Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Αν δεν καταργηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών…



Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά της… φυλής μας, όπως διατείνονται ορισμένοι, αλλά είναι βέβαιο ότι ως Έλληνες έχουμε μια μάλλον μοναδική ιδιότητα: αρεσκόμεθα στην επικράτηση του διχαστικού πνεύματος. Και αρεσκόμεθα τόσο πολύ που συχνά ψάχνουμε να βρούμε αφορμές για να συγκρουστούμε ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει λόγος για να συμβεί αυτό.
Στον δημόσιο λόγο, αλλά και στην καθημερινότητα, επικρατεί μια διαρκής «εμφυλιοπολεμική» ατμόσφαιρα που επιτάσσει στον καθένα μας να διαλέξει στρατόπεδο επί παντός του επιστητού: από τα πιο μικρά ζητήματα έως τα πιο μεγάλα. Άμα, για παράδειγμα, είσαι με τον Παναθηναϊκό, πρέπει να… επιθυμείς την καταστροφή του Ολυμπιακού. Ενώ, αν υποστηρίζεις τον ΠΑΟΚ, είναι επιβεβλημένο να… μισείς τον συμπολίτη Άρη. Και τούμπαλιν, εννοείται.
Θα ήταν, ενδεχομένως, μικρό το κακό αν η νοοτροπία αυτή ήταν εμπεδωμένη μόνον στις οπαδικές αντιθέσεις. Το δυστύχημα είναι ότι επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Γι΄  αυτό και δεν σου… επιτρέπεται να μην πάρεις θέση στα καθημερινά διλήμματα που τίθενται στη λογική του δόγματος «όστις μη μεθ΄ ημών, καθ΄ ημών εστί». Με άλλα λόγια, «όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας, είναι εχθρός μας».
Αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον καθρέπτη της σύγχρονης κοινωνίας, όποιος τα περιδιαβάζει, δεν συναντά παρά διαρκείς εστίες έντασης, αντιπαράθεσης, εχθροπάθειας και μισσαλοδοξίας. Είσαι «ΣΥΡΙΖΑ» ή «αντι-ΣΥΡΙΖΑ»; Είσαι «αντι-δεξιός» ή «δεξιός»; Το να μην είσαι τίποτε «αντί-», δεν αποτελεί παραδεκτή εναλλακτική στάση.
Έτσι, εφόσον δεν συμμερίζεσαι και δεν συμμετέχεις στο διαδικτυακό λιντσάρισμα της νεαράς Ελένης Αντωνιάδου η οποία – μάλλον καθ΄ υπερβολήν- προέβαλε επιστημονικά προσόντα που δεν είχε, τότε καθίστασαι… ύποπτος για στήριξη στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, η οποία υπέπεσε στο έγκλημα καθοσιώσεως να απονείμει βραβείο χωρίς να βάλει τις αρχές ασφαλείας της χώρας να κάνουν προηγουμένως ενδελεχή έρευνα.
Από την άλλη, μόλις αποπειράσαι να διατυπώσεις ένα ψήγμα κριτικής για τις -προσώρας λίγες, είναι η αλήθεια- αστοχίες της κυβερνητικής πολιτικής, στο άψε σβήσε ένας ολόκληρος στρατός από –πληρωμένα ή όχι, μικρή σημασία- τρολ συντονίζεται για να σου εκτοξεύσει επίθεση. Και επειδή δεν έχει αντεπιχείρημα, αρκείται να του καταμαρτυρήσει ότι βιάστηκες να «φορέσεις ροζ γυαλιά». Το δικαίωμα να έχεις άλλη άποψη για τα πράγματα ή τα πρόσωπα δεν είναι επιτρεπτό.
Από αυτό το τοξικό κλίμα, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το μείζον ζήτημα που είναι αυτές τις μέρες στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας: η διαβόητη υπόθεση Novartis. Μια υπόθεση η οποία, για όποιον δεν φορά κομματικές παρωπίδες, ήταν από την πρώτη στιγμή οφθαλμοφανές ότι επρόκειτο για μια τόσο κακοστημένη σκευωρία που ήταν ζήτημα χρόνου να καταρρεύσει.
Τα πρόσωπα, άλλωστε, που πρωταγωνιστούσαν στην ενορχήστρωση, η επιλεκτική επιλογή των πολιτικών που μπήκαν στο στόχαστρο και οι γελοίες καταθέσεις των κουκουλοφόρων που εστάλησαν στη Βουλή, δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι η κατάληξη δεν μπορούσε να είναι άλλη από το φιάσκο.
Παρόλο, όμως, που τώρα όλα αυτά αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας, όλοι εκείνοι που -ακόμη και… καλόπιστα- είχαν υιοθετήσει ή είχαν «επενδύσει» σε φαντασιώσεις ότι θα μπορούσαν να παγαίνουν χρήματα με τροχήλατες βαλίτσες στο πρωθυπουργικό γραφείο, αρνούνται να αποδεχθούν την πραγματικότητα.
Ενδεικτικά και μόνον παραθέτω το ακόλουθο tweet του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρη Παπαδημούλη: «Η Ελλάδα ξόδευε για φάρμακα 4 δις € ετησίως παραπάνω από Βέλγιο και Πορτογαλία. Οι Κυβερνήσεις αποφάσιζαν τις τιμές-οδηγό για όλη την Ευρώπη. Η Novartis είχε προνομιακή μεταχείριση. Στελέχη της και γιατροί διώκονται. Αλλά για ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι μία σκευωρία του Τσίπρα και όχι σκάνδαλο!».
Η εκδοχή να είναι σκάνδαλο με πρωταγωνιστές γιατρούς και στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας, αλλά, ταυτοχρόνως, και σκευωρία, αν όχι του Τσίπρα, τουλάχιστον του επονομαζόμενου «Ρασπούτιν», ούτε που περνάει από το μυαλό του κ. Παπαδημούλη. Όπως, προφανώς, δεν περνάει από το μυαλό του και το εξής προφανές ερώτημα: γιατί τόσα χρόνια –τεσσεράμισι ήταν το κόμμα του στην εξουσία- δεν παραπέμφθηκαν σε δίκη ούτε γιατροί ούτε στελέχη της Novartis;  
Η απάντηση είναι απλή: Διότι κάποιοι πολιτικοί φωστήρες θέλησαν να εκμεταλλευθούν το σκάνδαλο για να στοχοποιήσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα δεν έδιναν… δεκάρα για τη διερεύνηση της πραγματικής διάστασης που κατά τα φαινόμενα είχε το συγκεκριμένο σκάνδαλο. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να «εργαλειοποιήσουν» το νόμο περί ευθύνης ώστε να δημιουργηθεί πολιτική αντιπαράθεση από την οποία ήταν βέβαιοι ότι χαμένοι θα ήταν οι εγκαλούμενοι πολιτικοί, καθώς, ακόμη και αν δεν καταδικαζόταν, η ρετσινιά ότι «τα έπιασαν» θα τους κυνηγούσε αιωνίως.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κοινοβουλευτική του ομάδα έκαναν ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα προς την πολιτική καταλλαγή με την απόφασή τους να εξαιρέσουν τον Αλέξη Τσίπρα από τα πρόσωπα για τα οποία θα αναζητηθούν οι ενδεχόμενες ευθύνες στην ενορχήστρωση της υπόθεσης. Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση που στόχο έχει να αποτρέψει την όξυνση του πολιτικού κλίματος που μοιραία επέρχεται με την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Όπως επίσης και να περιοριστεί το διχαστικό πνεύμα το οποίο, όπως περιγράφουμε πιο πάνω, ειδικά την τελευταία δεκαετία, έχει κατακλύσει τη δημόσια ζωή.
Αν, ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του επιθυμούν πράγματι να θέσουν ένα οριστικό τέρμα στην ποινικοποίηση της πολιτικής, δεν έχουν παρά στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση να τερματίσουν άπαξ δια παντός το καθεστώς της ειδικής ποινικής μεταχείρισης που προβλέπεται για τα μέλη της κυβέρνησης. Οι συνθήκες είναι εδώ και χρόνια ώριμες για να προχωρήσει η ριζική τροποποίηση, αν όχι και η πλήρης κατάργησης, του άρθρου 86. Έτσι ώστε και οι διατελέσαντες υπουργοί να είναι αντιμέτωποι με τον φυσικό τους δικαστή, όπως συμβαίνει με όλους τους πολίτες.
Οι δύο όψεις τις οποίες έχει η υπόθεση Novartis καταδεικνύουν ότι μια τέτοια αλλαγή θα είναι απολύτως λυτρωτική για το πολιτικό μας σύστημα.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»



«Αυτοί που χρεοκόπησαν και λεηλάτησαν το ταμείο και το παρέδωσαν άδειο, ζητάνε τώρα να αρπάξουν τους κόπους και τις θυσίες του ελληνικού λαού, να πάρουν τα 35 δισ. από τις θυσίες του λαού μας και να τα δώσουν στις τράπεζες και στους τραπεζίτες», έλεγε και ξαναέλεγε ο Αλέξης Τσίπρας σε όλες τις προεκλογικές ομιλίες που εκφώνησε πριν από την 7η Ιουλίου.
Σχεδόν σε κάθε δημόσια εμφάνιση του σε μπαλκόνι ή τηλεοπτικό πλατό ξιφουλκούσε κατά του βασικού του αντιπάλου Κυριάκου Μητσοτάκη, επιμένοντας, σε πείσμα των γαλάζιων διαψεύσεων, ότι αν κέρδιζε τις εκλογές η χώρα θα ζούσε έναν Αρμαγεδδώνα, καθώς η κυβέρνηση που θα σχημάτιζε –με τη… συνδρομή της Φώφης Γεννηματά, όπως ισχυριζόταν, για να καταστήσει πιο ισχυρή την υποτιθέμενη… ασύμμετρη απειλή κατά των λαϊκών συμφερόντων που συνιστούσε η ήττα του κόμματός του- αφού:
*Πρώτον, θα επέβαλε την επταήμερη εργασία, καταργώντας το οκτάωρο και το πενθήμερο και υποχρεώνοντας τους εργαζομένους να δουλεύουν πολύ περισσότερο με τον ίδιο μισθό και με ελαστικοποιημένες μορφές απασχόλησης.
*Δεύτερον, θα απέλυε σωρηδόν δημοσίους υπαλλήλους.
*Τρίτον, θα καταργούσε τη διευκόλυνση της αποπληρωμής των οφειλών σε 120 δόσεις, που είχε μεν ψηφίσει, αλλά δεν είχε προλάβει να εφαμρόσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
*Τέταρτον, θα περιέκοπτε όλα τα κοινωνικά επιδόματα υπέρ των οικονομικά αδυνάμων, καταργώντας ακόμη και την αποκαλούμενη «13η σύνταξη», και
*Πέμπτον, θα έφερνε πίσω το ΔΝΤ για να μας επιβάλουν από κοινού ένα τέταρτο Μνημόνιο.
Η «δαιμονοποίηση» του Κυριάκου Μητσοτάκη στην οποία, προφανώς, στόχευε με αυτή την προεκλογική τακτική ο Αλέξης Τσίπρας, επετεύχθη ως έναν βαθμό. Από το 23,75% στο οποίο κατρακύλησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωκάλπη της 26ης Μαΐου, κατάφερε στην εθνική κάλπη της 7ης Ιουλίου να σκαρφαλώσει στο 31,53%, προσελκύοντας ψηφοφόρους οι οποίοι επηρεάστηκαν από την κινδυνολογία ότι «θα χάσουν κεκτημένα».
Μετεκλογικά, ωστόσο, το σκηνικό που διαμορφώνεται μοιάζει εντελώς διαφορετικό. Δύο μήνες μετά την εκλογική νίκη της ΝΔ τίποτε από τα μύρια όσα κακά που, σύμφωνα με το ΣΥΡΙΖΑϊκό αφήγημα, θα επέπιπταν επί των κεφαλών μας, όχι μόνον δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά, μέχρις στιγμής τουλάχιστον, η τροπή των πραγμάτων φαίνεται να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Από το βήμα της ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διέψευσε και τα πέντε προαναφερθέντα επιχειρήματα, τα οποία εν πολλοίς, είχαν αποτελέσει τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η επικοινωνιακή στρατηγική της απελθούσας κυβέρνησης.
Και για την ακρίβεια των πραγμάτων στην ομιλία προς τους παραγωγικούς φορείς το Σάββατο και στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Κυριακή, ο νυν πρωθυπουργός:
1. Ανακοίνωσε κίνητρα για να μετατραπεί η μερική απασχόληση σε πλήρη, όπως και κυρώσεις κατά της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της μαύρης ή ανασφάλιστης εργασίας, η οποία, εκτός από τους ίδιους τους εργαζόμενους που την υφίστανται, πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα που αντιμετωπίζει συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.
2. Εξήγγειλε αυξημένο αριθμό προσλήψεων στους τομείς που το Δημόσιο έχει πραγματικές ανάγκες, όπως είναι η Υγεία, η Παιδεία και η Ασφάλεια.
3. Δεσμεύτηκε ρητά ότι δεν θα καταργήσει κανένα επίδομα και αντιθέτως σκοπεύει να χορηγήσει επιπλέον εφάπαξ επίδομα 2.000 για κάθε παιδί που γεννιέται.
4. Πανηγύρισε για τη διεύρυνση της ρύθμισης για τις 120 δόσεις που επιτέλους ξεκίνησε και αφορά περισσότερους οφειλέτες οι οποίοι μπορεί να ενταχθούν σε αυτή με μικρότερες δόσεις και με χαμηλότερο επιτόκιο από ό,τι προβλεπόταν στην εξαγγελθείσα και μηδέποτε εφαρμοσθείσα ρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνηση.
5. Προανήγγειλε την πρόωρη αποπληρωμή των παλαιότερων δανείων από το ΔΝΤ που, εκτός από επωφελής οικονομικά, έχει και τη σημειολογική διάσταση ότι αφήνουμε πλέον πίσω τη μια μετά την άλλη τις δυσμενείς συνέπειες της μνημονιακής περιόδου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συμπτωματική η διεύρυνση της πολιτικής κυριαρχίας του νυν πρωθυπουργού που καταγράφεται σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Η μια μετά την άλλη οι έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και οι πολίτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα στις πρόσφατες εκλογές αντιμετωπίζουν με θετική προαίρεση τη νέα κυβέρνηση και συνηγορούν σε πολλές από τις πρωτοβουλίες της (κατάργηση ασύλου, ενίσχυση της αστυνόμευσης κ.λπ.).
Η πολιτική μετριοπάθεια με την οποία πολιτεύεται αυτό το πρώτο διάστημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνδυασμό με την συνεχή διάψευση που υφίσταται η κινδυνολογική στρατηγική την οποία χάραξε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ως κυβέρνηση και συνεχίζει να εφαρμόζει ως αξιωματική αντιπολίτευση στερεί ζωτικό πολιτικό χώρο και προκαλεί εμφανή αμηχανία στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ηγεσία του.
Οι κραυγές ορισμένων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «αναβίωση του κράτους της Δεξιάς», δεν πείθουν τους πολίτες. Ενώ το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία, από τη μια, υποτίθεται ότι είχε κανονίσει να μειωθούν η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ, από την άλλη, επικρίνεται η σημερινή κυβέρνηση ότι δεν είναι αρκούντως διεκδικητική.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός απολαμβάνουν ακόμη συνθήκες που παραπέμπουν σε «μήνα του μέλιτος», όπως συνήθως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με τους νεοεκλεγέντες. Από την άλλη, όμως, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι η κριτική που της ασκείται από τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης και κατά βάση  δεν είναι διόλου πειστική στα μάτια της κοινής γνώμης.
Γι΄ αυτό και όσοι θέλουν να αντιπολιτευθούν με αποτελεσματικότητα, είτε πρόκειται για τον ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής ή οποιονδήποτε άλλον, δεν έχουν παρά να αφήσουν κατά μέρος την εύκολη κινδυνολογία και να την αντιτάξουν η δική τους εναλλακτική προγραμματική πρόταση.
Διαφορετικά ο καιρός θα περνάει και εκείνοι ματαίως θα αναρωτιούνται όπως ο βοσκός της γνωστής βουκολικής ρήσης: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουμε τα έρμα και ψοφάνε…».

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2019

Αλλάζουν οι συνθήκες όταν είσαι «μέσα στον χορό»…



Η επικείμενη Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για έναν -πολύ πρόωρο, είναι η αλήθεια- απολογισμό της κυβερνητικής δράσης, καθώς συμπληρώνονται δύο μήνες από την εκλογική νίκη της 7ης Ιουλίου.
Τα στελέχη και οι συνεργάτες της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπήκαν με μεγάλη φούρια στο πολιτικό τερέν, πασχίζοντας να (απο-)δείξουν τους προεκλογικούς ισχυρισμούς τους ότι ήταν πανέτοιμοι να αναλάβουν τη διακυβέρνηση.
Σε αυτό το πλαίσιο και επιδιώκοντας εύκολες επικοινωνιακές νίκες, επιδόθηκαν από την πρώτη στιγμή σε μια -μάλλον αγχώδη- προσπάθεια να πείσουν για την προετοιμασία την οποία είχαν στα χρόνια που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση.
Με αποτέλεσμα, όμως, παρότι δεν ήταν καινούργιοι στο «κουρμπέτι»να μην καταφέρουν να αποφύγουν κάποιες αστοχίες που μάλλον δεν δικαιολογούνται από ανθρώπους οι οποίοι δεν κάθονταν πρώτη φορά σε υπουργικούς θώκους.
Το ζήτημα, για παράδειγμα, της ΔΕΗ και οι δεσμευτικές δηλώσεις των πρώτων κυβερνητικών ημερών ότι θα βρεθεί –μαγική;- λύση χωρίς να επιβαρυνθούν οι καταναλωτές, είναι μια απόδειξη τόσο για την έλλειψη προετοιμασίας όσο και για τη σπουδή να ειπωθούν πράγματα που ακούγονται ευχάριστα από τους ψηφοφόρους. 
Η εκ των υστέρων απόπειρα να δικαιολογηθεί η υποχρεωτική αλλαγή πλεύσης στη δρομολογούμενη λύση μέσω της επίκλησης των δεδομένων ευθυνών της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δυστυχώς δεν πείθουντην κοινή γνώμη.
Οι άνθρωποι οι οποίοι στελεχώνουν ένα κόμμα εξουσίας οφείλουν να ξέρουν τι πρόκειται να παραλάβουν. Πόσω μάλλον τι παρέλαβαν, όταν μετά τις εκλογές έσπευδαν να κάνουν βεβιασμένες, όπως αποδείχθηκε, ανακοινώσεις. Και αν δεν ήξεραν, δεν υπήρχε κανείς απολύτως λόγος να δεσμεύονται ότι δεν θα αναπροσαρμοστούν τα τιμολόγια της ΔΕΗ.
Αλλά και μιλώντας γενικώς, πέραν, δηλαδή, της συγκεκριμένης ανακολουθίας, διαπιστώνει κανείς ότι τα χρονοδιαγράμματα που οι ίδιοι οι κυβερνώντες έθεσαν στους εαυτούς τους ήταν πολύ αυστηρά. Και γι΄ αυτό αποδείχθηκαν ανεφάρμοστα.
Υποτίθεται, για να μιλήσουμε και πάλι με συγκεκριμένα παραδείγματα, ότι μήνες, αν όχι και χρόνια, πριν από τις εκλογές τα στελέχη της ΝΔ είχαν έτοιμα τα πρώτα νομοθετήματα της νέας διακυβέρνησης: πρώτον, για την αναδιάρθρωση του Δημοσίου, δεύτερον, για τη νέα φορολογική πολιτική με τους μειωμένους συντελεστές και, τρίτον, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο με την καθιέρωση κινήτρων για την προσέλκυση επενδύσεων και την άρση των γραφειοκρατικών και άλλων εμποδίων που ορθώνονται στον δρόμο των επενδυτών.
Τι απεδείχθη στην πράξη; Απεδείχθη ότι, κακά τα ψέματα, δεν υπήρξε καμία –σοβαρή τουλάχιστον- προετοιμασία. Ή, και αν υπήρχε κάτι, η… ξεροκέφαλη πραγματικότηταβάλθηκε να δικαιώσει τη λαϊκή ρήση που λέει ότι «όσοι είναι έξω από τον χορό πολλά τραγούδια ξέρουν…»
Ας τα πάρουμε με τη σειρά για να μην θεωρηθεί ότι υπερβάλουμε ή αδικούμε τα κυβερνητικά στελέχη. Κατ΄ αρχάς, το νομοσχέδιο για το λεγόμενο«επιτελικό κράτος» πήγε τσάτρα – πάτρα στη Βουλή και, χάρις μάλλον στον… «βολονταρισμό» του καθηγητή Γιώργου Γεραπετρίτη, ψηφίστηκε κατά παράβαση των ίδιων των πρακτικών καλής νομοθέτησης που καθιερώνονται με τις δικές του διατάξεις.
Έπειτα, το φορολογικό νομοσχέδιο «τεμαχίστηκε», έτσι ώστε να προηγηθούν οι εύκολες ρυθμίσεις για τον ΕΝΦΙΑ και τις 120 δόσεις, που εν πολλοίς είχαν προετοιμαστεί από τους προηγούμενους, ενώ οι πιο δύσκολες διατάξεις μετατέθηκαν για αργότερα, γιατί απαιτούσαν περισσότερη προεργασία, όπως και διαβούλευση με εταίρους και δανειστές.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για το πλέον κρίσιμο κυβερνητικό νομοθέτημα, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο που αποτελεί τον πυλώνα πάνω στον οποίο θα πρέπει να «ακουμπήσει» ολόκληρο το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Διότι, όπως οι ίδιοι έχουν διακηρύξει και η λογική επιτάσσει, χωρίς ένα αναπτυξιακό σοκ, που θα προκληθεί από νέες επενδύσεις, η χώρα θα μείνει καθηλωμένη στην αναιμική ανάπτυξη των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ και δεν θα υπάρξουν ούτε φοροελαφρύνσεις ούτε νέες δουλειές.
Στο υπουργείο Ανάπτυξης, αντί να στρωθούν στη δουλειά και να συντάξουν ένα εφαρμόσιμο νομοσχέδιο με κανόνες για όλους και κίνητρα για την νεοφυή επιχειρηματικότητα, εστίασαν τις δυνάμεις τους σε πρωτοβουλίες με εξασφαλισμένη πρόσκαιρη δημοσιότητα, όπως οι παρεμβάσεις για να σωθούν εταιρίες που οι μέτοχοί τους δεν θέλουν να σώσουν.
Κάπως έτσι, το πολυαναμενόμενο αναπτυξιακό νομοσχέδιο, το οποίο ήθελε πως και πως ο ίδιος ο πρωθυπουργός να πάρει μαζί του στον ευρωπαϊκό γύρο ταξιδιών που έκανε πρόσφατα και να ανακοινώσει, αν όχι την ψήφισή του, τουλάχιστον την κατάθεσή του στη Βουλή το επερχόμενο Σαββατοκύριακο της ΔΕΘ, δεν έχει πάρει ακόμη τη μορφή νομοθετικού κειμένου.
Στην πραγματικότητα πάει από αναβολή σε αναβολή. Και το επιβεβαίωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας, ο οποίος, σε σχετική ερώτηση, έδωσε την εξής απάντηση: «Το αναπτυξιακό νομοσχέδιο είναι ένα πραγματικά μεγάλο νομοσχέδιο. Καταλαμβάνει πάρα πολλά πεδία της πολιτικής και θα τεθεί σε διαβούλευση αυτές τις ημέρες. Ενδεχομένως και αυτή την εβδομάδα. Αν δεν είναι αυτή την εβδομάδα, θα είναι Δευτέρα ή Τρίτη αμέσως μετά τη ΔΕΘ...».
Σίγουρα, «δεν… έπεσε η ζάχαρη στο νερό» επειδή θα καθυστερήσουν μερικές ακόμη εβδομάδες πράγματα που έπρεπε να γίνουν χρόνια νωρίτερα. Αυτό, όμως, που έχει σημασία είναι να κατανοήσουν οι κυβερνώντες είναι ότι πρέπει να μιλούν λιγότερο και να πράττουν περισσότερα.
Δεν παρίσταται καμία ανάγκη να κάνουν πρόωρα ανακοινώσεις για κινήσεις και πρωτοβουλίες για τις οποίες δεν έχουν την απαραίτητη προετοιμασία. Διότι, αν αυτό ήταν ανεκτό όταν ήταν στην αντιπολίτευση, δεν ισχύει το ίδιο τώρα που είναι στην κυβέρνηση.
Μπορεί, προς στιγμήν, όλες αυτές οι μικρές αστοχίες να μην τους κοστίζουν επικοινωνιακά, επειδή διαθέτουν μεγάλο πολιτικό απόθεμα και η κριτική που δέχονται από την αντιπολίτευση δεν τους πλήττει, με την πάροδο του χρόνου, όμως και κυρίως όταν θα τελειώσει ο μήνας του πολιτικού μέλιτος που απολαμβάνουν, όλα αυτά θα λειτουργήσουν σωρευτικά.
Έμπειροι είναι και το ξέρουν!