Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρουφάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρουφάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Όταν ο αρχηγός φαντασιώνεται τανκς να μπαίνουν στη Βουλή

Το τελευταίο διάστημα η πολιτική αντιπαράθεση στη χώρα μας έχει ξεστρατίσει για τα καλά. Είναι αλήθεια ότι η επέλαση της πανδημίας έχει εκ των πραγμάτων περιορίσει σημαντικά την πολιτική ύλη επί της οποίας τα κόμματα μπορούν να αντιπαρατίθενται.

Πόσες… κοκορομαχίες, για παράδειγμα, μπορεί να στηθούν για αν είναι ανάγκη να τηρούνται πρακτικά στην Επιτροπή Λοιμωξιολόγων; Και πόσους τηλεκαβγάδες μπορούν να αντέξουν οι άμοιροι τηλεθεατές για το αν τα κρούσματα του κορωνοϊού στη χώρα μας είναι πολύ περισσότερα από άλλες χώρες αν δούμε τον ρυθμό αύξησης τους ή πολύ λιγότερα αν εξετάσουμε τον απόλυτο αριθμό τους;

Είναι προφανές ότι, με τέτοιου επιπέδου… διακυβεύματα, το αντιπολιτευτικό «ψωμί» δεν βγαίνει εύκολα. Πολύ περισσότερο που στο οικονομικό πεδίο είναι πλέον κοινός τόπος ότι ο (κεϊνσιανού τύπου) κρατικός παρεμβατισμός αποτελεί μονόδρομο για να παραμείνουν σε λειτουργία οι μηχανές της οικονομίας και να μη βουλιάξουν στη φτώχεια δισεκατομμύρια άνθρωποι σε ολόκληρο τον πλανήτη. Ποιος θα περίμενε άλλοτε ότι μια κεντροδεξιά κυβέρνηση -με αναπληρωτή υπουργό τον Θεόδωρο Σκυλακάκη…- θα μοίραζε επιδόματα σε εργαζόμενους που δεν πάνε στη δουλειά τους;

Με αυτά, λοιπόν, και με πολλά άλλα, παρακολουθούμε, όλο και πιο συχνά τελευταία, τη (δια)μάχη των ιδεών, που αποτελεί την πεμπτουσία της πολιτικής αντιπαράθεσης, να δίνει τη θέση της στη λεγόμενη «δίκη προθέσεων». Τα στελέχη των κομμάτων δεν αντιπαρατίθενται επισημαίνοντας λάθη, ανακολουθίες, αντιφάσεις ή καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων. Αντιπαρατίθενται επιχειρώντας ο ένας να αποδώσει στον άλλο ανομολόγητες προθέσεις οι οποίες μερικές φορές βρίσκουν έρεισμα σε απλά γλωσσικά ατοπήματα, ενώ άλλες κατασκευάζονται εκ του μηδενός.

Τα όσα είπε την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις αυτού του πολύ παράδοξου τρόπου πολιτικής αντιπαράθεσης, ο οποίος δεν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα αλλά αναζητεί ερείσματα σε μια εικονική πραγματικότητα. Εδώ και λίγο καιρό ο επικεφαλής του ΜέΡΑ 25 προσπαθεί να συνθέσει ένα δικό του «αφήγημα», σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση επιδιώκει να… «διαβρώσει το κοινοβουλευτικό πολίτευμα».

Δεν χάνει δε ευκαιρία να το λανσάρει ακόμη και όταν δεν υπάρχει καμία αφορμή γι΄ αυτό. Το έκανε πριν λίγες μέρες στην επέτειο Πολυτεχνείου, αλλά παρότι δεν του βγήκε, αφού η επιθυμία του να συλληφθούν ο ίδιος και οι βουλευτές του έμεινε ανεκπλήρωτη. Και έκτοτε το συνεχίζει απτόητος.

Το περασμένο Σάββατο, που ήταν η μέρα των Ενόπλων Δυνάμεων, στην πρόσοψη της Βουλής προβλήθηκε ένα επετειακό βίντεο τεσσάρων λεπτών που παρουσίαζε τις μάχες των Ελλήνων ανά τους αιώνες. Στην απευθείας μετάδοση πρέπει να το είδαν ελάχιστοι, αφού, λόγω του lockdown, η πιθανότητα να κυκλοφορούσαν εκείνη την ώρα άνθρωποι στο Σύνταγμα είναι μηδαμινή. Το είδαν, όμως, πάρα πολλοί από το Διαδίκτυο, είτε μέσω της ιστοσελίδας του ΓΓΕΘΑ που είναι ανηρτημένο είτε μέσω του ΥοuTube.

Είναι, ωστόσο, βέβαιο ότι μεταξύ εκείνων που είδαν το βίντεο δεν ήταν σίγουρα ο κ. Βαρουφάκης. Παρά ταύτα, ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25 ανέβηκε στο βήμα της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να πει: «Πρόσφατα, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, θα μου επιτρέψετε να το πω όσο πιο ελαφρά τη καρδία μπορώ, είδαμε και αυτό το θέαμα με την προβολή ενός τανκ στο κτήριο της Βουλής».

Και με όλη τη… σοβαρότητα που τον διακρίνει, δεν δίστασε να προβεί στην ακόλουθη καταγγελία: «Είναι μία μεταμοντέρνα έκδοση αυτής της ΥΕΝΕΔοποίησης της Ελλάδας. Ντροπή μας. Το τανκ στον Έβρο, αν θέλετε, να το δω σαν σύμβολο της εθνικής ασφάλειας και της ελευθερίας. Το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος προβεβλημένο πάνω στην πρόσοψη της Βουλής είναι μια ντροπή για τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό»!

Αν είχε παρακολουθήσει το επίμαχο βίντεο, ο κ. Βαρουφάκης πιθανότατα δεν θα έλεγε όσα είπε. Για τον απλούστατο λόγο ότι στο βίντεο υπήρχαν όλων των ειδών τα οπλικά συστήματα της στεριάς, της θάλασσας και του αέρα: από το υγρό πυρ του Βυζαντίου έως τους εμπροσθογεμείς σισανέδες της Οθωμανικής περιόδου και από τις τριήρεις της αρχαιότητας έως τις μεταπολεμικές «Ντακότες». Δεν εμφανιζόταν, όμως, πουθενά τανκς. Ούτε ένα. Ούτε για δείγμα…

Ο αρχηγός του ΜέΡΑ 25, ο οποίος μάλλον φαντασιώθηκε «το τανκ στην Πλατεία Συντάγματος» δεν είναι, πάντως, ο πρώτος που εφαρμόζει το δόγμα το οποίο αποπνέει η ρήση σύμφωνα με την οποία «όταν διαφωνεί μαζί μας η πραγματικότητα, αλίμονο στην πραγματικότητα».

Από τον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη που τον αποκάλεσαν «τυμβωρύχο» εξαιτίας μιας κακής διατύπωσης που χρησιμοποίησε, θέλοντας να πει ότι το σημαντικό για την ανάσχεση της πανδημίας είναι τα μέτρα προφύλαξης και όχι ο αριθμός των ΜΕΘ, έως τον κυβερνητικό εκπρόσωπο Στέλιο Πέτσα που τον εμφάνισαν να λέει ότι «είναι πεταμένα τα λεφτά στις ΜΕΘ», ενώ εκείνος αναφερόταν στην επίταξη για την οποία το Σύνταγμα προβλέπει αμοιβή ακόμη και όταν δεν χρησιμοποιούνται, είναι πολλές οι περιπτώσεις που γίνεται μεγάλος ντόρος όχι για τις θέσεις ή τις απόψεις που εξέφρασε κάποιος κυβερνητικός ή άλλος παράγοντας, αλλά για εκείνα που θα ήθελαν να πει οι αντίπαλοί του…

Ας ελπίσουμε, λοιπόν, να μην αργήσει το τέλος της πανδημίας και για έναν επιπλέον λόγο. Διότι ίσως έτσι επιστρέψει η Πολιτική και δούμε τις δίκες προθέσεων να δίνουν και πάλι τη σκυτάλη στις κανονικές πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ή μήπως όχι, αφού οι μάχες στο πεδίο της εικονικής πραγματικότητας είναι πιο εύκολες και πιο… άκοπες;

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2020

Ποιος θα πάρει τον…«Μουτζούρη» του λαϊκισμού;


Πέντε ολόκληρα χρόνια πήρε στην ηγετική ομάδα της προηγούμενης κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ για να διανθίσει τον αλαζονικό μικρομεγαλισμό της με κάποια ελάχιστα ψήγματα αυτοκριτικής για τις λαϊκίστικες ψευδαισθήσεις και ιδεοληπτικές αυταπάτες με τις οποίες προσήλθε στην καταστροφική «διαπραγμάτευση» του 2015 που οδήγησε στον διπλασιασμό της παραμονής της χώρας στη μνημονιακή μέγγενη.
Όπως γράφεται στα μέσα ενημέρωσης, στο απολογιστικό κείμενο, το οποίο ετοίμασαν οι «σοφοί γέροντες» Γιάννης Δραγασάκης Αριστείδης Μπαλτάς και Θοδωρής Δρίτσας και συζητήθηκε κατά την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικής Γραμματείας του κόμματος, αναγνωρίζεται πως υπήρξαν λάθος εκτιμήσεις για τους συσχετισμούς δυνάμεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και για τις δυνατότητες της Αθήνας να «εκβιάσει» με ένα πιστωτικό γεγονός.
Στο ογδόντα σελίδων κείμενο, το οποίο δεν έχει δοθεί στη δημοσιότητα, υπάρχει παραδοχή για την απουσία προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των κυβερνητικών καθηκόντων που ανέλαβε το 2015, ενώ αφήνεται να εννοηθεί ότι είχαν παραγνωριστεί οι πραγματικές συνθήκες. Ανάμεσα στις παρερμηνείες της τότε ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν, όπως αναφέρεται, ότι θεώρησε δεδομένη τη στήριξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο και άλλων χωρών που ήταν χρεωμένες, κάτι που ωστόσο δεν συνέβη.
Όσοι εξ αρχής επισήμαιναν ότι δεν είναι λογικό να υποστηρίζει κάποιος ότι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ήταν «γερμανοτσολιάδες». Και όποιος τολμούσε να προειδοποιήσει ότι «οι αγορές χορεύουν στον δικό τους σκοπό και δεν ακούν τα νταούλια των πολιτικάντηδων» λοιδωρούνταν ως «Νενέκοι». Το να περιμένει κανείς να ζητηθεί συγνώμη από τους συκοφαντηθέντες, είναι μάλλον μια πολύ μεγάλη πολυτέλεια σε μια χώρα που ο λαϊκισμός ζει και βασιλεύει, διαπερνώντας οριζοντίως το πολιτικό σύστημα και κατ΄ επέκταση την ελληνική κοινωνία.
Οι όροι, για παράδειγμα, υπό τους οποίους γίνεται το τελευταίο διάστημα η συζήτηση για το μείζον πρόβλημα του Μεταναστευτικού είναι απολύτως αποκαλυπτικοί για το πόσο εδραιωμένος είναι ο λαϊκισμός και πόσο έχει υποκαταστήσει τη σοβαρότητα με την οποία απαιτείται να προσεγγίζονται περίπλοκα ζητήματα με πολλαπλές κοινωνικές και πολιτικές πτυχές και διαστάσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια της ελληνικής Επικράτειας.
Πως αλήθεια μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την πρόσφατη απόφαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Βορείου Αιγαίου να σταματήσει κάθε διάλογο με την κυβέρνηση; Όσο δίκιο και αν έχουν οι κάτοικοι της Λέσβου, της Χίου και της Σάμου για το δυσανάλογο βάρος της μεταναστευτικής κρίσης που τους έχει επιμεριστεί, τόσο άστοχες είναι λαϊκίστικες αντιδράσεις αυτού του είδους από τους τοπικούς άρχοντες τους.
Αν πάψει, άραγε, ο περιφερειάρχης κ. Κώστας Μουτζούρης να μιλάει και να συνεργάζεται με τους αρμόδιους κυβερνητικούς αξιωματούχους θα μειωθεί ο αριθμός των μεταναστών που είναι εγκλωβισμένοι στα νησιά ή θα μετριαστούν οι ροές που φθάνουν από την Τουρκία; Είναι αστείο και μόνον που σκέφτηκε κάποιος να καταφύγει σε μια τέτοια «απειλή». Καλώς ή κακώς, τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα και όχι καλύτερα στην απολύτως υποθετική περίπτωση κατά την οποία θα διακοπτόταν ο διάλογος Κεντρικού Κράτους – Αυτοδιοίκησης και θα έπαυε πράγματι να εμπλέκεται η κυβέρνηση.
Άλλωστε, αν είναι αποτελεσματικό μέσο για τους Αιγαιοπελαγίτες η διακοπή του διαλόγου με την κυβέρνηση, το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους της ενδοχώρας που αντιδρούν στη μετακίνηση προσφύγων στις δικές τους περιοχές. Αν όλοι σταματούσαν να μιλούν με μιλούν όλους, εκείνοι που θα την πληρώσουν περισσότερο είναι όσοι έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Θυμάστε την ολέθρια τακτική που ακολουθούσε ο –επικρινόμενος τώρα και από τον ΣΥΡΙΖΑ- Για(ν)νης Βαρουφάκης στα Eurogroup που είχε ως αποτέλεσμα στο τέλος να απομονωθεί πλήρως και να μην του μιλάει κανείς ομόλογός του; Ε, αυτό κινδυνεύει να πάθει ο κ. Μουτζούρης με τις αλλοπρόσαλλες απειλές του….
Από την άλλη, δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για να συνεχιστεί η απραξία το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση υποτίμησε εμφανώς το πρόβλημα και καθυστέρησε χαρακτηριστικά να εμπλακεί αποτελεσματικά στην προσπάθεια αντιμετώπισής του. Είναι προφανές ότι και οι ίδιοι υπήρξαν θύματα του δικού τους λαϊκισμού που βολευόταν στη δογματική θεώρηση ότι για «για όλα φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ» και ότι η πολιτική αλλαγή θα εξαφάνιζε από τη μια στιγμή στην άλλη ένα τόσο πολυσύνθετο πρόβλημα.
Εξαιτίας αυτού ακριβώς του λόγου, θα έλεγε κανείς ότι επιβάλλεται σε όλους να κινηθούν προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Η κατάσταση, όπως έχει διαμορφωθεί, απαιτεί, περισσότερο από ποτέ, να καθίσουν όλοι οι εμπλεκόμενοι στο ίδιο τραπέζι. Και, αντί να καταφεύγουν σε εύκολες λαϊκίστικες μεταθέσεις ευθυνών, να καταρτίσουν συνεκτικό σχέδιο και να αναζητήσουν αποτελεσματικές λύσεις που δεν εκθέτουν συνολικά τη χώρα.
Λύσεις, οι οποίες, από τη μια, θα απαλείψουν φαινόμενα όπως η «Ζούγκλα» της Μόριας, που αποτελούν προσβολή για τον δυτικό πολιτισμό, και, από την άλλη, θα στέλνουν το μήνυμα ότι η Ελλάδα δεν είναι «ξέφραγο αμπέλι» ούτε θα γίνει η ανοικτή φυλακή για κάθε φτωχό, κατατρεγμένο ή τυχοδιώκτη (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) από τις δύο πολυανθρωπότερες ηπείρους που είναι η Ασία και η Αφρική.
Τα πράγματα, λοιπόν, είναι πολύ σοβαρά για να νομίζουν κάποιοι ότι παίζουν το παιχνίδι του «Μουτζούρη» και να περιμένουν ποιος θα μείνει τελευταίος με τον Ρήγα Μπαστούνι (τον Μουτζούρη) στο χέρι του για να θεωρηθεί ο χαμένος και να αποφασίσουν οι υπόλοιποι παίχτες για την ποινή του. Σε όποιον και αν μείνει ο «Μουτζούρης» του λαϊκισμού, χαμένοι θα είμαστε όλοι…

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Η διακυβέρνηση είναι μαραθώνιος, δεν είναι αγώνας ταχύτητας


Καμία κυβέρνηση δεν κρίθηκε ποτέ από τις πρώτες εβδομάδες παραμονής της στην εξουσία. Αυτός είναι, άλλωστε, και ο λόγος για τον οποίο στα περισσότερα κοινοβουλευτικά συστήματα του πλανήτη προβλέπεται τετραετής θητεία προτού να γίνουν εκλογές για να επιβραβευτούν ή να καταδικαστούν από την ψήφο των πολιτών οι εκάστοτε κυβερνώντες.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ως εκ τούτου, όσο πρόωροι είναι οι πανηγυρισμοί όσων βιάζονται να υποστηρίξουν «πόσο φοβερή και τρομερή είναι η καινούργια κυβέρνηση», άλλο τόσο -και περισσότερο ίσως…- προπετείς είναι οι γοεροί κοπετοί όσων επιχειρούν να πείσουν για την καταστροφή που επήλθε με την κυβερνητική αλλαγή της 7ης Ιουλίου.
Από την άλλη, όσο και αν είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα δείγματα γραφής των νέων κυβερνώντων αφήνουν θετικό αποτύπωμα, άλλο τόσο -και περισσότερο ίσως…- αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις με την ίδια θετική προαίρεση ξεκινούν. Κανείς δεν εκλέγεται για να κάνει αρνητικά πράγματα. Πλην, όμως, όπως λέει και η γνωστή ρήση, «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος καλές προθέσεις».
Όλοι ανεξαιρέτως αρχίζουν τη θητεία τους δίνοντας όρκους αιώνιας πίστης στις προεκλογικές τους δεσμεύσεις και στην τήρηση των υπεσχημένων. Με εξαίρεση κάποιους… γεννημένους απατεώνες, οι περισσότεροι μάλλον εννοούν όσα λένε. Και η πεποίθησή τους είναι ότι μπορούν να τα υλοποιήσουν. Ξεκινούν με κάποιες συμβολικές πρωτοβουλίες που συνήθως είναι ίδιες ή παραπλήσιες με εκείνες προκατόχων τους.
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, πόσες από τις κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων ανακοίνωσαν μόλις ανέλαβαν τα ηνία ότι μειώνουν τους μετακλητούς υπαλλήλους. Ή ότι θα… ξετρυπώσουν τους αργόμισθους δημοσίους υπαλλήλους που είναι αποσπασμένοι σε θέσεις… λούφας και παραλλαγής. Καθώς επίσης ότι θα περιορίσουν τα προνόμια της εξουσίας: πτήσεις VIP, θωρακισμένα οχήματα και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Ποιος έχει ξεχάσει το περίφημο «σεμνά και ταπεινά» του Κώστα Καραμανλή ή τις υποσχέσεις του Κώστα Σημίτη, του Γιώργου Παπανδρέου και του Αλέξη Τσίπρα ότι θα προχωρήσουν σε δραστικό περιορισμό του στόλου των κρατικών αυτοκινήτων ή ότι θα πωλήσουν τα κυβερνητικά αεροσκάφη;
Το φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό και σίγουρα δεν έχει… ιδεολογική διάσταση. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι το 1988 που εξελέγη πρόεδρος της Κύπρου ο αριστερός Γιώργος Βασιλείου, οι φίλοι του είχαν ενθουσιαστεί από την υπόσχεση ότι το προεδρικό αυτοκίνητο θα σταματούσε, πλέον, στους φωτεινούς σηματοδότες και δεν θα περνούσε με κόκκινο όπως έκανε –για λόγους ασφαλείας, προφανώς…- ο προκάτοχός του Σπύρος Κυπριανού.
Αμέσως μετά τις εκλογές του 2015, τηλεοπτικός σταθμός της πρωτεύουσας έκανε ειδικό ρεπορτάζ για βουλευτή ο οποίος δήλωνε μπροστά στην κάμερα ότι θα μετακινούνταν από τα Τρίκαλα στην Αθήνα για τις συνεδριάσεις της Βουλής με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Τρεις βδομάδες αργότερα έστελνε τον συνεργάτη του να παραλάβει το κρατικό αυτοκίνητο που του παραχωρήθηκε από το Κοινοβούλιο. Και στο ΚΤΕΛ δεν τον ξαναείδαν.      
Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι το πρώτο διάστημα κάθε καινούργιας κοινοβουλευτικής ή κυβερνητικής περιόδου κάτι γίνεται. Κυρίως στο επίπεδο των συμβολισμών. Οι κυβερνώντες μπαίνουν ορεξάτοι στη μάχη να αλλάξουν τα πράγματα, θεωρώντας ότι το εγχείρημά τους θα είναι εύκολο. Έχουν, άλλωστε τη συναίνεση και την αποδοχή του ευρύτατου κοινωνικού σώματος, τα μέλη του οποίου, όταν δεν τους αφορά προσωπικώς, αρέσκονται σε τέτοιες κινήσεις.
Κάθε φορά που αναλαμβάνει μια νέα εξουσία παρατηρείται μια κινητικότητα η οποία σχετίζεται άλλοτε με το μήνυμα της αποφασιστικότητας που εκπέμπουν οι νεόκοποι κυβερνώντες και άλλοτε με τον φόβο των ίδιων των λουφαδόρων. Κάθε καινούργια κυβέρνηση, άλλωστε, έχει στην αρχή του βίου της ένα υψηλό πολιτικό κεφάλαιο που πολλές φορές υπερβαίνει τα ποσοστά που απέσπασε στην κάλπη.
Η συσσωρευμένη εμπειρία του παρελθόντος δείχνει, όμως, ότι οι κάθε είδους νταραβερτζήδες, ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν, βρίσκουν τρόπους να προσκολλώνται στη νέα εξουσία και να ματαιώνουν ή να αλλοιώνουν τα σχέδια της. Με αποτέλεσμα οι νεοφώτιστοι κυβερνώντες που βλέπουν την… αύξηση του πολιτικού τους κεφαλαίου να θεωρούν ότι η πορεία των γεγονότων θα είναι γραμμική.
Τους πρώτους μήνες μετά την εκλογική αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015 ο νικητής της κάλπης Αλέξης Τσίπρας απολάμβανε μια πρωτοφανώς υψηλή δημοτικότητα, ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν τον είχαν ψηφίσει. Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τον Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος έδινε συνεντεύξεις για να πει ότι δεν κάθεται στην υπουργική καρέκλα για… «να μην αλλοτριωθεί» και ο κ. Τσίπρας, αντί να τον στείλει σπίτι του, όπως έκανε αργότερα, τον χαρακτήριζε «asset» της κυβέρνησης του.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Διότι η πορεία του χρόνου έκρινε τα έργα και τις ημέρες τόσο του Γιάνη Βαρουφάκη όσο και του Αλέξη Τσίπρα. Χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της πρώτης περιόδου όταν όλα έμοιαζαν ρόδινα. Και είχαν και οι δυο το πολιτικό τους κεφάλαιο τοποθετημένο στον τόκο της εύκολης δημαγωγίας ότι αν εκστομίζαμε απειλές κατά των ξένων εταίρων και δανειστών μας εκείνοι θα μας παρακαλούσαν να μας δανείσουν…  
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, κάθε καινούργια κυβέρνηση διαθέτει μια περίοδο χάριτος. Πλην, όμως, η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι καμία κυβέρνηση δεν κρίνεται τελεσίδικα επειδή υποσχέθηκε ότι θα κόψει έναν αριθμό από τους μετακλητούς ή θα ξετρυπώσει αποσπασμένους.
Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία τέτοιων μέτρων, εκείνο που δεν μπορεί να αρνηθεί είναι ότι οι κυβερνητικές πράξεις κρίνονται από τη διάρκειά τους. Αν, δηλαδή, όσα διακηρύσσονται στην αρχή της κάθε κυβερνητικής θητείας -όπως καλή ώρα, τώρα- θα καταφέρουν να σπάσουν το φράγμα της πρόσκαιρης εντυπωσιοθηρίας. Και θα ισχύσουν του χρόνου και του… παραχρόνου.
Στο τέλος – τέλος, η διακυβέρνηση δεν είναι αγώνας ταχύτητας, είναι μαραθώνιος με αρκετούς γύρους και πολλά σκαμπανεβάσματα.