Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξεταστική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εξεταστική. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

«Ταμείο» στις 9 Ιουνίου

Πριν από τέσσερις εβδομάδες το -ανά Παρασκευή- κείμενο του υπογράφοντος σε αυτήν εδώ τη στήλη είχε τον τίτλο «Ο θρήνος για τα Τέμπη δεν χειραγωγείται με επικοινωνιακούς χειρισμούς».

Αφορμή για τις συγκεκριμένες επισημάνσεις υπήρξε το κλίμα το οποίο επικρατούσε εκείνες τις ημέρες στην ελληνική κοινωνία -να είναι καλά ο μικρός μου φίλος, ο 15χρονος Κωνσταντίνος, που μου έδωσε το έναυσμα- καθώς συμπληρωνόταν ένας χρόνος από το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα στο οποίο έχασαν τόσο άδικα τις ζωές τους 57 συνάνθρωποί μας.

Μόνον όποιος ήταν κλεισμένος στον δικό του κόσμο ή φορούσε παρωπίδες είχε δυσκολία να αντιληφθεί ότι η κοινή γνώμη τελούσε σε κατάσταση «βρασμού» και, εξαιτίας των όσων είχαν μεσολαβήσει, φαινόταν να είναι ακόμη πιο εξοργισμένη από όσο ήταν τις πρώτες ώρες και μέρες της τραγωδίας. Κυβερνητικά στελέχη, εθελοτυφλώντας, μιλούσαν για «μπαγιάτικο θέμα». 

Ενώ τα γνωστά τρολ του Διαδικτύου ξιφουλκούσαν με φανατισμό εναντίον όσων υποστήριζαν ότι υπάρχουν ερωτήματα τα οποία, καλώς ή κακώς, χρήζουν πειστικών απαντήσεων, οι οποίες δεν δόθηκαν, κυρίως επειδή η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής δεν εκπλήρωσε τον ρόλο της, κατά βάση λόγω της αχαρακτήριστης στάσης που τήρησε η πλειοψηφία των μελών της.

Παρόλο που ήταν περισσότερο από φανερό ότι η συλλογική πληγή της τραγωδίας, όπως την βίωνε η ελληνική κοινωνία, παρέμενε ανοιχτή, οι εργασίες της κοινοβουλευτικής Επιτροπής έκλειναν άρον άρον, ενισχύοντας την εντύπωση για μεθοδευμένη απόπειρα συγκάλυψης και δίνοντας τροφή και επιχειρήματα σε κάθε λογής συνομωσιολόγους.

Εμφορούμενοι προφανώς και από την αλαζονεία του εκλογικού αποτελέσματος της περασμένης χρονιάς, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι απαξίωσαν ακόμη και να παραστούν στη συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής στην οποία τέθηκε προς συζήτηση το «πόρισμα» της Εξεταστικής.

Οι δημοσκοπήσεις των αμέσως επόμενων ημερών δεν μπορούσαν παρά να καταγράψουν την σχεδόν πάνδημη δυσφορία με την οποία «εισέπραττε» η ελληνική κοινωνία τη συμπεριφορά των κυβερνώντων, οι οποίοι, ανεξαρτήτως προθέσεων, έστελναν προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι βασικό μέλημά τους ήταν να επιβληθεί σιωπητήριο στην υπόθεση. 

Οι συγγενείς των θυμάτων, όμως, αλλά και όσοι τους συνέδραμαν -για «συμφεροντολογικούς» και όχι μόνον λόγους-, δεν ήταν δυνατόν να συμβιβαστούν με αυτή τη στόχευση. 

Σε κάθε δημόσια παρουσία της κυρίας Μαρίας Καρυστιανού, της χαροκαμένης μητέρας που με τόσο γενναία αξιοπρέπεια εκπροσώπησε και τους υπολοίπους συγγενείς, οι άλλοτε απόρθητες γραμμές της επικοινωνιακής άμυνας, που χάρασσε το κυβερνητικό επιτελείο, κατέρρεαν σαν χάρτινοι πύργοι.

Έτσι, πολύ πριν βρουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αφορμή από το -διόλου «αποκαλυπτικό»- δημοσίευμα του κυριακάτικου Βήματος περί «μονταζιέρας» για να υποβάλλουν την πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, είχε προηγηθεί η έντονη κοινωνική δυσπιστία για το που οδηγούσαν οι χειρισμοί της κυβέρνησης. Δυσπιστία η οποία, ας μην αυταπατώμεθα, ήρθε να προστεθεί σε ένα αρνητικό υπόβαθρο που συνθέτουν και άλλοι παράγοντες. 

Όπως, για παράδειγμα, οι δυσμενείς εξελίξεις στον οικονομικό τομέα με τις οξείες πληθωριστικές πιέσεις, αλλά και μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που έλαβε τελευταία η κυβέρνηση χωρίς να επιδιώξει ή να πετύχει την ευρύτερη συναίνεση (καθιέρωση επιστολικής ψήφου, νόμος για τα μη κρατικά ΑΕΙ, κ.ά.).

Αλλά και μετά την υποβολή της αντιπολιτευτικής πρότασης, η αντίκρουση που επιχειρήθηκε με επιστράτευση της επιχειρηματολογίας για «οργανωμένα συμφέροντα που συνασπίζονται με την αντιπολίτευση για να πολεμήσουν την κυβέρνηση», δεν απεδείχθη επιτυχής, παρότι κάποιοι… βιαστικοί προέβλεπαν ότι η πρόταση δυσπιστίας θα κατέληγε σε «μπούμερανγκ» για την αντιπολίτευση. 

Δεν είναι μόνον ότι οι συγκεκριμένοι ισχυρισμοί κάνουν όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη να αναφωνούν ότι γινόμαστε «στο ίδιο έργο θεατές», ενθυμούμενοι τα αλήστου μνήμης «διαπλεκόμενα συμφέροντα» και τους αξέχαστους «νταβατζήδες».

Είναι, πολύ περισσότερο, που εξαιτίας αυτού του «ιδεολογήματος», η κυβέρνηση απώλεσε δύο στελέχη της και στενότατους συνεργάτες του πρωθυπουργού, τον Σταύρο Παπασταύρου και τον Γιάννη Μπρατάκο, οι οποίοι παραιτήθηκαν επειδή υπέπεσαν στο ατόπημα (;) να παραστούν σε μια «κοινωνική εκδήλωση», κάτι που, ούτε σε ότι αφορά τους ίδιους, ούτε την πλειονότητα των συναδέλφων τους, είναι κάτι που δεν συμβαίνει για πρώτη φορά. 

Ας μη γελιόμαστε, οι υπουργοί και οι υφυπουργοί αυτής αλλά και κάθε άλλης κυβέρνησης δεν είναι κακό να πίνουν ποτά και να καπνίζουν πούρα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Αν αυτό δεν επηρεάζει την πολιτική την οποία ασκούν, οι κοινωνικές σχέσεις δεν είναι επιλήψιμο γεγονός.

Όπως και να έχει και επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αμέσως μετά την καρατόμηση των δύο συνεργατών του άδραξε την ευκαιρία για να διακηρύξει από το βήμα της Βουλής ότι «δεν θα συγκυβερνήσω με κανένα παράκεντρο». Πρόσθεσε ότι «στο τιμόνι του τόπου θα είναι αυτοί που τους ψηφίζουν οι πολλοί και όχι οι λίγοι ισχυροί». Και κατέληξε λέγοντας ότι «αν κάποιος εκδότης μεγαλοεπιχειρηματίας έχει πολιτικές βλέψεις, ας εμφανιστεί ανοιχτά στην πολιτική αρένα ο ίδιος». 

Η αλήθεια είναι ότι σε θεωρητικό επίπεδο δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κάποιος με αυτές τις επισημάνσεις. Στην πράξη, όμως;

Το μόνο σίγουρο είναι ότι στην επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου οι πολίτες με την ψήφο τους θα δώσουν απαντήσεις και θα γίνει «ταμείο» για όλα: για τα Τέμπη, για την ακρίβεια, για το Κράτος Δικαίου, για την ποιότητα διακυβέρνησης και την αξιοπιστία όλων όσοι διεκδικούν την ψήφο τους. 

Κοντός ψαλμός, λοιπόν!

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2022

«Όλα στο φως» ή «απόρρητο παντού»;


Ήμουν νεαρός κοινοβουλευτικός συντάκτης όταν, εν έτει 1986, συγκροτήθηκε η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή στη σύγχρονη εποχή της Βουλής των Ελλήνων που είχε ως αντικείμενο τη διερεύνηση του περιβόητου «Φακέλου της Κύπρου».

Οι βουλευτές που απάρτιζαν το Προεδρείο εκείνης της Επιτροπής είχαν πάρει πολύ σοβαρά τον ρόλο τους και, με επικεφαλής τον εξ Αιτωλοακαρνανίας ορμώμενο αείμνηστο Χρήστο Μπασαγιάννη, πάσχιζαν να διατηρήσουν το απόρρητο των καταθέσεων τις οποίες λάμβαναν από τους πρωταγωνιστές της κυπριακής τραγωδίας.

Στον αντίποδα της δικής τους βούλησης να μην διαρρεύσει το παραμικρό από τα λεγόμενα των μαρτύρων που εξέταζαν, οι δημοσιογράφοι δίναμε τη δική μας μάχη για να μάθουμε όσα περισσότερα από τα διαμειφθέντα στις κεκλεισμένων των θυρών συνεδριάσεις.

Πότε ξεμοναχιάζοντας τους ίδιους τους μάρτυρες, άλλοτε απομονώνοντας κάποιους από τους πιο… ομιλητικούς βουλευτές και κάποιες φορές πιάνοντας χαλαρή κουβέντα με τους… πρακτικογράφους, όλο και κάτι μαθαίναμε.

Ήταν, εξάλλου, αδιανόητο να προσέρχονται για κατάθεση στο Κοινοβούλιο σημαίνοντα για την εποχή πρόσωπα και την άλλη μέρα οι εφημερίδες, που ήταν τα μόνα μέσα που ενημέρωναν τότε τους πολίτες, να κυκλοφορούσαν χωρίς να έχουν, αν όχι τους ακριβείς διαλόγους, τουλάχιστον ένα περίγραμμα των όσων κατέθεταν οι μάρτυρες.

Οι «τριβές» ανάμεσα στο προεδρείο της Εξεταστικής και στους κοινοβουλευτικούς συντάκτες ήταν διαρκείς, αλλά το αποτέλεσμα δεν άλλαξε.

Εκείνοι τηρούσαν -όσο μπορούσαν- το απόρρητο και εμείς με τη σειρά μας ακολουθούσαμε το κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα (άρθρο 14) δικαίωμά μας να ενημερώνουμε τους αναγνώστες μας. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι στη στάθμιση των δύο δικαιωμάτων η πλάστιγγα έγερνε καταφανώς υπέρ της ενημέρωσης των πολιτών. Η οποία επικράτησε. Και μάλλον καλώς.

Διότι από όσα έστω και αποσπασματικά ήρθαν στο φως κατέπεσαν κάποιοι μύθοι που συνόδευαν -και μάλλον συνεχίζουν να συνοδεύουν ακόμη και σήμερα- την υπόθεση του αποκαλούμενου «Φακέλου της Κύπρου».

Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο σίγουρο είναι δεν ευθύνεται η δημοσιότητα που εκείνη η πρώτη Εξεταστική Επιτροπή δεν κατέληξε σε ένα αξιόπιστο και κοινής αποδοχής πόρισμα.

Όπως και στην πλειονότητα των δεκάδων άλλων Εξεταστικών που συγκροτήθηκαν τα επόμενα χρόνια, οι κομματικές σκοπιμότητες δεν επέτρεψαν να συμφωνήσουν σε κάποιες έστω αυτονόητες αρχές.

Έτσι, επικράτησε ο… κανόνας να εκδίδει κάθε κόμμα τη δική του εκδοχή πορίσματος και να είναι όλοι… ευχαριστημένοι, επειδή πέρασαν επιτυχώς τις εξετάσεις στο «μάθημα» της κομματικής προσήλωσης.

Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η μακρά πλέον «παράδοση» συνεχίζεται και στις μέρες μας με τρανό παράδειγμα τα όσα γίνονται ή επιχειρούνται να γίνουν στην Εξεταστική Επιτροπή, η οποία συστάθηκε για να διερευνήσει το σκάνδαλο με την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος προφανώς δεν μπορεί να είναι ο μόνος που μπήκε -για εντελώς αδιευκρίνιστους, μέχρι τώρα, λόγους- στο στόχαστρο των ελληνικών μυστικών υπηρεσιών.

Είναι προφανές ακόμη και στους πιο καλοπροαίρετους ότι ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται ως τώρα την υπόθεση η κυβερνητική πλειοφηφία δεν δείχνει διάθεση για να ικανοποιηθούν οι αρχικές υποσχέσεις ότι θα έρθουν -κατά το γνωστό στερεότυπο «όλα στο φως».

Συμπληρώνονται σήμερα πέντε εβδομάδες από τη μέρα που έγινε γνωστή η παρακολούθηση ενός πολιτικού αρχηγού και υπεβλήθηκαν παραιτήσεις των ιθυνόντων, αλλά τα ερωτήματα που εξαρχής δημιουργήθηκαν παραμένουν αναπάντητα.

Ούτε στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών, αλλά ούτε και στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, γίναμε σοφότεροι. Και όπως όλα δείχνουν το ίδιο μέλλει γενέσθαι και στην Εξεταστική.

Η -μάλλον προσχηματική- επίκληση του απορρήτου, η οποία κανείς δεν αμφιβάλει ότι ισχύει όταν πρόκειται για ενέργειες της ΕΥΠ που σχετίζονται με την εθνική ασφάλεια, οδηγεί σε ανεξήγητη συσκότιση. Η οποία με σειρά τους κάνει καχύποπτους ακόμη και όσους θα ήθελαν να πιστέψουν την επίσημη εκδοχή ότι δεν ήταν ενήμερο το Μέγαρο Μαξίμου.

Για παράδειγμα, το μονοκομματικό προεδρείο που εξέλεξαν τα προερχόμενα από τη ΝΔ μέλη της Επιτροπής, όπως και ο «βολικός» κατάλογος μαρτύρων που μεθοδεύουν, δεν μπορεί να πει κανείς ότι είναι πρωτοβουλίες που συνάδουν με τη γνωστή λαϊκή παροιμία σύμφωνα με την οποία «καθαρός ουρανός, αστραπές δεν φοβάται».

Αν υπάρχουν, άλλωστε, και άλλοι που έπεσαν θύματα παρακολούθησης, όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης, ας μην υπάρχει αμφιβολία ότι, αργά ή γρήγορα, θα γίνει γνωστό κατά τον ίδιο τρόπο που μαθεύτηκε και η «επισύνδεση» του προέδρου του ΠΑΣΟΚ. Από το ίδιο ή άλλο… «βαθύ λαρύγγι».

Όσο για την «επένδυση» που γίνεται στο ότι, με βάση τις δημοσκοπήσεις, οι πολίτες αξιολογούν ψηλά τα θέματα της ακρίβειας και χαμηλά την υπόθεση των παρακολουθήσεων, ας μην αυταπατώνται όσοι το κάνουν.

Ας έχουν υπόψη τους ότι σε ζητήματα εργαλειοποίησης των θεσμών, πολύ περισσότερο όταν μέσω αυτών εγείρονται και θέματα πολιτικής αξιοπιστίας, η λαϊκή ετυμηγορία μπορεί να καθυστερεί να επιβληθεί αλλά όταν έρχεται η ώρα της, ο πέλεκυς είναι συνήθως βαρύτερος.

Καιρός για αλλαγή ρότας υπάρχει ακόμη, για αντίστοιχη βούληση δεν είμαι σίγουρος. Η πεπατημένη, βλέπετε, είναι πιο εύκολη, παρόλο που έχει πάντα προδιαγεγραμμένη κατάληξη.

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2022

Από την αυγουστιάτικη ραστώνη στην επερχόμενη… «διαβολοβδομάδα»

Μέσα στην… ατυχία (;) της, αφού, αν δεχθούμε την επίσημη εκδοχή, της έτυχε μια πολύ μεγάλη «στραβή στη βάρδια της», η κυβέρνηση αποδεικνύεται ότι είναι μάλλον «τυχερή», καθώς το σκάνδαλο των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων δεν έχει λάβει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, τη διάσταση που μπορούσε να είχε λάβει.

Όταν υπάρχει η επίσημη πρωθυπουργική παραδοχή για το «λάθος» που έγινε -προφανώς κατά την αποδιδόμενη στον Ταλλεϋράνδο ρήση, σύμφωνα με την οποία «είναι κάτι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος»- με την παγίδευση του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ Νίκου Ανδρουλάκη, η απομάκρυνση του αρχηγού της ΕΥΠ και του «προσωπάρχη» του Μαξίμου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν επαρκείς κινήσεις για να εκτονώσουν τις τεράστιες πολιτικές εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν.

Ανεξάρτητα από την «εκμετάλλευση» την οποία -αυτονοήτως- επιχειρούν οι αντίπαλοι της, είναι πολλά τα ερωτήματα τα οποία ανέκυψαν από τις φειδωλές αποκαλύψεις και χρήζουν πιο ξεκάθαρων απαντήσεων από την κυβέρνηση. Υπό άλλες συνθήκες, εξάλλου, και με δεδομένους τους έως τώρα χειρισμούς, τα πράγματα θα ήταν πολύ δυσχερέστερα για την ίδια.

Προσώρας, ωστόσο, οι συγκυρίες -χρονικές και πολιτικές- επιτρέπουν στην κυβερνητική ηγεσία να ελπίζει ότι αργά ή γρήγορα θα αποτελέσει παρελθόν και αυτή η σοβαρή κρίση με την οποία ήρθε αντιμέτωπη. Η θερινή ραστώνη και τα «μπάνια του λαού» που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι ο υπ΄ αριθμόν ένα σύμμαχος στην προσπάθεια να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Από την άλλη, οι προσδοκίες για εσωκομματική αναταραχή στο κυβερνητικό στρατόπεδο που καλλιεργούν εδώ και μέρες φίλιες προς την αντιπολίτευση ενημερωτικές δυνάμεις δεν φαίνεται να ευοδώνονται. Τα πρόσωπα από τον χώρο της Κεντροδεξιάς που ανέλαβαν το έργο της εκ των ένδον φθοράς της κυβέρνησης, δεν διαθέτουν -για να το πούμε όσο πιο ήπια γίνεται…- το εκτόπισμα για να φέρουν εις πέρας ένα τόσο βαρύ φορτίο.

Όμως, στην πολιτική, όπως και στη ζωή, τίποτε -εκτός από τον θάνατο- δεν είναι αμετάκλητο.

Υπάρχει πάντα ένα σημείο καμπής -ένα «turning point», κατά πως λένε οι Αγγλοσάξωνες- που η φορά των πραγμάτων αλλάζει και η καινούργια κατεύθυνση που αυτά παίρνουν γίνεται ανεπίστρεπτη. 

Το έχουμε δει τόσες μα τόσες φορές να συμβαίνει και σε τόσο πολλούς τομείς που μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι η κατάσταση θα παραμείνει εσαεί αμετάβλητη ή ότι οι εξελίξεις θα είναι συνεχώς ευθύγραμμες.

Από την ερχόμενη εβδομάδα, για παράδειγμα, το καλοκαίρι των διακοπών βαίνει προς το τέλος του και το σκάνδαλο των υποκλοπών -που αρκετοί «δεν το πήραν είδηση»- θα είναι μοιραία εκείνο που θα κυριαρχήσει στην πολιτική ατζέντα των επόμενων εβδομάδων. Όσες περισσότερες προσπάθειες γίνουν για «να πάει παρακάτω το τενεκεδάκι» της διερεύνησης, τόσο θα παρατείνεται η πολιτική ένταση και θα πληθαίνουν εκείνοι που θα υποψιάζονται συγκάλυψη και θα απαιτούν πειστικές απαντήσεις από υπεύθυνα χείλη.

Οι ισχυρισμοί που διακινούνται ότι «οι πολίτες ψηφίζουν με κυρίαρχο κριτήριο την τσέπη τους» μπορεί να έχουν βασιμότητα, πλην, όμως, πάσχουν διότι δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός πως, ακόμη και έτσι αν είναι σε γενικές γραμμές τα πράγματα, υπάρχει μια κρίσιμη μάζα σκεπτόμενων ανθρώπων που καθορίζει την εκλογική της συμπεριφορά με κριτήρια τα οποία δεν είναι ακραιφνώς «οικονομίστικα».

Οι κεντρώοι ψηφοφόροι, για παράδειγμα, που είναι εκείνοι οι οποίοι έφεραν αυτοδύναμη στην εξουσία την σημερινή κυβέρνηση, έχουν υψηλή ευαισθησία στα θέματα διαφάνειας του δημόσιου βίου και δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον στην προσήλωση που επιδεικνύουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη λειτουργία των θεσμών, όπως και στον σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όποιος αμφιβάλει, δεν έχει παρά να εξετάσει ενδελεχώς τους λόγους για τους οποίους έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ την πλειοψηφία ήδη από το 2016 και έκτοτε δεν μπόρεσε να ορθοποδήσει δημοσκοπικά μέχρι και πρότινος.

Οι μετρήσεις του περασμένου Ιουλίου έδειχναν ότι το προβάδισμα της κυβερνητικής παράταξης παρέμενε ισχυρό παρά την παρέλευση έξι ολόκληρων ετών αφότου το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, εκλέγοντας στην ηγεσία του τον Κυριάκο Μητσοτάκη, άρχισε να προπορεύεται ακόμη και στις υποτιθέμενες έρευνες που έβλεπαν το φως σε φίλια προς την προηγούμενη κυβέρνηση μέσα.

Στις δύο εβδομάδες που κύλησαν από την 5η Αυγούστου, όταν ομολογήθηκε δημοσίως ότι οι μυστικές υπηρεσίες του ελληνικού Κράτους παρακολουθούσαν Έλληνα πολιτικό, ο οποίος διεκδικούσε με αξιώσεις την ηγεσία του τρίτου κόμματος της χώρας, η κυβέρνηση κατάφερε να αποφύγει τις βαριές συνέπειες, που συνεπάγεται μια τέτοια παρεκτροπή. Τις απέφυγε υποσχόμενη διαλεύκανση των απαράδεκτων συνθηκών υπό τις οποίες επετράπη αυτή η -επιεικώς- αδικαιολόγητη… «επισύνδεση» (τι όρος κι αυτός!).

Από την επόμενη εβδομάδα, όμως, που υποχωρεί η ραστώνη των θερινών διακοπών και επαναρχίζει η λειτουργία της πολιτικής ζωής, η κυβέρνηση καλείται να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα. 

Αν θέλει να «ξορκίσει» τις μομφές που -δικαιολογημένα- δέχεται για υπεροψία και υποτίμηση των αντιπάλων της είναι υποχρεωμένη να δώσει πειστικές απαντήσεις τόσο για τις συνθήκες υπό τις οποίες αποφασίστηκε η παγίδευση του τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη όσο και για το αν το ίδιο «λάθος» (;) έγινε και με άλλους πολιτικούς ή δημοσιογράφους, όπως επιμένει η περιρρέρουσα φημολογία. Φημολογία, η οποία -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αποδείχθηκε ότι είχε βάση.

Καθώς, λοιπόν, το δεκαπενθήμερο της αυγουστιάτικης ραστώνης θα δώσει από τη Δευτέρα τη σκυτάλη στη… «διαβολοβδομάδα», στη διάρκεια της οποίας η Βουλή θα εμπλακεί στην υπόθεση του σκανδάλου με τη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών, την έγκριση από την Επιτροπή Θεσμών του νέου διοικητή της ΕΥΠ και τη λήψη απόφασης για τη συγκρότηση Εξεταστικής των Πραγμάτων Επιτροπής, η κυβέρνηση θα κληθεί να δώσει τις πιο κρίσιμες εξετάσεις από τον Ιούλιο του 2019 που τα στελέχη της κατέχουν τους υπουργικούς θώκους.

Αν σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία που την περιμένει, η απάντηση είναι όμοια με τις υπεκφυγές των προηγούμενων εβδομάδων, δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανείς για να προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Οι (έγκυρες) δημοσκοπήσεις που θα ξεκινήσουν να διενεργούνται από την μεθεπόμενη εβδομάδα, απλώς θα το επιβεβαιώσουν. 

Το καλοκαίρι, άλλωστε, δεν είναι παντοτινό!

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

Αν σπάσεις το θερμόμετρο, δεν πέφτει ο… πυρετός!


Αν εξαιρέσει κανείς την αφορμή που ήταν τα όσα διαδραματίστηκαν στην Αυστρία και οδήγησαν στην παραίτηση του καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς, καθόλου δεν πρωτοτυπεί το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης με την επιλογή του να στοχοποιήσει τις δημοσκοπήσεις και τα μέσα ενημέρωσης προτείνοντας να συσταθεί Εξεταστική των πραγμάτων Επιτροπή για να γίνει διερεύνηση των υποψιών που έχουν στην Κουμουνδούρου ότι το σύνολο των εταιριών που διεξάγουν μετρήσεις μετέχουν σε μια συνωμοσία εις βάρος τους. 

Έχει συμβεί πάμπολλες φορές κατά το παρελθόν οι πολιτικοί σχηματισμοί που υστερούν στις μετρήσεις να αντιδρούν στρεφόμενοι εναντίον των δημοσκόπων. Άλλοτε αντιδρούν αμφισβητώντας τη μεθοδολογία των ερευνών τους ή την αξιοπιστία των στοιχείων που συλλέγουν οι εταιρίες και δημοσιοποιούν τα media. Τις περισσότερες φορές, όμως, ξιφουλκούν εκτοξεύοντας βαρύτατες καταγγελίες, οι οποίες, συχνά, πυκνά, συνοδεύονται με απειλές για μηνύσεις και κάθε άλλου είδους δικαστικές προσφυγές. Απειλές, όμως, οι οποίες σχεδόν ποτέ δεν τελεσφορούν. Για τον απλούστατο λόγο ότι η ίδια η ζωή αποδεικνύει ότι δεν έχουν αντικείμενο.

Είναι, άλλωστε, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες οι οποίοι όταν οι μετρήσεις των ίδιων ακριβώς εταιριών είναι ευνοϊκές για τις επιδιώξεις τους, όχι μόνον τις αποδέχονται, αλλά τις επικροτούν, τις επικαλούνται και τις διατυμπανίζουν. Και αυτό συμβαίνει μάλλον επειδή,   χωρίς να παραβλέπει κανείς ότι σε κάποιες λίγες περιπτώσεις υπήρξαν όντως αστοχίες, ο γενικός κανόνας είναι ότι οι έρευνες των αναγνωρισμένων εταιριών για τις πολιτικές τάσεις που διαμορφώνονται στη χώρα μας δεν τα έχουν άσχημα.

Ακόμη και στην κραυγαλέα εξαίρεση που καταγράφηκε τον Ιούλιο του 2015 με τις ατυχείς, όπως απεδείχθησαν, προβλέψεις για το αποτέλεσμα του αλλοπρόσαλλου δημοψηφίσματος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι στην ίδια παγίδα έπεσαν όλες ανεξαιρέτως οι εταιρίες που έκαναν μετρήσεις είτε για λογαριασμό των υποστηρικτών του «ναι» είτε με ανάθεση από τους θιασώτες του «όχι» το οποίο επικράτησε πανηγυρικά. Όπως επίσης δεν μπορεί να παραβλεφθεί ότι οι πολίτες μάλλον δεν επηρεάστηκαν από τα λανθασμένα ευρήματα των δημοσκόπων και ψήφισαν εκείνο που θεωρούσαν οι ίδιοι σωστό. Ανεξαρτήτως αν στην πορεία είδαν να εφαρμόζεται το ακριβώς αντίθετο…

Οι περιπτώσεις, άλλωστε, που οι δημοσκοπήσεις πέφτουν έξω, είναι ίσως το ισχυρό επιχείρημα που μαρτυρά τη σχετικότητα των ισχυρισμών περί χειραγώγησης της κοινής γνώμης που διατυπώνουν όσοι αναζητούν άλλοθι για την κακοδαιμονία τους. Αν, εξάλλου, αρκούσε η επίκληση μιας ή και περισσότερων δημοσκοπήσεων – «μαϊμού» για να αλλάξουν οι απόψεις των πολιτών, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είχε χάσει με τον συντριπτικό τρόπο που έχασε τις τελευταίες εκλογές, αφού η κοινή γνώμη θα είχε πειστεί ότι το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα θα ήταν ο νικητής της κάλπης, όπως προεξοφλούσαν τα φιλικά του μέσα που επικαλούνταν μετρήσεις από εταιρίες «φαντάσματα».

Δεν ξέρω ειλικρινά αν «εξ ιδίων κρίνουν τα αλλότρια» εκεί στην Κουμουνδούρου, επειδή πέφτουν οι ίδιοι θύματα της ψευδούς πραγματικότητας που κατασκευάζουν, αλλά η τακτική της στρουθοκαμήλου, που ακολούθησαν όταν είχαν την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και εξακολουθούν να ακολουθούν και τώρα που είναι στην αντιπολίτευση, δεν τους έχει βγει σε καλό. Ενθυμούμαι για παράδειγμα ότι τόσο ο Νίκος Παπάς όταν άρχισε να ξετυλίγει το σχέδιο ελέγχου των τηλεοπτικών καναλιών όσο και ο Νίκος Κοτζιάς όταν υπέγραψε τη Συμφωνία των Πρεσπών διερρήγνυαν τα ιμάτια τους ότι είχαν στα γραφεία τους (μυστικές;) μετρήσεις που διέψευδαν τις δημοσιευμένες δημοσκοπήσεις που κατέγραφαν την έντονη διαφωνία της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών.

Δύο φορές ως τώρα, την πρώτη όταν ήταν ακόμη στο Μέγαρο Μαξίμου και τη δεύτερη πρόσφατα όταν ρωτήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης αν έχει αλλάξει αφότου έχασε την εξουσία, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας έχει επικαλεστεί τον Μπρεχτ για να πει ότι δεν θέλει να αποτελέσει «μνημείο του εαυτού του». Η τακτική, ωστόσο, που ακολουθούν ο ίδιος και το κόμμα του δείχνει ότι ισχύει το ακριβώς. Όσο ήταν στην κυβέρνηση επιδόθηκαν σε ένα λυσσαλέο πόλεμο κατά των μέσων ενημέρωσης και των δημοσιογράφων που δεν έδιναν γη και ύδωρ στην εξουσία τους, εμφανίζοντας τους συλλήβδην ως «αργυρώνητους».

Φαίνεται ότι δεν διδάχθηκαν τίποτε από το αποτέλεσμα που είχαν οι προσπάθειες τους οι οποίες κατέληξαν σε φιάσκο. Γι΄ αυτό και μάλλον συνεχίζουν απτόητοι, παρόλο που όλο δείχνουν ότι η Εξεταστική που ζήτησαν θα τους γυρίσει μπούμερανγκ. Το ίδιο λάθος, άλλωστε, που είχαν κάνει με τις Πρέσπες και την επιχείρηση καθυπόταξης των ΜΜΕ κάνουν και τώρα μα την καταψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας και όχι μόνον. Όπως και τότε, έτσι και τώρα, αγνοούν τις μετρήσεις που δείχνουν ότι κινούνται στον αντίποδα όσων επιθυμεί η πλειονότητα των πολιτών και ανάμεσά τους ένα μεγάλο μέρος και εκείνων που στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ.             

Η αλήθεια είναι ότι εδώ και πάνω από ενάμιση αιώνα που οι άνθρωποι έχουμε καταφέρει να μετρούμε τον πυρετό μας, κανείς δεν κατάφερε να απαλλαγεί από την άνοδο της θερμοκρασίας του σώματος του, επειδή… έσπασε το θερμόμετρο. Η λύση της… παρακεταμόλης ήταν και παραμένει η μόνη αποτελεσματική μέθοδος για να πέσει ο πυρετός. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τις δημοσκοπήσεις που προσφυώς έχουν αποκληθεί «φωτογραφίες της στιγμής». Τα ευρήματα τους είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν με απειλές, συκοφαντίες και προπηλακισμούς των δημοσκόπων και των μέσων που τα φιλοξενούν…

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Φτάνει πια με τα «μανιφέστα» και τα… «πραξικοπήματα»


Θα είχε ενδιαφέρον αν καταπιανόταν κάποιος από τους τηρούντες τα αρχεία της Βουλής των Ελλήνων με το εγχείρημα να καταγράψει πόσες φορές από τη Μεταπολίτευση και ύστερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταγγείλει την εκδήλωση «κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος».
Το αποτέλεσμα της καταγραφής είναι σίγουρο ότι θα εξέπληττε τους πάντες, διότι είναι ασύλληπτη η συχνότητα με την οποία ακούγεται η φράση «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» στη Βουλή μιας χώρας η οποία έχει ζήσει πραγματικά ανώμαλες περιόδους και έχει βιώσει κανονικά πραξικοπήματα και κατάληψη της εξουσίας δια της βίας των όπλων.
Οι συντάκτες που παρακολουθούσαμε τα παλαιότερα χρόνια το ρεπορτάζ της Βουλής είχαμε εντοπίσει έναν συγκεκριμένο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο κόμματος, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διατυπώσει τέτοιους ισχυρισμούς ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως … ψύλλου πήδημα.
Όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση μιας εκπρόσθεσμης τροπολογίας ή ο περιορισμός του χρόνου ομιλίας των βουλευτών επειδή είχε είχαν παρέλθει προ πολλού τα μεσάνυχτα που είχε συμφωνηθεί να λήξει η συνεδρίαση. Οι πρακτικές αυτού του είδους ήταν μεν ολίγον τι θεσμικά ανορθόδοξες, πλην, όμως, εύρισκαν έρεισμα στον Κανονισμό του Σώματος.
Ο ρέκτης βουλευτής, ωστόσο, δεν πτοούνταν από τέτοιες… λεπτομέρειες. Και την καταγγελία του για «πραξικόπημα» την έκανε ούτως ή άλλως, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα ίσχυε η ρήση «μόνος του τα έλεγε, μόνος τα άκουγε».
Συχνά, μάλιστα, ορισμένοι από τους εργαζόμενους στη Βουλή –αφενός χάριν… παιδιάς και αφετέρου επειδή δεν άντεχαν άλλο άσκοπο ξενύχτι- τον προέτρεπαν να… «ρίξει από νωρίς την καταγγελία για “πραξικόπημα” και να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενος». Έτσι ώστε να πάμε όλοι μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια μας…
Θυμήθηκα τούτες τις ιστορίες του παρελθόντος παρακολουθώντας αυτές τις μέρες ακόμη και –κατά τεκμήριο- νουνεχή στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υιοθετούν χαρακτηρισμούς για «πρωτοφανές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» προκειμένου να αντιδράσουν στην απόφαση να εξαιρεθούν οι βουλευτές Παύλος Πολάκης και Δημήτρης Τζανακόπουλος από μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει την ενδεχόμενη εμπλοκή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην πιθανολογούμενη σκευωρία γύρω από το σκάνδαλο Novartis.
Υπό κανονικές συνθήκες σε μια ευνομούμενη χώρα οι δύο βουλευτές θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν εκφράσει την ευθιξία να μη συμμετάσχουν ως «ανακριτές» στην εν λόγω Επιτροπή για να μπορέσουν κατόπιν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Και -γιατί όχι;- να… ξετινάξουν τις «άδικες» αιτιάσεις στο πρόσωπό τους ότι μετείχαν στο στήσιμο της σκευωρίας για την ενοχοποίηση των αντιπάλων τους.
Πέρα από νομικές περικοκλάδες, αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα στην ίδια υπόθεση ανακριτής και μάρτυς. Άρα, από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, έχουν προταθεί ως μάρτυρες, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να είναι και «ανακριτές».
Αν, πολύ περισσότερο, θεωρούν ότι εμπλέκονται αδίκως από τους αντιπάλους τους –ο μεν γιατί μετέβη στον Άρειο Πάγο λίγο πριν την εσπευσμένη αποστολή του φακέλου της δικογραφίας στη Βουλή, ο δε επειδή δήλωνε δημόσια στην τηλεόραση ότι ήξερε τα ονόματα και τον ρόλο των προστατευόμενων μαρτύρων-, θα ανέμενε κανείς να προτιμήσουν τον ρόλο του μάρτυρα προκειμένου να αποσείσουν τα όσα τους αποδίδονται.
Στο τέλος – τέλος από τους 86 –ζωή να έχουν…- βουλευτές που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα σύνθεση της Βουλής, αποκλείεται να μην έχει άλλους δύο ικανούς για να ασκήσουν τα ανακριτικά καθήκοντα που επιφυλάσσουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής στα μέλη της Προανακριτικών Επιτροπών. Δεν μπορεί οι μόνοι ικανοί να είναι ο Πολάκης μα τον Τζανακόπουλο.
Είναι αλήθεια ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είμαστε λαός της υπερβολής και έχουμε μια ροπή προς τον βερμπαλισμό, που είναι τόση έντονη ώστε να αισθάνεται κανείς ότι οι λέξεις μιας τόσο πλούσιας στην έκφραση γλώσσας χάνουν το νόημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εκπλήσσεται κάποιος διαπιστώνοντας ότι με την ίδια ευκολία που βουλευτές καταγγέλλουν –χωρίς ουσιώδη λόγο και πραγματική αιτία- «πραξικοπήματα», μια παρέα από κοριτσόπουλα βαφτίζουν «μανιφέστο»(!) τη… σχολική έκθεση για τα πλεονεκτήματα της παγκόσμιας ειρήνης με την οποία επιχείρησαν να «ντύσουν ιδεολογικά» το φθηνό happening που οργάνωσαν τη μέρα της εθνικής επετείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Με αυτά και με αυτά, λοιπόν, στη χώρα στην οποία γεννήθηκε το μέτρο αισθάνεται κανείς ότι δεν είναι λίγοι όσοι –από το πολιτικό προσωπικό, αλλά και τους απλούς πολίτες- επιλέγουν τα άκρα και καταφεύγουν στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» που τις περισσότερες φορές είναι χωρίς αντίκρισμα.
Γιατί, άραγε; Και, κυρίως, ως πότε;

Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2019

Αν δεν καταργηθεί ο νόμος περί ευθύνης υπουργών…



Δεν ξέρω αν έχει να κάνει με τα χαρακτηριστικά της… φυλής μας, όπως διατείνονται ορισμένοι, αλλά είναι βέβαιο ότι ως Έλληνες έχουμε μια μάλλον μοναδική ιδιότητα: αρεσκόμεθα στην επικράτηση του διχαστικού πνεύματος. Και αρεσκόμεθα τόσο πολύ που συχνά ψάχνουμε να βρούμε αφορμές για να συγκρουστούμε ακόμη και εκεί που δεν υπάρχει λόγος για να συμβεί αυτό.
Στον δημόσιο λόγο, αλλά και στην καθημερινότητα, επικρατεί μια διαρκής «εμφυλιοπολεμική» ατμόσφαιρα που επιτάσσει στον καθένα μας να διαλέξει στρατόπεδο επί παντός του επιστητού: από τα πιο μικρά ζητήματα έως τα πιο μεγάλα. Άμα, για παράδειγμα, είσαι με τον Παναθηναϊκό, πρέπει να… επιθυμείς την καταστροφή του Ολυμπιακού. Ενώ, αν υποστηρίζεις τον ΠΑΟΚ, είναι επιβεβλημένο να… μισείς τον συμπολίτη Άρη. Και τούμπαλιν, εννοείται.
Θα ήταν, ενδεχομένως, μικρό το κακό αν η νοοτροπία αυτή ήταν εμπεδωμένη μόνον στις οπαδικές αντιθέσεις. Το δυστύχημα είναι ότι επεκτείνεται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής. Γι΄  αυτό και δεν σου… επιτρέπεται να μην πάρεις θέση στα καθημερινά διλήμματα που τίθενται στη λογική του δόγματος «όστις μη μεθ΄ ημών, καθ΄ ημών εστί». Με άλλα λόγια, «όποιος δεν συμφωνεί μαζί μας, είναι εχθρός μας».
Αν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον καθρέπτη της σύγχρονης κοινωνίας, όποιος τα περιδιαβάζει, δεν συναντά παρά διαρκείς εστίες έντασης, αντιπαράθεσης, εχθροπάθειας και μισσαλοδοξίας. Είσαι «ΣΥΡΙΖΑ» ή «αντι-ΣΥΡΙΖΑ»; Είσαι «αντι-δεξιός» ή «δεξιός»; Το να μην είσαι τίποτε «αντί-», δεν αποτελεί παραδεκτή εναλλακτική στάση.
Έτσι, εφόσον δεν συμμερίζεσαι και δεν συμμετέχεις στο διαδικτυακό λιντσάρισμα της νεαράς Ελένης Αντωνιάδου η οποία – μάλλον καθ΄ υπερβολήν- προέβαλε επιστημονικά προσόντα που δεν είχε, τότε καθίστασαι… ύποπτος για στήριξη στην υπουργό Παιδείας Νίκη Κεραμέως, η οποία υπέπεσε στο έγκλημα καθοσιώσεως να απονείμει βραβείο χωρίς να βάλει τις αρχές ασφαλείας της χώρας να κάνουν προηγουμένως ενδελεχή έρευνα.
Από την άλλη, μόλις αποπειράσαι να διατυπώσεις ένα ψήγμα κριτικής για τις -προσώρας λίγες, είναι η αλήθεια- αστοχίες της κυβερνητικής πολιτικής, στο άψε σβήσε ένας ολόκληρος στρατός από –πληρωμένα ή όχι, μικρή σημασία- τρολ συντονίζεται για να σου εκτοξεύσει επίθεση. Και επειδή δεν έχει αντεπιχείρημα, αρκείται να του καταμαρτυρήσει ότι βιάστηκες να «φορέσεις ροζ γυαλιά». Το δικαίωμα να έχεις άλλη άποψη για τα πράγματα ή τα πρόσωπα δεν είναι επιτρεπτό.
Από αυτό το τοξικό κλίμα, βεβαίως, δεν θα μπορούσε να ξεφύγει και το μείζον ζήτημα που είναι αυτές τις μέρες στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας: η διαβόητη υπόθεση Novartis. Μια υπόθεση η οποία, για όποιον δεν φορά κομματικές παρωπίδες, ήταν από την πρώτη στιγμή οφθαλμοφανές ότι επρόκειτο για μια τόσο κακοστημένη σκευωρία που ήταν ζήτημα χρόνου να καταρρεύσει.
Τα πρόσωπα, άλλωστε, που πρωταγωνιστούσαν στην ενορχήστρωση, η επιλεκτική επιλογή των πολιτικών που μπήκαν στο στόχαστρο και οι γελοίες καταθέσεις των κουκουλοφόρων που εστάλησαν στη Βουλή, δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι η κατάληξη δεν μπορούσε να είναι άλλη από το φιάσκο.
Παρόλο, όμως, που τώρα όλα αυτά αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια μας, όλοι εκείνοι που -ακόμη και… καλόπιστα- είχαν υιοθετήσει ή είχαν «επενδύσει» σε φαντασιώσεις ότι θα μπορούσαν να παγαίνουν χρήματα με τροχήλατες βαλίτσες στο πρωθυπουργικό γραφείο, αρνούνται να αποδεχθούν την πραγματικότητα.
Ενδεικτικά και μόνον παραθέτω το ακόλουθο tweet του αντιπροέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Δημήτρη Παπαδημούλη: «Η Ελλάδα ξόδευε για φάρμακα 4 δις € ετησίως παραπάνω από Βέλγιο και Πορτογαλία. Οι Κυβερνήσεις αποφάσιζαν τις τιμές-οδηγό για όλη την Ευρώπη. Η Novartis είχε προνομιακή μεταχείριση. Στελέχη της και γιατροί διώκονται. Αλλά για ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είναι μία σκευωρία του Τσίπρα και όχι σκάνδαλο!».
Η εκδοχή να είναι σκάνδαλο με πρωταγωνιστές γιατρούς και στελέχη της φαρμακοβιομηχανίας, αλλά, ταυτοχρόνως, και σκευωρία, αν όχι του Τσίπρα, τουλάχιστον του επονομαζόμενου «Ρασπούτιν», ούτε που περνάει από το μυαλό του κ. Παπαδημούλη. Όπως, προφανώς, δεν περνάει από το μυαλό του και το εξής προφανές ερώτημα: γιατί τόσα χρόνια –τεσσεράμισι ήταν το κόμμα του στην εξουσία- δεν παραπέμφθηκαν σε δίκη ούτε γιατροί ούτε στελέχη της Novartis;  
Η απάντηση είναι απλή: Διότι κάποιοι πολιτικοί φωστήρες θέλησαν να εκμεταλλευθούν το σκάνδαλο για να στοχοποιήσουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Στην πραγματικότητα δεν έδιναν… δεκάρα για τη διερεύνηση της πραγματικής διάστασης που κατά τα φαινόμενα είχε το συγκεκριμένο σκάνδαλο. Εκείνο που τους ενδιέφερε ήταν να «εργαλειοποιήσουν» το νόμο περί ευθύνης ώστε να δημιουργηθεί πολιτική αντιπαράθεση από την οποία ήταν βέβαιοι ότι χαμένοι θα ήταν οι εγκαλούμενοι πολιτικοί, καθώς, ακόμη και αν δεν καταδικαζόταν, η ρετσινιά ότι «τα έπιασαν» θα τους κυνηγούσε αιωνίως.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και η κοινοβουλευτική του ομάδα έκαναν ένα πολύ σημαντικό πρώτο βήμα προς την πολιτική καταλλαγή με την απόφασή τους να εξαιρέσουν τον Αλέξη Τσίπρα από τα πρόσωπα για τα οποία θα αναζητηθούν οι ενδεχόμενες ευθύνες στην ενορχήστρωση της υπόθεσης. Είναι σαφές ότι πρόκειται για μια καθαρά πολιτική απόφαση που στόχο έχει να αποτρέψει την όξυνση του πολιτικού κλίματος που μοιραία επέρχεται με την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής. Όπως επίσης και να περιοριστεί το διχαστικό πνεύμα το οποίο, όπως περιγράφουμε πιο πάνω, ειδικά την τελευταία δεκαετία, έχει κατακλύσει τη δημόσια ζωή.
Αν, ωστόσο, ο κ. Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του επιθυμούν πράγματι να θέσουν ένα οριστικό τέρμα στην ποινικοποίηση της πολιτικής, δεν έχουν παρά στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση να τερματίσουν άπαξ δια παντός το καθεστώς της ειδικής ποινικής μεταχείρισης που προβλέπεται για τα μέλη της κυβέρνησης. Οι συνθήκες είναι εδώ και χρόνια ώριμες για να προχωρήσει η ριζική τροποποίηση, αν όχι και η πλήρης κατάργησης, του άρθρου 86. Έτσι ώστε και οι διατελέσαντες υπουργοί να είναι αντιμέτωποι με τον φυσικό τους δικαστή, όπως συμβαίνει με όλους τους πολίτες.
Οι δύο όψεις τις οποίες έχει η υπόθεση Novartis καταδεικνύουν ότι μια τέτοια αλλαγή θα είναι απολύτως λυτρωτική για το πολιτικό μας σύστημα.

Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2019

Θα μας πει κάποιος τι έγινε με τους λογαριασμούς του Σημίτη;



            Δεν περνάει μέρα που ένας από τους βραχίονες του πολυπλόκαμου προπαγανδιστικού μηχανισμού, τον οποίο έχει στήσει το Μέγαρο Μαξίμου, να μην προαναγγέλλει επερχόμενες διώξεις σε βάρος πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης.
Δεν έχει καμία σημασία ποιος έκανε τι.  Όποιος ασκεί κριτική στην κυβέρνηση είναι εν δυνάμει κατηγορούμενος, είτε έχει διαπράξει κάποιο «έγκλημα», είτε όχι. Ενώ, αντιθέτως, όποιος δίνει γη και ύδωρ στην ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία, παραδίδεται άσπιλος και αμόλυντος στην κοινωνία, ανεξάρτητα από το αν βαρύνεται με πολύ σοβαρότερες καταγγελίες από εκείνες για τις οποίες άλλοι εγκαλούνται.
Η προκλητική, για παράδειγμα, εξαίρεση των νυν υπουργών Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου και Έλενας Κουντουρά από τα πρόσωπα που ελέγχθηκαν ή απλώς στοχοποιήθηκαν για –άλλοτε υπαρκτά και άλλοτε ανύπαρκτα- σκάνδαλα στον χώρο της Υγείας είναι από μόνη της ένα τεράστιο σκάνδαλο, αφού ο διαχωρισμός γίνεται με μόνο κριτήριο την διάθεση για παροχή υπηρεσιών προς την κυβέρνηση.
Το ίδιο περίπου είχε γίνει και με τη διαβόητη Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής για τα δάνεια των κομμάτων και των μέσων ενημέρωσης. Καταχρεωμένοι εκδότες, οι οποίοι χρωστούν υπέρογκα ποσά -σε κράτος, τράπεζες και ιδιώτες- δεν εκλήθησαν ποτέ για εξέταση. Αντιθέτως, άλλοι που εξυπηρετούσαν –έστω και με δυσκολίες- τις υποχρεώσεις τους, εκλήθησαν μόνον και μόνον για να στοχοποιηθούν επειδή δεν υποτάσσονταν στις βουλήσεις των κυβερνώντων.
Το ότι δεν προέκυψε από αυτές τις Επιτροπές απολύτως τίποτε το ουσιώδες και το ποινικά αξιοποιήσιμο είναι μια άβολη αλήθεια που δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχθούν. Το φιάσκο, ωστόσο, στο οποίο οδηγούνται η μια μετά την άλλη οι κακοστημένες δήθεν καθαρτήριες οπερέτες δεν φαίνεται να βάζει μυαλό στους σκευωρούς του Μαξίμου.      
Τη μια το ΚΕΕΛΠΝΟ, την άλλη η Novartis και ό,τι άλλο σκαρφίζονται οι «Ρασπούτιν» που ενορχηστρώνουν όλη αυτή τη σκανδαλοθηρία, σχεδόν σε καθημερινή βάση αναμοχλεύονται οι ίδιες και οι ίδιες ιστορίες που γράφονται και ξαναγράφονται σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βρουν έρεισμα πειστικότητας στην κοινή γνώμη.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, σε καμία από τις υποθέσεις αυτές, δεν έχει τον πρώτο λόγο η Δικαιοσύνη. Από τα ενδότερα του πρωθυπουργικού γραφείου και με απροκάλυπτο, σε πολλές περιπτώσεις, τρόπο, το πρόσταγμα για την κίνηση των πραγμάτων το έχουν κυβερνητικοί αξιωματούχοι και παρακρατικοί μηχανισμοί που έχουν τεθεί στην υπηρεσία τους, αναλαμβάνοντας τη διάχυση των πιο φαντασιακών σεναρίων που μπορεί να κατασκευάσει ανθρώπινος νους.
Από τις… τροχήλατες βαλίτσες με τις οποίες –ποιος μπορεί να το σκέφθηκε;- διακινούνταν οι μίζες, έως τις μυστικές κρύπτες με στοιχεία που εντοπίζονται στα πιο απίθανα μέρη, είναι απίστευτα τα όσα λέγονται και γράφονται, πριν αποδειχθεί ότι δεν ήταν παρά «άνθρακες ο θησαυρός».
(Εδώ ας μου επιτραπεί μια παρένθεση για να επισημάνω την… ατυχία μας από τη σύντομη κατάρρευση του σεναρίου για την εύρεση κρύπτης στο ΚΕΕΛΠΝΟ, που άγνωστο ποιος από τους… Πολλάκηδες της κυβέρνησης σκαρφίστηκε. Η «ατυχία» μας έγκειται στο ότι, όταν… ανακαλύφθηκε, ειδικές μονάδες της ΕΛΑΣ είχαν ζώσει μέρα και νύκτα το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο στεγάζεται, εκτός από το ΚΕΕΛΠΝΟ, και το «Πρώτο Θέμα». Τέτοια ασφάλεια στην περιοχή μας δεν είχαμε ποτέ άλλοτε. Και είναι… κρίμα που κράτησε τόσο λίγο…).
Δεν μπορεί παρά να επισημάνει κανείς ότι, με εξαίρεση την υπόθεση Παπαντωνίου, που είναι ακόμη στη φάση της δικαστικής διερεύνησης και η οποία είχε αρχίσει να ερευνάται πολλά χρόνια πριν, καμία άλλη υπόθεση –από τη λίστα Λαγκάρντ που παραγράφηκε έως ό,τι άλλο είχε καταγγελθεί στο παρελθόν ως μέγα σκάνδαλο- δεν έχει αρχίσει και τελειώσει μέσα στην ΣΥΡΙΖΑϊκή τετραετία. Μην ξεχνούμε, άλλωστε, ότι η τύχη του πρώτου υπουργού Διαφθοράς  ο οποίος διορίστηκε από την κυβέρνηση που θα… κατέλυε τη διαπλοκή, αγνοείται…           
Έχουν παρέλθει δέκα μήνες αφότου σε διθυραμβικούς τόνους ανακοινώνονταν στο… φιλοθεάμον κοινό ότι ανοίγουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί του Σαμαρά, του Γεωργιάδη, του Στουρνάρα, του Βενιζέλου, του Λοβέρδου, του Αβραμόπουλου και των υπόλοιπων πολιτικών που ενεπλάκησαν στο σκάνδαλο Novartis. «Θα ερευνήσουν παράλληλα και τις περιουσίες των συζύγων και των ανήλικων παιδιών τους. Πρόκειται συνολικά, μαζί με τους δέκα πολιτικούς, για 38 πρόσωπα», διαβάζουμε στον φιλοκυβερνητικό Τύπο του περασμένου Απριλίου.
«Την έρευνα σε όλες τις καταθέσεις, στους τραπεζικούς λογαριασμούς, σε τυχόν θυρίδες καθώς και σε τυχόν άυλα περιουσιακά στοιχεία, όπως μετοχές κλπ, ζήτησε με έγγραφο της η εισαγγελέας κατά της διαφθοράς, Ελένη Τουλουπάκη», προστίθεται στα ίδια δημοσιεύματα. Έκτοτε, όμως, ούτε φωνή ούτε ακρόαση για το αν βρέθηκε ο,τιδήποτε επιλήψιμο στους λογαριασμούς που ερευνήθηκαν. Μόνον φήμες για «διώξεις που ασκούνται οσονούπω με στοιχεία που θα στείλει το FBI από δικούς του προστατευόμενους μάρτυρες».
Επειδή, όμως, φαίνεται ότι οι εχθροί της κυβέρνησης δεν περιορίζονται στη δεκάδα των πολιτικών που κατηγορήθηκαν για τη Novartis, με τους γνωστούς αστείους ισχυρισμούς των κουκουλοφόρων, που εμφανίστηκαν ως δήθεν προστατευόμενοι μάρτυρες, στο κάδρο έπρεπε να μπουν και άλλοι. Το είδαμε παλαιότερα με τον Γκίκα Χαρδούβελη και πιο πρόσφατα με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη.
Πέρασαν δυόμισι μήνες αφότου με οκτάστηλους τίτλους σε εφημερίδες και σάιτ η κοινή γνώμη πληροφορήθηκε ότι διατάχθηκε άνοιγμα των λογαριασμών του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, μελών της οικογένειας του και στελεχών των κυβερνήσεων του, όπως ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης και ο Βαγγέλης Μαλέσιος.
Με μόνη μια ασαφή και παμπάλαια κατάθεση ενός -φυγόδικου από τη χώρα του- Γάλλου, ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι η εταιρία του έχασε τη «δουλειά» με το σύστημα ασφαλείας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 επειδή οι ανταγωνιστές του –προσέξτε, όχι η εταιρία του- πλήρωσαν υψηλά ιστάμενους κυβερνητικούς αξιωματούχους, εκτίθενται άνθρωποι με συνεχή δημοσιεύματα που είναι διοχετευμένα από συγκεκριμένα κέντρα τα οποία θέλουν πεισματικά να απαξιώσουν την πρωθυπουργική θητεία του Κώστα Σημίτη. Κέντρα τα οποία, όλως τυχαίως, «εκβίαζαν» τη θετική του στάση στη Συμφωνία των Πρεσπών…
Τις προηγούμενες ημέρες, ο πρώην υφυπουργός Βαγγέλης Μαλέσιος ζήτησε δημοσίως από τους ιθύνοντες της Αρχής για το Ξέπλυμα Χρήματος να δώσουν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της έρευνας που διενήργησαν στους λογαριασμούς του. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ωστόσο. Δεν φάνηκε να συγκινείται κανείς από το διάβημά του, στο οποίο υπογράμμιζε ότι η γνωστοποίηση του πορίσματος σχετίζεται με την προστασία της ηθικής του υπόστασης και της προσωπικής και οικογενειακής υπόληψης και αξιοπρέπειας του.
Μπορεί, αλήθεια, να κλείσει έτσι αυτή η υπόθεση; Να μπει, δηλαδή, σιωπηρά στο αρχείο και να μη μάθουμε ποτέ ούτε αν βρέθηκε κάτι το επιλήψιμο στους λογαριασμούς του Κώστα Σημίτη, ούτε ποιος και γιατί τον στοχοποίησε;

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως



             Με τη γενικόλογη παραδοχή «έκανα λάθη, μεγάλα λάθη» και με μόνη την επεξήγηση ότι το μεγαλύτερο λάθος του μπορεί να ήταν «η επιλογή των ανθρώπων σε θέσεις-κλειδιά», ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε με τη συνέντευξη που εκτάκτως παραχώρησε στον βρετανικό Guardian να αποφύγει τον ασφυκτικό αρνητικό επικοινωνιακό κλοιό υπό τον οποίο βρέθηκε εξαιτίας των όσων έφερε στο φως το πάλαι ποτέ κυβερνητικό asset που ακούει στο όνομα Γιάν(ν)ης Βαρουφάκης και που τώρα έγινε αίφνης αποσυνάγωγος και «alter ego του Σόιμπλε».
Είτε, ωστόσο, στέκεται κανείς επιφυλακτικά απέναντι στα όσα γράφει στο βιβλίο του ο ναρκισσευόμενος οικονομολόγος τον οποίο ο κ. Τσίπρας -για κακή τύχη της πολύπαθης χώρας μας- όρισε υπουργό των Οικονομικών σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας, είτε πιστεύει ότι ο πληγωμένος εγωισμός του Βαρουφάκη για τα όσα του καταμαρτυρούν οι πρώην σύντροφοι και θαυμαστές του θα τον κάνει να δώσει σύντομα στη δημοσιότητα τις ηχογραφημένες συνομιλίες που λέει ότι έχει στην κατοχή του, το μόνο βέβαιο είναι ότι η αναγνώριση της λανθασμένης επιλογής δεν απαλλάσσει τον πρωθυπουργό από τις βαρύτατες ευθύνες που έχει για τη ζημιά που από κοινού προκάλεσαν στη χώρα.
«Ο σοφός μαθαίνει από τα λάθη των άλλων, ο έξυπνος από τα δικά του και ο βλάκας δεν μαθαίνει ποτέ» λέει ένα γνωστό απόφθεγμα που ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του κ. Τσίπρα. Ο οποίος, ό,τι και αν λένε τα λογής - λογής φερέφωνα που για διαφόρους λόγους έχουν ταχθεί στην υπηρεσία του, δεν μαθαίνει ούτε από τα λάθη των άλλων ούτε από τα δικά του. Και γενικώς αποδεικνύεται με κάθε ευκαιρία ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο κύκλος που τον περιβάλλει είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους πρόσωπα ανεπίδεκτα μαθήσεως, που, παρά τα υψηλά δίδακτρα που καταβάλλει ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται να μάθουν. 
Από το σκίσιμο των Μνημονίων έως την αύξηση του κατώτατου μισθού, από το άφρων δημοψήφισμα που εν μια νυκτί  μετέτρεψαν το «Όχι» σε «Ναι» έως την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ που καλούσαν τον κόσμο να μην τον πληρώσει, από το διαβόητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που δεν το πίστευαν ούτε οι ίδιοι που το συνέταξαν, έως το εξίσου ψευδεπίγραφο «Παράλληλο Πρόγραμμα» με το οποίο υπέκλεψαν για δεύτερη φορά την ψήφο των αφελών ψηφοφόρων, ο κατάλογος των ψευδαισθήσεων, των αυταπατών και των εξαπατήσεων δεν έχει τέλος.
Και, πάντως, το αντίδοτο για όλα αυτά δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η δικαιολογία ότι «αν βγεις έξω στο δρόμο και ρωτήσεις για αυτή την κυβέρνηση, πολλοί μπορεί να μας πουν ψεύτες αλλά κανείς δεν θα πει ότι είμαστε διεφθαρμένοι ή ανήθικοι ή ότι βάλαμε το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι», την οποία επικαλέστηκε ο κ. Τσίπρας στη συνέντευξη στον Guardian. Και δεν είναι διότι ο πρωθυπουργός έχει φαίνεται πολύ καιρό να βγει από το περίκλειστο Μαξίμου ή να συναγελαστεί με πρόσωπα που δεν ενστερνίζονται την υψηλή αισθητική και τον απαράμιλλο πολιτικό πολιτισμό που διακρίνουν τις μεταμεσονύκτιες διαδικτυακές αναρτήσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολλάκη.
Αν, παρ΄ ελπίδα, αποφάσιζε να αρχίσει να βγαίνει παραέξω θα μάθαινε πολλά τα οποία ίσως δεν ξέρει επειδή δεν του τα λένε οι γύρω του. Ή που, ενδεχομένως, τα ξέρει και δεν θέλει να μαθευτούν παραέξω. Γι΄ αυτό, πιθανότατα, αρνείται πεισματικά τη σύσταση Εξεταστικών Επιτροπών τόσο για τα όσα έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2015 όσο και για το σκάνδαλο με το ναρκωπλοίο Νoor 1. Και στις δύο αυτές υποθέσεις συμβαίνει να πρωταγωνιστούν πρόσωπα που ο ίδιος επέλεξε και που δεν θα γλυτώσει έτσι εύκολα ψελλίζοντας το γενικόλογο  «έκανα λάθη, μεγάλα λάθη» που είπε στη βρετανική εφημερίδα.     
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο το παρελθόν που μαρτυρά την αδυναμία του κ. Τσίπρα και των ανθρώπων του να διδαχθούν είτε από τα λάθη των άλλων είτε από τα δικά τους λάθη. Είναι, πολύ περισσότερο, το αδυσώπητο παρόν, η ανελέητη καθημερινή πραγματικότητα που δείχνει περίτρανα ότι δεν έχουν καμία δυσκολία να κάνουν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια λάθη. Όπως επίσης και ότι τίποτε δεν είναι σε θέση να τους εμποδίσει να επαναλάβουν ξανά και ξανά την ίδια κωλοτούμπα όταν τεθούν σε διακινδύνευση οι θέσεις εξουσίας.
Από τη Δημόσια Διοίκηση και το άθλιο παιγνίδι με τους πελατειακούς διορισμούς έως την Παιδεία και τους γελοίους πειραματισμούς επιστροφής στο παρελθόν, από τις ιταμές προκλήσεις εις βάρος της Δικαιοσύνης έως την καταστρατήγηση των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού που συνιστούν οι ρουσφετολογικές επιλογές στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκηση, με αποκορύφωμα την ανεκδιήγητη απόφαση για μετάθεση των επόμενων εκλογών, δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής στον οποίο να μην ανατρέπονται περισσότερες από μια φορές οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες που η εφαρμογή τους θα συμβάλει αποφασιστικά στην επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα.
Η καλύτερη ίσως απόδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα που είναι ανεπίδεκτα μαθήσεως είναι η σπουδή να βγουν πρόωρα στις αγορές, κόντρα στις προειδοποιήσεις σοβαρών ανθρώπων, όπως ο Μάριο Ντράγκι, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Κλάους Ρέγκλινγκ, που έχοντας γνώση των συνθηκών συνιστούσαν υπομονή. Η παρέα του Μαξίμου, όμως, δεν διδάχθηκε από το λάθος των προηγούμενων που βιάστηκαν να βγουν στις αγορές και πήραν εξ αυτού υψηλό επιτόκιο που δεν τους επέτρεψε να ξαναβγούν. Και δεν φαίνεται να διδάσκονται ούτε από το δικό τους λάθος που είχε ως αποτέλεσμα να πληρώσουμε –με όρους spread τουλάχιστον- υψηλότερο επιτόκιο. Γι΄ αυτό και καταφεύγουν, κατά την προσφιλή τους τακτική, σε ψεύτικους πανηγυρισμούς περί επιτυχούς εξόδου. Πανηγυρισμοί οι οποίοι δείχνουν ότι δεν μαθαίνουν. Και, δυστυχώς, δεν πρόκειται να μάθουν.