Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρώ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευρώ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Ο Ματαρέλα ίσως τους γλιτώσει από τα πανάκριβα δίδακτρα



            Η Ιταλία υπήρξε ανέκαθεν μια πολιτικά παράδοξη χώρα. Οι συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων είναι το κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας. Όπως και το γεγονός ότι οι πολίτες της ψήφιζαν  και έστελναν στα κοινοβουλευτικά έδρανα ιδιόρρυθμες προσωπικότητες. Σαν την ουγγρικής καταγωγής πορνοστάρ Ιλόνα Στάλερ, γνωστότερη ως Τσιτσιολίνα, η οποία εξελέγη βουλευτής το 1987 με το «Ριζοσπαστικό Κόμμα» του αντισυμβατικού πολιτικού Μάρκο Πανέλα.
            Στις προηγούμενες ευρωεκλογές, τον Μάιο του 2014, στη γείτονα κατέβηκε ψηφοδέλτιο με την ονομασία «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα». Ναι, καλά διαβάσατε, πήρε μέρος στις κάλπες σχηματισμός που είχε στον τίτλο του το όνομα του Έλληνα νυν πρωθυπουργού και, τότε, αρχηγού, του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος διεκδικούσε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν απέναντι στον δεξιό Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς και την πράσινη Σκα Κέλερ.
Το «ψηφοδέλτιο Τσίπρα» πήρε σε όλη την ιταλική επικράτεια 4,03% ή 1,1 εκατομμύρια ψήφους και εξέλεξε 3 ευρωβουλευτές, καταγράφοντας 8,91% στη Φλωρεντία, 8,89% στην Μπολόνια, 6,16% στη Ρώμη, 6,57% στο Τορίνο, 6,48% στο Μιλάνο, 6,05% στο Μπάρι, 5,83% στη Βενετία, 5,67% στη Νάπολη και 5,34% στο Παλέρμο.
Στην προ τετραετίας αυτή εκλογική αναμέτρηση νικητής είχε αναδειχθεί το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι που με ποσοστό 40,81% είχε καταγράψει δεκαπλάσια δύναμη από τη «λίστα Τσίπρα». Το λαϊκίστικο «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» του κωμικού Μπέπε Γκρίλο που ήταν η ανερχόμενη δύναμη είχε φθάσει στο 21,15%, ενώ η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά είχε περιοριστεί στο 6,15%.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον περασμένο Μάρτιο ήρθαν τα πάνω κάτω. Η Κεντροαριστερά του Ρέντσι κατέρρευσε, αφήνοντάς μας με την απορία για το που να κατέληξαν οι πάνω από ένα εκατομμύριοιταλοί… «τσιπριστές» του 2014, αφού η χώρα στράφηκε προς τα δεξιά. Νικητές από την κάλπη αναδείχθηκαν οι λαϊκιστές του Γκρίλο που έφθασαν στο 32,61% και η Λέγκα που εκτινάχθηκε στο 18,71%.
Με μόνη κοινή συνισταμένη την αντιευρωπαϊκή ατζέντα τους, οι «πεντάστεροι» λαϊκιστές και οι πάλαι ποτέ αποσχιστές του ιταλικού Βορρά αποφάσισαν να συνασπιστούν συγκροτώντας κυβέρνηση με υπουργό Οικονομικών έναν υπέργηρο εξωκοινοβουλευτικό αρνητή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Η φαεινή τους, όμως, αυτή ιδέα προσέκρουσε στο βέτο του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα, ενός, κατά τα φαινόμενα, νουνεχή πολιτικού.
Η πρωτοβουλία του Ματαρέλαπροκάλεσε διαμαρτυρίες, αλλά ο ίδιος δεν κάμφθηκε. «Έχω την υποχρέωση, βάσει του Συντάγματος, να προστατέψω τις αποταμιεύσεις των Ιταλών», είπε σε δραματικό διάγγελμα που εκφώνησε. «Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η ιταλική κυριαρχία, ενώ στέλνουμε πίσω απαράδεκτες κρίσεις για τη χώρα μας που διαβάσαμε στον Τύπο άλλης ευρωπαϊκής χώρας», συμπλήρωσε.
«Έκανα ό,τι μπορούσα για να σχηματισθεί πολιτική κυβέρνηση, αλλά υπερασπίζομαι το Σύνταγμα», τόνισε απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του. «Η συμμετοχή στο ευρώ είναι βασική για τη χώρα μας και την προοπτική των νέων μας. Αν κάποιος θέλει να το συζητήσει, χρειάζεται σαφής εμβάθυνση», συνέχισε υπερασπιζόμενος το βέτο του το οποίο, όπως διευκρίνισε, αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον διορισμό στο υπουργείο Οικονομικών ενός εξωκοινοβουλευτικού οικονομολόγου.
Η συμπεριφορά του ιταλού Προέδρου σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως τόσο στην ίδια τη χώρα του, όσο και διεθνώς. Οι επικριτές του κ. Ματαρέλα επιστράτευσαν όλα τα συνωμοσιολογικά σενάρια για τη «δικτατορία των αγορών και του… Σόρος» ή την «τυραννία των Βρυξελλών και του Βερολίνου» τα οποία εμείς εδώ στη χώρα μας τα έχουμε ακούσει τόσες και τόσες φορές. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν αστείο να ακούς όσους κατάπιαν το δημοψηφισματικό «όχι» που έγινε «ναι» να θέτουν ζήτημα «πολιτικής νομιμοποίησης» του προεδρικού βέτο και να ζητούν σεβασμό στη λαϊκή ετυμηγορία.   
Οι υπερασπιστές του, από την άλλη, αντέτειναν την «ελληνική περιπέτεια» του 2015 και το βαρύτατο τίμημα που πληρώσαμε –και ακόμη πληρώνουμε- εξαιτίας της απίθανης, δήθεν, διαπραγμάτευσης που, τάχατες, διεξήγαγε ο αλήστου μνήμης Γιάνης Βαρουφάκης, περιδιαβαίνοντας τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με τα παρδαλά πουκάμισα έξω από το παντελόνι.
Είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός-και παραδεκτό ακόμη και από τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος τον αποκαλούσε «asset» της κυβέρνησης του, πριν αντιληφθεί ότι είχε να κάνει με «ανόητο»- ότι αν κάποιος είχε βάλει φρένο στον Βαρουφάκη πριν οδηγηθούμε στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ίσως να είχαμε γλιτώσει τα capital controls και να μη χρειαζόταν να καταβάλουμε τόσο ακριβά δίδακτρα για να μάθουμε ότι η παραμονή στο ευρώ είναι όρος επιβίωσης για τη χώρα και τον λαό.
Ο Σέρτζιο Ματαρέλα έδειξε να συνειδητοποιεί ότι το δικό μας πάθημα μπορεί να γίνει σε κάποιους μάθημα. Μένει τώρα να πειστούν και οι συμπατριώτες του ότι η πρόθεσή του είναι να τους γλιτώσει από το να πληρώσουν και εκείνοι πανάκριβα δίδακτρα όπως αυτά που καταβάλαμε εμείς. Αν το αντιληφθούν -οι ιταλοί πολιτικοί κατ΄ αρχήν και εν συνεχεία οι πολίτες- έχει καλώς. Αν όχι, τότε «με τις υγείες τους», όπως θα έλεγε και ο μεταμεληθείς –μετά την καταβολή των διδάκτρων- Αλέξης Τσίπρας.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2015

Το πολιτικό «ανάθεμα» αντιστοιχεί στο έγκλημα του Βαρουφάκη



Στη χώρα με την αναμφισβήτητα μεγαλύτερη, ενδεχομένως και σε ολόκληρο τον πλανήτη, ατιμωρησία, είναι παράδοξο ότι η σχεδόν μόνιμη επωδός, την οποία ακούει κανείς από τα χείλη πολλών ανθρώπων, ακόμη και σε περιπτώσεις που πολύ απλά συμβαίνει κάτι με το οποίο δεν συμφωνούν, είναι «θα σου κάνω μήνυση». Ή, σε παραλλαγή, «θα σου φέρω τον εισαγγελέα», «θα σε καθίσω στο σκαμνί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Αν καταμετρήσει κανείς τις επανειλημμένες φορές που είτε ως απειλή είτε ως εκφοβιστική υποβολή μήνυσης ή αγωγής, ακούστηκαν αυτές οι εκφράσεις και τις συγκρίνει με τις υποθέσεις που όντως έχουν οδηγηθεί στις δικαστικές αίθουσες, θα βρει ότι μόνον ένα απειροελάχιστο ποσοστό υποθέσεων εκδικάζεται και ένα ακόμη πιο μικρό καταλήγει σε καταδικαστικές αποφάσεις.
Δεν πάει πολύ καιρός που βρέθηκα στα δικαστήρια της Ευελπίδων και ένα μεγάλο μέρος των εγγεγραμμένων στο πινάκιο υποθέσεων που αφορούσαν, κατά βάση, αντιδικίες στο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων, είτε αναβάλλονταν σωρηδόν, είτε ματαιώνονταν, καθώς είχαν καταστεί πλέον άνευ αντικειμένου, όπως επί παραδείγματι η αγωγή για συκοφαντική δυσφήμιση κατά της γερμανικής εφημερίδας Bild που πομπωδώς είχε υποβάλει προ διετίας ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο νυν πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ποτέ δεν εμφανίστηκε -δια νομικού εκπροσώπου, εννοείται- να την υποστηρίξει.
 Έκανα αυτόν τον μακρύ πρόλογο μόνον και μόνον για να δώσω το περίγραμμα της πελώριας απορίας που μου προκαλείται κάθε φορά που διαπιστώνω την εξόφθαλμη αδυναμία της πολιτικής να χειριστεί μεγάλα προβλήματα της δικής της αρμοδιότητας και την εκ μέρους της αμήχανη επίκληση της Δικαιοσύνης να ασχοληθεί με θέματα για τα οποία δεν έχει και δεν θα μπορούσε να έχει την ευθύνη.
Με διαφορά λίγων εβδομάδων είδαμε την ιστορία και από τις δύο όψεις. Την είδαμε κατ΄ αρχήν από την κυβερνητική όψη με τις ανοίκειες απειλές περί εισαγγελικής παρέμβασης που εξακόντισαν μέλη του υπουργικού συμβουλίου κατά του βουλευτή του Ποταμιού Χάρη Θεοχάρη, ο οποίος, με πολλή σύνεση και εγκράτεια, έκανε τις γνωστές και επιβεβαιωμένες, πλέον, καταγγελίες για τους αποτρόπαιους σχεδιασμούς περί νομισματικής αλλαγής.
Την βλέπουμε τώρα από την πλευρά της αντιπολίτευσης, στελέχη της οποίας με χαρακτηριστική ευκολία (εγ)καλούν τη Δικαιοσύνη να παρέμβει σε ένα πελώριο μεν ζήτημα, όπως είναι τα άφρονα σχέδια που επεξεργαζόταν ο απίθανος τύπος που παρίστανε επί πεντέμισι μήνες τον υπουργό Οικονομικών μιας ευρωπαϊκής χώρας, πλην, όμως, από τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το “επίδικο” ζήτημα έχει αποκλειστικά πολιτική και καθόλου ποινική διάσταση.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να επισημάνει ότι από τη στιγμή που δεν στοιχειοθετείται κάποιο συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα που να συντελέστηκε, δεν είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Είναι εύκολο να λέει κάποιος ότι «πρέπει να κάτσει στα σκαμνί ο Βαρουφάκης», αλλά για να έχει ουσιαστική ισχύ ο λόγος του θα πρέπει να υποδείξει και τη νομική παράβαση στην οποία υπέπεσε ώστε να του ασκηθεί δίωξη.
Ας μου συγχωρεθεί η γενικότητα της αναφοράς, αλλά αν υποτεθεί ότι θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο εισαγγελικής δίωξης η διάσταση λόγων και έργων, ακόμη και δεν είναι σύνηθες να φθάνει αυτή στην ακραία εκδοχή της περίπτωσης Βαρουφάκη που υπονόμευε, πιθανότατα εσκεμμένα, τις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, τότε, ενδεχομένως, ουδείς πολιτικός θα... ξέφευγε της καταδίκης.
Μόνον, όμως, που η αθέτηση υποσχέσεων, ακόμη και όταν με την τρέχουσα -και όχι τη δικανική- ορολογία είναι δόλια, δεν συνιστά ποινικό αδίκημα και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως τέτοια, επειδή, ενδεχομένως, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε καταστάσεις αυτού του είδους δεν είναι της αρεσκείας μας. Η εμπειρία, άλλωστε, της ανάμειξης της Δικαιοσύνης σε πρωτοβουλίες στοχοποίησης πολιτικών αντιπάλων είναι οδυνηρή στη χώρα μας. Και για την ίδια τη Δικαιοσύνη. Και για την Πολιτική.
Γι΄ αυτό και οι κατά τα λοιπά απολύτως δικαιολογημένες αντιδράσεις που προκαλούν στις τάξεις της αντιπολίτευσης οι συνεχιζόμενες αποκαλύψεις για τους σχεδιασμούς των αρκετών, κατά τα φαινόμενα, «δραχμιστών» που είχε στην κυβέρνησή του ο Αλέξης Τσίπρας, είναι ένα ακραιφνώς πολιτικό ζήτημα. Και μόνον με πολιτικά μέσα μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Το θεσμικό, άλλωστε, οπλοστάσιο του κοινοβουλευτικού μας συστήματος παρέχει αρκετές δυνατότητες, τις οποίες η αντιπολίτευση έχει την ευχέρεια να εξαντλήσει, υποχρεώνοντας τον κ. Τσίπρα να εμφανιστεί ενώπιον της Βουλής και να δώσει τις απαιτούμενες εξηγήσεις τόσο για την επιλογή του να εντάξει στην κυβέρνησή του τον κ. Βαρουφάκη, όσο και για την μετέπειτα αποπομπή του προσώπου που μερικές εβδομάδες νωρίτερα χαρακτήριζε... «asset».
Όσο για τον τέως υπουργό Οικονομικών -και για όσο φυσικά δεν αποδεικνύεται ότι πίσω από όλα αυτά δεν ελλοχεύει προσωπική οικονομική ιδιοτέλεια- νομίζω ότι η βαρύτερη ποινή που αντιστοιχεί στα ακραιφνώς πολιτικά εγκλήματα που έχει «υποπέσει» είναι αυτή που έχει ήδη αρχίσει να εκτίει. Και είναι ο πολιτικός εξοστρακισμός που υφίσταται από τον χώρο που τον ανέδειξε. Αλλά, κυρίως, το πολιτικό «ανάθεμα» που αργά ή γρήγορα θα του ρίχνει η μεγάλη πλειονότητα των σκεπτόμενων Ελλήνων.

Τρίτη 7 Ιουλίου 2015

Γίνεται «Ναι» ένα τόσο πολυσυλλεκτικό «Όχι»;



Με το σαρωτικό «Όχι» που βροντοφώναξε μέσα από την κάλπη του δημοψηφίσματος της Κυριακής, ο ελληνικός λαός έδωσε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα περισσότερα ίσως και από όσα εκείνος του ζήτησε.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι σχεδόν κανείς –και προφανώς ούτε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας- δεν προέβλεψε το συντριπτικό αποτέλεσμα της κάλπης.
Και για όποιον βιαστεί να καταφύγει στην εύκολη συνομωσιολογία για τον ρόλο των ΜΜΕ και των δημοσκόπων στη διαμόρφωση του αποτελέσματος, το τελευταίο προεκλογικό φύλλο της «Αυγής» που μιλούσε για αναμέτρηση που «κρίνεται στο νήμα» δίνει ίσως την καλύτερη απάντηση.
Δίνονται ήδη και θα εξακολουθήσουν να δίνονται, εντός και εκτός Ελλάδας, πολλές και ποικίλες ερμηνείες για τους λόγους για τους οποίους τόσο πολλοί πολίτες ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του κ. Τσίπρα να καταψηφίσουν μια πρόταση για συμφωνία με τους εταίρους και δανειστές που δεν ήταν καν στο τραπέζι και πάντως η πλειονότητα ήταν αδύνατο να ξέρει τις λεπτομέρειες που τη συνείχαν.
Η έκβαση του δημοψηφίσματος είναι εξίσου δυσερμήνευτη για όποιον με ψυχραιμία μπορεί να αναγνωρίσει ότι η απόσταση που χώριζε την πρόταση την δανειστών από εκείνη που η ίδια η ελληνική κυβέρνηση είχε υποβάλει δεν ήταν τόσο μεγάλη που να δικαιολογεί το πάθος με το οποίο κινητοποιήθηκαν οι Έλληνες εκλογείς.
Κακά, όμως, τα ψέματα, το «Όχι» που είπαν οι ψηφοφόροι της παρελθούσας Κυριακής δεν ήταν ένα, ενιαίο και συμπαγές «Όχι». Ήταν, αντιθέτως, ένα «Όχι» πολυσυλλεκτικό. Ένα «Όχι» που είχε πόνο και έβγαζε απόγνωση για τα πάμπολλα θύματα της παρατεινόμενης κρίσης.
Υπήρξε ένα «Όχι» που μιλούσε για ρήξη, αλλά προεξοφλούσε συμβιβασμό. Ένα «Όχι» που ήταν συγχρόνως βαθιά αντιευρωπαϊκό και απλόχερα φιλοευρωπαϊκό. Ένα «Όχι» που προσπαθούσε να κρύψει την πίστη στην απόδοση της καλλιέργειας των «λεφτόδεντρων», αλλά αποκάλυπτε την ελπίδα για «σεισάχθεια» προς κάθε μορφής δανειολήπτες.
Ήταν ακόμη ένα «Όχι» που βγήκε από το στόμα ανθρώπων οι οποίοι συνειδητά ή μη θέλουν την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Όπως και ένα ξενοφοβικό «Όχι», το οποίο στρεφόταν γενικώς και αορίστως κατά των ξένων που μας δάνειζαν και τώρα δεν μας δανείζουν πια.
Όμως, ήταν και ένα «Όχι» το οποίο ήθελε να καταδικάσει το χρεωκοπημένο παλαιό πολιτικό συστήματος (εξαιρουμένου, για άγνωστους λόγους, του… Πάνου Καμμένου!), όχι τόσο γι΄ αυτά που έκανε, αλλά περισσότερο για αυτά που σταμάτησε να κάνει. Αλλά και ένα «Όχι» προς το δαιμονοποιημένο –για προφανείς σκοπιμότητες- μηντιακό σύστημα. Και, βεβαίως, πολλά, πολλά άλλα «Όχι».
Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας κατασκεύασε ένα «Όχι» που θύμιζε το τέρας του Φρανκενστάιν με το οποίο βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος ο ίδιος ο δημιουργός του.
Διότι, μαζί με τον τεράστιο προσωπικό θρίαμβο του, ο πρωθυπουργός επωμίστηκε και ένα πολύ βαρύ φορτίο το οποίο καλείται να διαχειριστεί. Είναι το φορτίο να συνενώσει όλα αυτά τα επιμέρους -και εν πολλοίς αντιφατικά- «Όχι». Και να τα μετατρέψει σε ένα μεγάλο «Ναι».
Το «Ναι» στο ευρωπαϊκό μέλλον της Ελλάδας που ο ίδιος προδιέγραψε με την επινίκια ομιλία την εκφώνησε το βράδυ της Κυριακής, αλλά και τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε αμέσως μετά.
Άλλωστε, εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο προέχει σε αυτό το κρίσιμο σταυροδρόμι στο οποίο βρίσκεται η χώρα, είναι, όπως ακριβώς το είπε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, η διαφύλαξη της εθνικής ενότητας, καθώς και η αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής και της οικονομικής σταθερότητας.
Η πρωτοβουλία που πήρε για να συναντηθούν οι πολιτικοί αρχηγοί ήταν η καλύτερη δυνατή νέα αρχή που μπορούσε να γίνει την επομένη του διχαστικού δημοψηφίσματος που έφερε στην επιφάνεια εμφυλιοπολεμικά ένστικτα που «απελευθερώθηκαν» και από τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, με ευθύνη και του κ. Τσίπρα που τα πυροδότησε με τη ρητορική που χρησιμοποίησε στην σύντομη, ευτυχώς, πορεία προς τις κάλπες του δημοψηφίσματος.
Αρκεί η διακηρυχθείσα νέα αρχή –που συνοδεύτηκε από την αποπομπή του Γιάνη Βαρουφάκη- να έχει και τη συνέχεια που προοιωνίζεται. Να μην αποδειχθεί απλά και μόνο ένα ώριμο τέκνο της ανάγκης μπροστά στην απαίτηση των ξένων να έχει η υπό διαμόρφωση συμφωνία τις υπογραφές όλων των πολιτικών δυνάμεων. Αλλά να αποτελέσει το έναυσμα για να αποφασίσουν οι πολιτικές δυνάμεις να πορευθούν αφήνοντας πίσω τα ψέματα και τις υπεκφυγές του παρελθόντος.
Αν το πετύχουν, η Ιστορία θα το πιστώσει σε όλους τους. Και πρωτίστως στον κ. Τσίπρα που θα έχει πετύχει έναν χωρίς προηγούμενο άθλο να μετατρέψει τόσα πολλά αρνητικά «Όχι» σε ένα θετικό «Ναι».

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Θέλουν ευρώ το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν το ξέρουν;



Ποιος πυροδοτεί τη διογκούμενη φιλολογία για το περιβόητο Grexit; Αν πιστέψουμε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η απερχόμενη κυβέρνηση που ενορχηστρώνει την πλημμυρίδα των δημοσιευμάτων τα οποία κατακλύζουν τον διεθνή Τύπο, αφού οι Βρυξέλλες με τον πιο επίσημο τρόπο ξεκαθαρίζουν ότι «η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη είναι αμετάκλητη».
Είναι, όμως, έτσι; Μάλλον όχι. Γιατί, αν, όντως, διέθετε τόσο μεγάλη ισχύ στη διεθνή σκηνή ο Αντώνης Σαμαράς τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα και για τον ίδιο, αλλά κυρίως για τη χώρα. Θα του είχε βγει το αλήστου μνήμης success story και θα είχε πετύχει τον στόχο του Grecovery, όπως είχε προβλέψει. Και κάπως, έτσι, η Ελλάδα θα δανειζόταν, πλέον, από τις αγορές και δεν θα είχε καμία ανάγκη ούτε τα τελευταία λεφτά της τρόικας, ούτε την προληπτική πιστωτική γραμμή.
Αν είχαν γίνει όλα αυτά, οι επερχόμενες κάλπες δεν θα ήταν «Γολγοθάς» για τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του. Θα ήταν ένας εκλογικός περίπατος που θα είχε κριθεί πριν καν ξεκινήσει, αφού η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη θα είχε γίνει υπαρκτή πραγματικότητα. Και, πιθανότατα, οι αντίπαλοι του απερχόμενου πρωθυπουργού, που την παραμονή των ευρωεκλογών έσκιζε σελίδα τη σελίδα τα «Μνημόνια», τώρα θα… έτρωγαν τη σκόνη του.
Για όλα αυτά που δεν έγιναν και για πολλά άλλα που έγιναν, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλει σήμερα ως η επικρατέστερη κυβερνητική δύναμη που φαίνεται ότι θα αναδειχθεί πρώτη από τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου και ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας θα πάρει την πρώτη διερευνητική εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι συνεργασίας, αφού η πιθανότητα αυτοδυναμίας είναι από μηδαμινή έως ελάχιστη.
Σε πείσμα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, αλλά και παλαιότερων αμφιταλαντεύσεων, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει urbi et orbi την απόφασή της να μη διασαλευτεί η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας και η συμμετοχή της στην ευρωζώνη, την οποία, άλλωστε, και παρά τα όσα έχουν συμβεί την τελευταία πενταετία, επιθυμεί η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Δεν είμαι από εκείνους που θα αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια των προθέσεων του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του στο συγκεκριμένο θέμα. Είμαι, όμως, από εκείνους που ειλικρινά απορούν γιατί οι διακηρύξεις αυτές υπονομεύονται με πομφόλυγες για… νταούλια και πεντοζάλη που θα χορεύουν οι αγορές ή, ακόμη χειρότερα, από επίμονες εξαγγελίες περί συγκυβέρνησης με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρότι οι δύο αυτές δυνάμεις απορρίπτουν διαρρήδην κάθε τέτοια προοπτική.
Πως είναι, αλήθεια, δυνατόν ένα κόμμα που δηλώνει ευρωπαϊκό και «ξορκίζει» –εντάξει, με την προσχηματική προσθήκη «εκτός και αν προκληθούμε»- τις μονομερείς ενέργειες στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, να δηλώνει έτοιμο να συγκυβερνήσει με πολιτικές δυνάμεις που είναι αναφανδόν κατά της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ζητούν την άμεση αποδέσμευσή της;
Δεν αποκλείεται, όπως στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ που της κρατούσε ανοιχτή την πόρτα συνεργασίας μέχρι να ολοκληρωθεί η προεδρική εκλογή, να το διακηρύσσει υστερόβουλα. Ίσως να επιδιώκει, έτσι, να αποφύγει «διαρροές» προς τα αριστερά από παραδοσιακούς ψηφοφόρους που έχουν γαλουχηθεί πολιτικά με άλλα πρότυπα και αρέσκονται να ακούν να αποδίδονται όλα τα δεινά της χώρας στην ευρωπαϊκή και, εν γένει, τη «δυτική» κατεύθυνση.
Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ας μη μέμφεται τους αντιπάλους της οι οποίοι επισημαίνουν αυτή την κραυγαλέα διακηρυκτική αντίφαση. Καλώς ή κακώς, οι ίδιοι και η Ελλάδα ολόκληρη βρίσκονται κάτω από το φως των παγκόσμιων προβολέων της δημοσιότητας και στον υπόλοιπο πλανήτη παίρνουν τοις μετρητοίς τις προεκλογικές δεσμεύσεις για τις μετεκλογικές συνεργασίες.
Δικαίως, λοιπόν, το Grexit βρίσκεται σε όλα τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Όταν το κόμμα που μέχρι στιγμής προηγείται στις δημοσκοπήσεις, από τη μια, ταλανίζεται εσωτερικά για το με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσει τους Ευρωπαίους εταίρους και, από την άλλη, δεσμεύεται ότι θα συγκυβερνήσει με δυνάμεις που αντιμάχονται την Ευρώπη, ποιος ξένος μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτά μπορεί να είναι μόνον και μόνον για ψηφοθηρική «εσωτερική κατανάλωση»;
Κάποιος κυνικός ίσως αντιτείνει ότι στην Ελλάδα έχουμε μακρά «παράδοση» στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» των προεκλογικών περιόδων. Οι ξένοι, όμως, που έχουν στραμμένα τα βλέμματα στην Αθήνα και δεν πολυκαταλαβαίνουν τις «παραδόσεις» μας, ποιον να πιστέψουν;  Τους υπεύθυνους του κόμματος για την Οικονομία Γιώργο Σταθάκη και Γιάννη Μηλιό οι οποίοι προ ολίγων εβδομάδων έλεγαν στους επενδυτές του City του Λονδίνου ότι πιθανοί μετεκλογικοί εταίροι του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ; Ή τον δεύτερο ισχυρότερο άνδρα της Κουμουνδούρου Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος αποκλείει κατηγορηματικά κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.  
            Η καθησυχαστική άμυνα που επιχειρείται να στηθεί από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δια του ισχυρισμού ότι «δεν υπάρχει θεσμική δυνατότητα να μας διώξουν από το ευρώ», φαντάζει μάλλον σαθρή. Γιατί, όντως, δεν μπορούν να μας διώξουν. Αλλά για όσο παίζουμε με τους κανόνες του ευρώ. Μια κυβέρνηση, όμως, με τη συμμετοχή -ή, έστω, την ανοχή, που είναι η τελευταία εκδοχή που λανσάρεται από την Κουμουνδούρου- του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ποιους κανόνες θα παίζει;