Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καπιταλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καπιταλισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Το αλαλούμ στην κτηματαγορά με τον ΝΟΚ και οι δήμαρχοι των «πλούσιων» προαστίων


Οι πρωτοετείς φοιτητές της Οικονομικής Ιστορίας μαθαίνουν ότι το έναυσμα για την ανάδυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης δόθηκε όταν, περί το 1640, ψηφίστηκαν στη Βρετανία οι πρώτοι νόμοι για τις περιφράξεις των αγροτικών γαιών, με τους οποίους ουσιαστικά κατοχυρώθηκαν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των περιουσιών που μέχρι τότε ήταν ασαφή.

Στους σχεδόν τέσσερις αιώνες που παρήλθαν έκτοτε, η αποσαφήνιση των περιουσιακών δικαιωμάτων, δηλαδή το τι ανήκει σε ποιον και πώς μπορεί εκείνος να το χρησιμοποιεί, υπήρξε το καθοριστικό κριτήριο το οποίο διαχωρίζει τις σύγχρονες και ευνομούμενες πολιτείες από τα κράτη όπου επικρατούν οι λογικές της αρπαχτής και του… δίκιου των ισχυρών.

Παραβιάζει, θεωρώ, ανοικτές θύρες όποιος διαπιστώσει ότι, στα περίπου 200 χρόνια της ύπαρξης του, το ελληνικό κράτος παραμένει σταθερά στην κατηγορία των μη ευνομούμενων πολιτειών, καθώς δεν έχει καταφέρει να βάλει τάξη στα δικαιώματα επί της περιουσίας που είτε ανήκει στο ίδιο, είτε στους πολίτες του και σε όσους επιλέγουν να επενδύσουν εντός της επικράτειάς του.

Δεν είναι μόνον οι περίφημες λέξεις και εκφράσεις, όπως «αυθαίρετα», «τακτοποίηση υπερβάσεων σε ημιυπαίθριους», «εκτός σχεδίου δόμηση», «καταπάτηση δημοσίων κτημάτων» και «δικαίωμα εξαγοράς καταπατημένων» που συναντά κανείς μόνον στην ελληνική και δεν μπορούν να… μεταφραστούν σε άλλη γλώσσα επειδή δεν υπάρχει αντίστοιχη ορολογία.

Είναι, πολύ περισσότερο, το ότι είμαστε η μοναδική ευρωπαϊκή χώρα η οποία δεν διαθέτει ούτε ολοκληρωμένο Κτηματολόγιο ούτε στοιχειώδες δασολόγιο ούτε αποσαφηνισμένο περιουσιολόγιο ούτε ξεκάθαρο χωροταξικό σχεδιασμό, κατά τρόπον ώστε να γνωρίζει επακριβώς ο καθένας τι μπορεί να κάνει και τι όχι σε ένα κομμάτι γης που έχει στην ιδιοκτησία του.

Είναι άκρως χαρακτηριστικό το απίθανο αλαλούμ που προέκυψε τις τελευταίες ημέρες, καθώς κυκλοφόρησαν πληροφορίες ότι το αρμόδιο Ε΄ Τμήμα του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣτΕ) έκανε κατ' αρχήν δεκτές τις προσφυγές ορισμένων συμπολιτών μας περί αντισυνταγματικότητας ορισμένων προβλέψεων του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (ΝΟΚ), ο οποίος ψηφίστηκε από τη Βουλή και έγινε νόμος του κράτους τον Απρίλιο του 2012.

Βασική καινοτομία του ΝΟΚ, ο οποίος συμπληρώνει αισίως αυτές τις μέρες δώδεκα συναπτά έτη εφαρμογής, αλλά συνάμα και «αχίλλειος πτέρνα» του, με βάση την προσφυγή στο ΣτΕ, είναι ότι δίνει «κίνητρα» για τον περιορισμό της κατανάλωσης ενέργειας μέσω «μπόνους» τα οποία αυξάνουν την επιτρεπόμενη δόμηση.

Πριν καν εκδοθεί, όμως, απόφαση επί του επίμαχου θέματος, αφού, πάντα κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, το Ε΄ Τμήμα παρέπεμψε την υπόθεση για τελική κρίση στην Ολομέλεια του ΣτΕ, ο ένας μετά τον άλλον οι δήμαρχοι «πλούσιων» προαστίων της ευρύτερης πρωτεύουσας έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι «παγώνουν» την έκδοση οικοδομικών αδειών.

Ισχυριζόμενοι ότι κατ' αυτόν τον τρόπο προασπίζονται το περιβάλλον των πόλεων τους από την υπερδόμηση και τις πολυώροφες πολυκατοικίες, οι τοπικοί άρχοντες αδιαφορούν για τις συνέπειες που έχουν στην κτηματαγορά οι… ακτιβιστικού τύπου ανακοινώσεις τους, που σε κάποιες περιπτώσεις, περιβάλλονται με τον μανδύα των ομόφωνων αποφάσεων των Δημοτικών Συμβουλίων. Κυρίως, όμως, παραβλέπουν ότι δεν ανήκει στην αρμοδιότητά τους μια τέτοια εξουσία, αφού οι Πολεοδομίες εδρεύουν μεν στους Δήμους, αλλά την εποπτεία επ' αυτών έχουν οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις.

Στον τεκμηριωμένο αντίλογο που διατύπωσε ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΤΕΕ) Γιώργος Στασινός, ανεξάρτητα αν το έκανε για να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των συναδέλφων του μηχανικών και αρχιτεκτόνων, υπήρξε καταπέλτης: «Κανείς από όσους φωνασκούν τελευταία για τα ύψη κτιρίων δεν νοιάζεται για το περιβάλλον», δήλωσε.

«Νοιάζονται, απλά, να εξυπηρετήσουν ατομικά ή συλλογικά συμφέροντα. Κάποιοι για να μην κτιστούν δίπλα τους άλλα κτίρια, κάποια ρετιρέ για να μη χάσουν τη θέα τους, κάποιοι για να αυξήσουν την αξία της υφιστάμενης περιουσίας τους, κάποιοι, απλά, για να εξυπηρετήσουν μικροπολιτικά συμφέροντα», συμπλήρωσε.

Ο ίδιος επιμένει με κατηγορηματικό τρόπο ότι «οι δήμοι δεν έχουν καμία αρμοδιότητα να επιβάλλουν απαγορεύσεις έκδοσης αδειών δόμησης» και σε υψηλούς τόνους καλεί τους δημάρχους «να σεβαστούν τη νομιμότητα και να απέχουν από κάθε ενέργεια που προσβάλλει τον νόμο και την εφαρμογή του ΝΟΚ».

Είναι πασίγνωστο ότι ο κ. Στασινός εκλέγεται στο αξίωμα του προέδρου του ΤΕΕ με τη σημαία της κυβερνητικής παράταξης, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να δώσει και την… ταξική διάσταση του ζητήματος που ανέκυψε, υποστηρίζοντας: «Ποιοι φωνάζουν; Ξεκίνησαν κάποιοι στο Ψυχικό και στην Εκάλη, συνεχίζουν τώρα στον Άλιμο και σε Βάρη-Βούλα-Βουλιαγμένη. Είδατε εσείς μήπως διαμαρτυρίες στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στην Αγία Βαρβάρα, στο Αιγάλεω, στο Περιστέρι, σε κάποια περιοχή της Δυτικής Αθήνας ή της Δυτικής Αττικής;».

Ο κ. Στασινός, δε, υπενθυμίζει κάτι εξόχως σημαντικό: Το ότι «η απόφαση απαγόρευσης έκδοσης οικοδομικών αδειών για μια περιοχή επιτρέπεται μόνο στον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας και υπό αυστηρές προϋποθέσεις». Προσώρας, ωστόσο, ο αρμόδιος υπουργός δείχνει να «επαναπαύεται» σε μια ανακοίνωση του υπουργείου του που εκδόθηκε προ μηνός.

Η εγχώρια κτηματαγορά, όμως, που ούτως ή άλλως δοκιμάζεται σκληρά, επειδή, κατά τους ειδικούς, λείπουν πάνω από 200.000 κατοικίες για να καλυφθούν οι οικιστικές ανάγκες των Ελλήνων, δεν αντέχει το συνεχιζόμενο αλαλούμ. Το οποίο, εκτός όλων των άλλων οικονομικών παρενεργειών, που επηρεάζουν την εργασία και την ανάπτυξη, σπρώχνει τις τιμές των ακινήτων σε απλησίαστα επίπεδα για τη μεσαία τάξη και περισσότερο για τις νεότερες γενιές που η απόκτηση ιδιόκτητης στέγης αποτελεί άπιαστο όνειρο.

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Το φθηνό άλλοθι

«Μισογεμάτο» δήλωσε ότι βλέπει το «ποτήρι» της ελληνικής κρίσης ο «πολύς» κ. Πόουλ Τόμσεν, με την τελευταία του παρέμβαση από την έδρα του ΔΝΤ, επιμένοντας ότι, κατά την άποψή του, το μεγαλύτερο πρόβλημα της χώρας εξακολουθεί να είναι η φοροδιαφυγή και εστιάζοντας κυρίως στο ζήτημα της φορολογικής διοίκησης, δηλαδή στον φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Είναι αλήθεια  ότι δεν είναι πολύ εύκολο να αντιλέξει κανείς ότι όντως η φοροδιαφυγή αποτελεί ένα από τα μεγάλα προβλήματα, που έρχεται από το παρελθόν και, αναμφισβήτητα, εντείνει την ανισότητα μεταξύ των πολιτών, στο βαθμό που κάποιοι αποκτούν εισοδήματα για τα οποία δεν καταβάλουν τους αναλογούντες φόρους ή και τις ασφαλιστικές εισφορές, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός που καλείται να καλύψει τα ελλείμματα των Ταμείων.
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι αυτού του είδους οι διαπιστώσεις, τις οποίες, εκτός από τον κ. Τόμσεν, κάνουν και άλλοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας, δεν είναι παρά μια «βολική αλήθεια», ένα, αν θέλετε, άλλοθι που αναζητούν οι εμπνευστές του υπερβολικά υφεσιακού προγράμματος που εφαρμόζεται εδώ και τρία χρόνια στην Ελλάδα.
Δεν ξέρω ποια είναι η πληροφόρηση που έχουν η Γερμανίδα καγκελάριος κυρία Άγκελα Μέρκελ (παλαιότερα είχε γίνει γνωστό ότι έχει κάθε πρωί στο γραφείο της αποδελτίωση του ελληνικού Τύπου) και η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ κυρία Κριστίν Λαγκάρντ, που σε κάθε ευκαιρία επαναλαμβάνουν το στερεότυπο «να πληρώσουν οι πλούσιοι Έλληνες», αλλά όποιος ζει σε τούτη τη χώρα ξέρει –ή οφείλει να ξέρει- ότι προσεγγίσεις αυτού του τύπου γίνονται για λαϊκή –λαϊκίστικη, καλύτερα- κατανάλωση.
Τους φόρους, εξάλλου, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά και στη Γερμανία και σχεδόν παντού στον σύγχρονο κόσμο, είναι γνωστό ότι  δεν τους πληρώνουν οι πλούσιοι, στους οποίους το καπιταλιστικό σύστημα δίνει πολλούς τρόπους για να τους αποφύγουν (of shore, π.χ.). Και σε κάθε περίπτωση οι έλληνες πλούσιοι, κάνουν ότι κάνουν και οι άλλοι πλούσιοι, φοροδιαφεύγουν δηλαδή και μεταφέρουν τα λεφτά τους σε διάφορους «παραδείσους», που, εφόσον δεν είναι η ανίσχυρη Κύπρος, μια χαρά εξασφαλίζονται, όποια εθνικότητα και αν έχουν.
Η «άβολη αλήθεια», όμως, την οποία δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ο κ. Τόμσεν και οι κυρίες Μέρκελ και Λαγκάρντ στις, δήθεν, ηθικές τους παραινέσεις προς τους Έλληνες πλουσίους είναι ότι –ηθελημένα, μάλλον- αγνοούν τους λόγους για τους οποίους στην παρούσα φάση πάρα πολλά νοικοκυριά στην Ελλάδα δεν εκπληρώνουν τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους, όπως και εκατοντάδες χιλιάδες μικρές και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που υποχρεώνονται να έχουν απλήρωτους τους εργαζόμενους τους. Και οι λόγοι αυτοί σχετίζονται ευθέως με το φαύλο κύκλο της λιτότητας που επιβάλουν εμμονικά, αδιαφορώντας για τα οικονομικά ερείπια που επισωρεύονται καθημερινά.
Ακόμη και  αν προσπεράσει κανείς την υπερφορολόγηση που οδηγεί και συνεπείς πολίτες να έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη για πάμπολλες επιχειρήσεις, οι οποίες, ενώ κατά τα λοιπά είναι υγιείς και με λειτουργικά κέρδη, απειλούνται με οικονομική καταστροφή, είτε επειδή το ελληνικό δημόσιο δεν είναι ανταποκρίνεται στις δικές του υποχρεώσεις, είτε διότι άλλες επιχειρήσεις τούς μετακυλύουν τα δεινά προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν.
Επιπλέον, όταν τρία χρόνια τώρα η ελληνική επιχειρηματική τάξη είναι σχεδόν πλήρως αποκλεισμένη από την πίστωση, καθώς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα έχει πάψει προ πολλού να λειτουργεί, ενώ την ίδια ώρα όσοι συναλλάσσονται με το εξωτερικό πρέπει να διαθέτουν ρευστό για να συνάψουν συμφωνίες, αντιλαμβάνεται κανείς ότι εκεί θα έπρεπε να δοθεί βάρος αν υπήρχε ουσιαστικό ενδιαφέρον για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Δεν αναρωτιέται, για παράδειγμα, κανείς τους γιατί, ενώ το τελευταίο διάστημα τόσοι πολλοί επιχειρηματίες –που αρκετοί εξ αυτών στο παρελθόν, είναι αλήθεια, ότι μπορεί να είχαν ασυλία- οδηγούνται στα ανακριτικά γραφεία ή και στις φυλακές, τα έσοδα του δημοσίου δεν αυξάνονται. Είναι, άραγε, τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι οι δρακόντειες ποινές, ακόμη και όταν είναι επιβεβλημένες για να λειτουργούν εκφοβιστικά, δεν φέρνουν τα επιθυμητά αποτελέσματα;
Όσο, λοιπόν, οι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας επιμένουν, με τις απειλές για μη καταβολή των επόμενων δόσεων, να μην επιτρέπουν να προχωρήσει ο συμψηφισμός, έστω, των υποχρεώσεων του δημόσιου προς τους ιδιώτες, αλλά, κυρίως, να εμποδίζουν μια λειτουργική ρύθμιση των συσσωρευμένων χρεών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που αντικειμενικά δεν μπορεί να εξοφληθούν εφάπαξ, το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί.
Και μπορεί ο κ. Τόμσεν, επειδή δεν θέλει να παραδεχθεί την αποτυχία του ίδιου και των ομοϊδεατών του, να ισχυρίζεται ότι βλέπει το ποτήρι «μισογεμάτο», μικρή νομίζω σημασία έχει ο ισχυρισμός του, όταν όλοι εμείς που υφιστάμενοι με διάφορους τρόπους –ανεργία, λουκέτα, δουλειά χωρίς αμοιβή και πάει λέγοντας- τις συνέπειες των εμμονών του ίδιου και των συν αυτώ, το βλέπουμε όπως πραγματικά είναι, δηλαδή «μισοάδειο».
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.4.2013)