Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Φάκελος". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα "Φάκελος". Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Μνημόσυνα με ξένα κόλλυβα και άλλα προεκλογικά «φούμαρα»



Μόνο σε μια χώρα, η οποία έχει λύσει όλα τα προβλήματά της ή απλώς κυβερνάται από αργόσχολους, θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν τελετές και παράτες που στήνονται άνευ λόγου και αιτίας, όπως αυτές που παρακολουθούμε τις τελευταίες μέρεςμε τον περιβόητο «Φάκελο της Κύπρου» και αφήνουν έκθαμβους όσους, τουλάχιστον, εξ ημών έχουμε μια σχετική (επί)γνωση των πραγμάτων.
Μέχρι φωτογραφίες –με δικά μας προφανώς έξοδα- μοίρασε το Μέγαρο Μαξίμου για να εορταστεί το… κοσμοϊστορικό γεγονός που δεν ήταν άλλο «από τη συνάντηση του Πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο της Βουλής για την παράδοση των εκδόσεων Φάκελος Κύπρου», όπως μας πληροφορεί η ανακοίνωση που συνοδεύει τα ενσταντανέ με τους τέσσερις τόμους που είναι απλωμένοι πάνω στο τραπέζι του πρωθυπουργικού γραφείου και δείχνουν τον Αλέξη Τσίπρα να παρακολουθεί βλοσυρά τον Νίκο Βούτση.
Προσωπικά δεν μπορώ να κρύψω την πολύ μεγάλη περιέργεια που με διακατέχει για να μάθω τι ακριβώς έλεγαν οι δυο τους. Όχι για κανέναν άλλο λόγο, αλλά για να πληροφορηθώ αν ήταν επίσημη «γραμμή» ή προϊόν απλής αδαοσύνης τα όσα διέδιδαν εκ των προτέρων κάποια αμειβόμενα από το κυβερνητικό «Πρυτανείο» τρολ του διαδικτύου.
«Ακόμα και τον Φάκελο της Κύπρου, αυτή η κυβέρνηση τον φέρνει στο φως... Αύριο το μεσημέρι, μετά από δεκαετίες σιωπής, ο Πρόεδρος της Βουλής θα παραδώσει στον Πρωθυπουργό τους πρώτους τέσσερις τόμους από 600 σελίδες, του Φακέλου της Κύπρου», έγραψε αυτολεξεί εις εξ αυτών στην πανηγυρική ανάρτησή του, η οποία συνέχιζε ως εξής: «Μετά την παράδοση στον ΠτΔ, στον ΠΘ, τους πολιτικούς αρχηγούς κ.ά., θα αναρτηθούν σε κοινή θέα. Συνολικά θα είναι 30 τόμοι και δεν θα λείπει ούτε μια λέξη από όλο το υλικό που είχε μαζευτεί από το 1986, από την εξεταστική επιτροπή, πλην όμως δεν υπήρξε ποτέ πόρισμα της Βουλής...».
Η αλήθεια, όμως, είναι εντελώς διαφορετική. Τόσο διαφορετική που δεν δικαιολογεί κανέναν πανηγυρισμό. Διότι, όποιος προστρέξει στην ιστοσελίδα της Βουλής, όπου ξεκίνησαν οι αναρτήσεις, θα αντιληφθεί ότι όλα αυτά δεν είναι παρά fakenews. Ή, αλλιώς, ένα προπέτασμα καπνού με το οποίο επιχειρείται να μυθοποιηθεί έτι περαιτέρω μια πολύ απλή υπόθεση όπως είναι το –κατά τα άλλα σοβαρό- έργο της προ τριακονταετίας διερεύνησης των τραγικών γεγονότων της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο.
Στον πρώτο κιόλας τόμο, άλλωστε, βρίσκει κανείς τα –κατά τους προπαγανδιστές ανύπαρκτα- πορίσματα της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής των Ελλήνων και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κύπρου, τα οποία ήταν από την πρώτη στιγμή δημοσιευμένα και προσβάσιμα στους πάντες.
Αυτό που στην πραγματικότητα θα γίνει τώρα δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη δημοσιοποίηση ολόκληρων των καταθέσεων που έδωσαν οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές της τραγωδίας οι οποίοι παρέλασαν από την Εξεταστική Επιτροπή που άρχισε να λειτουργεί το καλοκαίρι του 1986 και ολοκλήρωσε τις εργασίες της σχεδόν τρία χρόνια αργότερα με ένα πόρισμα στο οποίο κάθε κόμμα είχε καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα.
Είχα, ας μου επιτραπεί η περιαυτολογία, την τύχη να παρακολουθήσω ως νεαρός συντάκτης από κοντά τις εργασίες εκείνης της Επιτροπής και να συνομιλήσω για λίγο ή περισσότερο με αρκετούς από όσους κλήθηκαν ως μάρτυρες, όπως και με πολλούς από τους βουλευτές που ήταν μέλη της Επιτροπής. Μπορώ εξ ου να διαβεβαιώσω ότι η πλειονότητα των τελευταίων είχαν δείξει –σε αντίθεση με συναδέλφους τους που μετείχαν σε μεταγενέστερες αντίστοιχες κοινοβουλευτικές διαδικασίες- ιδιαίτερη προσήλωση στο καθήκον να αναζητήσουν την αλήθεια.
Είναι βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη μου οι ομηρικοί καβγάδες των δημοσιογράφων που καλύπταμε τις εργασίες με τον προεδρεύοντα της Εξεταστικής, αείμνηστο Χρήστο Μπασαγιάννη, ο οποίος κατέβαλε φιλότιμες προσπάθειες να τηρήσει απόρρητες τις καταθέσεις, σε πείσμα της δικής μας επαγγελματικής υποχρέωσης να δημοσιεύσουμε ό,τι περισσότερο μπορούσαμε από το περιεχόμενό τους. 
Ωστόσο, από τη μια, ο χρόνος που είχε ήδη παρέλθει από τα γεγονότα του 1974, και, από την άλλη, τα στόματα των μαρτύρων που δεν άνοιγαν παρά μόνον για να καλύψει ο καθείς τον εαυτό του –ενώ κεντρικά πρόσωπα όπως οι Γεώργιος Παπαδόπουλος, Δημήτριος Ιωαννίδης και Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος παρέμειναν απόλυτα σιωπηλά- δεν άφησαν πολλά περιθώρια για αποκαλύψεις που να αλλάζουν όσα ήταν γνωστά ως τότε για τα δραματικά γεγονότα που άνοιξαν τον δρόμο στον συνεχιζόμενο έως τις μέρες μας «Αττίλα».
Όπως και να έχει, όμως, το υλικό που συγκεντρώθηκε τότε έχει αναμφισβήτητη αξία. Μόνον που είναι αξία η οποία αφορά τους ιστορικούς και άλλους ειδικούς επιστήμονες που θα θελήσουν να ερευνήσουν περαιτέρω τα καθοριστικά γεγονότα εκείνης της περιόδου που οι δραματικές συνέπειες τους είναι ακόμη παρούσες τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ελλάδα. Διότι, κατά τα λοιπά, ουδείς πολίτης είναι σε θέση να βγάλει άκρη και να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα διαβάζοντας τις χιλιάδες σελίδες των καταθέσεων που θα έρθουν στο φως σε βάθος χρόνου.
Γι΄ αυτό και είναι προφανές ότι οι κυβερνώντες έσπευσαν να δώσουν τώρα στη δημοσιότητα τους τέσσερις πρώτους τόμους αποκλειστικά και μόνον για προπαγανδιστικούς λόγους, όπως αυτοί που αναδύονται από τις προαναφερθείσες αναρτήσεις των κυβερνητικών προπαγανδιστικών μηχανισμών.
Με άλλα λόγια, οι τελετές και οι παράτες για τον «Φάκελο της Κύπρου» που στήθηκαν ήδη, όπως και εκείνες που είναι βέβαιο ότι θα στηθούν προσεχώς, δεν είναι παρά ένα… μνημόσυνο με ξένα κόλλυβα το οποίο επιχειρείται να ενταχθεί στις προεκλογικές ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος και υπηρετεί τη διαρκή απόπειρα καθορισμού εκ των άνω της λεγόμενης επικοινωνιακής ατζέντας.
Να μην συζητούμε, δηλαδή, για το υπουργικό συμβούλιο που θυμίζει καφενέ με τις συζητήσεις που γίνονται στις συνεδριάσεις του για τα κονδύλια του… Σόρος. Ούτε να απασχολούμαστε με τις ανατριχιαστικές προχειρότητες με τις οποίες ασκείται στις μέρες μας η εξωτερική πολιτική.
Αλλά, αντιθέτως, να έχουμε να λέμε πότε για τον Φάκελο της Κύπρου, πότε για τις γερμανικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο. Και, γενικώς, να είμαστε προσανατολισμένοι σε ό,τι άλλο μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτρέπει την ενασχόληση με τα ουσιώδη προβλήματα της χώρας: τη γήρανση του πληθυσμού, τους νέους που παίρνουν των ομματιών τους και φεύγουν ή την ανάπτυξη που δεν έρχεται.
Ας οπλιστούμε, λοιπόν, με υπομονή. Διότι στη μακρά, όπως όλα προοιωνίζονται, προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας, μέλλει να δούμε, να ακούσουμε και να κληθούμε να ασχοληθούμε με πολλά τέτοια «φούμαρα». Αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν!

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Η μυθοπλαστική κοροϊδία με τον «Φάκελο της Κύπρου»



Ένας από τους πιο προσφιλείς «μύθους» της μεταπολιτευτικής περιόδου υπήρξε ο «Φάκελος της Κύπρου». Γενιές και γενιές πολιτικών, ου μην αλλά και δημοσιογράφων, έκαναν καριέρες στην Ελλάδα και στην Κύπρο με την κατασκευή ή την αναπαραγωγή απίθανων θεωριών συνωμοσίας γύρω από τα υποτιθέμενα «κρυμμένα μυστικά» που περιείχε.
Στις τέσσερις και πλέον δεκαετίες που παρήλθαν από την Κυπριακή Τραγωδία που ακολούθησε το άφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 καλλιεργήθηκαν στους Ελλαδίτες και στους Κυπρίους ψευδείς και παραπλανητικές εντυπώσεις ότι τάχατες κάπου υπήρχε κάποιος φάκελος τον οποίο δήθεν ουδείς τολμά να ανοίξει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Αν, όμως, όλα αυτά μπορούσαν να δικαιολογηθούν τα πρώτα χρόνια μετά την βάρβαρη τουρκική εισβολή, καθώς η συλλογική μας συνείδηση δεν ήθελε να αναγνωρίσει τα εγκληματικά λάθη τα οποία διαχρονικά έγιναν, είτε με ευθύνη του «εθνικού κέντρου» είτε από τη δράση δυνάμεων στη Μεγαλόνησο, στους χειρισμούς του Κυπριακού, η διαιώνιση του «μύθου» με τον… κλειστό «Φάκελο της Κύπρου» είναι μάλλον ασυγχώρητη.
Και είναι σίγουρα ακόμη πιο ασυγχώρητο να χρησιμοποιείται έως τις μέρες μας ως εργαλείο αποπροσανατολισμού έπειτα από ένα ακόμη ναυάγιο των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Διότι αυτό ακριβώς συνέβη στη διάρκεια της συζήτησης την οποία προκάλεσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να ενημερώσει για την ατυχή κατάληξη που είχαν οι τελευταίες συνομιλίες ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.
Στήθηκε ολόκληρη «παράσταση» και επιχειρήθηκε να δοθεί  πανηγυρική διάσταση για κάτι εντελώς ανούσιο, όπως είναι η συμφωνία των δύο Κοινοβουλίων να ανταλλάξουν το υλικό από τις έρευνες που έχουν διεξάγει Επιτροπές που συστάθηκαν στην Αθήνα και στη Λευκωσία και οι οποίες, αφού εξέτασαν μάρτυρες και ερεύνησαν τα διαθέσιμα έγγραφα, κατέληξαν σε πορίσματα.
Ειδικά, η Εξεταστική Επιτροπή που συνέστησε η Βουλή των Ελλήνων, έπειτα από πολλές παλινωδίες, στις αρχές του 1986 και ξεκίνησε τις εργασίες της τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, πραγματοποίησε μακρά και επίπονη έρευνα, όπως είχα προσωπικά την ευκαιρία να διαπιστώσω, καθώς, νεαρός δημοσιογράφος ων τότε, είχα επιφορτιστεί με το επαγγελματικό καθήκον να παρακολουθώ από κοντά τις συνεδριάσεις της που διήρκεσαν επί δυόμισι συναπτά έτη.
Η 30μελής διακομματική Επιτροπή, με πρόεδρο τον αείμνηστο βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Χρήστο Μπασαγιάννη, με τον οποίο όλοι οι εκπρόσωποι του Τύπου ήμασταν σε διαρκή αντιπαράθεση, καθώς εκείνος ήθελε να διαφυλάξει τη μυστικότητα των καταθέσεων και μείς πασχίζαμε να μάθουμε και να μεταφέρουμε στους αναγνώστες μας τα όσα διαμείβονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες, συνεδρίασε 154 φορές.
Εξέτασε 131 μάρτυρες και μεταξύ εκείνων που κλήθηκαν να καταθέσουν ήταν και οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης οι οποίοι αρνήθηκαν να συμβάλουν στις έρευνες. Σε γενικές γραμμές, ελάχιστα διαφωτιστικές ήταν και οι περισσότερες καταθέσεις που δόθηκαν από αξιωματικούς οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74. Ίσως και επειδή η απόσταση των χρόνων ήταν τέτοια που ο καθένας είχε οικοδομήσει το δικό του άλλοθι και τις δικές του αιτιολογήσεις.
Από τον κατάλογο των μαρτύρων δεν έλειψαν και πολιτικά πρόσωπα, όπως ο πρώην υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ ο οποίος προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Το έργο της Επιτροπής, τα πρακτικά της οποίας, με τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα, εκτείνονταν σε 20.798 σελίδες, ολοκληρώθηκε  31 Οκτωβρίου 1988. Εκείνη την ημερομηνία κατατέθηκε στα πρακτικά του Κοινοβουλίου –και υπάρχει ακόμη εκεί για όποιον ενδιαφέρεται να το διαβάσει- το πολυσέλιδο πόρισμα της Εξεταστικής, το οποίο δεν ήταν ενιαίο, αφού τα κόμματα διαφώνησαν στις εκτιμήσεις τους για την αποτίμηση των δραματικών γεγονότων του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής.
Λόγω της συγκυρίας, καθώς ήταν μια εποχή που η χώρα συγκλονιζόταν από την υπόθεση Κοσκωτά και είχε μπει σε τεταμένη προεκλογική περίοδο, δεν δόθηκε καμία συνέχεια. Μπορεί, ωστόσο, τα έγγραφα και οι μαρτυρικές καταθέσεις να τηρούνταν έκτοτε στο αρχείο της Βουλής και να μην επιτρεπόταν η ελεύθερη πρόσβαση των ερευνητών, η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι όλο το πλήθος των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί χρησιμοποιήθηκε από τους βουλευτές προκειμένου να συνταχθούν τα πορισματικά συμπεράσματα στα οποία ένας έκαστος κατέληξε.
Υπό αυτή την έννοια και έχοντας μιλήσει με όλους όσοι πρωταγωνίστησαν στις έρευνες εκείνης της περιόδου, μπορώ βασίμως να ισχυριστώ ότι δεν υπάρχουν μείζονα μυστικά τα οποία να βρίσκονται κρυμμένα στον αποκαλούμενο «Φάκελο της Κύπρου». Γι΄ αυτό και το μόνο αναγκαίο «άνοιγμα» που απαιτείται να γίνει είναι να δοθούν άμεσα όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις και ενδεχομένως και τα έγγραφα  στη δημοσιότητα, ώστε να τερματιστεί άπαξ δια παντός η καλλιεργούμενη μυθοπλασία.   
Ποιά σκοπιμότητα, άλλωστε, εξυπηρετείται με το να θεωρούνται απόρρητες καταθέσεις που δόθηκαν πριν από 29 χρόνια και αφορούν γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από 43 χρόνια; Η μυστικότητα που συντηρήθηκε επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, μόνον βλαπτική αποδεικνύεται. Κι αυτό διότι, αφενός, εμποδίζει την εξαγωγή των σωστών συμπερασμάτων και, αφετέρου, εκθέτει το πολιτικό σύστημα.
Την καλύτερη απόδειξη για το πόσο βλάπτονται τα πραγματικά συμφέροντα του Έθνους και η υγιής λειτουργία του πολιτικού συστήματος αποτελούν, ίσως, οι ισχυρισμοί που διατύπωσε ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής: «Επί σαράντα τρία χρόνια κρατάει το πολιτικό σύστημα μια ένοχη σιωπή για την προδοσία της Κύπρου και απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι μόνον κάποιοι στρατιωτικοί οι οποίοι ενέχονται σε αυτό, αλλά και πολιτικοί», υποστήριξε ο κατ΄ εξοχήν απολογητής της Χούντας κάνοντας ρελάνς στο επιχειρούμενο δήθεν «άνοιγμα» που επιχειρείται με το πρωτόκολλο συνεργασίας των δύο Κοινοβουλίων. Ο ίδιος, άλλωστε, νωρίτερα είχε ισχυριστεί ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα του οποίου ηγείται έχει δις υποβάλει –χωρίς να ικανοποιηθεί- αίτημα για να λάβει αντίγραφο του περιώνυμου «Φακέλου».
Όλα στο φως, λοιπόν, για να σταματήσει η μυθοπλαστική κοροϊδία. Στο κάτω – κάτω, όπως έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, «εθνικόν είναι το αληθές»!