Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διχασμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διχασμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Και που να μην εξημέρωνε τα ήθη η μουσική….

 

            Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο ιστορικός Πολύβιος, πεπεισμένοι ότι η μουσική εξημερώνει τα ήθη. Τα οποία ήθη θεωρούσαν ότι επηρεάζονται από το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα από την τραχύτητα του τόπου και τα κλιματολογικά φαινόμενα.

            Είκοσι δύο αιώνες αφότου ο Πολύβιος έκανε, αναφερόμενος μάλιστα στους συμπατριώτες του Αρκάδες, αυτή την τόσο σημαντική παρατήρηση, η οποία στην πορεία του χρόνου έγινε παγκοσμίως αποδεκτή, είναι απορίας άξιον ότι ζουν ανάμεσα μας άνθρωποι οι οποίοι πήγαν την περασμένη Τετάρτη στη Μητρόπολη της Αθήνας για να πουν, υποτίθεται, το στερνό αντίο στον τρισμέγιστο Μίκη Θεοδωράκη και, με αυτή την ευκαιρία, να αποδοκιμάσουν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. 

             Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι οι άνθρωποι αυτοί ενστερνίστηκαν κάτι από τα όσα υψιπετή εξέπεμπε η αξεπέραστη μουσική ιδιοφυία του παγκοσμίως καταξιωμένου μουσουργού. Και το πιθανότερο είναι ότι δεν κατάφεραν να αντιληφθούν το παραμικρό από την ξεχωριστή στάση ζωής της τεράστιας αυτής προσωπικότητας που στη μακρά και πολυσχιδή διαδρομή της στη δημόσια σφαίρα δεν βολεύτηκε ούτε στιγμή στους εύκολους και απλοϊκούς διαχωρισμούς.

Δεν είναι μόνον που τη μουσική του Μίκη, λιγότερο ή περισσότερο, την σιγοτραγουδήσαμε όλοι μας, ανεξαρτήτως αν αισθανόμασταν αριστεροί, δεξιοί ή κεντρώοι. Είναι, πολύ περισσότερο, που ο ίδιος, ο οποίος συχνά αισθανόταν, σύμφωνα με δικό του παραλληλισμό, ως «τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων», μαχόταν αταλάντευτα για την ενότητα του ελληνικού Έθνους. Και η επιμονή του σε αυτόν τον στόχο απετέλεσε ίσως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του.

Μόνον τυχαίο, άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Μίκης που εξέφρασε επιθυμία «να πεθάνει σαν κομμουνιστής», θέλησε η κηδεία του να γίνει με όλο το τελετουργικό της ελληνορθόδοξης παράδοσης μας. Εξάλλου, αυτός ο αμετανόητα Αριστερός, που αν και υπέστη τα πάνδεινα, έμεινε πιστός στην κοσμοθεωρία του, δεν δίστασε, όταν πίστεψε ότι οι καιροί το επέβαλαν, να εκστομίσει το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς», να ορκιστεί υπουργός σε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ή να καταγγείλει ως χειρότερη μορφή φασισμού την αριστερόστροφη.

Τι αλήθεια μπορεί να κατάλαβαν από το έργο και τη ζωή του Μίκη όλοι αυτοί που πήγαν στη Μητρόπολη για να γιουχαΐσουν τον πολιτικό τους αντίπαλο; Και ποιο, άραγε, μήνυμα θέλησαν να περάσουν τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που έσπευσαν να τους επικροτήσουν; Με αφορμή, μάλιστα, το ότι –κακώς- δεν δόθηκε μεγάλη ειδησεογραφική έμφαση στο γεγονός, ορισμένοι, γνωστοί και μη εξαιρετέοι ελεεινολόγοι και ελεεινολογούντες, έσπευσαν –αν είναι δυνατόν!- να κηρύξουν το επερχόμενο τέλος της ελληνικής δημοσιογραφίας...

Δίχως αμφιβολία είναι μεγάλο το δίλημμα για το αν πρέπει να προβάλλονται ή όχι τέτοιες αθλιότητες. Και ίσως ακόμη μεγαλύτερο είναι το δίλημμα σχετικά με τον τρόπο προβολής τέτοιων περιστατικών. Η πλήρης αποσιώπηση είναι σίγουρα η χείριστη των πιθανών επιλογών. Από την άλλη, όμως, αναρωτιέται κανείς πόσο σωστή είναι η επιλογή να γίνονται κυρίαρχο θέμα τέτοια ακραία και, ίσως, περιθωριακά φαινόμενα. Και αυτό χωρίς την ίδια ώρα να στηλιτεύεται η παραβίαση κάθε έννοιας για στοιχειώδη κοινωνική συμβίωση και κάθε κανόνα που επιβάλλει πολιτισμένη πολιτική αντιπαράθεση.

Ο τόπος μας, κακά τα ψέματα, έχει μακρά παράδοση διχασμών και έχει υποφέρει αρκετά από τέτοια περιστατικά τόσο στο απώτερο όσο και στο πρόσφατο παρελθόν. Η γραφικότητα, για παράδειγμα, του νεαρού, ο οποίος κατά την πρώιμη μνημονιακή περίοδο μούντζωνε προς τους επισήμους στη διάρκεια μαθητικής παρέλασης, οδήγησε πολύ σύντομα στη διάλυση της στρατιωτικής παρέλασης της Θεσσαλονίκης. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε από τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων» στα «Τάγματα Εφόδου» της Χρυσής Αυγής και στο κυνήγι ακόμη σε ταβέρνες των πολιτικών που ήταν σε θέσεις εξουσίας.

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δεν υπήρξε ομόθυμη καταδίκη των όσων από κάθε άποψη απαράδεκτων συνέβησαν στη κηδεία του Μίκη, που θεωρώ ότι όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι συμφωνούν πως ήταν ο πλέον ακατάλληλος τρόπος για να εκφραστούν πολιτικές προτιμήσεις ή για επιχειρήσει κανείς να προσποριστεί πολιτικά οφέλη, φαίνεται ότι τα παθήματα του παρελθόντος μάλλον δεν έχουν γίνει μαθήματα. Γενικότερα, άλλωστε, μιλώντας, όπως δείχνει και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία τα θέματα της πανδημίας είναι σαφές ότι για ένα αξιοσημείωτο ποσοστό συμπολιτών μας, ο ανορθολογισμός, δυστυχώς, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη επιλογή.

Με άλλα λόγια, όσο υπάρχουν άνθρωποι που πάνε στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη για να γιουχάρουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, μοιάζει συμβατό να βρίσκει κάποιος τόσους πολλούς γύρω μας που είναι διατεθειμένοι να δωροδοκήσουν γιατρούς για να τους δώσουν ψεύτικο πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης από κορωνοϊό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ακούν τη μουσική του Μίκη και δεν… εξημερώνονται, τα πράγματα θα συνεχίσουν να παραμένουν πολύ δύσκολα.         

Ή, για να το πούμε με τον εμβληματικό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη, που τόσο περίτεχνα μελοποίησε ο αιώνιος Μίκης, κάνοντάς τον κτήμα όλων μας, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή...».

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Τον Τσίπρα και αν τον «πλένεις»…



«Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», ήταν η καταληκτική φράση στο διαβόητο «διάγγελμα» του Αλέξη Τσίπρα το οποίο θα περάσει στην Ιστορία ως απαράμιλλο μνημείο πόλωσης και διχασμού από έναν πολιτικό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες που τον έφεραν στην διακυβέρνηση μαζί με μια δράκα αμοραλιστών τους οποίους ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες νωρίτερα κατέτασσε μονίμως στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίησηαπό την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς τουότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το autocue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015,όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη. 
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει.Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι.Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκεστη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τουςυβρίζονταςόσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια«η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος.Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα.Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ.Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας.Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακήπροσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπωςαπέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

«Βοήθα με φτωχέ μου…»



            Να είναι άραγε μια ακόμη επικοινωνιακή πομφόλυγα από αυτές που μας έχουν συνηθίσει να εκστομίζουν με περισσή ευκολία οι κυβερνώντες;  Ή μήπως ανέβλεψαν αίφνης το φως το αληθινό μπροστά στο φάσμα της επερχόμενης εξαΰλωσης του ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τη συντριπτική ήττα που υπέστη το κόμμα Ντάισελμπλουμ στις ολλανδικές εκλογές;
Τα ερωτήματα αφορούν τη συζήτηση περί συναίνεσης που επεχείρησαν να ανοίξουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο άλλοτε επικεφαλής της ΣΥΡΙΖΑϊκής προπαγάνδας και νυν υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης, με την έκφραση απόψεων για υποστήριξη από ευρύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των μέτρων που προτίθεται να πάει η κυβέρνηση στη Βουλή όταν… δεήσει να κλείσει τη διαβόητη δεύτερη αξιολόγηση.
Όπως και να έχει, είναι απορίας άξιο το πόσο καλύτερα θα αισθανθούν οι συμπολίτες μας αν στη νέα μείωση του αφορολογήτου και στο καινούργιο πετσόκομα των συντάξεων, μαζί με τις ψήφους του Μπαλαούρα, του Μανιού, του Κατσίκη και του Παπαχριστόπουλου, προστεθούν και μερικές αντιπολιτευόμενες ή και όλες. Όπως και το τι άλλαξε επειδή την περιβόητη «εφάπαξ… 13η σύνταξη» του περασμένου Δεκεμβρίου, εκτός από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, την ψήφισαν η Χρυσή Αυγή, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΚΚΕ, αλλά όχι η ΝΔ, που είπε «παρών», και το Ποτάμι με την Ένωση Κεντρώων, που απείχαν από την ψηφοφορία.
Εκείνο, όμως, για το οποίο δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες είναι ότι η προσδοκία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βρεθούν βουλευτές της αντιπολίτευσης οι οποίοι θα υπερψηφίσουν τα επερχόμενα μέτρα, θυμίζει τον εύπορο τύπο που, κατά τη γνωστή λαϊκή παροιμία, ζητούσε τη συνδρομή των οικονομικά αδύναμων συνανθρώπων του, με την έκκληση «βοήθα με φτωχέ μου, να μη σου μοιάσω».
Φαίνεται πως μάλλον παρεξήγησαν τη στάση που τήρησαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης το καλοκαίρι του 2015, όταν μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η χώρα εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου έδωσαν χωρίς όρους και προϋποθέσεις τη στήριξή τους στο τρίτο και τρισχειρότερο Μνημόνιο που υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας.
Ηθελημένα ή μη οι κυβερνώντες εμφανίζονται να αγνοούν πόσο διαφορετικές είναι οι πολιτικές συνθήκες. Δείχνουν να μην κατανοούν ότι το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει τότε ο κ. Τσίπρας έχει πλέον κατασπαταληθεί. Καθώς οι αυταπάτες που επικαλούνταν αποδείχθηκε ότι δεν ήταν παρά απλά και ξεκάθαρα ψέματα τα οποία πλέον δεν τα ακούνε ούτε εκείνοι που τον πίστεψαν και τον ψήφισαν.
Είχε δεσμευτεί να μην πάει σε εκλογές και πήγε αμέσως μόλις απέσπασε την ψήφο της αντιπολίτευσης. Σα να μην έφθανε αυτό, στη συνέχεια τους εγκαλούσε επειδή ψήφισαν τη συμφωνία που εκείνος είχε συνάψει. Ενώ τους υποδείκνυε, αν όχι ως βασικούς ενόχους, σίγουρα ως συνενόχους για τα μέτρα της σκληρής λιτότητας που ο ίδιος είχε συνομολογήσει. Και τα έκανε ακόμη σκληρότερα με το παιχνίδι των καθυστερήσεων που έπαιξε ακολούθως και το οποίο συνεχίζει να παίζει.
Σε πείσμα, πάντως, των ψευδαισθήσεων που μπορεί να καλλιεργούνται από διάφορους «πονηρούς» στο κυβερνητικό στρατόπεδο ή στις δυνάμεις που, κρυφά ή φανερά, συνοδοιπορούν μαζί τους, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να βρεθούν «κορόιδα» που θα γίνουν χορηγοί στην παραμονή στις υπουργικές πολυθρόνες του Σκουρλέτη, του Κουρουμπλή και όλων των υπολοίπων.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτή η κυβέρνηση μόνον σε κορόιδα μπορεί να βρει συνδρομή. Είναι, άλλωστε, μια κυβέρνηση η οποία ήρθε στην εξουσία καλλιεργώντας μισαλλοδοξία και διχασμό –«ή εμείς ή αυτοί», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ήταν τα βασικά προεκλογικά συνθήματα τους. Και το χειρότερο είναι ότι παραμένουν στο ίδιο διχαστικό μοτίβο και αφού κατέκτησαν την εξουσία τους.
Κύριο μέλημα τους, άλλωστε, δεν είναι να επιχειρηματολογήσουν για τα δικά τους –λέμε τώρα…- επιτεύγματα. Μεγαλύτερο ζήλο δείχνουν και εντονότερες προσπάθειες καταβάλλουν για να πείσουν πόσο οι «άλλοι» συμφωνούν με το «κακό» ΔΝΤ, που, την ίδια ώρα, τόσο ο υπουργός Οικονομικών με επιστολές όσο και ο πρωθυπουργός με τηλεφωνήματα στην Κριστίν Λαγκάρντ, εκλιπαρούν να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα και να είναι καλό μαζί τους…
Για όποιον, λοιπόν, δεν τρέφει αυταπάτες, είναι η ίδια η κυβέρνηση που δεν θέλει τη συναίνεση. Δεν τη θέλει διότι στην πραγματικότητα δεν την αντέχει. Είναι μια κυβέρνηση που συγκροτήθηκε με εμφυλιοπολεμικό πνεύμα. Και που μόλις εκλείψει αυτό το πνεύμα θα εκλείψουν και οι λόγοι για τους οποίους κατάφεραν να γίνουν πλειοψηφία ιδέες και πρόσωπα που ήταν επί δεκαετίες στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Και εκεί προώρισται να επιστρέψουν.
Ακόμη και στην περίπτωση που βρισκόταν λίγοι ή περισσότεροι «πτωχοί τω πνεύματι» για να τους συνδράμουν να περάσουν –όπως, όπως- τον κάβο της τρέχουσας αξιολόγησης που έχουν μπροστά τους, ο τελικός προορισμός θα είναι ο ίδιος: η πολιτική χρεωκοπία ως συνέπεια της αλόγιστης κατασπατάλησης του συσσωρευμένου κεφαλαίου.