Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοσκωτάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κοσκωτάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Αν υπήρχαν κουκουλοφόροι το 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είχε πάει φυλακή


Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν… διασκεδαστική η απέλπιδα προσπάθεια την οποία καταβάλουν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι συνδεδεμένοι μαζί τους επικοινωνιακοί μηχανισμοί να μην αποκαλυφθούν οι «κουκουλοφόροι» που χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες για να εξοντωθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι της προηγούμενης κυβέρνησης.
Με την τροπή, όμως, που έχουν πάρει τα πράγματα, κάθε άλλο παρά… διασκεδαστική καταλήγει να είναι η μάχη την οποία δίνουν για να μην βγουν οι κουκούλες. Είναι μια μάχη άκρως αποκαλυπτική. Είναι αποκαλυπτική τόσο για τα μέσα με τα οποία ασκήθηκε η κυβερνητική εξουσία κατά την αλήστου μνήμης υπερτετραετή θητεία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όσο και για το γεγονός ότι η πολλαπλή εκλογική ήττα που υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα τον προηγούμενο χρόνο δεν δίδαξε τίποτε ούτε τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό ούτε τους συνεργάτες του.
Θα περίμενε κανείς από μια πολιτική δύναμη που θέλει να περνιέται ως «προοδευτική» να έχει την παρρησία να ταχθεί, αν όχι και να πρωταγωνιστήσει, υπέρ της πλήρους διαφάνειας σε μια υπόθεση που προαναγγέλθηκε ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών» και πλέον όλα μαρτυρούν ότι θα καταλήξει σε ένα χωρίς προηγούμενο φιάσκο για όσους ενορχήστρωσαν μια τόσο κακοφτιαγμένη σκευωρία.
Πέρασαν, άλλωστε, δύο ολόκληρα χρόνια αφότου η προηγούμενη Βουλή αποφάσισε, στηριγμένη στην ανώνυμη μαρτυρία τριών προσώπων, να παραπέμψει δέκα κορυφαίους πολιτικούς. Στο διάστημα αυτό, ωστόσο, δεν προέκυψε κανένα απολύτως στοιχείο που να δικαιολογεί την παραπομπή ή να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των τριών «κουκουλοφόρων», ένας εκ των οποίων αυτοαποκαλύφθηκε και συνάμα αποκάλυψε την ταυτότητα των άλλων δύο.
Γι΄ αυτό και μάλλον δεν έχει πλέον κανένα νόημα το δήθεν κρυφτούλι που εξακολουθεί να παίζεται για το ποιοι είναι οι υποτιθέμενοι «ανώνυμοι» μάρτυρες. Είναι πρόσωπα που τα γνωρίζει όποιος από το πανελλήνιο έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί με την βορβορώδη αυτή υπόθεση. Γνωρίζουν επίσης οι πάντες ότι όταν κλήθηκαν να καταθέσουν με τα κανονικά τους ονόματα δεν είχαν να εισφέρουν απολύτως τίποτε για να «δεθούν» οι κατηγορίες για δωροδοκίες πολιτικών που εκτόξευσαν πίσω από τις κουκούλες.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι ίδιοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι είχαν πάρει τις αρχικές καταθέσεις των «κουκουλοφόρων» και έστειλαν στη Βουλή τον φάκελο της δικογραφίας, στον οποίο περιείχοντο οι διαβόητοι ισχυρισμοί για… τροχήλατες βαλίτσες με μαύρο χρήμα και άλλα ευφάνταστα σενάρια κινηματογραφικού τύπου, υποχρεώθηκαν να αρχειοθετήσουν τις κατηγορίες για τους περισσότερους πολιτικούς.
Πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι τις αρχειοθέτησαν αφού προηγουμένως άνοιξαν… διάπλατα τους τραπεζικούς λογαριασμούς και ερεύνησαν ακόμη και τις θυρίδες όλων όσοι στοχοποιήθηκαν, χωρίς, σε πείσμα ενός ορυμαγδού δημοσιευμάτων ότι εντοπίστηκαν μίζες, να βρεθεί στους ίδιους ή σε συγγενείς τους κανένα ίχνος που να παραπέμπει σε δωροδοκία ή άλλη διάσταση διαφθοράς που να επιβεβαιώνει, έστω και κατ΄ ελάχιστον, τις καταθέσεις των κουκουλοφόρων.
Κατόπιν όλων αυτών, τι πιο λογικό από το να εξεταστούν οι συγκεκριμένοι μάρτυρες από τα μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής ώστε να διαπιστωθούν τα κίνητρα που τους οδήγησαν να καταθέσουν όσα κατέθεσαν και τα οποία κανείς άλλος δεν επιβεβαίωσε;
Αν υποθέσουμε ότι το έκαναν επειδή ήταν οι ίδιοι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο ή διότι κάποιος τους υποσχέθηκε ότι θα αμειφθούν, π.χ. από το FBI, για την ψευδομαρτυρία τους, οι πρώτοι που θα έπρεπε να θέλουν την αποκάλυψη της αλήθειας είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που, αν δεν συμμετείχε στην ενορχήστρωση, όπως πολλοί υποπτεύονται και εξαιτίας της τωρινής αντίδρασης, τότε «έπεσε θύμα απατεώνων».
Κάποιος, άλλωστε, από τα εκατοντάδες παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είναι τώρα στρατευμένα στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θυμίσει στους «συντρόφους» της Κουμουνδούρου ότι αν το 1989 είχαν καταθέσει με κουκούλες οι ψευδομάρτυρες που είχαν εμφανιστεί να δηλώνουν ότι «ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιρνε χρήματα σε κούτες πάμπερς», η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου θα ήταν μάλλον διαφορετική από εκείνη που, κόντρα στη βούληση πολλών στελεχών του τότε Συνασπισμού, εκδόθηκε τελικά.
Αν δεν εμφανιζόταν με τις… φάτσες τους ενώπιον του δικαστικού ακροατηρίου «μπουμπούκια», όπως ο Μαμανέας και άλλοι σωματοφύλακες του Κοσκωτά, που υποτίθεται ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της μεταφοράς των χρημάτων, δεν θα είχαν καταρρεύσει με πάταγο οι αρχικές καταθέσεις τις οποίες –«δασκαλεμένοι», προφανώς- είχαν δώσει στις εισαγγελικές αρχές.
Ακόμη και ο «σκληρός» Βασίλης Κόκκινος που προήδρευε του Ειδικού Δικαστηρίου, υποχρεώθηκε να αποπέμψει ορισμένους εξ αυτών, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν όσα είχαν καταθέσει στην ανάκριση. Αν είχαν καταφέρει να το κάνουν από την ασφάλεια που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ανωνυμία της κουκούλας, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η καταδίκη του πρώην πρωθυπουργού και ενδεχομένως και η φυλάκισή του θα ήταν αναπόφευκτες.
Ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο οποίος έζησε στο πετσί του το άθλιο κλίμα εκείνης της εποχής και είναι τώρα νομικός παραστάτης του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, θα μπορούσε, αν ήθελε, να επισημάνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει η επιστράτευση ψευδομαρτύρων.
Αν δεν το κάνει ο παθών κ. Τσοβόλας, που πλέον δεν πολιτεύεται, ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος από τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ που βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου, για να προειδοποιήσει τον κ. Τσίπρα ότι στη Δημοκρατική Παράταξη, στην παράταξη του μέτρου και της λογικής, δεν μπορεί να φιλοδοξεί ότι θα ηγηθεί κάποιος ο οποίος βλέπει μπροστά του να εκτυλίσσεται μια σκευωρία και, αντί να ζητάει να πέσει φως στην υπόθεση, μάχεται για να επικρατήσει το σκοτάδι.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου

            Τίποτε καλό δεν προοιωνίζονται τα όσα διημείφθησαν στη συζήτηση της Βουλής για το περιώνυμο σκάνδαλο Novartis. Τόση θρασύτητα, μικρότητα και μισαλλοδοξία, τέτοια κακεντρέχεια, χυδαιότητα και πολιτική εμπάθεια δεν έχει γνωρίσει ο τόπος ούτε στα πιο μαύρα χρόνια του εμφυλιοπολεμικού διχασμού.
Όσο και αν ψάξει κανείς στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας δεν πρόκειται να βρει ανάλογο προηγούμενο. Παρόλο που και άλλες φορές στο παρελθόν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου συγκρούονταν για πραγματικά ή υποτιθέμενα σκάνδαλα, τα οποία σημάδεψαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, στις σκληρές αντιμαχίες τηρούνταν ορισμένοι στοιχειώδεις κανόνες θεσμικής ευπρέπειας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά, οι υποκλοπές, τα εξοπλιστικά, η πώληση της ΑΓΕΤ Ηρακλής, το Βατοπαίδι, η λίστα Λαγκάρντ και τόσες άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης το ελληνικό Κοινοβούλιο έδωσαν αρκετές αφορμές για σφοδρές αντιπαραθέσεις, όπως και για καταγγελίες περί απόπειρας ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν οξύτατες αντιδικίες τόσο για τον χαρακτήρα του κάθε φορά καταγγελλόμενου σκανδάλου, που οι μεν το ήθελαν να είναι «καραμπινάτο» και οι δε απαντούσαν με καταγγελίες για «σκευωρία», όσο και για την αξιοπιστία των μαρτύρων ή τη βασιμότητα των μαρτυριών στις οποίες στηρίζονταν η εκτόξευση κατηγοριών κατά πολιτικών αντιπάλων.
Τόσο κακότεχνο κατηγορητήριο, ωστόσο, και τέτοια επιλεκτική στοχοποίηση όποιου ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ή ανθίσταται στις καθεστωτικές πρακτικές που αυτή ακολουθεί δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά. Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει τη θλιβερή επιχειρηματολογία με την οποία οι κυβερνώντες έμενε έκπληκτος με το εύρος της στρεψοδικίας με την οποία προσπαθούσαν να δώσουν υπόσταση σε ανυπόστατους ισχυρισμούς που βασίζονται αποκλειστικά και μόνον στις εκτιμήσεις και τις εικασίες ανώνυμων μαρτύρων.
«Αφού δέχεστε», λένε απευθυνόμενοι στην αντιπολίτευση, «ότι η υπόθεση Novartis είναι σκάνδαλο, γιατί μιλάτε για σκευωρία και αρνείστε να κατηγορηθούν ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο, ο Πικραμένος με τον Στουρνάρα, ο Αβραμόπουλος με τον Λοβέρδο και οι υπόλοιποι;». Και δεν μένουν σε αυτό το παιδαριώδες επιχείρημα. Το συμπληρώνουν με μια ακόμη αστειότητα: «Αφού υπάρχει σκάνδαλο γιατί δεν αναλαμβάνετε την πολιτική ευθύνη;».
Μόνον, όμως, που όλα αυτά, τα οποία είναι προφανές ότι απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών, δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία που επελέγη από τους κυβερνώντες. Ούτε οι μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν, ούτε η πρόταση κατηγορίας την οποία συνέταξαν, ούτε, πολύ περισσότερο, το σόου με τις δέκα κάλπες που έστησαν δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την απόδοση πολιτικών ευθυνών.
Άλλωστε, τους ιθύνοντες της περιόδου που εκτινάχθηκε στα ύψη η φαρμακευτική δαπάνη, όχι μόνον τους απήλλαξαν από κάθε ευθύνη, αλλά τους επαινούν κιόλας. Ο λόγος φυσικά είναι για τη διακυβέρνηση της περιόδου 2004 -2009 κατά την οποία, κατά γενική πλέον ομολογία, έγινε ο τεράστιος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που οδήγησε στα Μνημόνια.
Και ενώ μένουν στο απυρόβλητο όλοι όσοι δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τιθασεύσουν το σκάνδαλο, μπαίνουν, αντιθέτως, στο στόχαστρο και ζητείται να διωχθούν ποινικά πολλοί από εκείνους που -καλώς ή κακώς- ήταν στις θέσεις ευθύνης τα χρόνια (2010-2015) κατά τα οποία η φαρμακευτική δαπάνη υποχώρησε αισθητά και  βρέθηκε στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Το αποδίδουν στην τρόικα για να μειώσουν τη σημασία του αποτελέσματος. Και, ίσως, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι σημερινοί κυβερνώντες ανθίσταντο σε όλες τις προσπάθειες περιστολής των δαπανών.
Όπως και να έχει, το μόνο βέβαιο ότι, όπως απέδειξε και η έμπλεη πολιτικής τοξικότητας συζήτηση που έγινε στη Βουλή, η απόφαση για τη σύσταση προανακριτικής Επιτροπής, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνον σε ανώνυμες μαρτυρίες, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Η μηχανή που στήθηκε και υπακούει στη λογική «τυλίγω τους αντιπάλους μου σε μια κόλλα χαρτί» μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάξει για την ομαλότητα της πολιτικής ζωής του τόπου.
Σε μια περίοδο κατά την οποία περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια απαιτούνται διαδικασίες διακομματικής συνεννόησης και εθνικής ομοψυχίας για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν τη χειρότερη δυνατή επιλογή: Δίχασαν τον πολιτικό κόσμο, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα υφαρπάσσουν την ψήφο των Ελλήνων στις επόμενες εκλογές.
Ο διχασμός, ωστόσο, που προκάλεσαν είναι τόσο βαθύς που οι συνέπειες του θα είναι παρούσες και μετά τις προσεχείς εκλογές. Πόσω μάλλον που από αυτές, όπως όλα δείχνουν, θα προκύψει μια άλλη -εντελώς διαφορετική από τη σημερινή- κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και τότε το πιθανότερο είναι ότι οι σημερινοί κατήγοροι θα βρεθούν κατηγορούμενοι, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο της πόλωσης, της οξύτητας και των αχρείαστων εντάσεων. Που κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στην κρίση και την απομακρύνουν μέρα με την ημέρα από όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, το ίδιο και η ανάκαμψη

Η ζωή, αρκετές φορές, ξεπερνάει και την πιο οργιώδη φαντασία. Γιατί, αλήθεια, ποιος θα φανταζόταν πριν από τρία ή πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν  η ώρα που θα περνούσαν την πόρτα του Κορυδαλλού ή θα απειλούνταν με αυτήν, τόσοι μεγαλόσχημοι που μέχρι πρότινος, κατέκλυζαν τις σελίδες του lifestyle, παριστάνοντας τους μεγάλους «χορηγούς» με χρήματα που, προφανώς, δεν ήταν δικά τους;
Το πάθημα του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος με τα κλεμμένα της Τράπεζας Κρήτης, αγόραζε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 «ό,τι πετούσε και ό,τι κολυμπούσε», για να βρεθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία πίσω από της φυλακής τα σίδερα, όχι μόνον δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως πρότυπο για το «επιχειρείν» στην Ελλάδα από πλειάδα ασφαλιστών, κατασκευών, τραπεζιτών, ακόμη και… μόδιστρων!    
Τις ίδιες παραδοξότητες παρατηρεί κανείς και στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική ζωή, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γιατί, πόσο υψηλές, άραγε, μαντικές ικανότητες θα έπρεπε να διέθετε κανείς για να προβλέψει πριν από δυο τρία χρόνια ότι ένας μικρομεσαίος βουλευτής, χωρίς καμία προηγούμενη θετική διάκριση στη ζωή του, θα πετύχαινε, μέσα από τα social media, να πείσει το 10% των Ελλήνων ότι έχει στο τσεπάκι του όλες τις μαγικές λύσεις και μεταξύ αυτών να απαλλάξει, εν μια νυκτί, τη χώρα από το «επονείδιστο» χρέος;
Εκεί, που, κατά το παρελθόν, απέτυχαν προσωπικότητες με οντότητα, οι οποίοι, σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις, είχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο δικομματισμό, εμφανίστηκαν από το… πουθενά σχήματα, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του κ. Πάνου Καμμένου, που τσαλαβουτώντας στα θολά νερά της κρίσης, αλίευσαν τόσες ψήφους που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν πολιτικοί όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεράσιμος Αρσένης και –γιατί όχι;- ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι που αποτόλμησαν να ιδρύσουν τα δικά τους κόμματα.
Η φάση αποσύνθεσης, στην οποία υπεισέρχεται, πλέον, το κόμμα Καμμένου, καθώς οι… δράκοι των συνωμοσιολογικών παραμυθιών φαίνεται να καταπίνουν και τον ίδιο τον εμπνευστή τους, όπως και οι χειροπέδες που φορούν ο ένας μετά τον άλλο οι νεόκοποι ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή των τελευταίων δεκαετιών, είναι, κατά την άποψή μου, δύο άκρως διδακτικές ιστορίες. Που βοηθούν να ερμηνεύσει κανείς τη βαθιά και γενικευμένη κρίση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, να ανιχνεύσει τις προοπτικές που δημιουργούνται για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης.
            Μαζί με την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν και πολλά άλλα. Χρεοκόπησε, πρωτίστως, το παρασιτικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία, ο οποίος δεν αναλάμβανε κανένα επενδυτικό ρίσκο, αλλά βολευόταν με τις μεθόδους της διαπλοκής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατικές επιχορηγήσεις και στραβά μάτια για τη στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, τραπεζικά θαλασσοδάνεια, ανεξάντλητη ρευστότητα από τα άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος «χαρτιά» που «μοσχοπουλούσε» στο χρηματιστηριακό καζίνο της Σοφοκλέους. Χρεοκόπησε, επίσης, το πελατειακό κράτος, αλλά και ο λαϊκισμός που το συνόδευε και καθήλωνε τη χώρα στην ακινησία.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα, ούτε σε έναν μήνα, ούτε καν σε μια τετραετία. Είναι παθογένειες δεκαετιών, στις οποίες δεν συνέβαλε ένας και μόνον παράγων, ούτε μια παράταξη, αλλά ένα ολόκληρο «σύστημα». Τα αίτια του προβλήματος είναι βαθιά και αποτελεί τεράστια αυταπάτη και πελώρια κοροϊδία να θέλει να πείσει κάποιος ότι η απάντηση μπορεί να βρει τη λύση στον απλοϊκό διαχωρισμό: μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Το δίπολο, άλλωστε, «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή όποιο άλλο απλουστευμένο ερμηνευτικό σχήμα, που θέλει όλα να ξεκίνησαν για έναν λόγο και κάποια συγκεκριμένη στιγμή, π.χ. τον Μάιο του 2010, όταν, από το Καστελόριζο, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, απαλλάσσει των ευθυνών της την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική διαπλοκή και τους ταγούς που την υπέθαλψαν. Δίνει συγχωροχάρτι στο πολύχρονο πάρτι των μεσαζόντων στους εξοπλισμούς και τις άλλες κρατικές προμήθειες. Παραβλέπει τον σχεδόν μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κλείνει τα μάτια στην κραιπάλη του υπερδανεισμού για να βολευτούν «δικά μας παιδιά», να πληρωθούν «μαϊμού» συντάξεις, να επιδοτηθούν συνδικαλιστικές ηγεσίες, να εξαγοραστούν μέσα ενημέρωσης. 
Αν έχουν κάποια αξία τούτες οι σκέψεις, δεν είναι για να επαναλάβουμε τις, εν πολλοίς, γνωστές διαπιστώσεις για τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε. Είναι, κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το «έγκλημα» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν στιγμιαίο. Ήταν διαρκές, αλλά χρειάστηκε χρόνο για να αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση που τώρα βλέπουμε να φανερώνεται μπροστά μας.
Έχει, επίσης, σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία κρίση, ποτέ δεν ήταν αιώνια. Οι κοινωνίες που τις αντιμετώπισαν, ακόμη και η νεοελληνική που βίωσε άλλες τρεις μεγάλες χρεοκοπίες, τις ξεπέρασαν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο οποίος για να επιταχυνθεί απαιτεί σχέδιο, αλλά, πάνω από όλα, δημιουργική προσπάθεια.  Από τη χρεοκοπία επί των ημερών του Χαριλάου Τρικούπη, η χώρα λίγα χρόνια μπήκε δυνατή στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και από την χρεοκοπία των αρχών της δεκαετίας του 30, όταν έφθασαν στα μέρη μας οι επιπτώσεις του Μεγάλου Κραχ του 1929, οδηγηθήκαμε στο έπος του 40.
 Χωρίς, λοιπόν,  να παριστάνω τον… μάγο, έχω εδραία την πεποίθηση ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να έρθει. Μόνον, όμως, που, όπως το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, έτσι και η ανάκαμψη δεν θα είναι στιγμιαία. Ή, με τα λόγια του ποιητή, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».  
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.