Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Μνημόσυνα με ξένα κόλλυβα και άλλα προεκλογικά «φούμαρα»



Μόνο σε μια χώρα, η οποία έχει λύσει όλα τα προβλήματά της ή απλώς κυβερνάται από αργόσχολους, θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν τελετές και παράτες που στήνονται άνευ λόγου και αιτίας, όπως αυτές που παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρεςμε τον περιβόητο «Φάκελο της Κύπρου» και αφήνουν έκθαμβους όσους, τουλάχιστον, εξ ημών έχουμε μια σχετική (επί)γνωση των πραγμάτων.
Μέχρι φωτογραφίες –με δικά μας προφανώς έξοδα- μοίρασε το Μέγαρο Μαξίμου για να εορταστεί το… κοσμοϊστορικό γεγονός που δεν ήταν άλλο «από τη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Βουλής για την παράδοση των εκδόσεων Φάκελος Κύπρου», όπως μας πληροφορεί η ανακοίνωση που συνοδεύει τα ενσταντανέ με τους τέσσερις τόμους που είναι απλωμένοι πάνω στο τραπέζι του πρωθυπουργικού γραφείου και δείχνουν τον Αλέξη Τσίπρα να παρακολουθεί βλοσυρά τον Νίκο Βούτση.
Προσωπικά δεν μπορώ να κρύψω την πολύ μεγάλη περιέργεια που με διακατέχει για να μάθω τι ακριβώς έλεγαν οι δυο τους. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να πληροφορηθώ αν ήταν επίσημη «γραμμή» ή προϊόν απλής αδαοσύνης τα όσα διέδιδαν εκ των προτέρων κάποια αμειβόμενα από το κυβερνητικό «Πρυτανείο» τρολ του διαδικτύου.
«Ακόμα και τον Φάκελο της Κύπρου, αυτή η κυβέρνηση τον φέρνει στο φως... Αύριο το μεσημέρι, μετά από δεκαετίες σιωπής, ο Πρόεδρος της Βουλής θα παραδώσει στον Πρωθυπουργό τους πρώτους τέσσερις τόμους από 600 σελίδες, του Φακέλου της Κύπρου», έγραψε αυτολεξεί εις εξ αυτών στην πανηγυρική ανάρτησή του, η οποία συνέχιζε ως εξής: «Μετά την παράδοση στον ΠτΔ, στον ΠΘ, τους πολιτικούς αρχηγούς κ.ά., θα αναρτηθούν σε κοινή θέα. Συνολικά θα είναι 30 τόμοι και δεν θα λείπει ούτε μια λέξη από όλο το υλικό που είχε μαζευτεί από το 1986, από την εξεταστική επιτροπή, πλην όμως δεν υπήρξε ποτέ πόρισμα της Βουλής...».
Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Τόσο διαφορετική που δεν δικαιολογεί κανέναν πανηγυρισμό. Διότι, όποιος προστρέξει στην ιστοσελίδα της Βουλής, όπου ξεκίνησαν οι αναρτήσεις, θα αντιληφθεί ότι όλα αυτά δεν είναι παρά fakenews. Ή, αλλιώς, ένα προπέτασμα καπνού με το οποίο επιχειρείται να μυθοποιηθεί έτι περαιτέρω μια πολύ απλή υπόθεση όπως είναι το –κατά τα άλλα σοβαρό- έργο της προ τριακονταετίας διερεύνησης των τραγικών γεγονότων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Στον πρώτο κιόλας τόμο, άλλωστε, βρίσκει κανείς τα –κατά τους προπαγανδιστές ανύπαρκτα- πορίσματα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου, τα οποία ήταν από την πρώτη στιγμή δημοσιευμένα και προσβάσιμα στους πάντες.
Αυτό που στην πραγματικότητα θα γίνει τώρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη δημοσιοποίηση ολόκληρων των καταθέσεων που έδωσαν οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της τραγωδίας οι οποίοι παρέλασαν από την Εξεταστική Επιτροπή που άρχισε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 1986 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της σχεδόν τρία χρόνια αργότερα με ένα πόρισμα στο οποίο κάθε κόμμα είχε καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
Είχα, ας μου επιτραπεί η περιαυτολογία, την τύχη να παρακολουθήσω ως νεαρός συντάκτης από κοντά τις εργασίες εκείνης της Επιτροπής και να συνομιλήσω για λίγο ή περισσότερο με αρκετούς από όσους κλήθηκαν ως μάρτυρες, όπως και με πολλούς από τους βουλευτές που ήταν μέλη της Επιτροπής. Μπορώ εξ ου να διαβεβαιώσω ότι η πλειονότητα των τελευταίων είχαν δείξει –σε αντίθεση με συναδέλφους τους που μετείχαν σε μεταγενέστερες αντίστοιχες κοινοβουλευτικές διαδικασίες- ιδιαίτερη προσήλωση στο καθήκον να αναζητήσουν την αλήθεια.
Είναι βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη μου οι ομηρικοί καβγάδες των δημοσιογράφων που καλύπταμε τις εργασίες με τον προεδρεύοντα της Εξεταστικής, αείμνηστο Χρήστο Μπασαγιάννη, ο οποίος κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να τηρήσει απόρρητες τις καταθέσεις, σε πείσμα της δικής μας επαγγελματικής υποχρέωσης να δημοσιεύσουμε ό,τι περισσότερο μπορούσαμε από το περιεχόμενό τους. 
Ωστόσο, από τη μια, ο χρόνος που είχε ήδη παρέλθει από τα γεγονότα του 1974, και, από την άλλη, τα στόματα των μαρτύρων που δεν άνοιγαν παρά μόνον για να καλύψει ο καθείς τον εαυτό του –ενώ κεντρικά πρόσωπα όπως οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Δημήτριος Ιωαννίδης και Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος παρέμειναν απόλυτα σιωπηλά- δεν άφησαν πολλά περιθώρια για αποκαλύψεις που να αλλάζουν όσα ήταν γνωστά ως τότε για τα δραματικά γεγονότα που άνοιξαν τον δρόμο στον συνεχιζόμενο έως τις μέρες μας «Αττίλα».
Όπως και να έχει, όμως, το υλικό που συγκεντρώθηκε τότε έχει αναμφισβήτητη αξία. Μόνον που είναι αξία η οποία αφορά τους ιστορικούς και άλλους ειδικούς επιστήμονες που θα θελήσουν να ερευνήσουν περαιτέρω τα καθοριστικά γεγονότα εκείνης της περιόδου που οι δραματικές συνέπειες τους είναι ακόμη παρούσες τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Διότι, κατά τα λοιπά, ουδείς πολίτης είναι σε θέση να βγάλει άκρη και να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα διαβάζοντας τις χιλιάδες σελίδες των καταθέσεων που θα έρθουν στο φως σε βάθος χρόνου.
Γι΄ αυτό και είναι προφανές ότι οι κυβερνώντες έσπευσαν να δώσουν τώρα στη δημοσιότητα τους τέσσερις πρώτους τόμους αποκλειστικά και μόνον για προπαγανδιστικούς λόγους, όπως αυτοί που αναδύονται από τις προαναφερθείσες αναρτήσεις των κυβερνητικών προπαγανδιστικών μηχανισμών.
Με άλλα λόγια, οι τελετές και οι παράτες για τον «Φάκελο της Κύπρου» που στήθηκαν ήδη, όπως και εκείνες που είναι βέβαιο ότι θα στηθούν προσεχώς, δεν είναι παρά ένα… μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα το οποίο επιχειρείται να ενταχθεί στις προεκλογικές ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος και υπηρετεί τη διαρκή απόπειρα καθορισμού εκ των άνω της λεγόμενης επικοινωνιακής ατζέντας.
Να μην συζητούμε, δηλαδή, για το υπουργικό συμβούλιο που θυμίζει καφενέ με τις συζητήσεις που γίνονται στις συνεδριάσεις του για τα κονδύλια του… Σόρος. Ούτε να απασχολούμαστε με τις ανατριχιαστικές προχειρότητες με τις οποίες ασκείται στις μέρες μας η εξωτερική πολιτική.
Αλλά, αντιθέτως, να έχουμε να λέμε πότε για τον Φάκελο της Κύπρου, πότε για τις γερμανικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Και, γενικώς, να είμαστε προσανατολισμένοι σε ό,τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτρέπει την ενασχόληση με τα ουσιώδη προβλήματα της χώρας: τη γήρανση του πληθυσμού, τους νέους που παίρνουν των ομματιών τους και φεύγουν ή την ανάπτυξη που δεν έρχεται.
Ας οπλιστούμε, λοιπόν, με υπομονή. Διότι στη μακρά, όπως όλα προοιωνίζονται, προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας, μέλλει να δούμε, να ακούσουμε και να κληθούμε να ασχοληθούμε με πολλά τέτοια «φούμαρα». Αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν!

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2018

Ξέφρενος «καβαλάρης» σε κατήφορο δίχως πάτο!



            «Ο Τσίπρας είναι καβάλα!». Τσιμπιόταν για να διαπιστώσει ότι ήταν ξύπνιος και δεν βρισκόταν στο μέσον ενός ονείρου ο δημοσιογράφος ο οποίος άκουγε τη συγκεκριμένη ατάκα να βγαίνει από τα στόματα κυβερνητικών στελεχών που βρισκόταν το περασμένο σαββατοκύριακο στους διαδρόμους έξω από τις κλειστές πόρτες της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν εκεί που με το ελεγχόμενο σταγονόμετρο έβγαιναν προς τα έξω τα όσα είχαν ειπωθεί από απίθανους πολιτικούς… πρωτάνθρωπους που δεν αρκούνται με την κυβέρνηση που νέμονται εδώ σχεδόν και τέσσερα χρόνια, αλλά θέλουν και την (απόλυτη) εξουσία, την οποία προκειμένου να την κατακτήσουν δεν θα διστάσουν να κλείσουν στις φυλακές τους πολιτικούς τους αντιπάλους.
Εκεί που οι, σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας, «φουκαράδες» βουλευτές και υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ, έχοντας διαβάσει λάθος τα μηνύματα του «καβαλάρη», ξιφουλκούσαν κατά του Πάνου Καμμένου, θεωρώντας ότι έτσι εξυπηρετούν τις ορέξεις του αρχηγού και του προσφέρουν υπηρεσίες. Χαρακτήριζαν «καρικατούρα του Σαλβίνι» τον συγκυβερνήτη τους αρχηγό των ΑΝΕΛ στον οποίο έδειχναν την έξοδο από την κυβέρνηση.   
            Δυο μέρες αργότερα ο ίδιος δημοσιογράφος κάγχαζε ακούγοντας τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Δημήτρη Τζανακόπουλο να μεταφέρει τα όσα είχε πει ο… καβαλάρης Τσίπρας στα μέλη του υπουργικού συμβουλίου που πράγμα σπάνιο- είχε συνεδριάσει κεκλεισμένων θυρών για να νουθετήσει ο πρωθυπουργός τα μέλη της κυβέρνησής του, ζητώντας τους, με άλλα λόγια, να μη τον ρίξουν επειδή έτσι θα έκαναν το… χατίρι της Δεξιάς και της Ακροδεξιάς.
            Ο καγχασμός του έγινε γέλιο ικανοποίησης όταν στη συνέχεια άρχισαν να βγαίνουν στη δημοσιότητα όλα όσα είχαν διαμειφθεί στη συνεδρίαση του σπαρασσόμενου υπουργικού συμβουλίου, τα μέλη του οποίου –με πρώτο και καλύτερο τον «Έλληνα Σαλβίνι» που την προηγούμενη μέρα είχε… ταΐσει με το δικό του μενού τον «καβαλάρη» στη Λέσχη Αξιωματικών- αντάλλασσαν καταγγελίες για διασπάθιση του δημόσιου χρήματος από το οποίο προέρχονται τα διαβόητα «μυστικά κονδύλια» του ΥΠΕΞ.       
Μέσα σε ένα 48ωρο, δηλαδή, ο δημοσιογράφος της ιστορίας μας είχε ζήσει το απόλυτο κοντράστ ανάμεσα στην εικονική πραγματικότητα στην οποία ζουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και στην αληθινή πραγματικότητα που συνιστούν οι κρυφές και φανερές κόντρες των κυβερνώντων, οι ίντριγκες και οι αλληλοεκβιασμοί του πιο αλλοπρόσαλλου κυβερνητικού συνονθυλεύματος που έχει εμφανιστεί στα πολιτικά χρονικά του πολιτισμένου κόσμου.
Η συνέχεια μάλλον δεν τον ξένισε. Ούτε η παραίτηση του Νίκου Κοτζιά αποτέλεσε μεγάλη έκπληξη για όλους όσοι παρακολουθούσαν με ψύχραιμο μάτι τις ενδοκυβερνητικές διεργασίες. Ούτε πολύ περισσότερο πείστηκε κανείς από τον τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να «επενδύσει» ο… διώκτης της Δεξιάς Αλέξης Τσίπρας την επιλογή του να θυσιάσει τον προερχόμενο από την Αριστερά υπουργό Εξωτερικών  για να εξευμενίσει τον προερχόμενο από την Δεξιά υπουργό Άμυνας.
Ήταν, άλλωστε, για πολλά γέλια τα «επιχειρήματα» τα οποία επιστράτευσε για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του. Θαυμάστε τα, αυτολεξεί: «Αποφάσισα εγώ ο ίδιος να αναλάβω το υπουργείο των Εξωτερικών το επόμενο διάστημα και την ευθύνη του, δίνοντας ταυτόχρονα και ένα μήνυμα ότι η επιλογή μου αυτή είναι επιλογή που σηματοδοτεί την αποφασιστικότητά μου να κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου και να διασφαλίσω την επιτυχή ολοκλήρωση της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών που αναβαθμίζει τον διεθνή ρόλο της χώρας», υποστήριξε.
Και συνέχισε: «Η απόφαση να αποδεχτώ την παραίτηση Κοτζιά, αλλά και η απόφασή μου να αναλάβω εγώ ο ίδιος το υπουργείο των Εξωτερικών το επόμενο διάστημα είναι όμως και μία απόφαση με πολλαπλά μηνύματα, τόσο προς το εξωτερικό όσο και προς το εσωτερικό και προς την κυβέρνησή μου θα έλεγα».
Για να καταλήξει: «Σηματοδοτεί την απόφασή μου να μην ανεχτώ, από εδώ και στο εξής καμία, διγλωσσία από οποιονδήποτε και καμία προσωπική στρατηγική στην εθνική γραμμή της χώρας και ταυτόχρονα να μην ανεχτώ από κανέναν, συνειδητά ή ασυνείδητα, εν προκειμένω ασυνείδητα, να διαταράξει την ομαλή πορεία της χώρας προς την έξοδο από την κρίση, την οριστική έξοδο από τα μνημόνια που ταλαιπώρησαν τον ελληνικό λαό τα τελευταία οκτώ χρόνια».
Όσο και αν ψάξει κανείς δεν πρόκειται να βρει δήλωση άλλου πρωθυπουργού που να στέλνει μηνύματα στη δική του κυβέρνηση. Και, ακόμη χειρότερα, δεν πρόκειται να βρει άλλον πολιτικό ηγέτη που αποφασίζει να στηλιτεύσει τη διγλωσσία αποπέμποντας εκείνον- δηλαδή τον Κοτζιά- με τον οποίο συμφωνεί και διατηρώντας στη θέση του εκείνον –δηλαδή τον Καμμένο- ο οποίος διαφωνεί μαζί του και θεωρητικώς απειλεί να τον ανατρέψει εφόσον διασφαλίσει «την επιτυχή ολοκλήρωση της ιστορικής Συμφωνίας των Πρεσπών που αναβαθμίζει τον διεθνή ρόλο της χώρας»…
Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας ο κατήφορος στον οποίο έχει οδηγήσει τη χώρα ο «καβαλάρης» Τσίπρας δεν έχει βρει ακόμη πάτο. Κι εκείνος δεν είναι διατεθειμένος να σταματήσει τον ξέφρενο καλπασμό του προς τις ψευδαισθήσεις, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες του. 

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Στο βασίλειο της απόλυτης υποκρισίας


            Τα συνήθως λαλίστατα υπόγεια του Μαξίμου, που βγάζουν non paper ακόμη και για «ψύλλου πήδημα», φροντίζουν να μην χάνουν την παραμικρή ευκαιρία για να επιβεβαιώνουν τη φήμη που τους θέλει «να διυλίζουν τον κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο», υποτάσσοντας την πραγματικότητα στις αυταπάτες, στις ψευδαισθήσεις και στις φαντασιώσεις τους.
Σε μια μέρα, για παράδειγμα, που η πολιτική ζωή στροβιλιζόταν από τις πιρουέτες του Πάνου Καμμένου που πήγε στην Αμερική για να μοιράσει βάσεις –«Βόλο, Λάρισα, Καρδίτσα…» κατά πως λέει το λαϊκό άσμα- και για να ασκήσει τη δική του βαλκανική πολιτική, το πρωθυπουργικό γραφείο επέλεξε να επιτεθεί στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος συνάντησε τους επικεφαλής των διπλωματικών αντιπροσωπειών των χωρών μελών της Ε.Ε. και, ανάμεσα στα άλλα, τους είπε ότι δεν θα ψηφίσει τη συμφωνία των Πρεσπών.
Σε μια μάλλον καφενειακού επιπέδου αντίδραση, το γραφείο Τύπου του Μεγάρου Μαξίμου έδωσε στη δημοσιότητα ένα ακόμη non paper –αλήθεια, γιατί όχι επίσημη ανακοίνωση;- στο οποίο ανέφερε τα εξής: «Θα περίμενε κανείς από τον κ. Μητσοτάκη, αντί να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στους πρέσβεις της ΕΕ, να τους εξηγήσει γιατί στο εσωτερικό διαφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών και στο εξωτερικό στέλνει την κα Σπυράκη σε μυστικές αποστολές να λέει τα αντίθετα».
Ειλικρινά, δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σε αυτό το θρασύτατο κείμενο. Το μέγεθος του ψεύδους, που σε πείσμα των κατηγορηματικών διαψεύσεων, οι οποίες έγιναν στην Αθήνα και στα Σκόπια, επαναλαμβάνεται ως αυταπόδεικτο και επιβεβαιωμένο γεγονός; Ή την παραπλανητική αξιοποίηση που επιχειρείται, καθώς δεν ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς καταμαρτυρούν στη ΝΔ και στην εκπρόσωπό της που υποτίθεται ότι είχε μυστικές επαφές με τον αγαπημένο της κυβέρνησης Τσίπρα πρωθυπουργό της γείτονος Ζόραν Ζάεφ;
Όπως και να έχει, δεν αυτό ούτε το πρώτο ούτε το μόνο περιστατικό που κακοποιείται βάναυσα η κοινή λογική και αποθεώνονται η κακότεχνη υποκρισία και η άκομψη προπαγάνδα. Για περισσότερο από τριάμισι χρόνια τώρα -όσα, δηλαδή, βρίσκονται στην εξουσία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ- είναι σα ζούμε μέσα σε ένα απέραντο βασίλειο υποκρισίας. Σχεδόν τίποτε από όσα συμβαίνουν στην πολιτική ζωή του τόπου δεν υπακούει στους κανόνες της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας.
Από που να ξεκινήσει κανείς; Κέρδισαν δεύτερη ευκαιρία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 με το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» και έκτοτε δεν έχουν αφήσει στέλεχος –αυτοδιοικητικό ή άλλο- του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που να μην έχουν αποπειραθεί να το εκμαυλίσουν. Συναλλάσσονται ξεδιάντροπα με τη Χρυσή Αυγή, καθυστερώντας προκλητικά την πρόοδο της δίκης των ηγετικών της στελεχών και κατηγορούν τους αντιπάλους τους για «ακροδεξιά στροφή». Παριστάνουν τους άμωμους και είναι βουτηγμένοι μέχρι τα αυτιά στη διαπλοκή και στη διαφθορά μετατρέποντας σε λάφυρα «ημετέρων» ακόμη και τα κονδύλια για το Μεταναστευτικό.
Να συνεχίσουμε; Επιμένουν ιδεοληπτικά στα ανοικτά σύνορα, υποτίθεται για να διευκολυνθούν οι πρόσφυγες, αλλά η τάχατες αριστερή ευαισθησία τους δεν θίγεται ούτε από τους δουλέμπορους που θησαυρίζουν με τα κοντραμπάντο, ούτε, πολύ περισσότερο, με τις απάνθρωπες συνθήκες στη Μόρια, στη Σάμο και στα Διαβατά. Εξεγείρονται δήθεν επειδή μια ΕΛΜΕ υιοθετεί τον όρο «λαθρομετανάστης», αλλά θεωρούν συνδικαλιστικό δικαίωμα την άρνηση μιας άλλης ΕΛΜΕ σε δωρεά επειδή ίσως οι μαθητές μολυνθούν από το μικρόβιο της επιχειρηματικότητας. Ευαγγελίζονται τάχατες τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και αναμειγνύονται με απαράδεκτο τρόπο στα εσωτερικά των θρησκευτικών ηγεσιών ευελπιστώντας σε ωφελήματα από το παγκάρι της ψηφοθηρίας. 
Να θυμηθούμε κι άλλα; Ξεπουλούν τα πάντα και την ίδια ώρα ορκίζονται πίστη στην προστασία της δημόσιας περιουσίας. Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις υποτιθέμενες εξαγορές και αποστασίες βουλευτών και την ίδια ώρα επαίρονται ότι η κυβέρνησή τους δεν πέφτει επειδή θα βρεθούν, όπως ακριβώς το 1965, πρόθυμοι βουλευτές της αντιπολίτευσης που θα εγκαταλείψουν τα κόμματά τους για να τους κρατήσουν στην εξουσία. Έχουν διασύρει κάθε έννοια αξιοκρατίας και κουνούν το δάκτυλο στους προηγούμενους που οδήγησαν τη χώρα στα Μνημόνια επειδή έκαναν όσα αυτοί τώρα αναπαράγουν: ρουσφέτια, κομματοκρατία, νεποτισμό και οικογενειοκρατία.
Δεν αρκούν αυτά; Πανηγυρίζουν μόλις γίνει γνωστή μια θετική έκθεση ενός ξένου επενδυτικού οίκου ή ακόμη και του ΔΝΤ, αλλά εξαπολύουν μύδρους κατά των κερδοσκόπων και ολοφύρονται για πολιτικό σορτάρισμα της αντιπολίτευσης μόλις τα πράγματα δεν πηγαίνουν σύμφωνα με τις υπερφίαλες επιθυμίες τους. Επικαλούνται ανύπαρκτες μετρήσεις, δημιουργώντας τεχνητό κλίμα περί ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ και βελτίωσης των επιδόσεων του Τσίπρα, αλλά, κατά τα λοιπά, θεωρούν στημένες όλες τις δημοσκοπήσεις. Στήνουν σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων αλλά παριστάνουν ότι ενοχλούνται από τα fake news και εμφανίζονται ως δήθεν διώκτες τους, ενώ πρόκειται για εμμονικούς διακινητές.
Δεν έχουν, δυστυχώς, τέλος τα φαινόμενα της άμετρης υποκρισίας από την πιο εθελόδουλη κυβέρνηση από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους η οποία έχει το θράσος να διεκδικεί την επιβράβευση των ξένων και να φαντασιώνεται βραβεία Νόμπελ. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, ότι έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση της οποίας στελέχη έχουν ακόμη τις «οικονομίες» τους εκτός της χώρας και παρά ταύτα πηγαίνουν σε roadshows στην Ευρώπη και στην Ασία για να πείσουν επενδυτές –αυτούς που όταν ήταν στην αντιπολίτευση προειδοποιούσαν ότι στην Ελλάδα θα χάσουν τα λεφτά τους- να έρθουν εδώ και να επενδύσουν.
Και ο κατήφορος, προφανώς, δεν έχει πάτο. Τουλάχιστον έως τις επόμενες εκλογές.

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Αφού τα αγέννητα μωρά δεν είναι ψηφοφόροι τους!



Πριν από λίγες ημέρες ήταν η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία που σήμανε τον κώδωνα του κινδύνουφέρνοντας στο προσκήνιο αποκαλυπτικά στοιχεία για τη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Οι γεννήσεις παιδιών το 2017 υποχώρησαν κατά 4,7% σε σχέση με το 2016,  ενώ οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8%. Με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να μειωθεί κατά περισσότερο από 30.000 άτομα, που σημαίνει ότι με αυτούς τους ρυθμούς θα αφανίζεται κάθε χρόνο μια πόλη σαν την Άρτα ή τη Φλώρινα.
Ακολούθησε η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που πιστοποίησε κάτι που όλοι υποψιαζόμαστε: ότι, δηλαδή, η ατελεύτητη οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία δεν συρρικνώνει μόνον την ελληνική οικονομία, αλλά και την ελληνική οικογένεια. Ο δείκτης γονιμότητας από το 1,5 που ήταν το 2008 υποχώρησε στο 1,3 το 2016 και όλα δείχνουν ότι στην καθοδική αυτή πορεία δεν μπαίνει κανένα φρένο.
Θα περίμενε κανείς ότι η δημοσιοποίηση αυτών των τόσο ανησυχητικών για το μέλλον του ελληνικού έθνους στοιχείων να είχε σημάνει συναγερμό στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.Και πρωτίστως στην κυβέρνηση που είναι εκείνη που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μπορεί να δώσει τον τόνο του επείγοντος χαρακτήρα που έχει η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για να περιοριστεί η προϊούσα συρρίκνωση.
Ειδικότερα στην ελληνική περιφέρεια, η κατάσταση είναι παραπάνω από δραματική. Χωριά ολόκληρα και κωμοπόλεις, ιδίως στις μη τουριστικές περιοχές, ερημώνουν μέρα με την ημέρα, καθώς οι γεννήσεις σπανίζουν και οι θάνατοι αυξάνονται ραγδαία ως αποτέλεσμα και της ανασφάλειας που δημιουργεί η εγκατάλειψη των τόπων αυτών από τους νέους άνδρες και τις νέες γυναίκες που αναζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο είτε στις μεγάλες πόλεις είτε στο εξωτερικό.    
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος αυξημένες εθνικές ευαισθησίες ή και ανησυχίες για το μέλλον του Ελληνισμού ώστενα αναγνωρίσει ότιηπληθυσμιακή γήρανση αποτελεί στις μέρες μας το υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που θα έπρεπε να μας συνεγείρει όλους. Αρκεί ίσως για να κινητοποιηθούμε το κοινωνικό ενδιαφέρον για το «τι τέξεται η επιούσα» για τους νυν και επόμενους απόμαχους της εργασίας στη χώρα μας.
Αν, με άλλα λόγια, δεν ανανεώνεται ο πληθυσμός της Ελλάδος, ποιος θα εργαστεί για να μπορέσουν να ζήσουν οι τωρινοί και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι; Ποιος θα πληρώνει φόρους και εισφορές για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται συντάξεις και να υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες για την αρωγή ολόκληρου του πληθυσμού;
Ορισμένοι ίσως απαντήσουν στα προφανή αυτά ερωτήματα υποδεικνύοντας ως λύση το Μεταναστευτικό ζήτημα και την ενσωμάτωση όλων εκείνων οι οποίοι «πολιορκούν» τη χώρα μας θέλοντας να την καταστήσουνείτε μόνιμο τόπο εγκατάστασης ή προσωρινό σταθμό για τηνμετακίνησή τους προς την κεντρική Ευρώπη.
Αν και δεν υπάρχουν ακόμη επίσημες μελέτες, η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες κατά τις οποίες η χώρα μας, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, δεν είναι και πολύ θετική.
Η συμβολή των μεταναστών στην αύξηση του Εγχώριου Προϊόντος υπήρξε μάλλον μικρή. Και ακόμη μικρότερη ήταν η συνεισφορά τους στην πληρωμή φόρων και εισφορών, λόγω της φύσης των εργασιών που αναλάμβαναν και οι οποίες ήταν κατά βάση σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που κυριαρχούσε η φοροδιαφυγή. Για να μην μιλήσουμε για τις εκροές από τα εμβάσματα αρκετών εξ αυτών προς τις πατρίδες τους. Όπως άλλωστε, κακά τα ψέματα, έκαναν δεκαετίες ολόκληρες νωρίτερα οι συμπατριώτες μας απόδημοι που συνεισέφεραν σημαντικά στην ελληνική οικονομία. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος γιατί οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν ρίξει σχεδόν αποκλειστικά όλο το βάρος των προσπαθειών τους στο πως θα αποφύγουν τον -κατά τα φαινόμενα απολύτως επικοινωνιακό- σκόπελο της μη (περαιτέρω) μείωσης των συντάξεων. Ενώ την ίδια ώρα δεν… δίνουν δεκάρα τσακιστή για να πάνε όλα τα παιδιά σε παιδικούς σταθμούς. Και, πολύ περισσότερο, δεν στίβουν το μυαλό τους για να βρουν κίνητρα που θα βοηθήσουν τα νέα ζευγάρια να ανοίξουν το δικό τους νοικοκυριό και να κάνουν παιδιά τα οποία όταν μπουν στην παραγωγική δραστηριότητα θα συντηρήσουν τους σημερινούς μεσήλικες.
Παρακολουθώντας βεβαίως τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα με αυτή την, εκ πρώτης, αντιφατική συμπεριφορά του μονομερούς ενδιαφέροντος για τους τωρινούς συνταξιούχους. Βλέπετε οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα ψήφου και είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι τους, όπως και οι 17ρηδες που μπορεί να πιστέψουν ότι ο υπουργός Παιδείας θα τους αφήσει να κοιμούνται περισσότερο και θα τους επιτρέψει να εισαχθούν στα (υποβαθμισμένα, τι σημασία έχει;) Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.
Ενώ τα αγέννητα μωρά, δεν είναι… ψηφοφόροι τους. Οπότε ποιος και γιατί να ενδιαφερθεί γι΄ αυτά;