Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βρούτσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βρούτσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2023

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων που εκκρεμεί από τον καιρό του Ροΐδη


         Αντιπαρατέθηκαν, σύμφωνα με κάποιες διαρροές από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, ο αρμόδιος για τον Αθλητισμό αναπληρωτής υπουργός Γιάννης Βρούτσης με τον έχοντα την ευθύνη του ίδιου χαρτοφυλακίου μέχρι τον περασμένο Ιούνιο Λευτέρη Αυγενάκη. 

Λέγεται ότι ο τελευταίος ενοχλήθηκε επειδή ο συνάδελφός του στην κυβέρνηση όταν αναφερόταν στη νομοθεσία για την αντιμετώπιση της οπαδικής βίας μνημόνευε τις ρυθμίσεις που είχε νομοθετήσει επί των ημερών της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ο Σταύρος Κοντονής και παρέλειψε κάθε αναφορά σε όσα έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή κατόπιν εισηγήσεων του κ. Αυγενάκη. Και τα οποία έγιναν ενόσω ο κ. Βρούτσης ήταν είτε μέλος της ίδιας κυβέρνησης ή κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της κυβερνητικής παράταξης.

Δεν έγινε γνωστό πως δικαιολόγησε την παράλειψή του ο νυν πολιτικά υπεύθυνος για τα αθλητικά δρώμενα στη χώρα, αλλά αν ήθελε να ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του θα απαντούσε θαρρετά στον προκάτοχό του ότι δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος υφυπουργός Αθλητισμού που τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχουν περάσει από τη Βουλή «δρακόντειες» διατάξεις κατά της βίας στα γήπεδα και γύρω από αυτά, διατάξεις οι οποίες όμως, εκτός του ότι είναι περίπου ίδιες μεταξύ τους, έχουν και ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό: ποτέ δεν εφαρμόστηκαν. 

Από τις αρχές του τρέχοντος αιώνα και την εποχή της κυβέρνησης Σημίτη εξαγγέλθηκαν ή και νομοθετήθηκαν πάμπολλες φορές μέτρα όπως η εγκατάσταση καμερών στα γήπεδα για να εντοπίζονται οι πρωταγωνιστές των επεισοδίων, η ονομαστικοποίηση των εισιτήριων και ο έλεγχος της εισόδου στους αθλητικούς χώρους, ο ισόβιος αποκλεισμός για όσους συμμετέχουν σε επεισόδια βίας εντός και εκτός των σταδίων, η διάλυση των συνδέσμων οπαδών που λειτουργούν άλλοτε ως στρατοί των ομάδων και άλλοτε ως εγκληματικές οργανώσεις, στρατολογώντας νέους και υποθάλποντας κάθε είδους παραβατικά στοιχεία με δέλεαρ τα φθηνά εισιτήρια, την ικανοποίηση του «ανήκειν» και την (συγ)κάλυψη μικρών ή μεγαλύτερων εγκλημάτων.

Στην πορεία των ετών δεν υπήρξε κυβέρνηση -προμνημονιακή, μνημονιακή ή μεταμνημονιακή, δεξιά, αριστερή ή κεντρώα, αυτοδύναμη ή συνεργασίας- που να απέφυγε την πεπατημένη και να μην έκανε έπειτα από κάποιο νέο κρούσμα βίας μεγαλόστομες εξαγγελίες οι οποίες κατέτειναν στη στερεότυπη δήθεν δέσμευση ότι «αυτή τη φορά το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκκαλο». 

Δεν βρέθηκε, ωστόσο, ούτε μία κυβέρνηση που να κάνει τη μάλλον αυτονόητη παραδοχή: «αρκετά πια με την ψήφιση καινούργιων νόμων, είναι ώρα να εφαρμόσουμε τους υπάρχοντες». O «νόμος Λιάνη», ο «νόμος Ορφανού», ο «νόμος Κοντονή», ο «νόμος Αυγενάκη» και κάποιοι ακόμη, που κανείς πια δεν θυμάται, είχαν ακριβώς την ίδια κατάληξη: δεν εφαρμόστηκαν ποτέ! 

Η ψήφιση νόμων οι οποίοι δεν εφαρμόζονται δεν αφορά φυσικά αποκλειστικά και μόνον την οπαδική βία. Το φαινόμενο είναι γενικευμένο και εκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Οι αριθμοί, εξάλλου, είναι απολύτως αποκαλυπτικοί. Στα 49 χρόνια που παρήλθαν από τη Μεταπολίτευση του 1974, η Βουλή των Ελλήνων έχει ψηφίσει συνολικά 5.080 νόμους, γεγονός που ίσως και να αποτελεί ρεκόρ σε πανευρωπαϊκό, αν όχι και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Όπερ σημαίνει ότι κάθε χρόνο ψηφίζονται από το ελληνικό Κοινοβούλιο περισσότεροι από 100 νόμοι. Ή, με άλλα λόγια, κάθε εβδομάδα που περνάει προστίθεται στο δικαιικό μας σύστημα δύο νεότεροι νόμοι. Μάλιστα, οι περισσότεροι εξ αυτών συνοδεύονται από την πρόβλεψη για δεκάδες προεδρικά διατάγματα ή υπουργικές αποφάσεις που πρέπει να εκδοθούν για να εφαρμοστούν. Και που τις περισσότερες φορές ή δεν εκδίδονται ή και, αν εκδίδονται, στην πράξη παραμένουν ανεφάρμοστοι οι ψηφισθέντες από τη Βουλή νόμοι.

Αλλά από την άλλη, μη βιαστεί κανείς να υποστηρίξει ότι μιλάμε για «σημεία των καιρών». Δυστυχώς, δυστυχέστατα, το φαινόμενο ανατρέχει σε βάθος χρόνου και έρχεται από το μακρύ παρελθόν του νεοελληνικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι πριν από πολλές δεκαετίες, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες και δημοσιογράφους του 19ου αιώνα, ο οξυδερκέστατος Εμμανουήλ Ροΐδης είχε διατυπώσει την περίφημη ρήση, σύμφωνα με την οποία: «Εις νόμος απαιτείται εις αυτήν τη χώραν, ο οποίος να επιτάσσει την εφαρμογήν όλων των υπολοίπων νόμων».

Τόσες δεκαετίες αφότου διατυπώθηκε η συγκεκριμένη έκφραση του Ροΐδη, τα πράγματα μοιάζουν σαν να παραμένουν ίδια και απαράλλαχτα. Οπότε μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα που το επόμενο διάστημα θα ψηφιστεί ένας ακόμη νόμος για την καταπολέμηση της οπαδικής βίας. Διότι ο κ. Βρούτσης δεν πρέπει να… υστερήσει των προκατόχων του. 

Ο νόμος για την… εφαρμογή των νόμων, μάλλον θα αργήσει πολύ ακόμη…

Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Το «Φουρθιώτης-gate» εκθέτει το… ψοφοδεές πολιτικό σύστημα

 

Χρόνιες παθογένειες της δημόσιας ζωής, που η διαιώνισή τους εκθέτει ανεπανόρθωτα το πολιτικό σύστημα και ειδικά όσους ασκούν εξουσία, έφεραν στο προσκήνιο της επικαιρότητας οι καταγγελίες για «τα έργα και τις ημέρες» της cult τηλεπερσόνας που ακούει στο όνομα Μένιος Φουρθιώτης.

Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που διάφορα πρόσωπα, τα οποία κινούνται στον πολύ ευρύ χώρο της δημοσιότητας, καταφέρνουν, με μόνο εφόδιο το περίσσευμα θράσους που διαθέτουν, να προσπορίζονται ωφελήματα που δεν αντιστοιχούν ούτε στα προσόντα ούτε στις ικανότητές τους, η περίπτωση Φουρθιώτη είναι από τις πλέον προκλητικές.

Η μεγαλύτερη, ωστόσο, πρόκληση προέρχεται από τη συμπεριφορά του κρατικού μηχανισμού και του πολιτικού συστήματος. Είτε πρόκειται για υπόγειες συναλλαγές, που, πάντως, μέχρι στιγμής, δεν έχουν αποδειχθεί τεκμηριωμένα, είτε αφορά απλώς ψοφοδεή διάθεση που προέρχεται από πονηρές σκέψεις του τύπου «ας τα έχουμε καλά μαζί του για να μην μας βρίζει από το τηλεοπτικό βήμα που διαθέτει», το αποτέλεσμα για τις εντυπώσεις που προκαλούνται στην κοινή γνώμη είναι ένα και το αυτό.

Η διάθεση μόνιμης αστυνομικής φρουράς σε έναν παρουσιαστή περιθωριακού τηλεοπτικού σταθμού, ακόμη και αν δεν ήταν στην έκταση που ανέφεραν οι αρχικές καταγγελίες, αποτελεί μείζον ζήτημα από τη στιγμή που γίνεται με δαπάνες των φορολογουμένων. Πολύ περισσότερο που, όπως αποκαλύπτεται, οι αρμόδιες υπηρεσίες όφειλαν να γνωρίζουν για τους πολλούς ανοικτούς λογαριασμούς με τη Δικαιοσύνη, όπως επίσης και να είχαν γνώση του γεγονότος ότι οι αστυνομικοί τον συνόδευαν στις επισκέψεις σε υπουργικά γραφεία για να διεκδικήσει χρήματα με εκβιαστικές απειλές.

Τα ερωτήματα για το ποιος και γιατί έλαβε τις αποφάσεις για να φρουρείται ο κ. Φουρθιώτης δεν απαντήθηκαν. Η επίσημη δικαιολογία σύμφωνα με την οποία οι υπηρεσίες της ΕΛΑΣ δεν αξιολογούν χαρακτήρες ανθρώπων, αλλά εκτιμούν κινδύνους» δεν είναι πειστικές. Ακόμη και όταν συνοδεύονται με επισήμανση της αρχής ότι «η ασφάλεια αποτελεί καθολικό αγαθό». Κι αυτό διότι είναι προφανές ότι οι αστυνομικές δυνάμεις που είχαν διατεθεί στον συγκεκριμένο τηλεπαρουσιαστή, όπως και σε άλλους ομοίους του οι οποίοι θέλουν bodyguards για λόγους prestige, έλειπαν από την αστυνόμευση των γειτονιών που έχουν προβλήματα αυξημένης εγκληματικότητας.

            Η ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη παραδέχτηκε ότι η φρούρηση του Μένιου Φουρθιώτη ξεκίνησε από τον Μάιο του 2020 με έναν αστυνομικό και έφτασε τον Μάρτιο του 2021 να έχει τέσσερις αστυνομικούς , εικοσιτετράωρη φύλαξη του σπιτιού του και συνοδευτικό αυτοκίνητο με μοτοσικλέτα της ασφάλειας. Η αύξηση της φρουράς του τηλεπαρουσιαστή αποδόθηκε στο φορτισμένο κλίμα που υπήρχε την συγκεκριμένη περίοδο λόγω της υπόθεσης Κουφοντίνα.

Σύμφωνα με τον υφυπουργό Λευτέρη Οικονόμου, «τον Μάιο του 2020 είχε διατεθεί ένας αστυνομικός για την ασφάλεια του κ. Φουρθιώτη με βάση ορισμένα περιστατικά και αιτήματα που αυτός είχε επικαλεστεί. Αξιολογήθηκαν από την αρμόδια επιτροπή που προβλέπεται. Στις 12 Αυγούστου του 2020 υπήρξε ένας εμπρησμός έξω από την οικία του». Με αυτή την αφορμή, ο τηλεπαρουσιαστής θεώρησε ότι δεν φρουρείται επαρκώς και πιέζοντας αρμοδίως κατάφερε να ενισχύσει βαθμηδόν την φρουρά.

*Την 1η Νοεμβρίου 2020 αποφασίστηκε η παράταση της διάθεσης του ενός αστυνομικού και παράλληλα διατέθηκε και ένας δεύτερος για ένα τρίμηνο προκειμένου να εναλλάσσονται κάθε μέρα οι δύο αστυνομικοί.

*Στις 10 Ιανουαρίου του 2021 υπήρξε εμπρησμός του αυτοκινήτου του διευθυντή του ενημερωτικού τμήματος του Έψιλον TV. Με βάση αυτό το περιστατικό -και νέα αιτήματα που υποβλήθηκαν προς το αρχηγείο της ΕΛΑΣ για αύξηση της φρουράς- στις 13 Ιανουαρίου 2021 διατάχθηκε η διάθεση και τρίτου αστυνομικού και μιας υπηρεσιακής μοτοσυκλέτας και η επιτήρηση της οικίας του.

*Τα μέτρα αυτά μέχρι και την 1η Φεβρουαρίου δεν είχαν υλοποιηθεί. Στις 18 Μαρτίου, όμως, εξαιτίας της συνολικής έντασης γύρω από τις κινητοποιήσεις υποστηρικτών του Δ. Κουφοντίνα, αποφασίστηκε να αυξηθεί η συνοδευτική ασφάλεια με τέταρτο αστυνομικό και ένα υπηρεσιακό αυτοκίνητο, ενώ διατάχθηκε εικοσιτετράωρη φύλαξη της οικίας του. Τότε είχαμε επίθεση σε σπίτια βουλευτών και άλλων προσώπων και απειλών που υπήρχαν σε μέσα μαζικής ενημέρωσης σε σχέση με την απεργία Κουφοντίνα.

Μετά τον πρόσφατο θόρυβο ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης απέσυρε την φρουρά και στις τοποθετήσεις του έδειξε αυτοκριτική διάθεση, αλλά και πρόθεση να δώσει λύση στο ζήτημα της φρούρησης των κάθε λογής «επωνύμων». O υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν δίστασε να πει μια μεγάλη αλήθεια που αναδεικνύει τον χρόνιο χαρακτήρα που έχουν τα νοσηρά φαινόμενα της φρούρησης με όρους… ρουσφετολογίας ή δύναμης ισχύος.

«Κάθε υπουργός προστασίας του Πολίτη τα τελευταία 20 χρόνια προσπαθεί να πάρει κόσμο από τα “επίσημα”, όπως λέγονται και να τον βάλει σε μάχιμες αστυνομικές υπηρεσίες πρώτης γραμμής, να βγάλει “την αστυνομία στους δρόμους”», δήλωσε για να προσθέσει: «Όλοι κι εγώ πρώτος, επαιρόμαστε τους δυο πρώτους μήνες ότι τα καταφέραμε και μετά γυρνάμε στα ίδια. Γιατί η πίεση της ζήτησης είναι κοινωνικό φαινόμενο και δεν λύνεται με διαταγές».

Αναλαμβάνοντας, όπως είπε, πλήρως την πολιτική ευθύνη και για λογαριασμό όλων όσοι είχαν το ίδιο πόστο τα προηγούμενα χρόνια και δεν άλλαξαν το σύστημα με το οποίο διατίθεται αστυνομική φρούρηση σε δημόσια πρόσωπα, όπως πολιτικοί, δικαστικοί και άλλοι, ο κ. Χρυσοχοΐδης δεσμεύθηκε δημοσίως ότι: «Θα νομοθετήσουμε τώρα με τόλμη και φαντασία και πολύ διάλογο». Συμπλήρωσε ότι «δεν θα ανακαλύψουμε τροχό», αλλά «θα μεταφέρουμε καλές πρακτικές άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, που έδρασαν στο θέμα νωρίτερα από εμάς», προδιαγράφοντας τη συνεργασία της ΕΛΑΣ με ιδιωτικές εταιρίες φύλαξης.

Εξίσου προβληματικός υπήρξε, εξάλλου, και ο τρόπος αντίδρασης της ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας όταν αποκαλύφθηκε ότι μέσω εικονικών αυξήσεων στους μισθούς του, το συγκεκριμένο πρόσωπο προσπάθησε να αποσπάσει από το Δημόσιο χρήματα που δεν δικαιούνταν μέσω του προγράμματος «Συνεργασία».

Ο τότε αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης προχώρησε μεν σε επείγουσα νομοθετική ρύθμιση για να περιορίσει τις παράνομες απαιτήσεις του κ. Φουρθιώτη, θέτοντας πλαφόν στο ύψος της αποζημίωσης ειδικού σκοπού που μπορεί να λάβει κάποιος, πλην, όμως, δεν κατονόμασε τα πρόσωπα που τον είχαν απειλήσει. Και, πολύ περισσότερο, δεν προσέφυγε στη Δικαιοσύνη για τις παρανομίες που εξελίχθηκαν μπροστά στα μάτια του. «Θα έπρεπε την ίδια ώρα να διατάξει τη σύλληψή του και τον στείλει απευθείας στον εισαγγελέα», υποστήριζαν τις προηγούμενες ημέρες συνάδελφοι του νυν κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας.

Αν και αρμόδιοι αξιωματούχοι απορρίπτουν κάθε ισχυρισμό περί εμπλοκής της κυβερνητικής ηγεσίας στις «εξυπηρετήσεις» προς τον Μένιο Φουρθιώτη, ωστόσο, τόσο η καθυστερημένη απόσυρση της αστυνομικής φρουράς του τηλεπαρουσιαστή όσο και η εκ των υστέρων παραπομπή στη Δικαιοσύνη της υπόθεσης με τις υπερβολικές απαιτήσεις αποζημίωσης από το υπουργείο Εργασίας, δημιουργούν προβληματισμό στους πολίτες.

Το γεγονός ότι τέτοια φαινόμενα έρχονται από το παρελθόν δεν αποτελεί δικαιολογία. Ούτε μπορεί να εκληφθεί ως άλλοθι η επισήμανση ότι παλαιότερα ο συγκεκριμένος τηλεπαρουσιαστής εκθείαζε από το τηλεοπτικό του βήμα τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρμόδιο για τις τηλεοπτικές συχνότητες υπουργό Νίκο Παπά, ενώ ο «καναλάρχης» Φίλιππος Βρυώνης που του παρέχει τηλεοπτική στέγη είχε προσκληθεί και παρίστατο στη φιέστα… εξόδου από το Μνημόνιο που διοργάνωσε η προηγούμενη κυβέρνηση.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η αθάνατη γραφειοκρατία βγάζει τη γλώσσα στον μεταρρυθμιστικό οίστρο

 Είναι απερίγραπτη η ευρηματικότητα με την οποία η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία έχει καταφέρει στον καιρό της πανδημίας να εξουδετερώσει όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλουν ορισμένοι –και σε καμία περίπτωση, όχι όλοι- οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι  για να επιταχυνθεί η εξυπηρέτηση του άμοιρού Έλληνα πολίτη.

Με πρόσχημα τον κορωνοϊό, η πλειονότητα των υπηρεσιών του στενού αλλά και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, όταν δεν έχουν κατεβάσει πλήρως ρολά, αποφεύγοντας την επικοινωνία με τους πολίτες, υπολειτουργούν προκλητικά. Το πιο προκλητικό, μάλιστα, είναι ότι έχουν μετατρέψει σε αρωγό της ραθυμίας τους την ίδια την τεχνολογία, η οποία τους έχει προσφερθεί για να λύνουν προβλήματα και να εξυπηρετούν εγκαίρως τους πολίτες.

Πως συμβαίνει αυτό; Με τον εξής καταπληκτικό τρόπο: Εκεί που πριν στεκόσουν στην ουρά για να διεκπεραιώσεις την υπόθεση που σε απασχολούσε εντός της ίδιας ημέρας, τώρα σε διώχνουν και σου ζητούν να κλείσεις ραντεβού μέσω email για να σε καλέσουν όποτε εκείνοι δεήσουν να ασχοληθούν με το αίτημά σου, ακόμη και αν είναι για να τους πληρώσεις. Το ραντεβού, μάλιστα, που σου κλείνουν -σε πολεοδομίες, Δήμους, ασφαλιστικά ταμεία και άλλες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και κάποια… ΚΕΠ- είναι πολλές μέρες και συχνά εβδομάδες μετά.

Μέρα με την ημέρα και εβδομάδα με την εβδομάδα, το φαινόμενο παίρνει όλο και μεγαλύτερη έκταση, αφού οι υπάλληλοι που βρίσκονται στις θέσεις τους είναι ελάχιστοι. Όλοι οι υπόλοιποι, επικαλούμενοι προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την πανδημία, απέχουν από την εργασία τους. Χωρίς, βεβαίως, ούτε οι ίδιοι να συναισθανθούν ούτε κάποιος από τους προϊσταμένους τους να τους υποδείξει ότι κάλλιστα θα μπορούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους μέσω τηλεργασίας. Ή, απλούστερα, να πάρουν δουλειά για το σπίτι, όπως –εκόντες, άκοντες- κάνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα.

Τα παραδείγματα που έχω υπόψη μου δεν είναι ούτε ένα ούτε δύο. Είναι πάμπολλα και πολύ συγκεκριμένα. Σε Δήμο της Αττικής που παλαιότερα χορηγούσε άμεσα βεβαίωση για ηλεκτροδότηση νεόδμητου ακινήτου, τώρα ζητούν να καταθέσεις τα έγγραφα για να τα ελέγξουν και να σε καλέσουν να ξαναπάς είτε για να συμπληρώσεις ελλείψεις που δεν διαπιστώνονται στην κατάθεση, είτε για να πάρεις τη βεβαίωση. Πότε; «Άγνωστο», σου απαντά η εργαζόμενη στο «Πρωτόκολλο». Και αν απορήσεις, η απάντησή της είναι αυτόματη: «Υπάρχει φόρτος εργασίας. Λείπει κόσμος. Θα σας σταλεί mail πότε να ξαναέλθετε».

Έπειτα από αυτή την αποστομωτική απάντηση, πώς να τολμήσεις να ρωτήσεις ποιος είναι ο λόγος που υπάρχουν ακόμη υπηρεσίες Πρωτοκόλλου στην ελληνική δημόσια διοίκηση; Είχε προηγηθεί, άλλωστε, ένας ακόμη πιο… επικός διάλογος. Στο ερώτημα του πολίτη για το ποια ακριβώς έγγραφα έπρεπε να καταθέσει, η υπάλληλος (που δεν αποκλείεται να ένοιωθε και… κορόιδο αφού ήταν η μόνη η οποία –θεωρητικώς, τουλάχιστον- δούλευε σε έναν ολόκληρο όροφο) αφοπλιστικά δήλωνε: «Εγώ θα παραλάβω ό,τι μου καταθέσετε …»!

Στα ασφαλιστικά ταμεία η κατάσταση είναι τρισχειρότερη. Περισσότερες πιθανότητες έχει κανείς να πιάσει τον πρώτο λαχνό στο Λόττο παρά να καταφέρει να μιλήσει στο τηλέφωνο με υπάλληλο του ΕΦΚΑ. Δικαιολογημένα, ίσως, αφού ο αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης βρίσκει, έτσι, άλλοθι για να δικαιολογήσει την εκτίναξη των εκκρεμών συντάξεων σε αριθμούς πολύ πιο δυσθεώρητους από εκείνους για τους οποίους, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, εξαπέλυσε μύδρους κατά της προκατόχου του Έφης Αχτσιόγλου που έπεφτε συνεχώς έξω στις συνεχείς προφητείες ότι σε λίγους μήνες θα λυνόταν οριστικά το πρόβλημα.

«Μην μας πουν τώρα ότι δεν υπήρχε κορωνοϊός που δυσκόλεψε τα πράγματα, αφού πολλοί υπάλληλοι δεν πήγαιναν στη δουλειά τους…», απαντούσε προ ημερών ο υπουργός Εργασίας όταν κλήθηκε από τον «Θέμα 104.6» να δώσει εξηγήσεις για τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι εκκρεμείς συντάξεις «δημιουργούν κρυφό χρέος» που ήχησε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, αποκαλύπτοντας ότι τα εκκρεμή συνταξιοδοτικά δικαιώματα φθάνουν πλέον τις 300.000.

Πίσω από αυτό τον αριθμό βρίσκονται ισάριθμοι πολίτες που σίγουρα θυμώνουν όταν ακούν τον κ. Βρούτση να επαίρεται ότι δίνει συντάξεις σε… ένα δευτερόλεπτο και με το πάτημα ενός κουμπιού. Και για να μη θεωρηθούν δημοσιογραφική υπερβολή όλα τα παραπάνω, έχω στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου δύο κραυγαλέες περιπτώσεις από τον ευρύτερο οικογενειακό μου: η μια αφορά σύνταξη χηρείας που εκκρεμεί από το 2016 και η άλλη επικουρική σύνταξη που δεν έχει χορηγηθεί από το 2014.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι όσες μεταρρυθμίσεις και αν σχεδιάσουν ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ο Γρηγόρης Ζαριφόπουλος και ο Γιώργος Γεωργαντάς, που στελεχώνουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία θα τους… βγάζει τη γλώσσα. Επειδή αισθάνεται -και είναι- τόσο αλώβητη ώστε να μπορεί ακόμη και την κρίση της πανδημίας να την μετατρέπει σε ευκαιρία για περισσότερη λούφα.

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

«Λογοδοσία» για τις «αστοχίες» των voucher δεν προβλέπεται;

Σπανίως τόσο λίγες λέξεις δεν έκρυβαν τόσο μεγάλη υποκρισία, όσο αυτή που περιείχαν οι ένδεκα λέξεις στην καταληκτική πρόταση της δήλωσης με την οποία ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα στο φιάσκο με την υποτιθέμενη τηλεκατάρτιση των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων μέσω των διαβόητων «voucher».
«Τυχόν αστοχίες, όπως έγινε και σε άλλες περιπτώσεις, εντοπίζονται και διορθώνονται», έγραψε ο κ. Βρούτσης στην ανακοίνωση που εκών άκων εξέδωσε για να δημοσιοποιήσει ότι «με απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης επιστημόνων με τηλεκατάρτιση καταργείται».
Τα αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία ευλόγως και ανεξαρτήτως της μανίας του ΣΥΡΙΖΑ για να βρει αντιπολιτευτικές ραφές, προκύπτουν από την υποκριτική υπεκφυγή του υπουργού Εργασίας είναι πολλά και δεν είναι καθόλου εύκολο να υπερκεραστούν με ισχυρισμούς ότι «ξεκινά αξιολόγηση των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης μέσω ενδελεχούς ελέγχου της ποιότητας των προγραμμάτων κατάρτισης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού».
Αλήθεια; Πότε θα αρχίσει ο ενδελεχής έλεγχος; Και ως τώρα γιατί δεν άρχιζε; Ήταν όλα καλά; Ή έτσι νόμιζε ο ρέκτης υπουργός; Ο οποίος –τι σύμπτωση!- ήταν στην ίδια θέση και πριν από το 2015 και άρα ήξερε –ή, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να ξέρει- την κατάσταση που επικρατεί γύρω από τα περίφημα ΚΕΚ τα οποία χρόνια τώρα έχουν, στην πλειονότητά τους, δώσει δείγματα γραφής για την «ποιότητα» των υπηρεσιών που παρέχουν.
Ο ισχυρισμός ότι «δεν είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να κουνά το δάχτυλο για τα ΚΕΚ όταν η αρμόδια για τη διαχείριση κοινοτικών πόρων επί κυβέρνησης Τσίπρα παραιτήθηκε καταγγέλλοντας φωτογραφικούς διαγωνισμούς και εύνοια του Υπουργείου Εργασίας υπέρ των μεγάλων Κέντρων», μπορεί να ήταν άλλοθι τον Απρίλιο του 2019. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι τον Απρίλιο του 2020.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Στο τελευταίο μήνυμα που απηύθυνε προς τους πολίτες την Μεγάλη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υπογραμμίσει με έμφαση τη σημασία της λογοδοσίας που πρέπει να υπάρξει για το αναπόφευκτο γεγονός ότι σε αυτή την ιδιαίτερη συγκυρία της επέλασης του κορωνοϊού λαμβάνονται αποφάσεις υπό συνθήκες εκτάκτων αναγκών.
«Στην αρχή αυτής της περιπέτειας, ζήτησα την ισχύ της εμπιστοσύνης σας», είχε πει ο πρωθυπουργός. «Και μου την προσφέρατε απλόχερα. Πιστεύω ότι, με σκληρή δουλειά, σας την ανταποδίδω καθημερινά. Δεν ξεχνώ, όμως, ότι αυτή η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον», συμπλήρωσε.
Και αμέσως μετά, ανέλαβε σαφείς δεσμεύσεις: «Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας την λογοδοσία. Γιατί καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους τον άκουσαν.
Κάποιοι… μυαλοφυγόδικοι έσπευσαν να εκφράσουν την άποψη –ή μήπως τις φοβίες τους;- ότι η πρωθυπουργική αναφορά στην λογοδοσία ήταν προαναγγελία προθέσεων για να –αν είναι δυνατόν!- να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Οι λογικοί και οι νουνεχείς, ωστόσο, αντιλήφθηκαν το αυτονόητο που ισχύει στα δημοκρατικά καθεστώτα και που δεν είναι άλλο από το ότι οι κυβερνήσεις δίνουν πάντοτε λόγο για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
Όπως και να έχει, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έπειτα από την -ηθελημένη ή μη- παραδοχή του κ. Βρούτση ότι υπέπεσε σε «αστοχία», η επόμενη αυτονόητη κίνησή του είναι η υποχρέωση να λογοδοτήσει στους πολίτες που δοκιμάζονται τόσο από την τεράστια υγειονομική κρίση όσο και από την απότοκη μεγάλη οικονομική κρίση.
Κακά τα ψέματα, όμως, λογοδοσία χωρίς ανάληψη ευθύνης δεν υπάρχει. Γι΄ αυτό και δεν αρκεί που ο υπουργός Εργασίας μίλησε γενικώς και αορίστως για «αστοχίες». Στοιχειώδης υποχρέωσή του είναι να αναλάβει και τις ευθύνες για τις άστοχες πρωτοβουλίες και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα, το οποίο κάθε υπεύθυνος πολιτικός σε κοινοβουλευτική δημοκρατία ξέρει ποιο είναι και δεν χρειάζεται να του το υποδείξει κανείς.
Το μέλλον του κ. Βρούτση, εξάλλου, είναι μάλλον… εξασφαλισμένο. Μπορεί άνετα να «μονιμοποιηθεί» ως σχολιαστής στα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Άλλωστε και μέχρι τώρα δεν έκανε και πολύ διαφορετικά πράγματα…