Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝ.ΕΛ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝ.ΕΛ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Είναι από «άλλο υλικό» και γι΄ αυτό τα ψηφίζουν όλα


«Εμείς είμαστε από άλλο υλικό, δεν τρομάζουμε…», είχε υποστηρίξει από το βήμα της Βουλής πριν από λίγο καιρό ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ήταν η εποχή που στηνόταν η σκευωρία με το σκάνδαλο Novartis το οποίο πήγε στη Βουλή μόνον και μόνον για να επιχειρηθεί ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης που ασκούσαν την εντονότερη κριτική.
Μερικούς μήνες μετά και ενώ το σκάνδαλο Novartis έχει -στην πολιτική διάστασή του, τουλάχιστον- καταρρεύσει, αποδεικνύεται ότι ο κ. Τσίπρας είχε δίκιο όταν περιέγραφε κατ΄ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του και όσους τον πλαισιώνουν. Διότι, κακά τα ψέματα, οι άνθρωποι που έχουν καταλάβει και ασκούν την εξουσία κατά την τελευταία τριετία όντως «είναι από άλλο υλικό».
Θυμάμαι τις μεγάλες αμφιταλαντεύσεις των βουλευτών που απάρτιζαν την κοινοβουλευτική πλειονότητα την πενταετία 2010 - 2014 και δεν μπορώ να ξεχάσω τον πραγματικό «πόνο της ψυχής» με τον οποίο αρκετοί εξ αυτών αντιμετώπιζαν τα διλήμματα των ψηφοφοριών για την έγκριση μνημονιακών μέτρων.
Για να μιλήσω για πρόσωπα που γνώρισα από κοντά και μου εξομολογούνταν τις αγωνίες τους, πρέπει να πω ότι πολιτικοί όπως ο Χρήστος Κατσούρας, ο Μιχάλης Κασής, ο Παύλος Στασινός και αρκετοί άλλοι που βρέθηκαν στη Βουλή τα πρώτα μνημονιακά χρόνια «περνούσαν ένα δράμα» κάθε φορά που έπρεπε να αποφασίσουν για να κοπούν οι συντάξεις ή να μειωθούν οι δαπάνες για κοινωνικές παροχές.
Προβληματίζονταν για το αν στήριζαν ή όχι την κυβέρνηση ακόμη και ήσσονος σημασίας ζητήματα όπως η… επιμήκυνση της διάρκειας κατανάλωσης του γάλακτος που χρειαζόταν διαβουλεύσεις επί διαβουλεύσεων για να γίνουν δεκτά από τους κυβερνητικούς βουλευτές.
Τίποτε από όλα αυτά δεν ισχύει από τον Σεπτέμβριο του 2015 και έπειτα. Τα μνημονιακά μέτρα, όσα σκληρά και αν είναι, περνούν από τη Βουλή «εν ριπή οφθαλμού» και οι βουλευτές των κυβερνητικών κομμάτων συντάσσονται πειθήνια με ό,τι τους ζητηθεί να ψηφίσουν. Και το κάνουν ακόμη και όταν έρχονται αντιμέτωποι με όσα οι ίδιοι διακήρυσσαν περί του αντιθέτου.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά το είδαμε αυτές τις μέρες με την θετική ψήφο που έδωσαν σύσσωμοι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αρχικώς στα σκληρά μέτρα του Μεσοπρόθεσμου για τη νέα περικοπή των συντάξεων, την περαιτέρω περιστολή του ΕΚΑΣ, όπως και τη μείωση του αφορολόγητου και εν συνεχεία με τη συμφωνία για το Μακεδονικό, ταυτιζόμενοι πότε με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και πότε με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, χωρίς, την ίδια ώρα, να τους θεωρούν υπαίτιους επειδή τους… καληρονόμησαν το πρόβλημα με την ΠΓΔΜ.      
Αναρωτιούνται πολλοί γιατί συμβαίνει αυτό. Η εξήγηση είναι νομίζω απλή και πρέπει να χρησιμοποιείται ως ερμηνευτικό εργαλείο για να αναλύσει κάποιος τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται οι σημερινοί κυβερνώντες. Εκείνο που απαιτείται να υπολογίζει κανείς είναι η πολιτική προέλευση και ο τρόπος που γαλουχήθηκαν όλοι όσοι συναποτελούν τη σημερινή εξουσία.
Η σημερινή εξουσία αποτελείται κατά βάση από τρεις συνιστώσες: τους ΣΥΡΙΖΑίους που οι περισσότεροι είναι από τη μειοψηφική «ομάδα Μπανιά» του ΚΚΕ εσωτ., τους ΠΑΣΟΚογενείς που οι περισσότεροι δεν είχαν ελπίδες μεγάλης ανέλιξης στο άλλοτε κραταιό Κίνημα, καθώς και τους ΑΝΕΛίτες που επίσης ήταν πολύ χαμηλά στην νεοδημοκρατική ιεραρχία, αν λάβει κανείς υπόψη τους ότι ο αρχηγός τους μέχρι υφυπουργός Ναυτιλίας έφθασε στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Με άλλα λόγια, κοινή συνισταμένη όλων αυτών που κάθονται σήμερα στις καρέκλες της εξουσίας είναι το πολιτικό περιθώριο από το οποίο τους έβγαλαν οι αντιμνημονιακές ακρότητες που εκστόμιζαν, χωρίς να πιστεύουν τίποτε από όσα διακήρυσσαν, όπως αποδεικνύεται τώρα που με τόσο μεγάλη άνεση και χωρίς την παραμικρή αμφιταλάντευση ψηφίζουν όλα όσα τους ζητούνται από τους εγχώριους ή τους διεθνείς μηχανισμούς εξουσίας.
Είναι από «άλλο υλικό». Και το δείχνουν. Είτε ψηφίζοντας δυο – δυο τα Μνημόνια, είτε εγκρίνοντας στο «άψε σβήσε» τη συμφωνία για το «Μακεδονικό» κόντρα στη βούληση της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων. Το γεγονός ότι η στάση τους αυτή είναι βέβαιο ότι θα τους οδηγήσει πίσω στο περιθώριο από το οποίο βγήκαν, δεν δείχνει να τους απασχολεί ιδιαίτερα. 
Είναι προφανείς ότι εκείνο το οποίο κυρίως τους ενδιαφέρει είναι να παρατείνουν την παραμονή τους στις καρέκλες που τόσο αναπάντεχα βρέθηκαν να κάθονται και που ξέρουν ότι αν τις χάσουν θα τις αποχαιρετίσουν για πάντα. Μέχρι τότε, όμως, είναι διατεθειμένοι να μείνουν όσο περισσότερο γίνεται.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Δίχως άλλοθι



Με αρκετή απλοχεριά οι Έλληνες ψηφοφόροι έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα σχεδόν ό,τι τους ζήτησε.
Μπορεί το κόμμα του να μην κατέκτησε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιζητούσε στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, η ετυμηγορία, όμως, της κυριακάτικης κάλπης είναι τέτοια που ισοδυναμεί με αυτοδυναμία για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εκλογικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει τον 40χρονο πολιτικό σε πανίσχυρο πρωθυπουργό, ο οποίος, εφόσον πραγματικά το θελήσει, θα έχει λυμένα τα χέρια του για να προχωρήσει σε όλες εκείνες τις μεγάλες αλλαγές τις οποίες για διαφόρους λόγους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κάνουν οι προκάτοχοί του.
«Και ελάχιστα να κάνει από όσα υποσχέθηκε, πάλι καλά θα είναι…», ήταν η σχεδόν στερεότυπη επωδός για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που με διαφορετική πολιτική προέλευση προσέτρεξαν και ψήφισαν -μάλλον τον κ. Τσίπρα και όχι το κόμμα του- για να «απαλλαγούν» από όσους κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και η παραμονή τους στην εξουσία ταυτίστηκε στη συνείδηση των πολλών με τα αποτελέσματα της ανυπόφορης ύφεσης.   
Η εκ πρώτης όψεως οριακή πλειοψηφία που διαθέτει το πλειοψηφούν κόμμα στη νέα Βουλή, από μειονέκτημα που φαντάζει κατ΄ αρχήν, μπορεί άνετα να μετατραπεί σε απόλυτο πλεονέκτημα που θα του δώσει την ευκαιρία και τη δύναμη στο νέο πρωθυπουργό να μην υποκύψει σε καμία εσωκομματική ή άλλη πίεση και να προχωρήσει αταλάντευτα προς τα μπρος, υπερνικώντας τα όποια εμπόδια ορθωθούν στον δρόμο του.
Η ποικιλία των επιλογών, άλλωστε, που έχει για να συνάψει τις απαραίτητες κάθε φορά πολιτικές συμμαχίες ώστε να προχωρήσει τις προγραμματικές προτεραιότητες και τους υπόλοιπους σχεδιασμούς του, του δίνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων που, αν την χρησιμοποιήσει με σύνεση, μόνον οφέλη μπορεί να προσδοκά.
Είναι στην απόλυτη ευχέρεια του κ. Τσίπρα να επιδιώξει τη διακομματική συνεννόηση για τα μείζονα ζητήματα, επιλέγοντας συναινετικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες διακομματικού διαλόγου με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.
Μπορεί, για παράδειγμα, να επιχειρήσει να συνομιλήσει με τη Νέα Δημοκρατία, τερματίζοντας το ιδιότυπο εμφυλιοπολεμικό κλίμα της τελευταίας μνημονιακής πενταετίας που σκιάζει την ελληνική πολιτική ζωή και εμποδίζει τον πρωθυπουργό να συνομιλεί με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Έχει, επίσης, τη δυνατότητα να συγκροτήσει ένα κυβερνητικό σχήμα με ευρύτερη στήριξη, όπως δήλωνε προεκλογικά ότι ήταν στις προθέσεις του να κάνει, ανεξαρτήτως του αν είχε ή όχι αυτοδυναμία. Μπορεί, λοιπόν, να επιλέξει συμμαχία τόσο με τους ΑΝ.ΕΛ., όσο και με το Ποτάμι ή το ΠΑΣΟΚ, χωρίς κατ΄ ανάγκη να μοιραστεί μαζί τους τα «οφίτσια» που αναλογούν στη νέα εξουσία.
Οι επιλογές που θα κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τόσο στο μοντέλο διακυβέρνησης όσο και στα πρόσωπα που θα χρησιμοποιήσει –κομματικά στελέχη ή επιστήμονες με γνώση και πολιτική βούληση για αλλαγές;- θα αποτελέσουν ένα καθοριστικό πρώτο δείγμα γραφής το οποίο θα αξιολογηθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς.
Γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο πράγμα είναι η επιμονή στα μονοδιάστατα διχαστικά σχήματα του παρελθόντος –«αντιμνημονιακοί» ενάντια στους «μνημονιακούς»- και εντελώς διαφορετικά μηνύματα μπορεί να εκπέμψει ο προσανατολισμός της νέας εξουσίας στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που προβάλουν ενόψει της σκληρής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές που είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει άμεσα η κυβέρνηση.
Μετά τη θριαμβική νίκη της Κυριακής, οι λεπτές εσωκομματικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι το μόνο εμπόδιο που προβάλει στην πορεία που έχει χαράξει ο κ. Τσίπρας για να γίνει, εκτός από ικανός και, ένας αποτελεσματικός ηγέτης.
Όντας στην αντιπολίτευση τα προηγούμενα χρόνια, επέδειξε ταλέντο στην υπέρβαση των ενδοκομματικών αντιθέσεων, επιτυγχάνοντας σε μεγάλο βαθμό την ομογενοποίηση του  κόμματός του, το οποίο -ως εκ της φύσεως του, καθότι αποτελεί δημιούργημα πολλών συνιστωσών- είχε προβλήματα ενιαίας έκφρασης.
Αν το ταλέντο του κ. Τσίπρα, ο οποίος δεκαπλασίασε τη δύναμη του κόμματός του μέσα σε μια εξαετία, μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά και τώρα που καλείται να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, μένει να αποδειχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα που θα αρχίσουν να… ηχούν τα εσωκομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο που είναι βέβαιο -και μάλλον δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς να αποδειχθεί- είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει τον χρόνο με το μέρος του και πρέπει να κινηθεί άμεσα για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας. Όπως είναι βέβαιο ότι ο νέος πρωθυπουργός δεν διαθέτει κανένα απολύτως άλλοθι για τυχόν παλινωδίες στην ξεκάθαρη εντολή να προχωρήσει δυναμικά που του έδωσε τόσο απλόχερα η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Θα τολμήσει;

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Η Δικαιοσύνη και της τερατολογίας το ανάγνωσμα



            Από την πρώτη στιγμή που «έσκασε», ήμουν πολύ διστακτικός απέναντι στην περιβόητη «υπόθεση Χαϊκάλη» και στον τρόπο που ήρθε στη δημοσιότητα. Μπορεί, δεν το κρύβω, να ήταν και αποτέλεσμα μιας κάποιας προκατάληψης, αφού τα πρόσωπα που είχαν εμπλακεί στη βορβορώδη αυτή ιστορία δεν μου ενέπνεαν εμπιστοσύνη.
            Δεν είχαν, άλλωστε, περάσει πολλές μέρες, αφότου ένας από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας ισχυριζόταν, από τηλεοράσεως, ότι ο πρωθυπουργός είχε τηλεφωνήσει εννιά φορές μέσα σε μια μέρα σε έναν από τους βουλευτές του, πιέζοντάς τον να ψηφίσει Πρόεδρο, μέχρι που, πάντα κατά τον καταγγέλλοντα πολιτικό αρχηγό, ο βουλευτής απηύδησε και του το έκλεισε στα μούτρα (του πρωθυπουργού…).
            Ήταν, για όσους δεν έχουν χάσει τη μνήμη τους, ο ίδιος που πριν από δυόμισι χρόνια ως αρχηγός του τέταρτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος είχε βγάλει ψεύτη και πλαστογράφο (!) τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, όταν, αφού του είχε παραδώσει πολυσέλιδο έγγραφο με τους όρους που έθετε για να συμμετάσχει σε συμμαχικό κυβερνητικό σχήμα, εν συνέχεια το αναίρεσε υποστηρίζοντας ότι «το κατασκεύασε η Προεδρία». Και πολλά ακόμη, από τις απίθανες ιστορίες τρομοκρατίας, την υπόθεση Οτσαλάν ή τα περίφημα CDS, ως τόσα και τόσα άλλα του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος που αν συγκεντρωθούν κάποια στιγμή μπορεί να γεμίσουν έναν ολόκληρο τόμο συνωμοσιολογικής τερατολογίας…
            Όσο, λοιπόν, εκτυλισσόταν η εμφανώς κακοσκηνοθετημένη τηλεϊστορία και ερχόταν στο φως η μια μετά την άλλη οι απανωτές αντιφάσεις των πρωταγωνιστών της, όπως και οι σχέσεις που τους συνέδεαν, η αρχική μου προαίρεση από δισταγμός και επιφύλαξη μετατράπηκε σε πεποίθηση για τα ταπεινά κίνητρα που κρύβονταν πίσω από τους κοριούς και τις παγιδεύσεις, το επαγγελματικό μοντάζ από τον μετρ του είδους Λάκη Λαζόπουλο, τις… χρυσοφόρες επενδύσεις στο εξωτερικό, τα λεφτά της απαγωγής Παναγόπουλου, τις ράβδους χρυσού και άλλα ηχηρά παρόμοια που συνέθεταν έναν απίθανο σεναριακό καμβά, από εκείνους που σε κάνουν να λες «αυτά, ρε φίλε, ούτε στον σινεμά δεν γίνονται…».
            Παρά ταύτα, ακούγοντας ότι οι εισαγγελικές αρχές αποφάσισαν να θέσουν στο αρχείο την υπόθεση της υποτιθέμενης δωροδοκίας, δεν σας κρύβω ότι ένοιωσα απορία για τη σπουδή που έγινε κάτι τέτοιο, επηρεασμένος, από τη μια, από τη γενικότερη άποψη που έχουμε όλοι μας για τον «αραμπά» με τον οποίο κινείται η ελληνική δικαιοσύνη και προβλέποντας, από την άλλη, την ένταση του θορύβου προς δημιουργία εντυπώσεων περί δήθεν «κουκουλώματος» που ήδη είχε ξεκινήσει μόλις διεφάνη η εισαγγελική πρόθεση για ταχύτατη εκκαθάριση του αντικοινοβουλευτικού οχετού που είχε ανοίξει.
            Ήταν, γι΄ αυτό, μεγάλο ευτύχημα που δημοσιοποιήθηκαν, αφενός, οι καταθέσεις των πρωταγωνιστών της απίθανης ιστορίας και αφετέρου η πορισματική αναφορά του αντεισαγγελέως Εφετών Παναγιώτη Παναγιωτόπουλου, ο οποίος, όπως εναργέστατα αποκαλύπτεται μέσα από το κείμενο που συνέταξε, φαίνεται ότι κινήθηκε με απαράμιλλο επαγγελματισμό, φωτίζοντας όλες τις πτυχές της βορβορώδους αυτής υπόθεσης πριν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι «δεν προέκυψε κανένα στοιχείο της αντικειμενικής υπόθεσης του εγκλήματος», ούτε «η βασιμότητα της καταγγελίας» περί δήθεν απόπειρας χρηματισμού.
            Θα αδικούσα το ίδιο το κείμενο αν επιχειρούσα να συντμήσω τα επιχειρήματα που παραθέτει, αλλά δεν μπορώ να μην σταθώ, περιγράφοντάς τα με δικές μου λέξεις, σε δύο εξ αυτών που καταρρίπτουν τη σκευωρία που επιχειρήθηκε να στηθεί: Το πρώτο είναι η περιγραφή της εμφάνισης του βουλευτή των ΑΝ.ΕΛ. στην εισαγγελία αρκετές ώρες μετά την αλληλοπαγίδευση της συνομιλίας του με τον Αποστολόπουλο και οι φόβοι του Π. Χαϊκάλη μήπως διαρρεύσει από αλλού το περιεχόμενο των όσων έλεγε στις επαφές που από μήνες είχε ξεκινήσει. Και το δεύτερο η επισήμανση του γεγονότος ότι οι αρχές έμαθαν το όνομα του υποτιθέμενου δράστη της δωροδοκίας αρκετή ώρα μετά το οριστικό «ναυάγιο» της προκαθορισμένης συνάντησης στο σπίτι του βουλευτή, όπου υποτίθεται ότι θα προσερχόταν για να παραδώσει τα χρήματα και θα συλλαμβανόταν από την Αστυνομία για την οποία ήταν ακόμη άγνωστος.
            Αξίζει πραγματικά κάθε καλοπροαίρετος πολίτης να μπει στον κόπο να αναζητήσει και να διαβάσει ολόκληρο το πόρισμα του εισαγγελέα Παναγιωτόπουλου, που, πιστέψτε με, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να αναγνωρίσει ότι είναι ένα από τα κείμενα που πρέπει να διδάσκονται στις Νομικές Σχολές και τις Σχολές Δικαστών ως υπόδειγμα δικανικής παρρησίας από έναν λειτουργό της Δικαιοσύνης που δεν επηρεάζεται από κομματικές ή άλλες σκοπιμότητες.
            Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από τις πρόσκαιρες εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν από την προφανή προσπάθεια να δηλητηριαστεί το πολιτικό κλίμα σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο για το μέλλον της χώρας μας, η κατάληξη της υπόθεσης ίσως αποφέρει και κάτι θετικό για τη Δημοκρατία μας και τους θεσμούς της, αφού κατεδείχθη ότι η Δικαιοσύνη έχει τη δύναμη και μπορεί να λειτουργεί.
Κέρδος, εξάλλου, για τη Δημοκρατία μπορεί να αποδειχθεί και από το γεγονός ότι όλα αυτά τα απίθανα για προηγμένα κοινοβουλευτικά συστήματα (που, αλήθεια, αλλού ακούστηκε αρχηγός κόμματος να στήνει ο ίδιος μηχανισμούς παγίδευσης;) έγιναν τόσο κοντά με τις επερχόμενες εκλογές. Γιατί, ενδεχομένως, δεν θα αμβλυνθούν οι μνήμες έως ότου στηθούν οι κάλπες και οι πολίτες που θα κληθούν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα θα ξέρουν (όσοι τουλάχιστον ενδιαφέρονται να μάθουν…) με ποιους έχουν να κάνουν.