Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Στας δυσμάς του βίου τους…



            Φανταστείτε λίγο το σκηνικό στο Μέγαρο Μαξίμου: Ο Αλέξης Τσίπρας κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού συσκέψεων του πρωθυπουργικού γραφείου και ζητάει από τους συνεργάτες του να του προτείνουν πρόσωπα για τον ανασχηματισμό τη κυβέρνησης με τον οποίο θέλει να σηματοδοτήσει το «ιστορικό» πέρασμα από τη μνημονιακή στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
            «Την Κατερίνα Νοτοπούλου, πρόεδρε!», αναφωνεί πρώτος ο πιο θαρραλέος από τους συνεργάτες. «Είναι νέα, όμορφη και αριστερή», επιχειρηματολογεί. Ο Τσίπρας, όμως, δείχνει να μην πείθεται. Το ύφος του μαρτυρά ότι επιθυμεί κάτι πιο εντυπωσιακό. «Το βρήκα. Υπάρχει και άλλη Κατερίνα που μπορούμε να υπουργοποιήσουμε», πετάγεταινα πειάλλος πρωθυπουργικός συνεργάτης. «Δεν είναι τόσο νέα, αλλά η επιλογή της θα κάνει πάταγο…», εξηγεί ο ίδιος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους παρευρισκόμενους μόλις τους «αποκάλυψε» ότι εννοούσε την… Κατερίνα Παπακώστα.
            Κάπως έτσι το γαϊτανάκι με τις φαεινές ιδέες του πρωθυπουργικού επιτελείου φαίνεται να έφθασε στην ανάσυρση της «χιλιοτραγουδισμένης» Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, στην ανακάλυψη της «ξεχωριστής οντότητας» που ακούει στο όνομα Μυρσίνη Ζορμπά, στην επανάκαμψη στο κυβερνητικό σχήμα της«πολυθρύλητης» Μαρίνας Χρυσοβελώνη και στην αναβάθμιση του χαρισματικούηγέτη Φώτη Κουβέλη. Μία προς μία και όλες μαζί «χρυσές εφεδρείες» της ελληνικής πολιτικής ζωής που αναλαμβάνουν το τιτάνιο έργο της  επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και της οικονομίας της στην απογειωτική ανάκαμψη.
            Ας μην παραπονούμεθα, όμως. Ο ίδιος, άλλωστε, ο κ. Τσίπραςμάς είχε προϊδεάσει για τις προθέσεις του με το περιβόητο διάγγελμα, με το οποίο κήρυξε την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια. «Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», είχε –εν είδει… απειλής- ισχυριστεί. Τη συνέχεια τη βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Με έναν ανασχηματισμό παραλυτικών ισορροπιών, χωρίς κανένα απολύτως έρμα και δίχως την παραμικρή συνοχή που χαρακτηρίζουν το πολυπληθές συνονθύλευμα του οποίου ηγείται. Και το οποίο φαντάζει παντελώς ανίκανο να υπηρετήσει οποιοδήποτε αφήγημα: μεταμνημονιακό, αριστερό, σοσιαλδημοκρατικό ή ο,τι άλλο μπορεί να βγάζει νόημα.
            Γι΄ αυτό και ο δικαιολογημένος χλευασμόςμε τον οποίο υποδέχθηκετο πανελλήνιο –μια περιήγηση στα αμήχανα φιλοκυβερνητικά μέσα είναι αρκετή- τις ανούσιες αλλαγές που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας. Η πολυήμερη προετοιμασία που υποτίθεται ότι έκαναν στο Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά μόνον την αύξηση του αριθμού των μελών του υπουργικού συμβουλίου, αφού ο πρωθυπουργός δείχνει πλέον «όμηρος» των λεπτών ισορροπιών που τον κρατούν στην εξουσία και αιχμάλωτος των επιλογών του σφιχταγκαλιάσματός του με τον Πάνο Καμμένο.
Είναι προφανές ότι δεν διαθέτει πλέον την ισχύ ή την εξουσία ούτε καν για να επιχειρήσει να ανακατέψει την εσωκομματική τράπουλα. Δεν μπορεί να μετακινήσει του βαρώνους του κόμματος του. Ούτε καταφέρνει να προσελκύσει κάποια σοβαρή προσωπικότητα από άλλον πολιτικό χώρο ή και εξωκομματικούς για να στελεχώσει την κυβέρνησή του. Μοιραία, λοιπόν, υποτάσσεται στην ανάγκη να αποφύγει την ανατροπή του από τον κ. Καμμένο ή οιονδήποτε άλλον. Και βολεύεται με τα περιτρίμματα που επιστρατεύει από τα αζήτητα της πολιτικής.
Η κατάληξη την οποία προοιωνίζεται ότι θα έχει αυτός ο χωρίς προηγούμενο αμοραλιστικός γάμος συμφέροντος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα και στους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου δεν πρέπει να εκπλήσσει. Και σίγουρα δεν εκπλήσσει όσους δεν γοητεύθηκαν από τις βερμπαλιστικές αρλούμπες των προηγούμενων χρόνων για «αριστερά πρόσημα» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που ήταν σαφές ότι δεν τα πίστευαν ούτε εκείνοι που τα εκστόμιζαν.
Για να πούμε, όμως, και του στραβού το δίκιο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν πρωτοτυπεί ιδιαιτέρως. Όλες οι κυβερνήσεις του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος όταν βρίσκονται «στας δυσμάς του βίου τους», λίγο ως πολύ, με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται. «Ξύνουν τον πάτο του βαρελιού», επιστρατεύοντας όποιο απολειφάδι της πολιτικής θα μπορούσε να τους δώσει θεωρητικές ελπίδες για μακροημέρευση στην εξουσία.
Παρότι, όμως, αυξάνουν σε αριθμό ρεκόρ τα υπουργικά οφίτσια που μοιράζουν, όπως έκανε τώρα ο κ. Τσίπρας, σπάζοντας κάθε προηγούμενη επίδοση τουλάχιστον της μνημονιακής περιόδου, το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο του αναμενομένου. Αντί να βελτιωθεί το κλίμα και να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος της ανάκαμψης, δυσχεραίνεται η ατμόσφαιρα και επιταχύνεται η πορεία προς την πτώση.
Το έργο το έχουμε δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο παρελθόν από πιο νουνεχείς πολιτικούς. Σκεφτείτε τι αναμένεται τώρα που έχουμε να κάνουμε με έναν ετερόκλητο θίασο του οποίου τα μέλη, με ελάχιστες εξαιρέσεις,διακρίνονται για τις φαντασιώσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις ομολογημένες αυταπάτες τους. Αλίμονό μας!

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Τον Τσίπρα και αν τον «πλένεις»…



«Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», ήταν η καταληκτική φράση στο διαβόητο «διάγγελμα» του Αλέξη Τσίπρα το οποίο θα περάσει στην Ιστορία ως απαράμιλλο μνημείο πόλωσης και διχασμού από έναν πολιτικό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες που τον έφεραν στην διακυβέρνηση μαζί με μια δράκα αμοραλιστών τους οποίους ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες νωρίτερα κατέτασσε μονίμως στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίησηαπό την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς τουότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το autocue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015,όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη. 
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει.Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι.Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκεστη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τουςυβρίζονταςόσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια«η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος.Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα.Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ.Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας.Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακήπροσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπωςαπέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Γιατί ο Τσίπρας παραχαράσσει τη μνημονιακή «Οδύσσεια»



Ό,τι και αν φαντασιώνονται διάφοροι ΣΥΡΙΖΑίοι αξιωματούχοι, δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων πολίτης αυτής της χώρας που να μην ευαρεστείται επειδή, έστω και με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το τυπικό τέλος των προγραμμάτων διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Ου μην αλλά και της ελληνικής κοινωνίας η οποία, αν τα πράγματα κυλούσαν διαφορετικά, είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα πλήρωνε ακόμη βαρύτερο τίμημα από το ήδη βαρύ που ήδη κατέβαλε στη διάρκεια της δεκαετούς μνημονιακής «Οδύσσειας».
Καθώς, όμως, ο μεγάλος αυτός κύκλος δείχνει να κλείνει, αφού τέταρτο χρηματοδοτικό πρόγραμμα δεν πρόκειται να μας δοθεί, το ζητούμενο δεν είναι –ή μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι- αν θα στηθούν ή όχι πανηγύρια για να γιορτάσουμε κάτι για το οποίο μόνον μελαγχολικά συναισθήματα προκαλούνται στο συλλογικό κοινωνικό υποσυνείδητο, αφού, εκτός όλων των άλλων, υπάρχουν «ουρές» με επερχόμενα νέα επώδυνα μέτρα.  
Το μεγάλο ζητούμενο, αντιθέτως, είναι –ή θα έπρεπε να είναι- η αναζήτηση για το τι αφήνει πίσω του αυτός ο δεκαετής κύκλος της κρίσης. Με άλλα λόγια, το «ορόσημο» της 21ης Αυγούστου 2018 θα ήταν πιο χρήσιμο να αποτελέσει αφορμή όχι για τελετές και παρελάσεις, αλλά για αναστοχασμό των δεδομένων που μας οδήγησαν στα Μνημόνια και για αποτίμηση των λόγων που μας κράτησαν καθηλωμένους σε αυτά επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα.
Με ευθύνη πρωτίστως των κυβερνώντων, δυστυχώς, δεν διαφαίνεται καμία απολύτως τέτοια πρόθεση. Με τις ίδιες αυταπάτες, φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις που οδηγηθήκαμε στην κρίση, η οποία έφερε τα Μνημόνια, κινούμαστε και προς την υποτιθέμενη πορεία εξόδου. Άλλωστε, ακόμη και στην μάλλον αυτονόητη αλληλουχία των γεγονότων –η κρίση έφερε το Μνημόνιο ή το Μνημόνιο την κρίση;- δεν έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολίτες σε αυτή τη χώρα.
Μια σημαντική μερίδα συμπατριωτών μας, που δεν αποκλείεται να αποτελεί και πλειονότητα, θεωρεί ακόμη και σήμερα ότι η ένταξη στα Μνημόνια δεν ήταν παρά «προϊόν συνωμοσίας από τις δυνάμεις του κακού» που η σύνθεσή τους ποικίλλει ανάλογα με τις δοξασίες ενός εκάστου: ορισμένοι αρκούνται στην απλοϊκή προσέγγιση ότι «συνεννοήθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου με το ΔΝΤ», άλλοι που διαθέτουν πιο οργιώδη φαντασία εμπλέκουν περισσότερους «δράκους» στο συνωμοσιολογικό παραμύθι που κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να μην είναι ο πρώτος διδάξας τη «δαιμονοποίηση» της πραγματικότητας, καθώς υπήρχαν πριν από αυτόν και άλλοι που επεδίωξαν και -ως ένα βαθμό έκαναν- καριέρα ως «αντιμνημονιακοί», ωστόσο ο νυν πρωθυπουργός είναι εκείνος που χρεώνεται πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το γεγονός ότι επί των ημερών του τερματίστηκε ο αμοραλιστικός λαϊκισμός εξαιτίας του οποίου η ελληνική κοινωνία εμποδίζεται να βγάλει σωστά συμπεράσματα ώστε να της γίνουν μαθήματα τα δεινά μνημονιακά παθήματα.
Όσες και όποιες δικαιολογίες και αν είχε παλαιότερα ο κ. Τσίπρας, όταν επικαλούνταν τις αυταπάτες που προέρχονταν από την απειρία του, η επιμονή του στις παραπλανητικές περιγραφές της κατάστασης στην οποία βρίσκει τη χώρα η λήξη του τρίτου και βαρύτερου (ολοδικού του) προγράμματος είναι απολύτως αναντίστοιχη με την πραγματικότητα αλλά και με τις προσδοκίες που έχει πλέον η κοινή γνώμη.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος -κατά τους χαρακτηρισμούς του συρμού- «φιλοΣΥΡΙΖΑ» ή «αντιΣΥΡΙΖΑ» για να παραδεχθεί ότι η Ελλάδα του σήμερα είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη από ότι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον από την Ελλάδα του 2004, όταν έφτασε στο απώγειο της αμέριμνης ευημερίας, ή του 2008, όταν ξεκίνησε η ύφεση, αλλά και από την Ελλάδα του 2010, που άκουσε το… παρηγορητικό «kalo kouragio» του Όλι Ρεν, και του 2015 που επέλεξε να πειραματιστεί με τον ανεκδιήγητο Για(ν)νη Βαρουφάκη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η Ελλάδα έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον οικονομικά. Έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη σε όλους τους τομείς. Οι θεσμοί της είναι σε μεγαλύτερη κρίση και το πελατειακό κράτος, που όλοι έδειχναν ως μια από τις βασικές πηγές των δεινών, αντί να συρρικνώνεται διευρύνεται. Οι νέοι και εν γένει οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου «παίρνουν των ομματιών τους» και αφήνουν το πεδίο ελεύθερο σε όσους βολεύονται με ρουσφέτια και ψιλοεπιδόματα.        
Γι΄ αυτό και θα περίμενε κανείς από έναν υπεύθυνο πρωθυπουργό, αντί να αναζητεί συμβολισμούς προς άγρα πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων, να έβγαινε σε αυτή την συγκυρία και να έλεγε όλη την αλήθεια τόσο για την περίοδο πριν από το Μνημόνιο, όσο και για τα όσα έγιναν -ή θα μπορούσαν να αποφευχθούν- στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, όπως και για τις πραγματικές –θετικές και αρνητικές- προοπτικές που διανοίγονται μπροστά μας.
Δεν πρόκειται, ωστόσο, να κάνει κάτι τέτοιο ο κ. Τσίπρας. Και δεν θα το κάνει για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, διότι δεν έχει μάθει να το κάνει, όπως έδειξαν οι προσωπικοί του χειρισμοί κατά την πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι, όταν, αντί να καρατομήσει την ίδια νύχτα τους υπαίτιους για την εκατόμβη των θυμάτων που παραπλάνησαν και τον ίδιο, επέλεξε να τους καλύψει με επικοινωνιακά τερτίπια. Και δεύτερον, διότι οι κόλακες που τον περιστοιχίζουν –όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες τις αυλές των ηγεμόνων- φαίνεται ότι τον έχουν πείσει ότι «δεν χάνεις εσύ από τον Μητσοτάκη».
Όπως και να έχει, δεν θα είναι ο πρώτος που θα πέσει θύμα αυτής της αυταπάτης. Πόσω μάλλον που μιλάμε για τον πρωθυπουργό που έκανε υπουργό Οικονομικών τον Βαρουφάκη επειδή τον θεωρούσε «asset»!

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

Όταν τελειώνει η «ρέντα» ενός 44χρονου



Κακώς εκπλήσσονται, όσοι εκπλήσσονται, με τον ισχυρισμό περί της ηλικίας του πρωθυπουργού που προέβαλε ο στενός του συνεργάτης Χριστόφορος Βερναρδάκης για να υπερασπιστεί το… ακαταλόγιστο που (πρέπει να) έχει ο Αλέξης Τσίπρας για την εθνική τραγωδία στην οποία οδήγησαν οι ασυγχώρητες αστοχίες και τα εγκληματικά λάθη όσων είχαν την ευθύνη να αναχαιτίσουν την καταστροφική πυρκαγιά στο Μάτι και να περιορίσουν τις συνέπειες από την ανεξέλεγκτη επέκτασή της.
            «Να μην βάλλεται ένας άνθρωπος, ο οποίος είναι 44 ετών και έχει φορτωθεί όχι μόνο τις πολεοδομικές, χωροταξικές αδυναμίες της πολιτικής προστασίας, τις αδυναμίες πυρόσβεσης, αλλά και το οικονομικό έγκλημα που έχει συντελεστεί απέναντι στη χώρα, αλλά και το έγκλημα στο κοινωνικό κράτος», μας προέτρεψε ο ρέκτης υπουργός Επικρατείας δικαιολογώντας έτσι και τον ρόλο του υπεύθυνου για την στρατηγική της κυβέρνησης.
            Τα όσα είπε δημόσια ο κ. Βερναρδάκης είναι αποκαλυπτικά για τις νοοτροπίες που επικρατούν στον πρωθυπουργικό περίγυρο και για τις απόψεις που ενστερνίζονται όσοι συμβουλεύουν τον κ. Τσίπρα. Εξηγούν, ταυτόχρονα, πολλές από τις αποφάσεις που παίρνονται στον στενό πυρήνα του Μεγάρου Μαξίμου και που όλοι εμείς οι «απέξω» αδυνατούμε να αντιληφθούμε.
            Τίθεται, για παράδειγμα, αυτές τις μέρες από πολλές πλευρές –καλοπροαίρετα και μη- το ερώτημα: Είναι δυνατόν να ήξεραν για νεκρούς στη σύσκεψη, υπό τον πρωθυπουργό, που έγινε στο Συντονιστικό της Πυροσβεστικής τη νύκτα της «Μαύρης Δευτέρας» και να προσπάθησαν να τους κρύψουν; Η απάντηση είναι, δυστυχώς, καταφατική. Ναι, ήξεραν. Και, ναι, προσπάθησαν να το αποκρύψουν.
Καλοπροαίρετοι και μη, δικαίως επανέρχονται με το επόμενο ερώτημα που ευλόγως ακολουθεί είναι: Μα, γιατί να το κάνουν; Κρύβονται οι νεκροί; Η απάντηση είναι προφανής: Όχι, δεν κρύβονται. Μόνον, όμως, που πρόκειται για μια απάντηση που υπακούει στην κοινή λογική. Και η κοινή λογική είναι είδος εν ανεπαρκεία στον τρόπο που ασκούν την πολιτική οι νυν κυβερνώντες.
Μπορούν, για παράδειγμα, άνθρωποι που εμφορούνται από κοινή λογική να διατείνονται ότι αν πουν «όχι» στους ξένους, εκείνοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν»; Μπορούν να καλούν τους πολίτες σε δημοψήφισμα και αφού παίρνουν το αποτέλεσμα το οποίο ζητούν, να κάνουν αμέσως μετά το ακριβώς αντίθετο;
Επί σειρά ετών, και πάντως από την περίοδο που ήταν στην αντιπολίτευση, τα πρόσωπα τα οποία έχουν την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας επιδίδονται σε μια μάλλον συστηματική εξαπάτηση των πολιτών. Δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής στον οποίο να μην είναι ανακόλουθοι με τις τερατώδεις υποσχέσεις που έδιναν ή που τα «έργα» τους να μην αναιρούν τα λόγια τους.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Τα Μνημόνια που καταργούνται με ένα νόμο και ένα άρθρο; Τους αντιμνημονιακούς που μαζεύουν καλύτερα τα σκουπίδια; Τις αγορές που θα χορεύουν; Τις… σκοτεινές δυνάμεις που ήθελαν να εξαγοράσουν βουλευτές των ΑΝΕΛ; Τα παιδάκια που λιποθυμούσαν στα σχολεία; Τις ντιρεκτίβες του Ινστιτούτου Φλωρεντίας για να κλείσουν τα ενοχλητικά κανάλια; Τις περιβόητες «λίστες» με τους θησαυρούς στο εξωτερικό από τις οποίες θα είχαμε εισπράξεις μεγαλύτερες και από τη φαντασία του Σώρρα;
Eίναι ατελείωτος κατάλογος με τους ανούσιους βερμπαλισμούς, τις μπούρδες και τις σαχλαμάρες, που βαφτίζονταν «ευφυείς πολιτικές κινήσεις». Η καταγραφή τους θα χρειαζόταν, δίχως υπερβολή, τόμους ολόκληρους για να αποτυπωθεί στην ολότητά τους. Διότι και άλλοι πολιτικοί έχουν, αναμφίβολα, δώσει ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, πλην, όμως, τόσες ψευδαισθήσεις, αυταπάτες, φαντασιώσεις και ωμά ψέματα δεν έχει γνωρίσει η πολιτική ζωή όχι μόνον στη χώρα μας αλλά στον πλανήτη ολόκληρο.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ωστόσο, αρκετοί συνέλληνες έδειχναν μαγεμένοι από το ψέμα και εμφανίζονταν εθισμένοι στην εξαπάτηση την οποία υφίσταντο μπροστά στα μάτια τους. Όσο πιο υπερβολικές υποσχέσεις έδιναν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ –τα πετρέλαια που θα μας ξεχρέωναν δια μας, οι αγωγοί με τα ρούβλια ή οι γερμανικές επανορθώσεις που θα μας έκαναν πλούσιους, αρκεί να τις ζητούσε κάποιος από τη Μέρκελ-, τόσο περισσότεροι πείθονταν ότι τα πράγματα ήταν εύκολα. Ότι δεν χρειαζόταν καμία προσπάθεια, ούτε αλλαγές ή μεταρρυθμίσεις, όπως ζητούσαν οι ξένοι και τα εγχώρια… «μίσθαρνα όργανά» τους.
Ακριβώς αυτές, όμως, οι θέσεις, οι απόψεις και, κυρίως, οι νοοτροπίες που οδήγησαν στην εκλογική εκτίναξη των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ενείχαν και τον σπόρο της καταστροφής τους. Ήταν, με άλλα λόγια, η «αχίλλειος πτέρνα», που άργησε μεν να αποκαλυφθεί, αλλά όταν ήρθε η ώρα της αποκάλυψης, το αποτέλεσμα δεν μπορούσε παρά να είναι… θανατηφόρο.
Ο συνδυασμός κυνικότητας και αλαζονείας που μέχρι πρότινος φαινόταν να τους περιβάλει με τον μανδύα του άτρωτου, μετατρέπεται πλέον σε απόλυτο μειονέκτημα. Και ίσως να μη χρειαζόταν η εκτατόμβη των θυμάτων για να γίνει κοινό κτήμα και στους πλέον «άπιστους Θωμάδες» που δεν ήθελαν να πιστέψουν ότι εξαρχής είχαμε να κάνουμε με ένα άτακτο σώμα ανίκανων πολιτικάντηδων οι οποίοι δεν είχαν και δεν απέκτησαν ποτέ καμία εμπειρία διοίκησης. 
Εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο καθίσταται σαφές μετά τα τελευταία δραματικά γεγονότα είναι ότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι συνεργάτες του αποτελούν θύματα του ίδιου του εαυτού τους. Θύματα της ευκολίας με την οποία ανέλαβαν την εξουσία. Είναι όπως οι νεόπλουτοι και κυρίως όσοι εξ αυτών πλούτισαν κερδίζοντας στο λαχείο που έχουν εμπεδωμένη αντίληψη ότι η εύνοια της τύχης -η «ρέντα», κατά το κοινώς λεγόμενο- θα είναι παντοτινή. Και γι΄ αυτό πιστεύουν ότι δεν χρειάζεται να κάνουν κάτι για να διαφυλάξουν τα κεκτημένα, παρά να συνεχίσουν να ρισκάρουν.
Επειδή, όμως, η τύχη δεν είναι αιώνια, υπάρχει ένα σημείο καμπής κατά το οποίο ακόμη και οι… 44χρονοι πρωθυπουργοί έρχονται αντιμέτωποι με την αμείλικτη πραγματικότητα. Εκεί βρισκόμαστε τώρα. Στη φάση που ο κ. Τσίπρας, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του… αιώνιο νικητή, δεν μπορεί να αντιληφθεί πόσο σωτήριο θα ήταν αν άλλαζε τακτική και έλεγε από την αρχή όλη την αλήθεια για όσα δραματικά συνέβησαν στην Ανατολική Αττική. Στη φάση που δεν καταλαβαίνει πόσο λάθος να είναι να υποτάσσονται τα πάντα στους επικοινωνιακούς ελιγμούς, όπως τον έπεισαν οι… Βερναρδάκηκες που τον ανακήρυξαν σε… εξπέρ παγκόσμιας εμβέλειας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο –με τη δική του ή όχι συναίνεση, λίγη σημασία έχει- έγινε η άθλια απόπειρα συγκάλυψη της πραγματικότητας στο Μάτι. Το έχουν κάνει –επιτυχώς, είναι η αλήθεια- εκατοντάδες φορές ως τώρα. Μόνον που δεν μπορεί να το κάνουν για πάντα. Και, πάντως, όχι με άλλοθι τη «ρέντα». Ούτε, φυσικά, την ηλικία.