Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασφαλιστικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ασφαλιστικό. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

«Θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…»


Ένα από τα ερωτήματα που συχνά τίθεται στον δημόσιο διάλογο είναι το κατά πόσο αποτελεί θεμιτή δημοσιογραφική πρακτική να γίνονται αντικείμενο κριτικής οι θέσεις, οι απόψεις και εν γένει η στάση της αντιπολίτευσης, όπως και οι συμπεριφορές των στελεχών της.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι τα δημοσιογραφικά βέλη πρέπει να εξακοντίζονται αποκλειστικά και μόνον εναντίον της κυβέρνησης, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι ο ρόλος και η αποστολή του Τύπου είναι να ασκεί κριτική στην εκάστοτε εξουσία.
Όσοι υιοθετούν τέτοιους ισχυρισμούς, ηθελημένα ή όχι, αγνοούν ότι στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται στις δημοκρατικές πολιτείες, η εξουσία δεν ασκείται μόνον από την κυβέρνηση. Μπορεί οι περισσότερες αποφάσεις να λαμβάνονται, τυπικώς τουλάχιστον, από τις κυβερνήσεις, η διαμόρφωση, όμως, του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτές κινούνται επηρεάζεται από πολύ περισσότερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία: όσες καλές προθέσεις και αν είχε η κυβέρνηση Σημίτη όταν το 2001 εισηγήθηκε το σχέδιο Γιαννίτση για τη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, από τη στιγμή που σύσσωμη η αντιπολίτευση στάθηκε στο πλευρό των συνδικαλιστών, το ναυάγιο ήταν σχεδόν αναπόφευκτο.
Οπωσδήποτε, η τότε κυβέρνηση βαρύνεται με την ευθύνη της οπισθοχώρησης την οποία έκανε μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους. Από την άλλη, όμως, και η τότε αντιπολίτευση επωμίζεται την ευθύνη της υιοθέτησης μαξιμαλιστικών θέσεων, όπως τα περίφημα «τρία δεν» του Κώστα Καραμανλή –«δεν θα αυξηθούν οι εισφορές, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, δεν θα αλλάξουν τα όρια ηλικίας»- τα οποία οδήγησαν τη χώρα χειροπόδαρα δεμένη στη κρίση του 2009.
Το ίδιο έργο, αλλά με ακόμη πιο σκληρές σκηνές, είδαμε να επαναλαμβάνεται και στα χρόνια του Μνημονίου που σχεδόν μοιραία ακολούθησαν. Μέχρι να έρθει η σειρά τους να υπογράψουν τα δικά τους –σκληρότερα το ένα από το άλλο- Μνημόνια, η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα είχαν πείσει την πλειονότητα των Ελλήνων ότι από ένα στιγμιαίο… ατύχημα είχαν μπει στη μέγγενη των θυσιών.
Με την απόσταση των χρόνων που μας χωρίζει πλέον από εκείνη την περίοδο της πολιτικής υστερίας, αντιλαμβάνεται, νομίζω, κάθε εχέφρων άνθρωπος ότι το τίμημα της κρίσης που πληρώσαμε θα ήταν ηπιότερο εφόσον, αντί για τρία Μνημόνια –ένα για κάθε βιαστικό που ήθελε να γίνει πρωθυπουργός-, οι πολιτικές δυνάμεις της εποχής είχαν συμβιβαστεί με την πραγματικότητα και είχαν υπογράψει όλοι μαζί ένα Μνημόνιο. Όπως, άλλωστε, συνέβη σε άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αντίστοιχα προβλήματα και βγήκαν από την κρίση νωρίτερα και με μικρότερες απώλειες.
Επανερχόμενος στο τώρα, θέλω να εξομολογηθώ ότι κάθε φορά που ψέγω την αξιωματική αντιπολίτευση για πράξεις ή παραλείψεις της ηγεσίας ή στελεχών της, εύχομαι να είναι η τελευταία αφορμή που μου δίνεται, ευελπιστώντας ότι την επόμενη φορά θα ικανοποιήσω την απαίτηση όσων –και φίλων μου!- πιστεύουν ότι ο βασικός στόχος της κριτικής πρέπει να είναι η κυβερνητική εξουσία.
Υπό αυτό το πρίσμα, σχεδίαζα τούτη τη φορά να προσπεράσω τη μίζερη κριτική του ΣΥΡΙΖΑ για τον υποτιθέμενο «Μεγάλο Αδελφό» στις σχολικές αίθουσες, την μικροπρεπή γκρίνια για τις μάσκες, τις βλακώδεις συγκρίσεις με τις επιπτώσεις της πανδημίας του κορωνοϊού στην Αλβανία, τις ανοίκειες επιθέσεις των κατευθυνόμενων τρολ κατά του Σωτήρη Τσιόδρα, τις αντικρουόμενες παραινέσεις προς την κυβέρνηση για χρήση ή μη του περιώνυμου δημοσιονομικού «μαξιλαριού» ή τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τον συνωστισμό που δεν ενοχλεί όταν γίνεται στις πλατείες που πέφτουν μολότοφ και σπάνε βιτρίνες αλλά είναι απαράδεκτο και επικίνδυνο ως προοπτική στα σχολεία ή στις εκκλησίες.
Αντ’ αυτών σκόπευα να ασχοληθώ με τη διαφαινόμενη δυστοκία της κυβέρνησης να εμφανίσει εγκαίρως ένα ολοκληρωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αναχαίτηση της ύφεσης με ενοποίηση των διάσπαρτων ανακοινώσεων για μέτρα ανακούφισης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων που δείχνουν να λαμβάνονται αποσπασματικά και υπό την πίεση των γεγονότων. Και –γιατί όχι;- συχνά και υπό την πίεση της αντιπολίτευσης.
Αλλά, όπως λέει και η γνωστή λαϊκή παροιμία, «θέλω ν’ αγιάσω κι οι διαβόλοι δε μ’ αφήνουν…». Διαβάζοντας την ανακοίνωση της Κουμουνδούρου μετά την αναγγελία για ανανέωση της θητείας του Γιάννη Στουρνάρα, θεώρησα ότι δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη το μισαλλόδοξο περιεχόμενο του κειμένου που υπογράφεται από την ηγεσία ενός κόμματος το οποίο υποτίθεται ότι ετοιμάζεται να πάρει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση… «προοδευτικού μετώπου».
Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, αντί να δείξει ελάχιστη μεταμέλεια και να ζητήσει συγνώμη για τις άθλιες παρακρατικές μεθοδεύσεις κατά του κεντρικού τραπεζίτη και της οικογενείας του που ακολουθήθηκαν στα χρόνια της ΣΥΡΙΖΑϊκής διακυβέρνησης, έχει το θράσος να απειλεί πως όταν και αν επανέλθει στην κυβερνητική εξουσία θα συνεχίσει τη βεντέτα με τον Γιάννη Στουρνάρα, αγνοώντας ότι την πρώτη φορά το μόνο που πέτυχε ήταν να διασύρει τη χώρα.
Αποτελεί μνημείο ιταμότητας το ύφος με το οποίο καταλήγει η… συγχαρητήρια δήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον διακεκριμένο οικονομολόγο που θα εκπροσωπεί τη χώρα μας τα επόμενα έξι χρόνια στον κορυφαίο θεσμό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας: «Αλλά έτσι όπως τα φέρνει η ζωή, θα ξανασυναντηθούμε αργά η γρήγορα, οπότε θα έχει και πάλι όλο τον χρόνο στη διάθεσή του να υπονομεύει την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση», είναι το έμπλεο… προοδευτικότητας μήνυμα της Κουμουνδούρου.
Πάτε στοίχημα ότι αν δεν την έγραψε ο Παύλος Πολάκης, ήταν το… προοδευτικό του πνεύμα που την υπαγόρευσε;

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

«Παύλος» ή «φαύλος»;



            Ο χειρισμός τον οποίο ακολούθησε η κυβέρνηση στο Εκκλησιαστικό ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς δεν απέχει από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται όλα τα θέματα: μικρά και μεγάλα.
Στην πραγματικότητα είδαμε να εκτυλίσσεται ένας χειρισμός σχεδόν πανομοιότυπος με πολλούς προηγούμενους: από την αλλαγή πλεύσης το ίδιο βράδυ που οι Έλληνες κλήθηκαν να ψηφίσουν «Όχι» στο πιο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα όλων των εποχών έως τη «περήφανη» 17ωρη διαπραγμάτευση που οδήγησε στο τρίτο και πλέον επώδυνο Μνημόνιο και από τη… σωτηρία των συντάξεων που επέφερε ο νόμος Κατρούγκαλου έως τη χορήγηση αναδρομικών και την προοπτική μείωσης των εισφορών που προβάλλονται τώρα ως φιλολαϊκές παροχές προς τους βαρύτατα φορολογούμενους Έλληνες πολίτες.
Στο Εκκλησιαστικό συμποσούνται όλα τα χαρακτηριστικά της φαυλότητας που συνθέτουν τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ: ιδεοληπτικού τύπου βερμπαλισμοί και μεγαλοστομίες αναντίστοιχες με το μέτρο των πραγμάτων, μικροκομματικοί υπολογισμοί με σταθερή επιδίωξη να προσποριστούν επικοινωνιακά οφέλη και να εκτεθεί η αντιπολίτευση, διαστροφή της πραγματικότητας και επινίκιες ιαχές ακόμη όταν το «Βατερλό» χάσκει μπροστά στα μάτια όλων.
Μην ξεχνάμε ότι στην προκειμένη περίπτωση όλα ξεκίνησαν με τον δήθεν μεγαλεπήβολο στόχο να υλοποιηθεί η παραδοσιακή θέση της Αριστεράς για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, θέση η οποία συχνά – πυκνά βρίσκει υποστήριξη και από μετριοπαθείς δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς. Η αφορμή ήταν, υποτίθεται, η αρξάμενη συνταγματική Αναθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας αναμενόταν η ανακίνηση των ζητημάτων που σχετίζονται με τη διευθέτηση των σχέσεων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εν γένει τους θρησκευτικούς λειτουργούς.
Ακολουθώντας, όμως, την πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία κάθε φορά που προετοιμάζει μια κωλοτούμπα καταφεύγει σε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα για να την καλύψει, όπως έκανε με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος για να αποπροσανατολίσει από την διάθεσή του να συμβιβαστεί, ο Αλέξης Τσίπρας κάλεσε στο πρωθυπουργικό γραφείο τον Αρχιεπίσκοπο για να ανακοινώσει μια «Ιστορική συμφωνία» που, όπως αποδείχθηκε, ούτε «ιστορική» ήταν, ούτε «συμφωνία».
Από την πρώτη στιγμή διαφάνηκε ότι εκείνο που ουσιαστικά ήθελε ο κ. Τσίπρας ήταν να δικαιολογήσει την απόφασή του να μην προχωρήσει ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος επειδή αυτό θα ήταν εκλογικά επώδυνο για τον ΣΥΡΙΖΑ που ψαρεύει πλέον σε κάθε είδους νερά. Για να το πετύχει, ωστόσο, χρειαζόταν έναν αντιπερισπασμό που θα έστρεφε αλλού το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και θα καταλάμβανε εξ απήνης την αντιπολίτευση.
Έτσι, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε μια μικροδιευθέτηση σχετικά με τον τρόπο πληρωμής των κληρικών οι οποίοι δεν θα εισέπρατταν πλέον τον μισθό τους απευθείας από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αλλά εφεξής το Δημόσιο θα έδινε ισόποση με τους μισθούς τους επιδότηση (άγνωστο σε ποιον…), επειδή δεν θα νοούνται πλέον δημόσιοι υπάλληλοι.
Παραδόξως η αντιπολίτευση -ή τουλάχιστον ένα μέρος της- παραπλανήθηκε. Ίσως γιατί δεν τους έχουν γίνει μαθήματα τα άπειρα παθήματα που τους επιφυλάσσει όλα αυτά τα χρόνια ο κ. Τσίπρας. Όπως όταν τους λοιδωρούσε ενώ έδιναν ψήφο στο δικό του Μνημόνιο. Ή όταν θέτει στο σκανδαλοθηρικό στόχαστρό του όποιο στέλεχος της αντιπολίτευσης μπαίνει εμπόδιο στα σχέδια του ίδιου και της παρέας του να πάρουν εκτός από την κυβέρνηση και όλες τις εξουσίες. 
Δυστυχώς, όμως, για την κυβέρνηση, δεν παραπλανήθηκαν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, δηλαδή η πλειονότητα των κατώτερων και ανώτερων κληρικών που αντέδρασαν εντόνως στους προεκλογικού χαρακτήρα κυβερνητικούς σχεδιασμούς τους οποίους –ηθελημένα ή αθέλητα- διευκόλυνε ο Αρχιεπίσκοπος αποδεχόμενος έστω και ως πρόθεση συμφωνίας τα 15 σημεία του κοινού ανακοινωθέντος της 6ης Νοεμβρίου που κατέτειναν ουσιαστικά σε ένα και μόνο σημείο:  στην «απελευθέρωση», σύμφωνα με την έκφραση του κυβερνητικού εκπροσώπου, θέσεων για νέους διορισμούς στο δημόσιο.
Ο κ. Ιερώνυμος, αν πιστέψουμε τις διαρροές από το αλληλοσπαρασσόμενο περιβάλλον του, δικαιολογήθηκε στους άλλους Ιεράρχες λέγοντας ότι αντιμετώπισε τον Αλέξη Τσίπρα σαν τον άπιστο και απηνή διώκτη των Χριστιανών Σαούλ ο οποίος ανένηψε όταν, στην πορεία από τα Ιεροσόλυμα προς τη Δαμασκό, τού εμφανίστηκε ο Ιησούς και, αφού ασπάστηκε τη νέα πίστη, έγινε, ως Απόστολος Παύλος, πλέον, διαπρύσιος κήρυκας της.
Παρά, εξάλλου, την ευχέρεια των ελιγμών που αναμφισβήτητα διαθέτει ο κ. Τσίπρας, ο ρόλος του «θαυματοποιού» που υποδύθηκε δεν του βγήκε. Όπως δεν του βγαίνουν οι περισσότερες πρωτοβουλίες τώρα που βρίσκεται σε πορεία εξόδου. Τον πρόδωσε και η υπερβολική σπουδή με την οποία έσπευσε να εκμεταλλευθεί την κατ΄ αρχήν αρχιεπισκοπική ευλογία, όπως και την ήπια στάση που τήρησε αρχικά η αξιωματική αντιπολίτευση.
Το… ψευτοθαύμα της υποσχόμενης πρόσληψης 10.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων στη θέση των ιερέων οι οποίοι θα εξακολουθούσαν να πληρώνονται μεν από το δημόσιο ταμείο, αλλά με μια μη αποσαφηνισμένη μέθοδο, αποκαλύφθηκε. Και μαζί αποκαλύφθηκε ότι ο κ. Τσίπρας δεν έγινε -και ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ του- ο… νέος Απόστολος Παύλος.
Στο τέλος – τέλος όταν ξεκινάς με υψιπετείς διακηρύξεις ότι δήθεν θέλεις να χωρίσεις την Εκκλησία από το Κράτος και, αντ΄ αυτού, καταλήγεις σε μεγαλύτερη σύσφιξη, με την διαιώνιση, αφενός, της πληρωμής των μισθών των ιερωμένων από τον δημόσιο κορβανά και, αφετέρου, με ενεργοποίηση της κοινής εταιρίας για αξιοποίηση της αμφισβητούμενης περιουσίας, δεν μεταμορφώνεσαι σε… Παύλο.
Το μόνο που αποδεικνύεις, έτσι, είναι πόσο φαύλος πολιτικός είσαι, αφού το ενδιαφέρον σου και οι πολιτικές που ασκείς περιορίζονται στον στενό ρουσφετολογικό ορίζοντα της επερχόμενης κάλπης.

Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

«Σκοτώστε τους αγγελιαφόρους!»

          Ίσως να μην εξέπληξαν πολλούς οι ειρωνείες που επιστράτευσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος για να αποφύγει να δώσει ουσιαστική απάντηση στο τεράστιο ζήτημα με τον πολλαπλασιασμό των σταθμών διοδίων στην Εγνατία Οδό και την εκτίναξη του κόστους διέλευσης των αυτοκινήτων από τον τόσο σημαντικό για όλο το βορειοελλαδικό χώρο οδικό αυτό άξονα.
Και δεν εξέπληξαν μάλλον επειδή φαίνεται να έχουν γίνει ρουτίνα τα συνεχή κρούσματα της καθεστωτικής νοοτροπίας από την οποία διακατέχονται οι άνθρωποι που –με βασικότερο μοχλό τα μέσα ενημέρωσης- αναρριχήθηκαν στην εξουσία εξαπατώντας τους πάντες και ελπίζουν ότι θα μακροημερεύσουν στις καρέκλες τους καθυποτάσσοντας την ενημέρωση και λοιδορώντας τους λειτουργούς της.

Η δυσανεξία που επιδεικνύουν όχι μόνον όταν τους ασκείται κριτική, αλλά ακόμη και όταν τους υποβάλλονται απλά και αυτονόητα ερωτήματα που απασχολούν τους πολίτες, κάνει το αλήστου μνήμης «δεν δικαιούστε δια να ομιλείτε» του μακαρίτη Μένιου Κουτσόγιωργα να ωχριά μπροστά στη θρασύτητα νεόκοπων πολιτικάντηδων που εκείνο για το οποίο μπορούν να επαίρονται είναι η… επί διετία διαμονή τους σε λαϊκά προάστια.

Οι γκεμπελικού τύπου σκόπιμα απαξιωτικοί ισχυρισμοί του τύπου «θυμάμαι ότι πολλές φορές είχατε δείξει αντίστοιχη ευαισθησία…» αποτελεί τον κανόνα με τον οποίο έχουν επιλέξει να πολιτεύονται οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Οι ανοίκειες αναρτήσεις και οι άναρθρες κραυγές του Πολάκη και των ομοίων του για τα «βοθροκάναλα», δυστυχώς, δεν συνιστούν εξαίρεση. Αντιθέτως κάθε μέρα που περνά πείθονται και οι πλέον άπιστοι ότι ήταν οι τροχιοδεικτικές βολές που προοιωνίζονταν τον πόλεμο με όλα τα μέσα που έχει αποφασιστεί από την κορυφή της κυβερνητικής πυραμίδας.

Τον πολεμικό τόνο, άλλωστε, τον δίνει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας που δεν χάνει ευκαιρία να αντιδικεί με τα μέσα ενημέρωσης και να στοχοποιεί ό,τιδήποτε δεν του είναι αρεστό και οποιονδήποτε δεν υποτάσσεται στην εξουσία του. Δεν αρκείται, μάλιστα, ο κ. Τσίπρας στα υβριστικά non paper που εκδίδονται –με την προφανή επίνευσή του, αν όχι και την υπαγόρευσή του- αλλά αναβαθμίζει την επιθετικότητά του και με προσωπικές δηλώσεις.

«Μόνο μεμψιμοιρία, χαιρεκακία και εμφανής στοίχιση ορισμένων κυριακάτικων πρωτοσέλιδων τίτλων με τις πιο ακραίες φωνές των δανειστών, σε σχέση με το χρέος», διαπίστωσε προ ημερών ο πρωθυπουργός της χώρας. Και εξέδωσε γραπτή προσωπική δήλωση με αυτές τις διατυπώσεις επιχειρώντας να ασκήσει πίεση στα μέσα ενημέρωσης ώστε να αποσιωπηθεί το ομολογημένο ναυάγιο της ανερμάτιστης διαπραγμάτευσης που κάνει δύο χρόνια τώρα με τους πιστωτές και, αντ΄ αυτού, να προβληθεί το υποτιθέμενο success story του αναιμικού 0,4% της ανάπτυξης που έδειξαν τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Η συνεχής ενασχόληση των κυβερνητικών αξιωματούχων με τον συστηματικά αρνητικό σχολιασμό του τρόπου με τον οποίο επιλέγουν να παρουσιάσουν κάθε φορά την επικαιρότητα τα μέσα ενημέρωσης είναι ίσως το μικρότερο κακό με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι όσοι απασχολούνται σε αυτά. Άλλωστε, μια ματιά στις κυκλοφορίες των εντύπων, στην ακροαματικότητα των ραδιοσταθμών, στην τηλεθέαση των καναλιών και στην επισκεψιμότητα των διαδικτυακών μέσων καταδεικνύει ότι οι πολίτες –όπως κάνουν διαχρονικά, έτσι και τώρα- επιβραβεύουν όσους σέβονται τους αναγνώστες, τους ακροατές ή τους θεατές τους και αποστρέφονται όσους επιδίδονται αποκλειστικά στη λιβανιστική προπαγάνδα.
Το χειρότερο όλων είναι η εκδικητικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται από τους κυβερνώντες όλοι όσοι εργάζονται στα μέσα ενημέρωσης. Δεν εξηγείται αλλιώς ο αργός θάνατος στον οποίο έχει καταδικαστεί το Ταμείο Περίθαλψης και Επικουρικής Ασφάλισης των εργαζομένων στα μέσα ενημέρωσης. Μόνον τυχαίο δεν μπορεί να είναι το γεγονός ότι έναν ολόκληρο χρόνο μετά την κατακρεούργηση όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης από τον περιώνυμο «νόμο Κατρούγκαλου», ο ΕΔΟΕΑΠ, όπως αποκαλείται ο φορέας της υγειονομικής περίθαλψης των εργαζομένων στα ΜΜΕ, βρίσκεται υπό καθεστώς απόλυτης οικονομικής ασφυξίας. Καταργήθηκαν οι πόροι που είχε τις τελευταίες δεκαετίες (από το λεγόμενο «αγγελιόσημο») χωρίς, όμως, να αντικατασταθούν από ο,τιδήποτε άλλο (π.χ. αναδιάρθρωση των εισφορών ασφαλισμένων και συνταξιούχων).
Ο ΕΔΟΕΑΠ είναι ο πρώτος -και ο μόνος προσώρας- ασφαλιστικός φορέας που εδώ και μερικές εβδομάδες έχει συντονισμένα οδηγηθεί σε στάση πληρωμών, αφού αδυνατεί να πληρώσει το προσωπικό του, να καλύψει τις παροχές προς τους ασφαλισμένους του και να καταβάλει τις επικουρικές συντάξεις προς τους συνταξιούχους. Το τι μέλλει γενέσθαι εφεξής ουδείς γνωρίζει. Και πάντως κανείς από την κυβέρνηση δεν δείχνει να ενδιαφέρεται τι θα γίνει με τους χιλιάδες ανθρώπους –εργαζόμενους, ανέργους και συνταξιούχους- που μένουν χωρίς περίθαλψη.
Το πιθανότερο, μάλιστα, είναι ότι το όποιο κυβερνητικό «ενδιαφέρον» εξαντλείται στην επίδειξη πυγμής έναντι μιας υποτιθέμενης «κάστας ισχυρών», όπως εμφανίζονται να είναι οι άνθρωποι της ενημέρωσης, που πρέπει να τιμωρηθούν για να ικανοποιηθούν τα ένστικτα των μαζών που έχουν εκπαιδευθεί να μισούν –τον γείτονα και την… κατσίκα του- καθώς και να αντλούν ικανοποίηση από την ισοπέδωση των πάντων.

Με αυτές και με πολλές άλλες μεθοδεύσεις, όπως η εμμονή στον περιορισμό των τηλεοπτικών αδειών, ή η σκανδαλώδης εύνοια στους φίλιους επιχειρηματίες που εμπλέκονται στα μέσα ενημέρωσης και το κυνήγι όλων των υπολοίπων, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει επενδύσει στο «σκοτώστε τους αγγελιαφόρους». Θεωρούν ότι η καθυπόταξη των μέσων ενημέρωσης σε βαθμό που να αναμεταδίδουν μόνον τα προπαγανδιστικά non paper μπορεί να διασώσει την καταρρέουσα εξουσία τους. Υποτιμούν τους πολίτες, κρίνοντας ίσως από την ευκολία με την οποία τους εμπιστεύτηκαν παρά τις τερατώδεις υποσχέσεις που είχαν δώσει.
Ας μην τρέφουν, όμως, άλλες αυταπάτες. Και ας μην ματαιοπονούν. Δεν θα τα καταφέρουν. Όπως δεν τα κατάφεραν τόσες και τόσες αυταρχικές εξουσίες πριν από αυτούς. Όσους αγγελιαφόρους και αν στοχεύσουν, οι ειδήσεις, οι πληροφορίες και η ενημέρωση δεν θα σταματήσουν ποτέ να «τρέχουν». Και, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει, στο διάβα τους παρασέρνουν τους κάθε λογής αυταρχικούς και ανιστόρητους πολιτικάντηδες και σαρώνουν τις πρόσκαιρες εξουσίες του που –κακώς, κάκιστα- θεωρούν πως είναι αιώνιες.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Όποιος… ουρεί στη θάλασσα, δεν τον σώζει ούτε ο Ομπάμα



            Ο κρυφός άσσος, τον οποίο –εκτός από τα χρήματα που υποτίθεται ότι μόλις είχε εξασφαλίσει από τις τηλεοπτικές άδειες-  κρατούσε στο μανίκι του ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και τον έβγαλε αιφνιδιαστικά στη διάρκεια της ομιλίας που εκφώνησε στις αρχές Σεπτεμβρίου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, ήταν η εξαγγελία για πάγωμα των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ελευθέρων επαγγελματιών προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
            «Θέλω να κλείσω σήμερα με μια πολιτική δέσμευση», ήταν η ακριβής φράση που χρησιμοποίησε στην ομιλία του προς τους παραγωγικούς φορείς και η συνολική αποστροφή του αξίζει μάλλον να μεταφερθεί αυτούσια: «Μια δέσμευση που θα δώσει ανάσα σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρούς και μεσαίους ελεύθερους επαγγελματίες που στενάζουν κάτω από το βάρος των χρεών», είπε. Και αφού εξήγησε ότι αναφέρεται σε «ικανοποίηση ενός πάγιου αιτήματος του συγκεκριμένου κλάδου», έκανε πιο «λιανή» την εξαγγελία που είχε κρατήσει ως τότε επτασφράγιστο μυστικό, με στόχο –τι άλλο;- να κερδίσει τις εντυπώσεις. Αδιαφορώντας πιθανότατα για το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη αίθουσα ακουγόταν ακόμη ο αχός από το περιλάλητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» που είχε ανακοινώσει δύο χρόνια πριν.
            «Οι ασφαλιστικές οφειλές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολούμενων στον ΟΑΕΕ και στο ΕΤΑΑ που καθίστανται ληξιπρόθεσμες ως και τις 31.12.2016, παγώνουν, χωρίς βεβαίως να διαγραφούν, ώστε να μπορεί κανείς να είναι ασφαλιστικά ενήμερος εάν είναι συνεπής στις τρέχουσες οφειλές του», είπε. Ενώ διευκρίνισε ότι αυτό θα γίνει «διότι από 1.1.2017 οι ασφαλιστικές εισφορές δεν προκύπτουν αυθαίρετα αλλά συνδέονται με την πραγματική οικονομική δυνατότητα του ασφαλισμένου».
            «Πρόκειται για ένα μέτρο πραγματική ανάσα για εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες αλλά και για τη βιωσιμότητα του νέου δημόσιου συστήματος κοινωνικής ασφάλισης», επέμεινε ο Αλέξης Τσίπρας με τον γνωστό βερμπαλιστικό λόγο που κάποτε κατέπλησσε τα πλήθη, αλλά πλέον ελάχιστοι είναι εκείνοι που δίνουν σημασία στα λεγόμενα είτε του ίδιου είτε των συνεργατών του με τα οποία φιλοτεχνούν μια πραγματικότητα  την οποία μόνον οι ίδιοι αντιλαμβάνονται.
Γι΄ αυτό και μάλλον θα πρέπει να βίωσε μια μικρή ψυχρολουσία ο δημοσιογράφος που πήρε τοις μετρητοίς την πρωθυπουργική εξαγγελία –«πολιτική δέσμευση», όπως του θύμισε ότι την είχε χαρακτηρίσει- όταν την επόμενη ημέρα, στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου, υπέβαλλε το μάλλον αυτονόητο ερώτημα «αν έχετε υπολογίσει σε ποιο ύψος ανέρχονται οι οφειλές αυτές και ποια η επίπτωση στα δύο αυτά ταμεία από το πάγωμά τους».
Η απάντηση που έλαβε από τον κ. Τσίπρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και μνημειώδης: «Δεν είμαι πρόχειρος τώρα να σας πω μεγέθη, θα σας απαντήσω όμως ότι αφορά το σύνολο των ασφαλισμένων στα συγκεκριμένα ταμεία και βεβαίως είναι κάτι το οποίο πιστεύουμε ότι θα δώσει μια σημαντική ενίσχυση σε μια πολύ φιλόδοξη μεταρρύθμιση για τη στήριξη του ασφαλιστικού συστήματος στη χώρα μας, για τη στήριξη της κοινωνικής ασφάλισης» ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε. Και τα οποία παρατίθενται αυτολεξεί για να αντιληφθεί ο καθένας τη σοβαρότητα με την οποία αναλαμβάνονται οι πολιτικές «δεσμεύσεις» από την πολιτική τάξη της χώρας και ειδικότερα από τους νυν κυβερνώντες.
Δεν προκαλεί, νομίζω, εντύπωση ότι η «δέσμευση» – «ανάσα», όπως την ήθελε ο κ. Τσίπρας, αποδείχθηκε ως ένα ακόμη ψέμα που προστέθηκε στη μεγάλη αλυσίδα των προηγούμενων διαψεύσεων. Οι συνέπειες, ωστόσο, από τη συγκεκριμένη αστόχαστη υπόσχεση που ελαφρά τη καρδία έδωσε ο πρωθυπουργός είναι ήδη συντριπτικές. Και αποτυπώνονται στην κατάρρευση των εισπράξεων που έχουν τα Ταμεία από τις ασφαλιστικές εισφορές, καθώς ακόμη περισσότεροι χειμαζόμενοι ελευθεροεπαγγελματίες, που άκουσαν την πρωθυπουργική ανακοίνωση, δεν περίμεναν να νομοθετηθεί και έσπευσαν να «παγώσουν» από μόνοι τους τις καταβολές. Με αποτέλεσμα, φυσικά, να ξεμείνουν τα Ταμεία από χρήματα και να απαιτείται να σπάνε ο ένας μετά τον άλλο οι «κουμπαράδες» με τα αποθεματικά των μελλοντικών γενεών για να πληρωθούν οι πετσοκομμένες από τον Κατρούγκαλο συντάξεις.
Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια ακόμη από τι πάμπολλες ατάκτως ερριμμένες εξαγγελίες της σημερινής κυβέρνησης. Που γίνονται προς άγραν πρόσκαιρων εντυπώσεων και μόνον. Χωρίς καμία κοστολόγηση. Και κυρίως χωρίς την παραμικρή μελέτη των επιπτώσεων που έχουν. Υπό αυτό το πρίσμα, μάλιστα, αν είναι μια φορά ασυγχώρητες οι υποσχέσεις που δίνονταν τις προηγούμενες δεκαετίες από τις «παραδοσιακές» πολιτικές δυνάμεις στις προεκλογικές περιόδους, είναι πολύ περισσότερο καταδικαστέα όσα ζούμε με τα κραυγαλέα μετεκλογικά ψέματα στα οποία καταφεύγουν οι τωρινοί κυβερνώντες. Διότι, μπορεί αρκετοί άλλοι από τους προηγούμενους –ίσως και όλοι, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος- να μπήκαν στον πειρασμό και να έδωσαν μικρότερες ή μεγαλύτερες υποσχέσεις που αποδείχθηκαν ανεκπλήρωτες. Το φαινόμενο, ωστόσο, των μετεκλογικών εξαπατήσεων που παρουσιάζεται αυτή την περίοδο δεν πρέπει να έχει το προηγούμενό του όχι μόνον στην εγχώρια, αλλά ίσως και στην παγκόσμια, πολιτική ιστορία.
Το δε εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι δεν διδάσκονται από τα  λάθη τους. Και δεν αντιλαμβάνονται ότι, σχεδόν πάντα, το ψέμα έχει τελικά κοντά ποδάρια. Παρά το βαρύ τίμημα που πληρώνουν ήδη, με τη δημοσκοπική κατρακύλα στην οποία έχουν οδηγηθεί, τα στελέχη της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ επιμένουν απτόητα στο ίδιο μοτίβο της εξαπάτησης. Αδυνατούν να αναγνωρίζουν τις αυτοκαταστροφικές συνέπειες των πράξεων τους, Συνέπειες που συνοψίζεται με ενάργεια στη λαϊκή παροιμία, σύμφωνα με την οποία «όταν ουρείς στη θάλασσα, θα το βρεις στο αλάτι».
Γι΄ αυτό και δεν αναγνωρίζουν τις συνέπειες που θα έχει η διαφαινόμενη κατάρρευση του Ασφαλιστικού που κρύβεται κάτω από το χαλί της καθυστέρησης στην απονομή συντάξεων σε εργαζομένους που βγαίνουν από την αγορά. Κατάρρευση που κινδυνεύει να μετατραπεί σε «ντόμινο» για όλο το οικονομικό πρόγραμμα. Και που, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις, μάλλον δεν σώζεται η παρτίδα ακόμη και αν ο (απερχόμενος, πλέον) Πρόεδρος Ομπάμα πάρει μαζί του στην πτήση του AirForce One προς την Αθήνα, εκτός από τους επενδυτές, τους οποίους περιμένει το Μέγαρο Μαξίμου, και όλο το ποσό που απαιτείται για να ελαφρύνουμε τις δανειακές μας υποχρεώσεις απέναντι στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.     
Υ.Γ.: Προφανώς και ο τίτλος, όπως και η επιχειρηματολογία του κειμένου ταιριάζουν γάντι με την τροπή που πήρε η υπόθεση με τις αδειοδοτήσεις των καναλιών. Αλλά αυτά τα έχουμε πει και θα τα ξαναπούμε με άλλες αφορμές.

Τετάρτη 11 Μαΐου 2016

Ας ετοιμαζόμαστε για... πολυήμερους σημαιοστολισμούς



Αν με την αμφιλεγόμενη προσυμφωνία του Eurogroup της περασμένης Δευτέρας είχαμε τόσες τελετές και πανηγύρεις, όπως η νύκτωρ επίσκεψη της πρωθυπουργικής κουστωδίας στο Προεδρικό Μέγαρο ή η σύγκληση, την επομένη, του… ξεχασμένου Υπουργικού Συμβουλίου, ευλόγως αναρωτιέται κανείς τι θα συνέβαινε στην περίπτωση που είχαμε, όντως, βγει από το Μνημόνιο και είχε, πράγματι, «κουρευτεί» το χρέος. 
Με τη φόρα, πάντως, που έχουν πάρει οι κυβερνώντες, δεν αποκλείεται στις 24 Μαΐου, που μέλλει να ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις να κηρυχθεί πολυήμερος υποχρεωτικός σημαιοστολισμός. Και μην απορήσετε αν, κατά το πρότυπο του ηγέτη της Βόρειας Κορέας, Κιμ Γιονγκ Ουν, κληθούμε να… αποθεώσουμε τον ηγέτη που θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι άφησε πίσω του «αυταπάτες» –δικές του, άραγε, ή όσων τον πίστεψαν;- όπως εκείνη η αμίμητη ότι έπρεπε να αρνούμαστε τις δόσεις από τα δανεικά και πως, αν το κάναμε, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν»!
Ο ίδιος άνθρωπος στη συνεδρίαση του Υπουργικού του Συμβουλίου, χωρίς αιδώ, απευθυνόμενος στους υπουργούς του, αλλά ουσιαστικά στους πολίτες, δεν είχε καμία δυσκολία να εκθειάζει, πλέον, την τεράστια σημασία των νέων δανεικών τα οποία θα πάρουμε μετά την επίτευξη της οριστικής συμφωνίας. «Ανοίγει έτσι τώρα ο δρόμος για την εκταμίευση μιας μεγάλης δόσης, η οποία θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία», ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε ο Αλέξης Τσίπρας στη συνεδρίαση της Τρίτης.
«Ένα σημαντικό τμήμα της θα χρησιμοποιηθεί για την εξυπηρέτηση ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του Δημοσίου», πρόσθεσε αναιρώντας όλη τη ρητορική που τον έφερε στην πρωθυπουργική καρέκλα. «Και έτσι θα κλείσει άλλο ένα κεφάλαιο στην προσπάθειά μας για την επιστροφή της χώρας σε αναπτυξιακή τροχιά», συμπλήρωνε διαβάζοντας από ένα κείμενο το οποίο, αν δεν διανθιζόταν από τις γνωστές ανοίκειες επιθέσεις κατά της αντιπολίτευσης, σε άφηνε με την εντύπωση ότι είχε γραφεί από τον… Χρύσανθο Λαζαρίδη ή κάποιον άλλον από τους λογογράφους του Αντώνη Σαμαρά.
Με απαρχή την ομιλία του κ. Τσίπρα το βράδυ της Κυριακής στη συζήτηση επί του Ασφαλιστικού – Φορολογικού νομοσχεδίου, που σημαδεύτηκε από την αποστροφή με την οποία παραδέχθηκε τις «αυταπάτες» του, ορισμένοι υποστήριξαν ότι «ξεκίνησε μια καινούργια εποχή». Η εποχή, όπως είπαν, της ολοσχερούς μεταστροφής του πρωθυπουργού και αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος για πρώτη φορά χρησιμοποίησε στους λόγους του κάποιες εκφράσεις που τον έδειχναν να παίρνει διαζύγιο από το παρελθόν του.
Ωστόσο, οι όρκοι (δήθεν;) πίστης στις μεταρρυθμίσεις, τους οποίους έδωσε, οι κοινοτυπίες του τύπου «η λύση προοπτικής είναι να παράξουμε πλούτο και να ξανακερδίσουμε το ΑΕΠ» που εκστόμισε, καθώς και οι αναφορές του στην ανάγκη για προσέλκυση επενδύσεων, μπορεί να μην είχαν ακουστεί άλλη φορά τόσο συμπυκνωμένα από τα χείλη του, πλην, όμως, απέχουν πολύ από το να πείσουν ότι ο ίδιος και οι συνεργάτες του απαλλάχθηκαν από τις αυταπάτες και κυρίως από τη μανία τους να λένε ψέματα.
  Θα μπορούσα να σταθώ μόνον και μόνον στα λεγόμενα του, κατά δήλωσή του, «κομμουνιστή» και, συνάμα, «ταξικού αποστάτη» Γ. Κατρούγκαλου, για να καταδείξω ότι έχουμε να κάνουμε με αδίστακτους και αμετανόητους οπορτουνιστές. Μέσα στα πολλά ψέματα που αράδιασε ο υπουργός Εργασίας, υπερασπιζόμενος το νομοσχέδιο που εισηγήθηκε στη Βουλή, σε μια αποστροφή της καταληκτικής ομιλίας του και θέλοντας να δείξει ότι, τάχατες, δεν νομοθέτησε κατ΄ επιταγήν των εταίρων και δανειστών, είπε επί λέξει τα εξής: «Η ουσία όμως είναι ότι επιχειρούμε μια μείζονα αλλαγή, αντίθετη με τις γενικές τάσεις που υπάρχουν στην Ευρώπη».
«Είμαστε αυτή τη στιγμή φορείς μιας διαφορετικής προοπτικής συνολικά για την Ευρώπη, όπου έχουμε αναγκάσει και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία να τοποθετηθεί», ισχυρίστηκε σε άλλο της ομιλίας του, ομολογώντας ότι η (ισοπεδωτική) αντίληψη που διαπνέει το νομοθέτημά του βρίσκει απέναντι του όχι μόνον τις αντιλήψεις που επικρατούν στην Ελλάδα, αλλά «βρισκόμαστε και απέναντι στην Ευρώπη».
«Δικηγορίστικες», αν όχι και «δικολαβικές», πομφόλυγες από έναν άνθρωπο που δεν είχε πρόβλημα να βγάζει πύρινους λόγους στην Πλατεία των «Αγανακτισμένων» για να ψαρέψει «πελάτες» για το δικηγορικό του γραφείο και για την πολιτική καριέρα που προετοίμαζε, θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς όλα τούτα. Ακόμη και έτσι, όμως, δείχνουν με ποιους έχουμε να κάνουμε. Και, επίσης, πόσο αλλοπρόσαλλα είναι αυτά που λένε και αυτά που κάνουν. 
Την ίδια ώρα, για παράδειγμα, που κατακρεουργούν τις συντάξεις, δε διστάζουν να ισχυρίζονται ότι «αποφύγαμε τις περικοπές», προσθέτοντας «των «κύριων», κάτι που επίσης είναι αίσχιστο ψεύδος, καθώς μπαίνει νέο χαμηλότερο πλαφόν στο άθροισμα με τις επικουρικές. Ενώ ανοίγουν διάπλατα τον δρόμο για να πωληθούν ενήμερα και μη δάνεια, διακηρύσσουν ψευδώς ότι «προστατεύεται η πρώτη κατοικία».
Και, επιπλέον, πανηγυρίζουν γενικώς για το χρέος, χωρίς τίποτε το χειροπιαστό και πάντως έχοντας αποδεχθεί το τέλος της αυταπάτης για «κούρεμα» που θα αποφασιζόταν σε διεθνή διάσκεψη την οποία θα προκαλούσε ο κ. Τσίπρας. Που κάποτε θα άλλαζε την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Όπως, καλή ώρα, κάνει τώρα ο υπουργός… Κατρούγελως με το, καθ΄ ομολογία του, πανευρωπαϊκά πρωτότυπο νομοσχέδιο για την κοινωνική ασφάλιση που πέρασε από τη Βουλή.
Αυταπάτες, λοιπόν; Ή, μήπως, σκέτες απάτες; Μάλλον το δεύτερο που, κατά τα φαινόμενα, θα αποδειχθεί καλύτερα όσο θα πλησιάζει η 24η Μαΐου. Και ίσως ακόμη καλύτερα όταν θα μπουν σε εφαρμογή τα όσα ψηφίστηκαν το περασμένο Σαββατοκύριακο. Και εκείνα που θα ακολουθήσουν με βάση τα συμφωνηθέντα της Δευτέρας. Πώς το είχε πει, άλλωστε, ο Β. Σόιμπλε τον Ιανουάριο στο Νταβός όταν βρέθηκε απέναντι στον Έλληνα πρωθυπουργό; «Είναι η εφαρμογή ηλίθιε!» («It's the implementantion, stupid!»).