Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανασχηματισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανασχηματισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Η υπεροψία είναι ο χειρότερος σύμβουλος

 

            Δύο εβδομάδες πριν ανακοινωθεί, με τον τρόπο που ανακοινώθηκε, ο τελευταίος ανασχηματισμός της κυβέρνησης, οι πολιτικοί αρχηγοί, σύμφωνα με το δημοσιογραφικό στερεότυπο, διασταύρωναν τα ξίφη τους στη Βουλή για τις συνέπειες και τις ευθύνες από τις καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου.

Οι τόνοι ανέβηκαν συχνά σε εκείνη τη συνεδρίαση της 25ης Αυγούστου και ακούστηκαν βαριές εκατέρωθεν εκφράσεις κυρίως ανάμεσα στον πρωθυπουργό και στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και δευτερευόντως ανάμεσα στη Φώφη Γεννηματά και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Παρακολουθώντας την οξεία αντιπαράθεση, προσωπικά μου κέντρισε το ενδιαφέρον μια αποστροφή της ομιλίας του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος απευθυνόμενος προς το πρωθυπουργικό έδρανο είπε επί λέξει τα εξής: «…Δεν είστε ικανός την ώρα της κρίσης να δείξετε ότι καταλαβαίνετε τι δεν πήγε καλά και αναζητείτε -μαθαίνω- διέξοδο σε ανασχηματισμούς και σε πρόσωπα από τον δημοκρατικό χώρο για να αποτελέσουν τις σωσίβιες λέμβους σας…».

Το βράδυ της ίδια μέρας, αλλά και τις επόμενες ημέρες, έθεσα υπόψιν συνεργατών του πρωθυπουργού την εν λόγω επισήμανση του κ. Τσίπρα, καλώντας τους να μου επιβεβαιώσουν ή να μου διαψεύσουν ότι η κυβέρνηση βολιδοσκοπούσε πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους ενόψει του ανασχηματισμού. Με λύπη μου διαπίστωσα ότι σχεδόν κανείς άλλος πλην εμού δεν είχε προσέξει την -εν είδει προειδοποιητικής βολής- καταγγελία του πρώην πρωθυπουργού ότι η κυβέρνηση έψαχνε –κατά την έκφρασή του- «σωσίβιες λέμβους» στον «δημοκρατικό χώρο».

Η λύπη μου έγινε έκπληξη την περασμένη Τρίτη όταν στο άκουσμα των μεταβολών που αποφάσισε ο πρωθυπουργός να κάνει στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου διαπίστωσα ότι η μόνη εντυπωσιακή αλλαγή του ανασχηματισμού ήταν η είσοδος στην κυβέρνηση του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ Ευάγγελου Αποστολάκη σε θέση επικεφαλής στο υπό σύσταση υπουργείο Πολιτικής Προστασίας. Με λίγα λόγια είχε γίνει ακριβώς εκείνο που είχε… προφητέψει ο κ. Τσίπρας, χωρίς, μάλιστα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, να λάβει κάποιος από την κυβέρνηση υπόψιν του την… προφητεία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η συνέχεια του επεισοδίου είναι πλέον παγκοίνως γνωστή: ο ΣΥΡΙΖΑ αντέδρασε εντόνως, αποδίδοντας χαρακτηρισμούς περί «αποστασίας» και «εξαγοράς» στον ναύαρχο Αποστολάκη, ο τελευταίος υπαναχωρώντας δεν απεδέχθη το αξίωμα και το κυβερνητικό σχήμα ορκίστηκε εν τέλει «κολοβό» αφού η θέση του υπουργού Πολιτικής Προστασίας έμεινε κενή μέχρι να βρεθεί άλλο πρόσωπο που θα την καλύψει. Κι όλα αυτά διότι ο κ. Τσίπρας ήξερε τι προετοιμάζει ο πρωθυπουργός, καθώς είναι σαφές πλέον ότι τον είχε προϊδεάσει ο βολιδοσκοπηθείς από το Μέγαρο Μαξίμου κ. Αποστολάκης, αλλά η κυβέρνηση νόμιζε ότι ετοίμαζε τον απόλυτο επικοινωνιακό αιφνιδιασμό που θα κατέπλησσε φίλους και αντιπάλους.

Ανεξαρτήτως του κατά πόσο ήταν «ηρωική» ή «ατιμωτική» η πράξη του ναυάρχου Αποστολάκη, αλλά και του γεγονότος ότι ο κ. Τσίπρας «δεν δικαιούται δια να… ομιλεί», κατά την περιώνυμη έκφραση του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα, για «αποστασίες» καθώς όταν ήταν πρωθυπουργός διόρισε στην κυβέρνησή του ακόμη και βουλευτές που είχαν εκλεγεί στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο με την αντίπαλη παράταξη, το βασικό συμπέρασμα που εξάγεται από την περιγραφείσα υπόθεση είναι ότι οι συζητήσεις που γίνονται στη Βουλή είναι… διάλογοι κωφών.

Στις περισσότερες κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις οι αγορεύσεις μοιάζουν με παράλληλους μονόλογους που εκφωνούνται χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι ομιλίες των άλλων. Ούτε η αντιπολίτευση ακούει την κυβέρνηση. Αλλά ούτε και η κυβέρνηση δίνει βάση στα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης. Με λίγες εξαιρέσεις και οι μεν και οι δε καταλαμβάνονται από έναν αυτάρεσκο ναρκισσισμό που συχνά καταλήγει σε αλαζονική υπεροψία. Όπως αυτή που έκανε την κυβέρνηση Μητσοτάκη να μην λάβει διόλου υπόψιν της την προειδοποίηση Τσίπρα που, με την ύστερη γνώση, εύκολα αναγνωρίζει κανείς (σ.σ.: οι λέξεις «σωσίβιες λέμβοι» είναι χαρακτηριστικές) ότι ήταν φωτογραφία του κ. Αποστολάκη.     

Στην επίμαχη συζήτηση της 25ης Αυγούστου, ο πρωθυπουργός αντέδρασε έντονα στην επίθεση που δέχθηκε και με αυτή την αφορμή είπε προς τον κ. Τσίπρα: «Μην περιμένετε μετά να συζητάμε για αναβάθμιση του πολιτικού διαλόγου και μην εκπλήσσεστε μετά που όλα αυτά τα οποία λέτε, ουσιαστικά, δεν τα ακούει κανείς». Δεν έμεινε, όμως, μόνον σε αυτό: «Ειλικρινά σας το λέω, δεν μετριέμαι με εσάς, δεν είστε το μέτρο σύγκρισής μου εσείς. Θα είχα βάλει τον πήχη πάρα πολύ χαμηλά εάν απλά ήθελα να είμαι καλύτερος από εσάς», συμπλήρωσε ο κ. Μητσοτάκης.

Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά που ένας πρωθυπουργός απευθύνθηκε κατ΄ αυτόν τον -μάλλον υποτιμητικό- τρόπο προς τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ίδιος όταν ήταν στη αντίστοιχη θέση είχε ακούσει πολύ πιο βάναυσες προσβολές από τον πρωθυπουργό Τσίπρα. Αλλά για να είμαστε ειλικρινείς, το ίδιο έργο το έχουμε δει πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Ο εκάστοτε πρωθυπουργός και ο κύκλος του νομίζουν ότι είναι άτρωτοι και δεν πρόκειται να χάσουν από τον αντίπαλό τους, κάτι που τις πιο πολλές φορές διαψεύδεται στην πράξη.  

Η υπεροψία, βλέπετε, είναι ο χειρότερος σύμβουλος των ισχυρών. Πλην, όμως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που μπορεί να την ελέγξουν. Και ακόμη λιγότεροι όσοι έχουν τη δύναμη να την καθυποτάξουν, έτσι ώστε να κρατήσουν αυτιά και μάτια ανοιχτά στην πραγματικότητα.

 

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Ποιος φοβάται τις εκλογές;

 Ξεκινώντας λίγο ανορθόδοξα τούτο το κείμενο, δεν θα δυσκολευτώ να αναγνωρίσω ότι το αγαπημένο σπορ για αρκετούς δημοσιογράφους του πολιτικού ρεπορτάζ είναι να γράφουν ή να μεταδίδουν πληροφορίες για επικείμενες κυβερνητικές αλλαγές ή για επερχόμενες πρόωρες κάλπες. Έχω κι ο ίδιος αναρωτηθεί πολλές φορές αν τα σενάρια περί ανασχηματισμού ή εκλογών είναι απλώς προϊόν επαγγελματικής ευκολίας ή αν πρόκειται για αναπαραγωγή άλλοτε της φοβίας και άλλοτε της προσδοκίας κάποιων πολιτικών δυνάμεων.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατατείνω είναι δεν υπάρχει ενιαίος κανόνας. Είναι αληθές ότι περισσότερο η ανασχηματολογία και λιγότερο η εκλογολογία συνιστούν έτοιμη δημοσιογραφική τροφή που δεν απαιτείται πολύς κόπος για τη διάθεση και την κατανάλωσή της. Από την άλλη, όμως, κάποιες φορές δικαίως του λόγου δεν δίνεται σημασία στις δημόσιες διαψεύσεις στις οποίες συχνά καταφεύγουν οι ίδιοι που στο παρασκήνιο διοχετεύουν τις διαρροές των σεναρίων που τα μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν παρά να αναπαράγουν.

Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να αρνηθεί ότι σε χώρες χωρίς θεσμική σταθερότητα, όπως αναμφισβήτητα είναι η Ελλάδα, το ανακάτεμα της «τράπουλας» υποκαθιστά συχνά τα ελλείμματα στην παραγωγή πολιτικής που προκαλεί η ακατάσχετη προεκλογική υποσχεσιολογία. Όπως επίσης και δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι, ειδικά στο θέμα των εκλογών, η εκάστοτε κυβέρνηση –και για την ακρίβεια ο αρχηγός της- έχει το πεπόνι και το μαχαίρι και λαμβάνει αποφάσεις για προσφυγή στις κάλπες με ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχθούμε ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι ακραιφνώς ελληνικό. Για παράδειγμα, στο Ισραήλ, το οποίο βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, οι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν για τέταρτη φορά μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Ο κυβερνητικός συνασπισμός που μετά βασάνων και κόπων σχημάτισαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μετά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση κατέρρευσε και έτσι η συμφωνία να μοιραστούν την τετραετή θητεία του πρωθυπουργού οι ηγέτες τους δεν πρόκειται να ισχύσει.

Ο Μπέντζαμιν Νετανάχιου, ο οποίος διατήρησε τον πρωθυπουργικό θώκο για το πρώτο μισό της τετραετίας, όταν είδε ότι απέκτησε δημοσκοπικό αέρα για να κυβερνήσει χωρίς τον αντίπαλο στον οποίο θα παρέδιδε την εξουσία για το δεύτερο μισό, δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να αφήσει τη συγκυβέρνηση να διαλυθεί και τον άσπονδο «συνεταίρο» του στα κρύα του λουτρού. Δυστυχώς, έτσι είναι η πολιτική και όποιος το αρνείται δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να εθελοτυφλεί ή να ονειροβατεί.

Μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αφού, όπως συνήθως συμβαίνει, νωρίτερα είχε διαψευστεί αρκετές φορές, φούντωσαν και πάλι τα σενάρια που θέλουν τα Μέγαρο Μαξίμου να προλειαίνει το έδαφος έτσι ώστε να προκηρύξει εκλογές μόλις το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά του κορωνοϊού προχωρήσει σε βαθμό τέτοιο που να αποτελεί σήμα ότι αφήνουμε πίσω μας την πανδημία.

Η αύξηση του αριθμού των στελεχών του κυβερνητικού σχήματος σε επίπεδα που μόνον σε προεκλογικές περιόδους συναντώνται, η μεταβολή της ισορροπίας ανάμεσα στους βουλευτές και τους τεχνοκράτες που συμμετέχουν στην κυβέρνηση υπέρ των πρώτων που συμβάλουν περισσότερο στην συγκομιδή των ψήφων, καθώς και η «αλλαγή φρουράς» στην ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών που έχει την αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή των εκλογών είναι μόνον τρεις από τις βάσιμες ενδείξεις που μαρτυρούν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Ο νέος υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης προέβη ήδη σε διαψεύσεις, ενώ το ίδιο προτίθεται, κατά πληροφορίες, να κάνει τις επόμενες μέρες και το Μέγαρο Μαξίμου. Οι λόγοι είναι προφανείς. Ό,τιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο στην παρούσα συγκυρία που η φονική πανδημία βρίσκεται σε έξαρση. Ας μη γελιόμαστε, όμως, όσες διαψεύσεις και αν γίνουν, οι πιθανότητες να πάμε σε εκλογές μέσα στο 2021 είναι πολλές. Το δέλεαρ για την κυβερνητική παράταξη, που προκύπτει από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα θα το απεμπολήσει.

Με παντοίους τρόπους, άλλωστε, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματός του συνδράμουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι μόνον που ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι «αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα είχα ζητήσει ήδη εκλογές», δικαιώνοντας εκ των προτέρων την ενδεχόμενη προσφυγή στις κάλπες μόλις θεωρηθεί λήξασα η πανδημία. Είναι, πολύ περισσότερο, η αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούν με αποτέλεσμα, αντί να επωφελούνται από τα λάθη και τις αστοχίες της κυβέρνησης, να βολοδέρνουν δημοσκοπικά, χωρίς να πείθουν ούτε όσους τους ψήφισαν πριν από ενάμισι χρόνο.

Το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα απόλαυσε, παρέα με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, τεσσεράμισι χρόνια εξουσίας, είναι μια πολύ καλή αφορμή για να προκηρύξει εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα που έχει στο υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό. Η ευκαιρία είναι μοναδική, καθώς ακόμη και αν δεν πετύχει, όπως προεξοφλούν οι περισσότεροι, αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το προβάδισμα που, με τα σημερινά δεδομένα, θα λάβει θα είναι τέτοιο που τυχόν επαναληπτική εκλογική, η οποία θα γίνει με επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής, θα ανοίξει το δρόμο για άνετη αυτοδυναμία.

Τη μέρα, εξάλλου, που ανακοινώθηκε ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόμενος στους συνεργάτες του υποστήριξε ότι «οι σχεδιασμοί για εκλογική απόδραση του κ. Μητσοτάκη από την ευθύνη της διαχείρισης πανδημίας, την στιγμή που συνεχίζεται η καθημερινή εκατόμβη απωλειών συνανθρώπων μας, φανερώνει και το απόλυτο αδιέξοδό του». 

Και το ερώτημα που ευλόγως τέθηκε από πολλές πλευρές ήταν: Ξέρει κάτι ο κ. Τσίπρας που δεν ξέρουμε όλοι εμείς ή απλώς προσπαθεί να…. ξορκίσει αυτό που φοβάμαι ότι θα συμβεί;

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Υπουργοί σε καραντίνα με άλλοθι τον κορωνοϊό

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται 15 μήνες από τις τελευταίες εκλογές στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ισχυρή λαϊκή εντολή και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση της απολύτου αρεσκείας του, αφού η άνετη επικράτησή του στην κάλπη τού επέτρεψε να μην είναι δέσμιος πολλών εσωκομματικών ισορροπιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με αρκετούς προκατόχους του.

Στη διάρκεια αυτού του δεκαπεντάμηνου, με προεξάρχον το μείζον ζήτημα της υγειονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα που σπανίως άλλες κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ακόμη και σε ολόκληρη τη θητεία τους.

Η οξύτατη οικονομική ύφεση που αφήνει πίσω της η ασταμάτητη διασπορά του ιού, η αγωνία για να σταθεί όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η κλιμάκωση των προκλήσεων του Ερντογάν με όλα τα μέσα, καθώς και η έντονη πίεση που ασκούν οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές ροές, συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταυτόχρονων κρίσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα τις ικανότητες της κυβέρνησης.

Σε καμία, όμως, περίπτωση, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογία για την απραξία που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Κάποιοι υπουργοί δείχνουν να έχουν μπει σε (αυτο)καραντίνα, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό. Αγνοούν ή και αδιαφορούν για την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται παγκοσμίως για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς και μόνον για να απολαμβάνουν τα στελέχη τους το νέκταρ της εξουσίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός μίλησε για τις αστοχίες του σχήματος του οποίου ηγείται. Και έβγαλε, όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, «κίτρινη κάρτα» στους συνεργάτες του λέγοντάς τους ότι «δεν είναι πολιτικά  και ηθικά αποδεκτό, οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλύει ευθύνες σε άλλους υπουργούς ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες επικαλούμενος αναρμοδιότητα».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για τους συνεργάτες του, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους. Η αναβολή του ανασχηματισμού που ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο καλοκαίρι, ενδεχομένως να δημιούργησε σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι αναντικατάστατοι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι συμπεριφορές των κυβερνητικών στελεχών που φημολογούνταν ότι επρόκειτο να αντικατασταθούν.

Μέχρι να γίνουν οι λίγες διορθωτικές αλλαγές του Αυγούστου έβλεπε κανείς στη συμπεριφορά της πλειονότητας των κυβερνητικών στελεχών μια προσπάθεια να δείξουν ότι παράγουν έργο, αλλά και να εμφανιστούν με κάποια ταπεινότητα. Υπήρχε, άλλωστε, ακόμη τότε ο φόβος της αξιολόγησης και του «ποινολογίου» που υποτίθεται ότι τηρούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταγράφοντας τη δραστηριότητα όλων.

Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε μετά τον μίνι ανασχηματισμό. Μάλλον επειδή οι περισσότεροι εξέλαβαν την παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα ως σημάδι επιβράβευσης της έως τότε θητείας τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ταπεινότητα έδωσε τη θέση της στην αλαζονεία και για ουκ ολίγους… μέτρο της επιτυχίας τους έγινε ο αριθμός των προσκλήσεων που λαμβάνουν για να συμμετάσχουν στα πάνελ των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών.

Το πολυδιαφημισμένο, εξάλλου, σύστημα της αξιολόγησης των υπουργών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, αφού βασίζεται σε ποσοτικά και όχι σε ποιοτικά στοιχεία. Ποτέ και πουθενά η αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης δεν μετρήθηκε με αριθμούς αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων. Έχει σίγουρα σημασία ποιος τηρεί και ποιος όχι τα χρονοδιαγράμματα στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, αλλά δεν είναι αυτός ο καθοριστικός δείκτης που διαχωρίζει τον ικανό από τον ανίκανο πολιτικό.

Όπως και να έχει, εκείνο που έχει αρχίσει να γίνεται σαφές στην κοινωνία είναι ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τελειώσει προ πολλού ο παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» που έζησε, λόγω και της εσωστρέφειας στην οποία βυθίστηκε η κυρίαρχη αντίπαλη παράταξη. Είναι μια κυβέρνηση που έχει πλέον –καλό και κακό- παρελθόν. Μια κυβέρνηση 15 μηνών που δεν κρίνεται πια από τις προθέσεις της. Κρίνεται για τα όσα έκανε και για τα όσα δεν έκανε αυτό το διάστημα.

Ο κορωνοϊός δεν μπορεί να είναι άλλοθι για πολύ καιρό ακόμη. Ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση θα βγει κάποια στιγμή από τον πολιτικό λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Και θα ασκήσει τον ρόλο που τώρα έχουν αναλάβει οι… φαντασιακοί «μαυροσκούφηδες» του Παύλου Πολάκη.

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Στας δυσμάς του βίου τους…



            Φανταστείτε λίγο το σκηνικό στο Μέγαρο Μαξίμου: Ο Αλέξης Τσίπρας κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού συσκέψεων του πρωθυπουργικού γραφείου και ζητάει από τους συνεργάτες του να του προτείνουν πρόσωπα για τον ανασχηματισμό τη κυβέρνησης με τον οποίο θέλει να σηματοδοτήσει το «ιστορικό» πέρασμα από τη μνημονιακή στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
            «Την Κατερίνα Νοτοπούλου, πρόεδρε!», αναφωνεί πρώτος ο πιο θαρραλέος από τους συνεργάτες. «Είναι νέα, όμορφη και αριστερή», επιχειρηματολογεί. Ο Τσίπρας, όμως, δείχνει να μην πείθεται. Το ύφος του μαρτυρά ότι επιθυμεί κάτι πιο εντυπωσιακό. «Το βρήκα. Υπάρχει και άλλη Κατερίνα που μπορούμε να υπουργοποιήσουμε», πετάγεταινα πειάλλος πρωθυπουργικός συνεργάτης. «Δεν είναι τόσο νέα, αλλά η επιλογή της θα κάνει πάταγο…», εξηγεί ο ίδιος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους παρευρισκόμενους μόλις τους «αποκάλυψε» ότι εννοούσε την… Κατερίνα Παπακώστα.
            Κάπως έτσι το γαϊτανάκι με τις φαεινές ιδέες του πρωθυπουργικού επιτελείου φαίνεται να έφθασε στην ανάσυρση της «χιλιοτραγουδισμένης» Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, στην ανακάλυψη της «ξεχωριστής οντότητας» που ακούει στο όνομα Μυρσίνη Ζορμπά, στην επανάκαμψη στο κυβερνητικό σχήμα της«πολυθρύλητης» Μαρίνας Χρυσοβελώνη και στην αναβάθμιση του χαρισματικούηγέτη Φώτη Κουβέλη. Μία προς μία και όλες μαζί «χρυσές εφεδρείες» της ελληνικής πολιτικής ζωής που αναλαμβάνουν το τιτάνιο έργο της  επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και της οικονομίας της στην απογειωτική ανάκαμψη.
            Ας μην παραπονούμεθα, όμως. Ο ίδιος, άλλωστε, ο κ. Τσίπραςμάς είχε προϊδεάσει για τις προθέσεις του με το περιβόητο διάγγελμα, με το οποίο κήρυξε την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια. «Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», είχε –εν είδει… απειλής- ισχυριστεί. Τη συνέχεια τη βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Με έναν ανασχηματισμό παραλυτικών ισορροπιών, χωρίς κανένα απολύτως έρμα και δίχως την παραμικρή συνοχή που χαρακτηρίζουν το πολυπληθές συνονθύλευμα του οποίου ηγείται. Και το οποίο φαντάζει παντελώς ανίκανο να υπηρετήσει οποιοδήποτε αφήγημα: μεταμνημονιακό, αριστερό, σοσιαλδημοκρατικό ή ο,τι άλλο μπορεί να βγάζει νόημα.
            Γι΄ αυτό και ο δικαιολογημένος χλευασμόςμε τον οποίο υποδέχθηκετο πανελλήνιο –μια περιήγηση στα αμήχανα φιλοκυβερνητικά μέσα είναι αρκετή- τις ανούσιες αλλαγές που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας. Η πολυήμερη προετοιμασία που υποτίθεται ότι έκαναν στο Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά μόνον την αύξηση του αριθμού των μελών του υπουργικού συμβουλίου, αφού ο πρωθυπουργός δείχνει πλέον «όμηρος» των λεπτών ισορροπιών που τον κρατούν στην εξουσία και αιχμάλωτος των επιλογών του σφιχταγκαλιάσματός του με τον Πάνο Καμμένο.
Είναι προφανές ότι δεν διαθέτει πλέον την ισχύ ή την εξουσία ούτε καν για να επιχειρήσει να ανακατέψει την εσωκομματική τράπουλα. Δεν μπορεί να μετακινήσει του βαρώνους του κόμματος του. Ούτε καταφέρνει να προσελκύσει κάποια σοβαρή προσωπικότητα από άλλον πολιτικό χώρο ή και εξωκομματικούς για να στελεχώσει την κυβέρνησή του. Μοιραία, λοιπόν, υποτάσσεται στην ανάγκη να αποφύγει την ανατροπή του από τον κ. Καμμένο ή οιονδήποτε άλλον. Και βολεύεται με τα περιτρίμματα που επιστρατεύει από τα αζήτητα της πολιτικής.
Η κατάληξη την οποία προοιωνίζεται ότι θα έχει αυτός ο χωρίς προηγούμενο αμοραλιστικός γάμος συμφέροντος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα και στους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου δεν πρέπει να εκπλήσσει. Και σίγουρα δεν εκπλήσσει όσους δεν γοητεύθηκαν από τις βερμπαλιστικές αρλούμπες των προηγούμενων χρόνων για «αριστερά πρόσημα» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που ήταν σαφές ότι δεν τα πίστευαν ούτε εκείνοι που τα εκστόμιζαν.
Για να πούμε, όμως, και του στραβού το δίκιο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν πρωτοτυπεί ιδιαιτέρως. Όλες οι κυβερνήσεις του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος όταν βρίσκονται «στας δυσμάς του βίου τους», λίγο ως πολύ, με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται. «Ξύνουν τον πάτο του βαρελιού», επιστρατεύοντας όποιο απολειφάδι της πολιτικής θα μπορούσε να τους δώσει θεωρητικές ελπίδες για μακροημέρευση στην εξουσία.
Παρότι, όμως, αυξάνουν σε αριθμό ρεκόρ τα υπουργικά οφίτσια που μοιράζουν, όπως έκανε τώρα ο κ. Τσίπρας, σπάζοντας κάθε προηγούμενη επίδοση τουλάχιστον της μνημονιακής περιόδου, το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο του αναμενομένου. Αντί να βελτιωθεί το κλίμα και να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος της ανάκαμψης, δυσχεραίνεται η ατμόσφαιρα και επιταχύνεται η πορεία προς την πτώση.
Το έργο το έχουμε δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο παρελθόν από πιο νουνεχείς πολιτικούς. Σκεφτείτε τι αναμένεται τώρα που έχουμε να κάνουμε με έναν ετερόκλητο θίασο του οποίου τα μέλη, με ελάχιστες εξαιρέσεις,διακρίνονται για τις φαντασιώσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις ομολογημένες αυταπάτες τους. Αλίμονό μας!

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2016

Ας αναλογιστούν, τουλάχιστον, την υστεροφημία τους!



Για περισσότερα από τέσσερα χρόνια, αρχής γενομένης από τον Φεβρουάριο του 2012, οπότε κατέρρευσε το υφιστάμενο ως τότε πολιτικό σύστημα, όταν το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία ψήφισαν μαζί τη δανειακή σύμβαση που συνόδευε το μεγαλύτερο στην ιστορία της ανθρωπότητας κούρεμα δημοσίου χρέους, με το περιώνυμο PSI, ο Αλέξης Τσίπρας ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός. Και ό,τι εύχονταν γινόταν πραγματικότητα.
Στους πενήντα και πλέον μήνες που παρήλθαν έκτοτε, ήρθαν τα πάνω κάτω και τα κάτω πάνω. Πρόσωπα, τα οποία, λόγω παρωχημένων νοοτροπιών, δεν τους έδινε κανείς σημασία και ήταν καταδικασμένα να ζουν μονίμως στο περιθώριο, βρέθηκαν αίφνης στο προσκήνιο. Ατάλαντοι και ξεπεσμένοι πολιτικάντηδες που, για διαφόρους λόγους, είχαν ξεβραστεί από την πολιτική ζωή, επανέκαμψαν και βρέθηκαν να διαδραματίζουν (συμ-)πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Αρκούσε να δηλώνει κάποιος «αντιμνημονιακός» -είτε είχε ψηφίσει Μνημόνια, είτε όχι- και να υμνολογεί τον Τσίπρα για να του συγχωρεθούν όλα τα ανομήματα και να κάνει μια νέα καριέρα. Ανεξάρτητα αν στο παρελθόν είχε υπηρετήσει την «ΠΑΣΟΚοκρατία», το «κράτος της Δεξιάς», ήταν θιασώτης του Στάλιν και του Μάο ή ε΄/ιχε φλερτάρει με τη… χούντα. Όποιος δήλωνε ΣΥΡΙΖΑ, έμπαινε αυτομάτως στη μεγάλη κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Και έβγαινε από αυτήν άσπιλος και αμόλυντος. Έτοιμος να επιβραβευτεί με την απονομή κάθε είδους αξιώματος. Κάπως έτσι είδαμε υπουργούς που, υπό άλλες συνθήκες, δηλαδή, όπως εκείνες που ισχύουν σε κανονικές χώρες, ούτε ως κλητήρες –και ας μας συγχωρήσει τον παραλληλισμό η συμπαθής τάξη των κλητήρων…- δεν θα έμπαιναν σε υπουργικά γραφεία.
Δεν ήταν, όμως, μόνον η άνεση και η απόλυτη ευχέρεια που είχε ο νυν πρωθυπουργός στις επιλογές προσώπων τις οποίες έκανε, με τον τρόπο με τον οποίο τις έκανε. Ήταν και τα όσα έλεγαν και έκαναν ο ίδιος και οι συνεργάτες του όλο αυτό το διάστημα, αποσπώντας το χειροκρότημα μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού. Ακόμη και μνημειώδεις σαχλαμάρες του τύπου «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν», κατέπλησσαν τα πλήθη και προκαλούσαν ντελίριο ενθουσιασμού. Ενώ γίνονταν πιστευτές από πολύ κόσμο τερατώδεις προβοκάτσιες για, δήθεν, απόπειρες εξαγοράς βουλευτών ώστε «να μη γίνει πρωθυπουργός ο Αλέξης». Προβοκάτσιες, οι οποίες στήνονταν με τη σκηνοθετική επιμέλεια γνωστών διασκεδαστών.
Από τα μεγαλύτερα, ωστόσο, «επιτεύγματά» τους ήταν ότι οι άνθρωποι οι οποίοι, όπως και οι πλέον ανύποπτοι μπορούν πλέον να διαπιστώσουν, είχαν κάνει ρουτίνα και καθημερινότητα το «νταλαβέρι» με τους επιχειρηματίες, εμφανίζονταν ως πολέμιοι της διαπλοκής. Ποιός, για παράδειγμα, ξεχνάει ότι το υποτιθέμενο σοβαρότερο στέλεχος που διέθεταν, όταν προκλήθηκε στο Κοινοβούλιο να πει ονόματα, αντέτεινε με στεντόρεια φωνή πως «θα αποκαλύψουμε τα ονόματα της διαπλοκής εδώ μέσα όταν θα γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ κυβέρνηση…»;   
Ένα μεγάλο τμήμα του Ελλήνων πολιτών «κατάπιε αμάσητο» τόσο το συγκεκριμένο αυταπόδεικτο ψέμα περί του, τάχατες, πολέμου που είχαν κηρύξει στη διαπλοκή, την ώρα που ανενδοίαστα επισκέπτονταν φανερά και κρυφά εκδότες, καναλάρχες και κάθε λογής επιχειρηματίες με ισχύ. Όπως «κατάπιε» και πολλά άλλα μικρότερα και μεγαλύτερα ψέματα. Χαρίστηκε στον Τσίπρα και στην παρέα του ακόμη και για την αθέτηση της μείζονος υπόσχεσης ότι δεν θα υπέγραφαν ποτέ Μνημόνιο. Και του έδωσε απλόχερα μια δεύτερη ευκαιρία, αφήνοντας μάλιστα εκτός Βουλής όλους όσοι από το κόμμα του «τόλμησαν» να απαιτήσουν στοιχειώδη συνέπεια στις εξαγγελίες με τις οποίες αναρριχήθηκαν στην εξουσία.
Όλα αυτά, όμως, ίσχυαν μέχρι πρότινος. Διότι, όπως συμβαίνει συνήθως με τους νεόπλουτους της ζωής, έτσι και οι νεόπλουτοι της πολιτικής αδυνατούν να αντιληφθούν ότι η καλοτυχία δεν είναι αιώνια. Ούτε ότι τα… κέρδη από λαχεία δεν είναι παντοτινά. Κυρίως όταν το συσσωρευμένο κεφάλαιο σπαταλιέται απερίσκεπτα. Σπατάλη που, στη συγκεκριμένη περίσταση ,ισοδυναμεί με τα συνεχιζόμενα μετεκλογικά ψέματα που είναι χειρότερα και από τα προεκλογικά. Αλλά και με την ψευδαίσθηση ότι μπορεί να «παίζει εν ου παικτοίς» και να νομίζει ότι εξακολουθούν όλα τα φύλλα που τραβάει να είναι άσσοι.
Το παιχνίδι, ωστόσο, έχει γυρίσει. Και η τροπή που έχει πάρει είναι απολύτως αντίστροφη από εκείνη που ίσχυε μέχρι την περασμένη άνοιξη, άντε το καλοκαίρι. Έκτοτε, ακόμη και τα χαρτιά που ο περίγυρος του Μαξίμου θεωρεί ότι έχουν θέση «άσσου», όπως καλή ώρα η επιλογή του Βύρωνα Πολύδωρα για την προεδρία του ΕΣΡ, το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι να καίγονται το ένα μετά το άλλο. Δεν βρήκε συμμάχους για την κάλπη της απλής αναλογικής. Πήγε στον κουβά το στοίχημα για τον διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών. Πέρασε στα αζήτητα η συνταγματική αναθεώρηση.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι, ενώ η οικονομική δυσπραγία χτυπάει κόκκινο και η απογοήτευση των πολιτών παίρνει καθολικό χαρακτήρα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί πλέον ούτε την κυβέρνησή του να ανασχηματίσει. Δεν είναι μόνον ότι «δεν έχει πάγκο», αφού αυτοί που περιμένουν να μπουν δεν δείχνουν καλύτεροι από όσους θα κοπούν. Είναι, πολύ περισσότερο, ότι τον έχουν θέσει υπό κηδεμονία τα στελέχη του κόμματός του και του υπαγορεύουν ποιους θα κρατήσει. Ενώ την ίδια ώρα τον απειλεί ο κυβερνητικός εταίρος του, λέγοντας πως του αρκεί ένα νεύμα από τον Αρχιεπίσκοπο για να τον ανατρέψει. Με αποτέλεσμα να κλωθογυρίζει εδώ και ένα μήνα τις αλλαγές και το μόνο που φαίνεται ότι μπορεί να κάνει είναι να αυξήσει τις θέσεις για να βολέψει περισσότερους
Έτσι, όμως, όσο και αν στο Μαξίμου στηρίζονται στο δόγμα πως «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία», για όποιον δεν εθελοτυφλεί είναι πασιφανές ότι στον πρωθυπουργό δεν βγαίνει πλέον καμία από τις κινήσεις που θέλει να κάνει. Και το ίδιο θα γίνεται εφεξής. Ό,τι και αν πιάνει ο Αλέξης Τσίπρας στα χέρια του –ακόμη και χρυσός να είναι, που λέει ο λόγος- κάρβουνο θα γίνεται. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Και όλα δείχνουν ότι οι εξελίξεις του επόμενου διαστήματος θα είναι ραγδαίες. Και, κατά πάσα πιθανότητα, θα τρέξουν ερήμην των «εξευτελισμών» που είναι διατεθειμένοι να υποστούν οι κυβερνητικοί βουλευτές.
Εκτός πια και αν γίνει κάποιο θαύμα ώστε η παρέα του Μαξίμου να αντιληφθεί αυτό που έρχεται. Και να επιχειρήσει να περισώσει ό,τι περισώζεται. Είτε μοιράζοντας τις ευθύνες, είτε διασφαλίζοντας την ομαλότητα στη διαδοχή, η οποία μοιάζει να είναι αναπότρεπτη. Στο τέλος – τέλος, ας αναλογιστούν, τουλάχιστον, την υστεροφημία τους!