Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2016

Ο Τσίπρας στη σύνταξη!



Πέρασε μάλλον απαρατήρητη μια από τις πλέον φαεινές ιδέες που «σκαρφίστηκε» ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κατά τη διάρκεια της πιο κακοστημένης φιέστας που έχει οργανωθεί ποτέ στη χώρα μας για κορυφαία θεσμικά ζητήματα, όπως είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Μια διαδικασία εξόχως σοβαρή και μόνον εκ του γεγονότος ότι δεν μπορεί να γίνεται κάθε τρεις και λίγο. Αλλά, αντιθέτως, η έναρξή της επιβάλλεται να απέχει τουλάχιστον πέντε χρόνια από το τέλος της προηγούμενης αναθεώρησης και επιπλέον να εμπλακούν σε αυτήν δύο διαδοχικές κοινοβουλευτικές συνθέσεις.
Ο λόγος είναι για την -περισσότερο ίσως και από «επαναστατική»-  πρόταση την οποία διατύπωσε ο κ. Τσίπρας, εισηγούμενος την καθιέρωση αυστηρού περιορισμού στις κοινοβουλευτικές θητείες και στον χρόνο που μπορεί κάποιος να μένει στα έδρανα της Βουλή. Εισήγηση η οποία, εφόσον, εφαρμοζόταν θα ήταν η πλέον ανατρεπτική –ου μην αλλά και «λυτρωτική», υπό τις παρούσες συνθήκες- αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό που έχει συμβεί ποτέ όχι μόνον στη χώρα μας, αλλά ενδεχομένως και… παγκοσμίως.
Για να μη θεωρήσει κανείς ότι μπορεί να υπερβάλω στις εκτιμήσεις μου, σπεύδω να παραθέσω αυτούσια τα λόγια του κ. Τσίπρα, που ήταν τα ακόλουθα: «Στο πλαίσιο ενίσχυσης του αποφασιστικού και ελεγκτικού ρόλου του Κοινοβουλίου,  προτείνουμε να θεσμοθετήσουμε, πρώτον, τις θητείες για τους βουλευτές, έτσι ώστε κανένας βουλευτής να μην μπορεί να εκλέγεται για πάνω από δύο συνεχόμενες κοινοβουλευτικές περιόδους, ή για οκτώ συνεχόμενα έτη. Και δεύτερον, την υποχρέωση, πρωθυπουργός, εκτός φυσικά των υπηρεσιακών, να ορίζεται αποκλειστικά αιρετός από τον λαό, δηλαδή μόνον εν ενεργεία βουλευτής».
Ο πρωθυπουργός, μάλιστα, φάνηκε να είναι απόλυτα πεπεισμένος για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρότασή του, με βάση την επιχειρηματολογία που χρησιμοποίησε αμέσως μετά. «Και εδώ βρισκόμαστε στον αντίποδα προτάσεων που αποθεώνουν τους τεχνοκράτες πρωθυπουργούς αλλά και τους τεχνοκράτες υπουργούς», ανέφερε επί λέξει. Αν και εν συνεχεία πρέπει μάλλον να μπέρδεψε το ακροατήριο. «Λες και η βάσανος της λαϊκής κρίσης αποτελεί μειονέκτημα και όχι πλεονέκτημα για τα μέλη μιας κυβέρνησης», συμπλήρωσε εκείνος ο οποίος με τον γνωστό… σουρεαλισμό που τον διακρίνει είχε μόλις πριν ζητήσει να μπουν περιορισμοί στο ποιοι και για πόσο μπορούν να τίθενται στη βάσανο της λαϊκής ψήφου, από την οποία πρότεινε να αποκλείονται όσοι συμπληρώνουν οκταετή κοινοβουλευτική θητεία.
Δεν ξέρω ποιος έγραψε τη συγκεκριμένη ομιλία του κ. Τσίπρα και αν ο ίδιος πρόλαβε να τη διαβάσει προτού την εκφωνήσει από το πόντιουμ της φιέστας που, προεξάρχοντος του… διάσημου Νίκου Καρανίκα, του οργάνωσαν οι συνεργάτες του άρον – άρον και στο πόδι, όπως φάνηκε από τις προσκλήσεις της τελευταίας στιγμής που εστάλησαν την τελευταία στιγμή στα άλλα κόμματα. Εκείνο, όμως, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι ότι αυτός που ενσωμάτωσε τουλάχιστον τη συγκεκριμένη φαεινή ιδέα στην πρωθυπουργική ομιλία δεν ξέρει να κάνει αριθμητικές πράξεις, κοινώς να μετράει.
Διότι, αν ήξερε να μετράει ο πρωθυπουργικός λογογράφος, δεν θα άφηνε τον κ. Τσίπρα να εκτίθεται κατ΄ αυτόν τον τρόπο ανακοινώνοντας ο ίδιος την επερχόμενη πολιτική… συνταξιοδότησή του εντός των επομένων 15 μηνών. Αν είχε κάνει έναν απλό αριθμητικό υπολογισμό, θα εύρισκε ότι ο νυν πρωθυπουργός, ο οποίος εξελέγη βουλευτής πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 2009, μετράει ήδη πέντε θητείες στη Βουλή, καθώς επανεξελέγη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν έκτοτε. Και, επιπλέον, αισίως συμπληρώνει «οκτώ συνεχόμενα έτη» κοινοβουλευτικής παρουσίας τον μεταπροσεχή Οκτώβριο.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο 42χρονος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ πληροί και τα δύο κριτήρια με βάση τα οποία πρέπει τον επόμενο χρόνο να παραιτηθεί από πρωθυπουργός, αφού το αξίωμα –με βάση τη δική του σχετική πρόταση- μπορεί να το κατέχει μόνον εν ενεργεία βουλευτής. Για να συμβεί, βεβαίως, αυτό, δηλαδή να παραιτηθεί ο κ. Τσίπρας, θα πρέπει να ψηφιστούν από αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία -180 βουλευτών στη μια και 151 στην άλλη Βουλή- όλες εκείνες οι αφόρητα λαϊκίστικες γενικότητες που παρέθεσε ο κ. Τσίπρας ως δήθεν προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Κι εκεί ακριβώς είναι το «κλειδί». Οι προτάσεις του κ. Τσίπρα,  οι οποίες ακούγονται, κακά τα ψέματα, ευχάριστα στα αυτιά αρκετών συμπολιτών, που σου λένε «γιατί όχι;», δεν πρόκειται ποτέ να ψηφιστούν. Θα έχουν την ίδια ακριβώς τύχη που είχαν και όλες οι άλλες δήθεν επαναστατικές εξαγγελίες του. Από το σκίσιμο του Μνημονίου ως τη «σεισάχθεια» των δανείων. Και από την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ ως την επαναφορά των συντάξεων και την εφαρμογή του παράλληλου προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά και τόσες άλλες μικρές ή μεγαλύτερες εξαγγελίες που ήταν τόσο «εύπεπτες» όσο χρειαζόταν για να τις καταπιούν ακόμη και πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ως πολιτικά ευφυείς.
Δυστυχώς, ο πρωθυπουργός και όσοι είναι γύρω του και τον συμβουλεύουν φαίνεται ότι υποτιμούν βαθιά τη νοημοσύνη των Ελλήνων. Και εξακολουθούν να τους κοροϊδεύουν με τον ίδιο τρόπο που τους κορόιδευαν παλαιότερα. Γι΄ αυτό και ο εύκολα καταναλώσιμος λαϊκισμός περί περιορισμού στις βουλευτικές θητείες, που δεν ισχύει ούτε καν στην Αμερική, όπου μερικά αξιώματα, όπως εκείνο του Προέδρου, έχουν ανώτατο όριο παραμονής του ίδιου προσώπου, δεν είναι το μόνο στοιχείο εξαπάτησης των πολιτών που περιείχαν οι προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Είναι και πολλά ακόμη στις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις για το Σύνταγμα που προσβάλουν τον κοινό νου. Ξεχωρίζω ανάμεσά τους την αναγγελία διοργάνωσης εκδηλώσεων σε όλη τη χώρα. Μια αναγγελία που παραπέμπει σε άλλες εποχές που οι αποφάσεις για τις συνταγματικές αλλαγές δεν λαμβάνονταν από τη Βουλή. Και που, συνάμα, θυμίζει το προηγούμενο όταν, μετά τις πρώτες εκλογές του 2012 ο κ. Τσίπρας είχε λάβει διερευνητική εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την περιέφερε στα κόμματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και στις εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος, αφού δεν είχαν δικαίωμα λόγου ή ψήφου. Και που, κυρίως, βλέπουμε τώρα που είναι στην εξουσία ποιον σεβασμό δείχνει και προς τους μεν και προς του δε.       
Συμπέρασμα; Ας μη βιαστούν να χαρούν όσοι ενδεχομένως επιθυμούν να απαλλαγούν μια ώρα αρχύτερα από τον κ. Τσίπρα. Με απόλυτη βεβαιότητα μπορεί καθένας να υποθέσει ότι δεν θα συνταξιοδοτηθεί πρόωρα, επιλέγοντας να καταφύγει σε μια ακόμη από τις συνήθεις κωλοτούμπες του. Και, κατά πάσα βεβαιότητα, θα συνεχίσει στην επόμενη Βουλή να κάνει, μάλλον από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, το μόνον ίσως που ξέρει καλά: να σκαρφίζεται ευπώλητα παραμύθια. Για όσο, τουλάχιστον, βρίσκει εύχερους καταναλωτές.

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…



Ακόμη και όσοι έχουν προεξοφλήσει το διαζύγιο το οποίο έχει πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την αλήθεια, δεν μπορεί να μην εκπλήσσονται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί καθιέρωσης για πρώτη φορά εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής.
Την άνοιξη του 1989, η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει εκλογικό νόμο με τον οποίο η κατανομή των εδρών γινόταν με ακόμη πιο «δίκαιο» τρόπο από αυτόν που καθιερώνεται τώρα, αφού τότε δεν ίσχυε το πλαφόν του 3% για την εκλογή βουλευτή από τους συνδυασμούς που μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έγιναν με το συγκεκριμένο σύστημα.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει τη… «συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Όλο αυτό, μάλιστα, το -εν πολλοίς επικοινωνιακό- κατασκεύασμα περί της σημασίας του «συν ένα» έγινε αργότερα μπούμερανγκ για τον νεοπαγή Συνασπισμό της Αριστεράς, όταν επί των ημερών της συγκυβέρνησής του με τη Νέα Δημοκρατία στο ετερόκλητο σχήμα με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το –δήθεν… μετανοημένο- ΠΑΣΟΚ εισηγήθηκε, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που έγιναν με την καινούργια νομοθεσία, την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης, ευελπιστώντας ότι έτσι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η προσπάθεια της ΝΔ να αποκτήσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το 50% των ψήφων.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Κάποιος να τους πει ότι η διακυβέρνηση δεν έχει μόνον βολέματα



«O Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επικοινώνησε σήμερα με τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Νίκο Παρασκευόπουλο από τον οποίο ενημερώθηκε αναλυτικά για τις εξελίξεις στην δικαστική διερεύνηση της υπόθεσης Siemens» διαβάζουμε αυτολεξεί σε επίσημο κυβερνητικό ανακοινωθέν που εξεδόθη από το Μέγαρο Μαξίμου για να μας πληροφορήσει ότι ο επικεφαλής της κυβέρνησης επικοινωνεί με τους συνεργάτες του τους οποίους ο ίδιος όρισε να είναι μέλη του υπουργικού συμβουλίου.
Ο συντάκτης του ανακοινωθέντος, με το οποίο μαθαίνουμε ακόμη ότι «ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα μεταβεί αύριο στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου και θα ζητήσει από την Εισαγγελέα κα Ξένη Δημητρίου να παραγγείλει την εκδίκαση των δύο υποθέσεων της Siemens που βρίσκονται στο ακροατήριο (ψηφιοποίηση παροχών του ΟΤΕ και δωροδοκία τέως κυβερνητικών στελεχών), κατ’ απόλυτη προτεραιότητα», θα είχε προφανώς επίγνωση της… σπανιότητας του γεγονότος να επικοινωνεί ο πρωθυπουργός με τον υπουργό και γι΄ αυτό χρησιμοποίησε τις συγκεκριμένες διατυπώσεις.
Η κυβερνητική αντίδραση απέναντι στο φιάσκο με τις προκλητικές νέες αναβολές στην εκδίκαση των επίμαχων υποθέσεων του σκανδάλου με τις μίζες της γερμανικής εταιρίας είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η χώρα πορεύεται ουσιαστικά ακυβέρνητη, επειδή οι άνθρωποι που έχουν αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο και την αποστολή που τους έχουν ανατεθεί. Εξακολουθούν να συμπεριφέρονται όπως όταν ήταν στην αντιπολίτευση, δηλαδή ως σχολιαστές και καταγγέλλοντες τα κακώς κείμενα ακόμη και όταν αυτά δεν είναι παρά αποτελέσματα της δικής τους ιδιότυπης πρακτικής να αποδέχονται μόνον τα προνόμια της εξουσίας και καμία από τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η ανάληψη της κυβερνητικής ευθύνης.
Αν στο μείζον ζήτημα της απονομής της δικαιοσύνης, που αφορά άμεσα τόσο την καθημερινότητα των πολιτών όσο και τη θεσμική υπόσταση της χώρας, είχε επιδειχθεί μόνον ένα πολλοστημόριο από το αυξημένο, σχεδόν αποκλειστικό, ενδιαφέρον που επιδεικνύεται σε συγκριτικά ήσσονος σημασίας ζητήματα, όπως είναι, επί παραδείγματι, οι άδειες των τηλεοπτικών καναλιών ή ακόμη και ο εκλογικός νόμος, είναι βέβαιο ότι τα πράγματα στη χώρα θα ήταν πολύ καλύτερα.
Εξίσου βέβαιο είναι ότι θα είχαν περιοριστεί τα φαινόμενα ανομίας και δεν θα διαιωνιζόταν η ατιμωρησία αν, αντί για την απόπειρα ποδηγέτησης της Δικαιοσύνης, αποτελούσε κυβερνητική προτεραιότητα η επιτάχυνση των απαράδεκτα αργών ρυθμών εκδίκασης των εκκρεμών υποθέσεων που προκαλούν το φαινόμενο της αρνησιδικίας το οποίο δηλητηριάζει τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις, για την ομαλή εξέλιξη των οποίων προϋπόθεση εκ των ων άνευ συνιστά η έκδοση δικαστικών αποφάσεων μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, βεβαίως, είναι ότι τα διαλαμβανόμενα στον χώρο της Δικαιοσύνης δεν αποτελούν την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η κατάσταση παρατηρητή των εξελίξεων, την οποία έχουν επιλέξει κυβερνητικά στελέχη, είναι εκτεταμένο ζήτημα. Το σύνολο, σχεδόν, των κυβερνητικών ιθυνόντων φλυαρούν ακαταπαύστως, κυρίως στα κανάλια (που, κατά τα άλλα, καταγγέλλουν) και σπανιότερα στη Βουλή. Μιλούν, κατά βάση, για θέματα που δεν είναι της αρμοδιότητάς τους. Ενώ όταν συμβαίνει το αντίθετο αρκούνται σε επικρίσεις προς τους προηγούμενους που –τι κακοί άνθρωποι!- δεν είχαν λύσει όλα τα προβλήματα και δεν φρόντισαν να τους παραδώσουν την εξουσία εξασφαλίζοντας τους μια ανέφελη διακυβέρνηση.
Πάρτε για παράδειγμα τον διαβόητο αναπληρωτή υπουργό Π. Πολλάκη, ο οποίος αδιαφορώντας πλήρως για τα θανατηφόρα αποτελέσματα της πολιτικής που ασκεί, πρέπει να περνάει το μισό ωράριο εργασίας στο υπουργείο Υγείας κάνοντας αναρτήσεις στο facebook, πότε με τα κεράκια γενεθλίων που σβήνει ενώπιον πορτρέτων του Βελουχιώτη και πότε με υβριστικές επιθέσεις εναντίον όσων του ασκούν κριτική, ενώ τις υπόλοιπες ώρες ξιφουλκεί σε κομματικές εκδηλώσεις ενάντια στα «βοθροκάναλα της διαπλοκής» που αναδεικνύουν την άθλια κατάσταση στον χώρο ευθύνης του που, κατά κοινή παραδοχή, έγινε χειρότερη στη διάρκεια της 18μηνης παρουσίας στους υπουργικούς θώκους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Αλλά ούτε ο πολύς Πολλάκης αποτελεί παρεκκλίνουσα μοναδικότητα. Είναι μάλλον ο μέσος όρος του κυβερνητικού κουτσαβακισμού και ενδεχομένως υπάρχουν συνάδελφοί του που τον ξεπερνούν σε καταγγελτικό κρεσέντο. Τη μέρα που όλοι ασχολούνταν με τη Siemens, από δελτίο Τύπου των Ανεξαρτήτων Ελλήνων πληροφορηθήκαμε «καταγγελίες – φωτιά του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Τέρενς Κουίκ». Τι λένε αυτές οι… «καυτές» καταγγελίες; Λένε ότι «οι λαθρέμποροι τσιγάρων απειλούν με σφαίρες και “φουσκωτούς” και εκβιάζουν με προβοκάτσιες και αθλιότητες». Και που έγιναν οι καταγγελίες; Μα, που αλλού; Σε… ραδιοφωνικό σταθμό! Έτσι, ακριβώς. Κοτζάμ υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ έκανε, κατά δήλωσή του, «καταγγελίες – φωτιά» για εκβιασμούς λαθρεμπόρων σε ραδιοφωνικό σταθμό και όχι στα αρμόδια όργανα της Πολιτείας που σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου θα είχαν κινητοποιηθεί οι πάντες για να συλληφθούν οι εγκληματίες.
Ας μην απορούμε, ωστόσο. Το πολιτικό συνονθύλευμα που απαρτίζουν τα πρόσωπα που μας κυβερνούν, είτε προέρχονται από την λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, όπως ο Τσίπρας, ο Πολλάκης και οι λοιποί, είτε από τη λαϊκίστικη Δεξιά, όπως ο Καμμένος ή ο Κουίκ, έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα: όλοι τους ανδρώθηκαν πολιτικά ασκούμενοι στην καταγγελιομανία. Από το συγγραφικό πόνημα του νυν υπουργού Άμυνας που εκδόθηκε για να υποδείξει τον Ανδρέα Παπανδρέου ως αρχηγό ης 17 Νοέμβρη μέχρι τα «go back κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας» του πρωθυπουργού που υπέγραψε λίγο μετά το Μνημόνιο που κανείς… συντηρητικός δεν θα τολμούσε να υπογράψει, όλη τους η διαδρομή ήταν καταγγελίες και μόνον καταγγελίες, ανάμεικτες με μεγάλες δόσεις συνωμοσιολογίας. Αυτό έμαθαν. Αυτό ξέρουν. Αυτό έκαναν. Αυτό κάνουν.
Μέχρι προφανώς να τους υποχρεώσει κάποιος να αντιληφθούν ότι η διακυβέρνηση της χώρας δεν είναι μόνον καταγγελίες και βολέματα. Είναι και ανάληψη ευθύνης και μάχη με τα προβλήματα. Ποιος θα τους τα μάθει αυτά; Μα, ο ελληνικός λαός που, επειδή τον κορόιδευαν με τις καταγγελίες τους, νομίζουν ότι θα τον κοροϊδεύουν με τον ίδιο τρόπο για πάντα.

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Διάβημα, κόντρα στην εικονική πραγματικότητα



Οι Κινέζοι δεν φημίζονται για την υψηλή αίσθηση του χιούμορ, αλλά αυτό ίσως να αποτελεί μια ιστορική ανακρίβεια αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι έβαλαν τον έλληνα πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να φωτογραφηθεί με μια συσκευή εικονικής πραγματικότητας.
Η εικόνα του κ. Τσίπρα να ατενίζει μια άλλη πραγματικότητα είναι ίσως ό,τι πιο αντιπροσωπευτικό μπορούσε να εκπεμφθεί από ένα ταξίδι το οποίο ούτως ή άλλως εκείνο που προσέφερε ήταν ευκαιρίες για να φωτογραφηθεί η πρωθυπουργική κουστωδία σε διάφορες τουριστικού κυρίως χαρακτήρα πόζες.
Όλες τις προηγούμενες ημέρες ο ιδιαίτερος φωτογράφος του Μεγάρου Μαξίμου, που μετείχε της επίσημης αποστολής, διοχέτευε αφειδώς στα εγχώρια μέσα στιγμιότυπα με τον κ. Τσίπρα στο Σινικό Τείχος και στην Απαγορευμένη Πόλη, τα οποία, όσοι δεν τα είδατε να δημοσιεύονται στον φιλοκυβερνητικό Τύπο, καλό είναι να τα αναζητήσετε για να έχετε τη δική σας θεώρηση και το δικό σας μέτρο των πραγμάτων που διημείφθησαν εκεί.
Την ίδια ώρα, οι απεσταλμένοι των κρατικών μέσων ενημέρωσης μετέδιδαν εκστασιασμένοι ότι  σε κεντρικά σημεία του Πεκίνου κυμάτιζε η ελληνική σημαία από κοινού με την κινεζική, λες και όσοι τους άκουγαν δεν είχαν κυκλοφορήσει ποτέ στο κέντρο της Αθήνας και δεν είχαν δει τον ανάλογο σημαιοστολισμό που γίνεται κι εδώ, ακόμη και όταν φθάνει ηγέτης τριτοκοσμικής χώρας. 
Για την ουσία της επίσκεψης θα πρέπει ίσως να περιμένουμε για να δούμε τα αποτελέσματά της, αφού το μόνο απτό που έχουμε μέχρι στιγμής είναι η αναγγελία από τα πρωθυπουργικά χείλη ότι… εξάγουμε ενδυματολογικό στυλ, το οποίο όποιος είδε τις εικόνες της πρωθυπουργικής συνοδείας να περπατάει, με παράταξη ρεμπέτ ασκέρ, στο κόκκινο χαλί που είχαν στρώσει οι Κινέζοι, θα κατάλαβε γιατί η διεθνής αξιοπιστία της χώρας βρίσκεται στο ναδίρ.
Δεν είναι, εξάλλου, μόνον οι Ευρωπαίοι εταίροι που, με εξαίρεση ορισμένους κουτοπόνηρους σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς που «χρησιμοποιούν» τον κ. Τσίπρα για ιδιοτελείς εκλογικές επιδιώξεις, δείχνουν πόσο δεν μας υπολογίζουν και γι΄ αυτό μας έκαναν ανέκδοτο για το πως θα μεταλαμπαδεύσουμε στους Βρετανούς την τεχνογνωσία της μεταστροφής της λαϊκής δημοψηφισματικής βούλησης.
Είναι και όλοι οι άλλοι που δεν μας πλησιάζουν, παρά τις ρεβεράντζες που τους κάνουμε, όπως, καλή ώρα, οι Ρώσοι οι οποίοι όχι μόνον δεν μας έστειλαν τα δισεκατομμύρια που περιμέναμε πέρυσι να μπουν στον αγωγό φυσικού αερίου, που ποτέ δεν έγινε, αλλά –κρίμα στη θερμή υποδοχή που κάναμε στον Βλαντιμίρ Πούτιν- ούτε μια πρόταση για να πάρουν τον ΟΣΕ δεν καταδέχτηκαν να μας κάνουν.
Ηχούν ακόμη στα αυτιά μας οι ιερεμιάδες που εκτοξεύτηκαν από κυβερνητικά χείλη για τα κακά συστημικά μέσα ενημέρωσης τα οποία, σε αντίθεση με τα υπάκουα κρατικά, δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στην «πολυσήμαντη», κατ΄ αυτούς, επίσκεψη του Ρώσου Προέδρου.
Το ποιος είχε δίκιο και ποιος όχι το απέδειξε, ωστόσο, η ίδια η ζωή. Όπως θα είναι πάλι η ζωή και ο χρόνος που θα αποδείξουν αν τα αποτελέσματα της πρωθυπουργικής επίσκεψης στην Κίνα θα είναι τέτοια που θα υπερκαλύψουν το κόστος από τα… αεροπορικά εισιτήρια που πληρώσαμε οι Έλληνες φορολογούμενοι σε τόσο πολλούς ταξιδιώτες.
Αν λάβουμε, ωστόσο, υπόψη μας ότι οι απεσταλμένοι των ελληνικών μέσων ενημέρωσης ασχολήθηκαν λιγότερο με τις μελλοντικές κινεζικές επενδύσεις που θα ακολουθήσουν την Cosco και περισσότερο με τις διαρροές για το πώς «βλέπει» η κυβερνητική εξουσία να εξελίσσεται η απόπειρα διεμβολισμού της αντιπολίτευσης μέσω της νομοθετικής πρωτοβουλίας για τον εκλογικό νόμο, πιο πιθανό είναι να αποδειχθεί ότι το ταξίδι δεν άξιζε ούτε όσο τα εισιτήρια.
Πώς αλλιώς μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι υπήρχαν «πηγές» που μιλούσαν από το Πεκίνο για τα εσωτερικά ζητήματα, παρά ως απόλυτη απόδειξη μιας άλλης πραγματικότητας στην οποία ζουν οι άνθρωποι που μας κυβερνούν;  Είναι, προφανώς, αυτή η άλλη πραγματικότητα, η εικονική μέσα στην οποία ζουν, που τους κάνει να πιστεύουν στην αιώνια εξουσία τους και να μεθοδεύουν κάθε λογής τερτίπια για να την παρατείνουν.
Το ευτύχημα, βεβαίως, είναι ότι τα κορόιδα, τα οποία δεν εξέλιπαν παντελώς, έχουν μειωθεί αισθητά. Και αυτή τη φορά δεν θα πιαστούν πολλοί στον ύπνο, όπως συνέβη πέρυσι τον Αύγουστο με τους ηγέτες της αντιπολίτευσης που τους κατέστησε συνενόχους ο κ. Τσίπρας στην υιοθέτηση του Μνημονίου του.
Το πόσο ατυχής ήταν εκείνη η επιλογή φαίνεται τώρα που –αν είναι δυνατόν- τους εγκαλεί ο  Κατρούγκαλος ότι συνομολόγησαν στην κατάργηση του ΕΚΑΣ, παρόλο που τόσο στις εκλογές εξπρές που ακολούθησαν τον Σεπτέμβριο όσο και μεταγενέστερα κυβερνητικοί παράγοντες, με πρώτον τον ίδιο τον πρωθυπουργό, διαβεβαίωναν ότι το συγκεκριμένο επίδομα, που εισέπρατταν αποκλειστικά μικροσυνταξιούχοι, θα παρέμενε αλώβητο.
Με συγχωρείτε, αλλά και μόνον γι΄ αυτή την απροκάλυπτη εξαπάτηση, που θίγει τους πιο αδύναμους της ελληνικής κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης έπρεπε να δεσμευτούν, πρωτίστως, στους εαυτούς τους ότι εφεξής δεν πρόκειται να συναινέσουν όχι μόνον σε σημαντικά ζητήματα, όπως είναι ο εκλογικός νόμος, αλλά σε καμία απολύτως νομοθετική διάταξη που θα εισάγει η κυβέρνηση Τσίπρα – Κατρούγκαλου!
Είναι το ελάχιστο διάβημα διαμαρτυρίας που μπορούν να κάνουν για να διαλύσουν, επιτέλους, την εικονική πραγματικότητα στην οποία θέλουν, εκτός από τους εαυτούς τους, να βάλουν να ζει αιωνίως ολόκληρη η χώρα.