Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοψήφισμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοψήφισμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Αν σπάσεις το θερμόμετρο, δεν πέφτει ο… πυρετός!


Αν εξαιρέσει κανείς την αφορμή που ήταν τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αυστρία και οδήγησαν στην παραίτηση του καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς, καθόλου δεν πρωτοτυπεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την επιλογή του να στοχοποιήσει τις δημοσκοπήσεις και τα μέσα ενημέρωσης προτείνοντας να συσταθεί Εξεταστική των πραγμάτων Επιτροπή για να γίνει διερεύνηση των υποψιών που έχουν στην Κουμουνδούρου ότι το σύνολο των εταιριών που διεξάγουν μετρήσεις μετέχουν σε μια συνωμοσία εις βάρος τους. 

Έχει συμβεί πάμπολλες φορές κατά το παρελθόν οι πολιτικοί σχηματισμοί που υστερούν στις μετρήσεις να αντιδρούν στρεφόμενοι εναντίον των δημοσκόπων. Άλλοτε αντιδρούν αμφισβητώντας τη μεθοδολογία των ερευνών τους ή την αξιοπιστία των στοιχείων που συλλέγουν οι εταιρίες και δημοσιοποιούν τα media. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξιφουλκούν εκτοξεύοντας βαρύτατες καταγγελίες, οι οποίες, συχνά, πυκνά, συνοδεύονται με απειλές για μηνύσεις και κάθε άλλου είδους δικαστικές προσφυγές. Απειλές, όμως, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν τελεσφορούν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι δεν έχουν αντικείμενο.

Είναι, άλλωστε, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες οι οποίοι όταν οι μετρήσεις των ίδιων ακριβώς εταιριών είναι ευνοϊκές για τις επιδιώξεις τους, όχι μόνον τις αποδέχονται, αλλά τις επικροτούν, τις επικαλούνται και τις διατυμπανίζουν. Και αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή,   χωρίς να παραβλέπει κανείς ότι σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπήρξαν όντως αστοχίες, ο γενικός κανόνας είναι ότι οι έρευνες των αναγνωρισμένων εταιριών για τις πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στη χώρα μας δεν τα έχουν άσχημα.

Ακόμη και στην κραυγαλέα εξαίρεση που καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2015 με τις ατυχείς, όπως απεδείχθησαν, προβλέψεις για το αποτέλεσμα του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι στην ίδια παγίδα έπεσαν όλες ανεξαιρέτως οι εταιρίες που έκαναν μετρήσεις είτε για λογαριασμό των υποστηρικτών του «ναι» είτε με ανάθεση από τους θιασώτες του «όχι» το οποίο επικράτησε πανηγυρικά. Όπως επίσης δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι πολίτες μάλλον δεν επηρεάστηκαν από τα λανθασμένα ευρήματα των δημοσκόπων και ψήφισαν εκείνο που θεωρούσαν οι ίδιοι σωστό. Ανεξαρτήτως αν στην πορεία είδαν να εφαρμόζεται το ακριβώς αντίθετο…

Οι περιπτώσεις, άλλωστε, που οι δημοσκοπήσεις πέφτουν έξω, είναι ίσως το ισχυρό επιχείρημα που μαρτυρά τη σχετικότητα των ισχυρισμών περί χειραγώγησης της κοινής γνώμης που διατυπώνουν όσοι αναζητούν άλλοθι για την κακοδαιμονία τους. Αν, εξάλλου, αρκούσε η επίκληση μιας ή και περισσότερων δημοσκοπήσεων – «μαϊμού» για να αλλάξουν οι απόψεις των πολιτών, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε χάσει με τον συντριπτικό τρόπο που έχασε τις τελευταίες εκλογές, αφού η κοινή γνώμη θα είχε πειστεί ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα ήταν ο νικητής της κάλπης, όπως προεξοφλούσαν τα φιλικά του μέσα που επικαλούνταν μετρήσεις από εταιρίες «φαντάσματα».

Δεν ξέρω ειλικρινά αν «εξ ιδίων κρίνουν τα αλλότρια» εκεί στην Κουμουνδούρου, επειδή πέφτουν οι ίδιοι θύματα της ψευδούς πραγματικότητας που κατασκευάζουν, αλλά η τακτική της στρουθοκαμήλου, που ακολούθησαν όταν είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και εξακολουθούν να ακολουθούν και τώρα που είναι στην αντιπολίτευση, δεν τους έχει βγει σε καλό. Ενθυμούμαι για παράδειγμα ότι τόσο ο Νίκος Παπάς όταν άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο ελέγχου των τηλεοπτικών καναλιών όσο και ο Νίκος Κοτζιάς όταν υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών διερρήγνυαν τα ιμάτια τους ότι είχαν στα γραφεία τους (μυστικές;) μετρήσεις που διέψευδαν τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις που κατέγραφαν την έντονη διαφωνία της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.

Δύο φορές ως τώρα, την πρώτη όταν ήταν ακόμη στο Μέγαρο Μαξίμου και τη δεύτερη πρόσφατα όταν ρωτήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης αν έχει αλλάξει αφότου έχασε την εξουσία, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει επικαλεστεί τον Μπρεχτ για να πει ότι δεν θέλει να αποτελέσει «μνημείο του εαυτού του». Η τακτική, ωστόσο, που ακολουθούν ο ίδιος και το κόμμα του δείχνει ότι ισχύει το ακριβώς. Όσο ήταν στην κυβέρνηση επιδόθηκαν σε ένα λυσσαλέο πόλεμο κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων που δεν έδιναν γη και ύδωρ στην εξουσία τους, εμφανίζοντας τους συλλήβδην ως «αργυρώνητους».

Φαίνεται ότι δεν διδάχθηκαν τίποτε από το αποτέλεσμα που είχαν οι προσπάθειες τους οι οποίες κατέληξαν σε φιάσκο. Γι΄ αυτό και μάλλον συνεχίζουν απτόητοι, παρόλο που όλο δείχνουν ότι η Εξεταστική που ζήτησαν θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Το ίδιο λάθος, άλλωστε, που είχαν κάνει με τις Πρέσπες και την επιχείρηση καθυπόταξης των ΜΜΕ κάνουν και τώρα μα την καταψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και όχι μόνον. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, αγνοούν τις μετρήσεις που δείχνουν ότι κινούνται στον αντίποδα όσων επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών και ανάμεσά τους ένα μεγάλο μέρος και εκείνων που στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ.             

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα που οι άνθρωποι έχουμε καταφέρει να μετρούμε τον πυρετό μας, κανείς δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος του, επειδή… έσπασε το θερμόμετρο. Η λύση της… παρακεταμόλης ήταν και παραμένει η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για να πέσει ο πυρετός. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τις δημοσκοπήσεις που προσφυώς έχουν αποκληθεί «φωτογραφίες της στιγμής». Τα ευρήματα τους είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν με απειλές, συκοφαντίες και προπηλακισμούς των δημοσκόπων και των μέσων που τα φιλοξενούν…

Πέμπτη 23 Μαΐου 2019

Ένα γράμμα από την εποχή που οι Έλληνες είχαν προσδοκίες από τον Αλέξη Τσίπρα


            Πριν από σχεδόν τεσσεράμισι χρόνια και για την ακρίβεια όταν ο Αλέξης Τσίπρας όδευε πλησίστιος προς την εξουσία, ένας ενεργός πολίτης αυτής της χώρας ένοιωσε την ανάγκη να του γράψει ένα γράμμα. Ήταν ένα κείμενο με το οποίο ο αποστολέας του δεν υπέβαλε κανένα προσωπικό ή άλλο αίτημα. Ούτε διεκδικούσε κάτι για τον εαυτό του, την οικογένεια του, τον κοινωνικό ή τον επαγγελματικό του κύκλο.
            Επρόκειτο για ένα απολύτως ανυστερόβουλο κείμενο, στο οποίο ο συντάκτης του, ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος επιστήμονας με καλό εισόδημα και χωρίς εξάρτηση από το Κράτος, απέφευγε επιμελώς να πει τι θα ψήφιζε στην επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση της 25ης Ιανουαρίου 2015 που θα ακολουθούσε σε δύο εβδομάδες.
Μοναδικό του μέλημα υπήρξε, όπως εύκολα μπορεί να αποφανθεί ακόμη και όποιος διαβάσει τώρα το περί ού ο λόγος γράμμα προς τον κ. Τσίπρα, η βούλησή του να αποτυπώσει με λέξεις την ελπίδα της αλλαγής που είχε εμπνεύσει εκείνη την περίοδο σε πολλούς Έλληνες ο… εν αναμονή πρωθυπουργός.
Βούληση, η οποία υπερέβαινε τα μεγάλα λόγια για το «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ή τον τερματισμό των Μνημονίων με ένα άρθρο και με έναν νόμο. Και δεν επηρεαζόταν από υποσχέσεις για «σεισάχθεια», άμεση κατάργηση του ΕΝΦΙΑ ή πώληση των κυβερνητικών αεροπλάνων. 
            «Ο λαός έχει επενδύσει σε σας πολλές ελπίδες. Τις τελευταίες του… Και όχι μόνον αυτοί που το ομολογούν αλλά και οι υπόλοιποι, που πιθανόν να μην ψηφίσουν τον ΣΥΡΙΖΑ», ήταν μια από τις καίριες επισημάνσεις που έκανε και μάλιστα κατά τρόπο προφητικό.
            Μπορεί, άλλωστε, στις πρώτες εκλογές του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ να έλαβε ποσοστό 36,34%, ο αρχηγός του και νεόκοπος πρωθυπουργός απολάμβανε το διάστημα που ακολούθησε τις νικηφόρες για εκείνον κάλπες μοναδική στα μεταπολιτευτικά χρονικά δημοφιλία.
            Σε δημοσκόπηση της Public Issue που διενεργήθηκε τον Μάιο του 2015 για λογαριασμό της… «Αυγής» (!) -ήταν βλέπετε η περίοδος που οι δημοσκόποι ήταν της αρεσκείας των ΣΥΡΙΖΑίων και τα ευρήματά τους θεωρούνταν αναμφισβήτητα θέσφατα- θετική γνώμη για τον Αλέξη Τσίπρα είχε το 77% των πολιτών, για τον Πάνο Καμμένο το 48%, ενώ ο Αντώνης Σαμαράς ήταν καθηλωμένος στο 28% και ο… άμοιρος Ευάγγελος Βενιζέλος μόλις που ξεπερνούσε τον αρχηγό της Χρυσής Αυγής και έφθανε σε ένα ισχνό 20%.
            Θέλετε και την καταλληλότητα για την πρωθυπουργία; Το 63% των Ελλήνων –ποσοστό δηλαδή σχεδόν ίσο με εκείνο όσων προτίμησαν το «Όχι» στο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου 2015- ήθελε τον κ. Τσίπρα. Και μόλις το 20% νοσταλγούσε τον κ. Σαμαρά. Όσο για τα ποσοστά των κομμάτων, τα ευρήματα ήταν το ίδιο εντυπωσιακά: ο ΣΥΡΙΖΑ συγκέντρωσε 48,5%, η ΝΔ 21%, η Χρυσή Αυγή 6%, όσο και το ΚΚΕ, το Ποτάμι 5,5%, το ΠΑΣΟΚ 4% και οι ΑΝΕΛ 3,5%.
Αυτά, λοιπόν, που συνέβησαν τον Μάιο του 2015, ο επιστολογράφος του κ. Τσίπρα τα προδίκαζε τέσσερις μήνες νωρίτερα περιγράφοντας πρωθύστερα το κλίμα ευφορίας που είχε προκαλέσει στην ελληνική κοινωνία η προσδοκώμενη επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Θύμιζε, μάλιστα, στον μέλλοντα πρωθυπουργό το προηγούμενο του Γάλλου Προέδρου Φρανσουά Μιτεράν ο οποίος το 1981 όταν εξελέγη πρώτη φορά στο ύπατο αξίωμα της χώρας του απευθύνθηκε στους συμπατριώτες του ευχαριστώντας όχι μόνον εκείνους που τον ψήφισαν αλλά και όσους δεν τον ψήφισαν.
Ενώ, αφού επαναλάμβανε ότι ακόμη και οι «αντίπαλοι» του κ. Τσίπρα είχαν επενδύσει μεγάλες προσδοκίες στο πρόσωπό του, ο επιστολογράφος τον καλούσε να αποφύγει τη διχόνοια και τον διχασμό, φαινόμενα από τα οποία, όπως σημείωνε, η χώρα μας έχει ταλαιπωρηθεί και ζημιωθεί αφάνταστα. «Στις μέρες μας, πλέον, κάτι τέτοιο είναι “πολυτέλεια” που δεν μπορούμε να έχουμε…», του έγραφε.
«Πολύ σύντομα θα βρεθείτε αντιμέτωπος με την Ιστορία. Είστε νέος, έξυπνος και άφθαρτος. Προσπαθήστε να δώσετε τις σωστές προτεραιότητες. Όχι μόνον η Ελλάδα αλλά και όλη η Ευρώπη περιμένει από σας κάτι καινούργιο…», συμπλήρωνε.
Ο επιστολογράφος είναι βέβαιος ότι το γράμμα του έφθασε στον Αλέξη Τσίπρα. Εικάζει μάλιστα ότι μπορεί και να το διάβασε. Με την ύστερη, όμως, γνώση που έχει, αμφιβάλλει αν κατάλαβε κάτι από όσα του έγραψε. Και, πάντως, είναι πεπεισμένος ότι δεν εφάρμοσε καμία από τις επισημάνσεις του. Είτε γιατί δεν ήθελε, είτε γιατί δεν μπορούσε –μικρή σημασία έχει.
Κακά τα ψέματα, στα τεσσεράμισι χρόνια της διακυβέρνησής του, ο κ. Τσίπρας κινήθηκε στον αντίποδα της εθνικής ενότητας και συνεννόησης που απαιτούσαν οι καιροί που τον έφεραν στο πολιτικό προσκήνιο. Διέψευσε, αν όχι τις ελπίδες όσων τον ψήφισαν, σίγουρα τις (κρυφές;) προσδοκίες όσων δεν τον ψήφισαν.
Στην πραγματικότητα, επένδυσε στη διχόνοια και στον διχασμό. Και στο ίδιο μοτίβο εξακολουθεί να επενδύει. «Στην Ελλάδα τώρα θα διοικούν οι πολλοί και θα υπακούνε οι λίγοι», είπε πρόσφατα σε ένα προεκλογικό μπαλκόνι. Ενώ δεν περνάει μέρα και ώρα που να μην επιμείνει στον παλαιοκομματικό εκμαυλισμό και στη μικρομέγαλη οίηση που τον χαρακτηρίζει και η οποία μεγιστοποιήθηκε εξαιτίας της ευκολίας με την οποία αναρριχήθηκε στην εξουσία.
Γι΄ αυτό και οι περισσότεροι Έλληνες που στο παρελθόν είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη νίκη του, τώρα έχουν άλλες προσδοκίες. Προσδοκίες που θα εκφραστούν ηχηρά στις κάλπες της Κυριακής. Και θα συνοδεύονται με την ελπίδα να μην διαψευστούν και πάλι.

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Οι βαρύτατες συνέπειες της 5ης Ιουλίου



            Τρία χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μεγαλύτερη πολιτική φαρσοκωμωδία που έχουμε ζήσει σε αυτή τη χώρα και που δεν είναι άλλη από το διαβόητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Μια φαρσοκωμωδία που δεν ξέρει κανείς ποιοι πρέπει να κλαίνε και ποιοι να γελάνε σε μια τέτοια επέτειο. Και που το πιθανότερο είναι ότι από τον ιστορικό του μέλλοντος θα καθιερωθεί ως ισοδύναμο της «Πρωταπριλιάς» και ως συνώνυμο της απόλυτης πολιτικής εξαπάτησης ενός λαού από την εκλεγμένη ηγεσία του.
Με την απόσταση της τριετίας, που παρήλθε από το ιστορικό αυτό ορόσημο της κορύφωσης των, εν πολλοίς, συνειδητών ψευδαισθήσεων και αυταπατών, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον να μπορούσε κανείς να καταγράψει τα συναισθήματα του μεγάλου πλήθους που είχε βγει στους δρόμους τόσο την παραμονή της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για να αποθεώσει όσους τον καλούσαν να ψηφίσει «Όχι» όσο και το βράδυ της έκδοσης του συντριπτικού αποτελέσματος όταν πλήθος λαού κατέκλυσε τις ανά την ελληνική επικράτεια πλατείες για να πανηγυρίσει την εντυπωσιακή πλειοψηφία με την οποία είχε γίνει δεκτή η απαίτηση των κυβερνώντων.
Πόσοι, άραγε, εξακολουθούν να θεωρούν ότι η στάση στην οποία τους κατηύθυναν οι ιθύνοντες της τότε εξουσίας ήταν πράξη αντίστασης κατά των δανειστών και έκφρασης εθνικής υπερηφάνειας; Και πόσοι, αντιστοίχως, είναι όσοι έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως το εύρος της ιστορικά πρωτοφανούς απάτης την οποία υπέστησαν από μια άφρονα ηγεσία; Μια άφρονα ηγεσία η οποία, όπως έδειξε η συνέχεια, δεν ήξερε ούτε τι ήθελε ούτε τι ζητούσε από τους εταίρους ούτε τι καλούσε τους Έλληνες να κάνουν.
Διότι, κακά τα ψέματα, στην πραγματικότητα ο ελληνικός λαός κλήθηκε να απορρίψει μια πρόταση των εταίρων και δανειστών της χώρας αλλά λίγες μέρες μετά οι εισηγητές της απόρριψης –σε απόλυτη αντίθεση με ότι είχαν ψηφίσει οι πολίτες- αποδέχονταν μια πολύ χειρότερη συμφωνία, οι επιπτώσεις της οποίας ήταν βαρύτατες για την ελληνική οικονομία αλλά και για την καθημερινότητα ενός εκάστου των Ελλήνων.
Οι επιπτώσεις, άλλωστε, εκείνης της παρανοϊκής πρωτοβουλίας έχουν αφήσει βαθιά σημάδια στο σώμα της ελληνικής οικονομίας. Είναι ο πλήρης αφελληνισμός του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Είναι η μεταβίβαση του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρους της δημόσιας περιουσίας στους πιστωτές. Είναι τα καταστροφικά capitalcontrols. Είναιη επιπλέον και με κάθε μέσο φοροαφαίμαξη των πάντων.Είναι οι νέες εισοδηματικές περικοπές σε εργαζόμενους και συνταξιούχους που θα συνεχιστούν και μετά το τέλος του τρίτου και σκληρότερου μνημονιακού προγράμματος.
Δεν είναι, όμως, εμφανείς μόνον στην οικονομία οι συνέπειες από το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και την συνακόλουθη απροκάλυπτη πλαστογράφηση της βούλησης των πολιτών. Είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, βαθιά τα σημάδια που αφήνει στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Είναι, πρωτίστως, τα σημάδια που δημιούργησε ο διχασμός της κοινωνίας με την αδιάκοπη προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες ότι όποιος δεν συμφωνεί με την κυβέρνηση είναι εχθρός του λαού και πρέπει να δαιμονοποιηθεί με τη χρήση κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου, αρκεί να εξυπηρετούνται, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Και είναι, επιπροσθέτως, ο εθισμός στο ψέμα που επιχειρείται με τη διαρκή διαστρέβλωση της πραγματικότητας και την εμπέδωση της αντίληψης ότι «όλα επιτρέπονται» στο όνομα του υποτιθέμενου «ηθικού πλεονεκτήματος» που οι ίδιοι οι κυβερνώντες απένειμαν αυθαιρέτως στους εαυτούς τους. 
Τα όσα, άλλωστε, διαμείβονται αυτές τις μέρες στην πολιτική ζωή του τόπου είναι άκρως χαρακτηριστικά τόσο για τη διχαστική λογική που επιχειρείται να επιβληθεί όσο και για την αέναη συνέχιση της κοροϊδίας των Ελλήνων και την ατελεύτητη υποτίμηση της νοημοσύνης τους.
Δίνουν «γη και ύδωρ»σε όλα τα μέτωπα, από το Σκοπιανό και το χρέος έως το Μεταναστευτικό και τα εξοπλιστικά, εκλιπαρώντας του εταίρους και δανειστές να τους επιτρέψουν να «πουλήσουν καθρεφτάκια και χάντρες στους ιθαγενείς» με υποσχέσεις περί δήθεν «καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια» και μετάθεσης της περικοπής των συντάξεων για μετά τις εκλογές ώστε να επιπέσουν επί των κεφαλών της επόμενης κυβέρνησης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα το μόνο που μπορεί να αποδειχθεί παρήγορο είναι η πεποίθηση από την οποία φαίνεται να διακατέχονται αρκετοί από τους κυβερνώντες οι οποίοι δείχνουν να πιστεύουν ότι, αφού η απάτη της 5ης Ιουλίου 2015 δεν τους στοίχισε εκλογικά στις κάλπες που στήθηκαν λίγους μήνες αργότερα, μπορούν να συνεχίσουν στο διηνεκές την κοροϊδία των πολιτών.
Αν όντως αυτή είναι η επικρατούσα αντίληψη στο συνονθύλευμα που παριστάνει το κυβερνητικό σχήμα, τότε μπορεί να ελπίζεται ότι ίσως αποδειχθεί καθοριστικός ο πειρασμός να δοκιμάσουν και πάλι την ετυμηγορία της κάλπης σε αυτή τη φάση που δεν τους βγαίνει τίποτε.
Αν το κάνουν πράγματι, είτε από άγνοια κινδύνου είτε από υπερβολική, λόγω αλαζονείας, εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους, τότε υπάρχει η ελπίδα μέσα στις τόσες αρνητικές επιπτώσεις της 5ης Ιουλίου να προκύψει και μια θετική συνέπεια.
Και για όσους τυχόν έχουν αμφιβολίες για το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης οι επιστήμονες που μελετούν απροκατάληπτα και σε βάθος τις όχι και τόσο εμφανείς μεταβολές στην ελληνική κοινωνία επισημαίνουν ότι οι έξωθεν επιβολές που κορυφώθηκαν με το Μεταναστευτικό και το Μακεδονικό έχουν δοκιμάσει τα υπαρξιακά όρια των Ελλήνων σε βαθμό πολύ πιο σημαντικό από τη μνημονιακή φτωχοποίηση που υπέστησαν την τελευταία οκταετία.

Πέμπτη 6 Ιουλίου 2017

Ανάμεσα σε σκευωρίες και φιάσκο



Στη δεύτερη επέτειο από την αποφράδα ημέρα της ύψιστης πολιτικής αναξιοπρέπειας, όπως έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη η 5η Ιουλίου, την ημερομηνία κατά την οποία διεξήχθη στη χώρα μας το πιο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα στην εγχώρια, αν όχι και στην παγκόσμια, ιστορία, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επέλεξε να πάει στη Βουλή.
Μόνον όμως, που η προσέλευση του κ. Τσίπρα στη Βουλή δεν αφορούσε το δημοψήφισμα και δεν ήταν καθόλου πανηγυρική, όπως θα περίμενε κανείς που πίστεψε πως ίσχυσε έστω και ένα ψήγμα από όλα όσα είχε ο ίδιος διακηρύξει πριν από δύο χρόνια και είχαν εκτινάξει το «Όχι» στην κάλπη και είχαν κάνει τόσο πολύ κόσμο να ξεχυθεί στο Σύνταγμα για να γιορτάσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Ήταν, αντιθέτως, μια έκτακτη πρωθυπουργική επίσκεψη στο Κοινοβούλιο  που στόχο είχε μάλλον να ξεχαστεί η επέτειος και τα όσα ήρθαν με αυτή την αφορμή στην επικαιρότητα για τα επικίνδυνα νομισματικά παιχνίδια της παρέας του ανεκδιήγητου Βαρουφάκη που είναι ακόμη στα πράγματα και εξακολουθούν να ρυθμίζουν τις τύχες της ελληνικής οικονομίας.
Γι΄ αυτό και ο κ. Τσίπρας πήγε εντελώς απροειδοποίητα στη Βουλή για να αξιοποιήσει τη συζήτηση επί του πορίσματος της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής που διενήργησε προκαταρκτική εξέταση κατά του πρώην Υπουργού Γιάννου Παπαντωνίου. Επιτροπή η οποία οδηγήθηκε σε ένα μεγαλοπρεπέστατο φιάσκο αφού την συγκρότησαν προκειμένου να φύγει από τη Δικαιοσύνη η υπόθεση με τις κατηγορίες κατά του υπουργού Εθνικής Άμυνας ώστε να ενεργοποιηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και μήνες αργότερα κατέληξαν στο αυτονόητο: ότι, δηλαδή μόνοι αρμόδιοι για την διερεύνηση και την εκδίκαση είναι οι εισαγγελικοί και δικαστικοί λειτουργοί.
Αντί, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας να απολογηθεί για το φιάσκο και την πολύμηνη καθυστέρηση που για επικοινωνιακούς λόγους προκάλεσε, πήγε στη Βουλή για να κατηγορήσει τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη και την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης Φώφη Γεννηματά που για λόγους αυτοσεβασμού δεν παρέστησαν στην κοινοβουλευτική παρωδία η οποία στήθηκε για τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης ευτελίζοντας τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Οι βουλευτές κλήθηκαν να ψηφίσουν για να επιστραφεί στη Δικαιοσύνη η δικογραφία που μόλις λίγους μήνες πριν είχαν ψηφίσει ότι έπρεπε να πάει στη Βουλή και που, αν κρατούνταν εκεί και δεν επέστρεφε στους φυσικούς δικαστές, τα αδικήματα που βαρύνουν τον κ. Παπαντωνίου θα ήταν, με βάση το άρθρο 86 του Συντάγματος, παραγεγραμμένα!
Δεν είναι, δυστυχώς, ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος αποπροσανατολισμός που επιχειρεί ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μαξίμου. Και όπως φάνηκε από την απίθανη αγόρευση του κ. Τσίπρα αυτή θα είναι η κεντρική γραμμή με την οποία σχεδόν κατ΄  αποκλειστικότητα θα κινείται εφεξής η κυβέρνησης. Για κάθε φιάσκο που θα αντιμετωπίζουν οι προπαγανδιστές του Μαξίμου θα ακολουθεί μια καινούργια σκευωρία.
Ζητούν, για παράδειγμα, συγνώμη τα κυβερνητικά φερέφωνα από τον Σταύρο Παπασταύρου, τον στενό συνεργάτη του Αντώνη Σαμαρά; Ακολουθούν τα ίδια «πιστόλια» με μια εκστρατεία λάσπης μέσω διαδόσεων κατά του Σπύρου Σημίτη, του αδελφού του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη. Ο τελευταίος φαίνεται να είναι ο εφιάλτης των «ενοίκων» του Μαξίμου, ίσως διότι εκπροσώπησε όταν ήταν στη διακυβέρνηση όλες τις αρχές και τις αξίες που αντιστρατεύονται τον λαϊκίστικο καθεστωτισμό των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Πέφτουν στο κενό οι υπονομευτικές επιθέσεις κατά του Γιάννη Στουρνάρα και του Γκίκα Χαρδούβελη; Απτόητα τα κυβερνητικά χαλκεία κάνουν θόρυβο, δίνοντας διάσταση πολιτικού σκανδάλου στα κονδύλια του ΚΕΕΛΠΝΟ, στις μίζες της Novartis και στα απλήρωτα νοσήλια του Ερρίκος Ντυνάν. Ξεπερνά, άλλωστε, κάθε όριο… Πολακισμού να ακούει κανείς τον πρωθυπουργό, ο οποίος ψευδώς διατείνεται ότι είναι εκείνος που καθιέρωσε τη δωρεάν νοσηλεία για τους ανασφάλιστους, να καταγγέλλει ότι συγγενείς πολιτικών νοσηλευόταν χαριστικά στο νοσοκομείο που ανήκε στον Ερυθρό Σταυρό. Δεν ήταν άραγε ασφαλισμένοι όλοι αυτοί; Προφανώς και ήταν. Αλλά θόρυβος να γίνεται για να έχει να ασχολείται με κάτι η κυβέρνηση. Και να έχει λόγο… να πηγαίνει στο Κοινοβούλιο και ο πρωθυπουργός.
Για όλες αυτές τις υποθέσεις, του ΚΕΛΠΝΟ, της Novartis και του Ερρίκος Ντυνάν ασχολούνται επί μήνες και χρόνια οι δικαστικές αρχές και τα αποτελέσματα των ερευνών τους φαίνεται να είναι πιο πενιχρά ακόμη και από τα ψίχουλα που απέδωσαν οι υπερτιμημένοι υπολογισμοί των κυβερνητικών αξιωματούχων για τις διαβόητες λίστες φοροφυγάδων –Λαγκάρντ, Μπόργιανς, Λιχτενστάιν και πάει λέγοντας- από τις οποίες φαντασιώνονταν ότι θα αποκόμιζαν περισσότερα από την εικονική περιουσία του Αρτέμη Σώρρα.
Παρά, μάλιστα, την ενασχόληση της Δικαιοσύνης με τη διερεύνηση των φουσκωμένων, όπως αποδεικνύεται, σκανδάλων, τίποτε δεν εμπόδισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να «σκαρώσει» Εξεταστική Επιτροπή στη Βουλή. Όπως το ίδιο είχαν κάνει προηγουμένως με τα θαλασσοδάνεια των μέσων ενημέρωσης και των κομμάτων, που και εδώ συγκρότησαν Εξεταστική και ας είχε προϋπάρξει δικαστική εμπλοκή. Για να ακολουθήσει η προαναφερθείσα Προανακριτική για τις μίζες των Εξοπλιστικών επί υπουργίας Παπαντωνίου που πηγαινοέρχεται μεταξύ Δικαιοσύνης και Βουλής σε τρόπον ώστε να μπορεί κ. Τσίπρας να κριτικάρει τον «εκσυγχρονισμό» υπολογίζοντας πως από λαθρεπιβάτης μπορεί να γίνει μόνιμος επιβάτης στο όχημα της Κεντροαριστεράς.
Το γελοίο στην όλη ιστορία είναι ότι με την ίδια ακριβώς  επιχειρηματολογία που σε όλες τις άλλες υποθέσεις έγιναν ένα κουβάρι οι έρευνες Βουλής και Δικαιοσύνης, ο κ. Τσίπρας θεωρεί ότι θα κρατήσει στο απυρόβλητο τον κυβερνητικό του εταίρο. Και γι΄ αυτό αρνείται την πρόταση της ΝΔ για Εξεταστική Επιτροπή, επιχειρώντας να εμποδίσει την κοινοβουλευτική διερεύνηση μιας υπόθεσης η οποία, πλέον, με όσα ο ίδιος ο Πάνος Καμμένος παραδέχθηκε για τις ηχογραφημένες συνομιλίες που έχει στην κατοχή του, ξεπερνά σε βαρύτητα τις αθέμιτες επικοινωνίες με τον φερόμενο ως πλοιοκτήτη του ναρκοπλοίου Noor 1, ισοβίτη Μάκη Γιαννουσάκη.
«Θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη, διότι αυτό είναι το αίτημα του ελληνικού λαού», υποσχέθηκε, παρά ταύτα, ο κ. Τσίπρας στην ομιλία του στη Βουλή. Μια υπόσχεση που είναι σαφές από όσα είπε για να καλύψει τον κ. Καμμένο –«κάποιος ισοβίτης τηλεφώνησε στον υπουργό Άμυνας και αυτός τού υπέδειξε, για μια πολύ σημαντική υπόθεση, που αφορά εμπορία ναρκωτικών, να πάει στη Δικαιοσύνη»- ότι θα έχει την τύχη με όλες τις προηγούμενες. Και τι θα μείνει από όλα αυτά; Οι σκευωρίες που η μια μετά την άλλη καταλήγουν σε φιάσκο, μολύνοντας την πολιτική και κοινωνική ζωή.

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2017

Γιατί δεν (ξε)κουράζεται ο πρωθυπουργός;



«Το βαρύ πρόγραμμα του Πρωθυπουργού, τόσο το ελληνικό όσο και το διεθνές, δεν του επιτρέπει να ξεκουραστεί ούτε στο σπίτι του, πόσο μάλλον στο εξωτερικό».Η συγκεκριμένη φράση περιέχεται  αυτολεξεί στο non paper που εξέδωσε το περασμένο Σάββατο ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μεγάρου Μαξίμου για να δώσει με καθυστέρηση μιας ολόκληρης εβδομάδας κάποιες εξηγήσεις για το διαβόητο πλέον κυριακάτικο ταξίδι του Αλέξη Τσίπρα και της άγνωστης ακόμη συνοδείας του στο Παρίσι.
Μέσα στον μάλλον δικαιολογημένο θόρυβο που προκλήθηκε για το μυστηριώδες ταξίδι στη γαλλική πρωτεύουσα, που ελάχιστους φαίνεται να έπεισε ότι αφορούσε επενδύσεις της L'Oréal ή επαφές με τους Rothschild, πέρασε μάλλον απαρατήρητη η αναγνώριση των συνεργατών του πρωθυπουργού –ή μήπως του ίδιου;- ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν ξεκουράζεται. Και αυτό είναι που του δίνει το άλλοθι να παίρνει το κυβερνητικό Gulfstream και να κόβει βόλτες, τις οποίες άλλες φορές διατυμπανίζει και άλλοτε τις κρατάει μυστικές. 
Μέχρι τώρα ξέραμε για την υπερβολική κούραση που είχε καταλάβει τον κ. Τσίπρα κατά την πολυδιαφημισμένη από τον ίδιο «17ωρη διαπραγμάτευση της 12ης Ιουλίου», όταν μια βδομάδα μετά το περιλάλητο δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015 εξήλθε φανερά καταβεβλημένος από την ευρωπαϊκή σύνοδο στην οποία συνομολόγησε το τρίτο Μνημόνιο.
Τα αποτελέσματα εκείνης της αναμφίβολα κουραστικής διαπραγμάτευσης είναι γνωστά σε όλους. Ο  κ. Τσίπρας μπήκε το απόγευμα της Κυριακής στη συνεδρίαση με τους Ευρωπαίους ομολόγους του έχοντας στη φαρέτρα του το συντριπτικό «Όχι» που είχε ζητήσει και είχε πάρει από έξι στους δέκα Έλληνες και βγήκε το άλλο πρωί κραδαίνοντας ένα «Ναι» που εξέπληξε ακόμη και όσους είχαν ψηφίσει υπέρ του συμβιβασμού.
Αν και δεν έχει διευκρινιστεί απολύτως κατά πόσο σε εκείνη τη δραματική μεταβολή της στάσης του επέδρασε η… κούραση ή επρόκειτο για προειλημμένη απόφαση αποδοχής των απαιτήσεων των εταίρων και δανειστών, δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι εξίσου κουρασμένη από τη συγκεκριμένη καθοριστική συνεδρίαση είχε φανεί να βγαίνει και η Άνγκελα Μέρκελ. Με τη διαφορά, όμως, ότι η γερμανίδα καγκελάριος ήταν συνάμα και ικανοποιημένη αφού η δική της κούραση είχε αποδώσει την ευόδωση των στόχων που είχε θέσει όταν ταξίδεψε από το Βερολίνο στις Βρυξέλλες.
Υπό την αίρεση ότι ο ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο ο πρωθυπουργός, πλέον, «δεν ξεκουράζεται» δεν αποτελεί παρά μια προσχηματική δικαιολογία για να καλυφθούν οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους «πετάχθηκε» κυριακάτικα στη γαλλική πρωτεύουσα μαζί με την κουστωδία του, γεννάται το ερώτημα για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ομολογίας.
Με δεδομένο, άλλωστε, ότι στην πλειονότητα των πολιτών εδραιώνεται πλέον η πεποίθηση πως η χώρα βολοδέρνει, αφημένη στην τύχη της, η πολυθρύλητη αξιολόγηση πάει από παράταση σε παράταση και, με εξαίρεση ίσως τον υπουργό Αλέκο Φλαμπουράρη και ενδεχομένως τους συντάκτες των κυβερνητικών non paper, το τρίψιμο των ματιών όλων των υπολοίπων μόνον αναπτυξιακά θαύματα δεν εμφανίζει, είναι απορίας άξιον τι μπορεί να είναι εκείνο που  κάνει τον πρωθυπουργό να μας γνωστοποιεί ότι δεν ξεκουράζεται.
Εκτός και αν, όπως προέκυψε από όσα είπε στην τελευταία παρουσία του στη Βουλή ασχολείται νυχθημερόν με τα «πόθεν έσχες» όσων αμφισβητούν την εξουσία του: των –κατά δήλωσή του- «μεγαλοδημοσιογράφων» που, όπως προειδοποίησε βουλευτές και πολίτες, «θα πάθετε πλάκα» με όσα δηλώνουν, αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπάρχουν και άλλα που δεν δηλώνονται, αλλά και του βασικού αντιπάλου του, Κυριάκου Μητσοτάκη, στον οποίο δεν χάνει ευκαιρία να επιτίθεται για τα περιουσιακά του, τα δάνειά του, ακόμη και επειδή δεν έκανε κοινή δήλωση με τη σύζυγό του, ενόσω ήταν σε διάσταση. 
Το γεγονός ότι και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας δεν έχει υποβάλει ποτέ μέχρι τώρα κοινή δήλωση με τη δική του σύζυγο,φαίνεται ότι  δεν… μετράει. Γιατί; Τύποις, διότι, λέει, δεν είναι νυμφευμένος με την κυρία Περιστέρα Μπαζιάνα, καθότι ως πούρος αριστερός απορρίπτει τις αστικές συνήθειες του γάμου. Επί της ουσίας, όμως, για τον ίδιο λόγο που οι συνεργάτες του ξεχνούν να δηλώσουν καταθέσεις εκατομμυρίων αλλά «βγαίνουν λάδι» και η άρση της ασυλίας των βουλευτών του δεν αίρεται ό,τι και αν έχουν κάνει.
Α, μπορεί κι επειδή «έχει βαρύ πρόγραμμα που δεν του επιτρέπει να ξεκουραστεί». Θα εκπλαγεί κανείς αν δει κάτι τέτοιο γραμμένο σε ένα από τα επόμενα non paper να προβάλλεται ως δικαιολογία για ο,τιδήποτε; 

Πέμπτη 18 Αυγούστου 2016

«Σιγά μην πάνε σε εκλογές…»



            «Τώρα που η χώρα μπαίνει στις ράγες όποιος σκέπτεται εκλογές είναι ανόητος», δήλωσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας λίγο πριν πιαστεί στο χορό για το «Καγκελάρι» που χόρεψε στην πλατεία της γενέτειρας των προγόνων του, στο Αθαμάνιο της Άρτας. Μου προκάλεσε απορία το γεγονός ότι ευρισκόμενος στα υψίπεδα των Τζουμέρκων, που η όψη του τρένου είναι άγνωστη, επέλεξε να καταφύγει σε έναν σιδηροδρομικό παραλληλισμό για να διανθίσει τον λόγο του, αλλά νομίζω ότι εκείνο που χρήζει μεγαλύτερης αποσαφήνισης είναι το ποιόν μπορεί να είχε κατά νου όταν χρησιμοποιούσε το επίθετο «ανόητος».
Η προφανής εξήγηση ότι ενδεχομένως να εννοούσε την αντιπολίτευση, μάλλον δεν ισχύει. Διότι αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, αναφερόμενος στις εκλογές, συμπλήρωσε ότι «όποιος τις ζητάει είναι δυο φορές ανόητος». Αλλά και για έναν ακόμη λόγο: Επειδή ορισμένοι με ακονισμένη τη μνήμη τους ανέτρεξαν στο «μαρτυριάρικο» Διαδίκτυο και βρήκαν ότι και πριν από περίπου έναν χρόνο ο πρωθυπουργός που τώρα τα βάζει με τους… ανόητους διέψευδε με την ίδια κατηγορηματικότητα ότι είχε πρόθεση να προκηρύξει είτε εκλογές είτε δημοψήφισμα.
Λίγο αργότερα βεβαίως ήταν ο ίδιος που έκανε δημοψήφισμα στο «άψε σβήσε». Με τα γνωστά αποτελέσματα και την κυνική μετατροπή του «Όχι», το οποίο ζήτησε και πήρε από τους πολίτες, σε «Ναι» μόλις τέθηκε εν αμφιβόλω η προοπτική παραμονής του στην εξουσία. Ενώ πολύ σύντομα ακολούθησαν και οι βουλευτικές κάλπες - «εξπρές» που στήθηκαν με στόχο να πιαστούν στον ύπνο τόσο οι πολιτικές ηγεσίες της αντιπολίτευσης, που είχαν βάλει πλάτη για να περάσει το «Μνημόνιο Τσίπρα», όσο και οι ζαλισμένοι από την κωλοτούμπα ψηφοφόροι της κυβερνητικής παράταξης.
Το 2016, ωστόσο, δεν είναι 2015. Και αυτό ο κ. Τσίπρας το ξέρει μάλλον πολύ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον. Του το θυμίζουν, άλλωστε, η στενή αστυνομική προστασία υπό την οποία κυκλοφορεί, ακόμη και όταν επισκέπτεται τα πατρογονικά του. Αλλά και τα μέτρα αποκλεισμού της πρόσβασης των πολιτών στους δρόμους γύρω από το γραφείο του στο Μέγαρο Μαξίμου που δεν μπορεί να μην τα βλέπει και να μην αναπολεί τότε που ο κόσμος χόρευε στο Σύνταγμα αναμένοντας το σκίσιμο του Μνημονίου, την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ, την αύξηση του κατώτατου μισθού και τη χορήγηση της 13ης σύνταξης. Η πρόθεση, εξάλλου, να απαλλαγεί από εκείνες τις υποσχέσεις ήταν που οδήγησε στη σπουδή του για τις κάλπες του περασμένου Σεπτεμβρίου. 
Γι΄ αυτό και πίσω από τα «κούφια λόγια» για τις ράγες της ανάπτυξης, κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο κ. Τσίπρας αποκλείει τις εκλογές επειδή βλέπει τρένα να σφυρίζουν στις αποβάθρες. Ο λόγος που το κάνει είναι η τεράστια διακινδύνευση που συνιστά για εκείνον και όσους τον περιβάλουν μια πιθανή κάλπη που θα στηθεί με την υποτιθέμενη λογική «να περισωθεί ό,τι περισώζεται». Υπό αυτό το πρίσμα, μόνον ως ευφάνταστες εικασίες μπορεί να αντιμετωπίζονται τα σενάρια που διακινούνται τελευταία και θέλουν να γίνονται στα κυβερνητικά παρασκήνια σκέψεις για «δεξιά παρένθεση». Πρόκειται στην πραγματικότητα για αστειότητες εφάμιλλες με εκείνες που κυκλοφορούσαν παλαιότερα περί «αριστερής παρένθεσης» και που δεν είχαν την παραμικρή υπόσταση.
Καλώς ή κακώς, δεν υπάρχει εξουσία που να σκέπτεται και να δρα με τέτοιους όρους. Και αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να μην επηρεαζόμαστε από προσφιλείς μύθους, που κατασκευάζονται εκ των υστέρων, ούτε ο Κώστας Καραμανλής το φθινόπωρο του 2009 παρέδωσε, όπως φημολογείται, την εξουσία. Πήγε στις εκλογές του Οκτωβρίου λέγοντας «μισές αλήθειες» για την οικονομική πραγματικότητα με την οποία ήταν αντιμέτωπη η κυβέρνησή του. Και, παρότι πολιτικά «χορτασμένος», αλλά και -κατά δήλωσή του- «κουρασμένος», ούτε στιγμή δεν πέταξε «λευκή πετσέτα». Όποιος ανατρέξει στους λόγους του κατά την προεκλογική περίοδο, όπως και εν γένει στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, θα διαπιστώσει ότι έδωσε σκληρή μάχη για να διατηρήσει τον πρωθυπουργικό θώκο. Κάτι, ωστόσο, που ήταν ανέφικτο, αφενός διότι η χώρα ήταν ήδη σε ύφεση, αφετέρου, δε, επειδή το «λεφτά υπάρχουν», ανεξαρτήτως του πως ειπώθηκε, ήταν σε εκείνη φάση ανίκητο.
Αποτελεί, λοιπόν, μεγάλη αυταπάτη -ενδεχομένως μεγαλύτερη και από εκείνη που επικαλέστηκε ο κ. Τσίπρας για να δικαιολογήσει την αθέτηση των υπεσχημένων που τον έφεραν στην εξουσία- να πιστεύει κανείς ότι οι τωρινοί ένοικοι του Μεγάρου Μαξίμου είναι διατεθειμένοι να προσφύγουν οικειοθελώς στη λαϊκή ετυμηγορία. Δεν είναι μόνον που οι ίδιοι ακόμη και όταν ψηφιζόταν από το 2% ή 3% του ελληνικού λαού εμφανιζόταν ως… αυθεντικοί εκπρόσωποι του. Είναι, κυρίως, που, όπως έχουν αποδείξει με τον πλέον εναργή τρόπο τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα για να συνεχίσουν να απολαμβάνουν το νέκταρ της εξουσίας που τόσο ανέλπιστα τους προσφέρθηκε και το οποίο θέλουν να ρουφήξουν μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Συμμεριζόμενος την εκτίμηση που αποτυπώνει η φράση «σιγά μην πάνε αυτοί σε εκλογές…», που άκουσα στις διακοπές από πολύπειρο συνομιλητή μου, ο οποίος περιέγραφε με γλαφυρότητα, αλλά και με στοιχεία και ονόματα, την επέλαση των –παλαιών και νέων- ΣΥΡΙΖΑίων στις θέσεις εξουσίας, πείθομαι όλο και περισσότερο ότι οι εξελίξεις θα προέλθουν από την εκ των ένδον προϊούσα κατάρρευση, τα σημάδια της οποίας αρχίζουν να γίνονται ορατά. Άλλωστε, έτσι συμβαίνει συνήθως, αφού ακόμη και στην εποχή της αμεριμνησίας οι πρόωρες εκλογές ήταν ο κανόνας και η εξάντληση της τετραετίας υπήρξε η εξαίρεση. Πόσω μάλλον που στη μνημονιακή εποχή το μάξιμουμ της κυβερνητικής θητείας δεν ξεπέρασε τα δυόμισι χρόνια…