Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βερολίνο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βερολίνο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Από το έλεος της Μέρκελ ως τη γοητεία του Σουλτς



            Ηχεί ακόμη στα αυτιά όλων μας ο θόρυβος από τη δικαιολογημένη ενόχληση που είχαν αισθανθεί αρκετοί εδώ στη χώρα μας εξαιτίας της «απομόνωσης» την οποία είχαν επιφυλάξει οι ευρωπαίοι ομόλογοί του στον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη.
Παρά, πάντως, το γεγονός ότι ο έλληνας υπουργός είχε υπερβεί επανειλημμένως τα εσκαμμένα, δηλώνοντας διάθεση να μην αποδεχθεί τους κανόνες που ίσχυαν στη λειτουργία του Eurogroup ή ισχυριζόμενος με υπαινικτικό τρόπο ότι κατέγραφε τα όσα διαμείβονταν στις απόρρητες συνεδριάσεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου της ευρωζώνης, ουδείς διεθνής παράγων διανοήθηκε να ζητήσει δημοσίως από την ελληνική κυβέρνηση να τον αποπέμψει ή, έστω, να τον «συμμαζέψει».
Όπως όλοι καλά θυμούμαστε, τον απέπεμψε ουσιαστικά μήνες αργότερα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν έπαψε να του είναι χρήσιμος στο παιχνίδι της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης που έκανε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 και κορυφώθηκε με την παρωδία του δημοψηφίσματος.
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον πως ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, ο οποίος θα ανέβαινε –και δικαίως- στα… κεραμίδια εφόσον του έκανε κανείς υποδείξεις για τους συνεργάτες του, υποδεικνύει σε άλλους ηγέτες να εγκαλέσουν τους δικούς τους υπουργούς.
«Θέλω να αξιοποιήσω την παρουσία μου σ’  αυτό εδώ το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής (σ.σ.: του ΣΥΡΙΖΑ!) και να παρακαλέσω θερμά την καγκελάριο (σ.σ.: Άνγκελα Μέρκελ, που από τα προεκλογικά μπαλκόνια της φώναζε «Go back») να αποθαρρύνει τον υπουργό των Οικονομικών της, απ’ αυτή τη διαρκή επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας», είπε το περασμένο Σάββατο αναφερόμενος στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το κομματικό του βήμα.
Ακόμη και αν του πιστώσει κανείς όλα το δίκια του κόσμου όταν ισχυρίστηκε ότι θεωρεί «υποτιμητικές» τις αναφορές του γερμανού υπουργού ότι «η Ελλάδα και οι Έλληνες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους», δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για τη σκοπιμότητα της απροσχημάτιστης ανάμειξης του πρωθυπουργού της Ελλάδας στην προεκλογική περίοδο μιας άλλης χώρας.
Ισχυρίστηκε αρχικώς ότι οι «αφορισμοί» Σόιμπλε σχετίζονται με προσπάθεια για «συγκράτηση των διαρροών (σσ.: των χριστιανοδημοκρατών) προς το κόμμα της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”», για να τοποθετηθεί εν συνεχεία αναφανδόν υπέρ των θέσεων του βασικού αντιπάλου κόμματος προς το CDU των Μέρκελ - Σόιμπλε.
«Πιστεύω ότι δικαίως το SPD, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, επισήμως μετά από αυτές τις δηλώσεις, εγκάλεσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι επιχειρεί να συντηρήσει ένταση γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα, προσπαθώντας να φορτώσει στην Ελλάδα τα δικά του αδιέξοδα», υποστήριξε.
Μπορεί, αλήθεια, κανείς να φανταστεί τι θα γινόταν αν το Βερολίνο αποφάσιζε να ανταποδώσει τα ίσα και έβγαιναν, για παράδειγμα, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε ή οποιοσδήποτε άλλος γερμανός πολιτικός παράγων και έπαιρνε δημόσια θέση για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στην Ελλάδα;
Για λόγους οι οποίοι, προφανώς, έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, η άλλη πλευρά επέλεξε να μην απαντήσει στην πρόκληση, παρότι η παρουσία στη γερμανική πρωτεύουσα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή για να εκφράσουν προτίμηση, αν όχι σε πρόσωπα, ενδεχομένως σε πολιτικές.
Επέλεξαν να μην το κάνουν. Δημοσίως τουλάχιστον. Υποδέχθηκαν χωρίς φανφάρες τον κ. Μητσοτάκη, τηρώντας το ίδιο ακριβώς πρωτόκολλο που είχαν εφαρμόσει και όταν ο κ. Τσίπρας με την αντίστοιχη ιδιότητα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε πριν από τρία χρόνια περάσει το κατώφλι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στο Βερολίνο.
Πρόκειται για μια επιλογή η οποία είναι μάλλον η ουσιωδέστερη διαφορά που χωρίζει τις σοβαρές χώρες που διαθέτουν στιβαρές ηγεσίες οι οποίες ασκούν πολιτικές που υπακούουν στο εθνικό τους συμφέρον, από τις αποτυχημένες χώρες («failed states», όπως τις αποκαλούν οι αγγλοσάξωνες) που… ατύχησαν να έχουν ηγεσίες οι οποίες θεωρούν ότι προέχει η δική τους παραμονή στην εξουσία.
Γι΄ αυτό φυσικά οι μεν ηγούνται της Ευρώπης και οι δε εκλιπαρούν για το έλεος των άλλων, ακόμη και όταν φαντασιώνονται ότι αλλάζουν τον κόσμο, κλείνοντας τα αυτιά τους στις επισημάνσεις των ίδιων των ηγετικών στελεχών τους, όπως ο Νίκος Φίλης, που τους λένε κατάμουτρα ότι «δεν επιβεβαιώθηκε καμία εκτίμησή μας».
Ο κίνδυνος να βρεθεί η κυβέρνηση και μαζί της και η χώρα ενώπιον μιας ακόμη διάψευσης είναι αναμφισβήτητος. Παρά ταύτα, η ηγεσία της -«αμέριμνη», όπως παρατηρεί και ο κ. Φίλης τώρα που είναι εκτός νυμφώνος- τρενάρει το κλείσιμο της αξιολόγησης σε πείσμα φίλων και εχθρών που προτείνουν το αντίθετο.
Ο κ. Τσίπρας, όμως, δεν το κάνει, προσδοκώντας να λειτουργήσει η… φιλευσπλαχνία της Μέρκελ που έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να λυπηθεί τους Έλληνες και να ανακαλέσει στην τάξη τον στενό της συνεργάτης Β. Σόιμπλε. Ή, εναλλακτικά, -γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι γνωστό ότι δεν… πορεύτηκε ποτέ «χωρίς plan b»- στη γοητεία που μπορεί να ασκήσει ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς στους γερμανούς ψηφοφόρους το προσεχές φθινόπωρο.
Στην οπτική ενός εχέφρονος ανθρώπου, άραγε, πόσες πιθανότητες έχουν να ευοδωθούν σχεδιασμοί αυτού του είδους;

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

«Good Bye Euclid!»



            Φανταστείτε έναν «απομονωμένο» Έλληνα ή μια «απομονωμένη» Ελληνίδα που τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δεν είχε την ευκαιρία να ενημερώνεται από τον… «αστικό Τύπο» και τους… «διαπλεκόμενους δημοσιογράφους» για όλα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα και στον κόσμο, αφότου η πλειονότητα των συμπατριωτών μας αποφάσισε να πει το… ηρωικό «Όχι» στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015.
            Αν, μάλιστα, όλο αυτό το διάστημα ενημερωνόταν για τα τεκταινόμενα από τα non paper και τις ανακοινώσεις που με καταιγιστικό ρυθμό εκδίδονται από το Μέγαρο Μαξίμου και αναπαράγονται αυτούσια από τα φίλια μέσα ενημέρωσης, είναι πολύ πιθανό να αισθάνεται μια τεράστια κούραση από τις συνεχείς… νίκες τις οποίες καταγάγει η κυβέρνηση, κατατροπώνοντας σε καθημερινή βάση αμέτρητους… εχθρούς εντός και εκτός της χώρας.
            Με δεδομένη την επωδό «Κερδάμε, κερδάμε!», που αποπνέουν τα προπαγανδιστικά κείμενα των πολυπλόκαμων επικοινωνιακών μηχανισμών της κυβέρνησης, οι αποδέκτες τους πρέπει να έχουν πειστεί ότι εδώ και καιρό πνέουν τα λοίσθια τόσο οι εγχώριοι «πρόθυμοι» που συνιστούν την «τρόικα εσωτερικού» όσο και οι αλλοδαποί συντηρητικοί κύκλοι.
Ενδεχομένως να αναρωτήθηκαν κάποιες στιγμές πως και δεν έχει παραιτηθεί ακόμη ο Β. Σόιμπλε με τόσες… αποτυχίες που έχει καταγράψει σε τόσες πολλές συνεδριάσεις του Eurogroup. Ή μπορεί και να τους προκλήθηκε η απορία γιατί δεν δόθηκε ακόμη το Νόμπελ Οικονομίας στον Γιώργο Κατρούγκαλο που κατάφερε να μειώσει τόσο πολύ τη συνταξιοδοτική δαπάνη, χωρίς να κόψει τις συντάξεις, αφού ποτέ σε κανένα non paper ή σε άλλο κυβερνητικό ανακοινωθέν δεν έγινε αναφορά σε περικοπές.
Πιθανότατα, όμως, θα καθησυχάστηκαν διαβάζοντας την Αυγή η οποία στο πρώτο φύλλο της που κυκλοφόρησε μετά την επιστολή συγγνώμης που απέστειλε παραμονή Χριστουγέννων στους Ευρωπαίους εταίρους ο γνωστός χιουμορίστας (με τις πορτοκαλόπιττες και άλλα συναφή) υπουργός Ευκλείδης Τσακαλώτος, πανηγύριζε πρωτοσέλιδα υπό τον τίτλο: «Ο αγώνας αποδίδει».
Πολλώ δε μάλλον που το… πανηγύρι της κυβερνητικής εφημερίδας, όπως και εκείνο των αντίστοιχων non paper του Μαξίμου και του υπουργείου Οικονομικών, συνοδευόταν από τις επισημάνσεις ότι «ξεπαγώνουν οι ρυθμίσεις για το χρέος χωρίς ανάληψη νέων δεσμεύσεων». Ρυθμίσεις για τις οποίες ποτέ δεν έμαθαν πως και γιατί «πάγωσαν». Ενώ μόνον εμμέσως πληροφορήθηκαν –αφού το αυτούσιο κείμενο δεν βρέθηκε χώρος να φιλοξενηθεί- για τις χαρακτηριζόμενες και ως «ταπεινωτικές» δηλώσεις Τσακαλώτου, ο οποίος ρητά ανέλαβε «απόλυτη δέσμευση να παραμείνουμε συμμορφωμένοι στις υποχρεώσεις που απορρέουν από το Μνημόνιο».
Με αυτά και με πολλά άλλα αντίστοιχα επεισόδια, μου δημιουργείται η εντύπωση πως εδώ και παρά πολύ καιρό βιώνουμε -σε πραγματικές διαστάσεις και σχεδόν μόνιμη βάση- σκηνές από τη βραβευμένη γερμανικής παραγωγής κινηματογραφική ταινία «Good Bye Lenin!» που προβλήθηκε το 2003 και έκανε πάταγο διεθνώς με την πρωτοτυπία του σεναρίου της.
Αφορούσε, για όσους δεν την είδαν, μια μεσόκοπη ανατολικογερμανίδα η οποία ήταν ταυτισμένη με το καθεστώς Χόνεκερ και έπεσε σε κώμα όταν, παραμονές της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, είδε στην τηλεόραση τον γιο της που συμμετείχε σε αντικυβερνητική πορεία να ξυλοκοπείται από αστυνομικούς.
Έπειτα από μήνες, οπότε συνήλθε από το κώμα, τα παιδιά της, ακολουθώντας ιατρικές συμβουλές για αποφυγή οποιουδήποτε σοκ που θα μπορούσε να αποδειχθεί μοιραίο για τη ζωή της, αποφάσισαν να αναπαραστήσουν στο δωμάτιο του σπιτιού τους, στο οποίο συνέχισε την ανάρρωση η μητέρα τους, ένα σκηνικό που έδειχνε ότι η Ανατολική Γερμανία δεν είχε καταρρεύσει και το καθεστώς της συνέχιζε απτόητο. Χρειάστηκε να κατασκευάσουν γι΄ αυτό τηλεοπτικές εκπομπές και δελτία με φανταστικές ειδήσεις.
Όλα έβαιναν καλώς μέχρι που η απομονωμένη γυναίκα ξέφυγε κάποια στιγμή από τον ψευδή επικοινωνιακό κλοιό που της είχαν στήσει οι δικοί της. Βγαίνοντας στον δρόμο αντίκρισε έκπληκτη να κυκλοφορούν δυτικά αυτοκίνητα και τα κτίρια να έχουν καταληφθεί από διαφημίσεις δυτικών καταστημάτων που την προβλημάτισαν.
Η «χαριστική βολή», ωστόσο, που ήρθε να την πείσει για τον κόσμο γύρω της που είχε αλλάξει, ήταν από ένα ελικόπτερο που πετούσε στον ουρανό μεταφέροντας ένα κομμάτι από κατεστραμμένο άγαλμα του αγαπημένου της Λένιν, ο οποίος είχε πλέον τεθεί εκ ποδών από την ενοποιημένη Γερμανία, χωρίς εκείνη να το έχει πληροφορηθεί.
Την ίδια έκπληξη με την ανατολικογερμανίδα ηρωίδα της ταινίας «Good Bye Lenin!», νομίζω ότι θα αισθανθούν και όλοι όσοι, εκτός από τα… επικά non paper της κυβέρνησης που μιλούν για τις «γκάφες» και τα «αυτογκόλ» της αντιπολίτευσης, η οποία «πήρε οδηγίες από τον Σόιμπλε» για να καταψηφίσει τον λεγόμενο «μποναμά Τσίπρα», μπουν στον κόπο να διαβάσουν αυτούσια την επιστολή «συμμόρφωσης» που υπέγραψε ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Πολύ περισσότερο που για όσους δεν το ξεχνούν, ο Τσακαλώτος ήταν και παραμένει αρχηγός της ομάδας των «53+» που προβάλλεται και ως… αριστερή –τύφλα να έχει η ορίτζιναλ δεξιά, δηλαδή- πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε αν κάποια στιγμή βρεθεί σκηνοθέτης για να μεταφέρει σε ταινία όλα αυτά που ζούμε από την έλευση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην εξουσία, πιστεύω δικαίως ο τίτλος της δεν μπορεί να είναι άλλος παρά ο εξής: «Good Bye Euclid!».

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Σχέδιο «πορτοκαλόπιτα»



Είτε πιστεύει κανείς είτε όχι τον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, ο οποίος, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και από τους πλέον αξιόπιστους ανθρώπους σε αυτόν τον πλανήτη, πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει ότι από όλους όσοι διαδραματίζουν ρόλο στο υπερεπταετές ελληνικό δράμα ο μόνος που έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει στρατηγικό σχέδιο είναι ο γερμανός υπουργός των Οικονομικών.
Μπορεί, λοιπόν, να έχει τους δικούς του λόγους ο γνωστός και μη εξαιρετέος Βαρουφάκης όταν δηλώνει ότι «ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συμπεριφέρθηκε με σκαιό τρόπο απέναντι στον Σαμαρά», αποτελεί, ωστόσο, γεγονός πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το Βερολίνο όταν αντιλήφθηκε πως η προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά είχε ουσιαστικά εκμετρήσει το πολιτικό ζην, τόσο με τις επιδόσεις που είχε στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2014 όσο και με τον τρόπο που αντέδρασε εν συνεχεία, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων.
Αρκετοί είχαν διαβλέψει τότε ότι δεν ήταν διόλου τυχαία η παγωμένη υποδοχή της οποίας έτυχε από την καγκελάριο Μέρκελ στις 23 Σεπτεμβρίου εκείνης της μοιραίας χρονιάς ο έλληνας πρωθυπουργός που πήγε στη γερμανική πρωτεύουσα για να ζητήσει μια ελάχιστη χείρα βοηθείας προκειμένου να καταφέρει να κλείσει το μνημονιακό πρόγραμμα και να αποπειραθεί να βγει στο οικονομικό ξέφωτο με το δεκανίκι της περιώνυμης προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Όμως, ούτε η υποτιθέμενη ιδεολογική συνάφεια των δύο κυβερνήσεων, ούτε η επίκληση του «επαπειλούμενου κινδύνου» από την επελαύνουσα ελληνική αριστερά, έκαμψαν τις πεποιθήσεις του Βερολίνου και πιο συγκεκριμένα του κ. Σόιμπλε, ο οποίος απαίτησε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος, αδιαφορώντας αν αυτό θα λειτουργούσε ως «πιστοποιητικό θανάτου» για την κυβέρνηση Σαμαρά.
Και, παρότι κανείς δεν το έχει παραδεχθεί, είναι σαφές -και από τις εκ των υστέρων ομολογίες του Γ. Βαρουφάκη- ότι ο βασικός λόγος που τους έκανε να αδιαφορούν για την τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν ότι ουδόλως έπαιρναν τοις μετρητοίς τις παραφροσύνες οι οποίες ακούγονταν από τα ελληνικά προεκλογικά μπαλκόνια –«Go back madam Merkel». Ενώ, αντιθέτως, προεξοφλούσαν ότι οι τύποι που ανέλαβαν τις τύχες της Ελλάδος, ακόμη και αν εννοούσαν όσα έλεγαν, ήταν έτοιμοι να κάνουν κάθε συμβιβασμό και να επιδοθούν σε κάθε πιθανή και απίθανη κωλοτούμπα.
Με αυτά και με πολλά άλλα, το σχέδιο Σόιμπλε, το οποίο όπως κάθε σοβαρό σχέδιο είχε και το «plan b» του, το οποίο εκδηλώθηκε με τις (τάχατες) εναλλακτικές ιδέες που «έριχνε» ο γερμανός υπουργός αρχικώς προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο και κατόπιν προς τον Βαρουφάκη, προτείνοντας «να σας χρηματοδοτήσουμε για να μείνετε κάποια χρόνια έξω από το ευρώ και, όταν εξυγιανθείτε οικονομικά, επιστρέφετε», είναι, δυστυχώς, εκείνο που έδινε και εξακολουθεί να δίνει τον τόνο των (δυσμενών, για μας) εξελίξεων και των (ακόμη δυσμενέστερων) προοπτικών.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, ωστόσο, δεν είναι ούτε οι συμβιβασμοί ούτε οι κωλοτούμπες. Είναι το πόσο αστόχαστα εξακολουθούν να λειτουργούν και πόσο ανεπίδεκτοι μαθήσεως αποδεικνύονται όσοι απαρτίζουν τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Ενώ στην πραγματικότητα είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε ταπείνωση, αποδεχόμενοι πράγματα που καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα αποδεχόταν (από το αιωνόβιο Υπερταμείο για τη δημόσια περιουσία έως τους αυτόματους «κόφτες» που διαιωνίζουν την επιτροπεία), προσπαθούν με διάφορα προσχηματικά τερτίπια να παραστήσουν πως δήθεν αντιστέκονται.
Βρίζουν, από τη μια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα στελέχη τους, αποκαλώντας τους «ανόητους τεχνοκράτες», και, από την άλλη, τους καλούν να… δείξουν χαρακτήρα και να υποστηρίξουν την ελληνική θέση για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Ομνύουν πίστη στις συμφωνίες που υπέγραψαν, αλλά την ίδια ώρα καταφεύγουν σε αχρείαστους λεονταρισμούς μοιράζοντας, χωρίς προσυνεννόηση, ψηφοθηρικούς «μποναμάδες» με την προσδοκία να πείσουν το… «πόπολο» ότι τηρούν κάποιες από τις υποσχέσεις τους.
Καταφεύγουν απερίσκεπτα στην εκτόξευση απειλών για προκήρυξη εκλογών, αγνοώντας ότι η απειλή τους μπορεί να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αποκαλούν από την Κούβα «δυνάστες» τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, αλλά σπεύδουν στο Βερολίνο για να ικετέψουν την καγκελάριο Μέρκελ να αγνοήσει τις δικές της κάλπες και να ανατρέψει το μόνο συνεκτικό σχέδιο για την ελληνική κρίση, που, κακά τα ψέματα, δεν είναι άλλο από το σχέδιο Σόιμπλε.
Όποιος αμφιβάλει για τη… μοναδικότητα του σχεδίου Σόιμπλε δεν έχει παρά να ανατρέξει στην πρωτοφανή για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρονικά ομιλία με την οποία έκλεισε το περασμένο Σάββατο τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό ο έλληνας ομόλογός του, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Υπό τα «χάχανα» των κυβερνητικών βουλευτών, που λίγο αργότερα είπαν «ναι σε όλα», ο υπουργός Οικονομικών της καθημαγμένης Ελλάδας διηγούνταν από το βήμα της Βουλής ανέκδοτα για… πορτοκαλόπιτες τις οποίες του χαρίζουν γιαγιάδες, εκφράζοντας τον θαυμασμό τους επειδή… κατατροπώνει τους πολιτικούς του αντιπάλους στην Αθήνα.
Λέτε αν επαναλάβουν στο Βερολίνο όλα όσα είπαν στην ελληνική Βουλή τόσο ο ίδιος ο χιουμορίστας υπουργός μας, που ταξιδεύει αυτές τις ημέρες στη γερμανική πρωτεύουσα, όσο και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, να καμφθούν η Μέρκελ με τον Σόιμπλε; Καλού - κακού, ας τους πάνε πεσκέσι μερικές πορτοκαλόπιτες για να καταλάβουν ότι υπάρχουν τομείς στην Ελλάδα που έχουν εκτοξευθεί επί των ημερών του Ευκλείδη. Ο οποίος ήρθε η ώρα να αποδείξει ότι, παρόλο που δυσκολεύεται ακόμη λίγο στα ελληνικά, στα ανέκδοτα τα πάει καλά και κερδίζει αφειδώς πορτοκαλόπιτες.

Πέμπτη 16 Οκτωβρίου 2014

Η… χαρά για την «τιμωρία» της κυβέρνησης

            Σκέτη θλίψη προκαλούσε στον κάθε καλοπροαίρετο περιηγητή του διαδικτύου η χαιρέκακη διάθεση με την οποία πάμπολλοι συνέλληνες –και προεξάρχοντες… μέλλοντες κυβερνήτες- αντιμετώπιζαν τη βίαιη αντίδραση που επεφύλαξαν τις τελευταίες ημέρες οι αδυσώπητες αγορές, αφενός, στη σπουδή της κυβέρνησης να σαλπίσει έξοδο από το Μνημόνιο, πριν οι εταίροι και δανειστές ανάψουν το απαιτούμενο «πράσινο φως» και, αφετέρου,  στα σενάρια πολιτικής αβεβαιότητας που κατέκλυσαν την εγχώρια σκηνή.
            Είναι ειλικρινά απορίας άξιον το απροσμέτρητο εύρος της μικρόνοιας που μπορεί να χαρακτηρίζει τόσο πολλούς που με περισσή ευκολία επέχαιραν για το γεγονός ότι κατακρημνιζόταν επί τριήμερο το ελληνικό Χρηματιστήριο και ταυτόχρονα εκτινάσσονταν στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, λες και αυτά –και ιδιαίτερα το δεύτερο- ήταν δύο ζητήματα που αφορούσαν κάποιους άλλους και όχι τους χειμαζόμενους από την παρατεταμένη έλληνες πολίτες.
            Μπορώ να αντιληφθώ τη χαρά από την οποία θα μπορούσε να καταληφθεί ο οποιοσδήποτε φαντασιώνεται το επερχόμενο τέλος του καπιταλισμού ή ονειρεύεται την επικείμενη έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης για την εφαρμογή της… αταξικής κοινωνίας. Δυσκολεύομαι, ωστόσο, να καταλάβω πως το σκληρό, σκληρότατο μάθημα των αγορών που πήραν αυτές τις μέρες οι κυβερνώντες μπορεί να προκαλεί ικανοποίηση σε όσους ετοιμάζονται να τους διαδεχθούν στους υπουργικούς και άλλους θώκους εξουσίας μέσα από τις εκλογές, τις οποίες επιθυμούν να γίνουν άμεσα.
            Δεν χρειάζεται, θαρρώ, πολλή σοφία για να αναγνωρίσει κανείς ότι από τα δύο αυτά βίαια φαινόμενα που εκτυλίχθηκαν μπροστά μας, δηλαδή την κατακόρυφη πτώση του Χρηματιστηρίου και την εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού, ζημιωμένοι δεν βγαίνουν μόνον οι ισχυροί του χρήματος, αλλά ο κάθε έλληνας πολίτης –ναι, ακόμη και ο σημερινός άνεργος!- που εν τέλει θα πληρώσει, αργά ή γρήγορα, τα αυξημένα τοκοχρεολύσια που θα βρει η Ελλάδα όταν αποφασίσει να βγει και να δανειστεί για να καλύψει τις ανάγκες της. 
            Μόνον όσοι ηθελημένα εθελοτυφλούν, παραγνωρίζουν ότι μας χωρίζουν αρκετοί αιώνες από τις εποχές της αυτάρκειας και του οικονομικού αντιπραγματισμού και χωρίς συνδιαλλαγή με τις αγορές σύγχρονες οικονομίες και μάλιστα ευρωπαϊκού τύπου, όπως, τουλάχιστον, διακηρύσσουν τα κόμματα εξουσίας στη χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξουν.    
            Αν, λοιπόν, οι περιώνυμες αγορές επεφύλαξαν αυτή τη στάση έναντι της συγκεκριμένης ελληνικής κυβέρνησης, δημιουργώντας έναν όλο και πιο ασφυκτικό κλοιό που –κακά τα ψέματα- ξεκίνησε την επομένη της επίσκεψης του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά στο Βερολίνο που δειλά τέθηκε ζήτημα διαζυγίου με το ΔΝΤ και κορυφώθηκε τις τελευταίες ημέρες που πήγε να διαφανεί ότι η κυβέρνηση δύσκολα θα προσεγγίσει το στόχο των 180 βουλευτών για την προεδρική εκλογή, εύκολα, νομίζω, μπορεί να αντιληφθεί κάποιος τι θα συμβεί στο εγγύς ή στο απώτερο μέλλον που μια άλλη κυβέρνηση όχι μόνον θα βιάζεται – πολύ περισσότερο από τη σημερινή- να βγει από το Μνημόνιο, αλλά επιπλέον θα απαιτεί και διαγραφή –μικρότερου ή μεγαλύτερου μέρους- του χρέους.
Ξέρω ότι είναι διόλου δημοφιλείς επισημάνσεις όπως οι παραπάνω, επειδή διαφόρων ειδών πολιτικάντηδες –ορισμένοι από τους οποίους κάθονται και τώρα στα κυβερνητικά έδρανα- καλλιέργησαν και εξακολουθούν να καλλιεργούν ψευδαισθήσεις ότι τάχατες είναι ζήτημα «τσαμπουκά» και μόνο η τιθάσευση των αγορών, ούτως ώστε να εξακολουθήσουν να μας δανείζουν χωρίς εμείς να καλύπτουμε τις προηγούμενες υποχρεώσεις μας.
Επειδή, όμως, προσωπικά με θλίβει -περισσότερο και από την τυφλή χαιρεκακία για την «τιμωρία» της κυβέρνησης, που βλέπω γύρω μου- το πάθημα της χώρας μου που ξαναβρέθηκε μέσα σε λίγες μέρες με επιτόκια χρεοκοπίας, ευελπιστώ ότι η δυσμενής αυτή εξέλιξη θα το μετατρέψει σε μάθημα και για τους νυν αλλά και για τους επόμενους κυβερνώντες.