τελευταία αποτελεί απλό «περιτύλιγμα» για τον εκλογικό νόμο και τις πιθανολογούμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η αλλαγή του στη διαμόρφωση του μελλοντικού πολιτικού σκηνικού.
Διότι δεν νομίζω ότι πιστεύει, αλήθεια, κανείς ότι θα περνούσε από το μυαλό των νυν κυβερνώντων να τροποποιήσουν τον ισχύοντα εκλογικό νόμο αν θεωρούσαν ότι ήταν εξασφαλισμένη η επανεκλογή τους. Άλλωστε, αν, όντως, τους είχε… πάρει ο πόνος για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, για την οποία τόσο κλάμα έριχναν όταν βολόδερναν στο 3%, θα το είχαν (απο)δείξει στις τελευταίες εκλογές. Τις εκλογές που προκήρυξαν άρον – άρον για να κρύψουν πίσω από το διαβόητο «παράλληλο πρόγραμμα» την ανελέητη φοροεπιδρομή, τις περικοπές των συντάξεων, την κατακρεούργηση του ΕΚΑΣ και τόσα άλλα που ήρθαν ως επακόλουθα στο ανομολόγητο γονάτισμα μπροστά στους δανειστές.
Ας μην ισχυριστεί κανείς ότι δεν προλάβαιναν τότε να αλλάξουν τον εκλογικό νόμο. Μια χαρά προλάβαιναν. Και η αλλαγή, μάλιστα, θα περνούσε από την προηγούμενη Βουλή με ευρεία πλειοψηφία. Ευρύτερη, ίσως, και από εκείνη που συμπλήρωσε το τρίτο Μνημόνιο, αφού θα εντασσόταν σε αυτή και όσοι από τους παλαιούς ΣΥΡΙΖΑίους θέλησαν να μείνουν συνεπείς με όσα έλεγαν ως τότε και δεν έβαψαν τα χέρια τους με το αίμα της… μνημονιακής μετάλλαξης που βαραίνει όσους προτίμησαν το δόγμα «εξουσία με όλα τα μέσα».
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, όλα γίνονται με προφανή «μακιαβελική» πρόθεση. Το μαρτυρούν οι χειρισμοί που προηγήθηκαν. Διότι αν, πράγματι, είχε αποφασίσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να «πρωτοτυπήσει, τηρώντας τις υποσχέσεις που έδωσε», όπως είχε πει παλιότερα, μπορούσε πολύ απλά να ακολουθήσει την κανονική οδό νομοθέτησης των υπεσχημένων. Ποια είναι αυτή; Στέλνεις, δια των αρμοδίων υπουργών, το σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή, καλείς τα κόμματα και τους βουλευτές να το συζητήσουν και, όσοι συμφωνούν, να το ψηφίσουν.
Τί, άραγε, είναι εκείνο το οποίο έχει να πει στους πολιτικούς αρχηγούς και ζήτησε να συναντήσει κατ΄ ιδίαν (πρώτον, πρώτον…) τον Καμμένο, (και μετά) τον Κουτσούμπα, την Γεννηματά, τον Μητσοτάκη, τον Θεοδωράκη και τον Λεβέντη; Υπάρχει μήπως κάποιο… εθνικό μυστικό που δεν μπορεί να τους το πει από το βήμα της Βουλής; Δεν μοιάζει καθόλου, μα καθόλου, πιθανό. Αφού, ακόμη και έτσι αν ήταν, οι διαρροές και τα non paper, που γνωρίζουν ήδη μεγάλες… δόξες, δεν πρόκειται να αφήσουν τίποτε στο… σκοτάδι. Ίσα – ίσα που η εμπειρία λέει ότι θα βγουν προς τα έξω και… ψευτομαγκιές που δεν θα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα των τετ α τετ συναντήσεων.
Γι΄ αυτό, κανείς δεν πρέπει να γελιέται. Αντιθέτως, μάλλον ‘ολοι αντιλαμβάνονται ότι, με… πόνο ή χωρίς… πόνο, η κυβέρνηση δεν πρόκειται να «πρωτοτυπήσει» ούτε στο Σύνταγμα ούτε στον εκλογικό νόμο. Ό,τι κάνει, το κάνει για να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης, να αλλάξει, όπως λένε σε αυτές τις περιπτώσεις, την ατζέντα της τρέχουσας επικαιρότητας, η οποία εδώ και καιρό κατακλυζόταν από αρνητικές εξελίξεις για την κυβέρνηση.
Μένει να φανεί αν εκείνο το οποίο δεν έγινε με τις τελετές υποδοχής της… άφαντης ακόμη (και ουχί «δίκαιης») ανάπτυξης, ούτε με τις ρεβεράντζες στον… πολυφίλητο πλέον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, που  φαίνεται ότι… απεντάχθηκε πια από τη «συντηρητική νομενκλατούρα», θα καταφέρουν να το κάνουν οι συναντήσεις του πρωθυπουργικού γραφείου για τον εκλογικό νόμο (που προτάσσεται, μάλιστα!) και τη συνταγματική αναθεώρηση (που έπεται στις, για τούτο, αποκαλυπτικές κυβερνητικές ανακοινώσεις).
Εναπόκειται, βεβαίως, και στους επισκέπτες του Μεγάρου Μαξίμου οι οποίοι καλούνται να αποδείξουν ότι η ενδεχόμενη… λαιμαργία ορισμένων για το «τυρί», το οποίο μπορεί να τους σερβιριστεί, δεν θα σταθεί ικανή να τους κάνει να αγνοήσουν τη «φάκα», την οποία τόσο απροκάλυπτα –από αλαζονεία, άραγε;- περιείχαν αυτές καθεαυτές οι προσκλήσεις που έλαβαν για να συναντήσουν –ποιος τη χάρη τους!- τον πρωθυπουργό.

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

Η επιτυχία των «Παραιτηθείτε»



            Θα πρέπει να έτρεφε κανείς μεγάλες αυταπάτες –μεγαλύτερες, ενδεχομένως, ακόμη και από εκείνες που ισχυρίζεται ότι είχε ο Αλέξης Τσίπρας όταν υπόσχονταν όσα υποσχέθηκε- για να πιστέψει ότι μπορούσε να ευοδωθεί το κεντρικό σύνθημα του κινήματος «Παραιτηθείτε» με ένα συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας και άλλο ένα στη Θεσσαλονίκη.
            Ακόμη και αν, με ένα μαγικό τρόπο, καθίστατο δυνατόν να συγκεντρωθούν στο Σύνταγμα και σε άλλες πλατείες όλοι όσοι αισθάνονται προσβεβλημένοι ή προδομένοι από τη σημερινή εξουσία, τα εκατομμύρια, δηλαδή, των Ελλήνων που είτε καταψήφισαν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, είτε τους ψήφισαν και τώρα νοιώθουν «κοψοχέρηδες», δεν νομίζω ότι υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που περίμενε ότι θα άφηναν τις καρέκλες τους ο Κατρούγκαλος, ο Καμμένος, ο Πολλάκης, ο Νεφελούδης, ο Σπίρτζης και τόσο άλλοι που αυτογελοιοποιούνται καθημερινά υποστηρίζοντας τα ακριβώς αντίθετα από εκείνα που υποστήριζαν όταν μάχονταν για την κατάκτηση της εξουσίας.
            Από την άλλη, θα ήταν μέγιστο ψέμα, εφάμιλλο με τα πάμπολλα που εξακολουθούν να αραδιάζουν οι ΣΥΡΙΖΑίοι, αν ισχυριζόταν κάποιος ότι οι αντικυβερνητικές διαμαρτυρίες των «Παραιτηθείτε» είχαν το πλήθος και το πάθος που προοιωνίζονταν οι σφοδρές συγκρούσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και, πολύ περισσότερο, η «στρατηγική της έντασης» που με τόση επιμονή καλλιέργησε και έθεσε σε εφαρμογή τα τελευταία εικοσιτετράωρα πριν από τις συγκεντρώσεις ο κυβερνητικός προπαγανδιστικός μηχανισμός.
            Για πάρα πολλούς –και ευεξήγητους- λόγους, ο κόσμος που συγκεντρώθηκε τόσο στην Αθήνα όσο και στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν πολύς. Αλλά αυτό σε τίποτε δεν μειώνει ούτε τη σημασία ούτε την αποτελεσματικότητα ούτε –γιατί όχι;- την επιτυχία της ειρηνικής κινητοποίησης που πραγματοποίησαν. Επιτυχία για την οποία οι οργανωτές της θα πρέπει να είναι περήφανοι. Κυρίως επειδή το αποτέλεσμα της δικής τους προσπάθειας δεν θύμιζε «Αγανακτισμένους». Δεν είχε μολότωφ και «μπαχαλάκηδες». Δεν υψώθηκαν κρεμάλες, δεν υβρίστηκε το Κοινοβούλιο και δεν εκφωνήθηκαν «δεκάρικοι» από Βαρουφάκηδες και Κατρούγκαλους.
            Οι σπασμωδικές αντιδράσεις της κυβερνητικής ηγεσίας που συνόδευσαν την αναγγελία των συλλαλητηρίων, όπως και η αγωνιώδης προσπάθεια των κάθε λογής μηχανισμών που τέθηκαν στην υπηρεσία της, καταγράφονται ως αψευδείς μαρτυρίες ότι η κινητοποίηση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Εκατομμύρια πολίτες, οι οποίοι –από συνειδητή πεποίθηση ή όχι- επέλεξαν να μην πάνε στις συγκεντρώσεις, είχαν μοναδικά αποκαλυπτική ευκαιρία να διαπιστώσουν πανηγυρικά και με ενάργεια την (α)συνέπεια λόγων και έργων που διακρίνει την παρέα που κυβερνάει. Καθώς επίσης και πόσο όλοι αυτοί, οι οποίοι επί δεκαετίες δεν έκαναν σχεδόν τίποτε άλλο από συλλαλητήρια, σέβονται τους κανόνες με τους οποίους παίζεται το δημοκρατικό παιχνίδι.
            Γι΄  αυτό και ο μισαλλόδοξος αυταρχισμός που εξέπεμπε η εργώδης προσπάθεια να εμφανιστούν οι οργανωτές των ειρηνικών διαδηλώσεων ως… σφετεριστές του Συντάγματος και «εχθροί του λαού» αποτέλεσε την εκ των προτέρων δικαίωση του κινήματος τους. Ενώ οι λοιδορίες που εξακόντισαν οι «επαγγελματίες» διαδηλωτές για τον (προφανή) ερασιτεχνισμό του εγχειρήματος, μάλλον ως επιπρόσθετη νομιμοποίηση του ακηδεμόνευτου χαρακτήρα της πρωτοβουλίας των «Παραιτηθείτε» λειτούργησε και ως διάψευση του χαρακτήρα της ασύμμετρης απειλής που επιχειρήθηκε να της δοθεί.
Ανεξαρτήτως, πάντως, αν, όπως πολλοί εικάζουν, πρωτοβουλίες αυτού του είδους θα δούμε να πυκνώνουν το προσεχές διάστημα, μαζί με τα κυβερνητικά αδιέξοδα, εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο αφήνει πίσω του το πρώτο αποτύπωμα του συγκεκριμένου διαδικτυακού κινήματος είναι η επιβεβαίωση του φόβου που προκαλεί η λαϊκή οργή στους κυβερνώντες. Ακόμη και όταν ο φόβος αυτός εξωτερικεύεται με υπερβάλλουσα επιθετικότητα.
Όσο περισσότερα, εξάλλου, πρωτοσέλιδα της «Αυγής» θα περιγράφουν το…. «στρατηγικό αδιέξοδο» του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος συμβαίνει να υπερέχει δημοσκοπικά του πρωθυπουργού ακόμη και στις πιο… φιλικές έρευνες προς το «γκουβέρνο», τόσο θα γίνεται σαφέστερο ότι τα συνήθη επικοινωνιακά τεχνάσματα (η «διαπλοκή», οι «ολιγάρχες», ο… Παπασταύρου) εξεμέτρησαν το ζην.
Σε άλλες χώρες όταν οι κυβερνώντες βλέπουν το έδαφος να υποχωρεί κάτω από τα πόδια τους, εντίμως παραμερίζουν, όπως συνέβη προ καιρού στην Αυστρία με τον καγκελάριο Β. Φάιμαν και πιο πρόσφατα στη Φιλανδία με τον υπουργό Οικονομικών και πρώην πρωθυπουργό Αλεξάντερ Στουμπ, δίνοντας την σκυτάλη της εξουσίας σε άλλους μέσα από την ίδια την παράταξή τους.
Στη χώρα των Κατρούγκαλων και των Πολλάκηδων, όμως, τέτοιες (κακές, αστικές) συνήθειες δεν έχουν θέση. Εδώ επιτρέπεται ο Νεφελούδης, που πήρε δάνειο, το οποίο, καθ΄ ομολογία του, είναι «κόκκινο», να ισχυρίζεται, προτού να γίνει το συλλαλητήριο, ότι αν γύριζες ανάποδα όσους πήγαν να διαδηλώσουν θα εύρισκες το… μισό δημόσιο χρέος. Τόσο ξεδιάντροπα... Αλλά και με την εξής απορία: Λέτε ο ρέκτης γενικός γραμματέας να έχει υπόψη του ότι το άλλο μισό κρύβεται στις off shore που πήγε να «νομιμοποιήσει» η κυβέρνηση την οποία υπηρετεί;  
Όπως και να έχει, οι πολίτες που θέλουν μια ευρωπαϊκή Ελλάδα μάλλον χρωστούν χάρη στους «Παραιτηθείτε». Ποια είναι αυτή; Συνέβαλαν με τον τρόπο τους να συνειδητοποιήσουν, ακόμη και όσοι το ήξεραν, με ποιους έχουμε να κάνουμε. Και αυτό, νομίζω, είναι και το μέτρο της επιτυχίας τους.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Όταν το ρίχνεις συνεχώς στο «Τσάμικο»…



            Στις αρχές του 1991 ο σχετικά νέος ακόμη στον πρωθυπουργικό θώκο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έδειξε, δικαιολογημένη ίσως, σπουδή να γίνει ο πρώτος ηγέτης δυτικής χώρας που επισκεπτόταν τη γειτονική Αλβανία, στην ηγεσία της οποίας ήταν ακόμη οι εκπρόσωποι του καταρρέοντος κομουνιστικού καθεστώτος που, υπό κράτος της μαζικής φυγής των πολιτών της χώρας, είχαν υποχρεωθεί να πάψουν να δολοφονούν όσους αλλόφρονες ομοεθνείς τους επιχειρούσαν με κάθε μέσο και κάθε τίμημα να περάσουν τα σύνορα.
            Έκπληκτοι όσοι μετείχαμε στη δημοσιογραφική αποστολή που κάλυπτε το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στα Τίρανα, ακούσαμε σε μια από τις δημόσιες ενημερώσεις για τα θέματα που συζήτησαν οι δύο αντιπροσωπείες, εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών της γείτονος να μας ανακοινώνει ότι μεταξύ αυτών που τέθηκαν στο τραπέζι ήταν και το «ζήτημα με τις περιουσίες των Τσάμηδων».
            Ο σάλος που προκλήθηκε ήταν αφάνταστος, καθώς η ανακίνηση ενός τέτοιου ζητήματος αιφνιδίασε τους πάντες –ακόμη και όσους, όπως ο υποφαινόμενος, λόγω καταγωγής από την… αυθεντική Τσαμουριά, είχαμε γνώση των πραγματικών διαστάσεων του. Η πρώτη αντίδραση της επίσημης ελληνικής πλευράς ήταν κάτι περισσότερο από αμήχανη: προσπάθησαν αρχικά να μας πείσουν ότι δεν είχαμε ακούσει καλά, εν συνεχεία ότι αυτός που μας μίλησε δεν ήξερε καλά ελληνικά, και, εν τέλει, πως αυτός που μας μίλησε δεν ήταν ακριβώς εκπρόσωπος του αλβανικού ΥΠΕΞ, όπως μας παρουσιάστηκε.
            Στο παρασκήνιο, ωστόσο, η κατάσταση είχε αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Επί ποινή άμεσης διακοπής της επίσκεψης, ο πολύπειρος στα διπλωματικά Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απαίτησε από τον τελευταίο κομμουνιστή ηγέτη της Αλβανίας Ραμίζ Αλία όχι μόνον διάψευση ότι είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα, αλλά και την… «εξαφάνιση από προσώπου γης» (!) του προσώπου –Μπέη ή κάπως έτσι, ήταν το επίθετό του από όσο μπορώ να θυμηθώ έπειτα από 25 και κάτι χρόνια- που είχε κάνει τις επίμαχες ανακοινώσεις.
Όντως, τις επόμενες ώρες ο εκπρόσωπος είχε αποσυρθεί από το προσκήνιο και οι ιθύνοντες της αλβανικής πλευράς, υποχωρώντας στις πιέσεις της ελληνικής, βάλθηκαν να μας… τρελάνουν, «επιβεβαιώνοντας» τους ισχυρισμούς των Ελλήνων επισήμων ότι δεν υπήρξε πρόσωπο που να είχε κάνει για λογαριασμό της αλβανικής πλευράς τις δηλώσεις που είχαμε ακούσει. Μόνον έτσι συνεχίστηκε το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος λίγο πριν επιστρέψει στην Ελλάδα διέσχισε οδικώς τις περιοχές που διαβιούσε η πολυπληθής ακόμη τότε ελληνική μειονότητα και έτυχε μιας μοναδικά αποθεωτικής υποδοχής στη Δερβιτσάνη.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς επέλεξε να βρεθεί τις προηγούμενες ημέρες στην αλβανική πρωτεύουσα, αγνοώντας τα σαφώς αρνητικά προμηνύματα που είχε στείλει η ηγεσία της γείτονος. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τους, ο «πολύς» κ. Εντι Ράμα είχε παραστεί τις προηγούμενες ημέρες στο συνέδριο του κόμματος των λεγόμενων «Τσάμηδων» εγείροντας, κατά τα δημοσιεύματα, θέμα επιστροφής περιουσιών.
Οι ομάδες των διαδηλωτών που επεχείρησαν να εμποδίσουν την απρόσκοπτη πρόσβαση του κ. Κοτζιά στο κτίριο του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών, φωνάζοντας προκλητικά συνθήματα του τύπου «Τσαμουριά μητέρα μας, περίμενέ μας», ήρθαν μάλλον ως φυσική συνέπεια των αλαζονικών πρωθυπουργικών δηλώσεων.
Παρά ταύτα, ωστόσο, ο έλληνας υπουργός δεν έδειξε να… πτοείται. Μόνον έτσι εξηγείται ότι συνέχισε το ταξίδι του ως να μην είχε συμβεί τίποτε απολύτως. Και μάλιστα στις κοινές δηλώσεις με τον αλβανό ομόλογό του προσπάθησαν να μας πείσουν ότι το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών είναι καλό και –για φαντάσου…- δεν διαταράσσεται ούτε από πρωθυπουργικές δηλώσεις ούτε από… αλυτρωτικές διαδηλώσεις.
Πέρα από τα πρόσωπα και τις συμπάθειες ή αντιπάθειες που μπορεί να έχει ο καθείς για τον έναν ή τον άλλο πρωταγωνιστή, δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν την Ελλάδα του χθες από την Ελλάδα του σήμερα. Κακά, τα ψέματα, όμως, η οικονομική κρίση μπορεί να είναι η αφορμή, αλλά μάλλον δεν είναι η αιτία που ο διεθνής σεβασμός, τον οποίο απολάμβανε παλιότερα η χώρα μας, βρίσκεται, πλέον, στο ναδίρ.
Εξάλλου, δεν είμαστε η μοναδική χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Είναι και άλλες χώρες που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική θέση, αλλά δεν διανοούνται ούτε οι γείτονες τους ούτε οι εταίροι τους να τους συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρονται σε μας είτε οι Αλβανοί είτε οι Γερμανοί και οι άλλοι Ευρωπαίοι εταίροι που μας υποβάλουν στο μαρτύριο της σταγόνας για να εγκρίνουν μια δόση για την οποία η κυβέρνηση μας και κατ΄ επέκταση η ίδια η χώρα υφίστανται ασύλληπτες ταπεινώσεις.
Το δυστύχημα είναι ότι τα απανωτά παθήματα δεν μας γίνονται μαθήματα. Και αυτό γιατί οι ταγοί ενός λαού που βαυκαλίζεται ότι είναι ο εξυπνότερος της υφηλίου δεν μπορεί να αντιληφθούν ότι η αξιοπρέπεια και η αξιοπιστία είναι δύο πολύτιμες αρετές που δεν υπηρετούνται όταν το γυρνάς διαρκώς στο… «Τσάμικο». Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα προγράμματα που συμφωνούμε και δεν εφαρμόζουμε ή τις εξυπνάδες του στυλ «σκέπτομαι να γίνω ο πρώτος ηγέτης που θα τηρήσω τις προεκλογικές υποσχέσεις»; Τα «μπρος πίσω» για το Ελληνικό ή τα ψέματα για τις συντάξεις και το ΕΚΑΣ; Ή μήπως τις ύβρεις κατά των εταίρων που τώρα εκλιπαρούμε για το έλεος μιας… υποδόσης.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Ποιος ήταν τελικά ο «κλέφτης»;



Εάν παραβλέψουμε τον επικοινωνιακό κουρνιαχτό που σκόπιμα ξεσηκώθηκε και πάρουμε τοις μετρητοίς την κυβερνητική προπαγάνδα που ακολούθησε την αποκάλυψη για το συγχωροχάρτι που επιχειρήθηκε να δοθεί -και κατά τα φαινόμενα δόθηκε!- από την κυβέρνηση του… ηθικού πλεονεκτήματος στους πολιτικούς που έχουν off shore, στην άκρως σκανδαλώδη αυτή υπόθεση υπήρχε κάποιος… «κλέφτης»!
Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι και οι δύο ανακοινώσεις που εκδόθηκαν από το Μέγαρο Μαξίμου, η μία με τη μορφή του ενημερωτικού σημειώματος, όπως αποκαλούνται πλέον τα πάλαι ποτέ ένδοξα «non paper», και η άλλη με την υπογραφή της κυβερνητικής εκπροσώπου, κατέληγαν με την ίδια ακριβώς παροιμία: «φωνάζει ο κλέφτης…».
Η πρώτη από τις ανακοινώσεις εκδόθηκε το μεσημέρι της Κυριακής σε μια απέλπιδα, όπως αποδείχθηκε, προσπάθεια να υποστηριχθούν τα ανυποστήρικτα που περιείχε η αρχική ανακοίνωση της γενικής γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, ότι τάχατες η θέσπιση ακαταδίωκτου για τους πολιτικούς που είχαν εξωχώριες εταιρείες με έδρα σε χώρες που χαρακτηρίζονται φορολογικά συνεργάσιμες είχε επιβληθεί από κοινοτική οδηγία ή ότι όλα έγιναν επειδή δήθεν ήταν ανεφάρμοστη η προϊσχύουσα νομοθεσία, με βάση την οποία, όμως, είχε μείνει πριν από τρία χρόνια εκτός Υπουργικού Συμβουλίου ο υφυπουργός Γιώργος Βερνίκος.
Με τη γνωστή θρασύτητα που χαρακτηρίζει όλους όσοι ψεύδονται ασυστόλως, το προπαγανδιστικό κυβερνητικό  σημείωμα που έφερε τον τίτλο «φωνάζει ο κλέφτης», έγραφε τα εξής απίθανα: «Είναι αξιοθρήνητη η προσπάθεια της ΝΔ, πάντα σε συντονισμό με τις φυλλάδες που εξευτελίζουν συστηματικά τη δημοσιογραφία, να ξεσηκώσει παραπλανητικό θόρυβο γύρω από τον εκσυγχρονισμό και την αυστηροποίηση της νομοθεσίας του Πόθεν Έσχες». Και κατέληγε με το ακόμη πιο απίθανο: «Τους χαιρετισμούς μας στη μονταζιέρα».
Ήταν, όμως, τόσο έωλοι οι ισχυρισμοί των προπαγανδιστών του πρωθυπουργικού Μεγάρου, που με εξαίρεση κάποια παντελώς ανόητα τρολ του διαδικτύου, δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε καν το δημοσιογραφικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, την «Αυγή», η οποία προφανώς κατά τους συντάκτες της ανακοίνωσης δεν πρέπει να ανήκει στις… «φυλλάδες που εξευτελίζουν συστηματικά τη δημοσιογραφία». Ακόμη και αυτοί οι υπεύθυνοι για την έκδοση του κομματικού εντύπου που τόσα και τόσα έχουν καταπιεί τους τελευταίους μήνες, όταν από αιώνια αντιπολιτευόμενοι έγιναν κυβερνητικοί, δεν άντεξαν τον εξευτελισμό της κοινής λογικής και εξεγέρθηκαν κατά της επίμαχης (ν)τροπολογίας που κρύφτηκε μέσα στις χιλιάδες σελίδες του πολυνομοσχεδίου. «Οφσάιντ με τις off shore», ήταν ο βασικός τίτλος στην πρώτη σελίδα του φύλλου της Τρίτης.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς κατόπιν τούτου ότι η θεαματική κωλοτούμπα, που μοιραία ακολούθησε με τη νέα κυβερνητική ανακοίνωση για την εκ νέου τροποποίηση της ψηφισμένης ρύθμισης, να συνοδεύεται, αν όχι από την έκφραση συγγνώμης για την ύπουλη μεθόδευση και τα απανωτά ψέματα που είχαν ειπωθεί το προηγούμενο διήμερο, τουλάχιστον από μια ταπεινότητα. Μια, έστω, σεμνότητα που ακόμη και αν δεν αναγνώριζε ευθέως την εξαπάτηση της Βουλής, τουλάχιστον να παραδέχονταν το – ας το έλεγαν και έτσι - «λάθος» που είχε γίνει ή τη «σύγχυση» που μπορούσε να δώσει αφορμή για να ξεφύγει κάποιος από την τσιμπίδα του νόμου κάνοντας χρήση του τροποποιούμενου νόμου που αποποινικοποιούσε τη συμμετοχή πολιτικού σε εξωχώριες εταιρείες με έδρα περιώνυμους φορολογικούς παραδείσους.
Ποιος έχασε, όμως, την ειλικρίνεια ή και τη γενναιότητα για να τη βρουν στο Μαξίμου; Είναι… αυταπάτη, κατά πως θα έλεγε και ο Αλέξης Τσίπρας, να πιστέψει κανείς ότι θα άλλαζαν τακτική οι αλαζονικοί ένοικοι του πρωθυπουργικού Μεγάρου που έχουν αναγάγει την κατασυκοφάντηση όσων θεωρούν οι ίδιοι αντιπάλων τους; Θυμηθείτε μόνον τη μεταχείριση που έτυχαν ο πρώην υπουργός Γκίκας Χαρδούβελης και ο νυν Δημήτρης Μάρδας για το ίδιο ζήτημα, τη μεταφορά, δηλαδή, μέρους των καταθέσεών τους στο εξωτερικό. Ο πρώτος κρεμάστηκε στα… μανταλάκια με κυβερνητικές ανακοινώσεις και διατάχθηκαν έρευνες, ενώ για τον δεύτερο επικράτησε… άκρα του τάφου σιωπή.
Με τούτα και με πολλά άλλα, ίσως και να μην προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη η περίσσεια θράσους που χαρακτήριζε τη δήλωση της Όλγας Γεροβασίλη με την οποία γνωστοποιήθηκε η αναδίπλωση της κυβέρνησης. Αφού ξεκινούσε ισχυριζόμενη ότι με την επίμαχη διάταξη η κυβέρνηση – αν είναι δυνατόν!- «έπραξε το σωστό», ανακοίνωνε τη νέα τροπολογία με την οποία «η απαγόρευση δεν θα αφορά γενικώς και αορίστως τη συμμετοχή σε εξωχώριες εταιρείες οι οποίες  ήταν και εξακολουθεί να είναι αδύνατον να οριστούν νομικά», αλλά «η απαγόρευση πλέον θα είναι γενική και καθολική».
Και γιατί όλα αυτά; Διότι, «παρά τις σαφείς διευκρινίσεις που έχουν ήδη δοθεί, όσοι κατά καιρούς έχουν βρεθεί σε λίστες και έχουν εμπλακεί αποδεδειγμένα (sic!)σε διακίνηση μαύρου χρήματος –πολιτικοί και εκδότες-  κουνάνε το δάχτυλο στην Αριστερά για δήθεν προσπάθεια συγκαλύψεων και παροχής προνομίων στο πολιτικό προσωπικό».
Και όσο για την κατάληξη της μνημειώδους ανακοίνωσης; Ίδια και απαράλλακτη με εκείνη που είχε εκδοθεί δύο μέρες νωρίτερα και τα έβρισκε όλα ωραία και καλά: «Σε αυτό τον τόπο, δεν μπορεί να γίνει άλλο ανεκτό να φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης», φώναζε όσο δυνατότερα μπορούσε η Όλγα Γεροβασίλη. Να ήθελε άραγε να… υποδείξει, έτσι, τον πραγματικό «κλέφτη»; Μάλλον, όμως, μόνον τον «φωτογράφισε». Και τη συνέχεια πρέπει πιθανότατα να την αναμένουμε από εκεί που η κυβερνητική εκπρόσωπος και οι εντολείς της βλέπουν «φυλλάδες»...