Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόμματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κόμματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Σεπτεμβρίου 2023

Η αναίρεση (ή μήπως η… συναίρεση;) του ΣΥΡΙΖΑ

            Στα 180 χρόνια που παρήλθαν από τη συνταγματική καθιέρωση του κοινοβουλευτικού βίου στη χώρα μας, το εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει θεσμική σταθερότητα.

            Ιστορικοί λόγοι, όπως πόλεμοι, οικονομικές κρίσεις, περίοδοι πολιτικής ανωμαλίας και πραξικοπήματα, σε συνδυασμό με τις κοινωνιολογικές συνθήκες που σχετίζονται με την κοινωνική και πληθυσμιακή κινητικότητα, η οποία καταγράφηκε όλες αυτές τις δεκαετίες, διαμόρφωσαν τις συλλογικές νοοτροπίες που δεν επέτρεψαν τη δημιουργία σταθερών κομματικών δομών με θεσμική μνήμη και αδιασάλευτη συνέχεια.

            Με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα περισσότερα κόμματα, μικρά και μεγάλα, παραδοσιακά και συγκυριακά, ήταν και παραμένουν αρχηγοκεντρικοί μηχανισμοί χωρίς πάγιες και κατοχυρωμένες θεσμικές διαδικασίες είτε σε οργανωτικό είτε σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο. Η βούληση του αρχηγού είναι ο υπέρτατος κανόνας που υπερισχύει των όποιων καταστατικών προβλέψεων που σπανίως εφαρμόζονται. 

Βασικά ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας, όπως η στελέχωση των οργάνων, η κατάρτιση ψηφοδελτίων, οι πολιτικές - κυβερνητικές συνεργασίες και η διαμόρφωση των προτάσεων σε μείζονα ζητήματα, έχουν αναχθεί σε «αποκλειστικά προνόμια του αρχηγού», επί των οποίων όποιος έχει διαφορετική άποψη «θέτει εαυτόν εκτός κόμματος». 

Τα παραδείγματα των κομμάτων στα οποία ισχύει η «ενός ανδρός αρχή» είναι πάμπολλα τόσο από το παρελθόν όσο και από το παρόν. Με αποτέλεσμα να είναι πολύ συχνές οι κομματικές διασπάσεις, όπως και η δημιουργία νέων -θνησιγενών στην πλειονότητά τους- σχηματισμών από φιλόδοξους δελφίνους οι οποίοι είτε πέφτουν θύματα καρατομήσεων είτε δείχνουν ακόρεστη σπουδή να «στήσουν το δικό τους κομματικό μαγαζί». 

Θυμηθείτε μόνον πόσα κόμματα και κομματίδια της μιας, άντε των δύο χρήσεων, γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και κυρίως την περίοδο μετά το ξέσπασμα της μνημονιακής κρίσης. Κάποιες στιγμές, μάλιστα, φάνηκε πως θα μπορούσε να διαψευστεί η περίφημη ρήση του Ευάγγελου Αβέρωφ, σύμφωνα με την οποία «όποιο πρόβατο βγαίνει από το μαντρί το τρώει ο λύκος». 

Πλην, όμως, ο χρόνος έδειξε ότι μόλις περιορίστηκε το επικοινωνιακό γκελ των ηγετών - δημιουργών τους, οι νεοπαγείς σχηματισμοί που είχαν δημιουργήσει διαλύθηκαν εις τα εξ ων συνετέθησαν: Εθνική Παράταξη, ΚΟΔΗΣΟ, ΔΗΑΝΑ, ΔΗΚΚΙ, ΚΕΠ, ΛΑΟΣ, ΑΝΕΛ, ΔΗΜΑΡ, ΔΗΣΥ, ΚΙΔΗΣΟ, Χρυσή Αυγή, Ένωση Κεντρώων, Ποτάμι, ΜέΡΑ 25, κ.α.           

Αφορμή γι΄ αυτές τις επισημάνσεις πήρα από το «δράμα» που φαίνεται να βιώνει αυτές τις μέρες ο ΣΥΡΙΖΑ, το άλλοτε κραταιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, με τον… ουρανοκατέβατο διεκδικητή της ηγεσίας του, ο οποίος όλως αιφνιδίως εμφανίστηκε τις τελευταίες ημέρες στο προσκήνιο, δημιουργώντας τεράστιο επικοινωνιακό θόρυβο. 

Δικαιολογημένα, τα μέσα ενημέρωσης έστρεψαν τα φώτα τους στο πρόσωπο του -κατά δήλωσή του «άριστου»- νεαρού εφοπλιστή Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος χωρίς την παραμικρή προϋπηρεσία ή και γνώση της λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος, ου μην αλλά και της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, έβαλε πλώρη για να γίνει αρχηγός σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς, το οποίο από την ίδρυσή του πρεσβεύει και υπηρετεί τα ακριβώς αντίθετα από αυτά που ιδεολογικά, πολιτικά αλλά και κοινωνικά εκπροσωπεί ο επίδοξος νέος ηγέτης του. Θα έλεγε κανείς, βλέποντάς τον στα social media, ότι αποτελεί προϊόν artificial intelligence (τεχνητής νοημοσύνης).

Επισημαίνοντας και σε όσους δεν γνωρίζουν τον ορισμό, όπως τον μαθαίνουν οι δημοσιογράφοι στο ξεκίνημα τους, ότι «είδηση αποτελεί όταν ο άνθρωπος δαγκώνει τον σκύλο και όχι όταν ο σκύλος δαγκώνει άνθρωπο», η στάση των ΜΜΕ δεν είναι διόλου παράδοξη. Και σίγουρα δεν ερμηνεύεται με δαιμονολογικές προσεγγίσεις για συνωμοσία του συστήματος το οποίο θέλησε τάχατες να προωθήσει έναν αμερικανόθρεφτο τεχνοκράτη με θητεία -άκουσον, άκουσον- στη… διαβόητη Goldman Sacs.

Το παράδοξο, αντιθέτως, είναι ότι όποιος παρακολουθεί την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και τις τάσεις που διαμορφώνονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, διαπιστώνει ότι ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και των φίλων και οπαδών της παράταξης που κυβέρνησε τη χώρα για τεσσεράμισι χρόνια, δείχνει να τείνει ευήκοον ους στις γενικόλογες και εν πολλοίς αντιφατικές διακηρύξεις του κ. Κασσελάκη. Και αυτό παρόλο που, από μια πρώτη ανάγνωση τουλάχιστον, συνιστούν την απόλυτη αναίρεση των απόψεων, θέσεων και προτάσεων που υποστηρίζει το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (για την αξιολόγηση, τα Πανεπιστήμια, τον Στρατό, κοκ).

Σε μια δεύτερη, ωστόσο, ανάγνωση του τρόπου με τον οποίο πολιτεύθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ από τον καιρό που ανέλαβε την ηγεσία του ο Αλέξης Τσίπρας, εύκολα νομίζω ότι μπορεί να υποστηρίξει κανείς ότι δεν εκπλήσσεται που ένας διάττων πολιτικός αστέρας, ο οποίος έρχεται από το πολιτικό… πουθενά, πιστεύει ότι είναι κατάλληλος να αναλάβει αρχηγός σε ένα κομματικό συνονθύλευμα. 

Ένα συνονθύλευμα, το οποίο (ας θυμηθούμε ότι) στέγασε τον Πάνο Καμμένο και τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τη Θεοδώρα Τζάκρη, που ψήφισε τρία μνημόνια, και τον Παύλο Χαϊκάλη, στον οποίο ανετέθη η επίλυση του Ασφαλιστικού, τον Ευάγγελο Αντώναρο και τη Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, την Κατερίνα Παπακώστα και τον Κώστα Ζουράρι, που μόνον σε μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσαν να αναλάβουν υπουργικά χαρτοφυλάκια, τον αειθαλή Στέφανο Τζουμάκα και τον υπερδραστήριο Απόστολο Γκλέτσο, άλλα και τόσους άλλους αστέρες που μόνον σε αυτό το κόμμα θα μπορούσαν να συμβιώνουν, κλείνοντας, όποτε χρειαζόταν, το μάτι και σε χρυσαυγίτες που οι ψήφοι τους δεν ήταν… «μη ευπρόσδεκτες».

Μπορεί οι θέσεις του κ. Κασσελάκη σε όλους εμάς να ακούγονται κατάλληλες για να ενταχθεί σε κάποιο από τα άλλα κόμματα, τη ΝΔ ίσως ή και, ενδεχομένως, το ΠΑΣΟΚ που έχουν ιδεολογική συνάφεια με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, ο ίδιος στον διαδικτυακό επικοινωνιακό ορυμαγδό που έχει εξαπολύσει υποστηρίζει ότι επέλεξε συνειδητά να ηγηθεί του ΣΥΡΙΖΑ.

Γι΄ αυτό και ο καιρός θα δείξει -και πολύ περισσότερο οι ψήφοι που θα λάβει, εφόσον φθάσει τελικά στην κάλπη της 10ης Σεπτεμβρίου- αν αποτελεί την αναίρεση ή τη συναίρεση του ΣΥΡΙΖΑ που πορεύθηκε όλα αυτά τα χρόνια με ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις από αυτές που αποπνέει η καμπάνια του ουρανοκατέβατου διεκδικητή της ηγεσίας του.

Κασσελάκης, λοιπόν, και παντός (πολακικού) ΣΥΡΙΖΑ!      

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

Η «βουβαμάρα» έβγαλε εκπλήξεις, η «αδιαφορία» τι θα βγάλει;

Στις παραμονές των τελευταίων εκλογών όλοι οι ψύχραιμοι παρατηρητές συνομολογούσαμε ότι το κυρίαρχο στοιχείο της προεκλογικής ατμόσφαιρας που διαμορφωνόταν στην πορεία προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου ήταν η πρωτοφανής «βουβαμάρα» με την οποία προσέγγιζε τα τεκταινόμενα η πλειονότητα του εκλογικού σώματος.

Ο εικονικός πόλεμος ο οποίος διεξαγόταν, πρωτίστως, στο Διαδίκτυο και, δευτερευόντως, στα τηλεοπτικά πλατό δεν μεταφέρθηκε ούτε στιγμή στους δρόμους, στις πλατείες και γενικά στους χώρους συνάθροισης των πολιτών. 

Τα κόμματα και οι υποψήφιοι οργάνωναν τις εκδηλώσεις τους, μιλούσαν, κατά βάση, αποκλειστικά και μόνον στους οπαδούς τους και όλα κυλούσαν σε ένα κλίμα πρωτόγνωρης ηρεμίας το οποίο ελάχιστα θύμιζε τις θορυβώδεις προεκλογικές καμπάνιες του παρελθόντος που αναστάτωναν τη χώρα από τη μια άκρη έως την άλλη.

Παρά ταύτα και σε πείσμα όσων προφήτευαν ότι αυτό το κλίμα μπορεί να προοιωνιζόταν χαμηλό ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για τις εξελίξεις, η αυξημένη σε σχέση με το 2019 συμμετοχή που καταγράφηκε στην ψηφοφορία έδειξε ότι το ενδιαφέρον των πολιτών δεν βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον θόρυβο που δημιουργείται. Εξαιρουμένου του μεμονωμένου περιστατικού με την καταγγελλόμενη απόπειρα εξαγορά ψηφοφόρων στην Καρδίτσα, το οποίο διερευνάται από τη Δικαιοσύνη, ήταν ίσως η πρώτη φορά που στο αστυνομικό δελτίο δεν κατεγράφησαν παρεκτροπές που να συνδέονται με τις εκλογές.

Με ωριμότητα που παρέπεμπε σε στέρεες ευρωπαϊκές δημοκρατίες που έχουν παράδοση στη θεσμική προσήλωση, οι Έλληνες πολίτες εξέφρασαν την ετυμηγορία τους και επέλεξαν τους εκλεκτούς τους με κριτήρια που ανταποκρίνονταν στη βούληση ενός εκάστου. Το ότι οι επιλογές αυτές δεν άρεσαν σε ορισμένους, οι οποίοι όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα αντέδρασαν υβρίζοντας όσους ψήφισαν διαφορετικά από τους ίδιους, δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τα πράγματα.

Άλλωστε, το «έργο» της ελεεινολόγησης των αντιπάλων το έχουμε δει αρκετές φορές στο παρελθόν. Είναι σύνηθες οι χαμένοι της κάλπης να καταλογίζουν ανωριμότητα σε όσους ψήφισαν διαφορετικά. Για λόγους ψυχολογικής άμυνας απέναντι στη διάψευση των δικών τους προσδοκιών, αισθάνονται βολικά να πιστεύουν ότι είναι οι άλλοι εκείνοι οι οποίοι έσφαλαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, τα πράγματα αλλάζουν, αφού σε μόλις πέντε εβδομάδες από την προηγούμενη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία οδηγούμαστε σε επαναληπτική εκλογική διαδικασία. Σε τυπικό επίπεδο όλα ξεκινούν από την αρχή ή για να χρησιμοποιούμε το κυρίαρχο στερεότυπο των ημερών «οι κάλπες που θα ανοίξουν το πρωί της Κυριακής 25 Ιουνίου θα είναι άδειες».

Επί της ουσίας, όμως, με την παρέλευση των σχεδόν δύο εβδομάδων που μας χωρίζουν από το νέο ραντεβού με την κάλπη, εκείνο που στην πραγματικότητα καλούμαστε να κάνουμε όλοι οι ψηφοφόροι είναι να επιβεβαιώσουμε ή να αναιρέσουμε την πρόσφατη επιλογή μας. 

Μπορεί αυτή τη φορά να μην επιλέγουμε τον βουλευτή της αρεσκείας μας -αφού, ως γνωστόν, ισχύει η λίστα με τη σειρά εκλογής που καθορίζουν οι κομματικές ηγεσίες- επιλέγουμε, ωστόσο, αφενός, το κόμμα που θα μας κυβερνήσει και, αφετέρου, τα κόμματα που θέλουμε να ασκήσουν αντιπολίτευση και από ποια θέση.

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, ενδιαφέρον στην επερχόμενη αυτή εκλογική αναμέτρηση είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στις 21 Μαΐου, θα προσέλθουμε στα εκλογικά τμήματα γνωρίζοντας, λιγότερο ή περισσότερο, το «τι τέξεται η επιούσα». Ποιος δηλαδή θα έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και ποιοι, πάνω κάτω, θα κάθονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης. 

Υπό αυτή την έννοια και όσο κι αν αποτελεί κανόνα απαράβατο της εκλογικής διαδικασίας ότι κάθε νέα ψηφοφορία επιφυλάσσει διαφορετικό αποτέλεσμα, όποιος δεν τρέφει αυταπάτες αναγνωρίζει ότι τα ζητούμενα από την κάλπη της 25ης Ιουνίου είναι μεν περιορισμένα, αλλά δεν είναι ασήμαντα.

Κακά τα ψέματα, το πρώτο και βασικότερο από τα διακυβεύματα αυτής της αναμέτρησης είναι το εύρος της αυτοδυναμίας το οποίο θα έχει η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να έχει αμφιβολίες για το ποιο κόμμα θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Θα είναι οριακή ή άνετη η προσδοκώμενη αυτοδυναμία;

Το δεύτερο ζητούμενο είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα λάβουν το εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση. Θα είναι πέντε, έξι, επτά, ή, μήπως, οκτώ; Θα υπερβούν το όριο του 3% μόνον η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και η «Νίκη» των θρησκευόμενων που ζήλωσαν πολιτική δόξα; Ή θα προστεθεί και το ΜέΡΑ 25 του Βαρουφάκη;

Το τρίτο θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει όταν θα ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων που θα πέσουν στις κάλπες είναι η πολιτική παράταξη που θα αναδειχθεί ως εναλλακτική δύναμη για τη μελλοντική διεκδίκηση της εξουσίας. 

Θα επιβιώσει στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που δείχνει να έχει μπει σε ρότα αποδρομής, ή θα επιστρέψει στο ΠΑΣΟΚ ο ρόλος του αντίπαλου δέους προς την κεντροδεξιά διακυβέρνηση;

Έχω την αίσθηση ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης ο τρόπος που θα συμπεριφερθεί η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων οι οποίοι πήγαν στις πρόσφατες κάλπες με την πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε επί ίσοις όροις την εκλογική πρωτιά. 

Το double score που χώρισε τα δύο μεγαλύτερα κόμματα ήταν μια ψυχρολουσία που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστους όσους ψηφίζουν -και δεν είναι λίγοι- με κριτήριο να είναι το βράδυ των εκλογών με εκείνους που πανηγυρίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί, όπως συνήθως λέγεται, η Δημοκρατία να μην έχει αδιέξοδα, αλλά για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θέλει θεσμικά αντίβαρα.

Οπότε, όσο και αν, όπως πολλοί λένε, η «βουβαμάρα» των προηγούμενων εκλογών έχει πλέον δώσει τη σκυτάλη στην «αδιαφορία», με την οποία ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αντιμετωπίζει τις επερχόμενες κάλπες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκλογική συμπεριφορά όλων μας θα έχει συνέπειες ή και επιπτώσεις οι οποίες θα φανούν μετά την απομάκρυνση από τα παραβάν των εκλογικών τμημάτων.

Κοντός ψαλμός, αλληλούια!

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2014

Ζητείται κουλτούρα συνεργασίας



            Δύο βουλευτές που εκλέγονται στην ίδια εκλογική περιφέρεια και συστεγάζονται στο ίδιο κόμμα κατέθεσαν αυτές τις μέρες μια τροπολογία στη Βουλή για ένα θέμα της περιοχής του. Ο αρμόδιος υπουργός, που είχε οδηγία από υψηλά κυβερνητικά κλιμάκια να την κάνει δεκτή, ήρθε σε δύσκολη θέση γιατί η τροπολογία, αν και είχε όμοιο περιεχόμενο, είχε κατατεθεί εις διπλούν.
            Ο έχων την αρχική πρωτοβουλία κυβερνητικός βουλευτής είχε ζητήσει την προσυπογραφή της δικής του τροπολογίας από συντοπίτη του βουλευτή άλλου κόμματος. Ο έτερος κυβερνητικός βουλευτής, μη βρίσκοντας άλλον διαθέσιμο από την περιφέρεια τους, ζήτησε να του συνυπογράψει το δικό του κείμενο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος, ο οποίος εξεπλάγη όταν αργότερα πληροφορήθηκε ότι υπήρχε ήδη κατατεθειμένη πανομοιότυπη τροπολογία.
            Ο υπουργός είπε στους κοινοβουλευτικούς ιθύνοντες να καλέσουν τους δύο βουλευτές για να συνεννοηθούν μεταξύ τους ώστε να αποσυρθεί η μια από τις δυο τροπολογίες και να υπογράψουν από κοινού μια άλλη, αλλά η απάντηση που πήρε ήταν: «Είναι αδύνατο αυτό που ζητάτε. Οι δύο βουλευτές δεν μιλιούνται μεταξύ τους…».
            Το απολύτως πραγματικό αυτό περιστατικό –τα ονόματα των πρωταγωνιστών παρέλκουν γιατί δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία…- είναι αποκαλυπτικό για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ελληνική πολιτική ζωή. Δύο βουλευτές από την ίδια παράταξη και την ίδια εκλογική περιφέρεια αδυνατούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους και συμπεριφέρονται ως… ανταγωνιστικές συμμαθήτριες που διεκδικούν το ίδιο… αγόρι και η μια πεισμώνει με την άλλη και δεν της μιλάει.
            Το φαινόμενο της αδυναμίας συνεννόησης του εγχώριου πολιτικού προσωπικού δεν περιορίζεται στους ανταγωνιζόμενους βουλευτές στο πλαίσιο της τοπικής ψηφοθηρικής διαμάχης. Έχει, δυστυχώς, ευρύτερες διαστάσεις και διατρέχει οριζοντίως και καθέτως το πολιτικό σύστημα, το οποίο φαίνεται να πάσχει από χρόνια έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας.
            Είναι η «ασθένεια» που εμποδίζει τον διάλογο ανάμεσα στις βασικές πολιτικές δυνάμεις. Παλαιότερα ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στο ΠΑΣΟΚ. Και τα τελευταία χρόνια μεταξύ της συγκυβέρνησης ανάγκης που συνήψαν οι άλλοτε «αιώνιοι» αντιπάλοι και του ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί την κύρια πολιτική δύναμη της αντιπολίτευσης.
            Είναι η «παθογένεια» που δεν επιτρέπει να υπάρχει δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα, οι οποίοι δεν ανταλλάσσουν ούτε χειραψία, ακόμη και στις σπάνιες κοινές εκδηλώσεις που συνευρίσκονται, όπως κατά την πρόσφατη εκδήλωση για τα σαραντάχρονα από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας.
            Έκφανση του ίδιου φαινομένου είναι, εξάλλου, ο προβληματικός τρόπος με τον οποίο πορεύεται η δικομματική κυβέρνηση που δεν καταφέρνει να τηρήσει ούτε τη στοιχειώδη και τόσο γενικόλογη προγραμματική συμφωνία που συναποφάσισε. Με αποτέλεσμα να δημιουργούνται κάθε τρεις και λίγο τριβές ανάμεσα στους κυβερνητικούς εταίρους για ζητήματα που δεν άπτονται των ιδεολογικών διαφορών που τους χωρίζουν.
            Στον ίδιο καμβά, επίσης, διαγράφεται ο προσχηματικός και απολύτως υποκριτικός τρόπος με τον οποίο –υποτίθεται ότι- ξεκίνησε ο διάλογος για την Κεντροαριστερά όταν είναι φανερό ότι καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές –είτε πρόκειται για τη ΔΗΜΑΡ και το ΠΑΣΟΚ, είτε για την ΔΗΜΑΡ και τον ΣΥΡΙΖΑ- δεν έχει ειλικρινή βούληση να προχωρήσει αυτή η διαδικασία.            
            Υπό αυτές τις συνθήκες και με την απόλυτη επικράτηση της νοοτροπίας που θέλει τους πολιτικούς αντιπάλους –εσωκομματικούς και μη- να αντιμετωπίζονται ως «εχθροί», η επαγγελλόμενη επιστροφή της χώρας στην ευρωπαϊκή «κανονικότητα» δεν μπορεί παρά να ηχεί παράταιρα. Και, σε κάθε περίπτωση, δύσκολα μπορεί να καλύψει τις ένθεν κακείθεν παρωχημένες εμφυλιοπολεμικές κραυγές που δίνουν τον τόνο στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση.
            Κακά τα ψέματα, χωρίς εμπεδωμένη κουλτούρα συνεργασίας τόσο μέσα στα ίδια τα κόμματα όσο και στον αναγκαίο για τη λειτουργία των θεσμών διάλογο μεταξύ των αντιπάλων πολιτικών δυνάμεων, η Ελλάδα θα εξακολουθήσει, ακόμη και στη μεταμνημονιακή -οψέποτε αυτή έρθει…- εποχή να είναι ένας ευρωπαϊκός «παρίας».

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

Η παγίδα του Σταύρου στον «πονηρεμένο» πρύτανη

«Αν έκανα εγώ κόμμα, θα μου αφιέρωνε κάποια εφημερίδα οκτώ σελίδες;», ήταν η απορία που διατύπωνε ο -κατά δήλωσή του- μη «απονήρευτος» πρύτανης του ΑΠΘ κ. Γιάννης Μυλόπουλος που συμμετείχε σε μια από τις μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές εκπομπές που ήταν σχεδόν αποκλειστικά αφιερωμένες στο φαινόμενο του νεοπαγούς πολιτικού σχηματισμού που ίδρυσε ο Σταύρος Θεοδωράκης.
            Με την απορία του αυτή ο, κατά την εκτίμησή του, «πονηρεμένος» κ. πρύτανης είχε την πρόθεση να καταγγείλει –με τη γνωστή συνωμοσιολογική νοοτροπία που διακρίνει μια μεγάλη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας- ότι «Το Ποτάμι» δεν είναι παρά ένα δημιούργημα κάποιων… σκοτεινών κύκλων, οι οποίοι εν κρυπτώ και παραβύστω συγκεντρώθηκαν μια νύχτα και αποφάσισαν με πόσες… σελίδες εφημερίδας θα στηρίξουν το κόμμα του κ. Θεοδωράκη και όχι εκείνο του κ. Μυλόπουλου.
            Για κάποιον, πάντως, προσεκτικό τηλεθεατή, ο οποίος δεν είχε τη διάθεση να δει εκείνη την ώρα ταινία και προτιμούσε να παρακολουθήσει ένα από τα πολλά πολιτικά talk show που μεταδιδόταν παράλληλα σε περισσότερα του ενός κανάλια, ήταν εύκολο να διαπιστώσει ότι ο κ. Μυλόπουλος πρέπει να είναι ένας από εκείνους που μετέχουν στη… συνωμοσία υπέρ του Σταύρου Θεοδωράκη.
Πως αλλιώς, άραγε, μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι ο κ. πρύτανης αποδέχθηκε πρόσκληση και συμμετείχε σε μια εκπομπή στην οποία μοναδικό θέμα συζήτησης ήταν «Το Ποτάμι», το οποίο, μάλιστα, είχε την πρόνοια να μην στείλει εκπρόσωπό του στη συγκεκριμένη εκπομπή, ούτε σε κάποια άλλη από τις υπόλοιπες που μεταδιδόταν την ίδια ώρα;
Είναι πραγματικά εντυπωσιακό με πόση ευκολία πρόσωπα που ενδύονται την τήβεννο του ακαδημαϊκού δασκάλου και διεκδικούν ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της χώρας αναπαράγουν απόψεις του τύπου «όλα στημένα είναι, δεν τα βλέπεις;», όπως αυτές που κυκλοφορούν στους ελληνικούς καφενέδες και στα στέκια των ποδοσφαιρόφιλων, όπου για τους χαμένους της αγωνιστικής φταίει παγίως η «πουλημένη διαιτησία».
Αν υπάρχει, όντως, ένα αληθινό «στήσιμο» σε αυτή την υπόθεση, που μονοπωλεί το ενδιαφέρον της δημοσιότητας τις τελευταίες τρεις εβδομάδες που παρήλθαν από την αναγγελία του Σταύρου Θεοδωράκη για το «Ποτάμι», είναι η αναμφισβήτητη παγίδα που έχει στήσει ο γνωστός τηλεδημοσιογράφος στο παραδοσιακό πολιτικό και μηντιακό σύστημα, που δείχνει, με τις σπασμωδικές αντιδράσεις του, πόσο σαθρό και πόσο παρωχημένο είναι.
Δεν υπάρχει προηγούμενο στη σύγχρονη πολιτική ιστορία που ένα κόμμα τριών μόλις εβδομάδων να έχει προκαλέσει τόσο μεγάλη ταραχή στις κατεστημένες δυνάμεις. Προτού καν αποκτήσει μια στοιχειώδη οργανωτική δομή και ξεδιπλώσει το όποιο πολιτικό στίγμα μπορεί να εκπέμψει. Και το οποίο, πάντως, μέχρι στιγμής περιορίζεται σε ένα συμπίλημα από γενικόλογες κοινοτυπίες.    
Το ξεχωριστό, όμως, στην περίπτωσή του είναι ότι οι επικριτές του, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, γίνονται οι καλύτεροι προωθητές του. Οι επιθέσεις για «διαπλοκή» που δέχεται «Το Ποτάμι» προτού καν εμφανιστεί στην πολιτική κονίστρα, αντί να περιορίζουν την απήχησή του, την εκτοξεύουν, όπως μαρτυρούν η μια μετά την άλλη οι δημοσκοπήσεις, παρόλο που και αυτές για τους αθεράπευτα συνωμοσιολόγους «είναι στημένες».
Ο ιδρυτής του «Ποταμιού» δείχνει να παίζει το παιχνίδι με τους δικούς του κανόνες και με τους δικούς του όρους. Απέχει ο ίδιος συνειδητά από τους τηλεκαβγάδες που γίνονται για το δημιούργημά μου. Ενώ έβγαλε «απαγορευτικό» τηλεοπτικών εμφανίσεων και για όσους τον πλαισιώνουν. Άφησε, έτσι, να μιλούν για εκείνον οι αντίπαλοί του, οι οποίοι, όπως φαίνεται, με τον τρόπον που το κάνουν, αποδεικνύονται οι αποδοτικότεροι διαφημιστές του.  
Είναι δύσκολο να προδικάσει κανείς ποια ακριβώς θα είναι η κατάληξη του νέου κόμματος στις εννιάμισι εβδομάδες που μας χωρίζουν από τις ευρωκάλπες του Μαΐου, οπότε και θα δοκιμαστεί η πραγματική απήχησή του στην ελληνική κοινωνία. Και πολύ περισσότερο είναι παρακινδυνευμένο να προβλέψει κάποιος αν στην περίπτωση του κ. Θεοδωράκη θα βρει εφαρμογή η ρήση «εδοξάσθη κρυπτόμενος και κατεποντίσθη εμφανιζόμενος», που είχε χρησιμοποιήσει ο Γεώργιος Παπανδρέου για έναν ανάλογο «εισοδιστή» στην πολιτική, τον στρατηγό Γεώργιο Γρίβα.
Το μόνο βέβαιο, από τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι ότι όσο του επιτίθενται οι επαγγελματίες της πολιτικής, όπως ο «πονηρεμένος» κ. πρύτανης, και κυρίως όσοι έχουν ήδη ραμμένα στη γκαρνταρόμπα τους τα κοστούμια της επερχόμενης εξουσίας, «Το Ποτάμι» θα φουσκώνει. Γιατί όλο και πιο πολλοί προβληματισμένοι και σκεπτόμενοι πολίτες διαπιστώνουν την άνυδρη γη της πολιτικής πραγματικότητας που βιώνουμε. Και θέλουν να την αλλάξουν. Όχι για να γυρίσουν πίσω. Αλλά για να προχωρήσουν μπροστά.

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2014

Θα γράψει ιστορία η παρέα του Σταύρου Θεοδωράκη;

Αν ισχύει ο στιχουργικός αφορισμός του Διονύση Σαββόπουλου που θέλει να «φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα κι ιστορία οι παρέες», ο Σταύρος Θεοδωράκης, με «Το Ποτάμι» του, διαθέτει μια πολύ καλή παρέα, η οποία μπορεί να γράψει τη δική της ιστορία.
Παρακολουθώντας, ωστόσο, τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε ο ιδρυτής του νέου σχηματισμού για να παρουσιάσει τους τριάντα πρώτους συνεργάτες που τον πλαισιώνουν στο φιλόδοξο εγχείρημα του, οι απορίες και τα ερωτήματα ήταν μάλλον περισσότερα από τις απαντήσεις που δόθηκαν.
Και πάντως δεν απαντήθηκε το βασικό ερώτημα αν μια παρέα, ακόμα και αν απαρτίζεται από τους «επαΐοντες», στους οποίους αναφέρθηκε επανειλημμένα ο κ. Θεοδωράκης, είναι ικανή να αποτελέσει μια συνολική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης που αναμφίβολα αποτελεί το ζητούμενο για τη δημιουργία κάθε νέου πολιτικού σχήματος.
Το «είμαστε μια παρέα που μεγαλώνει και κάθε μέρα βάζουμε στο κόλπο και κάποιον άλλο», που είπε ο γνωστός δημοσιογράφος, μάλλον δεν συνιστά λύση για το πολιτικό αδιέξοδο της χώρας, όπως, τουλάχιστον, το παρουσίασε ο ίδιος, λέγοντας ότι «Το Ποτάμι» του ικανοποιεί «την ανάγκη κάποιων πολιτών να υπάρξει μια λύση πέρα από τα κομματικά στερεότυπα».
Την ίδια ώρα, άλλωστε, εμφανίστηκε ιδιαίτερα δύσθυμος απέναντι στα υπάρχοντα κόμματα, τα οποία από τη μια στηλίτευσε, υποστηρίζοντας ότι «καταδυναστεύουν τη χώρα», από τη άλλη, ωστόσο, αναγνώρισε ότι «υπάρχουν λόγοι ύπαρξης για τα κόμματα», που πάντως ο ίδιος δεν αποκάλυψε με ποιο από τα υπάρχοντα –στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη- είναι πιο κοντά και μπορεί να συνεργαστεί μαζί του.
Μιλώντας όρθιος και με καλές ατάκες από αυτές που «γράφουν στο γυαλί» και μπορεί να θρέψουν παραπολιτικές στήλες, ο κ. Θεοδωράκης είπε αρκετές αυτονόητες αλήθειες που δεν ακούγονται συχνά από τα χείλη συμβατικών πολιτικών, όπως, για παράδειγμα, οι θέσεις του για το «πολιτικό χρήμα» ή η επισήμανσή του ότι «δεν υπάρχει θείος από την Αμερική που με παρακαλετά ή με απειλές θα μας δίνει χρήματα, χωρίς εμείς, ως χώρα, να παράγουμε».
Δεν απέφυγε, ωστόσο, και ο ίδιος τον πειρασμό της ευκολίας των προσεγγίσεων του σε ορισμένα ζητήματα, όπως το δικαίωμα του εκλέγεσθαι στα 18 ή η υποχρεωτική εξάντληση της τετραετούς θητείας της Βουλής. Ενώ βρήκε καταφυγή στον γνωστό ξύλινο λόγο της παραδοσιακής πολιτικής όταν κλήθηκε να πάρει θέσεις σε «καυτά» θέματα που θα μπορούσαν να τον φέρουν σε σύγκρουση με ένα μέρος του εκλογικού ακροατηρίου στο οποίο απευθύνεται.
Οι γενικόλογες και εν πολλοίς αντιφατικές αναφορές του τύπου «χρειαζόμαστε εθνικό σχέδιο», το οποίο «θα βγει από την κοινωνία» ηχούν, για παράδειγμα, ευχάριστα και χρειάζεται να επανέλθει κανείς και να αναρωτηθεί για το τι θα κάνουν, εν τοιαύτη περιπτώσει, οι επαΐοντες που έχει, όπως είπε, γύρω του ο κ. Θεοδωράκης για να φανεί η κοινοτυπία του λόγου του.
Οι ολοστρόγγυλες, εξάλλου, απόψεις για τη διανομή του πλεονάσματος «στους ανθρώπους που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη» και, ακόμη χειρότερα, το χάιδεμα αυτιών με απόψεις όπως «η χώρα δεν ανάγκη να απολύσει δημοσίους υπαλλήλους» ή οι εξαγγελίες για διπλασιασμό του χρόνου χορήγησης του επιδόματος ανεργίας, πιο πολύ σε συμβατικό πολιτικό παρέπεμπαν.
Ο κ. Θεοδωράκης είναι αναντίρρητα ένας πετυχημένος επαγγελματίας και ένας δημιουργικός άνθρωπος με ό,τι και αν καταπιάστηκε στην προηγούμενη –προ πολιτικής- ζωή του. Η παραδοχή του, μάλιστα, ότι «ένας πολιτικός δεν μπορεί να είναι ξερόλας», δείχνει ότι μάλλον μπορεί να αφουγκραστεί την κριτική που δέχεται και θα δεχθεί τώρα που πέρασαν στην απέναντι όχθη ο ίδιος και η παρέα του.
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 5.3.2014)

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Τα καλά και συμφέροντα δι΄ ημάς…

Την απορία του εξέφραζε στο μέσον της παρελθούσας εβδομάδας ο Πρόεδρος της Βουλής Ευάγγελος Μεϊμαράκης σε ομήγυρη, κοινώς «πηγαδάκι», συναδέλφων του βουλευτών και δημοσιογράφων, επειδή, όπως έλεγε, δύο προτάσεις του που έχει διατυπώσει εδώ και πάνω μια μιάμιση δεκαετία και με τις οποίες, κατά την έκφρασή του, «όλοι συμφωνούν», δεν υλοποιούνται.

Η μια από τις προτάσεις του κ. Μεϊμαράκη ήταν  να υπάρχει ασυμβίβαστο διεκδίκησης αξιωμάτων στην αυτοδιοίκηση από εν ενεργεία βουλευτές, ώστε όποιο από τα μέλη της Βουλής θέλει να εκλεγεί δήμαρχος ή περιφερειάρχης να είναι υποχρεωμένος να υποβάλει την παραίτησή του από το Κοινοβούλιο, όπως, άλλωστε, συμβαίνει με όσους κάνουν την αντίστροφη πορεία.

Η δεύτερη πρόταση του προέδρου της Βουλής ήταν να εφαρμοστεί σταυρός προτίμησης και στις ευρωεκλογές, ώστε να πάψει ο διορισμός των ευρωβουλευτών που επί της ουσίας γίνεται από τις κομματικές ηγεσίες, οι οποίες, κατά τεκμήριο, επιλέγουν πρόσωπα χωρίς λαϊκή απήχηση από τον κύκλο των «κολλητών» τους, με αποτέλεσμα οι πολίτες να αδιαφορούν για το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.

Δεν πέρασαν παρά λίγα εικοσιτετράωρα και οι δύο κυβερνητικοί εταίροι, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος Ευάγγελος Βενιζέλος, συναντήθηκαν και, ερήμην –ως συνήθως- των κομμάτων τους, συμφώνησαν να αποδεχθούν τη δεύτερη από τις προτάσεις του κ. Μεϊμαράκη. Να αλλάξουν, δηλαδή, τον εκλογικό νόμο των ευρωεκλογών, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά σταυρό προτίμησης στην εκλογή των ευρωβουλευτών, η οποία από το 1981, οπότε ψηφίσαμε για πρώτη φορά εκπροσώπους στο Ευρωκοινοβούλιο με νόμο που εισήγαγε η κυβέρνηση Γεωργίου Ράλλη, γίνεται ανελλιπώς με λίστα.

Είναι βέβαιο ότι οι αρχηγοί των δύο κυβερνητικών κομμάτων έχουν τη δύναμη να επιβάλουν στα μέλη των κοινοβουλευτικών ομάδων τους, αυτό το πισωγύρισμα, αφού μια τέτοια αλλαγή δεν θίγει εκείνους που θα την ψηφίσουν. Αντιθέτως, την άλλη πρόταση για την καθιέρωση κωλύματος στους εν ενεργεία βουλευτές που θέλουν να το έχουν δίπορτο και να κατεβαίνουν στις αυτοδιοικητικές εκλογές χωρίς να θυσιάζουν την έδρα που κατέχουν, οι κύριοι Σαμαράς και Βενιζέλος την άφησαν στην άκρη, προφανώς επειδή δεν θα συναντούσε την απαραίτητη πλειοψηφία, καθώς βουλευτές από τα περισσότερα κόμματα είναι ή δηλώνουν έτοιμοι –και με τις αρχηγικές ευλογίες- να δοκιμάσουν την τύχη τους στη διεκδίκηση τοπικών αξιωμάτων. 

Βλέπετε, όσο ευχάριστα και αν ηχούν οι εξαγγελίες για  εξυγίανση του πολιτικού συστήματος, τόσο δυσκολότερη καθίσταται η εφαρμογή τους, κυρίως όταν το συλλογικό συμφέρον υποτάσσεται στην ατομική –η κομματική- επιδίωξη. Και, προπαντός, όταν η κομματοκρατία και το πελατειακό κράτος είναι μεν κατακριτέα φαινόμενα από μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας μας, δυστυχώς, όμως, όχι τόσο γι΄ αυτά που έκανε (παροχές και ρουσφέτια) όσο γι΄ αυτά (τα ίδια) που δεν μπορεί πλέον να κάνει… 

Το δίλημμα λίστα ή σταυρός για την εκλογή προσώπων από το ευρύ εκλογικό σώμα, είναι μια πολύ παλαιά ιστορία που σηκώνει πολλή συζήτηση. Γι΄ αυτό και η σπουδή των δύο κυβερνητικών εταίρων να προχωρήσουν τρεις μήνες πριν από τις ευρωκάλπες του Μαΐου σε μια τέτοια βεβιασμένη αλλαγή είναι αρκούντως προβληματική και δικαιώνει όσους ενίστανται ότι υπακούει στο κοντόθωρο και συγκυριακό κομματικό συμφέρον εκείνων που την προωθούν.

Σε χώρες στις οποίες λειτουργούν οι συλλογικοί θεσμοί και τα κόμματα είναι δημοκρατικά οργανωμένα, αυτού του είδους τα διλήμματα τα έχουν λύσει προ πολλού, καθιερώνοντας διαδικασίες προκριματικών εκλογών που διεξάγονται για την επιλογή των υποψηφίων, οι οποίοι, μαζί με το πρόγραμμα του κόμματός τους, τίθενται στην κρίση των πολιτών – ψηφοφόρων.

Στην Ελλάδα, όμως, που η έννοια της συλλογικότητας αποτελεί είδος εν ανεπαρκεία και το σύνολο των κομμάτων λειτουργούν χωρίς στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατικής οργάνωσης, δρώντας ως κλαμπ μηχανισμών και παρεών, η διεξαγωγή αδιάβλητων εσωκομματικών διαδικασιών επιλογής προσώπων μοιάζει άθλος ακατόρθωτος. Από τις παλαιές ιστορίες για εσωκομματικά εκλομαγειρέματα στη ΝΔ ή για τα εκατοντάδες χιλιάδες μέλη μιας χρήσης του ΠΑΣΟΚ ως την πρόσφατη επιλογή των υποψήφιων περιφερειαρχών του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πάμπολλα τα παραδείγματα που μαρτυρούν το γενικευμένο θεσμικό έλλειμμα και την παντοκρατορία του αρχηγισμού που διατρέχει οριζόντια το πολιτικό μας σύστημα.

Από την άλλη, ωστόσο, μια μικρή επισκόπηση να κάνει κανείς στην τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση, πείθεται για την όλο και χαμηλότερη ποιότητα πολιτικού προσωπικού που στέλνει ο σταυρός προτίμησης στο Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα οι «αναγνωρίσιμοι» που πήραν το εκλογικό προβάδισμα, χάρις στις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, να μην έχουν πρόβλημα να αλλάξουν κόμμα ή και άποψη όταν εκείνα που τους έφεραν στη Βουλή δεν τους εξασφαλίζουν την επανεκλογή τους.

Η λίστα των ευρωεκλογών έστειλε τα τελευταία 33 χρόνια στο Στρασβούργο και στις Βρυξέλλες μια πλειάδα «κολλητών» που πήγαν εκεί –κατ΄ απονομήν- μόνον και μόνο για «βόλεμα». Στα ίδια έδρανα, όμως, θήτευσαν και αξιόλογες προσωπικότητες, από τον πανεπιστημιακό και άλλους χώρους, που με το σταυρό δεν θα είχαν καμία τύχη.


Αν το βράδυ της 25ης Μαΐου πληροφορηθούμε ότι για την επόμενη πενταετία στο Ευρωκοινοβούλιο θα μας εκπροσωπεί ένα μείγμα παιδιών του κομματικού σωλήνα και αναγνωρίσιμων τηλεαστέρων, ας μην εκπλαγούμε. Θα το έχουμε, εξάλλου, διαγνώσει από τη σύνθεση των ψηφοδελτίων, αλλά και από τους προεκλογικούς καβγάδες, από τους οποίους είναι μάλλον βέβαιο ότι θα μείνουν μακριά οι πλέον σοβαροί άνθρωποι, αφήνοντας όλο το γήπεδο σε όλους εκείνους που –πέρα από κόμματα και… χρώματα- κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στη σημερινή πολιτική της υπανάπτυξη, προκρίνοντας πάντα τα «καλά και συμφέροντα» δι΄ ημάς και ποτέ δι΄ αλλήλους.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Κάνε κι εσύ ένα κόμμα, μπορείς…

Ένας αστικός μύθος που, εν είδει ανεκδότου, κυκλοφορούσε τις προηγούμενες δεκαετίες ήθελε σε μια από τις «φυλές» της Αριστεράς και συγκεκριμένα τους αποκαλούμενους «τροτσκιστές» να ισχύει το εξής φαινόμενο: μόλις γίνονταν τρία τα μέλη μιας οργάνωσης διασπώνταν για να δημιουργήσουν ένα ακόμη νέο σχήμα.
Η παροδοξότητα αυτή που συντηρούσε επί δεκαετίες -και εν πολλοίς συντηρεί ακόμη- την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό της Αριστεράς, φαίνεται να λαμβάνει, πλέον, πανδημικές διαστάσεις, αφού ανάλογες τάσεις δημιουργίας όλο και περισσότερων κομματικών σχηματισμών παρατηρούνται τόσο στο Κέντρο όσο και στη Δεξιά, τους χώρους που κατά το παρελθόν κυριαρχούσαν τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα και δεν άφηναν, παρά σπανίως και κατ΄ εξαίρεση, ζωτικό χώρο για να επιβιώσουν άλλα μικρότερα σχήματα.
Φιλοδοξίες –θεμιτές και μη-υπήρξαν πάντοτε, αλλά επί πολλές δεκαετίες έμοιαζε αξεπέραστη η περίφημη έκφραση του Ευάγγελου Αβέρωφ για «τα πρόβατα που τα τρώει ο λύκος όταν μένουν έξω από το (κομματικό) μαντρί». Έτσι, ακόμη και κάποια από τα ελάχιστα κόμματα που, ως αποσχίσεις από τους μεγάλους κομματικούς σχηματισμούς, κατάφεραν να επιβιώσουν προσωρινά, παίρνοντας το «εισιτήριο» για το Κοινοβούλιο, όπως η Εθνική Παράταξη το 1977, η ΔΗΑΝΑ το 1989, η Πολιτική Άνοιξη το 1993,το ΔΗΚΚΙ το 1996 και ο ΛΑΟΣ το 2007, στην επόμενη ή στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση, έμεναν εκτός Βουλής και αργά ή γρήγορα εξαφανίζονταν από τον πολιτικό χάρτη.
Η βαθιά κρίση, ωστόσο, του πολιτικού συστήματος που προκάλεσε η έλευση της μνημονιακής εποχής και η συνακόλουθη κατάρρευση του παραδοσιακού πελατειακοκεντρικού τρόπου συγκρότησης των κομμάτων εξουσίας που οδήγησε στην  υποχώρηση των δυνάμεων της Νέας Δημοκρατίας και στην καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ, άφησαν ελεύθερο πεδίο σε νεοπαγή σχήματα, τα οποία από το ιδεολογικό… πουθενά βρέθηκαν, στις εκλογές του 2012, να διεκδικούν και σε ορισμένες περιπτώσεις να πετυχαίνουν την κοινοβουλευτική τους εκπροσώπηση.
Στην πρώτη από τις δύο απανωτές κάλπες που στήθηκαν προ διετίας, τα κόμματα που κατήλθαν στον εκλογικό στίβο  έφθασαν τα τριάντα, αριθμός που, όπως όλα δείχνουν, θα ξεπεραστεί κατά πολύ στις επικείμενες ευρωεκλογές του Μαΐου, καθώς ο χαρακτήρας της αναμέτρησης και ο περιορισμένος αριθμός των υποψηφίων που απαιτείται για να συγκροτηθεί το ευρωψηφοδέλτιο διευκολύνουν την κάθοδο στην αναμέτρηση σοβαρών και μη σχημάτων, όπως αυτά που «φυτρώνουν» τελευταία σαν τα… μανιτάρια.
Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι σχεδόν δεν περνάει μέρα που να μην ακούσουμε ή να μη διαβάσουμε για τη δημιουργία κάποιου νέου σχήματος, μάλλον δεν θα αποτελέσει έκπληξη ότι σε αυτές τις εκλογές πιθανότατα θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ, στη χώρα μας, αλλά ίσως και πανευρωπαϊκά, συμμετοχής στις κάλπες κομματικών σχηματισμών που διεκδικούν την ψήφο μας και ορισμένοι εξ αυτών –οι πλέον «ψωνισμένοι»- τη δυνατότητα να μας… σώσουν.
Το εκπληκτικό, πάντως, είναι ότι αρκετά από τα εμφανιζόμενα ως «νέα» σχήματα, δεν είναι παρά ηγετικά μορφώματα, χωρίς κανένα πραγματικό λαϊκό έρεισμα, που στήνονται, στις περισσότερες περιπτώσεις, από πρόσωπα τα οποία διαδραμάτισαν ρόλους κατά το παρελθόν –με θητείες σε υπουργικούς θώκους ή σε άλλα κρατικά αξιώματα- χωρίς να καταφέρουν να αφήσουν κάποιο ουσιώδες αποτύπωμα ή να έχουν να παρουσιάσουν μια στοιχειώδη συμβολή στην επίλυση προβλημάτων.
Θα περίμενε, ίσως, κανείς ότι ορισμένα, έστω, ψήγματα  αυτογνωσίας ή και η αποδοκιμασία που στο παρελθόν έχουν εκφράσει στο πρόσωπό τους οι εκλογείς, θα λειτουργούσε αποτρεπτικά για αρκετούς εξ αυτών. Όπως θα ανέμενε από πολύ περισσότερους να συναισθανόταν ότι, τουλάχιστον, σε αυτή τη φάση της γενικευμένης κρίσης η χώρα έχει, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη την συνένωση των δυνάμεων.
Πλην, όμως, φεύ! Με τα τόσα… «ψώνια» που έστειλε στα κοινοβουλευτικά έδρανα η τελευταία, ιδιαιτέρως οργισμένη, ετυμηγορία των συμπολιτών μας, δυστυχώς έχουν ανοίξει τόσο πολλές… ορέξεις που είναι μάλλον αδύνατον να αποφύγουμε αυτό που μας περιμένει όσο θα πλησιάζουμε προς τις κάλπες του Μαΐου.
Από μια άποψη, βεβαίως, μπορεί αυτή η διαδικασία να αποδειχθεί, εν τέλει, «καθαρτήρια». Υπό την προϋπόθεση, φυσικά, ότι οι Έλληνες πολίτες, που θα έχουν ενώπιον τους τόσες πολλές επιλογές, θα καταφέρουν να διακρίνουν και να κρατήσουν στον αφρό το πραγματικά νέο -ανεξαρτήτως ηλικίας. Και συνάμα θα στείλουν στα εκλογικά «Τάρταρα» τα παλαιά και φθαρμένα υλικά, έστω και αν εμφανίζονται ως αναπαλαιωμένα ή αν έχουν φορέσει τη μάσκα του καινούργιου. Για να δούμε…
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 30.1.2014)

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

«Επί τον τύπον των ήλων» της χρεoκοπίας των κομμάτων

Το οικονομικό αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει στο ΠΑΣΟΚ, όπως και  η αδυναμία των ηγετικών του στελεχών να διαχειριστούν την κατάσταση και να βρουν μια ευχερή λύση στο μεγάλο πρόβλημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωποι, συνιστούν, ίσως, την πιο χαρακτηριστική επιτομή της ελληνικής κρίσης.

Το ίδιο, άλλωστε, το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ, που συναντάται με ανάλογη ένταση και στα άλλα κόμματα που κυριάρχησαν τα προηγούμενα χρόνια στο πολιτικό στερέωμα, είναι αποτέλεσμα σπάταλης διαχείρισης και υπερδανεισμού, αντίστοιχου με αυτόν που κατέφευγαν οι διαχειριστές της δημοσιονομικής πολιτικής του ελληνικού δημοσίου τόσο σε κεντρικό επίπεδο, όσο και σε περιφερειακό, από τους δήμους ως τις μικρές ΔΕΚΟ.

Οι ηγεσίες των ελληνικών κομμάτων, μηδέ του ΚΚΕ εξαιρουμένου που είχε τη φήμη του, από κάθε άποψη, πιο οργανωμένου σχηματισμού, έκαναν, με χρήματα προερχόμενα, κυρίως, από την κρατική επιχορήγηση, «πολυτελείς» προεκλογικές καμπάνιες και συντηρούσαν κομματικούς στρατούς –τα λεγόμενα «επαγγελματικά» στελέχη, που, όπως αποδείχθηκε, στην πλειονόητητά τους μόνον «επαγγελματίες» δεν ήταν.

Γιατί, αλήθεια, τι σόι «επαγγελματίες» μπορεί να ήσαν εκείνοι που ξόδευαν ασύστολα και όταν δεν τους αρκούσε η διόλου ευκαταφρόνητη κρατική επιχορήγηση, όπως και οι «άδηλες ενισχύσεις» που έμπαιναν στα κομματικά ταμεία, κατέφευγαν στον τραπεζικό δανεισμό;  Όπως οι ιθύνοντες για τον δημόσιο κορβανά, έτσι και οι υπεύθυνοι για τα οικονομικά των κομμάτων, αδιαφορώντας για την υποθήκευση του ίδιου του μέλλοντός τους, συσσώρευαν χρέη που ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθούν, ακόμη και αν, στο μεταξύ, δεν είχε επέλθει η οικονομική κρίση του ελληνικού δημοσίου.

Οι ομοιότητες, όμως, του τρόπου λειτουργίας των κομμάτων με τη γενικότερη κατάσταση στη χώρα, δεν σταματούν μόνον στις αιτίες, εξαιτίας των οποίων προκλήθηκε το οικονομικό αδιέξοδο. Επεκτείνεται –και ίσως αυτό είναι σημαντικότερο, γιατί αναδεικνύει βαθύτερα ζητήματα- και στην αδυναμία αντιμετώπισης του.

Με την ίδια επιμονή που πολλοί συνέλληνες αρνούνται να παραδεχθούν τι συνέβαινε όλα τα προηγούμενα χρόνια στη χώρα, μπερδεύοντας το αίτιο με το αιτιατό (το αν δηλαδή η κρίση έφερε το μνημόνιο ή το αντίθετο) και βολεύονται με το να φορτώνουν την κρίση σε «άλλους» (γενικώς…), βλέπουμε τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ –που στην προκειμένη περίπτωση κολλάει απόλυτα το παγκάλειο «όλοι μαζί τα φάγανε»- να επιδίδονται σε ανούσιους καβγάδες μετάθεσης των αδιαμφισβήτητων ευθυνών τους.

Αντί, λοιπόν, να καθήσουν γύρω από ένα τραπέζι και να βάλουν κάτω τα χαρτιά τους για να δουν που πήγαν όλα αυτά τα εκατομμύρια τα οποία σπαταλήθηκαν, να αναζητήσουν τυχόν υπαίτιους που μπορεί να «έβαλαν το χέρι στο βάζο με το μέλι» και, σε κάθε περίπτωση, να εφαρμόσουν οι ίδιοι ένα δικό τους «μνημόνιο» που θα τους βγάλει από την κρίση, καταφεύγουν σε μικροκομματικά παιχνιδάκια με ένθεν κακείθεν διαρροών, που, εν τέλει, ζημιώνουν όλους τους. 

Η εντύπωση που δημιουργείται από τους χειρισμούς που γίνονται στην Ιπποκράτους, αλλά, λίγο ως πολύ, και στα άλλα κομματικά επιτελεία, είναι ότι το ελληνικό κομματικό σύστημα δεν έχει αντιληφθεί πως, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει για τις χώρες-και μάλιστα όχι για όλες, αλλά για τις λίγες και «τυχερές» που είναι σε κοινή νομισματική ένωση- για τα κόμματα δεν έχουν επινοηθεί μηχανισμοί οικονομικής στήριξης.

Υπό αυτή την έννοια, η χρεοκοπία της ελληνικής οικονομίας, που ήταν «ελεγχόμενη», χάρις στην έξωθεν οικονομική βοήθεια, θα μοιάζει «παραδεισένια» λύση μπροστά στην επερχόμενη άτακτη χρεοκοπία των ελληνικών κομμάτων, οι ηγεσίες των οποίων ελάχιστα πράττουν για να την αποφύγουν, περιμένοντας από «άλλους» –ποιους άραγε;- να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα» ή -μέρες που είναι- να βάλουν το χέρι τους «επί τον τύπον των ήλων».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 7.5.2013)

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Η βία ως… μαμή τερατογεννήσεων

Η 12η Φεβρουαρίου 2012, είναι χαραγμένη βαθιά στη μνήμη μου, όχι μόνον γιατί αποτελεί ένα εθνικό ορόσημο, αφού είναι η ημερομηνία ψήφισης της περίφημης δανειακής σύμβασης, αλλά και για έναν προσωπικό λόγο, καθώς είναι η μέρα, ή μάλλον η νύχτα, που ένοιωσα, περισσότερο από ποτέ στη ζωή μου, την απειλή του αφιονισμένου όχλου και της «τυφλής» πολιτικής (;) βίας, για την οποία μιλάμε αυτές τις μέρες με αφορμή την… «πρωινάδικη» τηλεοπτική βιαιοπραγία.
Λίγη ώρα πριν από την ολοκλήρωση της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και την έναρξη της κρίσιμης ψηφοφορίας, χρειάστηκε, εκτάκτως και για λόγους ανωτέρας βίας, να εξέλθω της Βουλής, και, αψηφώντας την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη -φλεγόμενη από τους εμπρησμούς κτιρίων και πνιγμένη από δακρυγόνα- ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος, ακολούθησα, ελλείψει άλλης, τη συνήθη διαδρομή. 
Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά τα περισσότερα από τα μεγάλα συλλαλητήρια των πολλών τελευταίων χρόνων, άλλοτε από επαγγελματική υποχρέωση και άλλοτε από επαγγελματική «διαστροφή», δεν φαντάστηκα ότι η διακριτική αποχώρησή μου από τον αποκαλούμενο «ναό της δημοκρατίας» μπορούσε να με καταστήσει στόχο, επειδή κάποιος, που όταν με προσέγγισε, μου δημιούργησε την εντύπωση πως δεν ήταν παρά ένας διαταραγμένος, άρχισε να μου επιτίθεται φραστικά και να τρέχει ωρυόμενος ξωπίσω μου, παρασύροντας και άλλους στην ίδια κατεύθυνση.
Με απάλλαξαν από τα χειρότερα που θα μπορούσαν να μου συμβούν, αρχικά, η εξάντληση των αποθεμάτων αυτοκυριαρχίας, που μου επέτρεψε να σταθώ και να αντιμετωπίσω, με όση ψυχραιμία μπορούσα να επιστρατεύσω, τις άγριες διαθέσεις του πλήθους που με είχε περικυκλώσει, και, κατόπιν, η επίκληση της επαγγελματικής ιδιότητας, η οποία, ευτυχώς, για ορισμένους, απετέλεσε επαρκή δικαιολογητική βάση για την παρουσία μου στο κτίριο.
Δεν μπόρεσα να καταλάβω, και όσο το σκέφτομαι τόσο καταλήγω ότι ίσως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ποια ήταν η ιδεολογική προσέγγιση όσων μου επιτέθηκαν και ήταν έτοιμοι να... αυτοδικήσουν, απέναντι σε έναν άνθρωπο, σε έναν  πολίτη που το «έγκλημά» του ήταν ότι είχε βγει από τη Βουλή, την οποία, αν οι ίδιοι είχαν δύναμη, ισχυρότερη από την εξοπλισμένη Αστυνομία, εκείνη αλλά και πολλές άλλες νύχτες θα την είχαν πυρπολήσει και θα την είχαν ισοπεδώσει.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, άλλωστε, η πλατεία Συντάγματος, πέρα από χώρος δικαιολογημένης διαμαρτυρίας πληττόμενων ανθρώπων, είχε γίνει το «στέκι» ενός αλλοπρόσαλλου συνονθυλεύματος που το μόνο που το ένωνε ήταν, κυρίως, το βίαιο πάθος κατά των κοινοβουλευτικών θεσμών, όπως μαρτυρεί το ανιστόρητο κεντρικό πανό που, επειδή έκανε ρίμα με το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», ισχυριζόταν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ΄73»!
Ενδεδυμένοι τον μανδύα του «αγανακτισμένου» και σε απόσταση λίγων μέτρων συγχρωτίζονταν, επί μήνες, «μπαχαλάκηδες» και «χρυσαυγίτες», «χουντικοί» και αριστεριστές, μισαλλόδοξοι ιερωμένοι και ακραίοι κήρυκες της εμφύλιας διαμάχης. Ποιος, αλήθεια, από όσους επαίνεσαν την πράξη του πιο γνωστού αυτόχειρα της τελευταίας περιόδου που αυτοπυροβολήθηκε στην πλατεία Συντάγματος, διάβασε επιμελώς το κείμενο που άφησε και στο οποίο… υμνούσε τη χρήση των “καλάσνικοφ”;  
Βεβαίως, η καταστροφική βία που ζήσαμε την τελευταία διετία δεν μπορεί να αποδοθεί μόνον στις ακραίες μειοψηφίες που είχαν «στρατοπεδεύσει» στο Σύνταγμα, απειλούσαν συλλήβδην τους πολιτικούς με κρεμάλες, μούντζωναν και κραύγαζαν «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Εξίσου, υπεύθυνοι είναι και πολλοί άλλοι από την πολιτική και την ενημέρωση που παρείχαν κάλυψη και «έκλειναν το μάτι» στα άκρα της «πλατείας», αποκαλώντας τις ανά την Ελλάδα, οργανωμένες, στην πλειονότητά τους, βιαιοπραγίες κατά στελεχών του ΠΑΣΟΚ «λαϊκή οργή».
Είδα με τα μάτια μου γνωστό συνδικαλιστή του εκπαιδευτικού, μάλιστα, χώρου, να εκτοξεύει με ντουντούκα υβριστικά συνθήματα κατά του τότε πρωθυπουργού σε συγκέντρωση. Άκουσα με τα αυτιά μου βουλευτή της ΝΔ από όμορη περιοχή με τη Θεσπρωτία να εκφράζεται με μίσος και να εκστομίζει ακραίους χαρακτηρισμούς, όπως «δοσίλογοι», για τα κυβερνητικά στελέχη, για τα οποία ο ίδιος έδωσε λίγες εβδομάδες αργότερα ψήφο εμπιστοσύνης και ενέκρινε μαζί τους τα επόμενα «μνημόνια».
Ποιος, εξάλλου, ξεχνά τη στάση που τήρησαν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου στη βίαιη ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη; Το «Παπούλια, προδότη παραιτήσου», που εξόργισε τον αντιστασιακό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μπορεί ενδεχομένως να ακούστηκε από χείλη επίγονων του δοσιλογισμού, πλην, όμως, τη «νομιμοποίησή» του τη βρήκε όχι μόνον από εκείνους που συμμετείχαν στην ανόσια αυτή εκδήλωση, αλλά και από όλους όσοι δεν βρήκαν κατηγορηματικά λόγια καταδίκης για το σύνολο των ακροτήτων.
Γι΄ αυτό και νομίζω ότι έχει μεγάλη δόση υποκρισίας η… ιερή οργή ορισμένων από όσους αντιδρούν στις φασιστικές προκλήσεις των «χρυσαυγιτών», που πιστεύω ότι βρήκαν έδαφος στην απώλεια του μέτρου στην πολιτική αντιπαράθεση που τη βλέπουμε έκδηλη (και) ενόψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης. Όσοι, άλλωστε, ενστερνίζονται το  μαρξιστικό “τσιτάτο” ότι «η βία είναι μαμή της ιστορίας», ας έχουν υπόψη τους και τις… τερατογεννήσεις, στις οποίες, σύμφωνα με τη λαϊκή θυμοσοφία, οδηγούν τους τοκετούς οι πολλές καβγαδίζουσες μαμές.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2012

Αντιφάσεις και διλήμματα, μπροστά στη νέα κάλπη

Ένα δίλημμα με κατατρύχει τις τελευταίες ημέρες, καθώς πλησιάζει η ώρα της νέας κάλπης και οι βασικοί διεκδικητές της εξουσίας παρουσιάζουν τις προγραμματικές εξαγγελίες τους. Αναρωτιέμαι: είναι προτιμότερο να εύχεται κανείς να εφαρμοστούν όλα αυτά που, με περισσή προχειρότητα, η οποία δεν ταιριάζει στην εποχή μας, ακούγονται από τις τηλεοράσεις και τα προεκλογικά μπαλκόνια ή να ελπίζει ότι θα αποδειχτούν, για άλλη μια φορά, ψεύτικα μεγάλα προεκλογικά λόγια, που θα διαψευστούν στην πράξη;
Δυσκολεύομαι ειλικρινά να αποφανθώ. Και η δυσκολία μου δεν προέρχεται μόνον από το γεγονός ότι χρειάστηκε να φθάσουμε στο «παρά πέντε» των δεύτερων εκλογών για να μάθουμε τις κυριότερες από τις προεκλογικές διακηρύξεις, οι οποίες, σε κάποιες περιπτώσεις είναι, λιγότερο ή περισσότερο, διαφοροποιημένες από εκείνες με τις οποίες κάποια κόμματα διεκδίκησαν την ψήφο μας μόλις πριν από λίγες εβδομάδες.
Δυσκολεύομαι, κυρίως, από το περιεχόμενο των υποσχέσεων που δίνονται  και που στην πλειονότητά τους αποτελούν επανάληψη παρελθούσας μεθοδολογίας, αντίστοιχης με εκείνη που οδήγησε στη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα. Πραγματικότητα, η οποία, κατά τη δική μου, τουλάχιστον, προαίρεση, προέρχεται από την επί χρόνια καλλιεργούμενη νοοτροπία πως τα πάντα μπορούμε να τα περιμένουμε από τους «άλλους». Και πάνω από όλα από το… κράτος που μπορεί να δανείζεται και να δαπανά εσαεί, την ίδια στιγμή που εμείς μπορούμε να ασκούμεθα, επαναστατικώ τω τρόπω, στην υποκίνηση και υπόθαλψη κινημάτων «δεν πληρώνω» .
Και τι δεν βρίσκει κανείς στις προεκλογικές διακηρύξεις, που είναι, μάλιστα, ντυμένες με τον μανδύα του «κυβερνητικού προγράμματος»: Αφόρητες γενικότητες για το πόσο… σπουδαία είναι η παγκόσμια ειρήνη, επικίνδυνα αφελείς προσεγγίσεις για σοβαρά ζητήματα, που φθάνουν μέχρι την παγκόσμια πρωτοτυπία του αφοπλισμού της αστυνομίας και των ανοιχτών φυλακών, σε μια χώρα με έντονο πρόβλημα εγκληματικότητας, πειραματισμούς με την εξαγγελία χορήγησης ταξιδιωτικών εγγράφων σε όλους τους παράνομους μετανάστες, υποσχέσεις που «χαϊδεύουν αυτιά» για αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, διπλασιασμό επιδομάτων και επιβολή «διατίμησης» (!) σε βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ποιος, αλήθεια, δεν θα ήθελε να μας συμβούν όλα αυτά τα ωραία και παραδείσια; Αν, όντως, ήμασταν μια «κοινωνία αγγέλων» σε μια απομονωμένη χώρα με οικονομική αυτάρκεια και περίσσεια πλουτοπαραγωγικών πόρων, όπως αυτή που… φαντασιώνονται διάφοροι πολιτικάντηδες που διακηρύσσουν πως τάχατες η ανακήρυξη της ΑΟΖ θα μας καταστήσει αυτόματα παγκόσμιο ενεργειακό παίκτη, μπορεί πράγματι να μπορούσαμε και φόρους να μην πληρώνουμε και παχυλές συντάξεις (όπως αυτές που υπόσχεται ο… Στέφανος Μάνος!) να εισπράττουμε, επιδιδόμενοι στην αποτελεσματική επίλυση των παγκοσμίων προβλημάτων της μετανάστευσης και της ειρήνης στον κόσμο.
Δυστυχώς, όμως, συμβαίνει να ζούμε σε μια μικρή και υπερχρεωμένη, όσο καμία άλλη,  χώρα που έχει ανάγκη δανεικών για να συνεχίσει να λειτουργεί, ακόμη και αν της χαριστεί το σύνολο των παλαιών δανείων. Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται κανείς να είναι οικονομολόγος για να αντιληφθεί πως  πρώτιστο καθήκον της κυβέρνησης που θα προκύψει τη μεθεπόμενη Κυριακή, είναι να βρει τρόπους να συνεχιστεί απρόσκοπτα η χρηματοδότηση του δημοσίου για να μην «κατεβάσει ρολά» το κράτος που λέγεται η Ελλάδα. 
Παρακάμπτοντας τα επιμέρους, έχει, νομίζω, σημασία να δούμε τι λέει επ΄ αυτού το «νεότευκτο» κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Επαναλαμβάνω αυτολεξεί όσα ακούστηκαν, την περασμένη Παρασκευή, από τα χείλη του επικεφαλής του, Αλέξη Τσίπρα: «Θα διεκδικήσουμε νέα αναδιαπραγμάτευση του χρέους, με στόχο τη δραστική μείωσή του, ή ένα μορατόριουμ για το χρέος και αναστολή πληρωμών των τόκων, έως ότου διαμορφωθούν συνθήκες σταθεροποίησης και ανάκαμψης της οικονομίας».
«Το ύψος εξυπηρέτησης του χρέους θα πρέπει, επίσης, να συνδεθεί με το ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (ρήτρα ανάπτυξης)», πρόσθεσε ο κ. Τσίπρας. Απέφυγε, ωστόσο, να πει πότε, έστω κατά προσέγγιση, και με ποιες συγκεκριμένες επενδυτικές πρωτοβουλίες, ευελπιστεί ότι η χειμαζόμενη ελληνική οικονομία μπορεί να περάσει σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, τέτοιους που να της επιτρέπουν να καλύψει επείγουσες ανάγκες, άμεσες και μεσοπρόθεσμες, όπως, π.χ., η επαναγορά του ΟΤΕ, ώστε, κατόπιν, να είναι σε θέση να αποπληρώνει, έστω, μέρος του συσσωρευμένου χρέους.
Δύο εβδομάδες, όμως, πριν από τις εκλογές, δεν θα έπρεπε να είναι πλήρως αποσαφηνισμένο πόσο επιπλέον χρέος πρέπει να διαγραφεί, όπως και ποιο κομμάτι του θεωρείται «απεχθές» και θα εξαιρεθεί από την αποπληρωμή; Πιθανολογώ, καλόπιστα, ότι η απάντηση στο ερώτημά μου είναι πως όλα αυτά είναι στοιχεία της διαπραγμάτευσης που θα ξεκινήσει η νέα κυβέρνησης, η οποία «αμέσως μετά την ακύρωση του Μνημονίου, θα καταγγείλει τους επαχθείς όρους και θα ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης». 
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, όσοι κατέχουν ελληνικά ομόλογα (διεθνείς οργανισμοί, ευρωπαϊκές χώρες, ξένες και εγχώριες τράπεζες, κερδοσκοπικά funds, ιδιώτες επενδυτές, ασφαλιστικά ταμεία, και όποιοι άλλοι) γιατί θα δεχθούν νέο «κούρεμα» των απαιτήσεών τους και μαζί αναστολή πληρωμής των τόκων και ρήτρα εξυπηρέτησης της εναπομείνασας υποχρέωσής μας; Μήπως, εν τέλει, τους είναι ευκολότερο να μας τα… χαρίσουν; Και αν μας… χαρίσουν αυτά, γιατί θα μας δώσουν τα επόμενα που χρειαζόμαστε για να βγάλουμε τη φετινή χρονιά;
Βρίσκω όλα τούτα άκρως αντιφατικά. Και γι΄ αυτό ξεκίνησα με το δίλημμα της ευχής για εφαρμογή των προεκλογικών διακηρύξεων ή της ελπίδας για προσγείωση στην πραγματικότητα. Και τα δύο μου φαίνονται εξίσου προβληματικά. Το πρώτο μου μοιάζει απίστευτη ουτοπία και «δονκιχωτισμός». Το δεύτερο, φοβάμαι, θα απογοητεύσει πολύ κόσμο, ο οποίος στην επόμενη, ίσως, κάλπη να αναζητήσει άλλες -ενδεχομένως, πιο επικίνδυνες- «αντισυστημικές» δυνάμεις για να εκφράσει την οργή από τη νέα διάψευση.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.