Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιχειρήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Επιχειρήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

Επιχειρήσεις της συμφοράς, ελεγκτικοί μηχανισμοί της πλάκας

 Μια από τις απτές συνέπειες της πανδημίας του κορωνοϊού είναι ότι έφερε δραματικά στο προσκήνιο τις μεγάλες παθογένειες της ελληνικής επιχειρηματικότητας, η οποία κάθε μέρα που περνάει αποδεικνύεται τραγικά αδύναμη να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.

Μικρές, μεσαίες αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις λειτουργούν στην πλειονότητά τους με όρους του προηγούμενου αιώνα και εμφανίζουν αγκυλώσεις που λίγο απέχουν από το… επάρατο δημόσιο που (υποτίθεται ότι) ήταν ως τώρα εκείνο το οποίο έβαζε τροχοπέδη στο… επιχειρηματικό δαιμόνιο του Έλληνα.

Οι ατελείωτες ουρές που σχηματίζονται καθημερινά έξω καταστήματα εταιριών που προσφέρουν τις λεγόμενες «υπηρεσίες ταχυμεταφοράς» (courier) είναι μόνον η κορυφή του παγόβουνου για την κατάρρευση του υποτυπώδους ηλεκτρονικού εμπορίου στη χώρα μας. Οι πολύωρες αναμονές στις τηλεφωνικές γραμμές, τα κατεβασμένα τηλέφωνα και η αγένεια που αντιμετωπίζουν όσοι έχουν κάνει παραγγελίες, οι οποίες δεν φθάνουν παρά ελάχιστες φορές στην ώρα τους, συνιστούν φαινόμενα που σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν συναντούν οι καταναλωτές.

Παθόντες, μάλιστα, δεν είναι μόνον όσοι κάνουν διαδικτυακές παραγγελίες. Είναι και αρκετοί πολίτες που υποχρεώνονται να επικοινωνούν μέσω courier με δημόσιες υπηρεσίες, όπως οι ΔΟΥ, ο ΔΕΔΔΗΕ, κάποιοι Δήμοι, κ.λ.π. Και τούτο διότι, με πρόσχημα την πανδημία, δεν επιτρέπεται η επιτόπια επίσκεψη στις υπηρεσίες, ενώ δεν διεκπεραιώνεται η αποστολή των εγγράφων ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αποκτούν πρόσβαση στην αλληλογραφία έπειτα από πολύ καιρό που μπορεί να φθάσει τις αρκετές εβδομάδες.

Άλλωστε, κάποιες εταιρίες courier ετσιθελικά και με θράσος δεν παραδίδουν καν αλληλογραφία ή δέματα και ο πολίτης - καταναλωτής για να τα παραλάβει πρέπει να προσέλθει αυτοπροσώπως στα γραφεία τους και να στηθεί σε ουρά.

Παρά το γεγονός ότι το πρώτο lockdown της άνοιξης έδειξε τα όρια της αντοχής των περισσότερων ελληνικών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στην αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρονικές παραγγελίες, ήταν, δυστυχώς, ελάχιστες οι εταιρίες που έσπευσαν να ενισχύσουν τα συστήματα υποδοχής, προετοιμασίας και αποστολής των παραγγελιών στους καταναλωτές.

Οι περισσότεροι επιχειρηματίες επαναπαύθηκαν στην κατάσταση που βρίσκονταν προτού να ξεσπάσει η υγειονομική κρίση και αδιαφόρησαν μπροστά στην επιτακτική ανάγκη να βελτιώσουν τα δίκτυα τους, με αποτέλεσμα σε αυτό το δεύτερο lockdown που οι παραγγελίες έχουν αυξηθεί, ίσως και λόγω των επικείμενων γιορτών, ο «Γολγοθάς» των καταναλωτών να έχει γίνει πολύ μεγαλύτερος.

Όποιος τολμήσει (ή καταφέρει, αφού τις περισσότερες φορές η επικοινωνία είναι αδύνατη) να διαμαρτυρηθεί, η στερεότυπη –και συνήθως αγενής- απάντηση που λαμβάνει είναι ότι μπορεί να πάρει τα χρήματα του πίσω. Μόνον, όμως, που και σε αυτή την περίπτωση η επιστροφή γίνεται με αρκετή καθυστέρηση, παρόλο που η πληρωμή όταν παραγγέλλεις πρέπει να γίνει άμεσα.

Ενθαρρυμένοι, μάλλον από την έλλειψη ανταγωνισμού, αφού, λίγο ως πολύ, σχεδόν όλοι με τον ίδιο τρόπο λειτουργούν, όπως και από την πλήρη απουσία αφενός αξιόπιστων καταναλωτικών οργανώσεων και αφετέρου των ελεγκτικών μηχανισμών της Πολιτείας –Συνήγορος του Καταναλωτή, Γενική Γραμματεία Εμπορίου και Προστασίας του Καταναλωτή- που παρακολουθούν απαθείς και καθεύδοντες την ταλαιπωρία των πολιτών, οι Έλληνες επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στο ηλεκτρονικό εμπόριο δεν αισθάνονται την ανάγκη να αλλάξουν το παραμικρό. Βλέπετε η κατάρρευση των δικτύων courier εμποδίζει εξίσου και τις παραγγελίες από το εξωτερικό που, υπό άλλες συνθήκες, θα έφθαναν στην ώρα τους.

Η προφανής αντίδρασή τους που θα περίμενε κανείς να είναι η πρόσληψη προσωπικού το οποίο, έπειτα από μια εντατική εκπαίδευση, θα ενέτασσαν στο δυναμικό τους, δεν φαίνεται να πέρασε από το μυαλό των περισσοτέρων. Βολεύτηκαν πιθανότατα με την ποικιλόμορφη κρατική βοήθεια που τους παρασχέθηκε, όπως οι επιστρεπτέες προκαταβολές, η μείωση των ενοικίων, η καταβολή της μισθοδοσίας των υπαλλήλων από το δημόσιο και οι αναστολές πληρωμής των υποχρεώσεων τους. Και, ως εκ τούτου, δεν προχώρησαν στις απαιτούμενες επενδύσεις σε ανθρώπινους και άλλους πόρους που θα τους επέτρεπαν να καλύψουν το χαμένο έδαφος τόσο στη διάρκεια της κρίσης, όσο και μεταγενέστερα.

Στο Σχέδιο για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας που συνέταξε πρόσφατα Επιτροπή ειδικών υπό τον νομπελίστα καθηγητή Χριστόφορο Πισσαρίδη επισημαίνεται ως ένα από τα μεγάλα προβλήματα της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας ο κατακερματισμός που συνιστούν οι πολλές επιχειρήσεις μικρού μεγέθους.

«Το μικρό μέγεθος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι συνέπεια αγκυλώσεων στην οικονομία που δημιουργούν κίνητρα στις επιχειρήσεις να παραμένουν μικρές και δυσκολεύουν την ανάπτυξή τους», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση της Επιτροπής. Γι΄ αυτό και μεταξύ των προτάσεων που υποβάλει είναι η «άρση αντικινήτρων για τη μεγέθυνση μικρομεσαίων επιχειρήσεων εντός της χώρας».

Κακά τα ψέματα, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν απεδείχθησαν αδύναμες να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εποχής μόνον οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Εξίσου, αν όχι και ακόμη περισσότερο, προβληματικές έδειξαν να είναι και μεγαλύτερες εταιρίες, ορισμένες από τις οποίες μάλιστα κατέχουν δεσπόζουσα θέση στον κλάδο τους.

Άρα το ζήτημα της πολυσυζητημένης οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας έγινε ακόμη και πιο εμφανές. Όπως εμφανέστερος έγινε και ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους που πρέπει κάποια στιγμή να ασκηθεί. Με στόχο όχι βεβαίως να υποκατασταθούν από δημόσιες επιχειρήσεις οι ιδιωτικές εταιρίες εμπορίας και παραγωγής, αλλά να επιβληθεί ότι το παιχνίδι θα παίζεται με τους συναλλακτικούς κανόνες που ισχύουν παγκοσμίως.

Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Σπάταλος επικοινωνιακός ακτιβισμός



            Στην εγχώρια δημοσιότητα που δικαιολογημένα κατακλύζεται το τελευταίο από τις (υποτιθέμενες) διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους Ευρωπαίους εταίρους, που κάνουν αρκετούς στο εξωτερικό να δυσανασχετούν, πλην όμως προκαλούν... ρίγη ενθουσιασμού στους -γνωστούς για το... ανοιχτό και εξωστρεφές πνεύμα- Έλληνες ιεράρχες, κατάφερε και βρήκε λίγο χώρο η “ιστορία” του επιχειρηματικού εγχειρήματος ενός συμπατριώτη μας, ο οποίος αποφάσισε να αναβιώσει μια πασίγνωστη κατά το παρελθόν ελληνική εταιρική επωνυμία ηλεκτρικών συσκευών.
            Από μια πρώτη άποψη πρόκειται για μια πολύ αξιέπαινη προσπάθεια. Γιατί ποιος, αλήθεια, δεν θα ενθουσιαζόταν διαβάζοντας ή ακούγοντας ότι σε καιρούς κρίσης ένα εμβληματικό ελληνικό brand name επανέρχεται για να ανταγωνιστεί τα εισαγόμενα προϊόντα, που το είχαν εξοβελίσει παλαιότερα από την εγχώρια αγορά, και -γιατί όχι- να κατακτήσει και τις αγορές των γειτονικών χωρών;
            Σε μια δεύτερη, όμως, ανάγνωση της συγκεκριμένης επιχειρηματικής ιστορίας -που τα ονόματα δεν έχουν σημασία, γιατί στόχος τούτου του σημειώματος δεν είναι η διαφήμιση ή η δυσφήμιση της κατά τα λοιπά φιλόδοξης εταιρικής απόπειρας- προκύπτει ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ενθουσιώδη όσο τουλάχιστον φαίνονται εκ πρώτης.
            Ο επιχειρηματίας ο οποίος ανέλαβε το ρίσκο του εγχειρήματος, δεν κρύβει ότι τα προϊόντα που παράγει η επιχείρησή του και απευθύνονται στους Έλληνες καταναλωτές, κατασκευάζονται εξ ολοκλήρου στην Πολωνία. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, οι ηλεκτρικές συσκευές που διεκδικούν την προτίμησή μας, το μόνο ελληνικό που διαθέτουν είναι η... νοσταλγική επωνυμία.
            Ο λόγος που συμβαίνει αυτό, που υποχρεώνεται δηλαδή μια ελληνική επιχείρηση να εισάγει έτοιμα τα προϊόντα της από εργοστάσιο του εξωτερικού έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής, το οποίο βεβαίως επηρεάζεται από αρκετούς παράγοντες, ένας από τους οποίους -αλλά προφανώς όχι ο μοναδικός- είναι και το ύψος του μισθού των εργαζομένων. 
            Σε μια από τις συνεντεύξεις του ο ιδιοκτήτης της εταιρίας υποστήριξε ότι αν οι ίδιες συσκευές κατασκευαζόταν στην Ελλάδα, η λιανική τιμή πώλησής τους θα ήταν διπλάσια από εκείνη στην οποία διατίθενται στην ελληνική αγορά οι συσκευές που παράγονται στο πολωνικό εργοστάσιο. Και άρα, το κόστος παραγωγής προϊόντων του ίδιου σήματος στην Ελλάδα είναι απαγορευτικό.
            Η περίπτωση του συγκεκριμένου επιχειρηματικού εγχειρήματος δεν είναι, φυσικά, η μόνη, αφού πάμπολλες εταιρίες παράγουν τα “ελληνικά” προϊόντα τους εκτός Ελλάδος και χωρίς την παραμικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία. Αποτελεί, ωστόσο, την επιτομή της βαθιάς και γι΄ αυτό αξεπέραστης κρίσης που διατρέχει την ελληνική οικονομία και εκφράζεται με το διπλό έλλειμμα -το εμπορικό και το δημοσιονομικό- καθώς και με την υψηλή ανεργία.
            Είναι ακριβώς τα χρόνια προβλήματα του ασθενικού παραγωγικού μοντέλου που μας οδήγησαν στο Μνημόνιο και που παρά την παρά την πενταετή μνημονιακή μέγγενη όχι μόνον δεν περιορίστηκαν αλλά επιτάθηκαν. Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υπολόγιζαν ότι η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που μας επιβλήθηκε θα οδηγούσε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με μόνο απτό και ουσιώδες μέτρο τον (εύκολο στην εφαρμογή) περιορισμό των εισοδημάτων και κατά βάση εκείνων της μισθωτής εργασίας.    
             Στην παρούσα φάση, αν έχει κάποια αξία μια τέτοια συζήτηση είναι για να καταδείξει τον εντελώς λάθος τρόπο με τον οποίο γίνονταν και, δυστυχώς, εξακολουθούν να γίνονται οι διαβουλεύσεις, οι διαπραγματεύσεις, ακόμη και οι συγκρούσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας.
            Η νέα κυβέρνηση, αντί να διδαχθεί από τα εγκληματικά λάθη των προκατόχων της, που αρνούνταν πεισματικά να κάνουν ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο και επιδίδονταν σε μικροδιευθετήσεις, όπως η μεταφορά της Δημοτικής Αστυνομία στην ΕΛ.ΑΣ. ή η χωρίς δημοσιονομικό όφελος της προκοπής πεισματική επιμονή στην απόλυση των καθαριστριών του υπουργείου Οικονομικών, καταφεύγει σε έναν ακόμη πιο σπάταλο επικοινωνιακό ακτιβισμό, επιτείνοντας τα ουσιαστικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
            Αντί να αξιοποιήσει τη νεανική ορμή που την διακρίνει και το θετικό ευρωπαϊκό momentum για να απαιτήσει -σε αληθινή συμμαχία με τις χώρες του Νότου- τη χρηματοδότηση ενός γενναίου προγράμματος ενίσχυσης των επενδύσεων και καταπολέμησης της ανεργίας, η κυβέρνηση σπαταλάει κρίσιμο χρόνο και διαπραγματευτική ισχύ για ένα “πουκάμισο αδειανό”, όπως στην πραγματικότητα είναι οι “ευφημισμοί”, οι “ασάφειες” και οι “μετονομασίες”, για τις οποίες, εξάλλου, ελάχιστοι Έλληνες ενδιαφέρονται.
            Μπορεί να είναι μια κυβέρνηση μόλις σαρανταπέντε ημερών και δικαιολογημένα τα στελέχη της να υποστηρίζουν ότι δεν μπορεί κανείς να έχει απαίτηση να κάνουν όσα δεν έκαναν οι προηγούμενοι, πλην, όμως, τα περισσότερα από όσα γίνονται από την επομένη των εκλογών, μαρτυρούν παντελή έλλειψη προετοιμασίας για τη διακυβέρνηση που δεν μπορεί να καλυφθεί από τους επικοινωνιακούς ακτιβισμούς.
            Με εξαίρεση, άλλωστε, τον τομέα της επικοινωνίας, στον οποίο η νέα κυβέρνηση παίρνει άριστα, αφού, βοηθούσης και της -παραδόξως;- θετικής προαίρεσης των μέσων ενημέρωσης, έχει επικρατήσει πλήρως των αντιπάλων της, σχεδόν παντού αλλού -από το Μεταναστευτικό και την Παιδεία έως τα δημόσια οικονομικά ή τις σχέσεις με εχθρούς και φίλους- η χώρα μοιάζει να πορεύεται χωρίς πυξίδα και προσανατολισμό.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Οι κυβερνήσεις πέφτουν,οι κρατικοδίατοι μένουν

            Τον περασμένο μήνα σε μια ακριτική περιοχή της Ελλάδας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έγιναν τα εγκαίνια μιας νέας μονάδας ανακύκλωσης πλαστικού που εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας το οποίο έβαλε λουκέτο πριν από μερικά χρόνια. Παρότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό –ίσως και κάτω από 10%- όσων απασχολούνταν παλαιότερα στον ίδιο χώρο, η επένδυση θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική για την περιοχή που δοκιμάζεται από την ερήμωση και την πληθυσμιακή γήρανση.
Ο επιχειρηματίας, ο οποίος είναι ο ίδιος που είχε κλείσει και ένα όμοιο εργοστάσιο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, το οποίο είχε επίσης αποκτήσει όταν πριν από δύο δεκαετίες είχε ανακύψει το ζήτημα με τις περιβόητες «προβληματικές» επιχειρήσεις που είχαν περάσει για κάποιο διάστημα στον έλεγχο του δημοσίου, σε μια -μάταιη, όπως αποδείχθηκε- προσπάθεια να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, ήθελε να γιορτάσει το επιχειρηματικό του “come back” στην περιοχή.
Ετοίμασε, λοιπόν, μια μικρή φιέστα, στην οποία κάλεσε το τοπικό πολιτικό προσωπικό, ενώπιον του οποίου εξαπέλυσε έναν… πύρινο λόγο κατά του ελληνικού κράτους, αλλά και των πολιτικών ταγών του, τέτοιον που θα… ζήλευαν και «πούροι» αντιεξουσιαστές, παρόλο που η ουσία των λεγομένων του δεν διέφερε και πολύ από τα επιχειρήματα των προ ετών «αποκλεισμένων» στα χιόνια κατοίκων των βορείων προαστίων της Αθήνας που διαμαρτυρόταν, μέσω της τηλοψίας, κραυγάζοντες «που είναι το κράτος;».
Οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, κατά δήλωση ορισμένων από τους παρισταμένους, ένοιωσαν βαριά την προσβολή που τους έγινε –να κληθούν, δηλαδή, σε μια φιέστα για να ακούσουν να τους σύρει ο οικοδεσπότης τα «εξ αμάξης»-, αλλά, παρά ταύτα, κανείς τους δεν αντέδρασε –κάποιοι ενδεχομένως και από ενοχή, αφού δεν αποκλείεται να του είχαν ζητήσει και καμία πρόσληψη πολιτικού τους φίλου ή συγγενούς.
Έτσι, δεν τόλμησε κάποιος να σηκωθεί και να υπενθυμίσει στον συγκεκριμένο επιχειρηματία, ο οποίος χρημάτισε κατά το παρελθόν στην προεδρία του ΣΕΒ, ότι υπήρξε και ο ίδιος πολιτικός και μάλιστα διορισμένος και όχι αιρετός, αφού θήτευσε ως ευρωβουλευτής και στη διάρκεια της «χαρισάμενης» πενταετούς παρουσίας του στις Βρυξέλλες δεν έτυχε να πληροφορηθούμε κάποια ιδιαίτερη επίδοση που να τον διαφοροποιεί από εκείνους τους οποίους τώρα ψέγει με τόση αυστηρότητα.  
Το ακόμη δυστυχέστερο, όμως, είναι ότι δεν σηκώθηκε ένας από τους προσβεβλημένους τοπικούς παράγοντες να του επισημάνει ότι, από τα στοιχεία που ο ίδιος δημοσιοποίησε, το 40% της επένδυσής του είναι από κρατική και κοινοτική επιχορήγηση –χρήματα, δηλαδή, των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων-, ένα επίσης αξιοσέβαστο μέρος προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό –τον οποίο χωρίς την εγγύηση του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου, μάλλον δεν θα εξασφάλιζε-, ενώ οι καταλήξεις στην επωνυμία των εταιριών που μετέχουν στο επενδυτικό του σχήμα, μαρτυρούν πως, αν δεν είναι offshore, σίγουρα δεν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη φοροδοτική τους συμπεριφορά.  
Θυμήθηκα τη μικρή πικρή ιστορία με αφορμή την πρόσφατη γενική συνέλευση του ΣΕΒ, στην οποία τα ηγετικά του στελέχη επιδόθηκαν σε… μαρξιστικές κορώνες και αντιμνημονιακές ρεβεράντζες προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο κάλεσαν προφανώς στη λογική του «ποιος ξέρει τι μπορεί να βγάλει η επόμενη κάλπη…» και σε ανάμνηση, ίσως, του «εμείς πρέπει να είμαστε πάντα με το γκουβέρνο», που αποδίδεται στον Μποδοσάκη, στην εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρείν του προηγούμενου αιώνα.  
Μια μέρα μετά, όμως, οι αντιμνημονιακές μάσκες έπεσαν παταγωδώς με την άρνηση της ηγεσίας του ΣΕΒ να προσυπογράψει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτερου μισθού που αποκάλυψε περίτρανα ότι οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες –αρκετοί από τους οποίους κατ΄ όνομα και μόνον επιχειρούν- θέλουν ή δεν θέλουν το μνημόνιο ανάλογα με τα κοντόθωρα μικροσυμφέροντά τους.
Γι΄ αυτό και με κάθε ευκαιρία επιτίθενται στον δημόσιο τομέα, όταν φυσικά δεν τον απομυζούν οι ίδιοι, ενώ δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να συμβάλλουν στο ελάχιστο για να περιοριστεί η λαίλαπα που σαρώνει τις εργασιακές σχέσεις (και) στον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι θεσπισμένοι κανόνες του παιχνιδιού στις κοινωνικές σχέσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στην υγιή επιχειρηματικότητα.   
Εν κατακλείδι; Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά οι κρατικοδίατοι επιχειρηματίες μένουν σταθεροί και απαρασάλευτοι.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.5.2013)

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Γιατί δεν μας… χόρτασε ο λόγος του Φρανσουά Ολάντ

«Ο λόγος σου μάς χόρτασε και το ψωμί σου φάτο...», θα λέγαμε υπό άλλες συνθήκες στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που μας επεφύλαξε, κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, θερμούς παρηγορητικούς λόγους και μας έδωσε πολλές υποσχέσεις για γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να το πούμε αυτό αν είχε σταματήσει η πορεία της συνεχούς διολίσθησης στην οποία φαίνεται να έχουμε εγκλωβιστεί και από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο και αν ακούμε επαίνους από τους εταίρους μας για τα οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας που, όπως λένε, «βρίσκεται εντός τροχιάς», προσπαθώντας μάλλον να λειτουργήσει ο λόγος τους ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Δεν ξέρω για ποια τροχιά ομιλούν, αλλά όποιος βιώνει την ελληνική πραγματικότητα, μόνον… εκτροχιασμένες καταστάσεις συναντά και σωστά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας προειδοποίησε, απευθυνόμενος στον Γάλλο ομόλογό του, για τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης εξαιτίας της βαθύτατης ύφεσης στην οποία έχουμε παγιδευτεί.
Η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει με χίλιους συμπολίτες μας (όσοι οι κάτοικοι μιας κωμόπολης!) να χάνουν κάθε μέρα τη δουλειά τους και πολύ περισσότερους να δουλεύουν μεν αλλά να είναι απλήρωτοι, γιατί οι εργοδότες τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πολυδιαφημισμένες δόσεις που εξασφαλίσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο δεν φαίνεται να είχαν τη θετική επίπτωση που αναμενόταν, αφού οι τράπεζες, προς τις οποίες κατευθύνθηκαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων, όχι μόνον δεν διοχέτευσαν ρευστότητα στην ασφυκτιούσα αγορά, αλλά το τελευταίο διάστημα κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση έχοντας κλείσει απολύτως τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης για όλες τις επιχειρήσεις.
Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, για τα οποία τόσες φορές… πανηγυρίσαμε που τα εξασφαλίσαμε, παραμένει σε απαράδεκτα χαμηλούς ρυθμούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ανάγκη που ένοιωσε ο πρωθυπουργός να ορίσει, μόλις την περασμένη εβδομάδα, τον Κυριάκο Βιρβιδάκη  ως νέο υφυπουργό για το ΕΣΠΑ, από το οποίο, μέχρι τώρα, τα περισσότερα χρήματα που εκταμιεύονται είναι για –μάλλον «εικονικά»- επιμορφωτικά σεμινάρια.
Την ίδια ώρα τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είναι ορθωμένα παντού γίνονται όλο και πιο απροσπέλαστα, από τα δικαστήρια που δίνουν πρώτη δικάσιμο σε δύο με τρία χρόνια, ως το ΓΕΜΗ που δημιουργήθηκε ως «σημείο μιας στάσης» για τις επιχειρήσεις και, παρότι ανήκει στην αρμοδιότητα του προέδρου του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου, τον οποίο βλέπουμε συχνά να κατακεραυνώνει γενικώς και αορίστως το κράτος, κάνει πάνω από ενάμισι μήνα για να διεκπεραιώσει μια απλή δημοσίευση καταστατικού εταιρίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, οι υποσχέσεις για επενδύσεις που μας έδωσε ο Γάλλος Πρόεδρος δεν μοιάζουν ικανές να ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί στη χώρα. Ακόμη και αν αύριο το πρωί οι Γάλλοι επιχειρηματίες που έφερε μαζί του ο κ. Ολάντ και έδειξαν ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα μας, ξαναπάρουν το αεροπλάνο για την Αθήνα, φθάνοντας εδώ θα βρεθούν αντιμέτωποι με τέτοιο χάος που γρήγορα θα γυρίσουν άπραγοι στο Παρίσι.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τη σημασία των διεθνών επαφών, έχω την αίσθηση ότι οι χαρές και τα πανηγύρια που στήσαμε για την –αναμφίβολα αναγκαία και απολύτως πετυχημένη σε συμβολικό επίπεδο συμβολισμού- επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου, σύντομα θα ξεχαστούν, γιατί θα αποδειχθούν στην πράξη άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, κανείς να είναι εξειδικευμένος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι στις μέρες μας η προσέλκυση επενδύσεων δεν γίνεται με διακρατικές συμφωνίες κορυφής, αλλά με τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τη χώρα μας, όχι μόνον επειδή μια δράκα κουκουλοφόρων επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του χρυσωρυχείου της Χαλκιδικής, ούτε γιατί ένας γενικός γραμματέας πιστεύει ότι έχουμε ακόμη υψηλό κατώτατο μισθό.
Για να υπάρξει ουσιαστική προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα χρειάζεται να αλλάξουν πολλά. Με κυριότερο τις νοοτροπίες του παρελθόντος που ευθύνονται για την κρίση και που αυτή, δυστυχώς, δεν έχει καταφέρει ακόμη να τις εξαλείψει.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.2.2013).

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

«Τις πταίει» για την εμπλοκή;

Κάτι πάει πολύ στραβά με την περίφημη διαπραγμάτευση που υποτίθεται ότι γίνεται εδώ και μήνες ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα. Δεκάδες φορές το τελευταίο διάστημα ακούσαμε από επίσημα χείλη την επωδό ότι «το πακέτο κλείνει», αλλά αυτό εξακολουθεί να παραμένει… «ορθάνοιχτο».
Το ένα μετά το άλλο τα «ορόσημα» που έχουν τεθεί –μια η συνεδρίαση του Eurogroup, την άλλη η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ και την παράλληλη η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής αυτής της εβδομάδας- ξεπερνιούνται και στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται λύση για το δράμα που προκαλεί η επιδεινούμενη ημέρα με την ημέρα ύφεση που τρώει τα σωθικά της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το δημόσιο ίσα που καταβάλει τσίμα-τσίμα τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων και τις συντάξεις, ενώ η πραγματική οικονομία στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς σχεδόν κανείς προμηθευτής του δημοσίου δεν πληρώνεται, προκαλώντας μια μεταδοτική ασφυξία που δοκιμάζει και τις υγιείς επιχειρήσεις.
Το χιλιοειπωμένο «φως στο βάθος του τούνελ», που επανέλαβε ως και η κυρία Μέρκελ, μοιάζει να… σβήνει τις τελευταίες μέρες, αφού, όπως αποδεικνύεται, σε όλα τα «μέτωπα» -Δημόσια Διοίκηση, Υγεία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά- υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα για τα οποία οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν ασφυκτικά και ζητούν όλο και περισσότερα.
Αβίαστα, νομίζω, προκύπτει, το ερώτημα «τις πταίει» για τις επανειλημμένες αναβολές στην οριστικοποίηση της συμφωνίας με την τρόικα, που οι εταίροι μας έχουν αναγάγει σε απόλυτο προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης – «ανάσας» για την ελληνική οικονομία.
Είναι, άραγε, γενεσιουργός αιτία της εμπλοκής η αλαζονεία των «τροϊκανών» που, ενθαρρυμένοι, ίσως, από το γεγονός ότι οι τελευταίες κινητοποιήσεις δεν έδειξαν να έχουν την ορμή παλαιότερων, τα «θέλουν όλα» και αδιαφορούν για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις που θα προκληθούν στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας;
Ή μήπως για την ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί ευθύνεται η κυβέρνηση που αρνήθηκε την πρόταση για δημιουργία εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας, έριξε το βάρος της στην περίφημη «πολιτική λύση» και πόνταρε μονομερώς στην αποκαλούμενη «ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας» που, ενδεχομένως, έστειλε στην άλλη πλευρά το λάθος μήνυμα ότι μπορεί να γίνουν δεκτά τα πάντα;
Όπως και να έχει, αυτό που πρέπει να γίνει σαφές σε αυτή την κρίσιμη ώρα είναι ότι η κατάσταση, ως έχει, δεν πάει άλλο. Η ανασφάλεια των δημοσίων υπάλληλων έχει παραλύσει τη χώρα. Η αγωνία των συνταξιούχων –που, μην ξεχνάμε, είναι αυτοί που έδωσαν τη νίκη στον υφιστάμενο κυβερνητικό συνασπισμό- έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Οι επιχειρηματίες είναι σε απόγνωση. Όσο για τους νέους και τους πολυπληθείς ανέργους, αυτοί έχουν προ πολλού χάσει κάθε ελπίδα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, από τον ελάχιστο που, ούτως ή άλλως, διέθετε και η ζημιά που κινδυνεύει να υποστεί μπορεί να αποβεί ανήκεστος, ανεξαρτήτως ποια θα είναι, εν τέλει, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, εφόσον αυτές παραταθούν επί μακρόν.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.