Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αστυνομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αστυνομία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 5 Απριλίου 2024

Στη χώρα με τους περισσότερους αστυνομικούς…

Με μια προσωπική εξομολόγηση αισθάνομαι την ανάγκη να ξεκινήσω τούτο το κείμενο: Στη μία και μόνη φορά που επιβιβάστηκα σε περιπολικό της Αστυνομίας ήταν για χρήση που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως… υπηρεσία ταξί.

Μου συνέβη πριν από μια εικοσαετία, εκείνον τον φοβερό Αύγουστο του 2004 που η Αθήνα φιλοξενούσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και όλη η Ελλάδα ζούσε απογειωμένη στον ρυθμό τους.

Είχαμε μόλις αφήσει πίσω μας το ΟΑΚΑ, όπου είχα βρεθεί με τα παιδιά μου, που ήταν σε νηπιακή ηλικία, για να παρακολουθήσουμε αθλήματα του στίβου. Και καθώς μέσα στον καυτό μεσημεριάτικο ήλιο κατευθυνόμαστε προς τον σταθμό του Προαστιακού στη Νερατζιώτισσα, ένα όχημα με τα διακριτικά της ΕΛ.ΑΣ. σταμάτησε δίπλα μας.

«Βάλτε γρήγορα μέσα τα παιδιά, μην πάθουν καμία ηλίαση…», μας προέτρεψε ο ένστολος οδηγός του περιπολικού που είχε εκείνη την ώρα βάρδια στον περιβάλλοντα χώρο του Ολυμπιακού Σταδίου. Με την έκπληξη ακόμη ζωγραφισμένη στα πρόσωπά μας, μόλις μπήκαμε στο αυτοκίνητο ολόκληρη η οικογένεια, δεν μπόρεσα να κρατηθώ και να μην τον ρωτήσω: «Μου λέτε, σας παρακαλώ, τι πάθαμε; Μας μεταμόρφωσε κάποιος αυτές τις μέρες;».

Ο αστυνομικός, ένας ευπροσήγορος σαραντάρης, αντιλήφθηκε αμέσως το νόημα του ερωτήματός μου: «Έχετε δίκιο, κύριε. Και εγώ με αυτά που βλέπω καθημερινά στη βάρδια μου αναρωτιέμαι πως αλλάξαμε τούτες τις μέρες και γιατί δεν είμαστε συνέχεια έτσι», μου αντέτεινε. Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Για να καταλάβετε, χθες που ήμουν εκτός υπηρεσίας στην Πλατεία Συντάγματος, επειδή έχουν αφαιρέσει για λόγους ασφαλείας όλους τους κάδους, μόλις τελείωσα το τσιγάρο που κάπνιζα έβαλα τη γόπα στην τσέπη μου. Ντρεπόμουν να την πετάξω κάτω….».

Μέχρι να ανταλλάξουμε λίγες ακόμη εμπειρίες για τη συγκινητική συμπεριφορά των εθελοντών, που προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στη διοργάνωση εκείνης της υπέρλαμπρης Ολυμπιάδας, η διαδρομή του περιπολικού – ταξί, που έτσι και αλλιώς ήταν κοντινή, ολοκληρώθηκε και αποχαιρετιστήκαμε με την εκατέρωθεν ευχή: «Μακάρι να μείνουμε για πάντα έτσι…». Ευχή, η οποία ίσως και από την επομένη της τελετής λήξης των Αγώνων, αποδείχθηκε φρούδα ελπίδα.

Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι προέβλεπαν τα αστυνομικά πρωτόκολλα του 2004 για τους έχοντες δικαίωμα επιβίβασης στα αστυνομικά οχήματα, αλλά, όπως και να έχει, είναι εξοργιστικό είκοσι χρόνια αργότερα να πληροφορείται κανείς ότι χρησιμοποιήθηκε ο ισχυρισμός ότι «το περιπολικό, κυρία μου, δεν είναι ταξί» για να αρνηθούν στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας σε μια δυστυχή νέα γυναίκα, που κατήγγειλε ότι βρισκόταν σε κίνδυνο, τη συνδρομή τους. Συνδρομή η οποία, μάλιστα, προβλέπεται ρητά από τους ισχύοντες κανονισμούς της εποχής μας για τον χειρισμό καταγγελιών περί κακοποίησης.

Προσωπικά αισθάνομαι πολύ μεγαλύτερη θλίψη αναλογιζόμενος ότι η τόσο άδικα δολοφονημένη Κυριακή είχε πάνω κάτω την ηλικία που έχουν τώρα τα παιδιά τα οποία μετέφερε εκείνος ο αστυνομικός από το ΟΑΚΑ στη Νερατζιώτισσα για να μην πάθουν… ηλίαση. Διότι είμαι βέβαιος ότι ο συγκεκριμένος ένστολος συμπολίτης μας, καλή του ώρα όπου και αν είναι, δεν θα παρότρυνε τη νέα γυναίκα «πάρε το “100” για να σου διαθέσει περιπολικό» και ούτε θα την άφηνε να φύγει χωρίς συνοδεία από το Αστυνομικό Τμήμα με αποτέλεσμα να πέσει θύμα ενός τόσο ειδεχθούς εγκλήματος λίγο έξω από αυτό.

Πέραν όμως της προσωπικής συμπεριφοράς ενός εκάστου, αλλά και την ενσυναίσθηση ή την προσήλωση στο υπηρεσιακό καθήκον που έχει ή δεν έχει κάποιος, το μείζον και συνάμα πιο αποκαρδιωτικό ζήτημα, το οποίο αναδεικνύεται από την τραγική υπόθεση που διαδραματίστηκε μόλις ελάχιστα μέτρα από την είσοδο του Αστυνομικού Τμήματος των Αγίων Αναργύρων Αττικής, είναι η απόλυτη παράλυση των μηχανισμών για την προστασία των πολιτών σε μια χώρα που αναλογικά με τον πληθυσμό της διαθέτει τους περισσότερους αστυνομικούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ο μέσος όρος των υπηρετούντων στις αστυνομικές υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι 334 αστυνομικοί ανά 100.000 κατοίκους, ενώ στη χώρα μας φθάνουν στους 517, αριθμός που είναι ο δεύτερος υψηλότερος, μετά την Κύπρο που μας ξεπερνά κάτι τι. Υπό αυτή τη συνθήκη, το πρόβλημα δεν είναι η υποστελέχωση που παρατηρείται στις περισσότερες αστυνομικές υπηρεσίες και κατά βάση σε εκείνες που θεωρούνται «μάχιμες» και είναι επιφορτισμένες με το καθήκον της προστασίας του πολίτη.

Αναμφίβολα, το μεγάλο πρόβλημα είναι η ανορθολογική κατανομή του προσωπικού της ΕΛ.ΑΣ., που βεβαίως σχετίζεται και με μια σειρά ανορθολογικών καταστάσεων που διέπει ολόκληρη τη διάρθρωση του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα και αφορούν στις ελλείψεις διαδικασιών ουσιώδους εκπαίδευσης και κυρίως αξιολόγησης, τις ισοπεδωτικές αμοιβές και πολύ περισσότερο την αδυναμία των περισσότερων υπηρετούντων στην Αστυνομία να ζήσουν αξιοπρεπώς με μόνες τις απολαβές της εργασίας τους.

Δύσκολα, εξάλλου, περνάει απαρατήρητο ότι, εκτός από τους περισσότερους αστυνομικούς υπαλλήλους, στη χώρα μας διαθέτουμε τους περισσότερους δικαστικούς, τους περισσότερους ιατρούς και τους περισσότερους εκπαιδευτικούς, την ίδια ώρα που τα τελευταία χρόνια έχουμε μεγάλη έλλειψη εργατικού δυναμικού στους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η βιομηχανία, το εμπόριο, η αγροτική παραγωγή και οι κατασκευές.

Είναι, άραγε, τυχαίο ότι οι μεγάλες πληγές της ελληνικής κοινωνίας, όπως προκύπτει από την κοινή πεποίθηση αλλά και όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης, σχετίζονται με την ασφάλεια του πολίτη, την απονομή της Δικαιοσύνης, την κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία; Προφανώς όχι. Διότι δεν είναι μόνον ότι ισχύει το γνωστό δόγμα «ουκ εν τω πολλώ το εύ». 

Είναι κυρίως που το ελληνικό Δημόσιο χρειάζεται εκ βάθρων επανίδρυση για να τεθεί επιτέλους στην υπηρεσία του πολίτη.

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Η Ελλάδα του φωτός κόντρα στην Ελλάδα του σκότους

Η εναλλαγή των γεγονότων που παρουσίασε η εγχώρια ειδησεογραφία την περασμένη Πέμπτη δεν μπορεί να αφήσει ασυγκίνητο ούτε τον πιο ψύχραιμο επαγγελματία της ενημέρωσης.

Η μέρα ξεκίνησε με την Ελλάδα να εκπέμπει φως μέσα από την άψογα οργανωμένη εκδήλωση για την παρουσίαση του Σχεδίου Ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0» που έλαβε χώρα στον εμβληματικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Το μεσημέρι μάς βρήκε σοκαρισμένους από την επιβεβαίωση όσων ασύλληπτων υποψιάζονταν αρκετοί εδώ και καιρό για το άγριο φονικό της νεαρής γυναίκας στα Γλυκά Νερά. Και το βράδυ παρακολουθήσαμε το φαντασμαγορικό σόου που οργάνωσε ο διεθνής οίκος μόδας Dior στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο.

Τρεις ειδήσεις, τόσο διαφορετικές μεταξύ τους, οι οποίες έκαναν τον γύρο του κόσμου και έφεραν στο παγκόσμιο προσκήνιο δύο τόσο διαφορετικές Ελλάδες: Από τη μια την Ελλάδα του φωτός, που εργάζεται, καινοτομεί και γίνεται πόλος έλξης για την Ευρώπη και ολόκληρο ον πλανήτη. Και, από την άλλη, την Ελλάδα του σκότους που γεννά ανθρώπους που παρεκτρέπονται, εγκληματούν, αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους και επιχειρούν να τις μεταθέσουν σε άλλους.

Το πρωί της 11ης Μαΐου που έγινε γνωστό η αποτρόπαια δολοφονία των Γλυκών Νερών είχα το δυσμενές «προνόμιο» να συνομιλώ στο Forum των Δελφών με τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη με θέμα την Αστυνομία του 21ου αιώνα. Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη δήλωσε -αλλά και ήταν φανερά- συντετριμμένος. Και ίσως είχε ως προς αυτό έναν επιπλέον λόγο που σχετιζόταν με το γεγονός ότι το συγκεκριμένο «ειδεχθές έγκλημα», όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, ήταν σαφές ότι θόλωνε το μήνυμά του, σύμφωνα με το οποίο «το ζητούμενο στις μέρες μας δεν είναι ο νόμος και η τάξη, αλλά η προστασία των πολιτών».

Παρά τον εμφανή συγκλονισμό του, που ίσως να οφειλόταν και στην πολιτική πίεση που αισθανόταν, καθώς οι φονταμενταλιστές του δόγματος «νόμος και τάξη» οι οποίοι καταφεύγουν στις εύκολες επικρίσεις για… ανοχή απέναντι στους «αλλοδαπούς εγκληματίες», είχαν αρχίσει τα διαδικτυακά τους κηρύγματα, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης εξέπεμπε μια ήρεμη βεβαιότητα ότι η υπόθεση θα εξιχνιαζόταν. Ο ίδιος, άλλωστε, εξυμνεί σε κάθε ευκαιρία τον επαγγελματισμό που, παρά τις δυσκολίες, χαρακτηρίζει την πλειονότητα των στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. Και οι τελευταίες εξελίξεις τον δικαιώνουν…

Ο επαγγελματισμός των Ελλήνων αστυνομικών είναι η έκφραση της άλλης Ελλάδας. Της φωτεινής Ελλάδας που είδαμε να αναδεικνύεται τόσο στη φιέστα του Dior στο Καλλιμάρμαρο όσο και στην εκδήλωση στην Αρχαία Αγορά για το φιλόδοξο Σχέδιο «Ελλάδα 2.0» που η υλοποίησή του μπορεί να αλλάξει την οικονομική μοίρα της χώρας.

Είναι προφανές ότι οι μεγάλες δοκιμασίες με τις οποίες ήρθαμε αντιμέτωποι οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια άφησαν έντονο αποτύπωμα στην ελληνική κοινωνία. Πολλά από παθήματα έγιναν μαθήματα. Όχι σε όλους φυσικά. Αλλά σε έναν επαρκή αριθμό συμπολιτών μας που είναι αρκετός για να κάνει όλο και περισσότερους να αγωνίζονται για να αλλάξουν τη δυσμενή εικόνα της Ελλάδας του μνημονιακού σκότους.

Οι ισχυρές εικόνες από την Αρχαία Αγορά και το Καλλιμάρμαρο, που έκαναν τον γύρο του κόσμου, δείχνουν ότι η Ελλάδα του φωτός μπορεί να κερδίσει το παιχνίδι και να πάρει τη ρεβάνς από την Ελλάδα του σκότους. Οι προοπτικές που διανοίγονται μπροστά μας είναι αναμφίβολα ευοίωνες. Η χώρα είχε και έχει εφεδρείες οι οποίες κάποια στιγμή θα ενεργοποιούνταν και θα έπαιρναν το πάνω χέρι από τις δυνάμεις της μιζέριας, της οπισθοδρόμησης και της αδράνειας.

Είναι οι εφεδρείες που, σε πείσμα όλων των περί του αντιθέτου προδιαγραφών, έδωσαν τη μάχη κατά της πανδημίας και την κέρδισαν. Είναι οι δυνάμεις που εκφράστηκαν με την απροσδόκητη αντοχή που επέδειξε το καταταλαιπωρημένο ΕΣΥ, με την τήρηση των περιοριστικών μέτρων από την πλειονότητα των πολιτών, αλλά και με τη μεγάλη συμμετοχή στο εμβολιαστικό πρόγραμμα, κόντρα τους κήρυκες της άρνησης αλλά στις ασυγχώρητες παλινωδίες των ανευθυνοϋπεύθυνων που έδωσαν έρεισμα στους κάθε λογής ψεκασμένους.

Όπως και να έχει, οι κοινωνίες ποτέ δεν παρουσιάζουν ομοιομορφία. Αντιθέτως, έχουν σχεδόν πάντα δύο όψεις που συνήθως συγκρούονται μεταξύ τους για την επικράτηση: η συντήρηση με την πρόοδο, η δράση με την αδράνεια, το φως με το σκοτάδι. Το ζητούμενο κάθε φορά είναι ποιος επικρατεί. Σε αυτή τη φάση, κεφάλι στην αναμέτρηση φαίνεται να παίρνει η Ελλάδα του φωτός.

Ανεξάρτητα από τις πολιτικές προτιμήσεις του καθενός, εκείνο που όλοι πρέπει να ελπίσουμε είναι ότι η Ελλάδα του φωτός θα είναι εκείνη που θα επικρατήσει.

 

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Το «Φουρθιώτης-gate» εκθέτει το… ψοφοδεές πολιτικό σύστημα

 

Χρόνιες παθογένειες της δημόσιας ζωής, που η διαιώνισή τους εκθέτει ανεπανόρθωτα το πολιτικό σύστημα και ειδικά όσους ασκούν εξουσία, έφεραν στο προσκήνιο της επικαιρότητας οι καταγγελίες για «τα έργα και τις ημέρες» της cult τηλεπερσόνας που ακούει στο όνομα Μένιος Φουρθιώτης.

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που διάφορα πρόσωπα, τα οποία κινούνται στον πολύ ευρύ χώρο της δημοσιότητας, καταφέρνουν, με μόνο εφόδιο το περίσσευμα θράσους που διαθέτουν, να προσπορίζονται ωφελήματα που δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα ούτε στις ικανότητές τους, η περίπτωση Φουρθιώτη είναι από τις πλέον προκλητικές.

Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πρόκληση προέρχεται από τη συμπεριφορά του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος. Είτε πρόκειται για υπόγειες συναλλαγές, που, πάντως, μέχρι στιγμής, δεν έχουν αποδειχθεί τεκμηριωμένα, είτε αφορά απλώς ψοφοδεή διάθεση που προέρχεται από πονηρές σκέψεις του τύπου «ας τα έχουμε καλά μαζί του για να μην μας βρίζει από το τηλεοπτικό βήμα που διαθέτει», το αποτέλεσμα για τις εντυπώσεις που προκαλούνται στην κοινή γνώμη είναι ένα και το αυτό.

Η διάθεση μόνιμης αστυνομικής φρουράς σε έναν παρουσιαστή περιθωριακού τηλεοπτικού σταθμού, ακόμη και αν δεν ήταν στην έκταση που ανέφεραν οι αρχικές καταγγελίες, αποτελεί μείζον ζήτημα από τη στιγμή που γίνεται με δαπάνες των φορολογουμένων. Πολύ περισσότερο που, όπως αποκαλύπτεται, οι αρμόδιες υπηρεσίες όφειλαν να γνωρίζουν για τους πολλούς ανοικτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη, όπως επίσης και να είχαν γνώση του γεγονότος ότι οι αστυνομικοί τον συνόδευαν στις επισκέψεις σε υπουργικά γραφεία για να διεκδικήσει χρήματα με εκβιαστικές απειλές.

Τα ερωτήματα για το ποιος και γιατί έλαβε τις αποφάσεις για να φρουρείται ο κ. Φουρθιώτης δεν απαντήθηκαν. Η επίσημη δικαιολογία σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσίες της ΕΛΑΣ δεν αξιολογούν χαρακτήρες ανθρώπων, αλλά εκτιμούν κινδύνους» δεν είναι πειστικές. Ακόμη και όταν συνοδεύονται με επισήμανση της αρχής ότι «η ασφάλεια αποτελεί καθολικό αγαθό». Κι αυτό διότι είναι προφανές ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που είχαν διατεθεί στον συγκεκριμένο τηλεπαρουσιαστή, όπως και σε άλλους ομοίους του οι οποίοι θέλουν bodyguards για λόγους prestige, έλειπαν από την αστυνόμευση των γειτονιών που έχουν προβλήματα αυξημένης εγκληματικότητας.

            Η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη παραδέχτηκε ότι η φρούρηση του Μένιου Φουρθιώτη ξεκίνησε από τον Μάιο του 2020 με έναν αστυνομικό και έφτασε τον Μάρτιο του 2021 να έχει τέσσερις αστυνομικούς , εικοσιτετράωρη φύλαξη του σπιτιού του και συνοδευτικό αυτοκίνητο με μοτοσικλέτα της ασφάλειας. Η αύξηση της φρουράς του τηλεπαρουσιαστή αποδόθηκε στο φορτισμένο κλίμα που υπήρχε την συγκεκριμένη περίοδο λόγω της υπόθεσης Κουφοντίνα.

Σύμφωνα με τον υφυπουργό Λευτέρη Οικονόμου, «τον Μάιο του 2020 είχε διατεθεί ένας αστυνομικός για την ασφάλεια του κ. Φουρθιώτη με βάση ορισμένα περιστατικά και αιτήματα που αυτός είχε επικαλεστεί. Αξιολογήθηκαν από την αρμόδια επιτροπή που προβλέπεται. Στις 12 Αυγούστου του 2020 υπήρξε ένας εμπρησμός έξω από την οικία του». Με αυτή την αφορμή, ο τηλεπαρουσιαστής θεώρησε ότι δεν φρουρείται επαρκώς και πιέζοντας αρμοδίως κατάφερε να ενισχύσει βαθμηδόν την φρουρά.

*Την 1η Νοεμβρίου 2020 αποφασίστηκε η παράταση της διάθεσης του ενός αστυνομικού και παράλληλα διατέθηκε και ένας δεύτερος για ένα τρίμηνο προκειμένου να εναλλάσσονται κάθε μέρα οι δύο αστυνομικοί.

*Στις 10 Ιανουαρίου του 2021 υπήρξε εμπρησμός του αυτοκινήτου του διευθυντή του ενημερωτικού τμήματος του Έψιλον TV. Με βάση αυτό το περιστατικό -και νέα αιτήματα που υποβλήθηκαν προς το αρχηγείο της ΕΛΑΣ για αύξηση της φρουράς- στις 13 Ιανουαρίου 2021 διατάχθηκε η διάθεση και τρίτου αστυνομικού και μιας υπηρεσιακής μοτοσυκλέτας και η επιτήρηση της οικίας του.

*Τα μέτρα αυτά μέχρι και την 1η Φεβρουαρίου δεν είχαν υλοποιηθεί. Στις 18 Μαρτίου, όμως, εξαιτίας της συνολικής έντασης γύρω από τις κινητοποιήσεις υποστηρικτών του Δ. Κουφοντίνα, αποφασίστηκε να αυξηθεί η συνοδευτική ασφάλεια με τέταρτο αστυνομικό και ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, ενώ διατάχθηκε εικοσιτετράωρη φύλαξη της οικίας του. Τότε είχαμε επίθεση σε σπίτια βουλευτών και άλλων προσώπων και απειλών που υπήρχαν σε μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με την απεργία Κουφοντίνα.

Μετά τον πρόσφατο θόρυβο ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης απέσυρε την φρουρά και στις τοποθετήσεις του έδειξε αυτοκριτική διάθεση, αλλά και πρόθεση να δώσει λύση στο ζήτημα της φρούρησης των κάθε λογής «επωνύμων». O υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν δίστασε να πει μια μεγάλη αλήθεια που αναδεικνύει τον χρόνιο χαρακτήρα που έχουν τα νοσηρά φαινόμενα της φρούρησης με όρους… ρουσφετολογίας ή δύναμης ισχύος.

«Κάθε υπουργός προστασίας του Πολίτη τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθεί να πάρει κόσμο από τα “επίσημα”, όπως λέγονται και να τον βάλει σε μάχιμες αστυνομικές υπηρεσίες πρώτης γραμμής, να βγάλει “την αστυνομία στους δρόμους”», δήλωσε για να προσθέσει: «Όλοι κι εγώ πρώτος, επαιρόμαστε τους δυο πρώτους μήνες ότι τα καταφέραμε και μετά γυρνάμε στα ίδια. Γιατί η πίεση της ζήτησης είναι κοινωνικό φαινόμενο και δεν λύνεται με διαταγές».

Αναλαμβάνοντας, όπως είπε, πλήρως την πολιτική ευθύνη και για λογαριασμό όλων όσοι είχαν το ίδιο πόστο τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν το σύστημα με το οποίο διατίθεται αστυνομική φρούρηση σε δημόσια πρόσωπα, όπως πολιτικοί, δικαστικοί και άλλοι, ο κ. Χρυσοχοΐδης δεσμεύθηκε δημοσίως ότι: «Θα νομοθετήσουμε τώρα με τόλμη και φαντασία και πολύ διάλογο». Συμπλήρωσε ότι «δεν θα ανακαλύψουμε τροχό», αλλά «θα μεταφέρουμε καλές πρακτικές άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που έδρασαν στο θέμα νωρίτερα από εμάς», προδιαγράφοντας τη συνεργασία της ΕΛΑΣ με ιδιωτικές εταιρίες φύλαξης.

Εξίσου προβληματικός υπήρξε, εξάλλου, και ο τρόπος αντίδρασης της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας όταν αποκαλύφθηκε ότι μέσω εικονικών αυξήσεων στους μισθούς του, το συγκεκριμένο πρόσωπο προσπάθησε να αποσπάσει από το Δημόσιο χρήματα που δεν δικαιούνταν μέσω του προγράμματος «Συνεργασία».

Ο τότε αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης προχώρησε μεν σε επείγουσα νομοθετική ρύθμιση για να περιορίσει τις παράνομες απαιτήσεις του κ. Φουρθιώτη, θέτοντας πλαφόν στο ύψος της αποζημίωσης ειδικού σκοπού που μπορεί να λάβει κάποιος, πλην, όμως, δεν κατονόμασε τα πρόσωπα που τον είχαν απειλήσει. Και, πολύ περισσότερο, δεν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τις παρανομίες που εξελίχθηκαν μπροστά στα μάτια του. «Θα έπρεπε την ίδια ώρα να διατάξει τη σύλληψή του και τον στείλει απευθείας στον εισαγγελέα», υποστήριζαν τις προηγούμενες ημέρες συνάδελφοι του νυν κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας.

Αν και αρμόδιοι αξιωματούχοι απορρίπτουν κάθε ισχυρισμό περί εμπλοκής της κυβερνητικής ηγεσίας στις «εξυπηρετήσεις» προς τον Μένιο Φουρθιώτη, ωστόσο, τόσο η καθυστερημένη απόσυρση της αστυνομικής φρουράς του τηλεπαρουσιαστή όσο και η εκ των υστέρων παραπομπή στη Δικαιοσύνη της υπόθεσης με τις υπερβολικές απαιτήσεις αποζημίωσης από το υπουργείο Εργασίας, δημιουργούν προβληματισμό στους πολίτες.

Το γεγονός ότι τέτοια φαινόμενα έρχονται από το παρελθόν δεν αποτελεί δικαιολογία. Ούτε μπορεί να εκληφθεί ως άλλοθι η επισήμανση ότι παλαιότερα ο συγκεκριμένος τηλεπαρουσιαστής εκθείαζε από το τηλεοπτικό του βήμα τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρμόδιο για τις τηλεοπτικές συχνότητες υπουργό Νίκο Παπά, ενώ ο «καναλάρχης» Φίλιππος Βρυώνης που του παρέχει τηλεοπτική στέγη είχε προσκληθεί και παρίστατο στη φιέστα… εξόδου από το Μνημόνιο που διοργάνωσε η προηγούμενη κυβέρνηση.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»

 

Το μεσημέρι της Πέμπτης έγινε (ένα ακόμη) «πανεκπαιδευτικό» συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες λίγες χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν ούτε το ένα εκατοστό όσων με τον έναν ή τον άλλο σχετίζονται με τον χώρο της εκπαίδευσης, αψήφησαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις απαγορεύσεις των συναθροίσεων για να διαδηλώσουν κατά των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως για την ανώτατη εκπαίδευση.

Ευδιάκριτη θέση ανάμεσα στους διαδηλωτές είχαν προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που με τη συμμετοχή τους στις συγκεντρώσεις και στις πορείες ήταν προφανές ότι ήθελαν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων τα οποία έλαβαν χώρα σε μια μέρα που ήταν διάχυτη η αγωνία στην κοινή γνώμη για την έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού που παρατηρείται ιδίως στην Αττική και πιο συγκεκριμένα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Το βράδυ της ίδιας μέρας είδαν το φως της δημοσιότητας δύο νέες δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να επιβεβαιώσουν ένα -από πρώτη όψη- παράδοξο σκηνικό που διαδραματίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: η κυβερνητική παράταξη αντί να φθείρεται, όπως συνήθως συμβαίνει όσο απομακρυνόμαστε από τις εκλογές, ενισχύεται, ενώ ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, εδραιώνει μια όλο και πιο αδιαμφισβήτητη κυριαρχία.

Στον αντίποδα, στις συγκεκριμένες μετρήσεις, όπως και σε όλες τις προηγούμενες του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάμψη της εκλογικής δύναμης που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές, καθώς ένας στους τρεις που τον ψήφισε δηλώνει ότι δεν προτίθεται να το ξανακάνει. Ενώ και η απήχηση του αρχηγού του, Αλέξη Τσίπρα, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση με αποτέλεσμα όχι μόνον να αυξάνεται το προβάδισμα του βασικού του αντιπάλου, αλλά η επίδοσή του στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό να υπολείπεται ακόμη και έναντι του… «κανένα».

Για όποιον δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτή η εικόνα, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους ευρήματα των δημοσκοπήσεων για να βρει επεξηγηματικές απαντήσεις. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση και για την οποία οργανώθηκαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια, η πλειονότητα της κοινής γνώμης απαντά ότι διάκειται ευνοϊκά. Και αυτό δεν χωρά καμία αμφιβολία, διότι στο σύνολο των ερωτηθέντων θετική απάντηση έδωσε (σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis) το 64%, ενώ αρνητική μόνον το 31%.

Οι υπερασπιστές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης υπερτερούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και τέσσερις στους δέκα (39%) από όσους στις τελευταίες εκλογές έριξαν την ψήφο τους στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι υπέρ της κυβερνητικής πρωτοβουλίας τάσσεται το 84% όσων ψήφισαν ΚΙΝΑΛ, το 73% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και το 46% όσων δηλώνουν «κεντροαριστεροί». Με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει και πάλι πλειοψηφία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που χαράσσουν η ηγεσία και τα στελέχη του τα οποία συμμετείχαν στα συλλαλητήρια.

Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι βεβαίως το μόνο ζήτημα με το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πλειοψηφική βούληση της ελληνικής κοινωνίας του 2021. Από τη μίζερη και αντιφατική κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και την επίμονη προσπάθεια να κατασκευαστεί μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως οι χαρακτηρισμοί περί «Ψωροκώσταινας», μέχρι τη «νευρόσπαστη» αντιπολιτευτική τακτική, με την οποία επιχειρεί ματαίως να πείσει τους Έλληνες ότι ζουν υπό συνθήκες αστυνομικού κράτους, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούεται όχι με την κυβέρνηση αλλά με την πραγματικότητα.

Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρόλο που είναι περισσότερο από προφανές ότι έχει υποπέσει σε ουκ ολίγα λάθη και αστοχίες, δείχνει ισχυρή ανθεκτικότητα στη φθορά του χρόνου, αφενός διότι είναι έντονος ακόμη ο αρνητικός απόηχος της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και αφετέρου επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιπαραβάλει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να απαντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.

Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μη θέλει και να μη μπορεί να κατανοήσει τα προτάγματα του σήμερα. Γι΄ αυτό και όταν δεν βρίσκει βολικό άλλοθι στην αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, συμπεριφέρεται σαν τον βουκόλο της γνωστής λαϊκής ρήσης που αναρωτιόνταν για τα ζωντανά του: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».