Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κέινς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κέινς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Εκπλήσσεται κανείς από το δημοσκοπικό double score;


Καθώς το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού φαίνεται να ακολουθεί πλέον φθίνουσα πορεία, ίσως είναι η κατάλληλη ώρα για έναν πρώτο απολογισμό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οι βασικές εγχώριες πολιτικές δυνάμεις την πρωτόγνωρη αυτή δοκιμασία για ολόκληρο τον πλανήτη.
Η στάση και η συμπεριφορά της κυβέρνησης είναι λίγο ως πολύ γνωστές. Και μάλλον μη αμφισβητούμενες, τουλάχιστον από την μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία, όπως όλες οι μετρήσεις δείχνουν, επιβραβεύει τον πρωθυπουργό και την κυβερνητική παράταξη.
Σχεδόν από παντού, άλλωστε, αναγνωρίζεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του κινήθηκαν εγκαίρως, κινητοποίησαν όλες τις δυνάμεις που διέθετε η χώρα, ενώ έπεισαν και τους πολίτες να ακολουθήσουν τις υποδείξεις των ειδικών.
Η συνταγή που ακολούθησαν οι κυβερνώντες ήταν πολύ απλή. Χωρίς να χρειαστεί να… εφεύρουν εκ νέου την πυρίτιδα, κατέφυγαν στους ειδικούς ζητώντας τα φώτα των γνώσεων τους. Άφησαν κατά μέρος τις κομματικές παρωπίδες που έκαναν αρκετά από τα στελέχη του χώρου τους να ζητούν μέχρι πρότινος την αποκαθήλωση του ΕΣΥ.
Αποφεύγοντας, μάλιστα, τις ακραίες υποδείξεις αντιπάλων τους για «εδώ και τώρα» επίταξη του ιδιωτικού τομέα της υγείας, προώθησαν τη συνεργασία με το δημόσιο σύστημα υγείας, αυξάνοντας τη «δύναμη πυρός» με την οποία το τελευταίο οργάνωσε την άμυνα απέναντι στην πανδημία.
Αλλά και στο οικονομικό πεδίο οι κυβερνητικοί ιθύνοντες κινήθηκαν χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές. Υιοθετώντας στην πράξη τις αρχές του κεϋνσιανισμού, αναγνώρισαν χωρίς περιστροφές ότι «η αγορά δεν έχει πάντα τις λύσεις» και άπλωσαν δίχτυ προστασίας για τη διάσωση των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας.
Αν για κάτι, λοιπόν, διακρίθηκε το κυβερνητικό επιτελείο τους τελευταίους μήνες, κακά τα ψέματα αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τον υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας στην πραγματικότητα που επέδειξαν ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες.        
Από την άλλη είναι αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς τους αντιπάλους της κυβέρνησης και κατά βάση την ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να… αντιπολιτεύονται την πραγματικότητα. Και για μην θεωρηθεί ότι ενέχει στοιχεία υπερβολής η συγκεκριμένη επισήμανση, ας δούμε την εξέλιξη που είχαν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα.    
            Πριν από περίπου ενάμιση μήνα, όταν η πανδημία ήταν στην κορύφωσή της, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό «Κόντρα», δήλωνε επί λέξει: «Διότι εάν είναι (η Ελλάδα) η τελειότερη στον κόσμο, τι να πούνε οι γείτονές μας, γιατί δεν είναι μόνο η Ιταλία γειτονική χώρα. Δηλαδή ο Ράμα που έχει μόνο 25 θανάτους είναι θεός. Ή ο Μπορίσοφ που έχει 35 είναι και αυτός ημίθεος. Δεν είναι έτσι τα πράγματα».
Στο ανώτατο, δηλαδή, επίπεδο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αμφισβητούσε ευθέως τη θετική έκβαση που όλοι έβλεπαν ότι είχε η προσπάθεια περιορισμού της υγειονομικής κρίσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ακόμη και τώρα να αποδίδουν τη πανθομολογούμενη ευνοϊκή εξέλιξη που είχε η εγχώρια καμπύλη με τα κρούσματα, αλλά και τα θύματα της πανδημίας πότε στην καλή τύχη της χώρας και πότε στη γεωγραφική της θέση.
Είναι, όμως, τα πράγματα, όπως τα… θέλουν οι αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης; Οι αριθμοί, όταν δεν «μαγειρεύονται», λένε πάντα την αλήθεια. Εξετάζοντας, λοιπόν, συγκριτικά μια δεκάδα χωρών της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων βρίσκουμε τα εξής αδιαμφισβήτητα στοιχεία:
Η Τουρκία, παρόλο που άργησε πολύ καιρό να ανακοινώσει τους πρώτους προσβληθέντες από τον ιό και ο Ερντογάν πανηγύριζε για το… τουρκικό DNA, διατηρεί πλέον τα πρωτεία, έχοντας προσώρας 1.965 κρούσματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Ακολουθούν στη δεύτερη θέση η Σερβία με 1.318 κρούσματα ανά εκατομμύριο, στην τρίτη θέση η Βόρεια Μακεδονία με 1.196, στην τέταρτη η Ρουμανία με 1.022 και στην πέμπτη η Βοσνία με 777. Έκτη είναι η Σλοβενία με 710, έβδομη η Κροατία με 547, όγδοη η Αλβανία με 411, ένατη η Βουλγαρία με 368 και δέκατη η Ελλάδα με 282 κρούσματα για κάθε εκατομμύριο κατοίκων της χώρας.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός επιδημιολόγος για να αντιληφθεί ότι η περιορισμένη εξάπλωση που είχαν τα κρούσματα στη χώρα μας ήταν προϊόν της αποτελεσματικότητας που είχαν τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν. Ούτε απαιτούνται γνώσεις λοιμωξιολογίας για να αποδεχθεί κάποιος ότι η έγκαιρη ιχνηλάτηση των επαφών όσων διαπιστώθηκε ότι προσβλήθηκαν από τον ιό είναι η κατάλληλη μέθοδος για να περιοριστεί η διασπορά της πανδημίας.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, οι Έλληνες πολίτες, χωρίς να είναι ούτε επιδημιολόγοι ούτε λοιμωξιολόγοι, βλέπουν την πραγματικότητα την οποία αρνείται να δει η ηγεσία και το στελεχιακό δυναμικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και γι΄ αυτό δίνουν σε όλες τις πρόσφατες μετρήσεις δημοσκοπικό double score στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στο κυβερνών κόμμα.
Εκπλήσσεται κανείς;

Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Ο κ. Σόιμπλε και οι τρύπες στο νερό



«Αν το υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας, να ξεθάψουν πάλι τα τραπεζογραμμάτια (αφού, βεβαίως, αποκτήσουν το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία», έγραψε πριν από σχεδόν επτά δεκαετίες ο μεγάλος διανοητής της οικονομικής σκέψης Τζον Μέυναρτ Κέινς.
Όπως εξηγούσε στο μνημειώδες έργο του «Γενική Θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος», από το οποίο προέρχεται το συγκεκριμένο απόσπασμα, «με τη συνδρομή των επιπτώσεων» που θα είχε μια τέτοια πρωτοβουλία, «το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξανόταν». Προς άρση δε τυχόν παρεξηγήσεων πρόσθετε πως «θα ήταν, ασφαλώς λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνου ανάλογα έργα». Συμπλήρωνε, όμως, ότι «αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι΄ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε».
Μου ήρθαν στο νου οι αναφορές αυτές του κορυφαίου οικονομολόγου παρακολουθώντας όλες τις τελευταίες μέρες την πρεμούρα της κυβέρνησης να ψηφιστεί άρον – άρον το περίφημο πολυνομοσχέδιο πριν από την άφιξη στην Αθήνα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έτσι ώστε την επομένη –καθόλου τυχαία προφανώς- να εκταμιευθεί  το πρώτο μέρος της δόσης που ενέκρινε πρόσφατα το Eurogroup.
Ο κ. Σόιμπλε θα το βρει ψηφισμένο το πολυνομοσχέδιο που επέβαλαν οι επιτετραμμένοι του. Μόνον, όμως, που σε κανένα από τα εκατό και βάλε άρθρα του δεν θα βρει κανείς το πνεύμα του Κέινς και την έμφαση που εκείνος έδινε στη σημασία της απασχόλησης ως βασικού προσδιοριστικού παράγοντα για την αύξηση του εισοδήματος και του πλούτου της κοινωνίας.
Ο Γερμανός υπουργός και οι ομοϊδεάτες του που έχουν το «πάνω χέρι» στην ευρωζώνη υποβάλουν εδώ και τριάμισι χρόνια την ελληνική οικονομία στο ανελέητο σισύφειο μαρτύριο να ανοίγει τρύπες που αντί να αυξάνουν, όπως ήθελε ο Κέινς με το παράδειγμα που επικαλέστηκε, μειώνουν τον πλούτο της ελληνικής κοινωνίας μέσα από την αδηφάγο ύφεση που καταστρέφει δουλειές, επιχειρήσεις, ζωές.
Την ώρα που η ελληνική οικονομία αργοπεθαίνει από την έλλειψη ρευστότητας, την επενδυτική άπνοια και την υπερφορολόγηση, κυρίαρχο στοιχείο για τη χώρα αναδεικνύεται, εξαιτίας της ιδεοληπτικής εμμονής των δανειστών μας για ανατροπές στο status του ελληνικού δημοσίου, το αν η δημοτική αστυνομία θα αλλάξει όνομα και θα γίνει διοικητική αστυνομία.
Χωρίς διάθεση υπεράσπισης του ελληνικού δημοσίου, ως Έλλην φορολογούμενος πολίτης θυμώνω με την επιμονή αυτή, όπως -πολύ περισσότερο- και με την αποδοχή της από το περιδεές εγχώριο πολιτικό προσωπικό, όταν κανείς δεν εξηγεί ποιο θα είναι το δημοσιονομικό ή άλλο όφελος από οριζόντια μέτρα αυτού του είδους που πίπτουν επί των κεφαλών δικαίων και αδίκων, επιόρκων ή και ευόρκως ασκούντων τα καθήκοντά τους.
Αναρωτιέμαι δε αν από όσους κυβερνητικούς παράγοντες θα έχουν την ευκαιρία να συνομιλήσουν με τον κ. Σόιμπλε θα βρει κάποιος το σθένος να του πει τις άβολες αλήθειες που είναι βέβαιο ότι δεν θέλει να ακούσει ο Γερμανός υπουργός. Όχι δεν αναφέρομαι στα όσα λέγονται για τις πολεμικές επανορθώσεις που η χώρα του δεν έχει πληρώσει στην Ελλάδα από την περίοδο της κατοχής. Εκεί είναι βέβαιο ότι είναι εξοπλισμένος με –διπλωματικά και άλλα- επιχειρήματα και εύκολα θα ξεφύγει.
Εκεί που θεωρώ ότι δεν θα μπορέσει να ξεφύγει εύκολα είναι αν προειδοποιηθεί ότι, όσο μας καταδικάζει να… ανοίγουμε τρύπες στο νερό, αυτό αργά ή γρήγορα θα στραφεί εναντίον της χώρας του και των φορολογουμένων της. Κι αυτό διότι, όσο τα δάνεια που μας χορηγούνται δεν κατευθύνονται στην αύξηση του εγχώριου προϊόντος, δεν υπάρχει περίπτωση να πάρουν πίσω έστω και ένα μέρος του κεφαλαίου τους, κάτι που είναι πολύ πιθανό να συμβεί και… χωρίς να αναλάβει τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ακόμη και αν ο κ. Σόιμπλε δείξει να το ξέρει και να το έχει υπολογίσει, είναι βέβαιο ότι δεν το ξέρουν και δεν το έχουν υπολογίσει οι Γερμανοί ψηφοφόροι που θα κρίνουν τον ίδιο και την κυβέρνηση του σε δέκα εβδομάδες από σήμερα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 15.7.2013)

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι φόροι και οι μύθοι

Παρακολουθώ, όχι με ιδιαίτερη έκπληξη είν΄ αλήθεια, αφού πρόκειται περί πολυπαιγμένου έργου και μάλιστα με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος «δημόσιος διάλογος» για το φορολογικό νομοσχέδιο. Τα όσα, ωστόσο, ακούγονται, κυρίως κατά τη διάρκεια του άφθονου χρόνου που αφιερώνουν τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία –και των πρωινάδικων, όπως πληροφορούμαι, αλλά δεν έχω ιδία αντίληψη, γιατί τα αποφεύγω-, είναι, κατά την άποψή μου, εξοργιστικά.
Με… ιερά οργή οι σχολιαστές των «οκτώ» κατακεραυνώνουν κάθε -εικαζόμενη, πολλές φορές- ρύθμιση που μπορεί να συμβάλει στην δικαιότερη κατανομή των βαρών, ίσως επειδή αναγκαστικά περνάει μέσα από την αύξηση της δικής τους φορολογικής επιβάρυνσης, υπερασπιζόμενοι ακόμη και την κατάργηση φοροαπαλλαγών που αποδείχθηκαν ατελέσφορες, την ίδια ώρα που με ικανοποίηση χαιρετίζουν κάθε μέτρο που μειώνει τα συνολικά έσοδα του κράτους. 
Υποτίθεται ότι μιλούν από την πλευρά του… λαού και της κοινωνίας, θέλοντας να πείσουν ότι, τάχατες, προασπίζουν τα συμφέροντα τους από τους… φορομπήχτες του υπουργείου Οικονομικών. Και για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό τους προφίλ, τραβάνε και ένα καταχέριασμα στους ανάλγητους τροϊκανούς… κατακτητές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι αυτοί στρέφονται κατά των αδυνάτων, οι οποίοι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο μέσα στη θολούρα στην οποία καλείται να βρει άκρη η ελληνική κοινωνία, είναι εκείνοι που πριν από όλους πλήττονται όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους ή περιορίζονται οι εισπράξεις από την άμεση φορολογία και γίνεται επιτακτική ανάγκη η αύξηση των έμμεσων φόρων.
Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των μικροσυνταξιούχων και χαμηλόμισθων, όχι μόνον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την αύξηση των αμέσων φόρων, αλλά αν ήταν σωστά ενημερωμένοι και αν, επιπλέον, είχαν στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του κράτους, θα έπρεπε να εύχονται την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας επί των υψηλότερων εισοδημάτων, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περισσότερες σοβαρές χώρες του κόσμου.
Γνωρίζω τον –κατ΄ εμέ- εύκολο αντίλογο όλων αυτών των κηνσόρων, όπως και των πολιτικάντηδων που επενδύουν σε αυτή την πολιτική ατζέντα, καθώς επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα κάθε βράδυ μέσα από το μυθοποιημένο στερεότυπο ερώτημα: «Και τι θα γίνει με την κατανάλωση; Τι θα κάνει η αγορά που έχει στεγνώσει, με αποτέλεσμα να κλείνουν χιλιάδες καταστήματα;».
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Αν είναι να δουλεύει η αγορά, όπως δούλευε τόσα χρόνια, πουλώντας κάθε είδους εισαγόμενα προϊόντα και αδιαφορώντας για την καταστροφή που συντελέστηκε στην εγχώρια παραγωγή και οδήγησε στην απόλυτη ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου –τη βασική, δηλαδή, πηγή των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας-, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόκειται να… σωθούν ακόμη και αν  –προς χαράν των τηλεσχολιαστών- μηδενιζόταν οι φορολογικοί συντελεστές.
Οι όψιμοι, δήθεν, «κεϊνσιανιστές», μέσα στον αντιμνημονιακό τους οίστρο, παραβλέπουν, για παράδειγμα, την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε όταν στις αρχές του 2009 κάποιοι οικονομικοί «φωστήρες» είχαν την φαεινή έμπνευση (;) να δώσουν κίνητρα – επιχορηγήσεις και μείωση φόρων- για την αγορά κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη ευημερία που στηρίζονταν στα δανεικά, τα οποία δινόταν ακόμη αφειδώς, χάρις και στην παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, θα ήταν αιώνια.    
Αντ΄ αυτών, θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα μπορούν, να ισχύσουν κίνητρα για την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων ή για την επιδότηση εταιριών που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε κλάδους που στηρίζουν τα παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Γι΄ αυτά, όμως, δεν γίνεται κανένας δημόσιος διάλογος, ούτε εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τα τηλεοπτικά δελτία, προφανώς γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν βολεύονται με τη μείωση της φορολογίας.  
Από… ιδρύσεως κόσμου, όμως, η φορολογία -και η δη η άμεση- είναι το κατ΄ εξοχήν, αναδιανεμητικό μέτρο που διαθέτει μια στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία. Μέσω της φορολόγησης αποφεύγονται συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας και στηρίζονται τα εισοδηματικά πιο αδύναμα μέλη κάθε κοινωνίας που έχουν την ανάγκη του δασκάλου για τα παιδιά τους, του αστυνομικού που να εμπεδώνει το κλίμα ασφάλειας στις γειτονιές τους, του δικαστή από τον οποίο μπορεί να βρουν το δίκιο τους.
Αρκεί, βεβαίως, η Πολιτεία αυτή να διαθέτει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να συλλέγουν τους αναλογούντες φόρους, αλλά να κατοικείται και από συνειδητούς πολίτες που να πληρώνουν πρώτα τους δικούς τους φόρους τους, αναλογικά με τα εισοδήματα και την περιουσία που διαθέτουν και, κατόπιν, να απαιτούν, δικαίως, να πληρώνουν και οι άλλοι. Η φοροδιαφυγή, όμως,  των άλλων, που πολλές φορές οι ίδιοι την υποθάλπουμε, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι.      
Ξέρω ότι, για ιστορικούς και όχι μόνον λόγους, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ mainstream (πόσω μάλλον στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και απολύτως συγκεχυμένων απόψεων για το πώς και το γιατί φθάσαμε εδώ που είμαστε) να τάσσεται κανείς υπέρ των φόρων, αλλά αν τώρα δεν ειπωθεί η αλήθεια και δεν επικρατήσει η λογική δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από τον κρίση.
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.