Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κασιδιάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κασιδιάρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Με… Βαρεμένους δύσκολα συγκροτείται «προοδευτική συμμαχία»

«Τον προκάλεσε με τον λαϊκισμό της!». Πιο γελοία δικαιολογία δεν μπορούσε να διατυπωθεί από όσους έσπευσαν να «ξεπλύνουν» την άθλια συμπεριφορά του βουλευτή Γιώργου Βαρεμένου κατά της συναδέλφου του Άννας Καραμανλή, από τα χέρια της οποίας άρπαξε βίαια στη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής τη φωτοτυπία που κρατούσε και έδειχνε τον Αλέξη Τσίπρα να πηγαίνει στο θέατρο λίγες ώρες αφότου κατέπεσε το πολεμικό αεροσκάφος με τους δύο αξιωματικούς.

Είναι χωρίς την παραμικρή αμφιβολία η ίδια δικαιολογία που χρησιμοποιούν οι κάθε είδους βιαστές που τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που θέλουν να τους βρουν ελαφρυντικά ισχυρίζονται ότι η εμφάνιση των θυμάτων ήταν τέτοια που προκάλεσε τον θύτη. 

Παρά ταύτα, δεν ξέρω αν ήταν ή όχι σεξιστική η συμπεριφορά του απίθανου αυτού πολιτικού άνδρα, όπως αρκετοί υποστήριξαν, ούτε έχει σημασία η έμφυλη διάσταση του ζητήματος. Το ίδιο θα ίσχυε αν επιτίθετο σε έναν άνδρα που θεωρούσε ότι ήταν του χεριού του και μπορούσε να του επιβληθεί.

Τα πράγματα στην προκειμένη περίπτωση είναι σίγουρα πολύ χειρότερα. Διότι, αν λάβει κανείς υπόψη του τα δεδομένα που συνθέτουν το ακραίο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνίστησε ο πρώην δημοσιογράφος, που εκλέγεται βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ στην Αιτωλοακαρνανία, δεν δυσκολεύεται να συμπεράνει ότι πρόκειται για μια κίνηση με απολύτως φασιστικό υπόβαθρο. 

Μια κίνηση που δεν διαφέρει σχεδόν καθόλου από την ανάλογη συμπεριφορά που είχε επιδείξει προ ενδεκαετίας ο διαβόητος Ηλίας Κασιδιάρης όταν πέταξε νερό στην Ρένα Δούρου και χειροδίκησε κατά της Λιάνας Κανέλλη επειδή τάχατες τον είχαν… προκαλέσει χαρακτηρίζοντάς τον «φασισταριό».

Είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι θα έκανε ο διατελέσας και αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Βαρεμένος αν δεν αντιμετώπιζε την βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας σε ένα τηλεοπτικό πλατό και με ανοικτές τόσες κάμερες να τον καταγράφουν. 

Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος φαντασία για να υποθέσει βάσιμα ότι δεν θα περιοριζόταν μόνον στη βίαιη απόσπαση του χαρτιού που είχε στα χέρια της. Ο τρόπος που ενήργησε ήταν τέτοιος που είναι βέβαιο ότι η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη αν ήταν απούσες οι κάμερες. 

Από την άλλη, μπορεί η Άννα Καραμανλή -δημοσιογράφος κι εκείνη, ωιμέ!- να είχε όντως επιδοθεί σε ένα κρεσέντο λαϊκισμού κραδαίνοντας τη φωτογραφία του κ. Τσίπρα, αλλά με ποια μέτρα και ποια σταθμά ήταν αυτό κάτι που έθιξε τις… ευαισθησίες του κ. Βαρεμένου και των ομοϊδεατών του οι οποίοι έσπευσαν να του συμπαρασταθούν; 

Ήταν αυτή η πρώτη φορά που ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ άκουγε να επικρίνεται αδίκως ένας πολιτικός ώστε να εξεγερθεί τόσο πολύ που να μην μπορέσει να συγκρατήσει το… πάθος για την αλήθεια και κατά της αδικίας το οποίο αίφνης τον κατάλαβε; 

Είναι προφανές ότι τίποτε από όλα αυτά δεν βάρυνε στη συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑίου βουλευτή. Η προϊστορία του, άλλωστε, είναι τέτοια που κάθε άλλο μαρτυρεί. 

Ο ίδιος και οι συν αυτώ, προκειμένου να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν τα αξιώματα, τα οποία τους έδιναν τη δυνατότητα να κρύβουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε μετρητά στους εξαεριστές των σπιτιών τους, χαζογελούσαν με συγκαταβατική ικανοποίηση όταν άκουγαν από το βήμα της Βουλής υπουργούς που στήριζαν με την ψήφο τους να απευθύνονται προς τους πολιτικούς τους αντιπάλους με φράσεις όπως: «Στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…». 

Ο καθένας σε αυτό που αποκαλείται δημόσια σφαίρα διαθέτει τη δική του ιστορία, έχει το δικό του παρελθόν και παρόν, τα οποία σε μεγάλο βαθμό προδιαγράφουν και το μέλλον ενός εκάστου. 

Υπό αυτή την έννοια, θεωρώ ότι δεν υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να… συγκινείται από τη δήθεν ιερά οργή κατά του λαϊκισμού που καταλαμβάνει πολιτικούς με τις προδιαγραφές του κ. Βαρεμένου. 

Η ευαισθησία κατά του λαϊκισμού δεν είναι το «φόρτε» τους. Ισχύει μάλλον το ακριβώς αντίθετο.

Δεν είναι τυχαίο ότι το κόμμα με το οποίο εκλέγεται ο κ. Βαρεμένος έσπευσε να του παράσχει άλλοθι, εξομοιώνοντας τη φασιστική συμπεριφορά του με τον λαϊκισμό της συναδέλφου και τηλεοπτικής συνομιλήτριάς του. 

Αν ήταν ίδια μεγέθη ο λαϊκισμός και η χειροδικία, τότε τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έπρεπε να βρίσκονταν διαρκώς αντιμέτωποι με καταιγισμό χειροδικιών. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το κενό περιεχομένου «ηθικό πλεονέκτημα» όσων αυτοπροσδιορίζονται ως τάχατες «προοδευτικοί» δεν έχει κανένα νόημα.

Όπως και να έχει, το 2023 βρίσκεται πλέον πολύ μακριά από το 2012 που η ελληνική κοινωνία ήταν -δικαιολογημένα ή όχι- στα «κάγκελα» και δικαιολογούσε τους κάθε λογής ακτιβισμούς ακόμη και όταν αμφισβητούσαν κεκτημένα του πολιτικού πολιτισμού που είχαν κατοχυρωθεί με κόπους, θυσίες και συχνά με αίμα. 

Οι εποχές ευτυχώς αλλάζουν. Σε βαθμό τέτοιο που πολλά από όσα «έργα» την προηγούμενη δεκαετία έκοβαν πληθώρα εισιτηρίων, στην εποχή μας να μη βρίσκουν ακροατήριο πέρα από έναν πεπερασμένο αριθμό φανατικών.

Για παράδειγμα, η αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης από τις ψηφοφορίες στη Βουλή, που ανακοινώθηκε πομπωδώς αυτές τις μέρες, μπορεί να είχε νόημα την περίοδο πριν από το 2015, που οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις είχαν μεγάλη πέραση. Στις μέρες μας, όμως, κάθε άλλο παρά συνεγείρει τα πλήθη. 

Όλα γύρω μας, άλλωστε, μαρτυρούν ότι με τους κάθε είδους… Βαρεμένους (με μικρό ή μεγάλο αρχίγραμμα) δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι μπορεί να συγκροτηθεί «προοδευτική συμμαχία». 

Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Ούτε με τον Κατρούγκαλο, ούτε με τον Ταμήλο!

            Η υπεύθυνη στάση που επέδειξαν οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ, επιστρέφοντας στην εργασία τους, αλλά και η ωριμότητα της πλειονότητας των συνδικαλιστών τους, που σταμάτησαν τις τυφλές κινητοποιήσεις και απομόνωσαν τις δυνάμεις που επενδύουν στην κοινωνική σύγκρουση, συνιστά ένα πολυσήμαντο μήνυμα με πολλούς αποδέκτες.
            Είναι, κατ΄  αρχήν, ένα μήνυμα προς όσους φαντασιώνονταν θερινές εφόδους στις εγκαταστάσεις της επιχείρησης, όπως ο αξιότιμος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Κατρούγκαλος, ο οποίος –καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, αλίμονο!- καλούσε τους εργαζομένους σε «πολιτική ανυπακοή» κόντραστη δικαστική απόφαση που έκρινε παράνομη την απεργία, αλλά και την επίταξη που ακολούθησε.
            Είναι, ταυτόχρονα, και ένα μήνυμα στους ακραίους –λαϊκιστές και όχι μόνο- της συγκυβέρνησης που,δεν φθάνει που άλλα έλεγαν και άλλα κάνουν, κατέφυγαν σε έναν επικοινωνιακό κουρνιαχτό, στοχεύοντας τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ που αποδείχθηκαν, εν τέλει, πολύ πιο υπεύθυνοι από τους αρμόδιους κυβερνητικούς παράγοντες οι οποίοι παρουσίασαν στη Βουλή ένα εκτρωματικό νομοσχέδιο πουήταν γραμμένο στο γόνατο και έως την ψήφισή του θα χρειαστεί να αλλάξει αρκετές φορές για να γίνει –αν γίνει…- εφαρμόσιμο.
            Προς μεγάλη, λοιπόν, απογοήτευση όσων επενδύουν πολιτικά στην κοινωνική ένταση και στη βίαιη ανατροπή, αποδείχθηκε για άλλη μια φορά ότι στις ανοικτές αστικές και δημοκρατικές κοινωνίες, όπως είναι και, ευτυχώς, παραμένει –παρά τα μεγάλα προβλήματα και τον κατακερματισμό της- η ελληνική κοινωνία, αποδείχθηκε ότι οι επαναστάσεις δεν είναι του… συρμού.
Ο καθημερινός αγώνας για το δύσκολο μεροκάματο (όσων το έχουν ακόμη….) και την κάλυψη των υποχρεώσεων που βαραίνουν τα περισσότερα νοικοκυριά, φαίνεται ότι προέχει από την «επαναστατική γυμναστική» στην οποία την καλούν πολιτικές δυνάμεις που έχουν (;) την ψευδαίσθηση ότι τα προβλήματα λύνονται δια μιας και αυτόματα μέσα από την αποκαλούμενη «κινηματική δράση».
Εδώ να ανοίξω μια-χρήσιμη, νομίζω- παρένθεση για να παραθέσω τη διαπίστωση που με έκδηλη απογοήτευση έκανε προ ημερών από του βήματος της Βουλής ο «πολύς» Ηλίας Κασιδιάρης, ο βουλευτής του νεοναζιστικού μορφώματος της Χρυσής Αυγής, ο οποίος, έπειτα από ένα κρεσέντο ανοίκειων επιθέσεων κατά της Δικαιοσύνης, κατέληξε λέγοντας: «Δυστυχώς, ο κόσμος δεν εξεγείρεται…».
Η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που αναμφισβήτητα δοκιμάζεται από τις μνημονιακές πολιτικές, την ύφεση και την ανεργία, είναι βέβαιο ότι θέλει να ανατραπεί η σημερινή δυσμενής πραγματικότητα. Διαθέτει, όμως,εκείνη τη συλλογική «σοφία»που την κάνει να αντιλαμβάνεται ότι η ανατροπή δεν μπορεί να είναι αυτόματη. Και γι΄  αυτό δεν γοητεύεται (πλειοψηφικά, τουλάχιστον), ούτε από τα κελεύσματατουΚατρούγκαλου, ούτε από τις προτροπές του Κασιδιάρη.
Όλα αυτά, όμως, κάθε άλλο παρά δικαιώνουν τη σημερινή συγκυβέρνηση, η οποία δεν δικαιούται να πανηγυρίζει για την τροπή των πραγμάτων. Εφόσον, βεβαίως, δεν την απασχολούν οι επικοινωνιακού χαρακτήρα πρόσκαιρες νίκες, όπως ενδεχομένως θα διαπιστώσουν κάποιοι ότι πέτυχε –λέτε λόγω των «επιχειρημάτων» του Ταμήλου και Άδωνι;- με την αναστολή της απεργίας των εργαζομένων της ΔΕΗ.
Η επίκληση της εποχής που ζούσαμε χωρίς ηλεκτρικό, όπως και ηεπιχειρηθείσαδαιμονοποίηση των συνδικαλιστών δεν αρκούν για να πειστεί η κοινή γνώμη ότι το εγχείρημα του κατάτμησης της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού, που κανείς δεν έχει αντιληφθεί αν είναι ευρωπαϊκή υποχρέωση ή απλή απαίτηση της τρόικας, αποβαίνει προς όφελος της χώρας και των καταναλωτών ενέργειας, όταν μάλιστα το νομοσχέδιο ψηφίζεται με διαδικασίες που προσβάλουν βάναυσα τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς.
Το πάθημα της πρόσφατης ευρωκάλπης όταν ένας στους τρεις ψηφοφόρους του 2012 εγκατέλειψε τα κόμματα της συγκυβέρνησης, μάλλον δεν έγινε μάθημα. Θα γίνει ίσως στις επόμενες εκλογές όταν θα ακολουθήσουν και άλλοι που μπορεί να μην… επαναστατούν, όπως θα ήθελαν –καθένας για τους λόγους του- ο Κατρούγκαλος με τον Κασιδιάρη, αλλά προσβάλλονται τόσο από τους ισχυρισμούς του (κάθε…)Ταμήλου και Γεωργιάδη, όσο, ακόμη περισσότερο, και από τον τρόπο με τον οποίο νομοθετεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας.

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Το θεσμικό μάθημα από το «πάθημα Κασιδιάρη»

Τις παραμονές της πρόσφατης συζήτησης για το πολυνομοσχέδιο που επικύρωσε τη συμφωνία με την τρόικα και εξ αφορμής της άγνοιας για το περιεχόμενό του που είχαν ακόμη και αρμόδιοι υπουργοί, ως την τελευταία ώρα της κατάθεσης του στη Βουλή για να ψηφιστεί με κατεπείγουσα διαδικασία, από αυτή εδώ τη στήλη αναρωτιόμουν αν υφίσταται το υπουργικό συμβούλιο ως θεσμικό όργανο της κυβέρνησης ή αν… καταργήθηκε με κάποια μνημονιακή τροπολογία και δεν το… πήραμε είδηση.
Απάντηση, προφανώς και δεν έλαβα ποτέ για το –ούτως ή άλλως- ρητορικό αυτό ερώτημα. Πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσω ότι όταν το έθετα δεν περίμενα ότι τόσο γρήγορα και με τόση ενάργεια θα αναδεικνυόταν η πλήρης κατάπτωση του θεσμού του υπουργικού συμβουλίου, όπως προκύπτει από τις δραστηριότητες του απελθόντος, μετά την παγίδευσή του από τον χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη, γενικού γραμματέα της κυβέρνησης κ. Παναγιώτη Μπαλτάκου.
Αντί να ασχολείται με την προετοιμασία των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου, που ήταν η βασική και μόνη αρμοδιότητα που ο νόμος έδινε στον κ. Μπαλτάκο, ο τελευταίος παρότι υπηρετούσε αρχικά μια τρικομματική και στη συνέχεια μια δικομματική κυβέρνησηλειτουργούσε, κατά τη δημόσια ομολογία του, ως κομματικόστέλεχος της Νέας Δημοκρατίας που ενδιαφερόταν να μη χάσει ψήφους το κόμμα του. Και γι΄ αυτό, όπως τουλάχιστον είπε, ανέπτυσσε τις ανάρμοστες, όπως αποδεικνύονται, σχέσεις του με τα στελέχη της Χρυσής Αυγής.
Στο πλαίσιο των τελευταίων αποκαλύψεων και ανεξάρτητα από τις πολιτικές παρενέργειες που δημιουργούν αυτές και τις νοοτροπίες που αναδεικνύουν, δεν χρειάζεται κανείς να είναι… θεσμολάγνος για να επισημάνει το γεγονός ότι η δημόσια υπηρεσία, την οποία είχε αναλάβει ο κ. Μπαλτάκος, υπολειτουργούσε και ο ίδιος μοιραία την αντιμετώπιζε ως… πάρεργο.
Αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους είκοσι ένα μήνες κατά τους οποίους βρίσκεται στην κυβέρνηση το συγκεκριμένο σχήμα, δεν έχει το προηγούμενό του, σίγουρα στα εγχώρια και μάλλον στα παγκόσμια χρονικά διακυβέρνησης. Το υπουργικό συμβούλιο δεν έχει συνεδριάσει ούτε μια φορά, αν εξαιρέσει κανείς τις δύο τυπικές συνεδριάσεις που έγιναν κατά τη συγκρότηση του αρχικού τρικομματικού σχήματος και εν συνεχεία με τον ανασχηματισμό που έγινε όταν αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ.
Το απίστευτο αυτό ρεκόρ που καταγράφεται στο παθητικό της σημερινής συγκυβέρνησης, προφανώς και δεν το χρεώνεται ο κ. Μπαλτάκος. Το χρεώνονται εξ αδιαιρέτου και εις ολόκληρον ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, οι οποίοι επέλεξαν έναν καταφανώς αδιαφανή και αντιθεσμικό τρόπο διακυβέρνησης που προσβάλει όχι μόνον τους συνεργάτες τους που, μόνον τύποις, είναι μέλη ενός (ανύπαρκτου) υπουργικού συμβουλίου, αλλά και τους πολίτες που γίνονται μάρτυρες αυτής της απαράδεκτης λειτουργίας.
Αν το υπουργικό συμβούλιο λειτουργούσε, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και τους νόμους, αρκετά πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά και πολλές παρενέργειες και αρρυθμίες θα είχαν αποφευχθεί.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το αιφνιδιαστικό λουκέτο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση με πράξη νομοθετικού περιεχόμενου, ερήμην των κυβερνητικών εταίρων της ΝΔ;  Ή τα συνεχή μπλόκα του γενικού γραμματέα σε νομοθετικές πρωτοβουλίες κυβερνητικών στελεχών, με αποκορύφωμα το πρόσφατο «πήγαινε έλα» στη Βουλή με την τροποποίηση στο μεταναστευτικό νόμο;
Το γεγονός ότι δεν συνεδρίασε ούτε μια φορά το υπουργικό συμβουλίου για να ακουστούν οι απόψεις των υπουργών –ή, έστω, να ενημερωθούν για τις ειλημμένες αποφάσεις, διάολε!- άφηνε όλο το περιθώριο στον κ. Μπαλτάκο να αυτενεργεί και να δρα με την εικαζόμενη βούληση του πρωθυπουργού και στο όνομα του ότι ήταν ένας από τους στενότερους και παλαιότερους του κ. Σαμαρά.
Η κρίση του περασμένου Ιουνίου που οδήγησαν στην αποδυνάμωση της κυβερνητικής σταθερότητας, με την απομάκρυνση της ΔΗΜΑΡ από το συγκυβερνών σχήμα, δεν φάνηκε, δυστυχώς, να δίδαξαν κάτι στους κυβερνητικούς εταίρους, οι οποίοι συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο.
Μένει να δούμε αν οι αποκαλυφθέντες αυτές τις μέρες ερασιτεχνικοί χειρισμοί του κ. γενικού και οι ανάρμοστες σχέσεις που είχε αναπτύξει με την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, μπορεί να αποτελέσουν την αφορμή για να αποκατασταθεί η θεσμική λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου. Όσο –και αν…- υπάρχει ακόμη χρόνος για να μετατραπεί το «πάθημα Κασιδιάρη» σε θεσμικό μάθημα.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2013

Όταν οι δημοσιογράφοι επιμετρούν τις ποινές…


Δεν ξέρω ποιος έχει την πατρότητα της ρήσης, σύμφωνα με την οποία «όταν τα γεγονότα διαφωνούν με τους δημοσιογράφους, τότε αλλοίμονο στα γεγονότα», αλλά μου ήρθε πολλές φορές κατά νου τις τελευταίες ώρες παρακολουθώντας τις αντιδράσεις αρκετών εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης απέναντι στις αποφάσεις για τη μεταχείριση που είχαν από τις ανακριτικές αρχές οι κατηγορούμενοι χρυσαυγίτες.
Με περισσή ευκολία –αυτό δα δεν είναι και πρωτόγνωρο- διάφοροι σχολιαστές από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και το (φρούτο νέας εσοδείας που λέγεται) twitter, εκτόξευαν μύδρους επειδή οι εξελίξεις δεν επιβεβαίωναν τις προαναγγελίες που οι ίδιοι είχαν σπεύσει να κάνουν έπειτα από τις εντυπωσιακές είν΄ αλήθεια επιχειρήσεις των διωκτικών αρχών να συλλάβουν τον ηγετικό πυρήνα της ναζιστικής οργάνωσης και να τον οδηγήσουν ενώπιον της Δικαιοσύνης.
Με νοοτροπία σαν και αυτή που πολύ εύστοχα στηλίτευσε ο τραγουδοποιός Γιάννης Αγγελάκας, ο οποίος όταν ένα μέρος από το κοινό πρόσφατης συναυλίας του άρχισε να φωνάζει το σύνθημα «φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες», δεν δίστασε να αντιταχθεί, λέγοντας τους το μνημειώδες «ας σκοτώσουμε όλοι πρώτα τον φασίστα που κρύβουμε μέσα μας», είχαν προεξοφλήσει ακόμη και τις πτέρυγες των φυλακών στις οποίες θα κρατούνταν οι κατηγορούμενοι.
Έτσι, η απόφαση των δύο ανακριτών και των δύο εισαγγελέων να αποδώσουν το βαρύ κατηγορητήριο περί εγκληματικής οργάνωσης με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, κρίνοντας ότι κάποιοι πρέπει να προφυλακιστούν και κάποιοι άλλοι να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, προκάλεσε τη μήνη των λεγόμενων διαμορφωτών της κοινής γνώμης, οι οποίοι παρασυρμένοι από το πάθος τους –ίδιον, κατά τεκμήριο, των πολύξερων ημιμαθών- αμφισβητούσαν το δικαίωμα των λειτουργών της Δικαιοσύνης να αντιμετωπίζουν τον κάθε κατηγορούμενο όχι γι΄ αυτό που είναι αλλά γι΄ αυτά που έκανε.
Αναγνωρίζω τον αντίλογο που λέει ότι «και οι κρίνοντες κρίνονται», αλλά αυτό δε νομίζω ότι δικαιολογεί ισχυρισμούς του τύπου «μα πως αφέθηκε ελεύθερος ο Κασιδιάρης, αφού αμέσως μετά προπηλάκισε δημοσιογράφους;». Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει πάει κανείς στη Νομική για να αντιληφθεί ότι οι προφυλακίσεις των κατηγορουμένων γίνονται χωρίς οι ανακριτές και οι εισαγγελείς να λαμβάνουν υπόψη τους τη συμπεριφορά που θα έχουν έναντι των δημοσιογράφων μόλις απομακρυνθούν από τα ανακριτικά γραφεία.  
Με δεδομένες τις συνταρακτικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών και τα όσα ήρθαν στο φως για την εγκληματική δράση του νεοναζιστικού μορφώματος, χάρις, αναμφισβήτητα, και στη δημοσιογραφική έρευνα, μπορεί να αντιλέξει κανείς ότι ενδεχομένως να αποτελεί δευτερεύον ζήτημα ο υπερβολικός και αυθαίρετος τρόπος με τον οποίο σχολιάστηκαν οι συγκεκριμένες αποφάσεις από μια μερίδα των δημοσιογράφων.
Ο λόγος που με κάνει να καταπιαστώ με το ζήτημα είναι επειδή έχω την πεποίθηση ότι μεγάλη συμβολή στη γενικότερη θεσμική κατάπτωση με την οποία είμαστε αντιμέτωποι έχει η γενικευμένη σύγχυση ρόλων που συνέχει την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα στην οποία οι νταήδες ναζιστές υποδύονται τους τιμωρούς, οι τυπικοί πολιτικοί έχουν μετατραπεί σε σχολιαστές που γεμίζουν εκπομπές ή περνούν το χρόνο τους στο twitter, και οι δημοσιογράφοι είναι έτοιμοι να αναλάβουν να επιμετρούν τις ποινές, υποκαθιστώντας, εκτός από τους πολιτικούς που συχνά τους παραχωρούν οι ίδιοι το γήπεδο, και τους δικαστές.
Είναι ακριβώς αυτή η σύγχυση των ρόλων που, κατά την αντίληψή μου, γεννά τα φαινόμενα του εκφασισμού της κοινωνίας μας και απετέλεσε, αν θέλετε, το πλέον κατάλληλο υπόστρωμα για να ανδρωθεί η περιθωριακή Χρυσή Αυγή και να βρει ευρύτερο ακροατήριο ένας εσμός ανθρώπων του υπόκοσμου που παριστάνει τον πολιτικό σχηματισμό, ευτελίζοντας κάθε έννοια πολιτικής με την εγκληματική του δράση.

Και ίσως ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να μας απαλλάξει από αυτή τη φαιά πανούκλα είναι να ξαναεφεύρουμε τα στοιχειώδη που είναι οι κυβερνώντες να κυβερνούν, οι δικαστές να δικάζουν και οι δημοσιογράφοι να καταγράφουν και να σχολιάζουν την επικαιρότητα.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 3.10.2013)