Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελιά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς

            Σε μια χώρα που ο… μισός πληθυσμός διεκδίκησε και έλαβε πρόωρη σύνταξη, είναι να απορεί κανείς με τόσους «συνταξιούχους» της πολιτικής που επιμένουν να θέλουν να είναι «στα πράγματα», παρότι, άλλοι εκόντες, αφού αποσύρθηκαν μόλις είδαν τα δύσκολα, και άλλοι άκοντες, καθώς τους έστειλαν οι ψηφοφόροι στα σπίτια τους, έχουν περάσει προ πολλού στις τάξεις των αποστράτων ή των εν δυνάμει βετεράνων.
            Ειδικά στον πολύπαθο, τελευταία, χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, που είχε το «προνόμιο» να ασκήσει επί πολλά χρόνια την εξουσία και τώρα έχει συρρικνωθεί σε βαθμό εξαφανίσεως, επεκτείνεται όλο και περισσότερο η ευρύτατη συνομοταξία των πρώην αξιωματούχων που αρνείται να παραδεχθεί ότι οι καιροί άλλαξαν, η «μπογιά» της δεν πιάνει πια και ούτε ο λόγος της έχει μοιράδι στα πολιτικά τεκταινόμενα.
Συνεντευξιάζονται, αρθρογραφούν, παρεμβαίνουν, σχολιάζουν, κριτικάρουν, κάνουν υποδείξεις, αλλά κυρίως γκρινιάζουν για όλους και για όλα με έναν τόσο προσχηματικό τρόπο οι περισσότεροι, που είναι να αναρωτιέται κανείς πως με τόσο… ρηχές προσεγγίσεις κατάφεραν όλα αυτά τα χρόνια να βρίσκονται στο προσκήνιο, αλλά και να απορεί με την έλλειψη στοιχειώδους, έστω, αυτογνωσίας.
Άλλοι μιλούν με βαρύγδουπες πομφόλυγες εξ ονόματος της Ιστορίας. Άλλοι φλυαρούν επικαλούμενοι, τάχατες, την (ανύπαρκτη, πλέον) βάση της παράταξης, την οποία είναι γνωστό που την είχαν… γραμμένη όταν ήταν εν τη βασιλεία τους. Κάποιοι βγάζουν απλώς τα… απωθημένα τους εναντίον όσων έμειναν πίσω και προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα που κληροδότησαν όλοι εκείνοι που με τόση αμεριμνησία άσκησαν την εξουσία τα προηγούμενα χρόνια.
Υπερασπίζονται, λένε, τα παραδοσιακά σύμβολα του ΠΑΣΟΚ, παραγνωρίζοντας ότι είναι οι ίδιοι που έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι αυτά τα σύμβολα δεν γοητεύουν παρά μόνο μια πολύ μικρή κατηγορία συνομηλίκων τους που μάλλον από απόλυτο ατταβισμό τα αναγνωρίζει και τα τιμά. Τους ενοχλεί –και το έδειξαν με την ηχηρή αποχή που τήρησαν πριν από τις πρόσφατες ευρωεκλογές- η (όχι και τόσο επιτυχής, έστω) προσπάθεια που πήγε να ξεκινήσει μέσα από την «Ελιά» για την αναγκαία ανασύνθεση του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς.
Το μεγάλο «σουξέ», όμως, των γερογκρινιάρηδων της Κεντροαριστεράς, άρχισε να λανσάρεται μετά τις πρόσφατες κάλπες, όταν ο ένας μετά τον άλλον οι εκπεσόντες βαρόνοι της Χαριλάου Τρικούπη καταφεύγουν σε ασκήσεις επίδειξης «πούρας» αριστεροφροσύνης. Αίφνης, τα ίδια πρόσωπα που επί μήνες το 2011… εκλιπαρούσαν τον Αντώνη Σαμαρά να συγκυβερνήσει μαζί τους και λίγο καιρό μετά συγκατοικούσαν με τα στελέχη του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, μεταμορφώθηκαν σε διαπρύσιους κήρυκες της μοναδικής, γι΄ αυτούς, κυβερνητικής συνεργασίας που είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ και μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ…
Προφανώς και δεν είναι κακό να έχει κάποιος την άποψη ότι για ένα κόμμα της Κεντροαριστεράς ενδεχομένως να είναι προτιμότερο να συμμαχήσει με μια παράταξη με την οποία μπορεί να βρει ευκολότερα κοινή γλώσσα για να συντάξουν πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας. Αρκεί, βεβαίως, να υπάρχει αμοιβαία βούληση για συνεργασία και πρωτίστως το εκλογικό σώμα να έχει διατάξει έτσι τις πολιτικές δυνάμεις, ώστε οι μέλλοντες σύμμαχοι να διαθέτουν τα απαραίτητα (κοινοβουλευτικά) «κουκιά» για να κυβερνήσουν.
Τι νόημα, όμως, έχει να ανοίξει από τώρα μια συζήτηση –και με τον επιτακτικό, μάλιστα, τρόπο που προσπαθεί να επιβληθεί αυτή από ορισμένους- για τις μέλλουσες συνεργασίες της Κεντροαριστεράς; Αν τα κόμματα του χώρου –το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, στην οποία, επίσης, γίνεται η ίδια, προσχηματική, κατά τη γνώμη μου, κουβέντα- αποφασίσουν από τώρα ότι προτίθενται να κυβερνήσουν μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, γιατί, άραγε, οι ψηφοφόροι να τους δώσουν ρόλο διαμεσολαβητή και να μην ψηφίσουν κατευθείαν τον ΣΥΡΙΖΑ;
Το ίδιο, ακριβώς, ισχύει, βεβαίως, και για το αντίθετο. Αν οι ψηφοφόροι πιστέψουν ότι η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά είναι μονόδρομος, γιατί να μην τον επιλέξουν εξ αρχής και να προτιμήσουν τους μεσάζοντες;
Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι μόνον όποιος εθελοτυφλεί ή αναζητεί προσχήματα γκρίνιας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ότι η Κεντροαριστερά για να υπάρξει ως αυτόνομη –μικρότερη ή μεγαλύτερη- δύναμη δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει το δικό της χώρο. Με το δικό της πρόγραμμα, το οποίο θα παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα που είναι ο μόνος κριτής για να αξιολογεί κάθε φορά τους πάντες.
Άλλωστε, το «by the book», όπως λένε οι αγγλοσάξονες, ή –επί το ελληνικότερο- η «αλφαβήτα» της πολιτικής λέει ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ κόψει πρώτος το νήμα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές θα είναι, όπως συνέβη το 2012 με τη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το αν αυτή η κυβέρνηση θα είναι αυτοδύναμη ή συμμαχική θα εξαρτηθεί, κυρίως, από την αντοχή των ιδεών και την αξιοπιστία του προγράμματος, όπως και των προσώπων της κεντροαριστερής παράταξης.
Εν κατακλείδι, όσο περισσότερο εκφράζουν τις, δήθεν, ανησυχίες τους οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς, που δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τίποτε από το παρελθόν και δεν εννοούν να αφήσουν τους λίγους νεότερους να πάρουν τα ηνία, τόσο το χειρότερο για την ίδια Κεντροαριστερά, τόσο το χειρότερο για την ίδια τη χώρα. Ας πάψουν, επιτέλους, και ας απολαύσουν τις συντάξεις τους!  

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Η αποδοκιμασία του «πάρτα όλα»



            Πριν επιχειρήσει κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα από τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής, αξίζει, νομίζω, μια μακροσκοπική, έστω, επισκόπησή τους μέσα από κάποιες αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις που αναιρούν τις εύκολες και μονοδιάστατες ερμηνείες που επιχειρούνται.
            Οι υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας στις αυτοδιοικητικές εκλογές αναδείχθηκαν νικητές σε επτά από τις δεκατρείς Περιφέρειες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας που κατέβηκε χωρίς γαλάζιο χρίσμα από ένα ανεξήγητο πείσμα. Την ίδια ώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατατασσόταν πρώτος στις ευρωεκλογές σε οκτώ περιφέρειες.
Ακόμη και στην Ήπειρο, όπου ο γαλάζιος περιφερειάρχης εξελέγη με άνεση από τον πρώτο γύρο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε το δικό του χρώμα στον εκλογικό χάρτη της περιοχής, όπως και στη Θεσσαλία, στη Δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη, όπου οι υποψήφιοι του για τις Περιφέρειες δεν κατάφεραν καν να μπουν στον δεύτερο γύρο.
Στην μεγάλη πλειονότητα των Δήμων όλης της χώρας, από το Ηράκλειο της Κρήτης έως την Κηφισιά, όπου αναμετρήθηκαν τη δεύτερη Κυριακή εν ενεργεία δήμαρχοι, ηττήθηκαν κατά κράτος ακόμη και σε περιπτώσεις που είχαν ευδιάκριτο προβάδισμα από την πρώτη Κυριακή, καθώς, όπως φαίνεται, αντιμετώπιζαν τις ενωμένες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που ήθελαν να τερματίσουν την θητεία τους.
Να συνεχίσω; Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες που καταβαραθρώθηκαν  στις ευρωκάλπες, κατάφεραν να εκλέξουν δήμαρχο στη Λέσβο ένα δικό τους στέλεχος, τον πρώην βουλευτή Σπύρο Γαληνό. Όπως και το κόμμα Ένωση για την Πατρίδα και το Λαό του Βύρωνα Πολύδωρα, που μόλις που πέρασε το 1% πανελλαδικά, έχει να πανηγυρίζει για την εκλογή στον Δήμο του βουλευτή Νίκου Σταυρογιάννη.
Τι να πει κανείς, εξάλλου, και πώς να σχολιάσει το γεγονός ότι την ίδια περίοδο που εκτινάσσεται σε πανελλαδική κλίμα η Χρυσή Αυγή και ένα τμήμα του ελληνικού λαού επιμένει να επιβραβεύει τον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο του νεοναζιστικού μορφώματος, στον καλλικρατικό Δήμο της Ανδραβίδας στον οποίο ανήκει και η περιβόητη Νέα Μανωλάδα με τις «φράουλες της οργής», εκλέγεται δήμαρχος ο πρώτος μετανάστης, ο γιατρός Ναμπίλ Μοράντ που γεννήθηκε στη Συρία.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές από όλα αυτά ότι το μήνυμα από τις τρεις κάλπες δεν είναι ένα και ενιαίο. Και μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι ο απόλυτος νικητής και κυρίαρχος, όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών φαίνεται να έκαναν τις επιλογές τους με διαφορετικά κριτήρια, αλλού επιβραβεύοντας και αλλού αποδοκιμάζοντας πρόσωπα, αλλά και πολιτικές προτάσεις τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε ευρύτερη πανελλαδική διάσταση.
Το ηχηρότατο καμπανάκι, για παράδειγμα, που χτύπησε για τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα, τα οποία απώλεσαν σχεδόν δέκα ποσοστιαίες δυνάμεις από την εκλογική δύναμη που είχαν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, δεν μπορεί να μην ακουστεί από τις ηγεσίες τους επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι συνέβη στη χώρα την τελευταία διετία στη χώρα, δεν κατάφερε να υπερβεί τον πήχη του 27% που είχε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Από την άλλη, η οριακή επικράτηση της Ρένας Δούρου στην Αττική, δεν μπορεί να κρύψει την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει αυτοδιοικητικά στελέχη με κύρος στις τοπικές κοινωνίες και να συσπειρώσει τις δυνάμεις εκείνες που τον έφεραν να οδηγεί την κούρσα των ευρωεκλογών και να αποσπά ένα σημαντικό προβάδισμα από τη Νέα Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το άκρως διχαστικό μήνυμα «τρεις κάλπες, μια ψήφος» απέτυχε παταγωδώς.
Όσο για τους μεγάλους χαμένους των ευρωεκλογών, τη ΔΗΜΑΡ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που εγκαταλείφθηκαν μαζικά από τους ψηφοφόρους τους, δύσκολα μπορεί να κρύψουν οι ηγεσίες τους ότι πλήρωσαν την έλλειψη σαφήνειας στο κυρίως ζητούμενο των εκλογών που δεν είναι -και δεν μπορεί να είναι- άλλο από την διατύπωση πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, φαίνεται ότι η κατακερματισμένη και παραζαλισμένη από την πολύχρονη κρίση ελληνική κοινωνία, ακόμη και όταν στέλνει, από Κυριακή σε Κυριακή, εντελώς διαφορετικά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα επιβράβευσης και αποδοκιμασίας, δείχνει ότι αναζητεί εναγωνίως προτάσεις εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, χωρίς να ταυτίζεται, πλειοψηφικά τουλάχιστον, με τη μια ή την άλλη παράταξη.
Υπό αυτή την έννοια, αν κάποιος ηττήθηκε περισσότερο σε αυτές τις κάλπες είναι οι, εν πολλοίς αλαζονικές, λογικές του «πάρτα όλα» που διακατείχαν τις συνολικές επιλογές τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο, βεβαίως, και του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Που θα πάει η αποχή;



            Λίγο τα γραπτά μηνύματα με τις πασχαλινές ευχές των -γνωστών μας ή και, πιο συχνά, αγνώστων- υποψήφιων ευρωβουλευτών που έφθασαν στα κινητά τηλέφωνα μας, λίγο περισσότερο η κινητικότητα που συναντήσαμε όσοι εκδράμαμε τούτες τις μέρες στην ελληνική περιφέρεια από τους πολυπληθείς συμπολίτες μας που διεκδικούν τοπικά αξιώματα, επιτέλους η ατμόσφαιρα άρχισε σε κάτι να θυμίζει ότι διάγουμε προεκλογική περίοδο.
            Δεν ξέρω αν είναι δείγμα… καθυστερημένου «εξευρωπαϊσμού», αφού στην υπόλοιπη ήπειρό μας η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν πάντα χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, ή αν πρόκειται απλώς για μια ακόμη από τις πολλές συνέπειες που αφήνει πίσω της η βίαιη μνημονιακή προσαρμογή της τελευταίας τετραετίας, αλλά οι κάλπες του Μαΐου, παρότι μάλιστα είναι διπλές, δεν δείχνουν να… συνεγείρουν τα πλήθη των Ελλήνων, τουλάχιστον με τον τρόπο που ξέραμε την τελευταία τεσσαρακονταετία.
            Μέχρι πρότινος, άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς τους «επαγγελματίες» του είδους, το εν τη ευρεία εννοία πολιτικό προσωπικό και τα διασυνδεμένα με αυτό πρόσωπα, εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά και τα κομματικά… τρολ που κάνουν υπερωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον αυτού που λέμε «κοινή γνώμη» για τις επικείμενες –κρίσιμες, κατά τα άλλα- εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν από περιορισμένο έως πολύ χαμηλό.
            Το που θα οδηγήσει αυτό το χωρίς προηγούμενο κλίμα… πολιτικής (ή μήπως μόνον κομματικής;) απάθειας ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας είναι δύσκολο να το προδικάσει κάποιος. Όπως εξίσου δύσκολη είναι η αποστολή των εμπλεκόμενων στην εκλογική διαδικασία να το ανατρέψουν στις πολύ λίγες εβδομάδες που απομένουν πλέον για το ραντεβού, κατ΄ αρχήν με τις κάλπες της 18ης Μαΐου για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Μαΐου, με τις κάλπες του δευτέρου γύρου για τις περιφερειακές και τις δημοτικές αρχές, αλλά και των ευρωεκλογών.
            Η χρονική σύμπτωση, για πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας μας, δύο τόσο διαφορετικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει έτι περαιτέρω όχι μόνον την πρόγνωση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες κάλπες, αλλά, πολύ περισσότερο, την ανάλυσή τους, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα που, εκ των πραγμάτων αποκτούν ειδικά οι ευρωεκλογές, τις οποίες οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις τις συνδέουν, εμμέσως ή αμέσως, με την κυβερνητική σταθερότητα και τις εν γένει πολιτικές εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος.
            Στις τελευταίες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όταν και πάλι οι κυρίαρχες δυνάμεις, που τότε αντιπροσώπευαν ένα πολλαπλώς μεγαλύτερο από το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό τμήμα του εκλογικού σώματος, είχαν θέσει αντίστοιχα διλήμματα, κατάφεραν να οδηγήσουν στις κάλπες του Ιουνίου του 2009 μόλις το 50% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου.
            Ενάμισι χρόνο αργότερα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν, το φθινόπωρο του 2010, ενώ η χώρα είχε μπει στο μνημόνιο, αλλά οι συνέπειες του δεν είχαν φανεί ακόμη σε όλο τους το εύρος, στον πρώτο γύρο, που υπήρχαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις σε πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι, η αποχή έφθασε στο 40%, αλλά στον δεύτερο γύρο, οπότε είχε κριθεί το ζήτημα της σταυροδοσίας των συμβούλων και κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες είχαν αποκλειστεί από την πρώτη Κυριακή, το ποσοστό όσων δεν πήγαν να ψηφίσουν ξεπέρασε το 55% και σε ορισμένες περιπτώσεις (Αττική και αλλού) προσέγγισε το 60%.
            Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Πόσοι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες και κυρίως ποιοι; Θα είναι μόνον οι διασυνδεμένοι –όσοι υπάρχουν ακόμη…- με τα κόμματα ή θα υπάρξει ευρύτερη κινητοποίηση που θα περιορίσει τον αριθμό όσων επιλέξουν να απολαύσουν, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός, ένα πρόωρο θερινό κολύμπι; Θα φθάσουν ως την κάλπη μόνον οι διαμαρτυρόμενοι ή θα σηκωθεί από τον καναπέ και η συνήθως «σιωπηλή πλειοψηφία» που θέλει την ευρωπαϊκή Ελλάδα, αλλά θεωρεί «χαλαρή» την ψήφο των ευρωεκλογών;   
            Και το, ίσως, σημαντικότερο ερώτημα για τις 25 Μαΐου είναι το εξής: Τι αντίκτυπο θα έχουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στη δεύτερη εκλογική Κυριακή που θα ψηφίζουμε ταυτόχρονα και για τις ευρωεκλογές; Αν, για παράδειγμα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης συγκρατήσουν, όπως διαφαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που έχουν στην Αυτοδιοίκηση, αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ, πρωτίστως, και της «Ελιάς», δευτερευόντως, στην ευρωκάλπη ή οι πολίτες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα και, για να… εξισορροπήσουν τα πράγματα, θα προτιμήσουν να στηρίξουν τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων;
            Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όπως αναγνωρίζουν οι πλέον σοβαροί εκλογικοί αναλυτές, οι οποίοι μελετούν τις έρευνες για τη διάθεση των πολιτών, που -με καταιγιστικό, θα έλεγε κανείς, τρόπο- διεξάγονται το τελευταίο διάστημα και θα συνεχιστούν –χωρίς περιορισμούς, αφού άλλαξε η νομοθεσία- μέχρι την παραμονή της διπλής αναμέτρησης.
            Με λίγα λόγια, ο βασικός «άγνωστος χ» αυτών την εκλογών είναι η αποχή και ποιοι θα την επιλέξουν ως συνειδητή (ή μη) στάση.

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κεντροαριστερά και Κρίση είναι συγκοινωνούντα δοχεία

Όσοι πιστεύουν ότι η Κρίση που διέρχεται η χώρα είναι πρωτίστως πολιτική, προφανώς και δεν εκπλήσσονται για τα όσα συμβαίνουν στο ΠΑΣΟΚ και στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Αν δεν βολεύεται κάποιος πίσω από απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα και διαχωρισμούς σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» στρατόπεδα, εύκολα αναγνωρίζει τους πολυπαραγοντικούς πολιτικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παγιδεύτηκε στο Μνημόνιο και δεν μπορεί να ξεφύγει επειδή ακριβώς δεν έχουν αναιρεθεί τα αίτια που μας έφεραν εδώ που είμαστε.
            Η παρεοκρατία και η έλλειψη συνεργατικού πνεύματος, ο αμοραλισμός και η προσχηματική στοίχιση με όρους προσωπικού βολέματος, ο αριβισμός και η καθυπόταξη των θεσμικών λειτουργιών στην υπηρεσία της προσωπικής ανέλιξης, η κατασκευή –εσωτερικών ή εξωτερικών- εχθρών και η μόνιμη επωδός της μετάθεσης των ευθυνών στους «άλλους», υπήρξαν και, δυστυχώς, παραμένουν βασικά συστατικά του τρόπου λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος.
Τα φαινόμενα αυτά που διατρέχουν οριζόντια όλο το πολιτικό σκηνικό, βρήκαν την αποθέωσή τους στο ΠΑΣΟΚ, στα στελέχη του για την ακρίβεια, τα οποία, επειδή υπήρξαν επί δεκαετίες βασικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος, παραμένουν εμποτισμένα με αυτές τις νοοτροπίες. Τις νοοτροπίες που, κακά τα ψέματα, είναι εκείνες που έθρεψαν τις πελατειακές σχέσεις και την αποκαλούμενη παροχολογία, που τάισαν το τέρας της διαφθοράς και θέριεψαν τη διαπλοκή. 
Για όσους δεν είναι τυφλωμένοι από τα κομματικά πάθη, δεν είναι το ΠΑΣΟΚ που εφηύρε τις πελατειακές σχέσεις και την παροχολογία –ποιος, άλλωστε, ξέχασε τις επιταγές που μοίραζε ο Γεώργιος Ράλλης την παραμονή των εκλογών του 1981;- ούτε τα στελέχη του είναι τα μόνα που βαρύνονται με τα αμαρτήματα της διαπλοκής και της διαφθοράς, αμαρτήματα που είναι παρόντα στον δημόσιο βίο πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Καλώς ή κακώς, όμως, το ΠΑΣΟΚ φέρει τις βαρύτερες ευθύνες για όσα συνέβησαν στον τόπο τα προηγούμενα χρόνια, όχι μόνον επειδή κυβέρνησε το μεγαλύτερο διάστημα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, αλλά κυρίως διότι από δύναμη αλλαγής της κοινωνίας, όπως εμφανίστηκε τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του αλλά και σε κάποιες φάσεις της δράσης του μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε φορέα αναπαραγωγής και μεγέθυνσης σχεδόν όλων των αρνητικών παραγόντων που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κρίση.    
            Γι΄ αυτό και μετά από όσα έγιναν την τελευταία τετραετία, το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στην πλειονότητά τους δεν κάνουν καμία προσπάθεια αποτοξίνωσης από αυτές τις παρωχημένες νοοτροπίες, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται και οσονούπω θα τους οδηγήσει όλους μαζί σε μια ανεπίστρεπτη πτώση.
            Καθώς γράφω όλα τούτα, αναλογίζομαι ποια εντύπωση μπορεί να αποκόμισε ο Γερμανός πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος, ως υποψήφιος των ευρωσοσιαλιστών για την προεδρία της Κομισιόν, βρέθηκε  τις προηγούμενες μέρες στη χώρα μας και συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη της νεοϊδρυθείσας «Ελιάς», από την οποία απουσίαζε ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου και η πλειονότητα των πολιτικών του φίλων.
            Τι είναι, άραγε, αυτό που χωρίζει τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την προηγούμενη; Και γιατί ο κ. Σουλτς έπρεπε να φύγει από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας που συνεδρίαζε η «Ελιά» για να συναντήσει τον κ. Φώτη Κουβέλη, ο οποίος –με πρώην υπουργούς του ΠΑΣΟΚ στην προμετωπίδα- έκανε το δικό του συνεργατικό σχήμα, παρότι δηλώνει κι εκείνος ευρωσοσιαλιστής;
            Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται λιγότερο ή περισσότερο γι΄ αυτούς τους μικρούς «εμφυλίους» που συμβαίνουν όλο και συχνότερα στην πολύπαθη Κεντροαριστερά. Δεν έχει νόημα, άλλωστε, ο επιμερισμός της ευθύνης όταν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές καλύπτονται πίσω από προσχηματικές δικαιολογίες για να στηρίξουν τις θέσεις τους και δεν ομολογούν τις μύχιες επιδιώξεις τους, καταφεύγοντας σε προφάσεις («εν αμαρτίαις», προφανώς).
            Πιστεύει, για παράδειγμα, ο κ. Κουβέλης ότι τον «πούλησε» ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ το περασμένο καλοκαίρι με την κρίση της ΕΡΤ; Ας μιλήσει ανοικτά και ας εξηγήσει αναλυτικά τι διημείφθη μεταξύ τους. Είναι η παρουσία του κ. Βενιζέλου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ο μόνος λόγος για τον οποίο η ΔΗΜΑΡ δεν συμπορεύεται με την «Ελιά»; Δεν έχει παρά το πει δημόσια, αντί να μαζεύει γύρω του κάθε… πονεμένο πρώην στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που πηγαίνει κοντά του καθοδηγούμενο από κάποιο παλαιό ή νεότερο γινάτι.   
Φοβάται, πραγματικά, ο κ. Παπανδρέου ότι ο κ. Βενιζέλος με την «Ελιά» καταργεί το «μαγαζί» που έστησε ο πατέρας του; Ας βγει ανοικτά και ας αντιδράσει από τώρα, χωρίς να περιμένει να επωφεληθεί από τη συντριβή των ευρωεκλογών. Είναι πεπεισμένος ο πρώην πρωθυπουργός ότι θα ήταν καλύτερα με τον ίδιο στο κομματικό τιμόνι; Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό, ας δηλώσει ότι είναι έτοιμος να διεκδικήσει, εκ νέου, την ηγεσία. 
Έχω πλήρη επίγνωση ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν θα συμβεί. Γιατί αν ήταν να συμβούν, θα είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε από την γενικευμένη και παρατεταμένη Κρίση που μας ταλανίζει και ξεπερνά το επιφαινόμενο της οικονομικής καχεξίας. Κατά την άποψή μου, το ΠΑΣΟΚ και εν γένει ο χώρος της Κεντροαριστεράς, για ιστορικούς λόγους, λειτουργούν σε σχέση με την Κρίση όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία.
Η Κρίση, άλλωστε, είναι ταυτισμένη με τα άκρα, για τα οποία αποτελεί γενεσιουργό αιτία. Όσο, λοιπόν, επιμένει η Κρίση, τόσο ο χώρος της μετριοπάθειας και της ευθύνης θα συνθλίβεται συρρικνούμενος από τις προσωπικές επιδιώξεις πολιτικών μετριοτήτων. Γι΄  αυτό και οι ωδίνες για τη νέα Κεντροαριστερά θα είναι παρατεταμένες. Και η ουσιαστική ανασυγκρότηση του χώρου θα ξεκινήσει όταν η χώρα θα καταφέρει να πετάξει τα μνημονιακά δεκανίκια και να πορευθεί αυτοδύναμη. Έως τότε, θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά…