Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποστασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποστασία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2023

Σε ποιον ανήκουν οι έδρες και ποιοι είναι οι «αποστάτες»

«Oι βουλευτές αντιπροσωπεύουν το Έθνος», ορίζει ρητά και απερίφραστα το Σύνταγμα της Ελλάδος (άρθρο 51, παραγρ. 2) και κάποιος πρέπει να αναλάβει να το πει στον Στέφανο Κασσελάκη, ο οποίος μάλλον το αγνοεί, παρότι εξέπνευσε το δίμηνο της περιόδου χάριτος που είχε ζητήσει ο ίδιος για να μάθει να εκφράζεται στα ελληνικά και να έχει έγκυρη άποψη για την πολιτική μας πραγματικότητα.

Αν το ήξερε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως αν το σεβόταν, δεν θα ζητούσε, ούτε ο ίδιος, ούτε ο περίγυρος του που λειτουργεί και ως υποβολέας, να παραδώσουν τις έδρες οι βουλευτές που εγκαταλείπουν το κόμμα του επειδή αισθάνονται ότι έχουν διαρραγεί οι πολιτικοί, ψυχολογικοί και ανθρώπινοι δεσμοί που είχαν μαζί του.

Χωρίς την παραμικρή διάθεση εκ μέρους μου να δικαιολογηθούν όλες οι κινήσεις και οι πρωτοβουλίες εκείνων που αποχωρούν από την Κουμουνδούρου, ειλικρινά απορώ πως θα μπορούσαν να έμεναν κάτω από την ίδια στέγη πολιτικά στελέχη τα οποία επικρίνονται από την ηγετική ομάδα του κόμματός τους ότι λειτουργούν ως «πέμπτη φάλαγγα».

Το ότι οι αποχωρούντες είχαν νωρίτερα χρησιμοποιήσει βαρύτατες εκφράσεις (περί Τραμπ, Μπέπε Γκρίλλο, φυτευτού αρχηγού κλπ) δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η επιθετικότητα με την οποία αντέδρασε η ομάδα Κασσελάκη που έχει να ηνία στην Κουμουνδούρου. Διότι, όποια άποψη και αν έχει κανείς για την κυβερνητική θητεία του Ευκλείδη Τσακαλώτου, δύσκολα θα μπορούσε να τον φανταστεί να παραμένει στις «γραμμές» ενός κόμματος που ο αρχηγός του δηλώνει δημοσίως ότι «η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνούσε με Τσακαλώτους και Κατρούγκαλους έχει λήξει».

Υπό αυτό το πρίσμα, χρειάζεται πολύ μεγάλο θράσος για να χαρακτηρίζει κάποιος «αποστάτες» βουλευτές που ανεξαρτητοποιούνται από ένα κόμμα που δεν τους θέλει και δεν το θέλουν. Το θράσος γίνεται απύθμενο όταν αυτούς τους χαρακτηρισμούς εκστομίζουν στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι το κόμμα που επιδόθηκε στη μαζικότερη αποστασία βουλευτών της μεταπολιτευτικής περιόδου. Και το έκανε με μοναδική επιδίωξη να διατηρηθεί στην εξουσία σχηματίζοντας κυβέρνηση – «κουρελού» με πολιτικά ρετάλια που προσεταιρίστηκε από σχεδόν όλες τις πτέρυγες της Βουλής.

Για όσους ενδεχομένως διαθέτουν κοντή μνήμη, ή απλώς δεν θυμούνται, χρειάζεται να επισημανθεί το γεγονός ότι, για να σχηματιστεί η πλειοψηφία η οποία επέτρεψε τον Ιανουάριο του 2019 να περάσει από τη Βουλή η περίφημη Συμφωνία των Πρεσπών και να μην πέσει η τότε κυβέρνηση, ο Αλέξης Τσίπρας διέλυσε τις κοινοβουλευτικές ομάδες των ΑΝΕΛ και του Ποταμιού και έπληξε τη συμπαράταξη ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ αποσπώντας τον Θ. Θεοχαρόπουλο.

Νωρίτερα είχε ανενδοίαστα ενσωματώσει στο κόμμα του βουλευτές που είχαν αποσκιρτήσει από τους ΑΝΕΛ, την Ένωση Κεντρώων (ποιος θυμάται την κυρία Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου;), αλλά ακόμη και από τη Νέα Δημοκρατία: η κυρία Κατερίνα Παπακώστα έγινε με απόφαση του κ. Τσίπρα η πρώτη και μόνη βουλευτής που είχε εκλεγεί με την αξιωματική αντιπολίτευση και έγινε στην ίδια κοινοβουλευτική περίοδο υφυπουργός με το αντίπαλο κυβερνών κόμμα!

Κακά τα ψέματα, μετά τη διαβόητη «Αποστασία» της περιόδου 1965 – 1966, οπότε ανετράπη ο εκλεγμένος πρωθυπουργός και οι βουλευτές της πλειοψηφίας, ενδίδοντας σε εξαγορές, στήριξαν άλλες κυβερνητικές λύσεις, ο μόνος πρωθυπουργός ο οποίος διατήρησε το αξίωμα του χάρις σε αποστάτες ήταν ο Αλέξης Τσίπρας.

«Αποστασία», άλλωστε, για να μην χάνουμε την έννοια των λέξεων και της πολιτικής ορολογίας, είναι όταν κάποιοι αποσπώνται από την παράταξή τους και περνούν στην απέναντι πολιτική όχθη στηρίζοντας την εξουσία των αντιπάλων τους.

Ανεξάρτητα, πάντως, από την προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη που ρητά κατοχυρώνει το δικαίωμα των βουλευτών να «αντιπροσωπεύουν το Έθνος» και, άρα, να πολιτεύονται χωρίς να δίνουν λόγο όχι μόνον στο κόμμα με το οποίο κατέβηκαν στις εκλογές, αλλά ούτε καν στους ψηφοφόρους που τους ψήφισαν, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αποστασία στην περίπτωση των 9+2 μελών της Εθνικής Αντιπροσωπείας οι οποίοι εξελέγησαν τον περασμένο Ιούνιο με τον ΣΥΡΙΖΑ και σχεδιάζουν να σχηματίσουν τις επόμενες ημέρες τη δική τους Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους, το οποίο δεν θα μπορούσε να τους αμφισβητηθεί ακόμη και αν επέλεγαν να παραμείνουν ανεξάρτητοι. Όπως και να έχει, τα καταστατικά των κομμάτων που, σε κάποιες περιπτώσεις, περιέχουν ρυθμίσεις με τις οποίες επιχειρείται να δεσμευτούν οι βουλευτές ότι θα παραιτούνται της έδρας τους όταν έρχονται σε διαφωνία με την ηγεσία τους, δεν έχουν την παραμικρή αξία.

Αυτό ισχύει πρωτίστως από νομικής άποψης, γεγονός που βεβαίως καθιστά απλά κουρελόχαρτα διάφορες δήθεν υπεύθυνες δηλώσεις που υποχρεώνονται να υπογράψουν υποψήφιοι βουλευτές -όχι μόνον από τον ΣΥΡΙΖΑ- κυρίως πριν από τις εκλογές.

Αλλά και από την ηθική και πολιτική διάσταση του θέματος, στις περισσότερες περιπτώσεις το δίκαιο είναι με το μέρος των βουλευτών και όχι των κομματικών ηγεσιών. Πολύ περισσότερο που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι τα κόμματα στη χώρα μας, μάλλον χωρίς εξαίρεση, λειτουργούν με τήρηση των κανόνων της δημοκρατικής λειτουργίας. Και αυτό δεν αφορά μόνον το κόμμα του κ. Κασσελάκη.

Δυστυχώς, ο «κανόνας» που ισχύει στην πράξη ακόμη και για κόμματα, όπως ο -προ Κασσελάκη- ΣΥΡΙΖΑ, στα οποία ήταν εμφανής η λειτουργία τάσεων και ομαδοποιήσεων, στο τέλος εκείνος που αποφασίζει είναι ο αρχηγός. Εκείνος καθορίζει τη γραμμή και συγκροτεί την ηγετική ομάδα. Προνόμιο του θεωρείται η στελέχωση των ψηφοδελτίων, αλλά και η σύγκληση των κομματικών οργάνων. Για να μην αναφερθούμε στις αντιδημοκρατικές φαεινές ιδέες της «παρέας Κασσελάκη» περί εσωτερικών δημοψηφισμάτων για την επιβολή πειθαρχικών ποινών ή περί «Πολιτικού Κέντρου», που έρχονται και πάνε κατά πως βολεύουν την «παρέα».

Είναι, λοιπόν, ώρα να σταματήσει η «καραμέλα» περί «αποστατών» που έτσι κι αλλιώς είναι λιωμένη γιατί ουδείς την παίρνει στα σοβαρά. Οι πολίτες όταν πηγαίνουν στις κάλπες δεν ψηφίζουν μόνον κόμματα. Επιλέγουν και βουλευτές οι οποίοι πρέπει να έχουν άποψη και προσωπικότητα. Και να μην είναι απλώς «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα, αγέλαστα…».

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Ο σουρεαλισμός του «άλλα κάνω κι άλλα λέω»



            «Προγραμματισμένη εκπαιδευτική αποστολή», έσπευσε να χαρακτηρίσει το υπουργείο Άμυνας τις υπερπτήσεις πολεμικών αεροσκαφών πάνω από το «Πεντάγωνο» στη διάρκεια της τελετής παράδοσης του υπουργικού χαρτοφυλακίου από τον Πάνο Καμμένο στον Ευάγγελο Αποστολάκη.
            Με τον τρόπο αυτό αποφεύχθηκε και η υπερρεαλιστική απορία «Στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;» την οποία μπορεί να είχε κανείς, ενθυμούμενος τον εμβληματικό στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου από το ποίημα «Μπολιβάρ».
            Διότι αν θεωρήσουμε την ανακοίνωση ως δείγμα γραφής για το πως σκοπεύει να πολιτευθεί ο μέχρι πρότινος αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, φαίνεται ότι η επιλογή του –είτε έγινε από τον Αλέξη Τσίπρα είτε από τον Πάνο Καμμένο ή κατόπιν συνεννόησης των δυο τους- δεν ήταν διόλου τυχαία. Η συμπεριφορά του μοιάζει να «ταιριάζει γάντι» με την κυβέρνηση στην οποία δέχθηκε να συμμετάσχει. 
            Ο νέος υπουργός θα πρέπει να ήταν… αυθεντικός ΣΥΡΙΖΑίος –ή να προέρχεται από το «υβρίδιο» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛιτών - πολύ πριν βγάλει τη στολή του ναυάρχου για να φορέσει το κοστούμι του πολιτικού. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι άρχισε την κυβερνητική θητεία του, παίρνοντας, κατ΄ αρχάς, μια τέτοια απόφαση και επιτρέποντας, εν συνεχεία, να δικαιολογηθεί με τόσο προκλητική προσβολή του κοινού νου.
            Άλλωστε, τέσσερα χρόνια τώρα ζούμε μέσα σε μια ζοφερή πολιτική κατάσταση, σε μια πραγματική φαρσοκωμωδία, οι πρωταγωνιστές της οποίας δεν εννοούν σχεδόν τίποτε από όσα λένε. Τι να θυμηθεί κανείς και τι να ξεχάσει;
Μιλούν για «προοδευτικά μέτωπα» αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να μοιράζονται υπουργικά χαρτοφυλάκια με εγνωσμένους δεξιούς παλαιάς κοπής. Δηλώνουν, από τη μια, ανακουφισμένοι για το (εικονικό, κατά τα φαινόμενα) διαζύγιο που πήραν από τους ΑΝΕΛ, ενώ, από την άλλη, ο ίδιος ο  Αλέξης Τσίπρας χαρακτηρίζει «αναντικατάστατο» τον Πάνο Καμμένο.
Κατακεραυνώνουν τον λαϊκισμό οι άνθρωποι που έχουν υιοθετήσει κάθε αστειότητα για «κατάργηση των Μνημονίων με ένα νόμο», ισχυριζόμενοι, μάλιστα, ότι μόλις θα το έκαναν οι ξένοι θα παρακαλούσαν να μας δανείσουν. Κατηγορούν το «παλαιό πολιτικό σύστημα» και επιστρατεύουν κάθε απολειφάδι που αυτό αφήνει πίσω του. Υιοθετούν τις πιο αντισυνταγματικές και αντιθεσμικές πρωτοβουλίες, τέτοιες που ουδείς στο παρελθόν είχε διανοηθεί να αναλάβει.
Υποστηρίζουν ότι λειτούργησε ως καταλύτης για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού η συμφωνία των Πρεσπών, μόνον, όμως, που η πλειονότητα των πάλαι ποτέ «Μακεδονομάχων» από το κόμμα του Πάνου Καμμένου άλλαξαν θέση επειδή διατήρησαν τους υπουργικούς θώκους.   
Στηλιτεύουν, υποτίθεται, τις αποστασίες του ανώμαλου πολιτικού παρελθόντος, την ίδια ώρα που εκμαυλίζουν βουλευτές πάσης προελεύσεως για να γαντζωθούν με… νύχια και με δόντια στις καρέκλες της εξουσίας. Κάνουν, υποτίθεται, αγώνα κατά της Ακροδεξιάς, αλλά δεν… βρίσκουν αίθουσα για να ολοκληρωθεί η δίκη της Χρυσής Αυγής που θα σπάσει όλα τα ρεκόρ βραδυπορίας.
Ομνύουν όρκους πίστης στο όνομα της κάθαρσης, χωρίς να διστάζουν να στήνουν απροκάλυπτες σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων. Και όταν οι δικαστές δεν τους κάνουν τα χατίρια, αναλαμβάνουν να τους επαναφέρουν στην τάξη τραμπούκοι υπουργοί και εκλεκτά μέλη του «δημοσιογραφικού» υπόκοσμου που έχουν αναλάβει ρόλους «Ηρακλέων του Στέμματος».
Εμφανίζονται ως διαπρύσιοι πολέμιοι των επιχειρηματικών συμφερόντων, αλλά συναλλάσσονται με μηντιάρχες και ολιγάρχες, χαρίζοντας πρόστιμα και δίνοντας συγχωροχάρτια με αντάλλαγμα υποταγή και προπαγανδιστική υποστήριξη.
Παριστάνουν τους πατριώτες και έχουν αποδειχθεί στην πράξη οι πιο εθελόδουλοι πολιτικοί που λειτουργούν ως delivery boys των επιθυμιών του Αμερικανού πρεσβευτή και των Ευρωπαίων αξιωματούχων. Δέχθηκαν ταπεινωτικούς όρους, όπως η εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας, στο ελεγχόμενο από τους ξένους Υπερταμείο, που καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει νωρίτερα.                    
            Ισχυρίζονται ότι μας έβγαλαν από τα Μνημόνια, αλλά από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα δεν μπορούν να αυξήσουν ούτε τον κατώτατο μισθό, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει πριν από πολύ καιρό. Λένε και ξαναλένε ότι προσεχώς θα… συνωστίζονται στα σύνορα οι επενδυτές και μέχρι στιγμής ούτε οι… Σύριοι πρόσφυγες που ήθελε να προσελκύσει ο Δημήτρης Μάρδας δεν μας εμπιστεύονται τα λεφτά τους.
Καμώνονται τους ευαίσθητους αριστερούς και αποστρέφουν το βλέμμα τους από την αθλιότητα των προσφυγικών καταυλισμών, κάνοντας τα στραβά μάτια και στο φαγοπότι που έχει στηθεί με τα κονδύλια. Δηλώνουν υπερασπιστές των οικονομικά αδύναμων, αλλά έκοψαν ακόμη και το ΕΚΑΣ. Ενώ όλως τυχαίως έχουν κόψει κάθε επαφή με τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και έχουν παρτίδες μόνον με φίλα προσκείμενους προς την κυβέρνηση ανθρώπους του επιχειρηματικού κόσμου. Απολαμβάνουν με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τη χλιδή από τα αξιώματα τους και είναι διατεθειμένοι να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια παραμονής σε αυτά.
Διυλίζουν τον κώνωπα κάθε φορά που δέχεται κριτική κάποιος δικός τους –«πογκρόμ» είδε ο Αλέξης Τσίπρας στη στοχοποίηση των κυβερνητικών βουλευτών που θα ψηφίσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών- και επί των ημερών τους συλλαμβάνονται έπειτα από πολλά χρόνια αφισοκολλητές. Καταπίνουν, όμως, την κάμηλο όταν χλευάζονται όσους θεωρούν οι ίδιοι αντιπάλους τους. Ο χαρακτηρισμός «τσόκαρο» σε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κινητοποίησε το προεδρείο της Βουλής, το οποίο σιώπησε όταν σε βουλευτή της αντιπολίτευσης αποδόθηκε ο χυδαίος χαρακτηρισμός «νυφούλα».
Ξορκίζουν, τάχατες, τον διχασμό, με επιχειρήματα του τύπου «ή εμείς ή αυτοί». Ανέχονται, όμως, τα κάθε είδους… καραγκιοζιλίκια υπουργών και στελεχών τους και υποδύονται τους θιγμένους όταν τους αμφισβητείται το διαβόητο… ηθικό πλεονέκτημα που οι ίδιοι απένειμαν στους εαυτούς του. Έχουν μετατρέψει σε καθημερινή πρακτική τον καθεστωτισμό και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να φιμωθούν μέσα ενημέρωσης που δεν τους λιβανίζουν ή δεν συνταυτίζονται με τη «γραμμή» των non paper του Μαξίμου.   
Αν, μετά από όλα αυτά τα… σουρεαλιστικά, αλλά και την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής που πήρε η κυβέρνηση Τσίπρα από την πιο «παρδαλή» πλειοψηφία που έχει υπάρξει ποτέ στα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρόνια, υπάρχει ένα βέβαιο συμπέρασμα, αυτό είναι το εξής: Μέχρι να φύγουν, δεν θα αφήσουν τίποτε όρθιο. Ούτε στην οικονομία, ούτε στους θεσμούς, ούτε στις αξίες!

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι


Πριν από λίγες μέρες, με αφορμή την επίθεση που δέχθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου επέλεξαν να αντιπαρατεθούν με την αξιωματική αντιπολίτευση παραπέμποντας στα γεγονότα του 1963 και στο τρίκυκλο της δολοφονίας Λαμπράκη.
Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσε στην κοινοβουλευτική ομάδα των συγκυβερνώντων ΑΝΕΛ η υπογραφή της συμφωνίας με τη γειτονική ΠΓΔΜ έδωσε το έναυσμα στους κυβερνητικούς προπαγανδιστές να γυρίσουν και πάλι το ρολόι του χρόνου πίσω στη δεκαετία του ’60, παραλληλίζοντας το «όπου φύγει φύγει» των συνεργατών του Πάνου Καμμενου με την…  «Αποστασία» του 1965.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι αναλογίες που επιχειρήθηκαν ήταν παντελώς ανιστόρητες, αφού ούτε η επίθεση στον Μπουτάρη προσομοιάζει με τη δολοφονία Λαμπράκη, ούτε το φυλλορρόημα των βουλευτών των ΑΝΕΛ μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλο γεγονός με την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου και τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή.
Παρά ταύτα οι κυβερνώντες επιμένουν στους ισχυρισμούς τους που είναι βέβαιο ότι προκαλούν καγχασμό ακόμη και στους ελάχιστους εναπομείναντες φανατικούς οπαδούς τους.
Για την τακτική τους αυτή υπάρχουν δύο ερμηνείες: Η μία θέλει να είναι προϊόν απόγνωσης καθώς η καταφυγή στο παρελθόν είναι μια βολική λύση για όσους δεν διαθέτουν στη φαρέτρα τους πειστικά επιχειρήματα για να αντιπαρατεθούν για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας,.
Η δεύτερη ερμηνεία που δίδεται στην εμμονή των κυβερνητικών στην τακτική της παρελθοντολογίας σχετίζεται με τα γνώριμα στοιχεία των ψευδαισθήσεων και της αυταπάτης που χαρακτηρίζει τις αναλύσεις, τις θέσεις και τις απόψεις των ανθρώπων που με τόση ευκολία βρέθηκαν πριν από τριάμισι χρόνια στην εξουσία.
Αφού επιβραβεύτηκαν όταν έλεγαν στους πολίτες ότι «οι δανειστές θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν», γιατί να μην υποστηρίξουν τώρα ότι συντόνισαν τις δυνάμεις τους ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ για να ανατρέψουν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και να κάνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρωθυπουργό;
Όταν η πλειονότητα των Ελλήνων επικρότησε τον ισχυρισμό του Αλέξη Τσίπρα ότι «εμείς θα χτυπάμε τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν», γιατί να μην πιστέψουν κάποιοι τον Πάνο Καμμένο που καταγγέλλει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι «κινδυνεύει το Πολίτευμα» από την επίσκεψη στο γραφείο ενός βουλευτή του δύο – τριών κουκουλοφόρων από τις τάξεις των φιλοκυβερνητικών «αντεξουσιαστών»;
Κακά τα ψέματα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήρθαν στην εξουσία υποτιμώντας βάναυσα τη νοημοσύνη των ανθρώπων που τους ψήφισαν. Και αυτό, όπως φαίνεται, είναι το μόνο που ξέρουν. Και το μόνο που μπορούν να κάνουν. Πανηγυρίζουν για πράγματα, όπως η διευθέτηση του χρέους, για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπονται αφού τα υποτιθέμενα επιτεύγματά τους είναι κατώτερα και των υποσχέσεων και των προσδοκιών τους.
Διακηρύσσουν την υποτιθέμενη «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια την ίδια ώρα που υπογράφουν ταπεινωτικές υποχρεώσεις για αέναη επιτροπεία. Τους βάζουν οι δανειστές να ψηφίσουν και να ξαναψηφίσουν τις επερχόμενες νέες περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο κι εκείνοι δεν έχουν πρόβλημα να υποσχεθούν ψευδώς πως δεν θα εφαρμοστούν.
Δεν δυσκολεύονται ακόμη και να καταφύγουν σε παρανοϊκά σχήματα όπως η δήθεν ικανοποίηση της απαίτησης των ΑΝΕΛ να ψηφιστεί από 180 βουλευτές η συμφωνία των Πρεσπών για να μπορέσουν να την καταψηφίσουν ο Πάνος Καμμένος και οι βουλευτές του χωρίς να ρίξουν την κυβέρνηση!
Είναι ζήτημα κοινής λογικής να αντιληφθεί και ο πλέον αδαής περί τα κοινοβουλευτικά θέσμια ότι, δεδομένων των συσχετισμών, ο μόνος τρόπος για να περάσει η συμφωνία –με τη συνδρομή ή μη διάφορων «προθύμων» από την αντιπολίτευση- και να μην πέσει η κυβέρνηση είναι να εγκριθεί η συμφωνία από την πλειοψηφία των παρόντων. Να μην τεθεί, με άλλα λόγια, ζήτημα αυξημένης πλειοψηφίας που ούτως ή άλλως δεν προβλέπεται.
Ο,τιδήποτε άλλο -και σίγουρα η αποδοχή από το Μέγαρο Μαξίμου της απαίτησης των ΑΝΕΛ για αυξημένη πλειοψηφία- οδηγεί σχεδόν αυτομάτως στην πτώση της κυβέρνησης. Ισχύει, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που υποτίθεται ότι επιδιώκουν οι ΑΝΕΛ, οι οποίοι ισχυρίζονται με απύθμενο θράσος ότι δεν ψήφισαν την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας επειδή θέλουν να παραμείνουν στην κυβέρνηση ώστε να μην περάσει, τάχατες, η συμφωνία την οποία υπέγραψαν και υποστηρίζουν με σθένος οι κυβερνητικοί τους εταίροι, οι ΣΥΡΙΖΑίοι.
Αν αναρωτιέστε γιατί τα λένε όλα αυτά, ενώ ξέρουν ότι πολύ σύντομα και οι μεν και οι δε θα έρθουν αντιμέτωποι με τις νέες αυτές ψευδαισθήσεις που προσπαθούν να καλλιεργήσουν στην κοινή γνώμη, η απάντηση είναι μάλλον απλή: Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι.    

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Ο ναύαρχος Τούμπας και οι σύγχρονοι κωλοτούμπες

Ο ναύαρχος Ιωάννης Τούμπας υπήρξε ένας από τους πιο μπαρουτοκαπνισμένους ήρωες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Διακρίθηκε και έτυχε διεθνούς αναγνώρισης για τα παράτολμα κατορθώματά του ως κυβερνήτης σκαφών του συμμαχικού στόλου που ναυμαχούσαν με γερμανικά υποβρύχια για τον έλεγχο της Μεσογείου.
Μεταπολεμικά έφθασε ως το αξίωμα του Αρχηγού Στόλου και μετά την αποστρατεία του πολιτεύθηκε, εκλεγόμενος ανελλιπώς από το 1956 βουλευτής με το Κέντρο. Στην πρώτη κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου, το 1963, έγινε υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και στην επόμενη που σχηματίστηκε λίγο αργότερα, μετά τη δεύτερη θριαμβευτική εκλογική νίκη της παράταξής του, ανέλαβε υπουργός Εσωτερικών.
Όταν, στις αρχές του -καθοριστικού για τις επελθούσες πολιτικές εξελίξεις- 1965, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε να τον μετακινήσει από το υπουργικό πόστο, ο ναύαρχος Τούμπας, κατά τα δημοσιεύματα της εποχής, «αντετάχθη δια σοβαρούς εθνικού λόγους» στη διαδοχή του από τον Ηλία Τσιριμώκο, επειδή ο τελευταίος προερχόταν από την Αριστερά και ο Τύπος της αντιπολιτευόμενης τότε Δεξιάς τον αποκαλούσε «κατσαπλιά».
Ο τιμημένος στρατιωτικός, μάλιστα, ζήτησε ακρόαση από τον Βασιλιά για να διαμαρτυρηθεί, ενώ αρνήθηκε να συμμετάσχει στο νέο Υπουργικό Συμβούλιο του Παπανδρέου, με το επιχείρημα ότι η υπουργοποίηση του Τσιριμώκου οδηγούσε «εις Κυβέρνησιν Κερένσκυ», από το όνομα του τελευταίου πρωθυπουργού της τσαρικής Ρωσίας πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση.
Επτά μήνες αργότερα, όπως εύστοχα σημειωνόταν πρόσφατα στη στήλη «Ο Φιλίστωρ» της Καθημερινής, ο ναύαρχος Τούμπας συμμετέσχε ως υπουργός Δημοσίων Έργων στη δεύτερη κυβέρνηση των «Αποστατών» που σχηματίστηκε με πρωθυπουργό τον Ηλία Τσιριμώκο, ο οποίος είχε πλέον τις ευλογίες του Παλατιού αλλά και όλων όσοι επιθυμούσαν την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου.
Θυμήθηκα την υπόθεση αυτή με αφορμή τα όσα συμβαίνουν τελευταία στο Κοινοβούλιο με τις αποστασιοποιήσεις, τις μετακινήσεις και τις διαγραφές βουλευτών, που παραπέμπουν στα ακραία φαινόμενα πολιτικού αμοραλισμού που προηγήθηκαν των γεγονότων του 1965 και στις ανώμαλες πολιτικά εξελίξεις που επέφεραν.
Μισό αιώνα αργότερα, θα περίμενε κανείς ότι στο συλλογικό ιστορικό υποσυνείδητο η κάθε είδους αποστασία να ήταν μια πράξη απολύτως καταδικαστέα, όπως και οι συνεχείς «κωλοτούμπες» στις οποίες επιδίδονται εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του Έθνους. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι τα κόμματα ως συλλογικοί φορείς θα έπαυαν να είναι αρχηγικά και θα λειτουργούσαν με -στοιχειώδεις, έστω- δημοκρατικές διαδικασίες.
Δυστυχώς, ωστόσο, δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αφού ούτε τα κόμματα λειτουργούν δημοκρατικά, ούτε καταδικάζονται οι αποστασιοποιηθέντες, οι οποίοι τις περισσότερες φορές διατηρούν τις έδρες τους, με το επιχείρημα –βάσιμο, σε λίγες περιπτώσεις- ότι δεν παρέβησαν την –μάλλον… ευρύχωρη- δεοντολογία. Κάπως έτσι, μόνον στην τρέχουσα σύνθεση της Βουλής, που μετρά θητεία μόλις ενάμισι έτους, είναι περισσότεροι από 20 βουλευτές, οι οποίοι έχουν αλλάξει στέγη, είτε παραμένοντας «ανεξάρτητοι» είτε έχοντας ενταχθεί σε άλλες κοινοβουλευτικές ομάδες από εκείνες με τις οποίες εξελέγησαν.
Το ακόμη πιο απογοητευτικό, πάντως, είναι το πολύ χαμηλό επίπεδο που χαρακτηρίζει ένα μεγάλο μέρος του σημερινού πολιτικού προσωπικού, προϊόν, προφανώς, των επιλογών θυμού που έκαναν πολλοί ψηφοφόροι στη δίδυμη εκλογική αναμέτρηση του 2012, στέλνοντας στη Βουλή πρόσωπα που δεν τιμούν το αξίωμα που κατέχουν.
Διότι όσο και αν συμφωνεί κάποιος με τις -μάλλον δικαιολογημένες-… συνταξιοδοτήσεις στις οποίες οδηγήθηκε ένα μεγάλο μέρος του παλαιού και, κατά πολλούς, φθαρμένου πολιτικού δυναμικού, δύσκολα μπορεί να εκφραστεί θετικά για τους αντικαταστάτες τους, αρκετοί εκ των οποίων συμπεριφέρονται, εντός και εκτός Βουλής, ως... τυχάρπαστα μέλη περιοδεύοντος θιάσου παρά ως υπεύθυνοι εκπρόσωποι σκεπτόμενων πολιτών.
Το αρχέτυπο του ψηφοθήρα βουλευτή που έδινε βάση στις πελατειακές σχέσεις, το οποίο επικράτησε τις προηγούμενες δεκαετίες, τείνει, δυστυχώς, να αντικατασταθεί από το νέο πρότυπο του θορυβοποιού πολιτικού, ο οποίος κερδίζει πόντους όχι επειδή ασκεί τα νομοθετικά και ελεγκτικά του καθήκοντα, για τα οποία εξελέγη, αλλά γιατί στήνει καβγάδες, εκτοξεύει απειλές και χρησιμοποιεί ακραίο βερμπαλιστικό λόγο που χαϊδεύει αυτιά.
Τουλάχιστον ο ναύαρχος Τούμπας, με τον οποίο ξεκίνησε τούτο το σημείωμα, μπορεί να αποστάτησε, αλλά έμεινε στην Ιστορία και για τις ηρωικές του πράξεις στα πραγματικά δύσκολα χρόνια της Κατοχής, ενώ μεταγενέστερα έγινε και Πρόεδρος στην Ακαδημία Αθηνών. Αναρωτιέμαι, για ποιους… ηρωισμούς μπορεί να μείνουν στη συλλογική μνήμη ορισμένοι από τους θορυβοποιούς του σήμερα, οι οποίοι, ελέω κρίσης, κάθονται στα κοινοβουλευτικά έδρανα, παρότι ψηφίστηκαν από 800 ή 1.000 συμπολίτες τους και χωρίς να έχουν να επιδείξουν κάποια ουσιώδη – επαγγελματική ή άλλη- διάκριση στην προηγούμενη ζωή τους…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.1.2014)