Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΚΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΚΚΕ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Θέλουν ευρώ το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν το ξέρουν;



Ποιος πυροδοτεί τη διογκούμενη φιλολογία για το περιβόητο Grexit; Αν πιστέψουμε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η απερχόμενη κυβέρνηση που ενορχηστρώνει την πλημμυρίδα των δημοσιευμάτων τα οποία κατακλύζουν τον διεθνή Τύπο, αφού οι Βρυξέλλες με τον πιο επίσημο τρόπο ξεκαθαρίζουν ότι «η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη είναι αμετάκλητη».
Είναι, όμως, έτσι; Μάλλον όχι. Γιατί, αν, όντως, διέθετε τόσο μεγάλη ισχύ στη διεθνή σκηνή ο Αντώνης Σαμαράς τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα και για τον ίδιο, αλλά κυρίως για τη χώρα. Θα του είχε βγει το αλήστου μνήμης success story και θα είχε πετύχει τον στόχο του Grecovery, όπως είχε προβλέψει. Και κάπως, έτσι, η Ελλάδα θα δανειζόταν, πλέον, από τις αγορές και δεν θα είχε καμία ανάγκη ούτε τα τελευταία λεφτά της τρόικας, ούτε την προληπτική πιστωτική γραμμή.
Αν είχαν γίνει όλα αυτά, οι επερχόμενες κάλπες δεν θα ήταν «Γολγοθάς» για τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του. Θα ήταν ένας εκλογικός περίπατος που θα είχε κριθεί πριν καν ξεκινήσει, αφού η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη θα είχε γίνει υπαρκτή πραγματικότητα. Και, πιθανότατα, οι αντίπαλοι του απερχόμενου πρωθυπουργού, που την παραμονή των ευρωεκλογών έσκιζε σελίδα τη σελίδα τα «Μνημόνια», τώρα θα… έτρωγαν τη σκόνη του.
Για όλα αυτά που δεν έγιναν και για πολλά άλλα που έγιναν, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλει σήμερα ως η επικρατέστερη κυβερνητική δύναμη που φαίνεται ότι θα αναδειχθεί πρώτη από τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου και ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας θα πάρει την πρώτη διερευνητική εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι συνεργασίας, αφού η πιθανότητα αυτοδυναμίας είναι από μηδαμινή έως ελάχιστη.
Σε πείσμα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, αλλά και παλαιότερων αμφιταλαντεύσεων, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει urbi et orbi την απόφασή της να μη διασαλευτεί η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας και η συμμετοχή της στην ευρωζώνη, την οποία, άλλωστε, και παρά τα όσα έχουν συμβεί την τελευταία πενταετία, επιθυμεί η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Δεν είμαι από εκείνους που θα αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια των προθέσεων του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του στο συγκεκριμένο θέμα. Είμαι, όμως, από εκείνους που ειλικρινά απορούν γιατί οι διακηρύξεις αυτές υπονομεύονται με πομφόλυγες για… νταούλια και πεντοζάλη που θα χορεύουν οι αγορές ή, ακόμη χειρότερα, από επίμονες εξαγγελίες περί συγκυβέρνησης με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρότι οι δύο αυτές δυνάμεις απορρίπτουν διαρρήδην κάθε τέτοια προοπτική.
Πως είναι, αλήθεια, δυνατόν ένα κόμμα που δηλώνει ευρωπαϊκό και «ξορκίζει» –εντάξει, με την προσχηματική προσθήκη «εκτός και αν προκληθούμε»- τις μονομερείς ενέργειες στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, να δηλώνει έτοιμο να συγκυβερνήσει με πολιτικές δυνάμεις που είναι αναφανδόν κατά της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ζητούν την άμεση αποδέσμευσή της;
Δεν αποκλείεται, όπως στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ που της κρατούσε ανοιχτή την πόρτα συνεργασίας μέχρι να ολοκληρωθεί η προεδρική εκλογή, να το διακηρύσσει υστερόβουλα. Ίσως να επιδιώκει, έτσι, να αποφύγει «διαρροές» προς τα αριστερά από παραδοσιακούς ψηφοφόρους που έχουν γαλουχηθεί πολιτικά με άλλα πρότυπα και αρέσκονται να ακούν να αποδίδονται όλα τα δεινά της χώρας στην ευρωπαϊκή και, εν γένει, τη «δυτική» κατεύθυνση.
Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ας μη μέμφεται τους αντιπάλους της οι οποίοι επισημαίνουν αυτή την κραυγαλέα διακηρυκτική αντίφαση. Καλώς ή κακώς, οι ίδιοι και η Ελλάδα ολόκληρη βρίσκονται κάτω από το φως των παγκόσμιων προβολέων της δημοσιότητας και στον υπόλοιπο πλανήτη παίρνουν τοις μετρητοίς τις προεκλογικές δεσμεύσεις για τις μετεκλογικές συνεργασίες.
Δικαίως, λοιπόν, το Grexit βρίσκεται σε όλα τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Όταν το κόμμα που μέχρι στιγμής προηγείται στις δημοσκοπήσεις, από τη μια, ταλανίζεται εσωτερικά για το με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσει τους Ευρωπαίους εταίρους και, από την άλλη, δεσμεύεται ότι θα συγκυβερνήσει με δυνάμεις που αντιμάχονται την Ευρώπη, ποιος ξένος μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτά μπορεί να είναι μόνον και μόνον για ψηφοθηρική «εσωτερική κατανάλωση»;
Κάποιος κυνικός ίσως αντιτείνει ότι στην Ελλάδα έχουμε μακρά «παράδοση» στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» των προεκλογικών περιόδων. Οι ξένοι, όμως, που έχουν στραμμένα τα βλέμματα στην Αθήνα και δεν πολυκαταλαβαίνουν τις «παραδόσεις» μας, ποιον να πιστέψουν;  Τους υπεύθυνους του κόμματος για την Οικονομία Γιώργο Σταθάκη και Γιάννη Μηλιό οι οποίοι προ ολίγων εβδομάδων έλεγαν στους επενδυτές του City του Λονδίνου ότι πιθανοί μετεκλογικοί εταίροι του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ; Ή τον δεύτερο ισχυρότερο άνδρα της Κουμουνδούρου Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος αποκλείει κατηγορηματικά κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.  
            Η καθησυχαστική άμυνα που επιχειρείται να στηθεί από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δια του ισχυρισμού ότι «δεν υπάρχει θεσμική δυνατότητα να μας διώξουν από το ευρώ», φαντάζει μάλλον σαθρή. Γιατί, όντως, δεν μπορούν να μας διώξουν. Αλλά για όσο παίζουμε με τους κανόνες του ευρώ. Μια κυβέρνηση, όμως, με τη συμμετοχή -ή, έστω, την ανοχή, που είναι η τελευταία εκδοχή που λανσάρεται από την Κουμουνδούρου- του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ποιους κανόνες θα παίζει;

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

«Επί τον τύπον των ήλων» της χρεoκοπίας των κομμάτων

Το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει στο ΠΑΣΟΚ, όπως και  η αδυναμία των ηγετικών του στελεχών να διαχειριστούν την κατάσταση και να βρουν μια ευχερή λύση στο μεγάλο πρόβλημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι, συνιστούν, ίσως, την πιο χαρακτηριστική επιτομή της ελληνικής κρίσης.

Το ίδιο, άλλωστε, το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ, που συναντάται με ανάλογη ένταση και στα άλλα κόμματα που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στο πολιτικό στερέωμα, είναι αποτέλεσμα σπάταλης διαχείρισης και υπερδανεισμού, αντίστοιχου με αυτόν που κατέφευγαν οι διαχειριστές της δημοσιονομικής πολιτικής του ελληνικού δημοσίου τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και σε περιφερειακό, από τους δήμους ως τις μικρές ΔΕΚΟ.

Οι ηγεσίες των ελληνικών κομμάτων, μηδέ του ΚΚΕ εξαιρουμένου που είχε τη φήμη του, από κάθε άποψη, πιο οργανωμένου σχηματισμού, έκαναν, με χρήματα προερχόμενα, κυρίως, από την κρατική επιχορήγηση, «πολυτελείς» προεκλογικές καμπάνιες και συντηρούσαν κομματικούς στρατούς –τα λεγόμενα «επαγγελματικά» στελέχη, που, όπως αποδείχθηκε, στην πλειονόητητά τους μόνον «επαγγελματίες» δεν ήταν.

Γιατί, αλήθεια, τι σόι «επαγγελματίες» μπορεί να ήσαν εκείνοι που ξόδευαν ασύστολα και όταν δεν τους αρκούσε η διόλου ευκαταφρόνητη κρατική επιχορήγηση, όπως και οι «άδηλες ενισχύσεις» που έμπαιναν στα κομματικά ταμεία, κατέφευγαν στον τραπεζικό δανεισμό;  Όπως οι ιθύνοντες για τον δημόσιο κορβανά, έτσι και οι υπεύθυνοι για τα οικονομικά των κομμάτων, αδιαφορώντας για την υποθήκευση του ίδιου του μέλλοντός τους, συσσώρευαν χρέη που ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθούν, ακόμη και αν, στο μεταξύ, δεν είχε επέλθει η οικονομική κρίση του ελληνικού δημοσίου.

Οι ομοιότητες, όμως, του τρόπου λειτουργίας των κομμάτων με τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα, δεν σταματούν μόνον στις αιτίες, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το οικονομικό αδιέξοδο. Επεκτείνεται –και ίσως αυτό είναι σημαντικότερο, γιατί αναδεικνύει βαθύτερα ζητήματα- και στην αδυναμία αντιμετώπισης του.

Με την ίδια επιμονή που πολλοί συνέλληνες αρνούνται να παραδεχθούν τι συνέβαινε όλα τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα, μπερδεύοντας το αίτιο με το αιτιατό (το αν δηλαδή η κρίση έφερε το μνημόνιο ή το αντίθετο) και βολεύονται με το να φορτώνουν την κρίση σε «άλλους» (γενικώς…), βλέπουμε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ –που στην προκειμένη περίπτωση κολλάει απόλυτα το παγκάλειο «όλοι μαζί τα φάγανε»- να επιδίδονται σε ανούσιους καβγάδες μετάθεσης των αδιαμφισβήτητων ευθυνών τους.

Αντί, λοιπόν, να καθήσουν γύρω από ένα τραπέζι και να βάλουν κάτω τα χαρτιά τους για να δουν που πήγαν όλα αυτά τα εκατομμύρια τα οποία σπαταλήθηκαν, να αναζητήσουν τυχόν υπαίτιους που μπορεί να «έβαλαν το χέρι στο βάζο με το μέλι» και, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμόσουν οι ίδιοι ένα δικό τους «μνημόνιο» που θα τους βγάλει από την κρίση, καταφεύγουν σε μικροκομματικά παιχνιδάκια με ένθεν κακείθεν διαρροών, που, εν τέλει, ζημιώνουν όλους τους. 

Η εντύπωση που δημιουργείται από τους χειρισμούς που γίνονται στην Ιπποκράτους, αλλά, λίγο ως πολύ, και στα άλλα κομματικά επιτελεία, είναι ότι το ελληνικό κομματικό σύστημα δεν έχει αντιληφθεί πως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τις χώρες-και μάλιστα όχι για όλες, αλλά για τις λίγες και «τυχερές» που είναι σε κοινή νομισματική ένωση- για τα κόμματα δεν έχουν επινοηθεί μηχανισμοί οικονομικής στήριξης.

Υπό αυτή την έννοια, η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας, που ήταν «ελεγχόμενη», χάρις στην έξωθεν οικονομική βοήθεια, θα μοιάζει «παραδεισένια» λύση μπροστά στην επερχόμενη άτακτη χρεοκοπία των ελληνικών κομμάτων, οι ηγεσίες των οποίων ελάχιστα πράττουν για να την αποφύγουν, περιμένοντας από «άλλους» –ποιους άραγε;- να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα» ή -μέρες που είναι- να βάλουν το χέρι τους «επί τον τύπον των ήλων».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 7.5.2013)

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Η προεκλογική μπουρδολογία και οι μονοεδρικές

Το χρονικό διάστημα πριν από τις εκλογές υπήρξε ανέκαθεν στη χώρα μας περίοδος ασύστολης υποσχεσιολογίας, άκρατης εντυπωσιοθηρίας και, συχνά, μέγιστης πολιτικής μπουρδολογίας. Οι… αμελέτητες προτάσεις, οι ατεκμηρίωτες θέσεις και η εξυπνακίστικη συνθηματολογία διάνθιζαν, παραδοσιακά, τον προεκλογικό λόγο πολλών κομμάτων και ακόμα περισσότερων υποψηφίων που διεκδίκησαν τα προηγούμενα χρόνια την ψήφο μας.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς, το παλαιό αυτό φαινόμενο, που σχεδόν, κατά γενική ομολογία, είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες, που, λειτουργώντας σωρευτικά, μας οδήγησε στην τωρινή παρατεταμένη κρίση, ότι θα περιοριζόταν. Πολύ περισσότερο που αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για τα αισθήματα γενικευμένης απαξίωσης που εκδηλώνεται σε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας έναντι του υφιστάμενου πολιτικού συστήματος και δεν περιορίζεται, όπως επιχειρούν να μας πείσουν ορισμένοι, στον αποκαλούμενο «δικομματισμό».
Τα σκέπτομαι όλα αυτά, καθώς διαβάζω σε πρωτοσέλιδο κυριακάτικης εφημερίδας την… περισπούδαστη πρόταση που διατυπώνει, μέσω συνέντευξής του, ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για τις μονοεδρικές περιφέρειες (μια από τις οποίες, ως γνωστόν, είναι και η Θεσπρωτία, που, μαζί με τη Φωκίδα, προστέθηκαν το 2004 στις περιφέρειες Γρεβενών, Ευρυτανίας, Ζακύνθου, Λευκάδας, Κεφαλονιάς και Σάμου, που είχαν από παλαιότερα έναν βουλευτή). «Είναι οκτώ έδρες, ας μην τις χαρίσουμε ούτε στο ΠΑΣΟΚ ούτε στη ΝΔ», δηλώνει ο κ. Τσίπρας, ισχυριζόμενος πως «μια σύμπραξη, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΔΗΜΑΡ, Οικολόγων στις μονοεδρικές μπορεί να είναι πρώτη δύναμη στις μονοεδρικές και να αφαιρέσουν έστω οκτώ έδρες από τα κόμματα του μνημονίου».
Διαβάζοντας τη συνέντευξη, δυσκολεύτηκα να αποφασίσω ποιο είναι το χειρότερο με τη… «γαλαντόμα» πρόταση του κ. Τσίπρα, ο οποίος, λέει ότι, θέλει για το δικό του κόμμα του μόνον μια μονοεδρική και «χαρίζει» στους άλλους σχηματισμούς τις άλλες επτά έδρες. Συνιστά, άραγε, απλώς, έναν από τους συνήθεις προεκλογικούς ελιγμούς που στόχο έχει να εκθέσει τα άλλα κόμματα, στα οποία υποτίθεται ότι απευθύνεται η πρόσκληση για σύμπραξη, κατά το γνωστό «τζόγος να γίνεται»; Ή, όπερ και το πιθανότερο, καταδεικνύει, απλώς, το απροσμέτρητο βάθος της άγνοιας ενός πολιτικού αρχηγού για βασικά στοιχεία της ισχύουσας εκλογικής νομοθεσίας;
Είναι αλήθεια ότι, σύμφωνα με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο -το Προεδρικό Διάταγμα υπ΄  αριθμ. 26 (ΦΕΚ Α' 57/15/03/2012), για όποιον έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον-, «η έδρα των μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών καταλαμβάνεται από τον εκλογικό σχηματισμό που συμμετέχει στην κατανομή των βουλευτικών εδρών (...) και έχει λάβει τα περισσότερα έγκυρα ψηφοδέλτια στην εκλογική αυτή περιφέρεια».
Με αυτό το δεδομένο, μπορούν, πράγματι, σε απολύτως θεωρητική βάση, κάποια κόμματα να μην κατεβάσουν ψηφοδέλτια σε ορισμένες εκλογικές περιφέρειες - τις μονοεδρικές, εν προκειμένω-  και να καλέσουν τους ψηφοφόρους τους να ψηφίσουν το συνδυασμό που θα έχει εκεί ένα άλλο κόμμα. Να ακολουθηθεί, δηλαδή, μια παραλλαγή της κοινής καθόδου με «ανεξάρτητα» ψηφοδέλτια στις μονοεδρικές που έκαναν το Νοέμβριο του 1989 και τον Απρίλιο του 1990 το ΠΑΣΟΚ και ο ενιαίος, τότε, Συνασπισμός για να εμποδίσουν την αυτοδυναμία της ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.
Ακόμη, όμως, και αν αντιπαρέλθει κανείς την πολιτική παραδοξότητα να βρεθούν οπαδοί του ΚΚΕ να ρίχνουν στην κάλπη το ψηφοδέλτιο των Οικολόγων ή, ακόμη χειρότερα, του κόμματος του Φώτη Κουβέλη, με πιθανό υποψήφιο έναν πρώην βουλευτή του ΠΑΣΟΚ (!), η ετερόκλητη αυτή «σύμπραξη» δεν πρόκειται να επιφέρει κανένα εκλογικό κέρδος στους ευκαιριακούς συμμάχους, αν δεν τους προκαλέσει και συνολική ζημιά.
Ο εκλογικός νόμος που ψηφίστηκε το 2004 από τον, τότε, υπουργό Εσωτερικών Κώστα Σκανδαλίδη και εφαρμόστηκε στις εκλογές του 2007 και του 2009, είναι από τους απλούστερους που υπήρξαν ποτέ και με μια τροποποίηση που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ –με την οποία αυξήθηκε, επί υπουργίας Προκόπη Παυλόπουλου, το «μπόνους» προς το πρώτο κόμμα από 40 σε 50 έδρες- θα εφαρμοστεί και στις επερχόμενες εκλογές. Και, πάντως, το σύστημα κατανομής των εδρών που προνοεί δεν έχει καμία σχέση με το προαναφερόμενο της περιόδου 89-90, οπότε ίσχυε εντελώς διαφορετικός εκλογικός νόμος.
Με τον ισχύοντα νόμο, λοιπόν, «για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός», που θα ξεπεράσει το 3% των εγκύρων ψηφοδελτίων πανελλαδικά, «το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 250». Κατόπιν «το γινόμενο τους διαιρείται με το άθροισμα των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν στην Επικράτεια όσοι σχηματισμοί συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών» και «οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηματισμός στην Επικράτεια είναι το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης».
Με άλλα λόγια, οι 250 από τις 300 έδρες του ελληνικού Κοινοβουλίου μοιράζονται κατά απόλυτο αναλογικό τρόπο στα κόμματα που ξεπερνούν το 3%. Έτσι, ο τελικός αριθμός των βουλευτικών εδρών που θα έχει κάθε κόμμα στη νέα Βουλή, δεν επηρεάζεται από τον αριθμό των μονοεδρικών, στις οποίες θα έρθει πρώτο, καθώς οι έδρες αυτές, όπως και εκείνες του ψηφοδελτίου Επικρατείας, προσμετρούνται στο σύνολο των βουλευτών που θα εκλέξει.
Υπό αυτή την έννοια, δεν υφίσταται η έννοια της «χαμένης ψήφου», που υπονοεί η πρόταση Τσίπρα, αφού, εξαιρουμένου του (όντως «καλπονοθευτικού», αλλά σημαντικού για να προκύψει κυβερνητική λύση) «μπόνους» των 50 εδρών,  κάθε ψηφοδέλτιο σε κόμμα που παίρνει το «εισιτήριο» για τη Βουλή είναι απολύτως ισοδύναμο και μετρά το ίδιο σε όποια εκλογική περιφέρεια και αν δοθεί. Γιατί, τότε, υποβάλλει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ τη συγκεκριμένη πρόταση; Ε, για τον ίδιο λόγο και με την ίδια… μελέτη που λέει όλα τα υπόλοιπα…

 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Το «λυκόφως των ειδώλων» και η δύναμη του παραδείγματος


          Η σύλληψη, για χρέη προς το δημόσιο, του μακροβιότερου διευθυντή μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας και η αίτηση να υπαχθεί στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα που υπέβαλε η επιχείρηση «Τυποεκδοτική», που ανήκει στην ιδιοκτησία του ΚΚΕ, συνιστούν, κατά την άποψή μου, την επιτομή της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Κρίσης που, μεταξύ άλλων, στο διάβα της γκρεμίζει τοτέμ και απομυθοποιηθεί «είδωλα» μιας ολόκληρης εποχής.

          Όταν οδηγείται στο αυτόφωρο για οφειλή, έστω, λίγων χιλιάδων ευρώ μια «εμβληματική προσωπικότητα» της έντυπης ενημέρωσης και ένα από τα πλέον καλοπληρωμένα στελέχη του «μηντιακού» χώρου, ο οποίος γνώρισε μια πρωτοφανή εκτίναξη κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η, από πολλές απόψεις, «αδιανόητη», μέχρι πρότινος, αυτή εξέλιξη, δεν μπορεί να αποδίδεται στη φτωχοποίηση που έφερε το «κακό μνημόνιο», όπως θέλουν οι ιδεολογικές δυνάμεις της ευκολίας.

Το ίδιο και η «περιπέτεια» της εκτυπωτικής επιχείρησης του ΚΚΕ, η οποία, ενώ πρωταγωνιστούσε, επί πολλά χρόνια, στον κλάδο της, υποχρεώνεται τώρα, όπως, άλλωστε, δεκάδες άλλες, μικρές και μεγάλες, εταιρίες, ανά την Ελλάδα, να καταφύγει στην προστατευτική ασπίδα του νόμου και να κάνει στάση πληρωμών, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με το απλουστευτικό δίπολο «αντιμνημονιακοί» και «μνημονιακοί», με το οποίο επιχειρούν ορισμένοι να χωρίσουν την ελληνική κοινωνία.

Με την υπαγωγή της, άλλωστε, στο άρθρο 99, η εταιρία «Τυποεκδοτική» καλεί, επί της ουσίας, τους πιστωτές της να υπογράψουν ένα «μνημόνιο διάσωσης», που –τηρουμένων των αναλογιών- δεν διαφέρει από εκείνο που υποχρεώθηκε να συνάψει τον Μάιο του 2010 η ελληνική κυβέρνηση, όταν αδυνατούσε να αντλήσει νέα δάνεια για να αποπληρώσει παλαιά χρέη και να καλύψει άλλες υποχρεώσεις.

Το παραδέχεται, χωρίς πολλές περιστροφές, η ίδια η εταιρία, χαρακτηρίζοντας τη -δικαστικού χαρακτήρα- πρωτοβουλία της ως «έσχατο βήμα άμυνας, προκειμένου να ενισχυθούν οι προσπάθειες που κάνει για την εξυγίανσή της και εν τέλει τη διάσωσή της», όπως επί λέξει αναφέρεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε και με την οποία υπόσχεται να έρθει σε συμφωνία με τους πιστωτές και να καταρτίσει πρόγραμμα εξυγίανσης με συγκεκριμένα μέτρα που, ωστόσο, δεν τα αναλύει.

«Η υπαγωγή της στη διαδικασία αυτή θα της επιτρέψει να συμφωνήσει με τους πιστωτές της (τράπεζες και προμηθευτές) σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα ικανοποιήσεως των απαιτήσεών τους και να μπορέσει να εφαρμόσει το επιχειρηματικό σχέδιο που έχει καταστρώσει», προστίθεται στην ίδια ανακοίνωση της «Τυποεκδοτικής».

«Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να καταβληθούν τα δεδουλευμένα των εργαζομένων, να εξοφληθούν τα ασφαλιστικά ταμεία και να ικανοποιηθούν οι πιστωτές της», είναι η διαβεβαίωση που παρέχουν οι ιθύνοντες της εταιρίας, που είναι «επαγγελματικά» στελέχη του ΚΚΕ.

«Με το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης η «Τυποεκδοτική» θα καταφέρει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τη βάσιμη απειλή να βρεθεί προσεχώς στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να εξοφλεί τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της και σημαντικό μέρος των λειτουργικών εξόδων της», καταλήγει η ανακοίνωση της εταιρίας.

Πιθανολογώ ότι μπορεί να υπάρχουν γύρω μας κάποιοι που επιχαίρουν γι΄ αυτό που συμβαίνει, κάνοντας, ενδεχομένως, συγκρίσεις με τη στάση που τηρούν οι ιδιοκτήτες της εν λόγω εταιρίας, όταν πρόκειται για άλλες επιχειρήσεις. Προσωπικά λυπούμαι βαθιά. Γιατί δεν είμαι από εκείνους που επιχαίρουν με το πάθημα κανενός. Πόσω μάλλον μιας επιχείρησης που δίνει δουλειά σε εκατοντάδες εργαζομένους, οι οποίοι, αν κλείσει, θα προστεθούν στις στρατιές των ανέργων που μέρα με τη μέρα αυξάνουν.

Με λυπεί, εξίσου, και με θλίβει η κράτηση ενός τέως διευθυντή εφημερίδας. Όχι μόνον ως προσωπική δοκιμασία ενός ανθρώπου που υπήρξε το «πρότυπο» για πολλούς από εμάς της νεότερης γενιάς των δημοσιογράφων. Αλλά, κυρίως, γιατί ανησυχώ πως με τον τρόπο που εκδηλώνεται αυτή η ισοπεδωτική κρίση, στο τέλος δεν θα υπάρξουν επαρκείς δυνάμεις για να παλέψουν υπέρ της απαραίτητης ανάταξης της ελληνικής κοινωνίας, που δεν μπορεί να αργήσει για πολύ ακόμη.

Πιστεύω, άλλωστε, ακράδαντα πως, σε αυτή τη διαδικασία της ανάταξης, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ αποτελεί η δύναμη του παραδείγματος. Χρειάζεται, δηλαδή, να υπάρχουν κόμματα που να αγωνίζονται κατά της ανεργίας, χωρίς τα ίδια να την τροφοδοτούν. Όπως χρειάζονται και δημοσιογράφοι που να στηλιτεύουν αξιόπιστα τη φοροδιαφυγή, χωρίς οι ίδιοι να έχουν τέτοιους «σκελετούς στη ντουλάπα» τους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Συνεννόηση, ενότητα, σύνεση, απέναντι στα κομματικά λάβαρα

Δεν ξέρω αν οφείλεται στη μακρά παράδοση των συμμαχικών κυβερνήσεων που έχουν, ή αν… παραδειγματίστηκαν από την Ελλάδα, αλλά στη γειτονική μας  Ιταλία, όπου τα οικονομικά προβλήματα είναι σαφώς μικρότερα από τα δικά μας, κινήθηκαν πολύ πιο γρήγορα και μάλλον πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά από την ελληνική πολιτική ηγεσία.
Ο Μάριο Μόντι αντικατέστησε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι σε συντομότερο χρόνο από εκείνον που χρειάστηκε ο Λουκάς Παπαδήμος για να διαδεχθεί τον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι οι ιταλικές πολιτικές ηγεσίες, με την ενεργό ανάμειξη του Προέδρου της ιταλικής Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, συνεννοήθηκαν καλύτερα και «έλυσαν τα χέρια» του μεταβατικού πρωθυπουργού, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της Ιταλίας χωρίς ασφυκτικά εκλογικά χρονοδιαγράμματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Ιταλός τεχνοκράτης πρωθυπουργός ξεκινά με καλύτερους οιωνούς από τον Έλληνα ομόλογο και «ομότεχνό» του, ο οποίος, εξαιτίας και της –αλλοπρόσαλης- κυβέρνηση που υποχρεώθηκε να σχηματίσει, μοιάζει να έχει «δεμένα τα χέρια» και καλείται να κινηθεί εν μέσω αμφιθυμιών και αμφιταλαντεύσεων των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων που τον στηρίζουν, αλλά και της πολεμικής ατμόσφαιρας που συντηρούν όσοι ήθελαν «εδώ και τώρα εκλογές».
Κάποιοι ισχυρίζονται πως ήταν οι «παλινωδίες» του τέως πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου που οδήγησαν στη δυστοκία που παρακολουθήσαμε στη συγκρότηση του νέου κυβερνητικού σχήματος. Άλλοι αποδίδουν την εξέλιξη στην «αναποφασιστικότητα» του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά να συναινέσει σε κάτι που περισσότερο από ενάμισι χρόνο αρνιόταν να αναγνωρίσει.
Ό,τι και από τα δύο και αν ισχύει, θεωρώ ότι, στην παρούσα συγκυρία, δεν έχει ιδιαίτερη αξία, παρά μόνον ίσως για να αποφανθεί ο ιστορικός του μέλλοντος ποιος έδειξε μεγαλύτερη γενναιότητα: αυτός που μπήκε στη φωτιά και, ενδεχομένως, ελλείψει σχεδίου και πυξίδας, «κάηκε», ή εκείνος  που μέχρι την τελευταία ώρα καθόταν απ΄ έξω και περιοριζόταν να κριτικάρει τη λάθος τακτική που ακολουθούσαν οι πυροσβέστες;
Η απάντηση, όμως, σε τέτοια ερωτήματα, θεωρώ ότι δεν είναι της παρούσης. Όταν η Ευρώπη, αλλά και ο πλανήτης ολόκληρος, κλονίζονται από ισχυρές προσεισμικές δονήσεις, εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, προέχει είναι να κάνουμε ότι μπορούμε για να προστατευθούμε από τον επερχόμενο τεκτονικό σεισμό που απειλεί το ετοιμόρροπο οίκημα που λέγεται Ελλάδα. Και αυτό το καθήκον δεν ανήκει μόνον στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, αλλά αφορά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, η απειλή που αντιμετωπίζουν σήμερα η Ευρώπη και οι λαοί της μοιάζει με τις παραμονές του τελευταίου Παγκόσμιου Πολέμου που, ας μην ξεχνάμε, μια από τις βασικές αιτίες που τον προκάλεσαν ήταν η οικονομική κρίση του 1929, η οποία, μπορεί να ξέσπασε σε μια περίοδο που ο πλανήτης δεν ήταν τόσο παγκοσμιοποιημένος, όσο σήμερα, δεν άφησε, παρά ταύτα, κανένα έθνος ανεπηρέαστο.
Ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, όντας πολιτικός κρατούμενος, δεν δίστασε, την επομένη της επίθεσης κατά της Ελλάδας, να συντάξει ανοικτή επιστολή και να ζητήσει συστράτευση του ελληνικού λαού στην αντίσταση κατά της απειλής που αντιμετώπιζε η χώρα. «Στον πόλεμο αυτόν που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη», έγραφε.
Το παράδειγμα του, δυστυχώς, δεν φαίνεται να οδηγεί πολλούς σύγχρονους Έλληνες, ομοϊδεάτες του και μη. Αντιθέτως, είναι αρκετοί εκείνοι που, προτάσσοντας το στενό προσωπικό τους όφελος, αδιαφορούν για τις συνέπειες που προκαλούν στο συλλογικό συμφέρον η υπόθαλψη των φαινομένων ανομίας που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία και που, εν τέλει, δεν υπηρετούν, αλλά, κατά τη γνώμη μου, βλάπτουν τα πλέον αδύναμα στρώματα που χτυπιούνται από τη κρίση και θα χτυπηθούν ακόμη περισσότερο από την πλήρη κατάρρευση.
Αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πόσο βλαπτικό για την ταξική πάλη, που επαγγέλλονται οι αριστερές δυνάμεις, θα ήταν ένα χρονικά περιορισμένο «μορατόριουμ», έως ότου κατακάτσει ο παγκόσμιος κουρνιαχτός από τη δίνη της οικονομικής κρίσης. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η απορία μου με την επιμονή για προσφυγή στις κάλπες μέσα σε αυτό το δυσοίωνο διεθνές περιβάλλον, πριν καν η νέα κυβέρνηση και, κυρίως ο νέος πρωθυπουργός, δώσουν ένα πρώτο δείγμα γραφής.
Πιστεύω πως αν, έστω και για λίγο, υποσταλούν τα κομματικά λάβαρα, η Ελλάδα θα μπορούσε να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Και ευελπιστώ πως οι πολίτες, όταν, αργά ή γρήγορα, έρθει η ώρα της δικής τους ετυμηγορίας, θα επιβραβεύσουν εκείνους που θα ενστερνιστούν το τρίπτυχο: συνεννόηση, ενότητα και σύνεση, το οποίο προέταξε στην πρώτη δήλωσή του ο νέος πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω…»

          «Η κρίση έπληξε και πλήττει καθημερινά εκατοντάδες επιχειρήσεις, άλλες κλείνουν, άλλες συρρικνώνονται. Ο “902” προσπαθεί να διατηρηθεί ζωντανός καταφεύγοντας σε απολύσεις, όχι για να σωθούν τα κέρδη κάποιων μετόχων –τέτοιοι ασφαλώς δεν υπάρχουν- αλλά για να συνεχίσει να προβάλλει τις θέσεις του ΚΚΕ και τους αγώνες των εργαζομένων, να αποκαλύπτει την ουσία της αντιλαϊκής πολιτικής».
          Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τις επισημάνσεις αυτές που προέρχονται από άρθρο που δημοσιεύτηκε προ ημερών (16/9) στον «Ριζοσπάστη» για να δικαιολογηθούν οι απολύσεις στις οποίες υποχρεώθηκε να κάνει το κόμμα στον ραδιοτηλεοπτικό του σταθμό, τον «902», ο οποίος, όπως σχεδόν το σύνολο των, ανά το πανελλήνιο, μέσων ενημέρωσης, έχει βρεθεί σε δυσχερή θέση;
«Ο οικονομικός αιμοδότης του σταθμού, το ΚΚΕ, έχει υποστεί μεγάλη συρρίκνωση των οικονομικών του. Η δυνατότητα χρηματοδότησης του σταθμού έχει μειωθεί δραστικά και το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί. Οι απολύσεις είναι αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και όχι ομοιότητα του ΚΚΕ με την καπιταλιστική εργοδοσία», προσθέτει ο αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη» που είναι κι ο ίδιος εργαζόμενος στον «902».
  Δεν μπορώ να διακρίνω που σταματούν, όπως λέει ο αρθρογράφος, οι ομοιότητες της δύσκολης κατάστασης, στην οποία περιήλθε ο «902», με την κρίση που χτύπησε τις άλλες επιχειρήσεις και ειδικά αυτές των μέσων ενημέρωσης, αλλά, με αυτή την αφορμή, μου δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσω μια απορία που από καιρό έχω.
Πόσο, αλήθεια, αξιόπιστη μπορεί να είναι η οξύτατη κριτική που ασκούν όλοι αυτοί που εξακοντίζουν τα δηλητηριώδη βέλη τους αποκλειστικά και μόνο κατά της σημερινής κυβέρνησης ή και του λεγόμενου «δικομματισμού» για τη δυσχερή οικονομική θέση στην οποία έχει οδηγηθεί η χώρα;
Είναι πολύ εύκολο να εκτονώνεται κανείς και, ταυτοχρόνως, να ικανοποιεί το ακροατήριό του, χαϊδεύοντας τους τ΄ αυτιά, με το να καθυβρίζει τους «300» της σημερινής Βουλής ή έστω τους 250 εξ αυτών που τα κόμματα τους κυβέρνησαν τη χώρα. Χρήσιμο, όμως, θα ήταν, μετά την εκτόνωση, να μας υποδείκνυε και το «πρότυπο» που θα έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει.
Έχω αναρωτηθεί, για παράδειγμα, πολλές φορές πόσο καλύτερα διαμορφώθηκαν τα πράγματα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις ή σε αυτοδιοικητικές μονάδες που δεν ήταν πάντα προνομιακός χώρος των κομμάτων εξουσίας και τη διοίκησή τους, κατά καιρούς, την ανέλαβαν πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους. Με ειλικρινή λύπη, όμως, διαπιστώνω ότι, δυστυχώς, δεν τους κατέστησαν «οάσεις».  
Προφανώς και δεν απαλλάσσω τους κατά καιρούς κυβερνώντες από τις βαρύτατες ευθύνες που πρωτίστως εκείνοι φέρουν. Θέλω, όμως, να εστιάσω στη μονομέρεια της κριτικής που ασκείται. Και το κάνω όχι τόσο επειδή πιστεύω ότι είναι άδικη –το αντίθετο, ισχύει-, αλλά επειδή θεωρώ ότι είναι αναποτελεσματική και δεν οδηγεί σε σωστά συμπεράσματα, τέτοια που θα μπορούσαν να μας βγάλουν από την τρέχουσα γενικευμένη κρίση που διέρχεται η ελληνική κοινωνία.
Πιστεύω ότι είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστικό να ακούς από τα χείλη «χρυσοκάνθαρων» της τηλοψίας ή να διαβάζεις από τη γραφίδα τους κηρύγματα απαξίωσης των πολιτικών και υπόθαλψης των τραμπουκισμών και της ανομίας του «δεν πληρώνω», χωρίς την ίδια στιγμή ο λόγος τους να περιέχει ίχνος αυτοκριτικής για τους κρατικοδίαιτους γίγαντες με τα πήλινα πόδια που δημιουργήθηκαν την τελευταία εικοσαετία στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, στον οποίο διοχετεύθηκαν αρκετά από τα δανειακά με τα οποία επιβαρύνθηκε το ελληνικό δημόσιο.
Παρότι κι ο ίδιος προσωπικά επωφελήθηκα από αυτή την κατάσταση, εργαζόμενος, ωστόσο, σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα και ποτέ αργόμισθος, δεν νοιώθω καμία δυσκολία να επαναλάβω τη φράση του Ιησού Χριστού: «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».
Διότι έχω την άποψη και την έχω επαναλάβει αρκετές φορές από τούτη τη στήλη πως αν δεν συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να αυτοϊκανοποιούμαστε, επιμηκύνοντας την καθήλωσή μας.
 
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.