Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ευ. Βενιζέλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Απαιτούνται πολλές συγγνώμες

 

            Οι άνθρωποι γενικώς την έχουμε πολύ δύσκολη τη συγγνώμη. Αν και δεν ζούμε σε έναν κόσμο αλάνθαστων όντων, είναι λίγοι εκείνοι που στην καθημερινή ζωή έχουν τη δύναμη να αναγνωρίσουν λάθη και το θάρρος να ζητήσουν συγγνώμη για λανθασμένες ενέργειες, συμπεριφορές ή εκτιμήσεις. Στην πολιτική τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα αφού η αναγνώριση λαθών είναι κάτι πολύ σπάνιο και η έκφραση συγγνώμης αποτελεί είδος σε πλήρη ανεπάρκεια.

            Είναι άκρως χαρακτηριστική η περίπτωση του Σταύρου Παπασταύρου, του συμβούλου του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος έπειτα από δικαστικές περιπέτειες που διήρκεσαν μια ολόκληρη εξαετία απαλλάχθηκε από όσα του είχαν καταμαρτυρήσει οι αντίπαλοι του πολιτικού του προϊσταμένου για παράνομες εμπλοκές στη διαβόητη «λίστα Lagarde» και τα περίφημα «PanamaPapers».

Από το βήμα του πρωθυπουργού, ο Αλέξης Τσίπρας είχε, ως μη όφειλε, υιοθετήσει πλήρως τα καταγγελλόμενα κατά του Παπασταύρου. Φαίνεται, μάλιστα, πως ήταν τόσο πεπεισμένος (;) για την ενοχή του που συγκατένευσε όταν ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης τον προκάλεσε να δεσμευτεί ότι θα ζητήσει συγνώμη εφόσον η δικαστική έρευνα θα κατέρριπτε τις εις βάρος του κατηγορίες.

Εκείνη η ώρα ήρθε τώρα, αφού είναι γνωστή η… ταχύτητα με την οποία κινείται η ελληνική Δικαιοσύνη ακόμη και όταν πρόκειται για μείζονες δικαστικές υποθέσεις με έντονο αντίκτυπο στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο τότε πρωθυπουργός, όμως, αντί της συγγνώμης που είχε υποσχεθεί και την οποία, ούτως ή άλλως, οφείλει γιατί δεν ήταν στα καθήκοντα να αποφαίνεται ποιος είναι ή δεν είναι ένοχος, προτίμησε τη σιωπή.

Κακά τα ψέματα, όμως, η στάση του κ. Τσίπρα δεν εκπλήσσει. Ο Σταύρος Παπασταύρου, άλλωστε, δεν ήταν ο μόνος που στοχοποιήθηκε αδίκως από αξιωματούχους της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το εκδικητικό και αναιτιολόγητο άνοιγμα των λογαριασμών του Κώστα Σημίτη; Ή τον απίστευτο δικαστικό Γολγοθά του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου;

Και τι να ξεχάσουμε από όσα απίθανα σκαρφίστηκαν την προηγούμενη δεκαετία διάφοροι πολιτικοί σαλτιμπάγκοι για να αναρριχηθούν στην εξουσία; Τις πολύχρονες περιπέτειες του Ανδρίκου Παπανδρέου ο οποίος προσπαθούσε να αποδείξει ότι δεν αγόρασε ασφάλιστρα κινδύνου (CDS) για τη χρεωκοπία της χώρας στην οποία τάχατες ήθελε να οδηγήσει ο αδελφός του; Ή την επιστράτευση κουκουλοφόρων μαρτύρων για τον διασυρμό και την ηθική εξόντωση κορυφαίων προσώπων της «απέναντι πλευράς», όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Παναγιώτης Πικραμένος που βρέθηκαν «στα μανταλάκια» ως δήθεν εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο Novartis πριν να απαλλαγούν πανηγυρικά;

Είναι, λοιπόν, πολλές οι συγγνώμες που θα έπρεπε να ζητήσουν ο Αλέξης Τσίπρας και οι νυν και πρώην συνεργάτες του για τις άκομψες, αντιθεσμικές αλλά και σε πολλές περιπτώσεις παράνομες ενέργειες στις οποίες επιδόθηκαν εναντίον όσων εκείνοι θεωρούσαν ότι αντιστρατεύονταν το πάθος τους για να αποκτήσουν αρχικά και εν συνεχεία για να διατηρήσουν την εξουσία. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι αν, άρχιζαν να ζητούν συγγνώμες, δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν στον Παπασταύρου.

Αν, πάντως, αποφάσιζαν κάποια στιγμή να το κάνουν, θα ήταν ίσως καλύτερο για τους ίδιους τη μεγαλύτερη συγγνώμη να τη ζητήσουν από τον ελληνικό λαό. Και, ακόμη καλύτερα από όσους τους πίστεψαν και έγιναν ψηφοφόροι τους επειδή τους «δηλητηρίαζαν» επί χρόνια. Και το έκαναν χρησιμοποιώντας το άκρως αντιπολιτικό και απολύτως λαϊκίστικο «δηλητήριο» ότι τα προβλήματα της χώρας οφείλονταν αποκλειστικά και μόνον στο γεγονός ότι οι αντίπαλοι τους ήταν διεφθαρμένοι. Οπότε, όλα θα λύνονταν δια μαγείας, αν, κατά την… Πολάκεια έκφραση, «κλείναμε κάποιους στη φυλακή».

Αλλά για να μην τα φορτώνουμε όλα στον Παύλο Πολάκη, προσωπικά δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξη που αισθάνθηκα όταν άκουσα τον ανταγωνιστή του στα Χανιά Γιώργο Σταθάκη, ο οποίος ήταν και πανεπιστημιακός δάσκαλος, να απαντά στο ερώτημα «που θα βρει η παράταξή του τα 12 δισ. ευρώ για να εφαρμόσει το περίφημο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» με την παράθεση μιας απλής αριθμητικής πράξης: «Τρεις τέσσερις δώδεκα».

Είχε αμέσως μετά ο ίδιος εξηγήσει, αφήνοντας άφωνους τους συνομιλητές του, ότι υπολόγιζε σε πρόσθετα έσοδα του Δημοσίου τα οποία θα προέχονταν ως εξής: τρία δισ. από τη φοροδιαφυγή, τρία από την πάταξη του λαθρεμπορίου, τρία από τη λίστα «λίστα Lagarde» και άλλα τρία από την εν γένει καταπολέμηση της διαφθοράς. Επρόκειτο, εν ολίγοις, για τη «λογική» του «τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, έξι το λαδόξυδο» που αποτυπώνεται στη σχετική λαϊκή παροιμία.

«Λογική» την οποία, δυστυχώς, κατάπιαν αμάσητη εκατομμύρια συνέλληνες. Και η οποία, αν θέλετε, ήταν αυτή που έκανε πολύ μεγαλύτερη ζημιά από την ενορχήστρωση των συκοφαντικών επιθέσεων κατά των πολιτικών αντιπάλων τους, αφού έπεισε πολύ κόσμο ότι αρκεί να πεις «όχι» σε ένα ψευτοδημοψήφισμα, σαν αυτό που έγινε τέτοιες μέρες πριν από έξι χρόνια, για να σε… παρακαλούν οι άλλοι για να σε δανείσουν. Η συνέχεια είναι γνωστή σε όλους μας…

Υ.Γ.: Εννοείται ότι αν αθωωθεί ο πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Παπάς που εγκαλείται από τους δικούς του αντιπάλους για παράβαση καθήκοντος, επειδή έκανε όσα έκανε με τον διαγωνισμό για τις τηλεοπτικές άδειες, οι τωρινοί διώκτες του θα πρέπει να εκφράσουν απερίφραστα τη συγγνώμη τους.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2019

Από τις λίρες του ΠΑΣΟΚ στην τοξικότητα του ΣΥΡΙΖΑ



            «Ακόμη και αν πάρει ο Βαγγέλης Βενιζέλος ένα τσουβάλι λίρες και πάει να το μοιράσει στον κόσμο που κυκλοφορεί στην Πλατεία Συντάγματος, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε. Οι άνθρωποι θα πάρουν τις λίρες και θα απομακρυνθούν βρίζοντας το ΠΑΣΟΚ».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε έμπειρο πολιτικό στέλεχος που αποτιμούσε με τη συγκεκριμένη παραβολή την ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας παραμονές των προηγούμενων ευρωεκλογών που για πρώτη φορά διεξάγονταν ταυτόχρονα με τις δημοτικές.
Πέντε χρόνια μετά, ήρθαν στο νου μου τα λόγια του, παρακολουθώντας το κύμα των αντιδράσεων που εκδηλώθηκε από φιλοκυβερνητικά αυτοδιοικητικά στελέχη για τα χρίσματα που αυθαιρέτως μοίρασε η Κουμουνδούρου σε υποψηφίους σε Περιφέρειες και Δήμους.
Το 2014 γινόταν… σφαγή για το ποιος θα πάρει στήριξη από το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα. Ενώ τώρα ακόμη και «πατεντάτοι» ΣΥΡΙΖΑίοι που στην προηγούμενη αναμέτρηση παρίσταναν τους πούρους αντιμνημονιακούς και δεν ήθελαν καμία συνεργασία με όσους δεν δήλωναν υποταγή στον ΣΥΡΙΖΑ, κρύβουν όσο περισσότερο μπορούν την κομματική τους προέλευση.
Το «εγώ δεν είμαι ΣΥΡΙΖΑ…» έχει γίνει μόδα σε όλη τη χώρα, ακόμη και εκεί που δεν βρήκαν –o tempora, o mores!- πρόθυμους ΠΑΣΟΚους υποψηφίους δημάρχους και περιφερειάρχες για να κρυφτούν πίσω τους. Οι «αποσυνάγωγοι» του 2014, έγιναν αίφνης «πολύφερνες νύφες». Και το υψηλής χρηματιστηριακής αξίας brand name «ΣΥΡΙΖΑ» μετατράπηκε σε συνώνυμο κακόφημου και τοξικού προϊόντος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν όντως εντυπωσιακή η κατηγορηματικότητα με την οποία ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριξε ότι δεν υπάρχει «ούτε μια περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις ευρωεκλογές. Που, κατά τα άλλα, θα είναι «ντέρμπι». Παρόλο που θα έχουν τη σημασία… «δημοσκόπησης», εφόσον δεν ευοδωθεί η «ψήφος εμπιστοσύνης» από τους πολίτες που ζήτησε μόλις λίγες μέρες νωρίτερα.
Εν ολίγοις, σε μια συνέντευξη μόλις μερικών λεπτών, ο πρωθυπουργός κατάφερε να τα πει όλα. Χωρίς στην πραγματικότητα να πει απολύτως τίποτε. Πέραν φυσικά του επιβεβαιωτικού μηνύματος που έστειλε στους σκεπτόμενους πολίτες οι οποίοι γνωρίζουν πλέον ότι η σημερινή εξουσία μπορεί να λέει την ίδια στιγμή τα πάντα και τα αντίθετά τους. Και στο τέλος, παρότι αποτυγχάνει οικτρά, δεν έχει δυσκολία να επιδίδεται σε πανηγυρισμούς.
Μοιάζει τετριμμένο στερεότυπο και ακούγεται ως κλισέ, αλλά πρέπει να το αντιληφθούμε ότι το κόλλημα με την εξουσία που έχουν ο Αλέξης Τσίπρας και η παρέα του δεν έχει προηγούμενο. Όπως δεν έχουν προηγούμενο και τόσα άλλα μοναδικά και παράδοξα πράγματα που γίνονται τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια, παραβιάζοντας κατάφωρα κάθε έννοια πολιτικής ηθικής.
Δεν έχει υπάρξει, για παράδειγμα, ποτέ στο παρελθόν τόσο μεγάλης κλίμακα απόπειρα ανενδοίαστου εκμαυλισμού συνειδήσεων και ξεδιάντροπης εξαγοράς ψήφων. Ακόμη και ο Γεώργιος Ράλλης, ο οποίος στις παραμονές των εκλογών του 1981 μοίραζε ο ίδιος τις πρώτες επιταγές με τις κοινοτικές επιδοτήσεις, το έκανε τον Αύγουστο και όχι τον Οκτώβριο που στήθηκαν οι κάλπες.
Παρά τις μεγάλες εντάσεις που παρατηρήθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν, το εγχώριο πολιτικό προσωπικό είχε βρει ένα modus viventi για τους κανόνες που ίσχυαν στην προεκλογική περίοδο. Με στόχο τη μεγαλύτερη ουδετερότητα του κρατικού μηχανισμού, το διάστημα πριν το στήσιμο της κάλπης, έπαυαν οι διορισμοί και αναστέλλονταν οι μετακινήσεις δημοσίων υπαλλήλων, ενώ διορίζονταν και υπηρεσιακοί υπουργοί.
Τίποτε από αυτά δεν ισχύει στις μέρες μας. Το κράτος είναι λάφυρο στα χέρια του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να τηρούνται ούτε τα προσχήματα. Ακόμη και ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Εσωτερικών Κώστας Πουλάκης, ο οποίος έχει την ευθύνη της διεξαγωγής των εκλογών, κάνει, ως μη όφειλε, προβλέψεις υπέρ της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ. Το ισοδύναμο του είναι σα να βρεθεί κανείς σε ένα καζίνο και να ακούει τον κρουπιέρη να λέει στους παίκτες ότι θα κερδίσει το καζίνο…
Τα κάθε είδους ρουσφέτια δίνουν και παίρνουν, με αποκορύφωμα τη διαβόητη «13η σύνταξη» που θα μοιραστεί την τελευταία βδομάδα πριν από τις κάλπες, αρχής γενομένης από την προσεχή Δευτέρα με τον αστείο ισχυρισμό ότι «τώρα διαπιστώθηκε το πλεόνασμα». Ένα πλεόνασμα που αμφισβητείται από πολλές πλευρές: από την Τράπεζα της Ελλάδος, από τους εταίρους και δανειστές, από τις αγορές αλλά κυρίως και πρωτίστως όποιον «έχει λαμβάνειν» από το κράτος: είτε σύνταξη είτε επιστροφή φόρου, είτε ο,τιδήποτε άλλο.


Γι΄ αυτό και τη μια μιλάνε για «δημοψήφισμα» και την άλλη για «δημοσκόπηση». Για να το έχουν δίπορτο. Αν απλώς χάσουν και δεν συντριβούν, οι κάλπες θα είναι… «δημοψήφισμα». Θα γίνουν, όμως, «δημοσκόπηση» στην –πιο πιθανή, με τα μέχρι στιγμής δεδομένα- περίπτωση που η ήττα την οποία θα υποστούν θα είναι μεγάλη.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, πάντως, δεν δείχνουν διάθεση να το… ξεκουνήσουν από το Μαξίμου. Θα προσπαθήσουν να εξαντλήσουν την παραμονή τους εκεί μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα κάνει δυσκολότερη την επάνοδό τους κάποια στιγμή στο μέλλον.
Όπως δείχνει το πάθος με το οποίο απολαμβάνουν την εξουσία τους τόσο ο ίδιος ο κ. Τσίπρας όσο και ο πυρήνας που τον περιστοιχίζει (ταξίδια, κότερα, πούρα, διορισμοί και τόσα άλλα), τους είναι αδύνατον να αντιληφθούν την πολιτική τοξικότητα που εκπέμπουν και να κατανοήσουν ότι πέντε χρόνια μετά ο χρόνος τους τελείωσε. Υπομονή ως την άλλη Κυριακή.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Ο «δεν είμαι ανόητος» που «πιάνει πουλιά στον αέρα»



«Θα ήμουν ανόητος αν πίστευα ότι ένας ιστορικός πολιτικός χώρος μπορεί ή να λεηλατηθεί ή να εξαϋλωθεί. Θα ήμουν, όμως, ακόμα πιο ανόητος εάν ήταν αυτή η στρατηγική μου επιλογή», υποστήριξε ο Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Δευτέρα μιλώντας στην εκδήλωση «Ευημερία για όλους σε μία βιώσιμη Ευρώπη» που οργάνωσε ο περίγυρος του με στόχο να εμφανίσει μια εικόνα διεύρυνσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφερόταν φυσικά στον χώρο του Κέντρου και πιο συγκεκριμένα στο ΠΑΣΟΚ, που ακόμη και φανατικοί φίλοι και οπαδοί του πρωθυπουργού που βρίσκονταν στο ακροατήριό του, όπως ο Ευάγγελος Αντώναρος, ο Θανάσης Παπαχριστόπουλος ή ο γνωστός τραγουδιστής Θέμης Αδαμαντίδης, «χρυσές εφεδρείες» για τη μελλοντική στελέχωση της κυβέρνησης, μπορούσαν να αντιληφθούν ότι αποτελούσε τον στόχο της πολυδιαφημισμένης αυτής εκδήλωσης.
Με τη γνωστή, ωστόσο, άνεση η οποία του επιτρέπει να λέει τα πάντα και τα αντίθετά τους, αδιαφορώντας για το αν και στις δύο περιπτώσεις κινδυνεύει να πέσει έξω, ο κ. Τσίπρας, συμπλήρωσε: «Για να υπάρξει προοπτική και πιθανότητα προοδευτικής διακυβέρνησης την επόμενη μέρα, χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της αριστεράς να βρει συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου».
Αυτονόητα πράγματα από μια άποψη, τα οποία, όμως, δεν μπορεί να μην εκπλήσσεται κανείς όταν τα ακούει από τα χείλη του πολιτικού ανδρός ο οποίος έχει δώσει εντελώς διαφορετικά δείγματα γραφής. Και που, παρά ταύτα, δεν δυσκολεύεται τώρα να πει: «Αν κάτι επιθυμούμε με αυτή τη στρατηγική μας, και δεν το κρύβουμε, είναι όχι να αλώσουμε, να λεηλατήσουμε, να εξαϋλώσουμε ή όπως αλλιώς μπορούν να μας κατηγορήσουν, αλλά να πείσουμε. Να πείσουμε ότι πρέπει να αλλάξουν στρατηγική…». Οι άλλοι, εννοείται και ο ίδιος που καταποντίζεται σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Τους χαρακτηρισμούς περί «κυβέρνησης Πινοσέτ» που είχαν δοθεί στο υπουργικό σχήμα του Γιώργου Παπανδρέου; Ή τη συνέχεια σύμφωνα με την οποία μια πλειάδα στελεχών εκείνης της κυβέρνησης βρήκαν ο ένας μετά τον άλλο φιλόξενη στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνησή του; Τις λοιδωρίες κατά της Φώφης Γεννηματά και τη στοχοποίηση του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Ανδρέα Λοβέρδου; Ή την απόπειρα διαπόμπευσης του Κώστα Σημίτη με το άνοιγμα των λογαριασμών του (που ακόμη δεν μάθαμε τι έκρυβαν);
Ποιος, εξάλλου, μπορεί να πιστέψει, ότι από τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων επελέγησαν να γίνουν υφυπουργοί του Αλέξη Τσίπρα ο Θάνος Μωραΐτης και ο Άγγελος Τόλκας επειδή αξιολογήθηκαν και κρίθηκαν ότι ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση; Προφανώς, ούτε η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου που δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τα ηγετικά προσόντα του Αλέξη Τσίπρα και του γράφει, μάλιστα, τραγούδια.
Θα μπορούσε να παραθέσει κάποιος πληθώρα επιχειρημάτων και να επικαλεστεί πάμπολλα περιστατικά για να υποστηρίξει ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν εννοεί σχεδόν τίποτε από όσα λέει. Ούτε για το πώς πραγματικά βλέπει τον χώρο του Κέντρου. Ούτε για το ποιες είναι οι πραγματικές του προθέσεις. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η διάσωσή του από την επερχόμενη συντριβή την οποία ό0λα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να αποφύγει στις κάλπες του Μαΐου. Και γι΄ αυτό κλαψουρίζει που το Κίνημα Αλλαγής ζητεί –για λόγους δικής τους περιχαράκωσης απέναντι στην επαπειλούμενη λεηλασία- την στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ  
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, και χωρίς καμία διάθεση για δίκη προθέσεων, στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου δεν «δίνουν δεκάρα τσακιστή» για «να βρουν συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου». Αν, όντως, ήταν αυτός ο στόχος τους, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν θα κυβερνούσαν επί τέσσερα χρόνια με τους ΑΝΕΛ και δεν θα γαντζωνόταν στην κυβερνητικές καρέκλες επιστρατεύοντας κάθε λογής πολιτικό απολειφάδι, χωρίς καμία αξιολόγηση της προγενέστερης πολιτικής διαδρομής του.
Εκείνος που έδωσε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά στο δίπολο «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», δεν δυσκολεύτηκε να προσεταιριστεί στελέχη που ψήφισαν όλα τα Μνημόνια. Περιμάζεψε ανυπόληπτα πολιτικά πρόσωπα και υπουργοποίησε ανθρώπους που για το μόνο που μπορεί να περάσουν στην ιστορία είναι για τις ανακολουθίες των λόγων τους και για τα όσα καταμαρτυρούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ πριν τους εκμαυλίσει με τις καρέκλες της εξουσίας.
Αν, πάντως, «δεν είναι ανόητος», όπως διατείνεται ο ίδιος και όντως «πιάνει πουλιά στον αέρα», όπως επείσθη ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος που τον συνάντησε μια φορά στο Μέγαρο Μαξίμου, θα πρέπει να ξέρει ότι οι λεγόμενες «διευρύνσεις» δεν έχουν σώσει καμία μεταπολιτευτική κυβέρνηση ως τώρα, ακόμη και όταν γίνονται με προσωπικότητες χωρίς δύσκολα θα τους παραλλήλιζε κανείς με την Κατερίνα Παπακώστα ή τη Μυρσίνη Ζορμπά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, για παράδειγμα, το στελεχιακό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας των Κωνσταντίνου Καραμανλή  και Γεωργίου Ράλλη εμπλουτίστηκε με προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Θανάσης Κανελλόπουλος, αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον θρίαμβο του επελαύνοντος ΠΑΣΟΚ. Όπως δεν έκοψε το 2004 τον δρόμο του Κώστα Καραμανλή προς την εξουσία η ακόμη πιο εντυπωσιακή πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να εντάξει ταυτοχρόνως στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ τους Στέφανο Μάνο, Ανδρέα Ανδριανόπουλο, Μίμη Ανδρουλάκη και Μαρία Δαμανάκη.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το εκλογικό σώμα μετέφρασε τις «μετεγγραφές» ως απόπειρα υφαρπαγής της ψήφου του και αντέδρασε αναλόγως. Λέτε τώρα να δελεαστεί και να μην κάνει το ίδιο με τους «γεφυροποιούς» σαν τον Νίκο Μπίστη, τον Γιάννη Ραγκούση και την Μαρία Ρεπούση; Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου

            Τίποτε καλό δεν προοιωνίζονται τα όσα διημείφθησαν στη συζήτηση της Βουλής για το περιώνυμο σκάνδαλο Novartis. Τόση θρασύτητα, μικρότητα και μισαλλοδοξία, τέτοια κακεντρέχεια, χυδαιότητα και πολιτική εμπάθεια δεν έχει γνωρίσει ο τόπος ούτε στα πιο μαύρα χρόνια του εμφυλιοπολεμικού διχασμού.
Όσο και αν ψάξει κανείς στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας δεν πρόκειται να βρει ανάλογο προηγούμενο. Παρόλο που και άλλες φορές στο παρελθόν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου συγκρούονταν για πραγματικά ή υποτιθέμενα σκάνδαλα, τα οποία σημάδεψαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, στις σκληρές αντιμαχίες τηρούνταν ορισμένοι στοιχειώδεις κανόνες θεσμικής ευπρέπειας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά, οι υποκλοπές, τα εξοπλιστικά, η πώληση της ΑΓΕΤ Ηρακλής, το Βατοπαίδι, η λίστα Λαγκάρντ και τόσες άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης το ελληνικό Κοινοβούλιο έδωσαν αρκετές αφορμές για σφοδρές αντιπαραθέσεις, όπως και για καταγγελίες περί απόπειρας ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν οξύτατες αντιδικίες τόσο για τον χαρακτήρα του κάθε φορά καταγγελλόμενου σκανδάλου, που οι μεν το ήθελαν να είναι «καραμπινάτο» και οι δε απαντούσαν με καταγγελίες για «σκευωρία», όσο και για την αξιοπιστία των μαρτύρων ή τη βασιμότητα των μαρτυριών στις οποίες στηρίζονταν η εκτόξευση κατηγοριών κατά πολιτικών αντιπάλων.
Τόσο κακότεχνο κατηγορητήριο, ωστόσο, και τέτοια επιλεκτική στοχοποίηση όποιου ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ή ανθίσταται στις καθεστωτικές πρακτικές που αυτή ακολουθεί δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά. Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει τη θλιβερή επιχειρηματολογία με την οποία οι κυβερνώντες έμενε έκπληκτος με το εύρος της στρεψοδικίας με την οποία προσπαθούσαν να δώσουν υπόσταση σε ανυπόστατους ισχυρισμούς που βασίζονται αποκλειστικά και μόνον στις εκτιμήσεις και τις εικασίες ανώνυμων μαρτύρων.
«Αφού δέχεστε», λένε απευθυνόμενοι στην αντιπολίτευση, «ότι η υπόθεση Novartis είναι σκάνδαλο, γιατί μιλάτε για σκευωρία και αρνείστε να κατηγορηθούν ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο, ο Πικραμένος με τον Στουρνάρα, ο Αβραμόπουλος με τον Λοβέρδο και οι υπόλοιποι;». Και δεν μένουν σε αυτό το παιδαριώδες επιχείρημα. Το συμπληρώνουν με μια ακόμη αστειότητα: «Αφού υπάρχει σκάνδαλο γιατί δεν αναλαμβάνετε την πολιτική ευθύνη;».
Μόνον, όμως, που όλα αυτά, τα οποία είναι προφανές ότι απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών, δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία που επελέγη από τους κυβερνώντες. Ούτε οι μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν, ούτε η πρόταση κατηγορίας την οποία συνέταξαν, ούτε, πολύ περισσότερο, το σόου με τις δέκα κάλπες που έστησαν δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την απόδοση πολιτικών ευθυνών.
Άλλωστε, τους ιθύνοντες της περιόδου που εκτινάχθηκε στα ύψη η φαρμακευτική δαπάνη, όχι μόνον τους απήλλαξαν από κάθε ευθύνη, αλλά τους επαινούν κιόλας. Ο λόγος φυσικά είναι για τη διακυβέρνηση της περιόδου 2004 -2009 κατά την οποία, κατά γενική πλέον ομολογία, έγινε ο τεράστιος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που οδήγησε στα Μνημόνια.
Και ενώ μένουν στο απυρόβλητο όλοι όσοι δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τιθασεύσουν το σκάνδαλο, μπαίνουν, αντιθέτως, στο στόχαστρο και ζητείται να διωχθούν ποινικά πολλοί από εκείνους που -καλώς ή κακώς- ήταν στις θέσεις ευθύνης τα χρόνια (2010-2015) κατά τα οποία η φαρμακευτική δαπάνη υποχώρησε αισθητά και  βρέθηκε στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Το αποδίδουν στην τρόικα για να μειώσουν τη σημασία του αποτελέσματος. Και, ίσως, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι σημερινοί κυβερνώντες ανθίσταντο σε όλες τις προσπάθειες περιστολής των δαπανών.
Όπως και να έχει, το μόνο βέβαιο ότι, όπως απέδειξε και η έμπλεη πολιτικής τοξικότητας συζήτηση που έγινε στη Βουλή, η απόφαση για τη σύσταση προανακριτικής Επιτροπής, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνον σε ανώνυμες μαρτυρίες, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Η μηχανή που στήθηκε και υπακούει στη λογική «τυλίγω τους αντιπάλους μου σε μια κόλλα χαρτί» μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάξει για την ομαλότητα της πολιτικής ζωής του τόπου.
Σε μια περίοδο κατά την οποία περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια απαιτούνται διαδικασίες διακομματικής συνεννόησης και εθνικής ομοψυχίας για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν τη χειρότερη δυνατή επιλογή: Δίχασαν τον πολιτικό κόσμο, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα υφαρπάσσουν την ψήφο των Ελλήνων στις επόμενες εκλογές.
Ο διχασμός, ωστόσο, που προκάλεσαν είναι τόσο βαθύς που οι συνέπειες του θα είναι παρούσες και μετά τις προσεχείς εκλογές. Πόσω μάλλον που από αυτές, όπως όλα δείχνουν, θα προκύψει μια άλλη -εντελώς διαφορετική από τη σημερινή- κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και τότε το πιθανότερο είναι ότι οι σημερινοί κατήγοροι θα βρεθούν κατηγορούμενοι, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο της πόλωσης, της οξύτητας και των αχρείαστων εντάσεων. Που κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στην κρίση και την απομακρύνουν μέρα με την ημέρα από όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

«Η λογική των πραγμάτων…» της κουκούλας

Δεν κομίζει «γλαύκα στην Αθήνα» όποιος πει ότι συνήθης πρακτική για τις φαρμακευτικές εταιρίες είναι να επιδίδονται σε κάθε είδους «προωθητικές» ενέργειες για να αυξήσουν την κατανάλωση των σκευασμάτων τους. Και σίγουρα δεν θα πέσει κανείς από τα σύννεφα ακούγοντας ότι ένας από τους βασικούς λόγους που κατέληξε το ελληνικό δημόσιο σε πτώχευση ήταν η εκτίναξη της φαρμακευτικής δαπάνης που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες δεκαετίες και κυρίως τα χρόνια πριν από το ξέσπασμα της κρίσης.
Σε καμία των περιπτώσεων, όμως, οι αυτονόητες αυτές αλήθειες που αφορούν τις -θεμιτές και αθέμιτες- πρακτικές των φαρμακευτικών επιχειρήσεων δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι για ένα απροσχημάτιστο παιχνίδι εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης με στόχο την εξόντωση όλων όσοι δεν εξυπηρετούν τους σχεδιασμούς των κυβερνώντων για διαιώνιση της παραμονής τους στις καρέκλες με ταυτόχρονη κατάκτηση όλων των εξουσιών.
Ο λόγος, όπως εύκολα γίνεται αντιληπτό, αφορά την περιβόητη πλέον υπόθεση Novartis, την οποία οι κυβερνώντες θέλουν να αποτελεί «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως ελληνικού κράτους» την ίδια ώρα που οι αντίπαλοί τους αντιτείνουν ότι πρόκειται για «τη μεγαλύτερη σκευωρία όλων των εποχών». Είτε ισχύει το ένα, είτε ισχύει το άλλο, το μόνο σίγουρο ότι θα σηματοδοτήσει τις επερχόμενες πολιτικές εξελίξεις. Και οι επιπτώσεις από «τον ασκό του Αιόλου» που άνοιξε θα είναι ανεξίτηλες και θα επηρεάσουν την πολιτική ζωή της χώρας για πολλά – πολλά χρόνια.
Ακόμη, πάντως, και όποιος έχει εδραία πεποίθηση ότι πολλές από τις μικρές ή μεγάλες δουλειές που γίνονται στην Ελλάδα προωθούνται μόνον όταν «λαδώνονται οι κατάλληλοι μηχανισμοί», δεν μπορεί να μην αντιμετωπίσει με θυμηδία και καγχασμό τα όσα έρχονται στο φως της δημοσιότητας από τις καταθέσεις των «προστατευμένων μαρτύρων» που δόθηκαν το τελευταίο διάστημα με σαφή κατεύθυνση να ενοχοποιηθούν πολιτικά πρόσωπα και να επιβεβαιωθούν οι εδώ και πάνω από ένα χρόνο σχετικές φήμες και διαδόσεις που είχαν κυβερνητική προέλευση.
Είχαν προηγηθεί άλλωστε οι προαναγγελτικές διαρροές που προετοίμαζαν το κλίμα καθώς και η σπουδή να βγει στη δημοσιότητα το «σκάνδαλο» σε μια φάση που η κυβέρνηση έμοιαζε να χάνει την πρωτοβουλία των επικοινωνιακών κινήσεων μετά τα μεγάλα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό. Γι΄ αυτό και πρέπει να είναι κανείς πολύ αφελής για να πιστέψει ότι έχουμε να κάνουμε με μια δικαστική έρευνα που γίνεται για να παταχθεί η διαφθορά και να επέλθει η κάθαρση.
Η επιλεκτική, εξάλλου, στοχοποίηση συγκεκριμένων προσώπων και η κραυγαλέα εξαίρεση άλλων αποτελεί την πλέον αψευδή μαρτυρία για τα ελατήρια με βάση τα οποία κινούνται όσοι ενορχηστρώνουν τη συγκεκριμένη υπόθεση. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, για μια παρελθούσα χρονική περίοδο να διώκονται οι υπουργοί και όχι ο πρωθυπουργός και σε άλλες να διώκονται οι πρωθυπουργοί και όχι οι αρμόδιοι υπουργοί. Πρόκειται για «δύο μέτρα και δύο σταθμά» τα οποία σχετίζονται με τις χοντροκομμένες εκτιμήσεις και τις απίστευτες εικασίες που κάνουν οι «προστατευμένοι μάρτυρες».
Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να κατατίθεται από μάρτυρα το αμίμητο «Θεωρώ αντίθετο στη λογική των πραγμάτων και στα μεγέθη τόσο της εταιρείας όσο και της συγκεκριμένης παραγγελίας, ο Υπουργός Υγείας Αβραμόπουλος να έλαβε ως δώρο ποσό κάτω των 200.000 ευρώ» και αυτό να διαβιβάζεται στη Βουλή για να ασκηθεί δίωξη κατά του Έλληνα Επιτρόπου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και δεν είναι το μόνο. Με αντίστοιχες υποθέσεις των που κάνουν οι ανώνυμοι μάρτυρες «με την κουκούλα» για τα ποσά με τα οποία μπορεί να δωροδοκήθηκαν «τυλίχθηκαν σε μια κόλλα χαρτί» εμβληματικές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής που τις συνδέει ένα κοινό στοιχείο: κανείς τους δεν έχει υποταχθεί στον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι ασύλληπτες αστειότητες, πάντως, με τις οποίες επιχειρείται μέχρι στιγμής να «δεθεί» η υπόθεση, προκαλεί πολλές απορίες και κάνει αρκετούς να προβληματίζονται αν μπορεί να είναι μόνον αυτά τα στοιχεία με τα οποία αναμένουν οι παρασκηνιακοί ενορχηστρωτές να πετύχουν να διωχθούν δύο πρώην πρωθυπουργοί, ο κεντρικός τραπεζίτης, ο Επίτροπος και σημαίνοντα στελέχη του Κοινοβουλίου όπως ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ο Ανδρέας Λοβέρδος ή ο Άδωνις Γεωργιάδης. «Είναι αδύνατον», λένε, «να εστάλησαν τσάπρα – πάτρα στη Βουλή καταθέσεις, που δόθηκαν ακόμη και την Κυριακή του συλλαλητηρίου, χωρίς να έχουν ανοίξει λογαριασμοί που να αποδεικνύουν τη ροή του μαύρου χρήματος και δίχως να έχουν κληθεί για εξέταση εκείνοι που καταγγέλλεται ότι μοίραζαν τα λεφτά με τις βαλίτσες».
Οι προβληματισμοί είναι εύλογοι, η απάντηση, ωστόσο, είναι μάλλον εύκολη: αν υπήρχε κάτι άλλο θα το είχαμε διαβάσει στον Τύπο ή στο Διαδίκτυο, όπως διαβάσαμε μήνες πριν τα περισσότερα από όσα βλέπουμε τώρα στις καταθέσεις των προστατευμένων μαρτύρων που δόθηκαν… μεταγενέστερα. Ας μην ξεχνούμε, άλλωστε, με ποιους έχουμε να κάνουμε. Μιλάμε για τους ανθρώπους που χάλασαν τον κόσμο με τις λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και άλλες, αλλά στο τέλος εισέπραξαν κάτι πενταροδεκάρες αντί για τα δισεκατομμύρια που έλεγαν ότι περίμεναν.
Είναι οι ίδιοι που έβλεπαν παντού σκάνδαλα και δωροδοκίες, από τον υποτιθέμενο χρηματισμό των βουλευτών των ΑΝΕΛ για να ψηφίσουν Σταύρο Δήμα έως το ΚΕΕΛΠΝΟ και τρία χρόνια τώρα δεν έχει γίνει απολύτως που να επιβεβαιώνει τις διαστάσεις που έδιναν σε ανύπαρκτες και συχνά κατασκευασμένες ή χαμηλής σημασίας υποθέσεις. Είναι στο τέλος – τέλος οι τύποι που αυταπατώνταν ότι, σκίζοντας το Μνημόνιο, οι ξένοι «θα μας παρακαλούν  να μας δανείσουν».

Με αυτά και με άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια κέρδισαν τις καρέκλες που έχουν. Γιατί, λοιπόν, να μην θέλουν τώρα να τις κρατήσουν με την «υπόθεση Novartis» που μοιάζει και με σκάνδαλο; Η απάντηση βρίσκεται στο πόσοι τους πιστεύουν πια. Ή, καλύτερα, στο πόσοι βαρέθηκαν την κοροϊδία και τον καθεστωτισμό και θα πάνε στις κάλπες των επόμενων εκλογών να τους μαυρίσουν. «Η λογική των πραγμάτων…», όπως θα έλεγε και ο προστατευμένος μάρτυρας με την κουκούλα.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016

Ασκήσεις θάρρους για την… έξοδο από το Μαξίμου




Με τις ασκήσεις θάρρους στις οποίες επιδιδόταν ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς τύπους που υποδυόταν ο αγαπημένος του Λάκης Λαζόπουλος, όταν το πάλαι ποτέ έκανε πραγματική σάτιρα με τους «Μικρούς Μήτσους», προσιδίαζαν οι νουθεσίες και οι προτροπές που απηύθυνε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προς τα κοινοβουλευτικά στελέχη του κόμματός του.
Δεν εξηγείται αλλιώς ότι συγκάλεσε συνεδρίαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για να ζητήσει –από ποιον άραγε;- να πάψει να… κλείνεται στο Μαξίμου και να αντιμετωπίσει τη δυσμενή πραγματικότητα που έχει δημιουργήσει στην ελληνική κοινωνία η κραυγαλέα διάψευση όλων των ψευδών προσδοκιών που καλλιέργησαν στους πολίτες οι νυν κυβερνώντες  για να τους υφαρπάξουν την ψήφο τους και να καταλάβουν την εξουσία.   
«Έχουμε σήμερα ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά να βγούμε από τα γραφεία μας, από τη Βουλή, από το Μέγαρο Μαξίμου, από τα υπουργικά γραφεία, από τα βουλευτικά γραφεία, από τα κομματικά γραφεία και να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους, που θα έχουν να μας πουν και τα παράπονά τους, που θα έχουν να μας πουν και την κριτική τους», ήταν τα ακριβή λόγια που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος προετοιμάζεται για την πρώτη εδώ και πάνω από ένα χρόνο έξοδο του από το περίκλειστο πρωθυπουργικό γραφείο.  
Χωρίς να είναι βέβαιο αν ήθελε να πάρει ο ίδιος κουράγιο ή αν προσπαθούσε να ενθαρρύνει τους βουλευτές του, οι οποίοι είναι γνωστό ότι αποφεύγουν να κυκλοφορήσουν δημοσίως, συμπλήρωσε: «Πρέπει, λοιπόν, η Κοινοβουλευτική Ομάδα, το κόμμα να μπει σε διάταξη κινητοποίησης, σε διάταξη μάχης, προκειμένου να σταθούμε δίπλα στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό, νομίζω, ότι αφορά όλες και όλους, όσοι βρισκόμαστε σε αυτήν εδώ την αίθουσα. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Πρέπει να τις συνδιαμορφώσουμε».
Το μόνο σίγουρο είναι ότι την Παρασκευή και το Σάββατο ο πρωθυπουργός σχεδιάζει να βρεθεί στη Θράκη για να περιοδεύσει στην περιοχή με ένα πρόγραμμα που θυμίζει έντονα προεκλογικές εξορμήσεις, καθώς περιλαμβάνει επιθεωρήσεις έργων, ανεξαρτήτως του αν άλλοι ήταν εκείνοι που τα σχεδίασαν και τα δρομολόγησαν (π.χ. ο αγωγός TAP), όπως και εγκαίνια εκθέσεων, επειδή, προφανώς, δεν βρέθηκε κάτι άλλο πιο χειροπιαστό για να κοπούν κορδέλες.
Τόσο αυτή καθεαυτή η επίσκεψη στη Θράκη -όπου, ειρήσθω εν παρόδω, προγραμμάτιζε να μεταβεί και ο πρόεδρος της ΝΔ, αλλά ανέβαλε το ταξίδι του για να μην συμπέσουν με τον πρωθυπουργό- όσο και το επίμαχο περιεχόμενο της ομιλίας με τις παραινέσεις προς τους βουλευτές του, προκάλεσαν σε πολιτικούς από όλους τους χώρους ζωηρές υποψίες ότι ο κ. Τσίπρας μπορεί και να έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του τον πειρασμό να δοκιμάσει έναν εκλογικό αιφνιδιασμό, σε τρόπον ώστε να περισώσει ό,τι περισώζεται από το αποδεκατισμένο πολιτικό του κεφάλαιο.
Ο ίδιος, πάντως, είχε επιχειρήσει να διασκεδάσει όλα τα συναφή σενάρια, καταφεύγοντας, ωστόσο, σε παραλληλισμούς που, παρά τις ιαχές για επερχόμενες νίκες, προδίδουν μάλλον ηττοπάθεια και χαμηλό ηθικό. Δήλωσε, για παράδειγμα, πως αισθάνεται ότι βρίσκεται στη μέση του ποταμού και πως κάθε πισωγύρισμα θα ήταν αποτυχία. Για να επιστρατεύσει μια ακόμη ένεση ηθικού, σύμφωνα με την οποία «θα κολυμπήσουμε για να βγούμε στην άλλη μεριά της όχθης, για να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση».
Την ίδια ώρα, εξάλλου, φρόντιζε να παρουσιάσει τον αρχηγό της ΝΔ Κυριάκο Μητσοτάκη ως… «μπαμπούλα», ο οποίος, κατά την πρωθυπουργική περιγραφή, «ονειρεύεται 4ο Μνημόνιο», με «άγρια λιτότητα και περικοπές, μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις στο Δημόσιο, πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα και κατεδάφιση (από ό,τι έχει απομείνει, ό,τι με νύχια και με δόντια περισώσαμε) της δημόσιας Υγείας και της δημόσιας Παιδείας».
Εκτός, όμως, από τον πρόεδρο της ΝΔ, τα όνειρα του κ. Τσίπρα φαίνεται ότι  ταράζει και ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος, τον οποίο μόνον αυτόν –γιατί άραγε;- από την υπόλοιπη αντιπολίτευση, έβαλε στο στόχαστρό του. «Αλλά δεν θα του κάνουμε το χατίρι. Δεν πρόκειται να τον αφήσουμε», είπε αναφερόμενος στον κ. Μητσοτάκη. Και κάνοντας μάλλον μια ακόμη άσκηση θάρρους (που θύμιζε το εμβληματικό «άι χάσου μυρμηγκάκι…» του λαζοπουλικού «Μήτσου»), συμπλήρωσε: «Δεν θα αφήσουμε τη χώρα και την κοινωνία να καταστραφεί για να έρθει αυτός να τη λεηλατήσει, μαζί με τον φίλο του τον κ. Βενιζέλο και τους ίδιους συνεργάτες και συνεργούς, που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ελληνικός λαός αυτό δεν θα το επιτρέψουν».
Εντάξει ο ΣΥΡΙΖΑ, δικό του δημιούργημα είναι, μπορεί και να τον εκφράζει. Αλλά τον ελληνικό λαό, αλήθεια, γιατί δεν τον ρωτάει;