Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Αν τους ένοιαζε η συναίνεση…



Ακόμη και όσοι έχουν προεξοφλήσει το διαζύγιο το οποίο έχει πάρει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ με την αλήθεια, δεν μπορεί να μην εκπλήσσονται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί καθιέρωσης για πρώτη φορά εκλογικού συστήματος απλής αναλογικής.
Την άνοιξη του 1989, η ελληνική Βουλή είχε ψηφίσει εκλογικό νόμο με τον οποίο η κατανομή των εδρών γινόταν με ακόμη πιο «δίκαιο» τρόπο από αυτόν που καθιερώνεται τώρα, αφού τότε δεν ίσχυε το πλαφόν του 3% για την εκλογή βουλευτή από τους συνδυασμούς που μετείχαν στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις οι οποίες έγιναν με το συγκεκριμένο σύστημα.
Δεν είναι, όμως, αυτός ο μόνος λόγος για τον οποίο εντυπωσιάζεται κανείς με το εύρος της ιστορικής άγνοιας που αποπνέει η επιχειρηματολογία πολλών από τους ΣΥΡΙΖΑίους βουλευτές που ανεβαίνουν αυτές τις μέρες στο βήμα της Βουλής για να στηρίξουν το κυβερνητικό νομοσχέδιο. Με έτοιμες ομιλίες, που είναι προφανές ότι γράφηκαν από άλλο χέρι, οι περισσότεροι σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν λένε όσα λένε επειδή απουσίαζαν από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια ή απλώς επειδή τελούν υπό καθεστώς πλήρους σύγχυσης.
Όπως και να έχει, ωστόσο, εκείνο που όντως ισχύει για πρώτη φορά στην προκειμένη περίπτωση αλλαγής του εκλογικού νόμου είναι το διχαστικό κλίμα υπό το οποίο επιχειρείται να καθιερωθεί η λεγόμενη «απλή αναλογική». Διότι, παρά τα περί του αντιθέτου θρυλούμενα, όποιος μπει στον κόπο να ανατρέξει στα πρακτικά των συζητήσεων που προηγήθηκαν στο ελληνικό Κοινοβούλιο κατά την αμέσως προηγούμενη ψήφιση αναλογικού εκλογικού συστήματος, θα διαπιστώσει ότι οι αλλαγές που προωθήθηκαν από την τότε κυβέρνηση υιοθετήθηκαν από ευρύτατη πλειοψηφία και πάντως συνάντησαν τη συναίνεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όσο και αν ηχεί παράδοξο, με την εκ των υστέρων γνώση των όσων επακολούθησαν, αλλά και το γεγονός ότι η συμφωνία της αντιπολίτευσης δεν είχε τη σημασία που έχει τώρα, καθώς είναι μεταγενέστερη η συνταγματική πρόβλεψη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών μόνον αν ψηφιστούν από πλειοψηφία 200 βουλευτών, ο τότε ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συναίνεσε με τις προωθούμενες ρυθμίσεις, είτε από υπερβολική σιγουριά για την επερχόμενη νίκη του είτε επειδή έκανε την ανάγκη φιλοτιμία αφού δεν μπορούσε να αποτρέψει τις αλλαγές, με τις οποίες, εξάλλου, επανερχόταν και ο σταυρός προτίμησης που είχε καταργηθεί στις αμέσως προηγούμενες εκλογές του 1985.
Σε πείσμα, λοιπόν, της πολιτικής οξύτητας που είχε προκληθεί από το σκάνδαλο Κοσκωτά και της έντονης αντιπαράθεσης που δημιουργούνταν από το μετωπικό σχήμα το οποίο είχαν συμπτύξει το προηγούμενο διάστημα τα κόμματα της αντιπολίτευσης –η Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη, η ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου και ο υπό διαμόρφωση Συνασπισμός των Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου-, οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής ψήφισαν από κοινού τις νέες ρυθμίσεις. Και μαζί επίσης καταψήφισαν την τροπολογία με την οποία το ΚΚΕ ήθελε να κάνει ακόμη… απλούστερη τη νέα αναλογική, προτείνοντας να απαλειφθεί το περιβόητο «συν ένα» στην πρώτη κατανομή των εδρών.
Παρόλο που ουσιαστικά επρόκειτο για μια… ανθυπολεπτομέρεια, η τότε Αριστερά, ίσως και θέλοντας να διαφοροποιηθεί από τους Μητσοτάκη και Στεφανόπουλο και να αποσείσει τις καταγγελίες του κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ ότι είχαν συγκροτήσει τη… «συμμορία των τεσσάρων», είχε δώσει τεράστιες διαστάσεις στο «συν ένα», παρόλο που ο συσχετισμός των κοινοβουλευτικών εδρών δεν άλλαζε ουσιωδώς.
Όλο αυτό, μάλιστα, το -εν πολλοίς επικοινωνιακό- κατασκεύασμα περί της σημασίας του «συν ένα» έγινε αργότερα μπούμερανγκ για τον νεοπαγή Συνασπισμό της Αριστεράς, όταν επί των ημερών της συγκυβέρνησής του με τη Νέα Δημοκρατία στο ετερόκλητο σχήμα με πρωθυπουργό τον Τζαννή Τζαννετάκη, το –δήθεν… μετανοημένο- ΠΑΣΟΚ εισηγήθηκε, μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 1989, που έγιναν με την καινούργια νομοθεσία, την κατάργηση της επίμαχης ρύθμισης, ευελπιστώντας ότι έτσι θα δυσκόλευε ακόμη περισσότερο η προσπάθεια της ΝΔ να αποκτήσει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για την οποία θα έπρεπε να προσεγγίσει το 50% των ψήφων.
Σε εκείνη τη δεύτερη φάση των αντιπαραθέσεων για το εκλογικό σύστημα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν: το μεν ΠΑΣΟΚ ήθελε την κατάργηση του «συν ένα», η δε αριστερή συνιστώσα του κυβερνητικού συνασπισμού απέρριπτε ένα τέτοιο ενδεχόμενο επειδή δεν ήθελε να διαταράξει την κυβερνητική συνεργασία που είχε συγκροτήσει με τη ΝΔ και στην οποία, αφού μεσολάβησαν οι νέες κάλπες που έγιναν τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου χωρίς να αλλάξει το εκλογικό σύστημα, προστέθηκε και το ΠΑΣΟΚ, σχηματίζοντας όλοι μαζί την εξίσου βραχύβια κυβέρνηση Ζολώτα.
Χωρίς να είναι ίδιες οι συνθήκες, θα είχε πολύ μεγάλη αξία να ανέτρεχαν σε εκείνη την εποχή όλοι όσοι καλούνται να ψηφίσουν τις νέες αλλαγές στην εκλογική νομοθεσία. Από τον Τσίπρα, ο οποίος θυμήθηκε ότι έπρεπε να δεχθεί παραμονή της ψήφισης του νομοσχεδίου του στο Μέγαρο Μαξίμου τον Γιώργο Παπανδρέου και τον Φώτη Κουβέλη, έως τον κλαίοντα Βασίλη Λεβέντη που θεωρεί την αναλογική «πανάκεια δια πάσαν νόσον και πάσαν…». Και από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι πρέπει να βρουν σοβαρά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους έναντι όσων πρότειναν πριν από έναν χρόνο, έως τον Κυριάκο Μητσοτάκη ο οποίος δεν μπορεί να παρουσιάζεται ως εκσυγχρονιστής με παλαιοκομματικής κοπής διακηρύξεις ότι θα καταργήσει ό,τι ψηφίσει η σημερινή κυβέρνηση χωρίς να αντιπροτείνει κάτι περισσότερο από την επαγγελία κατάτμησης της Β΄ Αθηνών.
Αν προσέτρεχαν με ειλικρινή διάθεση στη μελέτη του παρελθόντος, είναι βέβαιο ότι θα κατέληγαν σε διδάγματα που θα απέτρεπαν την επανάληψη λαθών και θα έβρισκαν τον κοινό τόπο ώστε να επικρατήσει η λογική και να προχωρήσουν οι αλλαγές που είναι αναγκαίες για να εμπεδωθεί μια νέα πολιτική ατμόσφαιρα στη χώρα.
Κακά τα ψέματα, όμως. Μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν αντιλαμβάνεται ότι η συζήτηση που γίνεται στη Βουλή δήθεν για τον εκλογικό νόμο ελάχιστα αφορά τον ίδιο τον εκλογικό νόμο. Διότι αν οι νυν κυβερνώντες και οι «πρόθυμοι» σύμμαχοί τους ενδιαφερόταν για πραγματικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα θα ξεκινούσαν από την επιδίωξη της συναίνεσης που είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να ελπίσει κανείς ότι μπορεί κάτι να αλλάξει. Όταν, όμως, μιλάμε για μια Βουλή που η πλειοψηφία της προήλθε από προεκλογικές διακηρύξεις του τύπου «να τελειώνουμε με το παλαιό», είναι αυταπάτη να περιμένει κάποιος κάτι καλύτερο από όσα προσχηματικά βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Όταν το ρίχνεις συνεχώς στο «Τσάμικο»…



            Στις αρχές του 1991 ο σχετικά νέος ακόμη στον πρωθυπουργικό θώκο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έδειξε, δικαιολογημένη ίσως, σπουδή να γίνει ο πρώτος ηγέτης δυτικής χώρας που επισκεπτόταν τη γειτονική Αλβανία, στην ηγεσία της οποίας ήταν ακόμη οι εκπρόσωποι του καταρρέοντος κομουνιστικού καθεστώτος που, υπό κράτος της μαζικής φυγής των πολιτών της χώρας, είχαν υποχρεωθεί να πάψουν να δολοφονούν όσους αλλόφρονες ομοεθνείς τους επιχειρούσαν με κάθε μέσο και κάθε τίμημα να περάσουν τα σύνορα.
            Έκπληκτοι όσοι μετείχαμε στη δημοσιογραφική αποστολή που κάλυπτε το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στα Τίρανα, ακούσαμε σε μια από τις δημόσιες ενημερώσεις για τα θέματα που συζήτησαν οι δύο αντιπροσωπείες, εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών της γείτονος να μας ανακοινώνει ότι μεταξύ αυτών που τέθηκαν στο τραπέζι ήταν και το «ζήτημα με τις περιουσίες των Τσάμηδων».
            Ο σάλος που προκλήθηκε ήταν αφάνταστος, καθώς η ανακίνηση ενός τέτοιου ζητήματος αιφνιδίασε τους πάντες –ακόμη και όσους, όπως ο υποφαινόμενος, λόγω καταγωγής από την… αυθεντική Τσαμουριά, είχαμε γνώση των πραγματικών διαστάσεων του. Η πρώτη αντίδραση της επίσημης ελληνικής πλευράς ήταν κάτι περισσότερο από αμήχανη: προσπάθησαν αρχικά να μας πείσουν ότι δεν είχαμε ακούσει καλά, εν συνεχεία ότι αυτός που μας μίλησε δεν ήξερε καλά ελληνικά, και, εν τέλει, πως αυτός που μας μίλησε δεν ήταν ακριβώς εκπρόσωπος του αλβανικού ΥΠΕΞ, όπως μας παρουσιάστηκε.
            Στο παρασκήνιο, ωστόσο, η κατάσταση είχε αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Επί ποινή άμεσης διακοπής της επίσκεψης, ο πολύπειρος στα διπλωματικά Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απαίτησε από τον τελευταίο κομμουνιστή ηγέτη της Αλβανίας Ραμίζ Αλία όχι μόνον διάψευση ότι είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα, αλλά και την… «εξαφάνιση από προσώπου γης» (!) του προσώπου –Μπέη ή κάπως έτσι, ήταν το επίθετό του από όσο μπορώ να θυμηθώ έπειτα από 25 και κάτι χρόνια- που είχε κάνει τις επίμαχες ανακοινώσεις.
Όντως, τις επόμενες ώρες ο εκπρόσωπος είχε αποσυρθεί από το προσκήνιο και οι ιθύνοντες της αλβανικής πλευράς, υποχωρώντας στις πιέσεις της ελληνικής, βάλθηκαν να μας… τρελάνουν, «επιβεβαιώνοντας» τους ισχυρισμούς των Ελλήνων επισήμων ότι δεν υπήρξε πρόσωπο που να είχε κάνει για λογαριασμό της αλβανικής πλευράς τις δηλώσεις που είχαμε ακούσει. Μόνον έτσι συνεχίστηκε το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος λίγο πριν επιστρέψει στην Ελλάδα διέσχισε οδικώς τις περιοχές που διαβιούσε η πολυπληθής ακόμη τότε ελληνική μειονότητα και έτυχε μιας μοναδικά αποθεωτικής υποδοχής στη Δερβιτσάνη.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς επέλεξε να βρεθεί τις προηγούμενες ημέρες στην αλβανική πρωτεύουσα, αγνοώντας τα σαφώς αρνητικά προμηνύματα που είχε στείλει η ηγεσία της γείτονος. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τους, ο «πολύς» κ. Εντι Ράμα είχε παραστεί τις προηγούμενες ημέρες στο συνέδριο του κόμματος των λεγόμενων «Τσάμηδων» εγείροντας, κατά τα δημοσιεύματα, θέμα επιστροφής περιουσιών.
Οι ομάδες των διαδηλωτών που επεχείρησαν να εμποδίσουν την απρόσκοπτη πρόσβαση του κ. Κοτζιά στο κτίριο του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών, φωνάζοντας προκλητικά συνθήματα του τύπου «Τσαμουριά μητέρα μας, περίμενέ μας», ήρθαν μάλλον ως φυσική συνέπεια των αλαζονικών πρωθυπουργικών δηλώσεων.
Παρά ταύτα, ωστόσο, ο έλληνας υπουργός δεν έδειξε να… πτοείται. Μόνον έτσι εξηγείται ότι συνέχισε το ταξίδι του ως να μην είχε συμβεί τίποτε απολύτως. Και μάλιστα στις κοινές δηλώσεις με τον αλβανό ομόλογό του προσπάθησαν να μας πείσουν ότι το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών είναι καλό και –για φαντάσου…- δεν διαταράσσεται ούτε από πρωθυπουργικές δηλώσεις ούτε από… αλυτρωτικές διαδηλώσεις.
Πέρα από τα πρόσωπα και τις συμπάθειες ή αντιπάθειες που μπορεί να έχει ο καθείς για τον έναν ή τον άλλο πρωταγωνιστή, δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν την Ελλάδα του χθες από την Ελλάδα του σήμερα. Κακά, τα ψέματα, όμως, η οικονομική κρίση μπορεί να είναι η αφορμή, αλλά μάλλον δεν είναι η αιτία που ο διεθνής σεβασμός, τον οποίο απολάμβανε παλιότερα η χώρα μας, βρίσκεται, πλέον, στο ναδίρ.
Εξάλλου, δεν είμαστε η μοναδική χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Είναι και άλλες χώρες που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική θέση, αλλά δεν διανοούνται ούτε οι γείτονες τους ούτε οι εταίροι τους να τους συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρονται σε μας είτε οι Αλβανοί είτε οι Γερμανοί και οι άλλοι Ευρωπαίοι εταίροι που μας υποβάλουν στο μαρτύριο της σταγόνας για να εγκρίνουν μια δόση για την οποία η κυβέρνηση μας και κατ΄ επέκταση η ίδια η χώρα υφίστανται ασύλληπτες ταπεινώσεις.
Το δυστύχημα είναι ότι τα απανωτά παθήματα δεν μας γίνονται μαθήματα. Και αυτό γιατί οι ταγοί ενός λαού που βαυκαλίζεται ότι είναι ο εξυπνότερος της υφηλίου δεν μπορεί να αντιληφθούν ότι η αξιοπρέπεια και η αξιοπιστία είναι δύο πολύτιμες αρετές που δεν υπηρετούνται όταν το γυρνάς διαρκώς στο… «Τσάμικο». Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα προγράμματα που συμφωνούμε και δεν εφαρμόζουμε ή τις εξυπνάδες του στυλ «σκέπτομαι να γίνω ο πρώτος ηγέτης που θα τηρήσω τις προεκλογικές υποσχέσεις»; Τα «μπρος πίσω» για το Ελληνικό ή τα ψέματα για τις συντάξεις και το ΕΚΑΣ; Ή μήπως τις ύβρεις κατά των εταίρων που τώρα εκλιπαρούμε για το έλεος μιας… υποδόσης.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

Λεβέντικος «εκτσογλανισμός»



Ακόμη και στις πιο ταραγμένες πολιτικές περιόδους του πρόσφατου ή και του απώτερου παρελθόντος της χώρας οι πολιτικοί ηγέτες μας συνήθιζαν να κάθονται γύρω από το ίδιο τραπέζι, άλλοτε συμφωνώντας και άλλοτε διαφωνώντας, αλλά χωρίς ποτέ ως τώρα να απειλούν ο ένας τον άλλο είτε πίσω από τις κλειστές πόρτες είτε ενώπιον του κοινού.
Από την εποχή της συμφωνίας της Βάρκιζας, που στις δύο πλευρές του τραπεζιού κάθισαν πρόσωπα που τα χώριζε η πολεμική σύγκρουση και τα νωπό αίμα που είχε εκατέρωθεν χυθεί, ως τα προδικτατορικά Συμβούλια του Στέμματος και τα μεταπολιτευτικά Συμβούλια των Πολιτικών Αρχηγών για τη συγκρότηση των συμμαχικών κυβερνήσεων του αποκαλούμενου και «βρώμικου 89» ή αργότερα για το Μακεδονικό, ο «πολιτικός πολισμός» ήταν το στοιχείο που χαρακτήριζε αυτού του είδους τις συναθροίσεις των ταγών του Έθνους.
Όταν είδαν το φως της δημοσιότητας τα πρακτικά από τις συναντήσεις που είχαν στο Προεδρικό Μέγαρο τον Νοέμβριο του 1989 οι θεωρούμενοι ως… προαιώνιοι αντίπαλοι Ανδρέας Παπανδρέου και  Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να ξένισαν αρκετούς από τους φανατικούς οπαδούς των δύο ηγετών, πλην, όμως, οι έμπλεες αβρότητας προσφωνήσεις: «Κώστα μου», «Ανδρέα μου», τις οποίες αντήλλαξαν, αποτέλεσαν μια σημαντική παρακαταθήκη πολιτικής καταλλαγής.
Ούτε η σκληρή προσωπική τους κόντρα, που διαρκούσε ήδη 35 χρόνια και κατά πολλούς ήταν από τις βασικές αιτίες της Αποστασίας, ούτε η πολύ πρόσφατη, τότε, απόφαση για την παραπομπή του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ στο Ειδικό Δικαστήριο, δεν στάθηκαν εμπόδιο στον μεταξύ τους πολιτισμένο διάλογο και στην χωρίς απειλές και κουνήματα του δακτύλου συνεννόηση που οδήγησε –με τη συναίνεση και του πολύπειρου ηγέτη του νεοσύστατου Συνασπισμού της Αριστεράς Χαρίλαου Φλωράκη- στη συγκρότηση της συμμαχικής κυβέρνησης Ζολώτα.
Δεν ξέρω αν μοιάζει με… ιεροσυλία η σύγκριση των προσωπικοτήτων εκείνης της περιόδου με τα πρόσωπα που πέρασαν το περασμένο Σάββατο το κατώφλι του Προεδρικού Μεγάρου, καθώς θα μπορούσε, ίσως, κανείς να επικαλεστεί τη γνωστή ρήση με τα «νταούλια των αθιγγάνων» που πήραν τις θέσεις τις οποίες κατείχαν νωρίτερα τα «άρματα των καπεταναίων», αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να πειρασμό που όλες αυτές τις μέρες με τριβελίζει με ερωτήματα για την κατάπτωση των πολιτικών ηθών της οποίας γινόμαστε καθημερινοί μάρτυρες.
Να είναι, άραγε, όλο αυτό που συνέβη το περασμένο Σάββατο η κορύφωση του «εκτσογλανισμού» της πολιτικής ζωής, για τον οποίο τόσο εύστοχα είχε μιλήσει παλαιότερα ο Ευάγγελος Βενιζέλος; Ή, όπως αρκετοί επισημαίνουν, «δεν τα έχουμε δει ακόμη όλα» και μας περιμένουν ακόμη μεγαλύτερες εκπλήξεις από την τοξική ατμόσφαιρα που έχει δημιουργήσει η πολύμορφη κρίση που διέρχεται η χώρα και περισσότερο από την αλλοπρόσαλλη παρέα που έχει εγκατασταθεί στα υπουργεία και παριστάνει την κυβερνητική εξουσία;
Διαρκούντος του Συμβουλίου και με σαφή διάθεση να σαρκάσω τις κυβερνητικές διαρροές που ήθελαν τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να απειλεί τους προσκεκλημένους του επειδή δεν συμφωνούσαν σε κοινό ανακοινωθέν για το Ασφαλιστικό, έκανα μια ανάρτηση στο twitter με την οποία αναρωτιόμουν: «Λες αν δεν υπογράψουν να τους καταγγείλει στη... Μέρκελ;». Και παρότι συμπλήρωνα το ερώτημα μου με το σχόλιο «Σύσκεψη για γέλια και για κλάματα μαζί!», ειλικρινά δεν διανοήθηκα ότι τα όσα συζητούσαν οι Έλληνες πολιτικοί ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο διαβούλευσης στο εξωτερικό.
Η πραγματικότητα, αλλοίμονο, με διέψευσε, αφού τρεις μέρες αργότερα το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου έδινε –αν είναι δυνατόν!- στη δημοσιότητα διαλόγους του Αλέξη Τσίπρα με τον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που αφορούσαν τη στάση που τήρησε στη σύσκεψη η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Φώφης Γεννηματά. Φαίνεται ότι προκειμένου να κρατήσουν τις καρέκλες τους δεν διστάζουν να γίνουν πιο ξενόδουλοι από όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Και μάλιστα χωρίς να αντιλαμβάνονται πόσο καταγέλαστοι γίνονται και στο εξωτερικό, όπως και στο εσωτερικό με τις αστείες απειλές, όπως εκείνες που εκτόξευσε ο Πάνος Καμμένος περί Εξεταστικής Επιτροπής για το PSI.
Τι νομίζουν, αλήθεια, ότι θα πετύχουν «καρφώνοντας» την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ στον Ολάντ; Τι πιστεύουν ότι μπορεί να κάνει ο Γάλλος πρόεδρος στην κυρία Γεννηματά; Και πως θεωρούν ότι θα την υποχρεώσει να μοιραστεί με τον θρασύτατο κ. Τσίπρα την ευθύνη για το περαιτέρω πετσόκομα των συντάξεων που έχει συνομολογηθεί και υλοποιείται με τον προϋπολογισμό που ψηφίζεται από τη Βουλή;
Δυστυχώς γι΄ αυτούς, όσες ανοίκειες απειλές και αν εκτοξεύσουν, όσους –πραγματικούς ή φανταστικούς- διαλόγους κι αν διαρρεύσουν, όσα ξόρκια και αν –εν είδει σκιάχτρων- κατασκευάσουν για να φοβίσουν δήθεν τη διαπλοκή που υποτίθεται ότι τους πολεμάει, όσους ευφημισμούς περί κυβερνητικής διεύρυνσης και αν χρησιμοποιήσουν για δικαιολογήσουν τις… λεβέντικες αποστασίες που ετοιμάζουν, το πικρό ποτήρι της μνημονιακής υποταγής είναι όλο δικό τους. Και θα το πιουν ως την τελευταία σταγόνα, πριν καταρρεύσουν με πάταγο από την οργή όχι των αντιπάλων τους, αλλά κυρίως όλων εκείνων τους οποίους εξαπάτησαν.
Ο «εκτσογλανισμός», άλλωστε, ακόμη και αν γίνει «λεβέντικος», έχει ημερομηνία λήξης, η οποία δεν είναι πολύ μακρινή, όπως τόσο αποκαλυπτικά προδικάζουν οι σπασμωδικές κινήσεις στις οποίες κατέφυγε ο πανικόβλητος πρωθυπουργός, τόσο πριν όσο και μετά το χωρίς προηγούμενο φιάσκο στο οποίο ο ίδιος οδήγησε τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.