Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεντροαριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κεντροαριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 9 Φεβρουαρίου 2024

Τρικυμία στο… (μισο)άδειο ποτήρι της Κεντροαριστεράς

    Τρεις νέοι -και εν πολλοίς φερέλπιδες- πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς σχηματισμούς, ο Μανόλης Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ, η Έφη Αχτσιόγλου από τη Νέα Αριστερά και ο Διονύσης Τεμπονέρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, απεδέχθησαν την πρόσκληση μιας εφημερίδας για να συμμετάσχουν σε μια συζήτηση για τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.

         Από μια πρώτη άποψη, δεν φαίνεται να υπήρξε τίποτε το επιλήψιμο στην οργάνωση μιας τέτοιας εκδήλωσης. Από που κι ως όπου, άλλωστε, είναι πρόβλημα τρεις νέοι πολιτικοί να μη μπορούν να συνομιλούν μεταξύ τους, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να προβληματίζονται για το μέλλον που επιφυλάσσουν στην ελληνική κοινωνία οι τρέχουσες καταστάσεις; Θα ήταν ευχής έργον αν οι Έλληνες πολιτικοί κατάφερναν να ανταλλάσσουν απόψεις χωρίς υστεροβουλίες και υπολογισμούς.    

         Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Ο τίτλος τον οποίο επέλεξαν να βάλουν οι οργανωτές της εκδήλωσης ήταν τουλάχιστον αφελής, αν όχι πολιτικά προβοκατόρικος. «Απέναντι στον Μητσοτάκη ποιος;», είναι το βαρύγδουπο ερώτημα στο οποίο υποτίθεται ότι θα κληθούν να απαντήσουν ένας συμπαθής πρώην γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, μια παρ΄ όλίγον ηγέτις του ΣΥΡΙΖΑ και ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μέχρι στιγμής δεν έχει γνωρίσει την επικύρωση της λαϊκής νομιμοποίησης.

         Δεν ξέρω ποιος το σκέφθηκε το συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά, κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είναι απολύτως υπονομευτικό για το όλο εγχείρημα της υποτιθέμενης αναζήτησης εναλλακτικής πολιτικής προσωπικότητας που θα διαδεχθεί τον σημερινό πρωθυπουργό, ο οποίος, όπως συνήθως συμβαίνει στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αποκλείεται να είναι… αιώνιος στο αξίωμα.

         Το πότε, όμως, αλλά κυρίως το από ποιον, θα γίνει, αργά ή γρήγορα, η διαδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα πολύπλοκο ζήτημα το οποίο αποκλείεται να απαντηθεί σε μια ημερίδα που μάλλον πρόχειρα και σίγουρα αυτάρεσκα κάποιοι οργάνωσαν, θεωρώντας ότι μπορεί να καθορίσουν τα πολιτικά μελλούμενα με μόνο κριτήριο τη δική τους βουλησιαρχία ή ίσως και προπέτεια.

         Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο χώρος της Κεντροαριστεράς, το οποίον με τον έναν ή τον άλλο φιλοδοξούν να εκπροσωπούν οι τρεις συγκεκριμένοι πολιτικοί, υπερβαίνει κατά πολύ τις δικές τους -θεμιτές ή αθέμιτες- φιλοδοξίες. Διότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα η Κεντροαριστερά είναι ο κατακερματισμός, ο οποίος σχετίζεται απολύτως με τις διαφορετικές προσεγγίσεις που έχουν σε μια σειρά από διαφορετικά ζητήματα με έντονη ιδεολογική χροιά. 

Πώς αποτιμούν, για παράδειγμα, την υπερτετραετή διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ; Και, επίσης πώς εκτιμούν τον ρόλο που διαδραμάτισε στα πολιτικά πράγματα της τελευταίας 15ετίας ο Αλέξης Τσίπρας; Δεν είναι προφανώς τυχαίο ότι τον τελευταίο έσπευσε να συναντήσει τις προηγούμενες μέρες ο κ. Τεμπονέρας, θέλοντας ενδεχομένως να δείξει ότι οι πρωτοβουλίες του έχουν -αν μη τι άλλο!- την επίνευση του τέως αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, ποτέ δεν παραιτήθηκε, παρά μόνο, κατά την επίσημη δήλωσή του, «παραμέρισε».

Όπως και να έχει, και σε πείσμα με τις δεύτερες σκέψεις που κάνουν κάποιοι από τους συμμετέχοντες στην περί ής ο λόγος εκδήλωση, η διάσταση που της δόθηκε είναι δυσανάλογη τόσο του πολιτικού διαμετρήματος των τριών στελεχών που θα καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι για να βρουν τον αντικαταστάτη του Μητσοτάκη όσο και των παραμέτρων που συνθέτουν το υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό.

Από την άλλη, δυσανάλογα μεγάλος μοιάζει να είναι και ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από την συγκεκριμένη εκδήλωση. Και αυτό διότι η ετερόκλητη τριάδα, όπως και όλοι όσοι έχουν αντίστοιχες ανησυχίες, προτού αναζητήσουν τον επόμενο πρωθυπουργό, χρειάζεται να διαμορφώσουν μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης η οποία να αμφισβητεί βάσιμα την διαχειριστική επάρκεια του κ. Μητσοτάκη και των πολιτικών προσώπων που τον πλαισιώνουν στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια.

Όσο αυτό δεν συμβαίνει, καμμιά ημερίδα δεν θα καταφέρει να συγκολλήσει τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούν στην Κεντροαριστερά. Με αποτέλεσμα η αναταραχή που κάποιοι διαβλέπουν να προκαλείται από πρωτοβουλίες αυτού του είδους να μην είναι στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από… τρικυμία σε ένα (μισο)άδειο ποτήρι, όπως μοιάζει ο χώρος της Κεντροαριστεράς στις μέρες μας.

Δεν μπορεί, άλλωστε, να περάσει απαρατήρητο ότι, με βάση την τελευταία δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Alco για τον Alpha) το άθροισμα των δημοσκοπικών ποσοστών  τα οποία συγκεντρώνουν στην πρόθεση ψήφου το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά (24,5%) υπολείπονται της επίδοσης την οποία επιτυγχάνει η κυβερνητική παράταξη (28,2%). 

Αν και είναι αρκετοί εκείνοι που δεν βρίσκουν ευθείες αναλογίες, στις αυτοδιοικητικές εκλογές του περασμένου Οκτωβρίου ο Χάρης Δούκας κατάφερε να ανατρέψει πολύ μεγαλύτερη διαφορά που χώριζε όχι μόνον τον ίδιο αλλά και τους συμμάχους που εξασφάλισε στη μάχη του δεύτερου γύρου από τον βασικό του αντίπαλο Κώστα Μπακογιάννη. 

Η ουσιαστική διαφορά, όμως, ήταν ότι ο Δούκας έδειξε εξαρχής να πιστεύει στην νίκη και, εκπονώντας ένα πρόγραμμα που διέφερε από τα τετριμμένα και μεγαλεπήβολα, κάλυψε τη δεύτερη Κυριακή μια δυσθεώρητη διαφορά που τον χώριζε στον πρώτο γύρο από τον αντίπαλό του, ο οποίος, επειδή πίστευε ότι ήταν… «άχαστος», επέλεξε να τον αντιμετωπίσει πρόσωπο με πρόσωπο στο περίφημο ντιμπέιτ που θα μνημονεύεται για χρόνια ως «case study» πολιτικής ανατροπής.  

Συμπέρασμα; Για να γεμίσει το ποτήρι της Κεντροαριστεράς, ώστε να καταστεί πλειοψηφική δύναμη, απαιτείται να συντρέξουν δύο απαράβατες προϋποθέσεις: ρηξικέλευθο πρόγραμμα και ηγέτης που να πείθει ότι μπορεί να το εφαρμόσει. Όλα τα άλλα είναι για να έχουν ύλη οι εφημερίδες και τα σάιτ και για να καταναλώνουν χρόνο τα τηλεοπτικά πρωινάδικα όταν δεν κατακλύζονται από το lifestyle του νεόκοπου αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Το κενό του Νίκου Ανδρουλάκη

 Η ευρεία νίκη την οποία πέτυχε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον επαναληπτικό γύρο των εκλογών του Κινήματος Αλλαγής και η πανηγυρική ανάδειξή του στην ηγεσία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ δεν απετέλεσε έκπληξη για όποιον μπορεί και βλέπει τα πράγματα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των… wishful thinking (ευσεβών πόθων, ελληνιστί).

Έκπληξη επίσης δεν μπορεί να απετέλεσε ούτε η αθρόα συμμετοχή των μελών και των φίλων του ΠΑΣΟΚ που –σε αναλογία τρεις στους τέσσερις- πήγαν και στο δεύτερο γύρο για να στηρίξουν την ισχυρή εντολή για ανανέωση της παράταξής του, αλλά και ευρύτερα του πολιτικού σκηνικού που είχαν δώσει ήδη από την πρώτη Κυριακή.

Χιλιάδες πολίτες έστειλαν εκ νέου το μήνυμά τους, σε πείσμα όλων των συνωμοσιολογικού τύπου δαιμονολογιών για έξωθεν παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία που διακινήθηκαν, κυρίως στις παραμονές του πρώτου γύρου, από ανθρώπους που σκέφτονται με όρους του χθες και δυσκολεύονται να δουν τη νέα πολιτική γεωγραφία που αρχίζει να προβάλλει καθώς η χώρα, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που κουβαλάει από το κοντινό αλλά και το μακρινό παρελθόν, κάνει σοβαρά βήματα επιστροφής στην κανονικότητα.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της σημασίας που δικαιολογημένα δίνεται στη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αρκεί να επισημάνουμε ότι η υποψήφια της Δεξιάς παράταξης στη Γαλλία Βαλερί Πεκρές η οποία θα τρέξει την προσεχή άνοιξη στην κούρσα της Προεδρίας απέναντι στον Εμάνουελ Μακρόν, τη Μαρί Λεπέν και τους υπολοίπους υποψηφίους, που θα διεκδικήσουν την εκλογή τους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αναδείχθηκε από ένα σώμα ψηφοφόρων που αριθμούσε μόνον τα 140.000 μέλη που είναι εγγεγραμμένα στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.

Υπό αυτή την έννοια, οι συνθήκες υπό τις οποίες ο 42χρονος ευρωβουλευτής από την Κρήτη γίνεται αρχηγός του τρίτου, μεν, στην κατάταξη κόμματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά κομβικού για τις εξελίξεις των επόμενων ετών, μοιάζουν να είναι πολύ ευοίωνες. Το εμφανές, εξάλλου, πολιτικό κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς που άφησε η εκλογική συρρίκνωση, την οποία, δικαίως ή αδίκως, υπέστη το ΠΑΣΟΚ την περίοδο της μνημονιακής κρίσης, είναι εκεί και περιμένει τον κ. Ανδρουλάκη να το (επανα)καταλάβει.

Καλώς ή κακώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο μετακόμισε απογοητευμένη η μεγαλύτερη μάζα των παλαιών ΠΑΣΟΚικών ψηφοφόρων, δεν κατάφερε να τους παράσχει μόνιμη στέγη. Είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή δεν μπόρεσε. Όταν ο αρχηγός του δηλώνει στα σοβαρά ότι προτίθεται «να στρίψει Αριστερά για να βρεθεί στο Κέντρο», είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά με την «ανάγνωση» της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια και αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Μόνον, για παράδειγμα, ένας που εθελοτυφλεί δεν βλέπει το πολιτικό παράδοξο που συνιστά η φθορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η αδυναμία της να επωφεληθεί από τα λάθη της κυβέρνησης. 

Πρόκειται, ωστόσο, για παράδοξο που είναι εύκολα ερμηνεύσιμο για όποιον παρακολουθεί την αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αρνείται, με αστεία προσχήματα, να συναινέσει ακόμη και σε πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης που αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολύ σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Το βασικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η μεγάλη ευκαιρία για τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται μέσα από την κυνική παραδοχή που είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου ότι «η κανονικότητα στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά». 

Άλλωστε, παρά τις άκομψες προσπάθειες που έκανε ο αρχηγός του για να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και δεν μπόρεσε να μεταμορφωθεί στο κόμμα του Κέντρου που είχε ανάγκη η σταδιακή υπέρβαση της κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι πολλά βήματα για την επιστροφή στην κανονικότητα έγιναν και επί των ημερών που είχε η ίδια την ευθύνη της διακυβέρνησης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη διάθεση της κοινωνίας για ευημερία μέσα από την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του συλλογικού πλούτου. 

Παρέμεινε προσκολλημένη σε παρωχημένα δόγματα οργανώνοντας εν μέσω πανδημίας πορείες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τρομοκρατών ή κλείνοντας το μάτι σε κάθε λογής αντιεμβολιαστές που θολώνει την εικόνα της δυσμενούς πραγματικότητας και συσκοτίζει την ατολμία και τη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης.

Κακά τα ψέματα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν με επάρκεια στα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα και προέβαλε ως η εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει καταλάβει ένα μέρος του Κέντρου, η διαδικασία για την εκλογή νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ δεν θα κινητοποιούσε τόσο κόσμο και ούτε θα προκαλούσε τόσες συζητήσεις.

Όλα αυτά συνέβησαν διότι είναι πολλοί εκείνοι που βλέπουν το κενό που υπάρχει στο γήπεδο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ένα κενό το οποίο καλείται να καλύψει ο νέος παίκτης που ακούει στο όνομα Νίκος Ανδρουλάκης και μπαίνει από σήμερα στο τερέν.

Το πολιτικό momentum που δημιούργησε η εκλογή του, ευνοεί τον νέο ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Από τον ίδιο και τα χαρίσματά του, που περιμένουν να ξεδιπλώσει όσοι τον ψήφισαν, θα εξαρτηθεί αν θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που θα συναντήσει, ασκώντας σκληρή κριτική προς την κυβέρνηση, από την πλευρά της λογικής, του μέτρου και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τις προτάσεις του.

Όπως, στο τέλος – τέλος, αρμόζει σε ένα κόμμα και σε έναν αρχηγό της σύγχρονης και αυθεντικής Κεντροαριστεράς που κοιτάει μπροστά.

Πέμπτη 7 Μαρτίου 2019

Ο «δεν είμαι ανόητος» που «πιάνει πουλιά στον αέρα»



«Θα ήμουν ανόητος αν πίστευα ότι ένας ιστορικός πολιτικός χώρος μπορεί ή να λεηλατηθεί ή να εξαϋλωθεί. Θα ήμουν, όμως, ακόμα πιο ανόητος εάν ήταν αυτή η στρατηγική μου επιλογή», υποστήριξε ο Αλέξης Τσίπρας την περασμένη Δευτέρα μιλώντας στην εκδήλωση «Ευημερία για όλους σε μία βιώσιμη Ευρώπη» που οργάνωσε ο περίγυρος του με στόχο να εμφανίσει μια εικόνα διεύρυνσης της επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφερόταν φυσικά στον χώρο του Κέντρου και πιο συγκεκριμένα στο ΠΑΣΟΚ, που ακόμη και φανατικοί φίλοι και οπαδοί του πρωθυπουργού που βρίσκονταν στο ακροατήριό του, όπως ο Ευάγγελος Αντώναρος, ο Θανάσης Παπαχριστόπουλος ή ο γνωστός τραγουδιστής Θέμης Αδαμαντίδης, «χρυσές εφεδρείες» για τη μελλοντική στελέχωση της κυβέρνησης, μπορούσαν να αντιληφθούν ότι αποτελούσε τον στόχο της πολυδιαφημισμένης αυτής εκδήλωσης.
Με τη γνωστή, ωστόσο, άνεση η οποία του επιτρέπει να λέει τα πάντα και τα αντίθετά τους, αδιαφορώντας για το αν και στις δύο περιπτώσεις κινδυνεύει να πέσει έξω, ο κ. Τσίπρας, συμπλήρωσε: «Για να υπάρξει προοπτική και πιθανότητα προοδευτικής διακυβέρνησης την επόμενη μέρα, χρειάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα της αριστεράς να βρει συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου».
Αυτονόητα πράγματα από μια άποψη, τα οποία, όμως, δεν μπορεί να μην εκπλήσσεται κανείς όταν τα ακούει από τα χείλη του πολιτικού ανδρός ο οποίος έχει δώσει εντελώς διαφορετικά δείγματα γραφής. Και που, παρά ταύτα, δεν δυσκολεύεται τώρα να πει: «Αν κάτι επιθυμούμε με αυτή τη στρατηγική μας, και δεν το κρύβουμε, είναι όχι να αλώσουμε, να λεηλατήσουμε, να εξαϋλώσουμε ή όπως αλλιώς μπορούν να μας κατηγορήσουν, αλλά να πείσουμε. Να πείσουμε ότι πρέπει να αλλάξουν στρατηγική…». Οι άλλοι, εννοείται και ο ίδιος που καταποντίζεται σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης.
Τι να θυμηθεί και τι να ξεχάσει κανείς; Τους χαρακτηρισμούς περί «κυβέρνησης Πινοσέτ» που είχαν δοθεί στο υπουργικό σχήμα του Γιώργου Παπανδρέου; Ή τη συνέχεια σύμφωνα με την οποία μια πλειάδα στελεχών εκείνης της κυβέρνησης βρήκαν ο ένας μετά τον άλλο φιλόξενη στέγη στον ΣΥΡΙΖΑ και στην κυβέρνησή του; Τις λοιδωρίες κατά της Φώφης Γεννηματά και τη στοχοποίηση του Ευάγγελου Βενιζέλου και του Ανδρέα Λοβέρδου; Ή την απόπειρα διαπόμπευσης του Κώστα Σημίτη με το άνοιγμα των λογαριασμών του (που ακόμη δεν μάθαμε τι έκρυβαν);
Ποιος, εξάλλου, μπορεί να πιστέψει, ότι από τα δέκα εκατομμύρια των Ελλήνων επελέγησαν να γίνουν υφυπουργοί του Αλέξη Τσίπρα ο Θάνος Μωραΐτης και ο Άγγελος Τόλκας επειδή αξιολογήθηκαν και κρίθηκαν ότι ήταν οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη θέση; Προφανώς, ούτε η Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου που δεν κρύβει τον θαυμασμό της για τα ηγετικά προσόντα του Αλέξη Τσίπρα και του γράφει, μάλιστα, τραγούδια.
Θα μπορούσε να παραθέσει κάποιος πληθώρα επιχειρημάτων και να επικαλεστεί πάμπολλα περιστατικά για να υποστηρίξει ότι ο Αλέξης Τσίπρας δεν εννοεί σχεδόν τίποτε από όσα λέει. Ούτε για το πώς πραγματικά βλέπει τον χώρο του Κέντρου. Ούτε για το ποιες είναι οι πραγματικές του προθέσεις. Το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η διάσωσή του από την επερχόμενη συντριβή την οποία ό0λα δείχνουν ότι δεν θα μπορέσει να αποφύγει στις κάλπες του Μαΐου. Και γι΄ αυτό κλαψουρίζει που το Κίνημα Αλλαγής ζητεί –για λόγους δικής τους περιχαράκωσης απέναντι στην επαπειλούμενη λεηλασία- την στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ  
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, και χωρίς καμία διάθεση για δίκη προθέσεων, στο Μαξίμου και στην Κουμουνδούρου δεν «δίνουν δεκάρα τσακιστή» για «να βρουν συμμάχους κόμματα της κεντροαριστεράς ή και του δημοκρατικού κέντρου». Αν, όντως, ήταν αυτός ο στόχος τους, ο κ. Τσίπρας και οι συν αυτώ δεν θα κυβερνούσαν επί τέσσερα χρόνια με τους ΑΝΕΛ και δεν θα γαντζωνόταν στην κυβερνητικές καρέκλες επιστρατεύοντας κάθε λογής πολιτικό απολειφάδι, χωρίς καμία αξιολόγηση της προγενέστερης πολιτικής διαδρομής του.
Εκείνος που έδωσε εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά στο δίπολο «μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί», δεν δυσκολεύτηκε να προσεταιριστεί στελέχη που ψήφισαν όλα τα Μνημόνια. Περιμάζεψε ανυπόληπτα πολιτικά πρόσωπα και υπουργοποίησε ανθρώπους που για το μόνο που μπορεί να περάσουν στην ιστορία είναι για τις ανακολουθίες των λόγων τους και για τα όσα καταμαρτυρούσαν στον ΣΥΡΙΖΑ πριν τους εκμαυλίσει με τις καρέκλες της εξουσίας.
Αν, πάντως, «δεν είναι ανόητος», όπως διατείνεται ο ίδιος και όντως «πιάνει πουλιά στον αέρα», όπως επείσθη ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος που τον συνάντησε μια φορά στο Μέγαρο Μαξίμου, θα πρέπει να ξέρει ότι οι λεγόμενες «διευρύνσεις» δεν έχουν σώσει καμία μεταπολιτευτική κυβέρνηση ως τώρα, ακόμη και όταν γίνονται με προσωπικότητες χωρίς δύσκολα θα τους παραλλήλιζε κανείς με την Κατερίνα Παπακώστα ή τη Μυρσίνη Ζορμπά.
Στα τέλη της δεκαετίας του 70, για παράδειγμα, το στελεχιακό δυναμικό της Νέας Δημοκρατίας των Κωνσταντίνου Καραμανλή  και Γεωργίου Ράλλη εμπλουτίστηκε με προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Θανάσης Κανελλόπουλος, αλλά αυτό δεν απέτρεψε τον θρίαμβο του επελαύνοντος ΠΑΣΟΚ. Όπως δεν έκοψε το 2004 τον δρόμο του Κώστα Καραμανλή προς την εξουσία η ακόμη πιο εντυπωσιακή πρωτοβουλία του Γιώργου Παπανδρέου να εντάξει ταυτοχρόνως στα ψηφοδέλτια του ΠΑΣΟΚ τους Στέφανο Μάνο, Ανδρέα Ανδριανόπουλο, Μίμη Ανδρουλάκη και Μαρία Δαμανάκη.
Και στις δύο αυτές περιπτώσεις το εκλογικό σώμα μετέφρασε τις «μετεγγραφές» ως απόπειρα υφαρπαγής της ψήφου του και αντέδρασε αναλόγως. Λέτε τώρα να δελεαστεί και να μην κάνει το ίδιο με τους «γεφυροποιούς» σαν τον Νίκο Μπίστη, τον Γιάννη Ραγκούση και την Μαρία Ρεπούση; Κοντός ψαλμός αλληλούια…

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Ο πόνος για την Κεντροαριστερά




Θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό, αν δεν ήταν τόσο πολύ εξοργιστικό, το όψιμο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν και την τεράστια αγωνία που εκφράζουν πολλοί από το κυβερνητικό στρατόπεδο για την πορεία της Κεντροαριστεράς.
Είναι μάλλον αστείο, για παράδειγμα, να βλέπει κανείς να δημοσιεύεται ανήμερα των γενεθλίων του ΠΑΣΟΚ άρθρο για τον ιδρυτή και γεννήτορα του με την υπογραφή του πρωθυπουργού -αλήθεια ποιος να το έγραψε, γιατί στα 43 του δύσκολα γίνεται κανείς αρθογράφος;  Είναι, όμως, συνάμα εξοργιστικό να επιχειρεί ο Αλέξης Τσίπρας να χωρέσει στο μέτρο της δικής του μικρότητας το πολιτικό μέγεθος που μοναδικού Ανδρέα Παπανδρέου.
Είναι, επίσης, διασκεδαστικό ότι η σύγκριση που θέλει να κάνει ο κ. Τσίπρας γίνεται μέσα από το ερώτημα αν «ήταν ψεύτης ο Ανδρέας», καθώς έτσι αναγνωρίζει –μάλλον άθελά του- ποια άποψη πιστεύει ο ίδιος ότι έχει ο κόσμος για εκείνον. Έχει πει, εξάλλου, και άλλες φορές ότι μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύτης, αλλά όχι για κλέφτης. Μόνον, όμως, που γίνεται εξοργιστικό το ιστορικό άλλοθι το οποίο αναζητεί από την τόσο διαφορετική πολιτική διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου. Και το οποίο παραπέμπει περισσότερο στη γνωστή παροιμία «και η μυλωνού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες».
Είναι, άλλωστε, προφανές και για τον πλέον ανυποψίαστο πολίτη ότι η απροσχημάτιστη καπηλεία της μνήμης του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ στην οποία κατέφυγε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μαξίμου δεν είναι άσχετη με όσα τεκταίνονται αυτή την περίοδο στον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο. Αν ήταν άλλωστε διαφορετικά τα πράγματα, ο Αλέξης Τσίπρας θα είχε πάρει… χαρτί και μολύβι για να γράψει για τον Ανδρέα και όλα τα προηγούμενα χρόνια που το ημερολόγιο έδειχνε 3 Σεπτεμβρίου.
Δεν το έκανε γιατί τότε ήταν ακόμη καβάλα στο κύμα που τον οδηγούσε στην εξουσία, σε αντίθεση με τώρα που, εξαιτίας του ασύστολου αμοραλισμού που επιδεικνύει καθημερινά,  φαίνεται ότι το κύμα άλλαξε φορά. Και πλέον τον κατευθύνει πίσω στις ξέρες της πολιτικής περιθωριοποίησης από τις οποίες προέρχονται ο ίδιος και η μεγάλη πλειονότητα των συνεργατών του.
Τώρα, λοιπόν, που ξέφτισε το αντιμνημονιακό παραμύθι και αντιλήφθηκαν πολλοί Έλληνες ότι τα λεφτόδενδρα είναι μη καρποφόρα προϊόντα που ευδοκιμούν μόνο στη φαντασία πολιτικών απατεώνων, το κυβερνητικό καραβάνι άλλαξε ρότα. Και το έκανε επειδή βλέπει ότι όλοι εκείνοι τους οποίους κορόιδευε παλαιότερα με επιχειρήματα όπως τα προαναφερθέντα μπορούν πλέον να συγκρίνουν το χθες με το σήμερα και να αναζητήσουν εναλλακτικές διακυβέρνησης που να μη στηρίζονται σε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.
Η επιχειρούμενη ανασυγκρότηση είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλει στην εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων στα διχαστικά ψευτοδιλήμματα  του τύπου «ή με τον Τσίπρα ή με τον Μητσοτάκη» που θέλουν ορισμένοι να επιβάλουν στους πολίτες. Γι΄ αυτό και τα κυβερνητικά φερέφωνα έχουν επιδοθεί σε έναν αδυσώπητο αγώνα για την υπονόμευση του ενοποιητικού εγχειρήματος που -για πρώτη καταβάλλεται με τόση ελπίδα επιτυχίας- στον χώρο του Κέντρου.
Στην αρχή κάποιοι φιλοΣΥΡΙΖΑίοι αρθρογράφοι έχυναν –προφανώς καθ΄ υπαγόρευση, όπως πρόδιδε η ομοιομορφία των «επιχειρημάτων» τους- αφειδώς κροκοδείλια δάκρυα επειδή τάχατες θα διαλυόταν το ΠΑΣΟΚ με τον σχηματισμό του καινούργιου φορέα. Μετά οι ίδιοι απαιτούσαν από τους επίδοξους ηγέτες πιστοποιητικά αντιδεξιών φρονημάτων, θέλοντας στην πραγματικότητα να μετατραπεί ο νέος σχηματισμός σε παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε να μην έχει λόγο ύπαρξης. Και, αφού κατέρρευσε κι αυτή η επιχείρηση, τώρα τους… πήρε ο πόνος για τον κίνδυνο που, όπως ισχυρίζονται, σηματοδοτεί το γεγονός ότι είναι πολλοί οι διεκδικητές της ηγεσίας.
Όπως και στις δύο άλλες απόπειρες απαξίωσης της αυθυπαρξίας του νέου φορέα, έτσι και στην τελευταία, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι πολλές υποψηφιότητες είναι, εν τέλει, πλούτος για τη Δημοκρατική Παράταξη που αποδεικνύεται ότι διαθέτει αξιόμαχο στελεχιακό δυναμικό το οποίο, αν καταφέρει να ενώσει τις δυνάμεις του και να ξορκίσει το προπατορικό αμάρτημα της πολυδιάσπασης του Κέντρου, θα φέρει πραγματικό νέο αέρα στο πολιτικό σύστημα.     
Όποιος δημοκρατικός πολίτης αμφισβητεί ότι είναι έτσι τα πράγματα δεν έχει παρά απέναντι στους πιθανότατα επτά υποψηφίους για την ηγεσία του νέου φορέα –δηλαδή, με αλφαβητική σειρά, τον Ανδρουλάκη, τη Γεννηματά, τον Θεοδωράκη, τον Καμίνη, τον Κωνσταντινόπουλο, τον Μανιάτη και τον Ραγκούση που, όποιος και αν κερδίσει, όλοι μαζί θα αποτελούν την ηγετική ομάδα της νέας Παράταξης- να αντιπαρατάξει έναν αντίστοιχο αριθμό από αυτούς που κυβερνούν σήμερα τη χώρα.
Αν βρει κάποιος στις τάξεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μια εξάδα στελεχών που να υπερέχει των επίδοξων ηγετών του Κέντρου, δεν έχει παρά να μείνει σπίτι του στις 5 Νοεμβρίου. Ή, έστω, να πάει να κλάψει μαζί με τον Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος, όταν δεν σκέφτεται πως θα κάνει off shore το Άγιο Όρος, ψάχνει νησί που να πουλάει αφορολόγητα μαντίλια για να σκουπίσει τα ασταμάτητα δάκρυα που του τρέχουν από τον… πόνο που του προκαλεί το γεγονός ότι δεν τιμάται επαρκώς η μνήμη του Ανδρέα…

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς

            Σε μια χώρα που ο… μισός πληθυσμός διεκδίκησε και έλαβε πρόωρη σύνταξη, είναι να απορεί κανείς με τόσους «συνταξιούχους» της πολιτικής που επιμένουν να θέλουν να είναι «στα πράγματα», παρότι, άλλοι εκόντες, αφού αποσύρθηκαν μόλις είδαν τα δύσκολα, και άλλοι άκοντες, καθώς τους έστειλαν οι ψηφοφόροι στα σπίτια τους, έχουν περάσει προ πολλού στις τάξεις των αποστράτων ή των εν δυνάμει βετεράνων.
            Ειδικά στον πολύπαθο, τελευταία, χώρο της ευρύτερης Κεντροαριστεράς, που είχε το «προνόμιο» να ασκήσει επί πολλά χρόνια την εξουσία και τώρα έχει συρρικνωθεί σε βαθμό εξαφανίσεως, επεκτείνεται όλο και περισσότερο η ευρύτατη συνομοταξία των πρώην αξιωματούχων που αρνείται να παραδεχθεί ότι οι καιροί άλλαξαν, η «μπογιά» της δεν πιάνει πια και ούτε ο λόγος της έχει μοιράδι στα πολιτικά τεκταινόμενα.
Συνεντευξιάζονται, αρθρογραφούν, παρεμβαίνουν, σχολιάζουν, κριτικάρουν, κάνουν υποδείξεις, αλλά κυρίως γκρινιάζουν για όλους και για όλα με έναν τόσο προσχηματικό τρόπο οι περισσότεροι, που είναι να αναρωτιέται κανείς πως με τόσο… ρηχές προσεγγίσεις κατάφεραν όλα αυτά τα χρόνια να βρίσκονται στο προσκήνιο, αλλά και να απορεί με την έλλειψη στοιχειώδους, έστω, αυτογνωσίας.
Άλλοι μιλούν με βαρύγδουπες πομφόλυγες εξ ονόματος της Ιστορίας. Άλλοι φλυαρούν επικαλούμενοι, τάχατες, την (ανύπαρκτη, πλέον) βάση της παράταξης, την οποία είναι γνωστό που την είχαν… γραμμένη όταν ήταν εν τη βασιλεία τους. Κάποιοι βγάζουν απλώς τα… απωθημένα τους εναντίον όσων έμειναν πίσω και προσπαθούν να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα που κληροδότησαν όλοι εκείνοι που με τόση αμεριμνησία άσκησαν την εξουσία τα προηγούμενα χρόνια.
Υπερασπίζονται, λένε, τα παραδοσιακά σύμβολα του ΠΑΣΟΚ, παραγνωρίζοντας ότι είναι οι ίδιοι που έχουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για το αναμφισβήτητο γεγονός ότι αυτά τα σύμβολα δεν γοητεύουν παρά μόνο μια πολύ μικρή κατηγορία συνομηλίκων τους που μάλλον από απόλυτο ατταβισμό τα αναγνωρίζει και τα τιμά. Τους ενοχλεί –και το έδειξαν με την ηχηρή αποχή που τήρησαν πριν από τις πρόσφατες ευρωεκλογές- η (όχι και τόσο επιτυχής, έστω) προσπάθεια που πήγε να ξεκινήσει μέσα από την «Ελιά» για την αναγκαία ανασύνθεση του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς.
Το μεγάλο «σουξέ», όμως, των γερογκρινιάρηδων της Κεντροαριστεράς, άρχισε να λανσάρεται μετά τις πρόσφατες κάλπες, όταν ο ένας μετά τον άλλον οι εκπεσόντες βαρόνοι της Χαριλάου Τρικούπη καταφεύγουν σε ασκήσεις επίδειξης «πούρας» αριστεροφροσύνης. Αίφνης, τα ίδια πρόσωπα που επί μήνες το 2011… εκλιπαρούσαν τον Αντώνη Σαμαρά να συγκυβερνήσει μαζί τους και λίγο καιρό μετά συγκατοικούσαν με τα στελέχη του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, μεταμορφώθηκαν σε διαπρύσιους κήρυκες της μοναδικής, γι΄ αυτούς, κυβερνητικής συνεργασίας που είναι με τον ΣΥΡΙΖΑ και μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ…
Προφανώς και δεν είναι κακό να έχει κάποιος την άποψη ότι για ένα κόμμα της Κεντροαριστεράς ενδεχομένως να είναι προτιμότερο να συμμαχήσει με μια παράταξη με την οποία μπορεί να βρει ευκολότερα κοινή γλώσσα για να συντάξουν πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας. Αρκεί, βεβαίως, να υπάρχει αμοιβαία βούληση για συνεργασία και πρωτίστως το εκλογικό σώμα να έχει διατάξει έτσι τις πολιτικές δυνάμεις, ώστε οι μέλλοντες σύμμαχοι να διαθέτουν τα απαραίτητα (κοινοβουλευτικά) «κουκιά» για να κυβερνήσουν.
Τι νόημα, όμως, έχει να ανοίξει από τώρα μια συζήτηση –και με τον επιτακτικό, μάλιστα, τρόπο που προσπαθεί να επιβληθεί αυτή από ορισμένους- για τις μέλλουσες συνεργασίες της Κεντροαριστεράς; Αν τα κόμματα του χώρου –το ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ΔΗΜΑΡ, στην οποία, επίσης, γίνεται η ίδια, προσχηματική, κατά τη γνώμη μου, κουβέντα- αποφασίσουν από τώρα ότι προτίθενται να κυβερνήσουν μόνον με τον ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, γιατί, άραγε, οι ψηφοφόροι να τους δώσουν ρόλο διαμεσολαβητή και να μην ψηφίσουν κατευθείαν τον ΣΥΡΙΖΑ;
Το ίδιο, ακριβώς, ισχύει, βεβαίως, και για το αντίθετο. Αν οι ψηφοφόροι πιστέψουν ότι η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά είναι μονόδρομος, γιατί να μην τον επιλέξουν εξ αρχής και να προτιμήσουν τους μεσάζοντες;
Τούτων δοθέντων, έχω την αίσθηση ότι μόνον όποιος εθελοτυφλεί ή αναζητεί προσχήματα γκρίνιας δυσκολεύεται να αναγνωρίσει ότι η Κεντροαριστερά για να υπάρξει ως αυτόνομη –μικρότερη ή μεγαλύτερη- δύναμη δεν μπορεί παρά να διεκδικήσει το δικό της χώρο. Με το δικό της πρόγραμμα, το οποίο θα παρουσιάσει στο εκλογικό σώμα που είναι ο μόνος κριτής για να αξιολογεί κάθε φορά τους πάντες.
Άλλωστε, το «by the book», όπως λένε οι αγγλοσάξονες, ή –επί το ελληνικότερο- η «αλφαβήτα» της πολιτικής λέει ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ κόψει πρώτος το νήμα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές θα είναι, όπως συνέβη το 2012 με τη Νέα Δημοκρατία, το κόμμα που θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το αν αυτή η κυβέρνηση θα είναι αυτοδύναμη ή συμμαχική θα εξαρτηθεί, κυρίως, από την αντοχή των ιδεών και την αξιοπιστία του προγράμματος, όπως και των προσώπων της κεντροαριστερής παράταξης.
Εν κατακλείδι, όσο περισσότερο εκφράζουν τις, δήθεν, ανησυχίες τους οι γερογκρινιάρηδες της Κεντροαριστεράς, που δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί τίποτε από το παρελθόν και δεν εννοούν να αφήσουν τους λίγους νεότερους να πάρουν τα ηνία, τόσο το χειρότερο για την ίδια Κεντροαριστερά, τόσο το χειρότερο για την ίδια τη χώρα. Ας πάψουν, επιτέλους, και ας απολαύσουν τις συντάξεις τους!  

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;



            Μαζί με μας τους Έλληνες, σε περίπου δέκα μέρες καλούνται να ψηφίσουν και εκατομμύρια άλλοι πολίτες σε άλλες 27 ευρωπαϊκές χώρες. Σε χώρες με οικονομική κρίση και μνημόνια ή και χωρίς οικονομική κρίση και μνημόνια. Σε χώρες πλουσιότερες, όπως είναι οι περισσότερες βόρειες, ή φτωχότερες, όπως είναι οι πιο κοντινές μας βαλκανικές. Σε χώρες με ευρώ ή με εθνικά νομίσματα. Σε χώρες με υπερτροφικές ακραίες δυνάμεις, αλλά και σε χώρες με συμβατικά πολιτικά συστήματα και αδιατάρακτη πολιτική ομαλότητα.
            Παρακολουθώντας κανείς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται στις περισσότερες από αυτές τις χώρες, η προεκλογική εκστρατεία των κομμάτων, ενόψει των ευρωεκλογών, δυσκολεύεται να βρει πουθενά αλλού, ακόμα και εκεί που ανθούν εθνικιστικά και λαϊκίστικα αντιευρωπαϊκά κινήματα, το φραστικό πάθος και την εμφυλιοπολεμική ένταση που κυριαρχεί στον πολιτικό λόγο με τον οποίο αντιμάχονται οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις.
            Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, αποτελεί, ίσως, ευτύχημα που ο πολύς κόσμος παρακολουθεί απαθώς από τον… καναπέ του τα όσα καταμαρτυρούν οι μεν στους δε. Γιατί, πραγματικά, αν έπαιρναν οι πολίτες τοις μετρητοίς τα όσα ένθεν κακείθεν λέγονται ή υπονοούνται πίσω από διχαστικές κορώνες για «δωσίλογους» και «υποτελείς των δυνάμεων κατοχής» ή για «υπονομευτές» και «επίδοξους καταστροφείς», το επόμενο βήμα θα ήταν να πάρουμε όλοι ό,τι πρόσφορο όπλο έχει ο καθένας στη διάθεσή του και να γίνει η Ελλάδα μέσα σε λίγες ώρες κάτι σαν την… ανατολική Ουκρανία.
            Δεν ξέρω αν είναι απλή απάθεια που οφείλεται, ενδεχομένως, στην… ανοσία που αποκτήσαμε ως λαός από τα πολλά χρόνια που τα αυτιά μας ακούν προεκλογικά να επαναλαμβάνονται «τα ψεύτικα, τα λόγια τα μεγάλα» ή αν, ενδεχομένως, λειτουργεί στο συλλογικό μας υποσυνείδητο αυτό που είπε τις προηγούμενες μέρες φωναχτά ο Μανώλης Γλέζος, αναφερόμενος στην ενδεχόμενη ανάγκη στο άμεσο μέλλον για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας του κόμματός του με άλλες πολιτικές δυνάμεις.
            Είναι, αλήθεια, δύσκολο και θέλει πολλή σοφία και ίσως και… τρέλα σαν αυτή που διαθέτει ο Γλέζος για να παραδεχτεί προεκλογικά ένας πολιτικός ότι η χώρα στην κατάσταση που βρίσκεται μπορεί να κάνει αποφασιστικά βήματα μπροστά μόνον με τη συνεργασία των κυριότερων πολιτικών δυνάμεων και κυρίως εκείνων που θέλουν πραγματικά να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρώπη και να μη διολισθήσει ακόμη περισσότερο στην υπανάπτυξη και στην ανέχεια.
            Ακόμη, όμως, και αν δεν είχε βρεθεί ο Γλέζος για να το πει δημόσια, θέτοντας ως μοναδική προϋπόθεση την αποκήρυξη των μνημονίων, που για το κόμμα του ως τώρα δεν αρκούσε ούτε καν για συνεργασία με πρόσωπα από άλλους χώρους σε Δήμους και Περιφέρειες, είναι η ίδια η πραγματικότητα που θα υποχρεώσει τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητήσει συμμαχίες εκεί που εμφανίζεται να βλέπει μόνον θανάσιμους εχθρούς και όχι απλά πολιτικούς αντιπάλους.
            Αν, για παράδειγμα, στις επικείμενες ευρωεκλογές πλειοψηφήσει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πετύχει, όπως υποστηρίζουν τα στελέχη του, τον μείζονα στόχο που είναι να ανατραπεί η σημερινή κυβέρνηση, ώστε, αργά ή γρήγορα, να οδηγηθεί η χώρα σε βουλευτικές εκλογές, ποια θα είναι η συνέχεια; Υπό τα σημερινά δεδομένα, η περίπτωση να κυβερνήσει αυτοδύναμα ούτε στα όνειρα των πιο φανατικών οπαδών του δεν βρίσκει έρεισμα.
            Εφόσον, λοιπόν, όλα πάνε κατ΄  ευχήν για τον ΣΥΡΙΖΑ, η πλέον πιθανή εξέλιξη είναι ότι θα χρειαστεί κυβερνητικούς συμμάχους, ακόμη, αν θέλετε, και για πρακτικούς λόγους, όπως είναι η πλειοψηφία των 180 βουλευτών που απαιτείται για να εκλεγεί νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας και που στην παρούσα φάση η αξιωματική αντιπολίτευση διακηρύσσει ότι δεν δέχεται να αναδειχθεί από τη σημερινή Βουλή επειδή θεωρεί ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, πριν καν αυτή εκφραστεί.
            Και αν, υποτιθέστω, γίνουν βουλευτικές εκλογές τους επόμενους μήνες και δεν σχηματίζεται, όπερ και το απολύτως πιθανότερο, η αυξημένη προεδρική πλειοψηφία, θα αντέξει η χώρα και η οικονομία να ξαναπάμε σε νέες εκλογές στις αρχές του 2015, εξαιτίας της αδυναμίας να εκλεγεί νέος Ανώτατος Άρχοντας; Ο καθένας μπορεί, προσχηματικά ή από εμμονή, να δώσει όποια απάντηση θέλει στο ερώτημα, αλλά η μόνη που ακούγεται λογική είναι η αρνητική απάντηση.
Κακά τα ψέματα, όσοι δεν εθελοτυφλούν αναγνωρίζουν ότι το περισσότερο που μπορεί να προσδοκά ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια κυβερνητική συνεργασία είτε με τα υπολείμματα της όποιας Κεντροαριστεράς θα υπάρχει μετά τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές, είτε έναν «ιστορικό συμβιβασμό» με τη Νέα Δημοκρατία, που μοιάζει και το πιθανότερο, εφόσον καταφέρει, πράγματι, να την υποσκελίσει εκλογικά.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, παρακολουθώντας κανείς το διχαστικό κλίμα που επικρατεί τούτες τις προεκλογικές μέρες, δεν μπορεί παρά να επαναλάβει την εμβληματική φράση που αναφωνεί ο Χρήστος Τσαγανέας στην παλαιά ελληνική ταινία με τον (τόσο… ταιριαστό, στην περίσταση) τίτλο «Οι Γερμανοί ξανάρχονται»: «Άνθρωποι, άνθρωποι, προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός»...