Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ελ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Η υστεροφημία του Σημίτη και ο επικήδειος του Ελ. Βενιζέλου

Ο μέγας Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος κατά γενική ομολογία υπήρξε ένας από τους ευφυέστερους ανθρώπους που κυβέρνησαν την Ελλάδα, είναι ο μόνος πολιτικός ηγέτης παγκοσμίως που εκφώνησε τον δικό του «επικήδειο» από το βήμα της Βουλής τέσσερα χρόνια πριν από τον θάνατό του.

Ήταν Απρίλιος του 1932 και σε μια πολιτική αψιμαχία που είχε με τον παλαιό του συνεργάτη Αλέξανδρο Παπαναστασίου, ο οποίος εκείνη την περίοδο ηγείτο δικού του αντιπολιτευόμενου κόμματος με την επωνυμία «Αγροτικόν και Εργατικόν», ο 68χρονος Ελευθέριος Βενιζέλος, που διήνυε τους τελευταίους μήνες της πολυετούς θητείας του στην πρωθυπουργία, παίρνοντας αφορμή και από το γεγονός ότι στην ίδια συνεδρίαση είχε προηγηθεί το πολιτικό μνημόσυνο ενός παλαιότερου πολιτικού για τον οποίο όλοι είχαν μιλήσει με θερμά λόγια, περιέγραψε όσα πίστευε ότι θα έλεγαν οι πολιτικοί του αντίπαλοι μετά τον θάνατο του.

«Είμαι βέβαιος ότι όταν αποθάνω ένας από τους λόγους που θα απαγγελθεί, θα είναι και από τους καλύτερους, θα είναι εκείνος που θα εκφωνηθεί από τον αρχηγόν του Αγροτικού και Εργατικού Κόμματος», είπε. Αιφνιδιασμένος ο Παπαναστασίου, που ήταν νεώτερος κατά 12 χρόνια του Βενιζέλου, αντέδρασε λέγοντας ότι μπορεί να συμβεί το αντίθετο και να είναι ο Βενιζέλος που θα εκφωνήσει τον δικό του επικήδειο. Ο ξεχωριστός πολιτικός από την Κρήτη, όμως, αφού ευχήθηκε να μην συμβεί αυτό, συνέχισε προβλέποντας όσα ο ίδιος θεωρούσε ότι θα έλεγε ο Παπαναστασίου στον επικήδειο που θα εκφωνούσε μπροστά στη σορό του.

«Ο προκείμενος νεκρός, αγαπητοί φίλοι, ήτο ένας αληθινός άνδρας, με μεγάλο θάρρος, με αυτοπεποίθησιν και δι’ εαυτόν και διά τον λαόν, τον οποίον εκλήθη να κυβερνήση», ανέφερε. «Ίσως έκαμε πολλά σφάλματα, αλλά ποτέ δεν του απέλειπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης, διότι ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην», συνέχισε. «Αλλά έθεσε εις την υπηρεσίαν της όλον το πυρ που είχε μέσα του, κάθε δύναμιν ψυχικήν και σωματικήν».

Θυμήθηκα αυτό το ιδιαίτερα ενδιαφέρον ιστορικό στιγμιότυπο με αφορμή τη σπάνια εκδήλωση η οποία οργανώθηκε την περασμένη Δευτέρα για να τιμηθούν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτη και η μεγάλη προσφορά του στη χώρα, καθώς, όσα επιμέρους αρνητικά στοιχεία και αν αναζητήσει κανείς για να την μειώσει, είναι δύσκολο να βρει βάσιμα επιχειρήματα για να αμφισβητήσει τη μεγάλη αλήθεια που είναι ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 βρέθηκε στο απώγειο της οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ανάπτυξης της.

Χωρίς να παραβλέπονται λάθη, αστοχίες και ατολμίες, που μόνον σε… αγγελικούς κόσμους αποφεύγονται, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι ποτέ πριν, αλλά ούτε φυσικά και μετά, η χώρα δεν είχε κάνει μέσα σε μια οκταετία τόσο σημαντικά άλματα προς την πολυεπίπεδη ευημερία της. Ο ρόλος του Κώστα Σημίτη ήταν καθοριστικός ως προς αυτό. Διότι ακόμη και οι πιο σφοδροί επικριτές του δεν μπορούν να αρνηθούν ότι, για να θυμηθούμε τα λόγια του Βενιζέλου, «δεν υπήρξε μοιρολάτρης» και «ποτέ δεν επερίμενε από την μοίραν να ίδη την χώραν του προηγμένην».

Είναι, υπό αυτή την έννοια, πολύ σημαντικό ότι ο Κώστας Σημίτης έγινε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός ηγέτης που τιμήθηκε εν ζωή. Βλέπετε στη χώρα μας μέχρι τώρα ο «κανόνας» που ισχύει επιβάλει ότι για να τιμηθεί το έργο ενός οποιουδήποτε πολιτικού χρειάζεται πρώτα να περάσει στο «επέκεινα». Όπως τόσο εύστοχα υπαινίχθηκε ο μέγας Βενιζέλος με τον πρόωρο δικό του «επικήδειο» τον οποίο έβαλε στο στόμα του Παπαναστασίου.

Κακά τα ψέματα, ανήκει στις «παραδόσεις» της εγχώριας πολιτικής ζωής -ίσως και εν γένει της ζωής στην χώρα μας- το φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι αρετές και τα χαρίσματα των πολιτικών -και εν γένει των ανθρώπων- να αναγνωρίζονται και συχνά να υπερτονίζονται αφού πρώτα οι ίδιοι εγκαταλείψουν τον… μάταιο τούτο κόσμο. Σχεδόν ποτέ η υστεροφημία τους δεν ενεργοποιείται, όπως θα ήταν λογικό, όσο είναι στην ενέργεια ή έστω μόλις εγκαταλείψουν το αξίωμά τους, παρά μόνον όταν φύγουν από τη ζωή.

Γι΄ αυτό και όσοι οργάνωσαν την εκδήλωση για τον Σημίτη -τα εύσημα πιστώνονται στο «Δίκτυο» της Άννας Διαμαντοπούλου-, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα, προσέφεραν υπηρεσίες. Όχι μόνον διότι άνοιξαν καινούργιους δρόμους και μπορεί να δούμε και στο μέλλον να τιμώνται εν ζωή και άλλοι πολιτικοί ταγοί που όντως το αξίζουν και χρειάζεται να αποτελέσουν παράδειγμα για τους νεώτερους.

Αλλά κυρίως επειδή ανέδειξαν τις διαχωριστικές γραμμές που χρόνια τώρα διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία ανάμεσα σε όσους βλέπουν την πολιτική ως αντιπαράθεση απόψεων και ιδεών και σε εκείνους που προτιμούν την τοξική σύγκρουση, επιλέγουν τις ύβρεις αντί του διαλόγου και καταφεύγουν σε λαϊκίστικες διχαστικές κορώνες.

Όπως και να έχει, δεν νομίζω ότι υπάρχει αμφιβολία για το ποιος κέρδισε ανάμεσα στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκης, ο οποίος επέλεξε να είναι με εκείνους που τίμησαν τον Κώστα Σημίτη, δίνοντας το «παρών» του και χειροκροτούμενος στην εκδήλωση της περασμένης Δευτέρας, και στον νεόκοπο αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Στέφανο Κασσελάκη που οι μέντορές του του επέβαλαν να ακυρώσει τελευταία στιγμή την παρουσία του στην εκδήλωση και την επομένη να επιδοθεί σε ένα… «πολάκειου» τύπου υβριστικό κρεσέντο, το περιεχόμενο του οποίου δεν επιβεβαιωνόταν καν από τα στοιχεία που ο ίδιος εκ των υστέρων επικαλέστηκε για την εξέλιξη του χρέους.

Αν έχουν, άλλωστε, την ίδια κατάληξη και οι επόμενες «μονομαχίες» των δυό τους, ίσως αποδειχθεί πολύ πιο σύντομα από το αναμενόμενο ότι ο Κασσελάκης αδίκως πήγε στην Αμερική για να… φέρει χειμερινά ρούχα. Για τη δική του προσωπική υστεροφημία ήταν ίσως καλύτερα να μην είχε πάει. Και εφόσον πήγε, καλύτερα να μην είχε γυρίσει. Εκτός και αν φιλοδοξία του ήταν να γίνει η αιχμή του δόρατος του «πολακισμού», ο οποίος ευτυχώς πνέει τα λοίσθια.

Αξέχαστος, πάντως, θα μείνει κι έτσι…

 

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η… ματαιότητα της μομφής και η κρίση για τους κρίνοντες


Στην πολιτική καθημερινότητα γίνονται πολύ συχνά πράγματα τα οποία, παρόλο που είναι προφανώς μάταια, δεν μπορεί κανείς να τα αποφύγει, ιδίως αν είναι επαγγελματίας του είδους και έχει επιλέξει να ακολουθήσει την πεπατημένη.

Πάρτε για παράδειγμα τις διάφορες συναθροίσεις κομματικών οργάνων, στις οποίες μαζεύονται οι ίδιοι και οι ίδιοι άνθρωποι που, μάλιστα, κατά τεκμήριο συμφωνούν μεταξύ τους και αναλώνονται σε χειροκροτήματα προς τον ομιλητή, ο οποίος συνήθως είναι ο αρχηγός τους με τον οποίο ουδείς διαφωνεί.

Η όλη τελετουργία στήνεται αποκλειστικά και μόνον για το τηλεοπτικό θεαθήναι και πιο συγκεκριμένα για να επιλέξουν οι δημοσιογράφοι μια ατάκα που θα παίξει στα δελτία ειδήσεων και θα γίνει τίτλος σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

Έναν τέτοιο χαρακτήρα είναι σαφές πως είχε, για όποιον τουλάχιστον διέθετε τον χρόνο και την υπομονή να την παρακολουθήσει, η πρωτοβουλία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση με αφορμή το πολυσυζητημένο θέμα των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων.

Με εξαίρεση ίσως λίγους πολύ θερμοκέφαλους φανατικούς, δεν μπορώ να φανταστώ άλλους και κυρίως ανθρώπους με στοιχειώδη κοινό νου που να θεώρησαν ότι πλησίαζε η ώρα να πέσει η κυβέρνηση όταν είδαν τον Αλέξη Τσίπρα να βγαίνει το πρωί της περασμένης Τρίτης από τα γραφεία της ΑΔΑΕ με τον γνωστό φάκελο ανά χείρας και το βράδυ της ίδιας μέρας να προαναγγέλλει έξω από το Προεδρικό Μέγαρο ότι την επομένη ημέρα θα δημοσιοποιούσε το περιεχόμενό του από το βήμα της Βουλής.

Δεν ήταν μόνον που τα στοιχεία του φακέλου τον οποίο κρατούσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είχαν διαρρεύσει στα φιλικά του μέσα λίγο μετά την αναχώρησή του από τα γραφεία της ανεξάρτητης αρχής, που είναι ταγμένη να… διασφαλίζει το απόρρητο των επικοινωνιών, ήταν πολύ περισσότερο που το ίδιο βράδυ η κυβέρνηση προέτρεπε επισήμως, δια του εκπροσώπου της Γιάννη Οικονόμου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υποβάλει πρόταση μομφής (δυσπιστίας).

Κακά τα ψέματα, όμως, παρόλο που ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είχε χάσει το momentum του πολιτικού αιφνιδιασμού, που είναι συνήθως εκείνο που δίνει υπόσταση σε τέτοιες κοινοβουλευτικές πρωτοβουλίες, η πρόταση μομφής, την οποία εντέλει υπέβαλε ο κ. Τσίπρας, ήταν πλέον μονόδρομος. Ήταν μια πρόταση, την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει, ακόμη και αν ο ίδιος ήταν βέβαιος -που ήταν!- για το προεξοφλημένο αποτέλεσμά της.

Με βάση τις εγχώριες, αλλά και τις διεθνείς, κοινοβουλευτικές παραδόσεις, οι προτάσεις δυσπιστίας αποκτούν πολιτικό νόημα σε δύο περιπτώσεις:

*Πρώτον όταν μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει ζητήματα εσωτερικής συνοχής, και

*Δεύτερον, όταν βρίσκεται σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, καμία από τις δύο προϋποθέσεις δεν φαίνεται να εκπληρώνεται.

Η «επένδυση» στελεχών και υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ στη διαφοροποίηση «καραμανλικών» και «σαμαρικών» βουλευτών, ήταν εξ αρχής μια απόλυτη ψευδαίσθηση που κατέληξε φρούδα ελπίδα.

Δεν υπάρχει βουλευτής που να έχει εκλεγεί με κάποιο κόμμα και να είναι διατεθειμένος λίγες βδομάδες πριν από την προκήρυξη των εκλογών να αποσκιρτήσει από την παράταξη με την οποία εξελέγη.

Πολύ περισσότερο όταν αυτή η παράταξη προηγείται σε όλες ανεξαιρέτως τις δημοσκοπήσεις και στην κοινωνία δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες που να προοιωνίζονται πολιτική αλλαγή.

Συμπερασματικά, η πρόταση μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης ήταν μια αναμφισβήτητα μάταιη πρωτοβουλία. Μάταιη υπό την έννοια ότι ήταν καταδικασμένη να αποτύχει.

Αν η σκοπιμότητα της πρόκλησης της κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης εξαντλείται στην πληροφόρηση της κοινής γνώμης ότι η κυβέρνηση έχει εμπλακεί σε αντιθεσμικές και ενδεχομένως παράνομες διαδικασίες, έχει καλώς. Ως εκεί όμως.

Διότι, κατά τα λοιπά, είναι ακραία αντιφατικό την ίδια ώρα που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί την έκφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου σύμφωνα με την οποία «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας», στελέχη του κόμματος από το ίδιο το βήμα της Βουλής να μιλούν για «διεφθαρμένους εισαγγελείς» που έθεσαν στο αρχείο υποθέσεις που κινήθηκαν από τους ίδιους σε βάρος πολιτικών τους αντιπάλων.

Θα πρέπει κάποια στιγμή σε αυτόν τον τόπο να συμφωνήσουμε όλοι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη Δικαιοσύνη, όπως πολύ σωστά δήλωνε πριν από λίγο καιρό ο κ. Τσίπρας έξω από το γραφείο του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, και να μην το κάνουμε αυτό επιλεκτικά.

Δεν γίνεται να θεωρείται αδέκαστος ο Χρήστος Ράμμος επειδή έγινε πρόεδρος ανεξάρτητης αρχής κατόπιν εισηγήσεως του γνωστού και μη εξαιρετέου Δημήτρη Παπαγγελόπουλου και να στοχοποιείται ανελέητα ο Ισίδωρος Ντογιάκος επειδή ανέλαβε το αξίωμα του με πρόταση του νυν υπουργού Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα.

Αναμφίβολα και οι κρίνοντες κρίνονται για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους. Αλλά με τα ίδια μέτρα και σταθμά. Και όχι με απολύτως ιδιοτελή κριτήρια.

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2015

Κομματική φαρσο-τραγωδία!



            Σε πείσμα όσων επαινούν την υποτιθέμενη «λαϊκή σοφία», όπως κάθε φορά εκφράζεται μέσα από την εκλογική διαδικασία, είμαι εξ εκείνων που ενστερνίζονται την άποψη ότι οι λαοί πολύ συχνά κάνουν λάθη, ενίοτε και μοιραία, εμπιστευόμενοι, έστω πλειοψηφικά, πρόσωπα και συλλογικότητες που είτε τους εξαπατούν συνειδητά, για χάριν της εξουσίας, είτε είναι απλά ανίκανοι να διαχειριστούν τις καταστάσεις τις οποίες οι πολίτες τούς αναθέτουν δια της ψήφου.
            Παρέλκει νομίζω να παραθέσω αρκετά από τα άπειρα ιστορικά παραδείγματα, εγχώρια και διεθνή, που επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς μου και περιορίζομαι να επισημάνω την ευρύτατα αναγνωρισμένη ως την πλέον κραυγαλέα περίπτωση αντιφατικής λαϊκής συμπεριφοράς που ήταν η καταψήφιση του Ελευθερίου Βενιζέλου στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 που λειτούργησε ως προανάκρουσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής.
Τι χρεία, άλλωστε, έχουμε να καταφύγουμε στο παρελθόν όταν στις μέρες μας βιώνουμε αυτή τη μοναδική και ανεπανάληπτη φάρσα διακυβέρνησης που αναδείχθηκε ως προϊόν της λαϊκής βούλησης που εκφράστηκε με την υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ, ενός πολιτικού συνονθυλεύματος; Και ενώ οι ίδιοι που απαρτίζουν αυτό το ετερόκλητο σχηματισμό αναγνωρίζουν, πλέον, την πλήρη αδυναμία να συμβιώσουν κάτω από την ίδια κομματική στέγη, είναι απορίας άξιον γιατί επιμένουν στην συγκατοίκηση, ταλαιπωρώντας τη χώρα και παίζοντας με τις τύχες όλων μας.
Εκείνο, εξάλλου, που όλος ο κόσμος το έχει εδώ και καιρό «τούμπανο», το ομολόγησε η κυβερνητική εκπρόσωπος Όλγα Γεροβασίλη, όταν προσερχόμενη στη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε ξεκάθαρα για τις δύο αντιτιθέμενες στρατηγικές που ενυπάρχουν στο μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό κόμμα και είναι από τη μια όσοι θέλουν την Ελλάδα στην Ευρώπη και από την άλλη όσοι τη θέλουν εκτός Ευρώπης.
Δεν είναι εύκολο να εξηγήσει κανείς γιατί στο Μέγαρο Μαξίμου –εξ ονόματος του οποίου μιλάει η κυβερνητική εκπρόσωπος- τους πήρε τόσο πολύ χρόνο να αντιληφθούν αυτή την κορυφαία στρατηγική διαφορά που τους χωρίζει. Μεγαλύτερη εντύπωση, όμως, προκαλεί ότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εξακολουθεί να τηρεί επαμφοτερίζουσα  στάση και -παρότι δεν απειλείται πολιτικά, τουναντίον- αποφεύγει να ξεκαθαρίσει το εσωκομματικό πεδίο.
Τι νόημα, άραγε, έχει ο ισχυρισμός του ότι «η πρώτη αριστερή κυβέρνηση στην Ευρώπη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είτε υποστηρίζεται από αριστερούς βουλευτές είτε πέφτει αν κατά τη γνώμη τους δεν είναι αρκετά αριστερή», όπως είπε στην Κ.Ε. όταν εκείνοι στους οποίους απευθύνονταν είχαν τόσο αποκλίνουσες προσεγγίσεις στο υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που απασχολεί σήμερα την Ελλάδα και είναι ο -σχεδόν υπαρξιακών διαστάσεων- προβληματισμός για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας;    
Πολύ σωστά, αντιθέτως, ο κ. Τσίπρας είπε στους διαφωνούντες «συντρόφους» του ότι «δεν είναι δυνατόν κάποιοι να αξιοποιούν τις ψήφους άλλων κομμάτων για να αποφεύγουν την ευθύνη και την ίδια στιγμή να λένε ότι στηρίζουν την κυβέρνηση». Πλην, όμως, δίστασε να κάνει το επόμενο αποφασιστικό βήμα που δεν είναι άλλο από την υπόδειξη της «πόρτας εξόδου» ή έστω του «συναινετικού διαζυγίου» σε όσους ορέγονται αναβίωση της Οκτωβριανής Επανάστασης ή βλέπουν στο πρόσωπο του Πούτιν τη μετεμψύχωση του αγαπημένου τους Στάλιν.
Όπως και να έχει, πάντως, είναι φανερό πλέον ότι η απίστευτη πολιτική φάρσα την οποία –εν είδει διακυβέρνησης- βιώνουμε τους τελευταίους έξι μήνες έχει προ πολλού εκμετρήσει το ζην. Και είναι πια των αδυνάτων αδύνατο να συνεχιστεί επί πολύ το μοναδικά στα παγκόσμια χρονικά σημερινό σκηνικό που συγκροτείται από μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία την οποία απαρτίζουν στελέχη με εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και επιδιώξεις.
Δεν μπορεί την ίδια ώρα που οι μισοί στο ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν για «πάση θυσία παραμονή στο ευρώ», κάποιοι άλλοι από τον –υποτίθεται- ίδιο χώρο να καταρτίζουν πλάνα για εφόδους στο Νομισματοκοπείο και στις τραπεζικές θυρίδες ή να εκπονούν αστεία σχέδια την εισαγωγή παράλληλου νομίσματος και να συγκροτούν επιτροπές την μονομερή διαγραφή του χρέους.
Δεν είναι, επίσης, δυνατόν ενώ, υπάρχει δικαιολογημένα η αίσθηση ότι δεν ασχολείται κανείς με τα τόσο μεγάλα αλλά και μικρά προβλήματα –στην Υγεία, στην Παιδεία, στην Αγορά, στην καθημερινότητα- με τα οποία είναι αντιμέτωποι όλοι οι πολίτες, να σπαταλάτε ωφέλιμος χρόνος για τα εσωτερικά του ΣΥΡΙΖΑ και αν θα κάνουν δημοψήφισμα, Συνέδριο ή θα φλυαρούν, όπως έκαναν όταν ήταν στο 3% και δεν ενδιαφερόταν κανείς μαζί τους.
Είναι καιρός, λοιπόν, να λάβει επειγόντως ένα τέλος η απίστευτη φαρσοκωμωδία που εξελίσσεται μπροστά μας και η κυβέρνηση να αφοσιωθεί απερίσπαστη στο έργο για το οποίο έχει εκλεγεί: τη διακυβέρνηση της χώρας, πρώτη πράξη της οποίας είναι η το δυνατόν συντομότερα υπογραφή νέας συμφωνίας με τους εταίρους και δανειστές της χώρας.
Γιατί αλλιώς, η πολιτική φαρσοκωμωδία που έχουμε ενώπιον μας, σύντομα θα μετατραπεί σε τραγωδία για τη χώρα. Την πρώτη ελληνική φαρσοτραγωδία την οποία κινδυνεύουμε να ζήσουμε μόνον και μόνον για να παραμείνει τεχνητά συγκολλημένος ο ΣΥΡΙΖΑ!