Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κένεντι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κένεντι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2023

Να τους… κλείσουμε όλους μέσα, αλλά σε ποιες φυλακές;


Ο Παλαιστίνιος Σιρχάν Σιρχάν, ο οποίος καταδικάστηκε για τη δολοφονία του υποψήφιου για την προεδρία των ΗΠΑ Ρόμπερτ Κένεντι το μακρινό 1968, παραμένει κρατούμενος στις φυλακές της Καλιφόρνιας, εκτίοντας ποινή ισόβιας κάθειρξης, όπως μετατράπηκε η αρχική καταδίκη του σε θάνατο.

Τα επανειλημμένα αιτήματα για αποφυλάκιση που έχει υποβάλει ο 79χρονος πλέον κατάδικος απορρίπτονται διότι οι αρμόδιες αμερικανικές αρχές θεωρούν ότι, παρότι κρατείται επί 55 ολόκληρα χρόνια, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του νόμου για να αφεθεί ελεύθερος. Βλέπετε σε κάποιες χώρες ισχύει η ρήση που φημολογείται ότι έχει βγει από τα χείλη Έλληνα πολιτικού, ο οποίος λέγεται ότι, αναφερόμενος στους πρωταίτιους του στρατιωτικού πραξικοπήματος του 1967, είχε πει «όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια».

Στην πράξη, βεβαίως, η καταδίκη σε ισόβια από την ελληνική Δικαιοσύνη σχεδόν ποτέ ως τώρα δεν ξεπέρασε την εικοσαετή παραμονή στις φυλακές. Και δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι αν ήταν στην Ελλάδα ο καταδικασμένος για τη δολοφονία του δεύτερου διάσημου πολιτικού από την οικογένεια Κένεντι, που έπεσε νεκρός από τα πυρά ενός οπλοφόρου με αμφιλεγόμενα κίνητρα και ενδεχομένως άγνωστους ηθικούς αυτουργούς, θα είχε αποκτήσει την ελευθερία του εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες.

Η περίπτωση του Παλαιστίνιου Σιρχάν δεν είναι η μόνη που δείχνει ότι η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται στον αντίποδα της μεταχείρισης την οποία «απολαμβάνουν» όσοι παραβιάζουν τον νόμο, δικάζονται και καταδικάζονται είτε για ήπια πλημμελήματα είτε για βαριά κακουργήματα. 

Με τη δικαιολογία ή και κάποιες φορές το πρόσχημα ότι η κατάσταση στις ελληνικές φυλακές, που μαστίζονται κυρίως από τον υπερπληθυσμό των κρατουμένων, είναι αφόρητη και μόνον σε σωφρονισμό δεν οδηγεί, στη δική μας χώρα, εδώ και πάνω τρεις δεκαετίες ψηφίζονται νόμοι για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.

Με αποκορύφωμα την αλλαγή των Ποινικών Κωδίκων, που ψηφίστηκε στο άψε σβήσε λίγο πριν επικυρωθεί από τη λαϊκή ετυμηγορία η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη ΝΔ, υιοθετήθηκαν από τις περισσότερες κυβερνήσεις ρυθμίσεις οι οποίες οδήγησαν σε αποποινικοποίηση αδικημάτων, παραγραφές διώξεων και δραστικές μειώσεις των ποινών που επιβάλλονται και πολύ περισσότερο εκείνων που εκτίονται.

Με τον τρόπο αυτό γίναμε επανειλημμένα μάρτυρες καταστάσεων στις οποίες ειδεχθείς εγκληματίες (παιδεραστές, έμποροι ναρκωτικών, «άνθρωποι της νύκτας», εκβιαστές, μεγαλοκαταχραστές του δημοσίου πλούτου και άλλοι), κυρίως όταν είχαν εκπροσώπηση από επώνυμους και ακριβούς νομικούς παραστάτες, δεν πέρασαν ποτέ το κατώφλι των φυλακών ή, όταν το πέρασαν, έμειναν εκεί για δυσανάλογα μικρό χρονικό διάστημα.

Παρά ταύτα, ούτε τα καταστήματα κράτησης στη χώρα μας απηλλάγησαν από τον ασφυκτικό συνωστισμό, ούτε οι τρόφιμοι τους γλύτωσαν από τις απάνθρωπες συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι από όσους εκτίουν ποινές και δεν διαθέτουν τα απαραίτητα οικονομικά μέσα για να βελτιώσουν τη διαβίωση τους πίσω από τα κάγκελα. 

Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι κρατούμενοι στις ελληνικές φυλακές αντί να σωφρονίζονται, όπως υποτίθεται ότι είναι ο λόγος του εγκλεισμού τους, αποφυλακίζονται έχοντας κάνει εντατικά μεταπτυχιακά μαθήματα στην παραβατικότητα.

Συχνά, άλλωστε, συμμορίες που δρουν στον έξω κόσμο συντονίζονται μέσα από τις φυλακές, αφού μπορεί τύποις να ισχύουν περιορισμοί στις επικοινωνίες αλλά όποιος διαθέτει τους ανάλογους πόρους δεν δυσκολεύεται να αποκτήσει απεριόριστη πρόσβαση σε συνεργούς εκτός φυλακής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ουδείς νομίζω ότι μπορεί να αρνηθεί ότι το υφιστάμενο σύστημα απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας πάσχει. Και πάσχει, μάλιστα, βαρύτατα. Είναι στην πραγματικότητα ο «μεγάλος ασθενής» της ελληνικής Πολιτείας, καθώς για μια σειρά από λόγους (πολιτικούς και κοινωνιολογικούς) ο τρόπος με τον οποίο απονέμεται το δίκαιο δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις της πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας. 

Γι΄ αυτό και η λύση στο πολύπτυχο αυτό πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μονοδιάστατη. Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται να βρεθεί με μόνη την επαύξηση των ποινών την οποία προωθεί η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης.

Έχει γίνει άραγε κάποια μελέτη για το που θα «φιλοξενηθούν» όλοι αυτοί οι οποίοι, με βάση τις ρυθμίσεις που πομπωδώς ανακοίνωσε ο κ. Γιώργος Φλωρίδης, δεν θα αφήνονται πλέον ελεύθεροι αλλά θα οδηγούνται στις φυλακές; Ακόμη και αν είναι δημοσιογράφοι που θα καταδικαστούν πρωτοδίκως για το αμφιλεγόμενο αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης. 

Η σημερινή κυβέρνηση πασχίζει από τις πρώτες εβδομάδες της συγκρότησής της να μεταφέρει στον Ασπρόπυργο τις φυλακές του Κορυδαλλού, χωρίς ακόμη να έχει καταφέρει τίποτε περισσότερο από την προκήρυξη του διαγωνισμού για την οικοδόμηση του νέου κτιριακού συγκροτήματος στην πρώην «αμερικανική ευκολία».

Έχω την αίσθηση ότι δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι ρυθμίσεις Φλωρίδη και αρχίσουν ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές να στέλνουν σωρηδόν στη «στενή» κάθε είδους παραβάτες που μπορεί να βαρύνονται ακόμη και για εξ αμελείας τροχαία ατυχήματα. 

Τα πράγματα προοιωνίζονται να γίνουν ακόμη χειρότερα από τη στιγμή που η τωρινή κυβέρνηση αποφάσισε η ευθύνη των φυλακών να έχει περάσει από το υπουργείο Δικαιοσύνης στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα δύο αυτά χαρτοφυλάκια -της Δικαιοσύνης και της «Δημόσιας Τάξης» που το δεύτερο σπανίως συναντάται- είναι ενιαία ακριβώς για να μην υπάρχει αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που αποφασίζουν τις κρατήσεις και σε εκείνους που τις υλοποιούν. 

Εδώ τα πράγματα είναι αλλιώς και ας ακούμε χρόνια τώρα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης να κατηγορεί τους δικαστές ότι αφήνουν ελεύθερους ή ρίχνουν ποινές χάδι στους εγκληματίες, την ίδια ώρα που το υπουργείο Δικαιοσύνης αντιτείνει ότι η Αστυνομία ευθύνεται που συντάσσει ελλιπείς και χωρίς στοιχεία δικογραφίες που δεν είναι ικανές να επιφέρουν καταδίκες των παρανόμων. Για να μην αναφερθούμε στους υφ΄ όρων απολυόμενους που, όπως αποδείχθηκε πρόσφατα, είναι στη… διακριτική τους ευχέρεια αν θα τους τηρήσουν, αφού κανείς δεν τους ελέγχει.

Να τους κλείσουμε μέσα, λοιπόν, όλους τους παραβάτες, αλλά σε ποιες φυλακές; Μήπως, εν τέλει, το πρόβλημα είναι πιο πολύπλοκο από τους εύηχους λαϊκισμούς για «μηδενική ανοχή στο έγκλημα»;

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

«Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η Πατρίδα για σένα...»

             Γνωστοί και φίλοι που ξέρουν την κοσμοθεωρία μου με ρωτούν αν συμμετέχω στις εκδηλώσεις των «Αγανακτισμένων» που με εμπορική λαγνεία προωθούν τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης. Όσοι δεν με γνωρίζουν καλά και έχουν, απλώς ακούσει, ότι συμμετείχα σε όλες τις κινητοποιήσεις κατά του μνημονίου, εκπλήσσονται αρχικώς με την αρνητική μου απάντηση στο ερώτημα αν πήγα στο Σύνταγμα.
 Οι καλοπροαίρετοι, ωστόσο, νομίζω ότι πείθονται από τα επιχειρήματά μου, ένα από τα οποία είναι ότι δεν θα μπορούσα να είμαι συμμέτοχος σε μια κινητοποίηση που εγκολπώθηκε από την πρώτη στιγμή ο «Άγιος» Καλαβρύτων, ο γνωστός Αμβρόσιος, που με εγκύκλιό του, η οποία είχε -παρακαλώ- δημοσιευτεί στο ΦΕΚ, έδινε οδηγίες στους ιερείς της Μητρόπολής του πως δεν θα αποδίδουν στο κράτος -που, κατά τα άλλα πληρώνει τους μισθούς τους- τους αναλογούντες φόρους από το «παγκάρι».
 Δεν συμμετέχω και δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω σε εκδηλώσεις χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα ή με νεφελώδεις γενικότητες του τύπου «να φύγει η τρόικα και το μνημόνιο», όταν έχω εδραία πεποίθηση ότι οι πρωτοβουλίες αυτού του είδους δεν οδηγούν στην κοινωνική πρόοδο, αλλά, αντιθέτως, συμβάλλουν στη διατήρηση της σημερινής κατάστασης, αν δεν την επιδεινώνουν κιόλας.
 Όπως, πιστεύω, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, έχω κι εγώ πολλούς λόγους για να αγανακτώ. Μόνον που, προφανώς, οι λόγοι αυτοί δεν είναι οι ίδιοι για τους οποίους εξεγείρονται οι «βολεμένοι» καλλιτέχνες, οι «καλοθρεμμένοι» ιερωμένοι και οι «επαγγελματίες» πολιτικοί που δηλώνουν αλληλέγγυοι με το -εισαγόμενο κι αυτό!- κίνημα των «Αγανακτισμένων».        
Αγανακτώ, για παράδειγμα, με την καφενόβια κριτική που διατυπώνεται από ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν στην εποχή του «δε βαριέσαι αδερφέ».
Αγανακτώ με τους κάθε λογής αποδεδειγμένους κλέφτες που φωνάζουν δυνατότερα από τους άλλους το «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», αφήνοντας τους εαυτούς τους στο απυρόβλητο.
Αγανακτώ με κάθε είδους ανομία και, πολύ περισσότερο, με όσους δεν πληρώνουν τους φόρους τους και δεν ανταποκρίνονται στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους έναντι του κοινωνικού συνόλου.
Αγανακτώ με όσους δεν συνειδητοποιούν τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε εδώ που φθάσαμε, συνειδητοποίηση που αποτελεί την εκ των ων ου άνευ προϋπόθεση για να αναζητήσουμε την διέξοδο.
Αγανακτώ με όσους δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να ξεβολευτούν από «κεκτημένα» που δεν ανταποκρίνονται στην ατομική τους προσφορά και ευθύνη.
Αγανακτώ με όσους θεωρούν ότι για όλα όσα υφιστάμεθα εδώ και πάνω από ένα χρόνο φταίνε άλλοι, οι ξένοι που κακώς μας δάνειζαν και άρα εμείς τώρα δεν πρέπει να ξεπληρώσουμε τα δανεικά.
Αγανακτώ με τις θεωρίες συνωμοσίας που θέλουν να είναι «όλα στημένα», επειδή, έτσι, βολεύει τον εθνικό μας «αυτισμό» που δεν μας αφήνει να δούμε πως εξελίσσεται το παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Αγανακτώ με τους ολοφυρόμενους τηλεαστέρες που επιδίδονται σε «ιερεμιάδες» κατά των φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονται και αδιαφορούν για το μείζον ζήτημα της ανεργίας.
Αγανακτώ με τους δήθεν πατριώτες που έτρεξαν να αποσύρουν τα λεφτά τους από τις τράπεζες και να στείλουν -όσοι μπόρεσαν- στο εξωτερικό.
Αγανακτώ με όσους στρέφονται συλλήβδην κατά της Βουλής και του συνόλου της πολιτικής, αγνοώντας ότι η λύση δεν μπορεί παρά να έρθει από εκεί και από πουθενά αλλού.
Αγανακτώ με τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς, τους αργόμισθους και τους φυγόπονους, αλλά και με όσους τους καλύπτουν, εξασφαλίζοντας τους ατιμωρησία.
Αγανακτώ με τους πολιτικούς της απραξίας και της αδράνειας που επιδίδονται σε σχολιασμό της κατάστασης και χαϊδεύουν αυτιά για ψηφοθηρικούς λόγους.
Για όλα αυτά -και ακόμη περισσότερα που δε χωράει η στήλη να τα απαριθμήσω- θα μπορούσα να κατασκηνώσω κι εγώ στο Σύνταγμα και παρέα με τον κ. Αμβρόσιο -το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, αλήθεια, πως δεν το επιστράτευσε, όπως τότε με τις ταυτότητες;-, τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ -που είναι κι αυτός «Αγανακτισμένος», επειδή ίσως του τελειώνουν τα δισ. που του πληρώσαμε προ ολίγων ετών για το Τατόι-, τον Αλέξη Τσίπρα και όποιον άλλο.
Με μια επιπλέον προϋπόθεση: να καλέσουμε όλους τους Έλληνες να ενστερνιστούν τη ρήση του Αμερικανού Προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι «μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει για σένα η Πατρίδα, ρώτα τι μπορείς εσύ να κάνεις για την Πατρίδα». 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.