Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλλειμμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Έλλειμμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Το πασπαρτού της δικαίωσης ή μήπως της κοροϊδίας;

Μια μοναδική, ίσως παγκόσμια, πρωτοτυπία διεκδικεί η έκθεση του ΔΝΤ για το πρόγραμμα στήριξης της ελληνικής οικονομίας που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες ημέρες: αποτελεί το… πασπαρτού της δικαίωσης για όλους όσοι ενετάχθησαν –έστω και για λίγο…- στο πλατύ αντιμνημονιακό μέτωπο.
Δεν εξηγείται αλλιώς πως από ένα κείμενο που το ίδιο το Ταμείο στην εκτενή αναφορά που κάνει στην ιστοσελίδα του βάζει ως τίτλο «Η Ελλάδα κάνει προόδους, αλλά χρειάζεται περισσότερη προσπάθεια για να επανέλθει στην ανάπτυξη», να έχουν δικαιωθεί οι… πάντες σε αυτή τη χώρα, με πρώτους και καλύτερους όσους εμποδίζουν και την πρόοδο και την ανάπτυξη.
Από τους οικονομολογούντες των τηλεοπτικών πρωινάδικων ως τον πρωθυπουργό κ. Αντώνη Σαμαρά με τα… «Ζάππεια» του και από τους καφενειακού τύπου συνωμοσιολόγους αναλυτές ως τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης κ. Αλέξη Τσίπρα με τις απειλές για αποχώρηση από το ευρώ που εκτόξευε, πέρυσι τέτοιες μέρες, προς την «μαντάμ Μέρκελ», όλοι θεωρούν εαυτούς δικαιωμένους.
Δεν ξέρω πόσοι εξ αυτών μπήκαν στον κόπο να διαβάσουν την επίμαχη έκθεση, αν και είναι αλήθεια πως κάτι τέτοιο δεν συνιστά προαπαιτούμενο για να υποστηρίξει βασίμως κάποιος ότι το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα «έπεσε έξω».
Η βαθιά ύφεση, κατά πολύ βαθύτερη εκείνης που είχε προβλεφθεί στο αρχικό μνημόνιο, όπως και η υψηλή ανεργία, πολύ υψηλότερη και από τις χειρότερες προβλέψεις που είχαν γίνει το 2010, αποτελούν αναμφίβολους και αδιάψευστους μάρτυρες της αστοχίας του προγράμματος και των παραδοχών που έκαναν οι ιθύνοντες του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γι΄ αυτό, άλλωστε, χρειάστηκε να γίνουν επανειλημμένες αναθεωρήσεις και απαιτήθηκε να συναφθεί πριν από λίγους μήνες δεύτερη δανειακή σύμβαση πέραν της αρχικής, που οι εμπνευστές της είχαν θεωρήσει επαρκή για να βελτιωθούν οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας και να μπορέσει η χώρα να ξαναβγεί στις αγορές.
Ο λόγος, εξάλλου, για όσους δεν αρέσκονται στις θεωρίες συνωμοσίας, που η Ελλάδα υποχρεώθηκε το 2010 να μπει στο μνημόνιο δεν ήταν άλλος από τον αποκλεισμό της από τις αγορές που της στερούσε τη δυνατότητα να καλύψει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της. Το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας (όπως ρητά αναφέρεται στην έκθεση που όλοι οι... δικαιωμένοι επικαλούνται) είχε φθάσει το 2009 στο 15,6% και χωρίς τον υπολογισμό των τόκων (πρωτογενές έλλειμμα) ήταν στο 10,5%.
Έτσι, ακόμη και αν η Ελλάδα αποφάσιζε να μην πλήρωνε τους «τοκογλύφους», όπως αρέσκονται πολλοί συνέλληνες να αποκαλούν εκείνους που μας είχαν δανείσει, ήταν παραπάνω από επιβεβλημένη η ανάγκη για άμεση και δραστική περικοπή δημοσίων δαπανών (από μισθούς, συντάξεις, κλπ) που κατά τους μετριότερους υπολογισμούς έπρεπε να είναι της τάξης των 20 με 25 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Εν τέλει, οι περικοπές που υποστήκαμε στην τριετία είναι μάλλον μεγαλύτερες. Και αυτό αποτελεί ίσως την πλήρη επιβεβαίωση της αστοχίας όσων σχεδίασαν το αρχικό πρόγραμμα, κάνοντας παραδοχές –όπως επί παραδείγματι η είσπραξη 50 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις και εκποίηση δημόσιας περιουσίας- που δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.
Από εκεί, όμως, μέχρι του σημείου να δηλώνουν δικαιωμένοι όσοι ακόμη σήμερα υπερασπίζονται τα διεφθαρμένα πελατειακά δίκτυα και συντηρούν αλώβητη τη γραφειοκρατία, ή όσοι κάνουν πλάτες στη φοροδιαφυγή και ευνοούν την ακινησία στη δημόσια διοίκηση διοίκηση, νομίζω ότι πάει πολύ.
Το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας δεν πήγε καλά, όχι μόνον επειδή απέτυχαν οι προβλέψεις των δανειστών μας, αλλά και διότι εξακολουθούν να κοροϊδεύουν τον ελληνικό λαό αρκετοί από όσους έσπευσαν αυτές τις μέρες να… πανηγυρίσουν για την (υποτιθέμενη) δικαίωσή τους από την έκθεση του ΔΝΤ.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 10.6.2013)

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.