Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωαννίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιωαννίδης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Η μυθοπλαστική κοροϊδία με τον «Φάκελο της Κύπρου»



Ένας από τους πιο προσφιλείς «μύθους» της μεταπολιτευτικής περιόδου υπήρξε ο «Φάκελος της Κύπρου». Γενιές και γενιές πολιτικών, ου μην αλλά και δημοσιογράφων, έκαναν καριέρες στην Ελλάδα και στην Κύπρο με την κατασκευή ή την αναπαραγωγή απίθανων θεωριών συνωμοσίας γύρω από τα υποτιθέμενα «κρυμμένα μυστικά» που περιείχε.
Στις τέσσερις και πλέον δεκαετίες που παρήλθαν από την Κυπριακή Τραγωδία που ακολούθησε το άφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 καλλιεργήθηκαν στους Ελλαδίτες και στους Κυπρίους ψευδείς και παραπλανητικές εντυπώσεις ότι τάχατες κάπου υπήρχε κάποιος φάκελος τον οποίο δήθεν ουδείς τολμά να ανοίξει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Αν, όμως, όλα αυτά μπορούσαν να δικαιολογηθούν τα πρώτα χρόνια μετά την βάρβαρη τουρκική εισβολή, καθώς η συλλογική μας συνείδηση δεν ήθελε να αναγνωρίσει τα εγκληματικά λάθη τα οποία διαχρονικά έγιναν, είτε με ευθύνη του «εθνικού κέντρου» είτε από τη δράση δυνάμεων στη Μεγαλόνησο, στους χειρισμούς του Κυπριακού, η διαιώνιση του «μύθου» με τον… κλειστό «Φάκελο της Κύπρου» είναι μάλλον ασυγχώρητη.
Και είναι σίγουρα ακόμη πιο ασυγχώρητο να χρησιμοποιείται έως τις μέρες μας ως εργαλείο αποπροσανατολισμού έπειτα από ένα ακόμη ναυάγιο των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Διότι αυτό ακριβώς συνέβη στη διάρκεια της συζήτησης την οποία προκάλεσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να ενημερώσει για την ατυχή κατάληξη που είχαν οι τελευταίες συνομιλίες ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.
Στήθηκε ολόκληρη «παράσταση» και επιχειρήθηκε να δοθεί  πανηγυρική διάσταση για κάτι εντελώς ανούσιο, όπως είναι η συμφωνία των δύο Κοινοβουλίων να ανταλλάξουν το υλικό από τις έρευνες που έχουν διεξάγει Επιτροπές που συστάθηκαν στην Αθήνα και στη Λευκωσία και οι οποίες, αφού εξέτασαν μάρτυρες και ερεύνησαν τα διαθέσιμα έγγραφα, κατέληξαν σε πορίσματα.
Ειδικά, η Εξεταστική Επιτροπή που συνέστησε η Βουλή των Ελλήνων, έπειτα από πολλές παλινωδίες, στις αρχές του 1986 και ξεκίνησε τις εργασίες της τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, πραγματοποίησε μακρά και επίπονη έρευνα, όπως είχα προσωπικά την ευκαιρία να διαπιστώσω, καθώς, νεαρός δημοσιογράφος ων τότε, είχα επιφορτιστεί με το επαγγελματικό καθήκον να παρακολουθώ από κοντά τις συνεδριάσεις της που διήρκεσαν επί δυόμισι συναπτά έτη.
Η 30μελής διακομματική Επιτροπή, με πρόεδρο τον αείμνηστο βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Χρήστο Μπασαγιάννη, με τον οποίο όλοι οι εκπρόσωποι του Τύπου ήμασταν σε διαρκή αντιπαράθεση, καθώς εκείνος ήθελε να διαφυλάξει τη μυστικότητα των καταθέσεων και μείς πασχίζαμε να μάθουμε και να μεταφέρουμε στους αναγνώστες μας τα όσα διαμείβονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες, συνεδρίασε 154 φορές.
Εξέτασε 131 μάρτυρες και μεταξύ εκείνων που κλήθηκαν να καταθέσουν ήταν και οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης οι οποίοι αρνήθηκαν να συμβάλουν στις έρευνες. Σε γενικές γραμμές, ελάχιστα διαφωτιστικές ήταν και οι περισσότερες καταθέσεις που δόθηκαν από αξιωματικούς οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74. Ίσως και επειδή η απόσταση των χρόνων ήταν τέτοια που ο καθένας είχε οικοδομήσει το δικό του άλλοθι και τις δικές του αιτιολογήσεις.
Από τον κατάλογο των μαρτύρων δεν έλειψαν και πολιτικά πρόσωπα, όπως ο πρώην υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ ο οποίος προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Το έργο της Επιτροπής, τα πρακτικά της οποίας, με τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα, εκτείνονταν σε 20.798 σελίδες, ολοκληρώθηκε  31 Οκτωβρίου 1988. Εκείνη την ημερομηνία κατατέθηκε στα πρακτικά του Κοινοβουλίου –και υπάρχει ακόμη εκεί για όποιον ενδιαφέρεται να το διαβάσει- το πολυσέλιδο πόρισμα της Εξεταστικής, το οποίο δεν ήταν ενιαίο, αφού τα κόμματα διαφώνησαν στις εκτιμήσεις τους για την αποτίμηση των δραματικών γεγονότων του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής.
Λόγω της συγκυρίας, καθώς ήταν μια εποχή που η χώρα συγκλονιζόταν από την υπόθεση Κοσκωτά και είχε μπει σε τεταμένη προεκλογική περίοδο, δεν δόθηκε καμία συνέχεια. Μπορεί, ωστόσο, τα έγγραφα και οι μαρτυρικές καταθέσεις να τηρούνταν έκτοτε στο αρχείο της Βουλής και να μην επιτρεπόταν η ελεύθερη πρόσβαση των ερευνητών, η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι όλο το πλήθος των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί χρησιμοποιήθηκε από τους βουλευτές προκειμένου να συνταχθούν τα πορισματικά συμπεράσματα στα οποία ένας έκαστος κατέληξε.
Υπό αυτή την έννοια και έχοντας μιλήσει με όλους όσοι πρωταγωνίστησαν στις έρευνες εκείνης της περιόδου, μπορώ βασίμως να ισχυριστώ ότι δεν υπάρχουν μείζονα μυστικά τα οποία να βρίσκονται κρυμμένα στον αποκαλούμενο «Φάκελο της Κύπρου». Γι΄ αυτό και το μόνο αναγκαίο «άνοιγμα» που απαιτείται να γίνει είναι να δοθούν άμεσα όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις και ενδεχομένως και τα έγγραφα  στη δημοσιότητα, ώστε να τερματιστεί άπαξ δια παντός η καλλιεργούμενη μυθοπλασία.   
Ποιά σκοπιμότητα, άλλωστε, εξυπηρετείται με το να θεωρούνται απόρρητες καταθέσεις που δόθηκαν πριν από 29 χρόνια και αφορούν γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από 43 χρόνια; Η μυστικότητα που συντηρήθηκε επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, μόνον βλαπτική αποδεικνύεται. Κι αυτό διότι, αφενός, εμποδίζει την εξαγωγή των σωστών συμπερασμάτων και, αφετέρου, εκθέτει το πολιτικό σύστημα.
Την καλύτερη απόδειξη για το πόσο βλάπτονται τα πραγματικά συμφέροντα του Έθνους και η υγιής λειτουργία του πολιτικού συστήματος αποτελούν, ίσως, οι ισχυρισμοί που διατύπωσε ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής: «Επί σαράντα τρία χρόνια κρατάει το πολιτικό σύστημα μια ένοχη σιωπή για την προδοσία της Κύπρου και απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι μόνον κάποιοι στρατιωτικοί οι οποίοι ενέχονται σε αυτό, αλλά και πολιτικοί», υποστήριξε ο κατ΄ εξοχήν απολογητής της Χούντας κάνοντας ρελάνς στο επιχειρούμενο δήθεν «άνοιγμα» που επιχειρείται με το πρωτόκολλο συνεργασίας των δύο Κοινοβουλίων. Ο ίδιος, άλλωστε, νωρίτερα είχε ισχυριστεί ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα του οποίου ηγείται έχει δις υποβάλει –χωρίς να ικανοποιηθεί- αίτημα για να λάβει αντίγραφο του περιώνυμου «Φακέλου».
Όλα στο φως, λοιπόν, για να σταματήσει η μυθοπλαστική κοροϊδία. Στο κάτω – κάτω, όπως έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, «εθνικόν είναι το αληθές»!

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

«Φάκελος της Κύπρου»: Μύθοι και πραγματικότητες

Καθώς συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αν ρωτήσει κανείς εκατό Έλληνες στο δρόμο τι νομίζουν για τον περίφημο «Φάκελο της Κύπρου», είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα, ίσως και πάνω από 90%, όσων έχουν κάτι ακούσει για το ζήτημα αυτό, θα δώσει απαντήσεις του τύπου: «κάπου είναι κρυμμένος και καταχωνιασμένος και ουδείς τολμά να τον ανοίξει…».
Οι απόψεις αυτού του είδους που αναμασιούνται ως τις μέρες από διαφόρους δημοσιολογούντες και αναπαράγονται στους ανά την επικράτεια καφενέδες είναι «συμβατές» με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων χρόνων μετά την πτώση της Χούντας που δημιούργησε έναν από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της μεταπολιτευτικής περιόδου, τον «μύθο» που άκουγε στο όνομα «Φάκελος της Κύπρου».
Επιμένω στον χαρακτηρισμό «μύθος» γιατί «Φάκελος» με την έννοια που του προσδίδεται στη φαντασίωση πολλών δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά και για έναν ακόμη σημαντικότερο λόγο: υπόθεση, όπως αυτή του προδοτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο που άνοιξε το δρόμο στην τουρκική εισβολή, δεν έχει ερευνηθεί ενδελεχέστερα σε όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Νεαρός δημοσιογράφος ων, είχα το επαγγελματικό «προνόμιο» να παρακολουθήσω από κοντά τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το «άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου», την οποία συνέστησε, στις αρχές του 1986, η Βουλή έπειτα από πολλές αναβολές και ταλαντεύσεις που είχαν να κάνουν με τις κομματικές αντιδικίες της εποχής. Γι΄ αυτό και μπορώ να βεβαιώσω ότι, αν όντως… υπήρξε «Φάκελος της Κύπρου», αυτός… άνοιξε. Και… άνοιξε διάπλατα.
Η Εξεταστική Επιτροπή, η οποία λειτούργησε επί δυόμισι συναπτά έτη και ολοκλήρωσε το έργο της στις 31 Οκτωβρίου 1988, οπότε παρέδωσε το πόρισμά της που είναι δημοσιευμένο στα πρακτικά εκείνης της ημέρας. Στο διάστημα που μεσολάβησε τα 30 μέλη της Επιτροπής που ήταν βουλευτές από όλα τα κόμματα εκείνης της περιόδου έκαναν 154 συνεδριάσεις και εξέτασαν συνολικά 131 μάρτυρες.
Ανάμεσα σε εκείνους που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης –με τον δεύτερο να αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και να αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατέθεσαν ακόμη σχεδόν στο σύνολό τους οι εν ενεργεία και απόστρατοι αξιωματικοί που είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74, καθώς και αρκετοί πολιτικοί, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ που προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Συνολικά, πάντως, τα πρακτικά της Επιτροπής καταλαμβάνουν 20.798 σελίδες, με μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο της Βουλής, στο οποίο είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πρόσβαση, αλλά αυτό δεν γίνεται επειδή εκεί κρύβονται κάποια μυστικά, παρά μόνο από μια γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ευρύτερα στην ελληνική δημόσια διοίκηση που δεν ταξινομεί και δεν αποχαρακτηρίζει τα αρχεία της.
Θυμάμαι, μάλιστα, ακόμη τη σκληρή μάχη που έπρεπε να δώσουμε οι δημοσιογράφοι στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και στα έγγραφα που προσκομίζονταν στην Επιτροπή. Παρά, πάντως, την επιμονή ορισμένων μελών της Επιτροπής να μας αποκλείσουν –είτε από αίσθηση καθήκοντος, καθώς είχαν πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο τους, είτε από προσκόλληση στους τύπους της μυστικότητας της ανακρίσεων- στις πιο κρίσιμες συνεδριάσεις καταφέρναμε και αποκτούσαμε πρόσβαση, άλλοτε συνομιλώντας με τους ίδιους τους μάρτυρες όταν μπαινόβγαιναν, και πολύ συχνά από βουλευτές που ήταν πιο «ανοιχτοί» και αντιλαμβανόταν διαφορετικά το ρόλο μιας ερευνητικής Επιτροπής που αποτελούνταν από πολιτικά στελέχη.
Το ίδιο το πόρισμα, άλλωστε, έστω και αν στο τέλος δεν συμφώνησαν μεταξύ τους τα μέλη της Εξεταστικής και κάθε παράταξη κατέθεσε τις δικές της θέσεις που ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο, κατέδειξε ότι δεν υπήρχαν μείζονα μυστικά σε αυτή την υπόθεση, η οποία μπορεί να μην εξιχνιάστηκε πλήρως, αφού είναι σαφές ότι ρόλο διαδραμάτισαν και διεθνείς δυνάμεις, από ελληνικής πλευράς, όμως, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες μια δράκα παραφρόνων που είχαν καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα διευκόλυναν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, άλλωστε, που απαρτιζόταν από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν το επισπεύδον στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού διατήρησε την επιφύλαξη ότι «δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανόν να φώτιζαν και από άλλη οπτική γωνία την κυπριακή τραγωδία», κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:
«Η κυπριακή τραγωδία και η εξέλιξή της διδάσκουν: ότι οι δικτατορίες και τα πραξικοπήματα οδηγούν σε εθνικές καταστροφές, ότι μόνον η Δημοκρατία ως πολιτειακό σύστημα εγγυάται την ομαλότητα των εξελίξεων, και ότι η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο και την ευημερία τους Έθνους μας».
Ένα συμπέρασμα με απλές και διαχρονικές αλήθειες που, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές για να διαλύσουν τον –μάλλον, βολικό- «μύθο» για τον «Φάκελο» που… δεν άνοιξε.