Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόστολος Κακλαμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Απόστολος Κακλαμάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2021

Είναι τελικά χρήσιμο το «πόθεν έσχες» των πολιτικών;

 

«Περί προστασίας της τιμής του πολιτικού κόσμου», τιτλοφορούνταν ο πρώτος νόμος για το λεγόμενο «πόθεν έσχες» που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου (ν. 4351/1964), υποχρεώνοντας τους πολιτικούς πρώτης γραμμής να δηλώνουν την προέλευση των εισοδημάτων που αποκτούν και των περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν.

«Αποτελεί επίμονο αίτημα του ελληνικού λαού η ηθική εξυγίανση του δημοσίου βίου και σε αυτό το αίτημα ανταποκρίνεται το υποβαλλόμενον σχέδιον νόμου», αναφερόταν στην εισηγητική έκθεση του νομοθετήματος που αν εξαιρέσει κανείς το ολίγον βαρύγδουπο ύφος των διατυπώσεων που περιείχε, θα μπορούσε με μικρές παραλλαγές να περιλαμβάνεται και σε ένα νομοσχέδιο των ημερών μας.

«Στην Ελλάδα τόσο οι δημόσιοι άνδρες, όσο και το Σώμα της διοικήσεως κοσμούνται από αρετή», συνέχιζε σε πιο καθαρευουσιάνικο τέμπο η ίδια έκθεση. Και με μια μάλλον ηθικοπλαστικού περιεχομένου διαπίστωση, πρόσθετε: «Σπάνιαι είναι αι περιπτώσεις καταχρήσεως της εξουσίας και αθεμίτου πλουτισμού. Αλλά αυτοί πρέπει να κολάζονται αυστηρώς προς προστασίαν της τιμής του πολιτικού κόσμου».

Κατά τη διάρκεια των 57 χρόνων που παρήλθαν έκτοτε, αναμφισβήτητα συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές τόσο στην ελληνική κοινωνία όσο και στα εγχώρια και στα διεθνή πολιτικά ήθη. Δεν είναι, ωστόσο, καθόλου βέβαιο ότι η καθιέρωση του θεσμού του «πόθεν έσχες» συνέβαλε στην προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου από τη γενικευμένη καχυποψία του μέσου πολίτη που θέλει την πλειονότητα όσων «θητεύουν» στην κεντρική πολιτική σκηνή να πλουτίζουν αθέμιτα, κάνοντας κατάχρηση των αξιωμάτων τους.

Η καχυποψία των πολιτών περί της ύπαρξης αργυρώνητων πολιτικών βρίσκει φυσικά έρεισμα σε κρούσματα χρηματισμού που αποκαλύφθηκαν κατά καιρούς. Ο βασικός, όμως, τροφοδότης της πεποίθησης πολλών συνελλήνων ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» ήταν και παραμένει ο εν πολλοίς αδιαφανής τρόπος με τον οποίο εφαρμόζεται ο θεσμός του «πόθεν έσχες» που δεν βοηθάει στην διαφοροποίηση των επίορκων πολιτικών από εκείνους που ασκούν ευόρκως τα καθήκοντα και δεν ενδίδουν στους πειρασμούς του εύκολου πλουτισμού.

Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες έγιναν πάμπολλες απόπειρες για να πάψουν οι ετήσιες δηλώσεις που κατατίθενται στη Βουλή να συνιστούν μια απλή παράθεση των δηλούμενων εισοδημάτων και των υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων, στην πράξη δεν άλλαξαν πολλά πράγματα. Το βάρος εξακολουθεί να βρίσκεται στο «έσχες», ενώ παραμένει υποβαθμισμένο το «πόθεν», με αποτέλεσμα να είναι πολύ σπάνιες οι φορές που κάποιος επίορκος πολιτικός να αποκαλύφθηκε από τον ενδελεχή έλεγχο εκείνων που δήλωσε.

Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι το 2012 που η χώρα είχε μπει στη μνημονιακή μέγγενη και ο πολιτικός κόσμος βαλλόταν συλλήβδην για τη χρεωκοπία της χώρας, με πρωτοβουλία του πρώην Προέδρου της Βουλής Απόστολου Κακλαμάνη ψηφίστηκε νόμος (4065/2012) που προέβλεπε αναδρομικό έλεγχο των εισοδημάτων και της περιουσίας για όλους όσοι διετέλεσαν μετά το 1974 πρωθυπουργοί, αρχηγοί κομμάτων, υπουργοί, υφυπουργοί. Ο έλεγχος ξεκίνησε αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, καθώς προαπαιτούμενο για την ουσιαστική έρευνα ήταν το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών σε Ελλάδα και εξωτερικό όλης της αφρόκρεμας της ελληνικής πολιτικής σκηνής.

Δυόμισι χρόνια αργότερα η υπόθεση έκλεισε αδόξως με την ψήφιση τροπολογιών που τροποποιούσαν και στην ουσία απενεργοποιούσαν τον νόμο για τον αναδρομικό έλεγχο που θα έδειχνε ποιοι έγιναν πλουσιότεροι και ποιοι φτωχότεροι μέσω της ενασχόλησης με την πολιτική. Το παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι σε αυτό το περίτεχνο κουκούλωμα δεν αντέστη ούτε καν η διαβόητη «τρόικα» παρόλο που οι σχετικές ρυθμίσεις είχαν περιληφθεί σε ένα από τα γνωστά πολυνομοσχέδια – «σκούπα» με μέτρα που επέβαλαν οι δανειστές προκειμένου να μας δώσουν μια από τις δόσεις της βοήθειας με την οποία κρατήθηκε όρθια η χώρα.

Παρά, πάντως, τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται στη χώρα μας ο θεσμός του «πόθεν έσχες», η χρησιμότητά του δεν παύει να ισχύει. Μπορεί στις ετήσιες δηλώσεις που υποβάλλουν πολιτικοί αρχηγοί, υπουργοί, βουλευτές και ευρωβουλευτές, περιφερειάρχες και δήμαρχοι να μην είναι διόλου ευδιάκριτες οι μίζες που εισπράττονται από τους επίορκους, αλλά και έτσι βγαίνουν κάποια συμπεράσματα. Ακόμη και αν δεν είναι πάντοτε ολοκληρωμένα, αποκαλύπτουν συχνά υποκριτικές συμπεριφορές που αλλιώς δεν θα διαπιστώνονταν.             

Αν δεν υπήρχε, για παράδειγμα, το «πόθεν έσχες» δεν θα μαθαίναμε για τον πολιτικό αρχηγό που αφιονίζει το κοινό του κατά της Γερμανίας αλλά διατηρεί τις… αμύθητες τραπεζικές του καταθέσεις στην Deutschebank. Επίσης χωρίς αυτές τις υποτυπώδεις, έστω, δηλώσεις δεν θα πληροφορούμαστε για τις… αριστερές συλλογές ακινήτων προκειμένου να ενοικιαστούν σε ΜΚΟ για τη φιλοξενία μεταναστών. Ούτε θα είχαμε γνώση για το γεγονός ότι κάποιοι που έπαιζαν το επικίνδυνο παιχνίδι της εξόδου από την ευρωζώνη διατηρούσαν τις καταθέσεις τους στο ασφαλές περιβάλλον των πιστωτικών ιδρυμάτων της αλλοδαπής.

Μπορεί, λοιπόν, το «πόθεν έσχες» να μην προστατεύει την… τιμή του πολιτικού κόσμου, όπως το οραματίστηκαν όσοι προσπάθησαν να το καθιερώσουν πριν από σχεδόν έξι δεκαετίες. Και ίσως γι΄ αυτό εδώ και κάποια χρόνια επιλέγεται –τι σύμπτωσή!- η δημοσιοποίησή τους να γίνεται στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου που ο περισσότερος κόσμος είναι σε διακοπές και το ενδιαφέρον για την πολιτική ατονεί. 

Μπορεί, επίσης, σε πλείστες όσες περιπτώσεις οι δηλώσεις που υποβάλουν ορισμένοι από τους πολιτικούς μας ταγούς να μην ανταποκρίνονται πλήρως στην πραγματικότητα, επειδή, για παράδειγμα, οι αγορές ακινήτων δεν ανταποκρίνονται στις τιμές της αγοράς, οι συμπεριφορές τους, ωστόσο, δεν εκμηδενίζουν τη χρησιμότητα του «πόθεν έσχες».  

Στο τέλος, τέλος τίποτε δεν πάει χαμένο. Και κάθε εχέφρων πολίτης μπορεί να βγάλει τα συμπεράσματά του.

 

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Άμα κοιμάσαι φούρναρης και ξυπνάς βουλευτής…



«Κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής!». Η φράση αυτή που, εν μέσω λυγμών, εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο εκλεγμένος με τη Χρυσή Αυγή προφυλακισμένος βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας συνιστά ίσως την πλέον χαρακτηριστική επιτομή της γενικευμένης κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Μιας κρίσης που ξεπερνά την οικονομία και την πολιτική και ακουμπά θεσμούς και συλλογικές αξίες που βρίσκονται σε πορεία πλήρους κατάπτωσης.  
Δεν είναι καθόλου κακό που ένας, κατά δήλωσή του, «φούρναρης» κατάφερε να εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ίσα – ίσα που αυτό μπορεί να είναι επαινετικό για την Δημοκρατία μας που δίνει ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα και την κοινωνική καταγωγή του.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που αναδεικνύει η περίπτωση Μπούκουρα είναι πως και γιατί ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος φούρναρης. Και, κυρίως, ποια είναι τα προσόντα που εκτίμησαν οι συμπολίτες του και έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή ένα πρόσωπο το οποίο, κατά πως ισχυρίζεται, άκουσε το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και εξ αυτού έγινε –αν είναι δυνατόν!- «εθνικιστής».
Εκατομμύρια Ελλήνων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, ενστερνισθήκαμε τα συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου και μας συνεπήρε η τεράστια προσωπικότητά του, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για νταηλίκια ή άλλου είδους έκνομες δραστηριότητες. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να φανταστεί όταν πρωτακούστηκε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» ότι θα ξέπεφτε στα χείλη ρατσιστών και ξενόφοβων που οργανώνουν πογκρόμ κατά ανυπεράσπιστων μεταναστών ή πηγαίνουν στην  κηδεία του αμετανόητου χουντικού Ντερτιλή και πυροβολούν στον αέρα; 
Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι ήταν αυτό που αυτό που συγκίνησε (!) παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία ψήφισαν κατά της άρσης της ασυλίας του κ. Μπούκουρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έγινε μια τεράστια παρανόηση από έμπειρους πολιτικούς, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Κώστας Σκανδαλίδης, που η στάση τους είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως ασυγχώρητη.
Δεν θα αρνηθώ ότι κάθε άνθρωπος που περνά ένα δράμα, όπως συμβαίνει με τον συγκεκριμένο βουλευτή που εγκατέλειψε τη Χρυσή Αυγή, αξίζει τη συμπάθεια, το έλεος και την επιείκεια όλων μας. Και προσωπικά δεν έχω –και αν είχα, ίσως δεν έχει καμία σημασία- άποψη για το αν είναι ποινικά αθώος ή ένοχος και ποια είναι η βαρύτητα και ενδεχομένως η βασιμότητα των πράξεων για τις οποίες η Δικαιοσύνη ζήτησε την άρση της ασυλίας του.
Η Βουλή, όμως, κλήθηκε να αποφανθεί αν οι πράξεις που του αποδίδονται –η παράνομη οπλοκατοχή, εν προκειμένω- σχετίζονται με την βουλευτική του ιδιότητα. Και όχι αν είναι καλός οικογενειάρχης ή αν στα νιάτα του… αναρτούσε, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Γι΄ αυτό και αδυνατώ να αντιληφθώ τα κίνητρα όσων αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τα εισαγγελικά αιτήματα, όπως και όσων προτίμησαν να απέχουν –και ήταν πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών- από την ψηφοφορία.
Προφανώς, το Κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο και δεν έχει αρμοδιότητα να δικάσει τις πράξεις κανενός μέλους του. Υπό  αυτή την έννοια, ο τέως (;) χρυσαυγίτης δεν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κριθεί για τις διώξεις που του ασκήθηκαν και για τις οποίες θα δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη. Ανέβηκε για να μιλήσει ως πολιτικός που εξακολουθεί να είναι, παρότι -μόλις είδε τα δικαστικά ζόρια...- εγκατέλειψε το ναζιστικό μόρφωμα, με το οποίο… ξύπνησε βουλευτής.
Οι λυγμοί, λοιπόν, στους οποίους ξέσπασε ο κ. Μπούκουρας, μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να δικαιολογούνται, σε πολιτικό, όμως, επίπεδο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να δικαιολογηθούν. Πολύ περισσότερο όταν δεν συνοδεύονται, αν όχι από έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε καν από μια απλή συγνώμη για τη συμπεριφορά την οποία είχε την περίοδο που παρίστανε τον χρυσαυγίτη «νταή», απειλώντας τους πάντες επειδή, όπως κραύγαζε, «είμαι βουλευτής ρε…», ή για την… ελληναράδικη κομπορρημοσύνη με την οποία διακήρυσσε δημόσια ότι οδηγεί από τα 16 χρόνια του, χωρίς ποτέ να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
 Θα μου πείτε: «Εδώ δεν μεταμελήθηκαν και δεν ζήτησαν συγνώμη τόσοι και τόσοι μιζαδόροι που λεηλάτησαν τη χώρα, από τον Μπούκουρα περιμένεις εσύ να το κάνει;». Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά, προσωπικά, δεν δίνω και κανένα άλλοθι στον Μπούκουρα και στον κάθε Μπούκουρα. Όπως, νομίζω, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε, δεν μπορούμε να βρίσκουμε την παραμικρή δικαιολογία για όλους όσοι ονειρεύονται να… ξυπνήσουν βουλευτές. Εμείς τους δίνουμε αυτό το δικαίωμα. Και γι΄ αυτό είμαστε απολύτως συνυπεύθυνοι, είτε τους δούμε αύριο να ξεσπούν λυγμούς, είτε παραμείνουν αμετανόητοι «νταήδες».

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Η δημοσιότητα και το «κόρακας κοράκου…»

Η ανακίνηση του ζητήματος με την εμπλοκή πολιτικών σε υποθέσεις διαφθοράς και παράνομου πλουτισμού ορισμένων εξ αυτών, φέρνει στο προσκήνιο μια χρόνια παθογένεια της ελληνικής Δημοκρατίας που δεν είναι άλλη από την αδυναμία αποτελεσματικής λειτουργίας των ελεγκτικών θεσμικών της Πολιτείας.
Ο επί δεκαετίες προσχηματικός τρόπος υποβολής των ετήσιων δηλώσεων «πόθεν έσχες», σε συνδυασμό με τη διαχρονική ατιμωρησία, έχουν, δυστυχώς, προκαλέσει ένα αδιαπέραστο υπόστρωμα καχυποψίας στην ελληνική κοινωνία, η οποία, βοηθούσης και της οικονομικής κατάρρευσης, είναι έτοιμη να πιστέψει κάθε πιθανή και απίθανη καταγγελία που στρέφεται κατά οποιουδήποτε εκπροσώπου του πολιτικού κόσμου και κυρίως κατά όσων ανήκουν στα κόμματα που άσκησαν εξουσία τα προηγούμενα χρόνια. 
Το κλίμα επιβαρύνεται από μια σειρά «θεσμικά εμπόδια», όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και το πλαίσιο της βουλευτικής ασυλίας, που επιβραδύνουν τις έρευνες, ενώ περιπλοκές και καθυστερήσεις προκαλεί και το πολυδαίδαλο «κουβάρι» των ελεγκτικών αρχών που εμπλέκονται στη διερεύνηση των υποθέσεων: ΣΔΟΕ, τακτική Δικαιοσύνη, οικονομικοί εισαγγελείς και Επιτροπή της Βουλής για τα οικονομικά βουλευτών και κομμάτων.
Μοιραία, λοιπόν, το ζήτημα μεγεθύνεται, οι υποψίες γενικεύονται και η οργή της κοινής γνώμης στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων, αφού, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, οι θεσμοί της Πολιτείας δεν λειτουργούν, οι ευθύνες δεν εξατομικεύονται για τους πραγματικά υπευθύνους και το πολιτικό σύστημα αποσταθεροποιείται στο σύνολό του.
Σε έναν «ουδέτερο» πολιτικό χρόνο όλα αυτά μπορεί να είχαν μικρότερη σημασία από αυτή που προσλαμβάνουν στην παρούσα συγκυρία, καθώς το πιθανότερο είναι ότι σύντομα αρκετές από τις φοβερές καταγγελίες θα… ξεχαστούν, είτε επειδή θα καταπέσουν, είτε γιατί θα αποδειχθεί ότι αφορούν μια μικρή μειοψηφία του πολιτικού κόσμου, αντίστοιχη με αυτή που υπάρχει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και, αν θέλετε, σε όλες τις κοινωνίες.
Η κατάσταση, όμως, διαφοροποιείται σε αυτή τη φάση, καθώς η βαριά σκιά της καχυποψίας που δημιουργείται πάνω από τη Βουλή, προκαλεί πολιτικό αναβρασμό σε μια οριακή στιγμή για την πολιτική σταθερότητα, πριν καν συμπληρωθούν 100 μέρες από τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, αλλά και την παραμονή της λήψης των νέων επώδυνων μέτρων περικοπής μισθών, συντάξεων και επιδομάτων.
Η κίνηση εκτόνωσης από την πλευρά του προέδρου της Βουλής Ευάγγελου Μεϊμαράκη να απόσχει από τα καθήκοντα του μέχρις ότου διαλευκανθούν οι εις βάρος του καταγγελίες για εμπλοκή σε «ξέπλυμα χρήματος» μέσω αγοραπωλησιών ακινήτων, δείχνει αίσθημα πολιτικής ευθιξίας, δεν λύνει, όμως, το πολιτικό ζήτημα που δημιουργείται με την «στοχοποίηση» ενός ανώτατου πολιτικού παράγοντα.
Γι΄ αυτό και δικαίως κατά την άποψή μου ο πολύπειρος πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης εγκάλεσε τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για το έγγραφο που έστειλε στη Βουλή και το οποίο «άνοιξε τον ασκό του Αιόλου» με τη διατύπωση ότι το ΣΔΟΕ ελέγχει 32 υποθέσεις εμπλοκής πολιτικών, χωρίς να τους κατονομάσει.
«Ποια αξία θα έχει για τη χειραγωγούμενη κοινή γνώμη η ψήφος υπέρ των μέτρων οποιουδήποτε στιγματιζόμενου ανευθύνως βουλευτή, όταν οι απλοί πολίτες θα αμφιβάλλουν αν είναι καρπός πατριωτικής επιλογής και όχι συναλλαγής ή εκβίασης, όπως η 5η φάλαγγα θα διαρρέει και η κοινή γνώμη θα είναι πρόσφορη να πιστέψει;», είναι το εύλογο ερώτημα που έθεσε ο κ. Κακλαμάνης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένο ότι η απαίτηση για ταχεία διερεύνηση των επίμαχων υποθέσεων, μάλλον δεν πρόκειται να βρει πρόσφορο έδαφος, η μόνη λύση του «δράματος» για να διασωθεί, έστω, ένα μέρος  από την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου είναι η πλήρης διαφάνεια. Να δοθούν, δηλαδή, όλες οι λίστες των εκκρεμών υποθέσεων στη δημοσιότητα και να δημοσιοποιηθούν όλα τα ονόματα των εμπλεκομένων, όπως και το σύνολο των καταγγελιών που ερευνώνται και των στοιχείων που υπάρχουν.
Ό,τιδήποτε άλλο, καλώς ή κακώς, θα ρίξει «νερό στο μύλο» όσων αρέσκονται στις θεωρίες της συγκάλυψης των ισχυρών και ασπάζονται τη λογική του… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.