Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Θα μας τρελάνει ο… Αραφάτ! Παραιτήθηκε για «μια στραβή στη βάρδια του»



Θα μπορούσε να ήταν και η είδηση της ημέρας. Και θα ήταν σίγουρα σε μια άλλη εποχή, τότε που ο αντιμνημονιακός οίστρος επέβαλε να μεγιστοποποιείται το φαινόμενο των αυτοκτονιών στην Ελλάδα ή να γίνονται αντικείμενο ακραίας πολιτικής εκμετάλλευσης οι θάνατοι από τα μαγκάλια.
Σύμφωνα με τη λίστα Bloomberg Global Health Index, που αξιολογεί 169 κράτη ως προς την κατάσταση που επικρατεί στην υγεία, η Ελλάδα υποχώρησε κατά έξι θέσεις. Την περασμένη χρονιά –χρονιά που, όπως θέλει η κυβερνητική προπαγάνδα,«τελειώσαμε με τα Μνημόνια»- η χώρα μας βρέθηκε στην 26η θέση της κατάταξης, ενώ το 2017, όταν είχε δημοσιευτεί η προηγούμενη λίστα, βρισκόταν στην 20η.
Και επειδή μπορεί κάποιος με τη νοοτροπία του χρήσιμου ηλίθιου να πεταχθεί για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα με ισχυρισμούς του τύπου «τι άλλο περιμένεις σε μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη;», είναι αναγκαίο να προσθέσει κανείς και μερικά ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία της κατάταξης, όπως ότι στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ισπανία που πραγματοποίησε άλμα πέντε θέσεων και ξεπέρασε την Ιταλία που πλέον είναι δεύτερη.
Με άλλα λόγια, το… κατόρθωμα της ελληνικής υποχώρησης δεν φαίνεται να είναι κατ΄ ανάγκην απότοκο της οικονομικής κρίσης, αν κρίνουμε από τις πρωτιές δύο προβληματικών χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Ανήκει μάλλον εξ ολοκλήρου στις πολιτικές των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν όλα αυτά τα χρόνια την ευθύνη του πολύπαθου χώρου της Υγείας και υποτίθεται ότι έδειξαν αυξημένο ενδιαφέρον «για τους πολλούς» και έδωσαν μάχη υπέρ της κάθαρσης, κυνηγώντας χίμαιρες κρυμμένες σε τροχήλατες βαλίτσες που μπαινόβγαιναν στο Μαξίμου.
Τη μέρα, όμως, που έβλεπε το φως της δημοσιότητας η αποκαρδιωτική αυτή λίστα, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός πάσχιζε να πείσει –αναληθώς, όπως αποδείχθηκε, αφού είχε ο ίδιος αρθρογραφήσει σχετικά στην Αυγή το 2014 και ως γνωστόν scripta manent- ότι τάχατες ήταν εκείνος που έδωσε το δικαίωμα περίθαλψης στους ανασφάλιστους, το οποίο στην πραγματικότητα καθιερώθηκε επί των ημερών των… κακών μνημονιακών προκατόχων του.
Όσο για τον αναπληρωτή του, τον… πολύ Παύλο Πολάκη, ο οποίος έχει με την ανοχή –η και την ενθάρρυνση- του Αλέξη Τσίπρα έχει αυτοαναγορευτεί σε μέγιστο σκανδαλοθήρα, δεν θα μπορούσε να περιμένει τίποτε καλύτερο από τον συνήθη θόρυβο που κάνουν οι πολιτικοί που θέλουν να είναι στον αφρό χωρίς να έχουν λύσει κανένα πρόβλημα.
Αντί, λοιπόν, το δίδυμο του υπουργείου Υγείας να συγκαλέσει μια –έστω για τα μάτια του κόσμου- σύσκεψη για να δουν τι μπορεί να έφταιξε και οι συνθήκες περίθαλψης των Ελλήνων δυσχεραίνονται, την ίδια ώρα που οι προσλήψεις, όπως λένε οι ίδιοι, αυξήθηκαν και οι ισολογισμοί των νοσοκομείων, που ήταν ελλειμματικοί, έγιναν πλεονασματικοί (!), εκείνοι περί άλλων ετύρβαζαν.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ο κ. Πολάκης ο οποίος, όπως είδαν όσοι παρακολούθησαν το τηλεοπτικό του παραλήρημα στη δημόσια τηλεόραση, έχει στο γραφείο του φακέλους όχι για την κατάσταση των νοσοκομείων αλλά για «σκάνδαλα» που δεν είναι καν του τομέα ευθύνης του. Και έτσι, όταν δεν… ξεκατινιάζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξοδεύει το χρόνο του για να τηλεφωνεί ή να στέλνει γράμματα στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, υποδεικνύοντας του πως θα κάνει ελέγχους των δανειοδοτήσεων σε όσους δεν συμφωνούν με την κυβέρνηση.
Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του πολιτισμένου κόσμου πρωτοβουλίες όπως αυτή του αναπληρωτή υπουργού Υγείας θα είχαν συνέπειες. Αν δεν το αισθανόταν ο ίδιος, γιατί δύσκολα μπορεί να περιμένει κανείς ευαισθησίες από πρόσωπο που δήλωνε ξεδιάντροπα ότι τηρούσε διπλά βιβλία στον Δήμο Σφακίων, κάποιος θα έπρεπε να του το υποδείξει.
Αν ο κ. Τσίπρας ήταν πράγματι ενοχλημένος με τον υπουργό του είχε  πολλές αφορμές να τον ανακαλέσει στην τάξη. Και μόνον η κυνική τοποθέτησή του για τα δεκάδες θύματα της γρίπης, σύμφωνα με την  οποία «δεν είναι και καμία καταστροφή, για να μην τρελαθούμε τώρα…», ήταν επαρκής λόγος για να τον στείλει σπίτι του. Αλλά πώς να συμβεί αυτό όταν μετά την τραγωδία στο Μάτι, δεν είχε συγκινηθεί κανείς στην κυβέρνηση με τον ισχυρισμό του ίδιου ανθρώπου ότι οι νεκροί «θολώνουν την εικόνα» των επιδόσεων της κυβέρνησης;
Ας το πάρουμε, λοιπόν, απόφαση. Η προσωπική ευθιξία είναι είδος εν ανεπαρκεία στις μέρες της Συριζοκρατίας. Με ένα «τι να κάνω που συνέβη μια στραβή στη βάρδια μου;», απαλλάσσονται από πάσα ευθύνη και δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Τους αρκεί που δίνουν όρκους πίστης στον… ηγέτη Αλέξη Τσίπρα και στην… «απεύθυνση ενός πλατιού καλέσματος σε όσους αυτοπροσδιορίζονται –σ.σ.: και ας μην είναι, φυσικά- ως προοδευτικοί».
Βλέπετε, οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ είναι «αριστεροί» και «προοδευτικοί» και δεν είναι σαν κάτι… κορόιδα, όπως ο Αιγύπτιος υπουργός Μεταφορών Χισάμ Αραφάτ, ο οποίος παραιτήθηκε μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στον σταθμό «Ραμσής» στο κέντρο του Καΐρου που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν μερικές δεκάδες άνθρωποι, σχεδόν όσοι πνίγηκαν από τις πλημμύρες στη Μάνδρα.
«Το τρένο φέρεται να ανέπτυξε υψηλή ταχύτητα, προτού προσκρούσει σε πλατφόρμα, με αποτέλεσμα να προκληθεί έκρηξη», μεταδίδουν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης για τις συνθήκες του δυστυχήματος. Και συμπληρώνουν ότι ο πρωθυπουργός Μουσταφά Μάντμπουλι αποδέχθηκε την παραίτηση του Αραφάτ. Ο οποίος μάλλον δεν κλάφθηκε, όπως η Ρένα Δούρου, για τη «στραβή που συνέβη στη βάρδια του».
Αυτά φυσικά ισχύουν για όσους δεν αυτοανακηρύσσονται –«μην τρελαθούμε κιόλας»!- «αριστεροί» και «προοδευτικοί». Οι δικοί μας έχουν το «ηθικό πλεονέκτημα» που απένειμαν οι ίδιοι στους εαυτούς τους.

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Υπουργικά χειροκροτήματα σε μια ηλιόλουστη Αθήνα



            Πριν από μερικά χρόνια είχα εντυπωσιαστεί όταν, σε ένα ταξίδι στη Βιέννη πίνοντας με την παρέα μου τον καφέ μας απέναντι από τα κυβερνητικά κτίρια, είδαμε τον τότε καγκελάριο της Αυστρίας Βόλφγκανγκ Σούσελ να προσέρχεται με φακέλους ανά χείρας και να πιάνει ένα λίγο απόμερο τραπέζι.
            Τον ακολουθούσε μια ομάδα προσώπων, η οποία, εξαιτίας της αναγνωρίσιμης φιγούρας της πανύψηλης υπουργού Εξωτερικών Ούρσουλα Πλάσνικ, που ήταν τότε πανευρωπαϊκά γνωστή, αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για μέλη του αυστριακού υπουργικού συμβουλίου που είχαν προσέλθει με τους χαρτοφύλακες τους για να συνεδριάσουν.
Ήταν μια συνεδρίαση, η οποία χωρίς καμία επισημότητα, παρατρεχάμενους, κάμερες, δημοσιογράφους και τα συμπαρομαρτούντα, ούτε κάποιο –εμφανές τουλάχιστον- ιδιαίτερο μέτρο ασφαλείας, είχε απλώς συγκληθεί έξω από το κυβερνητικό μέγαρο. Ίσως και επειδή –όχι και τόσο συνηθισμένο στην Αυστρία- η μέρα ήταν αρκετά ηλιόλουστη.
            Ανέσυρα τη συγκεκριμένη εικόνα στη μνήμη μου καθώς παρακολουθούσα την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του Αλέξη Τσίπρα.Καθώς ο σκηνοθέτης ήθελε να αλλάζει πλάνα, μετακινούσε συχνά την κάμερα και έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την αφόρητη βαρεμάρα στα πρόσωπα της πλειονότητας των μελών της κυβέρνησης.
Οι περισσότεροι, άλλωστε, είχαν προσέλθει στην αίθουσα κρατώντας στο ένα χέρι το κινητό τηλέφωνο και έχοντας το άλλο στην τσέπη,γνωρίζοντας ότι βρέθηκαν εκεί μόνον και μόνον για να αποτελέσουν το ντεκόρ στην εκφώνηση μιας ακόμη απολύτως προβλέψιμης ομιλίας που κανείς δεν ήξερε σε ποιους και γιατί απευθυνόταν.
            Δεν πρέπει, ωστόσο, να τους αδικούμε. Δεν είναι εύκολο να είσαι υποχρεωμένος να ακούς επί 27 ολόκληρα λεπτά της ώρας χιλιοειπωμένες πομφόλυγες του τύπου «η χώρα αποτελεί σήμερα ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα επιτυχίας, στο οποίο αναφέρονται όλοι οι εταίροι μας με κολακευτικά σχόλια σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά φόρα».
Ούτε, ακόμη και αν είσαι ο… Θάνος Μωραΐτης, μπορείς να δείξεις ότι σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον ισχυρισμοί του τύπου «όλα αυτά ίσως να μην τα διαβάσουμε στα πρωτοσέλιδα ορισμένων κυριακάτικων εφημερίδων, πολλών εξ αυτών κρατικοδίαιτων, υπό την έννοια ότι ζουν από θαλασσοδάνεια που ποτέ δεν ελέγχθηκαν από τους ιθύνοντες του τραπεζικού μας συστήματος».
Μόνον… λωτοφάγοι, εξάλλου, θα είχαν απωθήσει από τη μνήμη τους ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έστησε πολύμηνα σόου στην αποκαλούμενη «Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια κομμάτων και μέσων ενημέρωσης», στην οποία έσυρε σχεδόν μόνον όσους της ασκούν κριτική –και πάντως εξαίρεσε προκλητικά τους καταχρεωμένους φίλους της- προτού να καταλήξει το όλο καθαρτήριο εγχείρημα σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο. 
Γι΄  αυτό και το -μάλλον ασυνήθιστο για τα ήθη που επικρατούν στις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες- χειροκρότημα, με το οποίο… αντέδρασαν οι υπουργοί και οι υφυπουργοί στο κλείσιμο της πρωθυπουργικής αγόρευσης, απέπνεε περισσότερο ανακούφιση και λιγότερο ικανοποίηση. Ήταν, πιθανότατα, η ανακούφιση που αισθάνεται ο καθένας όταν νοιώθει να χάνει ασκόπως τον χρόνο του.
Μπορεί να μην είναι όλοι τους πολυάσχολοι, αλλά, όπως και να έχει, κάτι καλύτερο θα είχαν να κάνουν από το να βλέπουν την απέλπιδα προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις και να πείσει –ποιους άραγε;- ότι «η χώρα μας μέσα στα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει όσα λίγοι πίστευαν ότι θα μπορέσει να καταφέρει. Και τα πέτυχε αυτά, βεβαίως με τις δικές μας προσπάθειες, αλλά κυρίως με τη στήριξη του ελληνικού λαού».
Ο αθηναϊκός ήλιος, άλλωστε, έξω από τη μουντή αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου ήταν αναμφισβήτητα μεθυστικός. Και χωρίς αμφιβολία δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να συγκριθεί με τη Βιέννη του Βόλφγκανγκ Σούσελ…
            Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, το υπουργικό συμβούλιο στη χώρα μας έχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάψει να επιτελεί τον ρόλο που επιτάσσει το Σύνταγμα. Με εξαίρεση κάποιες συνεδριάσεις μαμούθ επί της πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου, σχεδόν ποτέ δεν ελήφθησαν ουσιαστικές αποφάσεις στο θεσμικό αυτό όργανο της ελληνικής Πολιτείας.
Λίγο το πολυπρόσωπο του οργάνου, ακόμη περισσότερο η ανάληψη όλων των εξουσιών από τον πρωθυπουργικό περίγυρο, η παρουσία των υπουργών και των υφυπουργών στις σπανιότατες συνεδριάσεις της ολομέλειας των κυβερνητικών στελεχών είναι, κατά τα ψέματα, διακοσμητική.
Εκείνο, ωστόσο, το οποίο, μέσα σε αυτή τη γενική επισήμανση, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο είναι ότι η θεσμική κατάπτωση των τελευταίων χρόνων δεν έχει το προηγούμενό της.
Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν καταγγελθεί υπουργοί ότι εκβιάστηκαν από άλλους υπουργούς, καταφεύγοντας στη Δικαιοσύνη για να λύσουν τις διαφορές τους. Ούτε έχει διανοηθεί ποτέ κυβερνητικό στέλεχος να κάνει απειλητικά τηλεφωνήματα στον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας με σκοπό να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο της συνομιλίας.
Και ο λόγος που δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη αυτή η πρωτοφανής κατάπτωση των πολιτικών ηθών είναι διότι όλα αυτά –μην γελιόμαστε- τυγχάνουν της απολύτου προσωπικής εγκρίσεως του πρωθυπουργού. Του πρωθυπουργού ο οποίος, όταν δεν καθοδηγεί, καλύπτει τους παρεκτρεπόμενους υπουργούς του.
Μιλάμε, άλλωστε, για τον πρωθυπουργό ο οποίος για να περιγράψει το απερίγραπτο συνονθύλευμα των προσώπων που συναπαρτίζουν την κυβέρνησή του χρησιμοποιεί τα εξής απίθανα λόγια:
«Γύρω της συσπειρώθηκαν και συνεχίζουν να συσπειρώνονται δυνάμεις από όλο το φάσμα το δημοκρατικό. Δυνάμεις και πρόσωπα που δεν ανήκουν αποκλειστικά στον χώρο της Αριστεράς, αλλά προέρχονται και από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, τον χώρο της οικολογίας, αλλά και της λαϊκής κεντροδεξιάς».
Τόμπολα!

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2019

«Η φθήνια τρώει τον… παρά»



Αν έχει ένα αναμφίβολο προσόν η κυβέρνηση Τσίπρα είναι η ευκολία με την οποία τα στελέχη της σκαρφίζονται διάφορα –φθηνά, κατά βάση- κόλπα είτε για να δικαιολογήσουν πράγματα και καταστάσεις είτε για να εξαπατήσουν τους Έλληνες πολίτες, για τους οποίους, κρίνοντες μάλλον εξ ιδίων τα αλλότρια, δεν πρέπει να έχουν την καλύτερη άποψη σχετικά με την κριτική τους ικανότητα.
Ανάμεσα σε εκατοντάδες παραδείγματα που δείχνουν σε πόσο χαμηλό επίπεδο έχουν βάλει τον πήχη της αξιολογικής κρίσης που έχουν οι συμπατριώτες μας, δανείζομαι ένα από την τρέχουσα επικαιρότητα: «Επιστροφή φόρου τον Απρίλιο για 1.000.000 πολίτες», πανηγύριζαν αυτές τις μέρες τις ημέρες φιλοκυβερνητικά μέσα.
Όποιος έμπαινε στον κόπο να μάθει πως θα γίνει διαπίστωνε με έκπληξη ότι οι φιλοΣΥΡΙΖΑϊκοί προπαγανδιστές ερμήνευαν κατ΄ αυτόν τον τρόπο το απλούστατο μέτρο που πρόσφατα θεσπίστηκε και προβλέπει την αποστολή χωριστών φορολογικών εκκαθαριστικών στα ζευγάρια, ανεξαρτήτως να υποβάλλουν ή όχι κοινές δηλώσεις.
«Οι φορολογούμενοι που θα υποβάλουν τη φορολογική τους δήλωση έως το τέλος Μαρτίου και το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης είναι πιστωτικό, θα δουν το ποσό της επιστροφής του φόρου στον τραπεζικό τους λογαριασμό πιθανότατα και εντός του Απριλίου», διαβάζουμε στα σχετικά προπαγανδιστικά «ρεπορτάζ». «Ρεπορτάζ» τα οποία δεν έμεναν μόνον σε αυτό, αλλά «εκλαϊκεύοντας», δήθεν την «είδηση» πληροφορούν τους αναγνώστες τους και τα εξής:
«Είναι πολύ πιθανό να εμφανιστεί για πρώτη φορά το εξής “φαινόμενο”: Η σύζυγος να εισπράττει στον τραπεζικό της λογαριασμό την επιστροφή φόρου τον Απρίλιο ή τον Μάιο και ο σύζυγος να ξεκινά να πληρώνει τον δικό του φόρο εισοδήματος από τον Ιούλιο».
Όπως ακριβώς το διαβάσατε: Ο ένας σύζυγος θα πάρει νωρίς το εκκαθαριστικό που θα προβλέπει επιστροφή φόρου και γι΄ αυτό θα πάει όλη η οικογένεια μαζί στις κάλπες Μαίου για να ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αδιαφορώντας για το ότι θα είναι σε αναμονή το χρεωστικό εκκαθαριστικό του άλλου συζύγου που θα τους το στείλουν μετά τις εκλογές!


Όποιος αμφιβάλει για το ποιος ενορχηστρώνει αυτούς τους αστείους ισχυρισμούς, που δεν μπορούν να κρύψουν την χαμηλή εκτίμηση που έχουν στην κυβέρνηση για τους «υπηκόους» τους, δεν έχει παρά να ανατρέξει στα «επιχειρήματα» με τα οποία θέλησε ο ίδιος ο πρωθυπουργός να υποστηρίξει τις προτάσεις του κόμματός του για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Δικαιώνοντας όλους όσοι υποστηρίζουν ότι στο Μαξίμου ζουν και αναπνέουν με το πώς θα δημιουργήσουν προβλήματα στην αντιπολίτευση, επειδή μόνον έτσι μπορεί να κερδίσουν τις επόμενες εκλογές, η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία μετατράπηκε σε ένα ευτελές παιχνίδι πολιτικού κουτσομπολιού για το ποιος είναι με ποιον. 
Ο Αλέξης Τσίπρας, ο πολιτικός που εργαλειοποίησε όσο κανείς άλλος στο παρελθόν τη συνταγματική διάταξη για την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, προκαλώντας την πρόωρη διάλυση της Βουλής το 2014, τώρα εισηγείται να αλλάξει αυτή η ρύθμιση για να μην μπορεί να επαναλάβει κανείς αυτό το τέχνασμα, παρά μόνον ο ίδιος.
Και γνωρίζοντας ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος ως βουλευτής ήταν ο μόνος από τη Νέα Δημοκρατία που το 2015 δεν έδωσε θετική ψήφο στον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, προσπάθησε να σπείρει διχαστικά «δαιμόνια» στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης.
«Η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης δεν θα προτείνει εκ νέου τον Προκόπη Παυλόπουλο για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διότι δεν επιθυμεί ο σημερινός Πρόεδρος να ανανεώσει τη θητεία του», υποστήριξε από το βήμα της Βουλής ο πρωθυπουργός της Ελλάδος. «Ίσως γιατί δεν θεωρεί ότι είναι καλός Πρόεδρος είτε γιατί έχει τάξει κάπου αλλού τη στήριξή του», συμπλήρωσε καθότι στόχος του δεν ήταν μόνον η συνοχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά και της ελάσσονος.
Ο αρχηγός του κόμματος που… απείλησε την αντιπολίτευση ότι θα αποσύρει την πρότασή της για αναθεώρηση του άρθρου 32 που αναφέρεται στην προεδρική εκλογή, επειδή κινδυνεύει να του γυρίσει σε μπούμερανγκ, κατηγόρησε τον αντίπαλό του ότι «επιχειρεί να μετατρέψει τη διαδικασία της Συνταγματικής Αναθεώρησης σε παρωδία».
Κατηγορία, την οποία στήριξε με το γεγονός ότι ο αρχηγός της ΝΔ «μαζεύει διάφορους αξιόλογους, κατά τα άλλα, συνταγματολόγους να του ενισχύσουν την άποψη ότι δεν παίζει ρόλο τι ακριβώς ψηφίζει στην πρώτη Βουλή, ψηφίζει μόνο το άρθρο αυτό, ενώ λέει ρητά ότι διαφωνεί στην κατεύθυνση και στο περιεχόμενο, ώστε να έχει το άρθρο αυτό 180, ευελπιστώντας ότι στην επόμενη Βουλή θα έχει μαζί με το ΚΙΝΑΛ, προφανώς, 151 Βουλευτές και να το αλλάξει για να καταφέρει να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όχι τον σημερινό Πρόεδρο που εμείς προτείνουμε, αλλά κάποιον άλλον, ενδεχομένως κάποιο στέλεχος, νυν ή σε αποστρατεία, του ΚΙΝΑΛ».
«Αυτή είναι όλη η σκοπιμότητα», ισχυρίστηκε, προκαλώντας μάλλον καγχασμούς στα έδρανα της αντιπολίτευσης. Που αυξήθηκαν από όσα πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας: «Αυτό είναι όλο το πολιτικό παιχνίδι που κρύβεται πίσω από αυτήν την ιστορία», είπε ο πρωθυπουργός. Και συμπλήρωσε: «Εμείς, λοιπόν, θα το πούμε καθαρά. Υπάρχει μεγάλη ανησυχία, αλλά εάν θέλει, μπορεί να το διαψεύσει ο κ. Μητσοτάκης. Θα πάρει τον λόγο και θα πει “όχι, εμείς θα προτείνουμε τον Παυλόπουλο”, οπότε όλη αυτή η ιστορία θα τελειώσει. Τον προκαλώ να το κάνει».
Όσοι άκουσαν κ. Τσίπρα είναι βέβαιο ότι έμειναν με την απορία για το ποιος είναι εκείνος διακατέχεται από τη «μεγάλη ανησυχία» στην οποία αναφέρθηκε. Όπως και με την περιέργεια για το ποιος μπορεί να τον έπεισε ότι δημιούργησε προβλήματα στην αντιπολίτευση με τους αστήρικτους ισχυρισμούς ότι υπάρχει προσυνεννόηση ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στο ΚΙΝΑΛ για την εκλογή Προέδρου η οποία θα γίνει σε ένα χρόνο από τώρα και αφού στο μεταξύ θα έχουν στηθεί στη χώρα νωρίτερα τρεις κάλπες: ευρωπαϊκές, αυτοδιοικητικές και βουλευτικές. 
Είναι προφανώς το δικό του… υψηλής στάθμης πολιτικό κριτήριο που τον οδήγησε σε μια τέτοια σκέψη. Το κριτήριο με το οποίο παλαιότερα μετέτρεψε το «Όχι» του δημοψηφίσματος του 2015 σε ένα ταπεινωτικό «Ναι». Το κριτήριο που τον έκανε να καταστήσει κατηγορούμενους τους πολιτικούς του αντιπάλους που του ασκούν την πιο αυστηρή κριτική. Το κριτήριο που τον έστειλε να υπογράψει τη Συνθήκη των Πρεσπών για να διασπαστεί τη ΝΔ. Το κριτήριο που τον κάνει να πιστεύει ότι θα κλέψει τις ψήφους των αφελών οικογενειών που θα λάβουν προεκλογικά τα πιστωτικά εκκαθαριστικά με τις επιστροφές φόρων και μετεκλογικά τα χρωστικά με τις πληρωμές.
Για τέτοιες περιπτώσεις ο λαός μας μια πολύ ταιριαστή παροιμία που λέει: «Η φθήνια τρώει τον παρά». Παροιμία την οποία μάλλον δεν την ξέρουν εκεί στο Μαξίμου.

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

Φτωχαίνουν οι λέξεις κι ο κατήφορος δεν βρίσκει πάτο!



Φαρσοκωμωδία, ιλαροτραγωδία, τραγέλαφος, τσίρκο, θέατρο σκιών, ευτελισμός, ξεπεσμός, ξεφτίλα, ξετσιπωσιά, εκτροπή, κατάπτωση. Η ελληνική γλώσσα διαθέτει μεγάλο πλούτο από ουσιαστικά τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να χαρακτηρίσει τα πολιτικά φαινόμενα που ζούμε αυτή την περίοδο.
Μεγάλη είναι και η ποικιλία των επιθέτων που μπορεί να επιστρατευθούν για τον ίδιο σκοπό: πρωτοφανές, μοναδικό, καινοφανές, ανεπανάληπτο, ανεκδιήγητο, απερίγραπτο και αρκετά ακόμη παρόμοια τα οποία κατά βούληση μπορεί οιοσδήποτε να υιοθετήσει.
Φοβάμαι, ωστόσο, ότι όλα αυτά τα ουσιαστικά και τα επίθετα είναι, εν τέλει, πολύ φτωχά για να μπορέσουν να αποδώσουν παραστατικά τις άνευ προηγουμένου εξελίξεις που διαμορφώνονται στο πολιτικό σκηνικό. Οι λέξεις αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να περιγράψουν την αλληλουχία των πρωτόγνωρων επεισοδίων που διαδέχεται το ένα το άλλο.
Αν για το ψέμα ισχύει ο αφορισμός του Γιόζεφ Γκέμπελς σύμφωνα με τον οποίο «όσο πιο τερατώδες είναι, τόσο πιο πιστευτό γίνεται», έτσι και σε όλα αυτά που εκτυλίσσονται στο κοινοβουλευτικό προσκήνιο και παρασκήνιο φαίνεται να ισχύει ότι, όσο πιο υπερβολικό είναι αυτό που θα πουν ή θα κάνουν οι κυβερνώντες, τόσο μειώνονται τα ανακλαστικά αντίδρασης της αντιπολίτευσης αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας.
Το άρθρο 60 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζει ρητώς και κατηγορηματικώς ότι «οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Είναι μια εν πολλοίς αυτονόητη πρόνοια, η οποία –η αλήθεια είναι ότι- έχει πολλές φορές κακοποιηθεί, αλλά ποτέ στο παρελθόν δεν γνώρισε τόσο κραυγαλέα και απροσχημάτιστη καταστρατήγηση.
Αναφέρομαι, προφανώς, στο γεγονός ότι έξι από τα μέλη της Βουλής των Ελλήνων, που θεωρητικώς δεν τους ενώνει τίποτε σε ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, αφού έχουν εκλεγεί με τέσσερα διαφορετικά κόμματα, συντονίστηκαν και ανενδοίαστα υπέγραψαν παρόμοιες επιστολές με τις οποίες δηλώνουν απερίφραστα ότι η ψήφος τους πρέπει να προσμετράται στην κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς καν να ερωτώνται αν συμφωνούν με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες.
Ο πρόεδρος του ελληνικού Κοινοβουλίου, θεματοφύλακας, κατά τα άλλα, του θεσμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, τον οποίο ορκίστηκε να υπηρετεί, όχι μόνον αποδέχθηκε τις επιστολές των  έξι βουλευτών, αλλά τις χρησιμοποίησε και ως «επιχείρημα» για να υποστηρίξει ότι από κοινοβουλευτική σκοπιά «ναι, μπορούμε να πάμε Οκτώβριο σε εκλογές».
Δεν τον προβλημάτισε τον κ. Νίκο Βούτση η κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, ίσως γιατί και ο ίδιος, με την ιδιότητα του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, υπέγραψε, όπως και όλοι οι ομοϊδεάτες συνάδελφοι του, δήλωση με την οποία «δεσμεύονται ότι η έδρα που καταλαμβάνουν ανήκει στο κόμμα και όχι στους/στις ίδιους/ες».
Δεν φάνηκε, μάλιστα, ούτε καν να τον απασχόλησε το πλέον απίστευτο που είναι ότι δύο από τους έξι επιστολογράφους βουλευτές ανήκουν σε κοινοβουλευτική ομάδα, τους ΑΝΕΛ, που –καλώς ή κακώς- δεν είναι πλέον στη συμπολίτευση, αλλά έχει περάσει στην αντιπολίτευση.
Έχει γίνει πολλές φορές στο παρελθόν λόγος για την έκπτωση των πολιτικών και κοινοβουλευτικών ηθών. Εκείνοι, μάλιστα, που χρησιμοποιούσαν τους πλέον αυστηρούς τόνους για να ασκήσουν κριτική στους παρεκτρεπόμενους, συμβαίνει να είναι όσοι σήμερα όχι μόνον σφυρίζουν αδιάφορα για μείζονος σημασίας φαινόμενα πολιτικής έκπτωσης, αλλά βρίσκουν και δικαιολογίες.
Το πιο αστείο, όμως, και συνάμα εξοργιστικό είναι ότι την ίδια ώρα παριστάνουν τους «προοδευτικούς» και τους «σοσιαλδημοκράτες», δατεινόμενοι ότι οδηγούν τη χώρα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα, και ξορκίζουν, υποτίθεται, την αβεβαιότητα για την οποία πληρώνει βαρύ τίμημα η ελληνική οικονομία, όπως έδειξε το υψηλότατο επιτόκιο με το οποίο πρόσφατα δανείστηκε η χώρα.
Μεμονωμένοι βουλευτές με τα χαρακτηριστικά του Παπαχριστόπουλου, της Μεγαλοοικονόμου, του Ζουράρη, αλλά και του Δανέλλη, ενδεχομένως και του Αμυρά ή του Ψαριανού, θήτευσαν και σε προηγούμενες κοινοβουλευτικές περιόδους. Και είναι αλήθεια ότι αρκετές φορές παλαιότερα έχει ακουστεί ο αφορισμός ότι «αυτή η Βουλή είναι χειρότερη από όλες τις προηγούμενες».
Ο υποφαινόμενος είχε υποστηρίξει από αυτή εδώ τη στήλη κάτι αντίστοιχο, όταν στο τέλος του 2014 διαλύθηκε με τα γνωστά τερτίπια του ΣΥΡΙΖΑ στην προεδρική εκλογή η Βουλή που είχε σχηματιστεί μετά τη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση του 2012. Ποιος ξεχνάει τον μεταμεληθέντα χρυσαυγίτη Στάθη Μπούκουρα που έκλαιγε μετανοιωμένος στο βήμα της Βουλής; Ή τον ηθοποιό Παύλο Χαϊκάλη και την «απόπειρα εξαγοράς του» για να ψηφίσει Σταύρο Δήμα; 
Ποτέ, ωστόσο, στο παρελθόν δεν έχει υπάρξει τέτοιος… συνωστισμός προσώπων που δεν σέβονται ούτε τον θεσμό που υπηρετούν, ούτε τους ψηφοφόρους που τους εξέλεξαν, ούτε καν τους ίδιους τους εαυτούς τους, αθετώντας προκλητικά τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι από την τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση, η οποία προέκυψε από εκλογές χωρίς σταυρό και στη διάρκεια της είχαμε μεγάλες μεταστροφές, με πλειάδα προσώπων τα οποία «άλλαξαν φανέλα», δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που να παρέδωσε την έδρα του όταν διαφώνησε ή πέρασε σε άλλο στρατόπεδο.
Ποιο είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά; Ότι ο κατήφορος στον οποίο έχει μπει η πολιτική ζωή της χώρας δεν έχει βρει ακόμη τον πάτο του. Γι΄ αυτό και είναι δύσκολο να βρει κανείς σε μια τόσο πλούσια γλώσσα, όπως είναι η ελληνική, τις κατάλληλες λέξεις για να αποτυπώσει όλα όσα ζούμε. Και τα χειρότερα που, ίσως, μας περιμένουν ακόμη.