Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ακροδεξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ακροδεξιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Η κωλοτούμπα του Όρμπαν, η ευρωπαϊκή διεύρυνση και ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς


Υποθέτω ότι δεν εξεπλάγησαν πολλοί -στις Βρυξέλλες, αλλά και διεθνώς- από την… αριστοτεχνική κωλοτούμπα που έκανε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διευκολύνοντας την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαδικασίες με την πολύπαθη Ουκρανία και την εξίσου απειλούμενη από τον ρωσικό επεκτατισμό Μολδαβία.

Είναι άλλωστε γνωστό, τουλάχιστον στη χώρα μας, αλλά όχι μόνον, ότι οι λαϊκιστές ηγέτες της εποχής μας, στους οποίους κατέχει περίοπτη θέση ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι οι πιο ευλύγιστοι στις κυβιστήσεις τις οποίες κάνουν ακόμη και εκεί που λίγοι αναμένουν. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πολλές φορές υποδεχθεί υποτιθέμενους «λύκους» που μερικές ώρες έφυγαν από τη συνεδρίαση μεταμορφωμένοι σε «αρνάκια». 

Ο «αιρετικός» κ. Όρμπαν, ο οποίος εμφανίζεται χρόνια τώρα ως μόνιμος αντιρρησίας στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας για μείζονα θέματα κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως οι κοινές πολιτικές για το Μεταναστευτικό ή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τους τελευταίους είκοσι μήνες εμφανίζεται να εξυπηρετεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα του Βλαντίμιρ Πούτιν, αντιτασσόμενος με όλα τα μέσα στην ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία.

Την κρίσιμη ώρα, όμως, αποχώρησε ηθελημένα από τη συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών για να ληφθεί, χωρίς το βέτο που απειλούσε ότι θα θέσει, η απόφαση που άνοιξε τον ευρωπαϊκό δρόμο για δύο χώρες οι οποίες ξεπήδησαν από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και τα τελευταία χρόνια η Μόσχα απειλεί την εδαφική τους ακεραιότητα και την ίδια την εθνική τους υπόσταση.

Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι κατ΄ αρχήν πολύ θετικό που η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια άνοιξε τις αγκάλες της για να δεχθεί στους κόλπους της έθνη τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετώπιζαν μείζονα προβλήματα επιβίωσης. Από την άλλη, όμως, ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτές οι χώρες μέχρι να έρθει η ώρα της ένταξής τους, θα είναι αναμφίβολα πολύ μακρύς.

Δεν είναι μόνον ότι οι ίδιες απέχουν θεσμικά πάρα πολύ από αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, που παρότι ξεκίνησαν νωρίτερα βρίσκονται ακόμη μακριά από τον στόχο της ένταξης. Το δικαιολογημένο βέτο το οποίο, με αφορμή την «υπόθεση Μπελέρη», έθεσε η Αθήνα στις συνομιλίες των Βρυξελλών με τα Τίρανα αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη για τα εμπόδια που ορθώνονται στη μελλοντική ευρωπαϊκή διεύρυνση, καθώς στη γειτονική μας χώρα έννοιες όπως το «κράτος δικαίου» είναι μάλλον άγνωστες. 

Ο κομμουνιστικός αυταρχισμός που βίωσαν αυτές οι χώρες, σε συνδυασμό με την αρπαγή των πλουτοπαραγωγικών πόρων που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της καθεστηκυίας τάξης, έχει δυστυχώς αφήσει έντονο αποτύπωμα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή τους που δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη κρατών τα οποία ανήκαν στον δυτικό κόσμο ή είχαν εντονότερες επιρροές από τις δυτικές αξίες, όπως, π.χ., η Σλοβενία, η Κροατία και οι βαλτικές δημοκρατίες οι οποίες ενσωματώθηκαν ευκολότερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Κακά τα ψέματα, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος όχι μόνον για την ευρωπαϊκή διεύρυνση, αλλά και για την ίδια την ευστάθεια του ήδη υπάρχοντος ευρωπαϊκού οικοδομήματος, είναι εγγενής και προέρχεται από την σημαντική ενίσχυση των λαϊκίστικων - αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της Άκρας Δεξιάς σε χώρες με ειδικό πολιτικό βάρος όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Αυστρία και άλλες.

Οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου θα είναι ίσως οι πλέον καθοριστικές των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Στις επερχόμενες ευρωκάλπες θα δοκιμαστούν σκληρά οι υπολογισμοί για τις μελλοντικές εξελίξεις που κάνουν οι συστημικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας οι οποίες χρόνια τώρα διανέμουν, συνήθως συναινετικά, τα αξιώματα και τους ρόλους ανάμεσα στους κεντροδεξιούς, στους σοσιαλδημοκράτες και στους φιλελεύθερους πολιτικούς.

Αν όμως, όπως δείχνουν πολλές δημοσκοπήσεις, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου πάρουν το πάνω χέρι δυνάμεις από τη «Μαύρη Δεξιά», την οποία -ατύπως προς το παρόν- συγκροτούν η Λεπέν στη Γαλλία, η Μελόνι στην Ιταλία, ο Βίλντερς στην Ολλανδία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας» και οι ομοϊδεάτες τους σε άλλες χώρες που… ομνύουν στα εθνικά κράτη, προτάσσοντας τις εθνικές ταυτότητες, οι εύθραυστες ευρωπαϊκές ισορροπίες που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια θα απειληθούν με ανατροπή.

Αν, εν ολίγοις, επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις των ερευνών της κοινής γνώμης για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τότε όχι μόνον δεν θα δούμε την ευρωπαϊκή οικογένεια να μεγαλώνει, όπως προοιωνίζεται η (χθεσινή) απόφαση για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία και την Μολδαβία, ως αντίδοτο στην πουτινική επιθετικότητα, αλλά, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που εγγυήθηκε την πολύχρονη ειρήνη και ευημερία στη «γηραιά ήπειρο», θα τεθεί ολοκληρωτικά εν αμφιβόλω.

Μας χωρίζουν λιγότερο από έξι μήνες από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Το διάστημα αυτό θα κριθούν πολλά που θα καθορίσουν όχι μόνον τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να ασκήσουν την ευρωπαϊκή ηγεσία για τα επόμενα χρόνια, αλλά συνολικά το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ας είμαστε, τουλάχιστον, προετοιμασμένοι για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. 

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται». 

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση. 

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση. 

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό». 

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται. 

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2021

Οι… ορέξεις της απλής αναλογικής

 Με την φλεγματική, ή κατ΄ άλλους κυνική, διάθεση που τον χαρακτήριζε, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης όταν άκουσε σε μια παλαιότερη συνεδρίαση της Βουλής έναν βουλευτή μικρότερου κόμματος να ξιφουλκεί κατά των κομμάτων εξουσίας εκείνης της εποχής που, κατά την άποψη του, «δεν τολμούσαν να εφαρμόσουν το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής», έσπευσε να σχολιάσει: «Μα, κύριε συνάδελφε, για να μπει κανείς στη Βουλή, δεν αρκεί η απλή αναλογική, χρειάζονται και ψήφοι…».

Θυμήθηκα το άκρως χαρακτηριστικό αυτό κοινοβουλευτικό στιγμιότυπο καθώς το τελευταίο διάστημα αναπτύσσεται μια έντονη παραφιλολογία περί της δημιουργίας νέων πολιτικών σχηματισμών, τα οποία λέγεται ότι θα μπορούσαν να εκμεταλλευθούν το γεγονός ότι στις επόμενες βουλευτικές εκλογές η κατανομή των κοινοβουλευτικών εδρών θα γίνει με το σύστημα της απλής αναλογικής.

Η συμπεριφορά, για παράδειγμα, του βουλευτή Κωνσταντίνου Μπογδάνου αποδίδεται από ορισμένους σε τέτοιους υπολογισμούς που φέρεται να κάνει ο πρώην δημοσιογράφος για τον οποίο λέγεται ότι έχει βλέψεις να ηγηθεί του πολιτικά «ορφανού» μετά την φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής ακροδεξιού ακροατηρίου το οποίο «συγκινείται» από την εμφυλιοπολεμική ρητορική, αρέσκεται σε ξενοφοβικές εξάρσεις και επικροτεί τους λαϊκίστικους ακτιβισμούς που γίνονται για το θεαθήναι.

Η περίπτωση Μπογδάνου δεν είναι η μοναδική που μαρτυρά μια σχετική κινητικότητα η οποία παρατηρείται τόσο στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος όσο και στο ευρύτερο πολιτικό σκηνικό. Είναι μια κινητικότητα, η οποία βρίσκεται ακόμη στην πρόωρη φάση της αναζήτησης ρόλου που απασχολεί διάφορα πρόσωπα και, κατά τα φαινόμενα, θα ενταθεί το επόμενο διάστημα που θα ξεκαθαρίσει και το τοπίο με την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής και θα αρχίσει η ουσιαστική αντίστροφη μέτρηση προς τις προσεχείς κάλπες.        

Η αλήθεια είναι ότι η διεθνής αλλά και η εγχώρια εμπειρία δείχνουν ότι η απλή αναλογική λειτουργεί συνήθως αποσυσπειρωτικά για τις μεγάλες πολυσυλλεκτικές παρατάξεις. Κι αυτό διότι με την απλή αναλογική ενισχύονται οι τάσεις κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος που προκαλούνται αφενός επειδή σε κάποιες περιπτώσεις προκύπτουν πραγματικές ανάγκες έκφρασης κάποιων κοινωνικών δυνάμεων και αφετέρου επειδή, σε άλλες περιπτώσεις, εμφανίζεται στο προσκήνιο ένα πρόσωπο με ηγετικές φιλοδοξίες που θέλει να στήσει τον δικό του, συνήθως προσωποπαγή για τα δικά μας δεδομένα, σχηματισμό.

Στις παρούσες συνθήκες, ωστόσο, όλα αυτά μοιάζουν να κινούνται απολύτως στη σφαίρα της θεωρίας και να μην βρίσκουν αντιστοίχιση στην πραγματικότητα. Από όλες, εξάλλου, τις μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης που έχουν γίνει στους 27 μήνες που έχουν παρέλθει από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση, προκύπτει ότι το πολιτικό σκηνικό είναι διαμορφωμένο σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που ήταν και στις τελευταίες βουλευτικές κάλπες. Ο μετακινήσεις ψηφοφόρων που παρατηρούνται είναι πολύ περιορισμένες και, προσώρας, τουλάχιστον, στον ορίζοντα δεν διακρίνεται κάποιος παράγων ικανός να ανατρέψει την υφιστάμενη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος.

Οι εξηγήσεις που μπορεί να δώσει κανείς γι΄ αυτή την εικόνα είναι πολλές και σίγουρα οι λόγοι που την διαμορφώνουν έχουν να κάνουν τόσο με τις συνθήκες στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο όσο και με τα πρόσωπα που διαδραματίζουν ή ενδιαφέρονται να διαδραματίσουν ρόλους. Γενικότερα μιλώντας θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος την άποψη ότι η πλειονότητα του κοινωνικού σώματος αισθάνεται κουρασμένη από την περιπέτεια της τελευταίας δωδεκαετίας και προτιμά η πολιτική ζωή του τόπου να μπει σε ήρεμα νερά χωρίς αναταράξεις και τρικυμίες.

Στην κατεύθυνση αυτή είναι βέβαιο ότι συνέβαλε σημαντικά και η πρωτοβουλία της σημερινής κυβέρνησης να αλλάξει ήδη από την αρχή της θητείας της τον εκλογικό νόμο, καταργώντας την απλή αναλογική που θα ισχύσει μόνον στις επόμενες εκλογές. Από την μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση θα εφαρμοστεί νέο σύστημα το οποίο έχει ρήτρα για κλιμακωτό «μπόνους» εδρών υπέρ του πρώτου κόμματος που στην πραγματικότητα δίνει περίπου τον ίδιο κοινοβουλευτικό συσχετισμό δυνάμεων που έδινε και το σύστημα που εφαρμόστηκε επί σειρά ετών έως την τελευταία αναμέτρηση του Ιουλίου του 2019.

Για να μην θεωρητικολογούμε, όμως, ας δούμε τις επιπτώσεις στην κατανομή των εδρών που θα έχει η εφαρμογή των συστημάτων της απλής αναλογικής και του κλιμακωτού μπόνους που θα ισχύσουν στις δύο επόμενες αναμετρήσεις με βάση τα ποσοστά που είχαν τα κόμματα που βρίσκονται στη σημερινή Βουλή. Η ΝΔ, με το ποσοστό 39,9% που είχε τον Ιούλιο του 2019, θα πέσει, από τις 158 έδρες που διαθέτει τώρα, στις 130, αλλά θα επανέλθει και πάλι στις 158 αν διατηρήσει το ίδιο ποσοστό στην, τρόπον τινά, επαναληπτική εκλογή που θα γίνει εφόσον δεν σχηματιστεί βιώσιμη κυβέρνηση στις πρώτες κάλπες.

Αντιστοίχως ο ΣΥΡΙΖΑ, που με το 31,5% του 2019 έχει σήμερα 86 έδρες, θα αυξήσει τους βουλευτές του σε 103 με την απλή αναλογική και θα επανέλθει στους 86 με το σύστημα του κλιμακωτού μπόνους που υιοθέτησε η σημερινή κυβέρνηση. Το ίδιο περίπου θα συμβεί και με τα υπόλοιπα κόμματα: το ΚΙΝΑΛ (με το 8,1%) θα πάει από τις 22 στις 27 έδρες και θα επιστρέψει πάλι στον προηγούμενο αριθμό, το ΚΚΕ (με το 5,3%) θα πάει προσωρινά από τις 15 στις 17 έδρες, ενώ η Ελληνική Λύση (με το 3,7%) θα αυξήσει επίσης πρόσκαιρα κατά 2 τους 10 βουλευτές που διαθέτει τώρα, όπως και το ΜέΡΑ25 (3,4%) που θα πάει προσωρινά από τους 9 στους 11 βουλευτές.

Συμπερασματικά, λοιπόν, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει κάτι σημαντικό που θα ανατρέψει άρδην τα τωρινά δεδομένα, όσοι «ορέγονται» μερίδιο εξουσίας επειδή μόνον και μόνον θα ισχύσει η απλή αναλογική στις επόμενες εκλογές, το πιθανότερο είναι ότι θα μείνουν με την… όρεξη!

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2021

Η νομιμότητα είναι το μόνο αντίπαλο δέος των άκρων

             Τα πρόσφατα επεισόδια στα Επαγγελματικά Λύκεια της ευρύτερης Θεσσαλονίκης θα μπορούσαν να λειτουργήσουν και ως καμπανάκι για όσους ενδεχομένως είχαν την αφελή εντύπωση ότι το μαύρο μέτωπο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα θα εξαφανιζόταν από προσώπου γης μετά την καταδίκη και τη φυλάκιση της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής.

            Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στα δεξιότερα του πολιτικού άξονα εδώ και δεκαετίες κινείται ένα ποσοστό Ελλήνων που κυμαίνεται μεταξύ 5 και 10% του εκάστοτε εκλογικού σώματος. Αρχής γενομένης από το 6,82% που συγκέντρωσε η αποκαλούμενη «Εθνική Παράταξις» τις εκλογές του 1977, μόλις τρία χρόνια μετά την κατάρρευση της Χούντας, καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση οι δυνάμεις της Ακροδεξιάς αυξομειώνονται αναλόγως με την εκάστοτε πολιτική και οικονομική συγκυρία.

Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι, σε αδρές γραμμές, η Ακροδεξιά αυξάνει τις δυνάμεις της όταν βρίσκεται στη διακυβέρνηση η Νέα Δημοκρατία, ενώ η απήχησή της στο εκλογικό σώμα υποχωρεί αισθητά σχεδόν κάθε φορά που η παράταξη της Κεντροδεξιάς είναι στην αντιπολίτευση και διεκδικεί βασίμως την επιστροφή της στην εξουσία.

Αν και οι κατά καιρούς πολιτικοί σχηματισμοί που εμφανίστηκαν στον πέραν της ΝΔ χώρο δεν είχαν τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και σίγουρα δεν μπορεί να εξομοιωθούν όλοι τους με την εγκληματική δράση της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής, αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι αναπόσπαστο στοιχείο του ιδεολογικού πυρήνα όλων των ακροδεξιών κομμάτων, κομματιδίων, οργανώσεων και μορφωμάτων είναι ο εθνικισμός, ο λαϊκισμός και η μισαλλοδοξία κατά των άλλων παρατάξεων.

Όντας, άλλωστε, στην πλειονότητά τους, θιασώτες των μεθόδων κατάληψης της εξουσίας που ακολούθησαν οι πραξικοπηματίες, όπως και θαυμαστές εγχώριων αλλά και ξένων δικτατόρων, δύσκολα μπορούσε να κρυφθεί το φλερτ τους με τη βίαιη κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και άρα με την έλλειψη σεβασμού στους κανόνες της δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία με βάση την ψήφο των πολιτών.

Σε αντίθεση, πάντως, με ό,τι συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμη και στη Γαλλία που έχει μακρά παράδοση λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, στην Ελλάδα η Ακροδεξιά δεν κατάφερε να σπάσει το φράγμα του 10% και να γίνει κεντρικός παίκτης στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό.

Ακόμη και στις ακραίες συνθήκες τη μνημονιακής εποχής που διαλύθηκε το παλαιό πολιτικό σύστημα, μπορεί να πήραν αέρα τα πανιά τους, έμειναν, όμως, στο περιθώριο και ουσιαστικά πολύ μακριά από το να καταφέρουν να προβληθούν ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.

Γι΄ αυτό και στις τελευταίες εκλογές συρρικνώθηκε η δύναμη της Χρυσής Αυγής, υποκαθιστάμενη από άλλα σχήματα της λαϊκίστικης Ακροδεξιάς, πολύ πριν η ηγεσία της καταδικαστεί από τη Δικαιοσύνη. Η ενίσχυση άλλων δυνάμεων που κινούνται στα δεξιότερα του πολιτικού φάσματος έδειξε ότι η συρρίκνωσή του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν οδήγησε και στην εξαφάνιση των ψηφοφόρων της ή έστω σε μεταμέλεια όλων εκείνων που τους ψήφιζαν τα προηγούμενα χρόνια.    

Ορισμένοι αποδίδουν την πολιτική καχεξία των ακροδεξιών δυνάμεων στις νωπές μνήμες των Ελλήνων από την περιπέτεια της χουντικής επταετίας και της κατοχικής θηριωδίας. Αλλά κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει απόλυτα όταν είδαμε το ναζιστικό μόρφωμα του Νίκου Μιχαλολιάκου να καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά σε περιοχές μαρτυρίου όπως το Δίστομο ή τα Καλάβρυτα.

Ένα μεγάλο ευτύχημα για τη χώρα μας είναι, ίσως, ότι ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος είναι κατακερματισμένος, αλλά κυρίως ότι δεν ευδόκησε να έχει στην ηγεσία του μια χαρισματική προσωπικότητα, όπως εκείνες που ηγήθηκαν αντίστοιχων εθνικιστικών και ξενοφοβικών σχηματισμών σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το εκτόπισμα των περισσότερων εγχώριων ηγετίσκων ήταν περιορισμένο και ουδείς τους κατάφερε ως τώρα να αποκτήσει ευρύτερη συμπάθεια στο λαϊκό ακροατήριο.

Όπως και να έχει, πάντως, η Ακροδεξιά ήταν και παραμένει μια υπαρκτή οντότητα που ποτέ δεν μπορεί να ξέρει κανείς πότε όσοι την εκφράζουν θα ξαναβγούν από τα λαγούμια στα οποία κρύφτηκαν τα τελευταία χρόνια. Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι οι κινητοποιήσεις των αντιεμβολιαστών δημιούργησαν πρόσφορο έδαφος σε αυτό το «εν υπνώσει» ακροατήριο, το οποίο, όπως μαρτυρούν και τα πρόσφατα γεγονότα της Θεσσαλονίκης, μπορεί να μην αργήσει να ξυπνήσει.

Η ανοχή την οποία έδειξαν την περίοδο 2011-2013 ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού σώματος αλλά, πολύ περισσότερο, οι αρχές του τόπου αποθράσυναν τα «Τάγματα Εφόδου» τα οποία, από τις στρατιωτικού τύπου παρελάσεις στους δρόμους των πόλεων και τις θορυβώδεις παραστάσεις σε διάφορες δημόσιες παραστάσεις, σύντομα προχώρησαν στους ξυλοδαρμούς αλλοδαπών και Ελλήνων. Και, όσο έβλεπαν ότι το πεδίο τους ήταν ελεύθερο και μπορούσαν ανεξέλεγκτοι να κάνουν ότι θέλουν, ήταν πλέον ζήτημα χρόνου για το πότε θα έφθαναν ως τις δολοφονίες.

Εκείνα τα λάθη, λοιπόν, δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ελληνική Πολιτεία και πιο συγκεκριμένα η κυβέρνηση πρέπει να τηρήσει αποφασιστική στάση και να μην επιτρέψει να γίνουν ούτε τα σχολεία ούτε εν γένει ο δημόσιος χώρος πεδία ανταγωνιστικού προσηλυτισμού των δυνάμεων των άκρων που δεν χάνουν ευκαιρία να δυναμιτίσουν την ομαλότητα η οποία είναι εκείνη που τους οδηγεί στο περιθώριο.

Δεν είναι επιτρεπτό να κυκλοφορούν μαχαίρια σε σχολικά συγκροτήματα και ούτε είναι ανεκτό να χρειάζεται να γίνονται αντιδιαδηλώσεις για να επέμβει η Αστυνομία ώστε να επιβληθεί η νομιμότητα σε χώρους προορισμένους για την εκπαιδευτική διαδικασία. Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου, που εκφράζουν τη βούληση της πλειονότητας των πολιτών, διαθέτουν την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση για να το κάνουν.  

Είναι ιστορικά αποδεδειγμένο, άλλωστε, ότι η νομιμότητα αποτελεί το μόνο αντίπαλον δέος όλων ανεξαιρέτως των άκρων. 

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Όταν παίζεις «εν ου παικτοίς», αποστρατεύεσαι και πριν τα 40!


Για να μη νομίζουμε ότι έχουμε το προνόμιο στην αποκλειστικότητα της παραδοξολογίας και να μην… αυτομαστιγωνόμαστε διαρκώς για τα κακώς κείμενα που κατατρύχουν τις ζωές μας, ας ρίξουμε μια ματιά στην πολιτική ζωή της Ισπανίας, οι ψηφοφόροι της οποίας κλήθηκαν στις κάλπες για τέταρτη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Στην πιο πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη την περασμένη Κυριακή, επειδή τον περασμένο Απρίλιο οι πολιτικές δυνάμεις δεν τα βρήκαν για να σχηματίσουν βιώσιμη κυβέρνηση, τα πράγματα έγιναν χειρότερα από πριν και το αδιέξοδο είναι, στην πραγματικότητα, πολύ μεγαλύτερο.
Οι πλειοψηφούντες Σοσιαλιστές του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσες έχασαν 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας από το 28,3% στο 28% και, έτσι, από 123 έδρες, που τους έδωσαν οι κάλπες του Απριλίου, τώρα έχουν 120, σε ένα Κοινοβούλιο με 350 μέλη.
Οι βασικοί τους σύμμαχοι, οι αριστεροί Podemos του Πάμπλο Ιγκλέσιας, με τους οποίους θέλουν να κάνουν τώρα κυβερνητική συνεργασία, έχασαν επίσης 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας κατά μιάμιση μονάδα (από 14,3% στο 12,8%) και χάνοντας επτά βουλευτές (από 42 έχουν τώρα 35).
Εκείνοι, όμως, που έπαθαν πανωλεθρία άνευ προηγουμένου είναι οι «Πολίτες» του Άλμπερτ Ριβέρα, το κεντρώας κατεύθυνσης κόμμα που διεκήρυσσε φιλελεύθερες και εκσυγχρονιστικές θέσεις οι οποίες είναι κοντινές με όσα ευαγγελιζόταν το εγχώριο «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη.
Στο επτάμηνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις απώλεσε τα 2/3(!) των ψηφοφόρων του (τους γύρισαν την πλάτη δυόμισι εκατομμύρια Ισπανοί που τους είχαν ψηφίσει τον Απρίλιο) και περιθωριοποιήθηκαν καθώς έμειναν με 10 βουλευτές (από 54), ενώ ο φέρελπις Ριβέρα οδηγήθηκε στην παραίτηση.
Τα τρία αυτά κόμματα ήταν υπεύθυνα για το γεγονός ότι η Ισπανία αδυνατεί να αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση και η πολιτική ζωή της χώρας οδηγείται από κάλπη σε κάλπη, χάρις και στην απλή αναλογική που επιτρέπει τον κατακερματισμό των δυνάμεων. Οι ψηφοφόροι τούς τιμώρησαν και τους υποχρέωσαν να επιδιώξουν την κυβερνητική συνεργασία που πριν δεν ήθελαν να συνάψουν.
Μόνον, όμως, που η κυβερνητική συνεργασία θα γίνει πλέον υπό πολύ χειρότερες συνθήκες. Μετά τις κάλπες του Απριλίου οι Σοσιαλιστές, οι Podemos και οι «Πολίτες» είχαν πλειοψηφία 219 εδρών. Τώρα μόλις και μετά βίας συγκεντρώνουν 165 βουλευτές. Και έτσι η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί –με ή χωρίς τους «Πολίτες»- από τους Σάντσες και Ιγκλέσιας θα έχει απέναντί της μια ενισχυμένη Δεξιά και μια επελαύνουσα Ακροδεξιά.
Το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του 38χρονου Πάμπλο Κασάδο ανέκαμψε εκλογικά κερδίζοντας σχεδόν τέσσερις μονάδες περισσότερες από τον Απρίλιο και, φθάνοντας στο 20,8%, ανέβασε τις έδρες του από 66 σε 88. Ενώ την ίδια ώρα το μέχρι πριν ένα χρόνο περιθωριακό VOX κέρδισε ένα εκατομμύριο επιπλέον ψηφοφόρους και με το 15,1% που απέσπασε έγινε η τρίτη πολιτική δύναμη, καταλαμβάνοντας 52 έδρες (από 24 τον Απρίλιο).
Αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να εξαχθεί από όλα αυτά είναι ότι η πολιτική δεν είναι ένα παιχνίδι που παίζεται «εν ου παικτοίς». Με άλλα λόγια, η λαϊκή ετυμηγορία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπίζεται σαν παιχνίδι το οποίο μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί μέχρις ότου  επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για όσους «κρατούν το πεπόνι και το μαχαίρι».
Γενικεύοντας τον κανόνα, θα λέγαμε ότι οι αποφάσεις των πολιτικών, είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, δεν μπορεί να λαμβάνονται ερήμην των πολιτών. Τα κόμματα παντού στον κόσμο κατεβαίνουν στις εκλογές με στόχο, αφενός να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για το οποίο ψηφίστηκαν και, αφετέρου, για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες όσων τους ψήφισαν.
Υπό αυτό το πρίσμα, όσο παράλογο είναι αυτό που έγινε στην Ισπανία, όπου χρειάστηκαν να στηθούν τέσσερις φορές κάλπες για να συγκροτήσουν –παρά τους πανηγυρισμούς των ομοϊδεατών τους στη χώρα μας- μια πολύ ασταθή κυβερνητική συνεργασία, άλλο τόσο ακατανόητα είναι αρκετά από όσα διαμείβονται στην εγχώρια πολιτική σκηνή, παρόλο που εμείς τον περασμένο Ιούλιο αποφύγαμε τον φαύλο κύκλο της πολιτικής αστάθειας και της αέναης επανάληψης των εκλογών.
Η απόπειρα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το Mεταναστευτικό χωρίς να έχει προετοιμάσει την κοινή γνώμη και κυρίως το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος, το οποίο είχε πείσει προεκλογικά ότι οι λύσεις που είχε έτοιμες ήταν εύκολες και ανώδυνες, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ότι οι αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων δεν λαμβάνονται εν κενώ.
Από την άλλη, δεν περνά απαρατήρητη και η αλλοπρόσαλλη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα ζητήματα που αφορούν την πάταξη της ανομίας που απασχολούν την επικαιρότητα των ημερών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει προ πολλού να είναι το περιθωριακό κόμμα του παρελθόντος και η σύνθεση των ψηφοφόρων του, που τον κράτησαν στο 31,6%, δεν συγκινείται από κραυγές κατά του (ανύπαρκτου) «αστυνομικού κράτους».
Αν έχουν απορίες, ας ρωτήσουν τον Άλμπερτ Ριβέρα, ο οποίος από φέρελπις αστέρας που ανέβαινε κατακόρυφα στο πολιτικό στερέωμα της Ισπανίας, βρέθηκε αίφνης εκτός νυμφώνος και οδηγήθηκε σε- προσωρινή ή μόνιμη, θα φανεί- αποστρατεία, προτού καλά- καλά γίνει σαράντα χρονών, τα οποία κλείνει αύριο!

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2015

Ώρα για αλήθειες



            Ένα πολυνομοσχέδιο με πανσπερμία άσχετων μεταξύ τους διατάξεων, ένα κατεπείγον νομοσχέδιο που ψηφίστηκε άρον – άρον με αποτέλεσμα από την επομένη μέρα να χρειάζεται αλλαγές και μια Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου – «αχταρμάς» για να διορθωθούν ημαρτημένα και να καλυφθούν «τρύπες», είναι τα μοναδικά στοιχεία που συνθέτουν το μέχρι στιγμής νομοθετικό έργο της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ.
            Μοιάζει με απόλυτη ειρωνεία, αλλά αποτελεί απτή πραγματικότητα ότι η συνεισφορά της δίμηνης -«πρώτη φορά Αριστερά» με ολίγη (;) από… Ακροδεξιά- διακυβέρνησης εξαντλείται σε τρία στοιχεία από εκείνα που, τόσο κατά τις προεκλογικές υποσχέσεις όσο και κατά τις μετεκλογικές εξαγγελίες, αποκλειόταν με κάθε κατηγορηματικότητα ότι θα συμβούν μετά τις 25 Ιανουαρίου. Και σα από φάρσα όχι μόνον συνέβησαν, αλλά συνέβησαν μόνον αυτά και τίποτε άλλο.
            Πέρα, όμως, από τους ανέξοδους βερμπαλισμούς του πρόσφατου αλλά και του παλαιότερου παρελθόντος, δεν είναι δα και… προς θάνατον αυτές οι -μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας- θεσμικές παρεκτροπές. Όταν μια χώρα βρίσκεται υπό τις έκτακτες συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζει η Ελλάδα, ιδίως τους τελευταίους μήνες και περισσότερο τούτες τις τελευταίες εβδομάδες που το μαρτύριο της σταγόνας με τη ρευστότητα του δημοσίου και των τραπεζών κορυφώνεται, όλα μπορεί να επιτραπούν.
Αν παραβλέψει κανείς ότι φαινόμενα αυτού του είδους μαρτυρούν παντελή έλλειψη ουσιαστικής προγραμματικής προετοιμασίας, κατά τα λοιπά, και τα πολυνομοσχέδια δικαιολογούνται και τα επείγοντα νομοσχέδια μπορεί να συγχωρεθούν. Ακόμη και οι… επάρατες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου μπορεί να γίνουν ανεκτές.
            Αντιθέτως, εκείνο που δεν δικαιολογείται, δεν γίνεται ανεκτό και, πιθανότατα, δεν θα συγχωρεθεί στους σημερινούς κυβερνώντες, είναι η παραπλάνηση που επιχειρείται με τη μεθοδευμένη άρνηση να πάνε προς ψήφιση στη Βουλή την περιβόητη συμφωνία της 20ής Φεβρουαρίου την οποία συνομολόγησαν με τους εταίρους και δανειστές της χώρας για να παραταθεί το προηγούμενο πρόγραμμα και να ανοίξει ο δρόμος ώστε να εκταμιευθούν τα χρήματα που είναι απολύτως απαραίτητα για να συνεχίσει να διατηρείται στη ζωή η ελληνική οικονομία.
            Η προσπάθεια να παρακαμφθεί το Κοινοβούλιο με μια ολιγόλεπτη προσχηματική συζήτηση, δεν ανταποκρίνεται στην κρισιμότητα των στιγμών. Και, επίσης, δεν αντιστοιχεί στην απαίτηση για σεβασμό των θεσμών αλλά και της λαϊκής ετυμηγορίας η οποία καταδίκασε τους προηγούμενους και έδωσε την εξουσία στους σημερινούς κυβερνώντες.
            Αν, όντως, είναι πεπεισμένοι ότι έπραξαν και εξακολουθούν να πράττουν το σωστό, αν θεωρούν ότι διαπραγματεύτηκαν και συνεχίζουν να διαπραγματεύονται επ΄ ωφελεία του δημοσίου συμφέροντος, δεν μπορούν να παίζουν «κρυφτούλι» με την ελληνική Βουλή και συνακόλουθα με τον ελληνικό λαό, του οποίου υποτίθεται ότι επιζητούν τη στήριξη σε ευρύτερη κλίμακα από το ποσοστό εκείνων που τους ψήφισαν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές.
            Πώς, αλήθεια, περιμένουν να πείσουν τους ψηφοφόρους, τους δικούς τους, αλλά και τους άλλους, αν αποφεύγουν τη Βουλή επειδή εκτιμούν ότι δεν μπορούν να πείσουν τους κυβερνητικούς βουλευτές; Και στο τέλος – τέλος για πόσο θα μπορεί να συμβαίνει αυτό; Αργά ή γρήγορα, όλα μαζί ή χωριστά, τα συμφωνημένα με τους εταίρους και δανειστές της χώρας θα πρέπει με κάποιον τρόπο –πολυνομοσχέδιο, κατεπείγον νομοσχέδιο ή Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου- να πάρουν τη μορφή νομοθετικής πρωτοβουλίας και να εγκριθούν από το Κοινοβούλιο.
Τί θα αλλάξει, άραγε, με την καθυστέρηση που παίζουν ή με τις ασάφειες που συντηρούν; Μέχρι στιγμής το μόνο που αλλάζει -και αλλάζει επί τα χείρω- είναι οι ήδη άσχημες συνθήκες της ελληνικής οικονομίας η οποία κινδυνεύει ανά πάσα με ξαφνικό θάνατο ως αποτέλεσμα της σχεδόν απόλυτης πιστωτικής ασφυξίας που μας έχουν επιβάλει οι Ευρωπαίοι εταίροι. Και που, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν να το κάνουν όσο η ελληνική κυβέρνηση δεν παραδέχεται στο εσωτερικό της χώρας εκείνα που με βούλες και υπογραφές έχει συνομολογήσει στο εξωτερικό. Εκείνα, έστω, που αναγνώρισε δημοσίως ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν βρέθηκε ενώπιος ενωπία με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ.
Η κολοβή, έστω, συζήτηση που με χίλια βάσανα αποφάσισε η κυβέρνηση να γίνει στη Βουλή μπορεί να αποτελέσει την αρχή για να ειπωθούν τα πράγματα όπως πραγματικά έχουν. Και όχι όπως θα θέλαμε να έχουν ο καθένας από μας και προπάντων οι κυβερνώντες. Τώρα είναι η ώρα να ακουστούν οι αλήθειες. Και να διαλυθούν οι πολύχρονες αυταπάτες. Για το που πραγματικά βρισκόμαστε. Και που πάμε.
Γιατί τα ψέματα δεν είναι μόνον ότι έχουν κοντά ποδάρια. Είναι και που πλέον κοστίζουν ακριβά.  

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Το θεσμικό μάθημα από το «πάθημα Κασιδιάρη»

Τις παραμονές της πρόσφατης συζήτησης για το πολυνομοσχέδιο που επικύρωσε τη συμφωνία με την τρόικα και εξ αφορμής της άγνοιας για το περιεχόμενό του που είχαν ακόμη και αρμόδιοι υπουργοί, ως την τελευταία ώρα της κατάθεσης του στη Βουλή για να ψηφιστεί με κατεπείγουσα διαδικασία, από αυτή εδώ τη στήλη αναρωτιόμουν αν υφίσταται το υπουργικό συμβούλιο ως θεσμικό όργανο της κυβέρνησης ή αν… καταργήθηκε με κάποια μνημονιακή τροπολογία και δεν το… πήραμε είδηση.
Απάντηση, προφανώς και δεν έλαβα ποτέ για το –ούτως ή άλλως- ρητορικό αυτό ερώτημα. Πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσω ότι όταν το έθετα δεν περίμενα ότι τόσο γρήγορα και με τόση ενάργεια θα αναδεικνυόταν η πλήρης κατάπτωση του θεσμού του υπουργικού συμβουλίου, όπως προκύπτει από τις δραστηριότητες του απελθόντος, μετά την παγίδευσή του από τον χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη, γενικού γραμματέα της κυβέρνησης κ. Παναγιώτη Μπαλτάκου.
Αντί να ασχολείται με την προετοιμασία των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου, που ήταν η βασική και μόνη αρμοδιότητα που ο νόμος έδινε στον κ. Μπαλτάκο, ο τελευταίος παρότι υπηρετούσε αρχικά μια τρικομματική και στη συνέχεια μια δικομματική κυβέρνησηλειτουργούσε, κατά τη δημόσια ομολογία του, ως κομματικόστέλεχος της Νέας Δημοκρατίας που ενδιαφερόταν να μη χάσει ψήφους το κόμμα του. Και γι΄ αυτό, όπως τουλάχιστον είπε, ανέπτυσσε τις ανάρμοστες, όπως αποδεικνύονται, σχέσεις του με τα στελέχη της Χρυσής Αυγής.
Στο πλαίσιο των τελευταίων αποκαλύψεων και ανεξάρτητα από τις πολιτικές παρενέργειες που δημιουργούν αυτές και τις νοοτροπίες που αναδεικνύουν, δεν χρειάζεται κανείς να είναι… θεσμολάγνος για να επισημάνει το γεγονός ότι η δημόσια υπηρεσία, την οποία είχε αναλάβει ο κ. Μπαλτάκος, υπολειτουργούσε και ο ίδιος μοιραία την αντιμετώπιζε ως… πάρεργο.
Αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους είκοσι ένα μήνες κατά τους οποίους βρίσκεται στην κυβέρνηση το συγκεκριμένο σχήμα, δεν έχει το προηγούμενό του, σίγουρα στα εγχώρια και μάλλον στα παγκόσμια χρονικά διακυβέρνησης. Το υπουργικό συμβούλιο δεν έχει συνεδριάσει ούτε μια φορά, αν εξαιρέσει κανείς τις δύο τυπικές συνεδριάσεις που έγιναν κατά τη συγκρότηση του αρχικού τρικομματικού σχήματος και εν συνεχεία με τον ανασχηματισμό που έγινε όταν αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ.
Το απίστευτο αυτό ρεκόρ που καταγράφεται στο παθητικό της σημερινής συγκυβέρνησης, προφανώς και δεν το χρεώνεται ο κ. Μπαλτάκος. Το χρεώνονται εξ αδιαιρέτου και εις ολόκληρον ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, οι οποίοι επέλεξαν έναν καταφανώς αδιαφανή και αντιθεσμικό τρόπο διακυβέρνησης που προσβάλει όχι μόνον τους συνεργάτες τους που, μόνον τύποις, είναι μέλη ενός (ανύπαρκτου) υπουργικού συμβουλίου, αλλά και τους πολίτες που γίνονται μάρτυρες αυτής της απαράδεκτης λειτουργίας.
Αν το υπουργικό συμβούλιο λειτουργούσε, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και τους νόμους, αρκετά πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά και πολλές παρενέργειες και αρρυθμίες θα είχαν αποφευχθεί.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το αιφνιδιαστικό λουκέτο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση με πράξη νομοθετικού περιεχόμενου, ερήμην των κυβερνητικών εταίρων της ΝΔ;  Ή τα συνεχή μπλόκα του γενικού γραμματέα σε νομοθετικές πρωτοβουλίες κυβερνητικών στελεχών, με αποκορύφωμα το πρόσφατο «πήγαινε έλα» στη Βουλή με την τροποποίηση στο μεταναστευτικό νόμο;
Το γεγονός ότι δεν συνεδρίασε ούτε μια φορά το υπουργικό συμβουλίου για να ακουστούν οι απόψεις των υπουργών –ή, έστω, να ενημερωθούν για τις ειλημμένες αποφάσεις, διάολε!- άφηνε όλο το περιθώριο στον κ. Μπαλτάκο να αυτενεργεί και να δρα με την εικαζόμενη βούληση του πρωθυπουργού και στο όνομα του ότι ήταν ένας από τους στενότερους και παλαιότερους του κ. Σαμαρά.
Η κρίση του περασμένου Ιουνίου που οδήγησαν στην αποδυνάμωση της κυβερνητικής σταθερότητας, με την απομάκρυνση της ΔΗΜΑΡ από το συγκυβερνών σχήμα, δεν φάνηκε, δυστυχώς, να δίδαξαν κάτι στους κυβερνητικούς εταίρους, οι οποίοι συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο.
Μένει να δούμε αν οι αποκαλυφθέντες αυτές τις μέρες ερασιτεχνικοί χειρισμοί του κ. γενικού και οι ανάρμοστες σχέσεις που είχε αναπτύξει με την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, μπορεί να αποτελέσουν την αφορμή για να αποκατασταθεί η θεσμική λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου. Όσο –και αν…- υπάρχει ακόμη χρόνος για να μετατραπεί το «πάθημα Κασιδιάρη» σε θεσμικό μάθημα.