Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιδόματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιδόματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται». 

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση. 

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση. 

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό». 

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται. 

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.

Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»



«Αυτοί που χρεοκόπησαν και λεηλάτησαν το ταμείο και το παρέδωσαν άδειο, ζητάνε τώρα να αρπάξουν τους κόπους και τις θυσίες του ελληνικού λαού, να πάρουν τα 35 δισ. από τις θυσίες του λαού μας και να τα δώσουν στις τράπεζες και στους τραπεζίτες», έλεγε και ξαναέλεγε ο Αλέξης Τσίπρας σε όλες τις προεκλογικές ομιλίες που εκφώνησε πριν από την 7η Ιουλίου.
Σχεδόν σε κάθε δημόσια εμφάνιση του σε μπαλκόνι ή τηλεοπτικό πλατό ξιφουλκούσε κατά του βασικού του αντιπάλου Κυριάκου Μητσοτάκη, επιμένοντας, σε πείσμα των γαλάζιων διαψεύσεων, ότι αν κέρδιζε τις εκλογές η χώρα θα ζούσε έναν Αρμαγεδδώνα, καθώς η κυβέρνηση που θα σχημάτιζε –με τη… συνδρομή της Φώφης Γεννηματά, όπως ισχυριζόταν, για να καταστήσει πιο ισχυρή την υποτιθέμενη… ασύμμετρη απειλή κατά των λαϊκών συμφερόντων που συνιστούσε η ήττα του κόμματός του- αφού:
*Πρώτον, θα επέβαλε την επταήμερη εργασία, καταργώντας το οκτάωρο και το πενθήμερο και υποχρεώνοντας τους εργαζομένους να δουλεύουν πολύ περισσότερο με τον ίδιο μισθό και με ελαστικοποιημένες μορφές απασχόλησης.
*Δεύτερον, θα απέλυε σωρηδόν δημοσίους υπαλλήλους.
*Τρίτον, θα καταργούσε τη διευκόλυνση της αποπληρωμής των οφειλών σε 120 δόσεις, που είχε μεν ψηφίσει, αλλά δεν είχε προλάβει να εφαμρόσει η προηγούμενη κυβέρνηση.
*Τέταρτον, θα περιέκοπτε όλα τα κοινωνικά επιδόματα υπέρ των οικονομικά αδυνάμων, καταργώντας ακόμη και την αποκαλούμενη «13η σύνταξη», και
*Πέμπτον, θα έφερνε πίσω το ΔΝΤ για να μας επιβάλουν από κοινού ένα τέταρτο Μνημόνιο.
Η «δαιμονοποίηση» του Κυριάκου Μητσοτάκη στην οποία, προφανώς, στόχευε με αυτή την προεκλογική τακτική ο Αλέξης Τσίπρας, επετεύχθη ως έναν βαθμό. Από το 23,75% στο οποίο κατρακύλησε ο ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωκάλπη της 26ης Μαΐου, κατάφερε στην εθνική κάλπη της 7ης Ιουλίου να σκαρφαλώσει στο 31,53%, προσελκύοντας ψηφοφόρους οι οποίοι επηρεάστηκαν από την κινδυνολογία ότι «θα χάσουν κεκτημένα».
Μετεκλογικά, ωστόσο, το σκηνικό που διαμορφώνεται μοιάζει εντελώς διαφορετικό. Δύο μήνες μετά την εκλογική νίκη της ΝΔ τίποτε από τα μύρια όσα κακά που, σύμφωνα με το ΣΥΡΙΖΑϊκό αφήγημα, θα επέπιπταν επί των κεφαλών μας, όχι μόνον δεν επιβεβαιώθηκε, αλλά, μέχρις στιγμής τουλάχιστον, η τροπή των πραγμάτων φαίνεται να κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Από το βήμα της ΔΕΘ, ο Κυριάκος Μητσοτάκης διέψευσε και τα πέντε προαναφερθέντα επιχειρήματα, τα οποία εν πολλοίς, είχαν αποτελέσει τους πυλώνες πάνω στους οποίους στηρίχθηκε η επικοινωνιακή στρατηγική της απελθούσας κυβέρνησης.
Και για την ακρίβεια των πραγμάτων στην ομιλία προς τους παραγωγικούς φορείς το Σάββατο και στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε την Κυριακή, ο νυν πρωθυπουργός:
1. Ανακοίνωσε κίνητρα για να μετατραπεί η μερική απασχόληση σε πλήρη, όπως και κυρώσεις κατά της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και της μαύρης ή ανασφάλιστης εργασίας, η οποία, εκτός από τους ίδιους τους εργαζόμενους που την υφίστανται, πλήττει την υγιή επιχειρηματικότητα που αντιμετωπίζει συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού.
2. Εξήγγειλε αυξημένο αριθμό προσλήψεων στους τομείς που το Δημόσιο έχει πραγματικές ανάγκες, όπως είναι η Υγεία, η Παιδεία και η Ασφάλεια.
3. Δεσμεύτηκε ρητά ότι δεν θα καταργήσει κανένα επίδομα και αντιθέτως σκοπεύει να χορηγήσει επιπλέον εφάπαξ επίδομα 2.000 για κάθε παιδί που γεννιέται.
4. Πανηγύρισε για τη διεύρυνση της ρύθμισης για τις 120 δόσεις που επιτέλους ξεκίνησε και αφορά περισσότερους οφειλέτες οι οποίοι μπορεί να ενταχθούν σε αυτή με μικρότερες δόσεις και με χαμηλότερο επιτόκιο από ό,τι προβλεπόταν στην εξαγγελθείσα και μηδέποτε εφαρμοσθείσα ρύθμιση της προηγούμενης κυβέρνηση.
5. Προανήγγειλε την πρόωρη αποπληρωμή των παλαιότερων δανείων από το ΔΝΤ που, εκτός από επωφελής οικονομικά, έχει και τη σημειολογική διάσταση ότι αφήνουμε πλέον πίσω τη μια μετά την άλλη τις δυσμενείς συνέπειες της μνημονιακής περιόδου.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν είναι ούτε τυχαία ούτε συμπτωματική η διεύρυνση της πολιτικής κυριαρχίας του νυν πρωθυπουργού που καταγράφεται σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις. Η μια μετά την άλλη οι έρευνες δείχνουν ότι ακόμη και οι πολίτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα στις πρόσφατες εκλογές αντιμετωπίζουν με θετική προαίρεση τη νέα κυβέρνηση και συνηγορούν σε πολλές από τις πρωτοβουλίες της (κατάργηση ασύλου, ενίσχυση της αστυνόμευσης κ.λπ.).
Η πολιτική μετριοπάθεια με την οποία πολιτεύεται αυτό το πρώτο διάστημα ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε συνδυασμό με την συνεχή διάψευση που υφίσταται η κινδυνολογική στρατηγική την οποία χάραξε το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα ως κυβέρνηση και συνεχίζει να εφαρμόζει ως αξιωματική αντιπολίτευση στερεί ζωτικό πολιτικό χώρο και προκαλεί εμφανή αμηχανία στον ΣΥΡΙΖΑ και στην ηγεσία του.
Οι κραυγές ορισμένων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης για «αναβίωση του κράτους της Δεξιάς», δεν πείθουν τους πολίτες. Ενώ το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα πρωτογενή πλεονάσματα, τα οποία, από τη μια, υποτίθεται ότι είχε κανονίσει να μειωθούν η προηγούμενη κυβέρνηση, ενώ, από την άλλη, επικρίνεται η σημερινή κυβέρνηση ότι δεν είναι αρκούντως διεκδικητική.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός απολαμβάνουν ακόμη συνθήκες που παραπέμπουν σε «μήνα του μέλιτος», όπως συνήθως συμβαίνει τις περισσότερες φορές με τους νεοεκλεγέντες. Από την άλλη, όμως, αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι η κριτική που της ασκείται από τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης και κατά βάση  δεν είναι διόλου πειστική στα μάτια της κοινής γνώμης.
Γι΄ αυτό και όσοι θέλουν να αντιπολιτευθούν με αποτελεσματικότητα, είτε πρόκειται για τον ΣΥΡΙΖΑ, το Κίνημα Αλλαγής ή οποιονδήποτε άλλον, δεν έχουν παρά να αφήσουν κατά μέρος την εύκολη κινδυνολογία και να την αντιτάξουν η δική τους εναλλακτική προγραμματική πρόταση.
Διαφορετικά ο καιρός θα περνάει και εκείνοι ματαίως θα αναρωτιούνται όπως ο βοσκός της γνωστής βουκολικής ρήσης: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουμε τα έρμα και ψοφάνε…».