Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαφαζάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαφαζάνης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Η αυτοθυματοποίηση και οι μομφές «στον βρόντο»

 Η πρόταση μομφής εναντίον της (όποιας) κυβέρνησης, ή ενός μεμονωμένου στελέχους της, είναι το ισχυρότερο κοινοβουλευτικό όπλο που διαθέτει στη φαρέτρα της η αντιπολίτευση. Και γι΄ αυτό τον λόγο ασκείται πολύ σπάνια και σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Σύνταγμα, άλλωστε, θέτει περιορισμούς και δεν επιτρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας, όπως λέγεται στην επίσημη κοινοβουλευτική γλώσσα η αποκαλούμενη «μομφή».

Υπό αυτή την έννοια, η εγχώρια, όπως, εξάλλου, και η διεθνής κοινοβουλευτική πρακτική επιβάλει προτάσεις μομφής να υποβάλλονται σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν η αντιπολίτευση έχει βάσιμες ελπίδες να πλήξει πολιτικά την κυβέρνηση επειδή οι βουλευτές που την στηρίζουν είναι απρόθυμοι να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Και, δεύτερον, όταν από την τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης η κυβερνητική παράταξη θα υποστεί πολιτική φθορά επειδή θα αδυνατεί να βρει πειστικά επιχειρήματα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην επίθεση που θα της εξαπολύσει η αντιπολίτευση.

Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο σε ποια από τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να ενταχθεί η «μομφή» που κατέθεσε την Πέμπτη ο αρχηγός της αξιωματικής Αλέξης Τσίπρας αντιπολίτευσης κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον συζητούμενο στη Βουλή Πτωχευτικό Κώδικα. «Επενδύει», άραγε, σε διαφοροποίηση βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι μπορεί να μην πουν «όχι» στην ψηφοφορία της Κυριακής; Ή, μήπως, ελπίζει ότι τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης δεν θα έχουν επιχειρήματα να υπερασπιστούν τον κ. Σταϊκούρα;

Η πραγματικότητα βοά ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι πιθανό να συμβεί. Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δεν βρίσκεται -σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, διότι αργότερα δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει- σε κατάσταση τέτοια που να πιθανολογεί κάποιος ότι θα εκφραστεί κατά του υπουργού Οικονομικών σε μια ανοιχτή συζήτηση που καταλήγει σε φανερή ονομαστική ψηφοφορία. Δεν θα έκανε ακόμη και δεν ίσχυε η αυτονόητη αλήθεια ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα νομοσχέδιο το οποίο αποτελεί προϊόν συνολικής κυβερνητικής βούλησης.

Πολύ περισσότερο που, καλώς ή κακώς, για τα στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι ένα θετικό νομοσχέδιο το οποίο δίνει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είναι ένας ισχυρισμός που θα ακουστεί κατά κόρον στην τριήμερη συζήτηση. Και θα προστίθεται στην επιχειρηματολογία ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί άρχισαν (σ.σ.: όποιος αμφιβάλει ας ρωτήσει τον πρώην υπουργό Παναγιώτη Λαφαζάνη που αντιμετωπίζει διώξεις επειδή προσπαθούσε να τους ματαιώσει…) επί των ημερών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης και στο αδιάψευστο γεγονός ότι την ίδια περίοδο ήρθη για πρώτη φορά η προστασία της πρώτης κατοικίας που είχε καθιερωθεί από τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.

Με δεδομένο, πάντως, ότι η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί κατά του υπουργού Οικονομικών εκδηλώθηκε σε μια μέρα που η επικαιρότητα κατακλυζόταν από σημαντικά γεγονότα, όπως το μήνυμα του πρωθυπουργού για την έξαρση της πανδημίας, οι συνεχιζόμενες τουρκικές προσκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και η κορύφωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει πλέον κάθε αίσθηση της επικοινωνιακής πραγματικότητας, είτε το μόνο που τους απασχολεί είναι να βρουν μια ακόμη ευκαιρία για να εκδηλώσουν το μένος τους κατά των μέσων ενημέρωσης.

Το έναυσμα, άλλωστε, το έδωσε με την ομιλία του στη Βουλή ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, λέγοντας προς τα κυβερνητικά έδρανα: «Αλλά να ξέρετε, αυτή η στρατηγική δε θα σας πάει πολύ μακριά. Και ο κοινωνικός αυτοματισμός αλλά και αυτό το απόλυτο που έχετε πετύχει με τα ΜΜΕ, η ΥΕΝΕΔοποίηση της ενημέρωσης, δε θα σας βγει σε καλό. Μπούμερανγκ θα σας γυρίσει. Γιατί δε καταλαβαίνετε ότι όσο να κρύψετε και να διαστρέψετε τη πραγματικότητα, όσο αυτή όχι μόνο δε βελτιώνεται αλλά επιδεινώνεται, θα σας κυνηγάει».

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι μέχρι στιγμής η… διαστροφή της πραγματικότητας εκείνον που… κυνηγάει είναι την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βλέπει τις δημοσκοπικές επιδόσεις της να επιδεινώνονται μήνα με τον μήνα. Και εκείνο που ουσιαστικά γίνεται «μπούμερανγκ» είναι η προσπάθεια να αποδοθούν όλα τα δεινά που κατατρύχουν την Κουμουνδούρου στην περιώνυμη «λίστα Πέτσα» και στα «εξαγορασμένα μέσα ενημέρωσης».

Όσο, όμως, παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτό το κατασκευασμένο ιδεολόγημα της «αυτοθυματοποίησης», θα χάνουν το επικοινωνιακό momentum και θα βλέπουν τις προτάσσεις μομφής που καταθέτουν να… πηγαίνουν «στον βρόντο».

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Κυβέρνηση για όσους «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν»



            Η πολιτική ευθιξία δεν ήταν ποτέ ψηλά στον κώδικα αξιών του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Γι΄ αυτό και είναι μάλλον σπάνιες οι περιπτώσεις ανάληψης πολιτικής ευθύνης και συνακόλουθα οι παραιτήσεις πολιτικών αξιωματούχων για λάθη, παραλείψεις, αστοχίες, διαψεύσεις ή αδυναμία τήρησης των υπεσχημένων και στοιχειώδους εκπλήρωσης των προσδοκιών με τις οποίες κάποιος αναρριχήθηκε στο αξίωμα που κατέχει.
Όπως εύκολα, ωστόσο, μπορεί ο καθένας από μας να θυμηθεί, είτε επειδή έχει προσωπικές μνήμες από παλαιότερες περιόδους, είτε επειδή το διάβασε στην Ιστορία, όσο και αν σπάνιζε και κατά το παρελθόν το φαινόμενο της υποβολής παραιτήσεων για λόγους ευθιξίας, ενέργειες αυτού του είδους, ποτέ δεν εξέλιπαν, έστω και ως εξαιρέσεις στον κανόνα, από τα πολιτικά θέσμια οι παραιτήσεις.
Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η ίδια η παραίτηση ή και η αποδοχή της θεωρούνταν τιμητικές πράξεις είτε για τους παραιτούμενους είτε για εκείνους, τους πολιτικούς προϊσταμένους, οι οποίοι ζητούσαν τις παραιτήσεις ανταποκρινόμενοι σε απαίτηση της κοινωνίας ή εκφράζοντας ελάχιστο σεβασμό σε αυτό που αποκαλούμε «κοινό περί δικαίου αίσθημα».   
 Ο αείμνηστος Αναστάσης Πεπονής, ο Σταύρος Δήμας και ο Κώστας Σημίτης είναι μόνον τρία από τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, μπορώ να ανασύρω στη μνήμη μου για να επισημάνω ότι ενίσχυσαν κατακόρυφα το προσωπικό τους κύρος εγκαταλείποντας τις υπουργικές καρέκλες. Και ας μην ξεχνούμε πόσο ισχυρότεροι ήταν οι πρωθυπουργοί που απέπεμπαν που και που κάποιον από τους υπουργούς τους.
Τέτοιες πρωτοβουλίες, όμως, μοιάζουν πλέον να αποτελούν πολύ μακρινό παρελθόν. Στη μίζερη, αντιθέτως, πραγματικότητα που βιώνουμε την τελευταία διετία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, κανείς από τους κατέχοντες μικρότερα ή μεγαλύτερα αξιώματα δεν αισθάνεται να θίγεται με όσα πρωτοφανή συμβαίνουν γύρω μας και για τα οποία δεν μπορεί να μην έχουν κάποιοι τη λεγόμενη «αντικειμενική πολιτική ευθύνη». Ούτε, βεβαίως, κανείς από τους υψηλότερα ιστάμενους δεν τους ζητάει να παραιτηθούν όσο και αν υποπίπτουν σε –πολιτικά και όχι μόνον- «παραπτώματα».
Από το καλοκαίρι του 2015, οπότε συντελέστηκε η μαζική έξοδος από τον ΣΥΡΙΖΑ των στελεχών που ακολούθησαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας, θα έλεγε κανείς ότι οι εναπομείναντες στον κυβερνητικό μηχανισμό δείχνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο… σπουδαία πολιτικά μεγέθη που ό,τι και να συμβεί αυτοί δεν πρόκειται ποτέ τους να εγκαταλείψουν την εξουσία.
Μπορεί να λένε και να κάνουν τα πάντα, αλλά και τα ακριβώς αντίθετά τους. Χωρίς να δίνουν ή να τους ζητούνται εξηγήσεις. Πόσω μάλλον να υφίστανται την παραμικρή  κύρωση. Σε όποιον τους ασκεί κριτική, εντός ή εκτός Ελλάδος, του κολλούν τη ρετσινιά ότι είναι «κατευθυνόμενος» ή «διαπλεκόμενος» και... καθαρίζουν.
Όχι μόνον δεν απολογούνται για την άνευ προηγουμένου εξαπάτηση των πολιτών με τις υποσχέσεις για σκίσιμο των Μνημονίων και «σεισάχθεια», ενώ εφαρμόζουν την πιο ακραία μνημονιακή λιτότητα, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μην τρέχει απολύτως τίποτε. Και δεν δίνουν σε κανένα λόγο ούτε τα… χαμένα εκατομμύρια από τα «πόθεν έσχες» τους ούτε για τις καταθέσεις τους που εξακολουθούν να τις έχουν στο εξωτερικό όταν η πλειονότητα των Ελλήνων στενάζει από τα capital controls που εκείνοι επέβαλαν.
Αρνούνται, φυσικά, να δώσουν λογαριασμό για τα αλισβερίσια που είχαν στο παρελθόν με το δημόσιο χρήμα ή για τους διορισμούς που τώρα κάνουν. Και δεν… συγκινούνται ούτε για το «Βατερλό» στο οποίο κατέληξε η υποτιθέμενη μάχη κατά της διαπλοκής, ούτε, πολύ περισσότερο, από το διεθνές κάζο με τις αμέτρητες κωλοτούμπες και τις επιστολές υποτέλειας που ακολουθούν  τους ψευτοτσαμπουκάδες της δήθεν σύγκρουσης με τους δανειστές.
Μοιάζει ειρωνεία, αλλά από τον εκλογικό Σεπτέμβριο του 2015, το μόνο στέλεχος που αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση ήταν ο Παναγιώτης Σγουρίδης, ο προερχόμενος από τους ΑΝΕΛ και απώτερα από το παλαιό ΠΑΣΟΚ πρώην υφυπουργός Υποδομών, ο οποίος έχασε τη θέση του επειδή σε μια κρίση ειλικρίνειας είχε την… αφέλεια να παραδεχθεί δημοσίως αυτό που είναι παγκοίνως γνωστό: ότι δηλαδή «οι πολιτικοί δυστυχώς δεν κρίνονται από αυτά που κάνουν αλλά από αυτά που έλεγαν…»
«Αν δεν τάξεις, δεν σε ψηφίζουν», είχε ομολογήσει σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης «Maximum 93,6», προσθέτοντας μάλλον αφοπλιστικά: «Όταν σου μιλάει κάποιος ορθολογιστικά δεν είναι καλός. Επειδή είμαι παλιά καραβάνα και επειδή δεν φείδομαι των λόγων μου, πρέπει κάποια στιγμή να πούμε την αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια».
Δεν απέφυγε, μάλιστα, καθώς στην επικαιρότητα ήταν τότε οι κινητοποιήσεις των αγροτών που ζητούσαν τήρηση των υπεσχημένων από τον Αλέξη Τσίπρα, να κάνει το… μοιραίο λάθος που ήταν η αναγνώριση ότι (και) οι άνθρωποι της υπαίθρου ήταν μεταξύ αυτών που παραπλάνησε ο σημερινός πρωθυπουργός. «Όπως και ο προηγούμενος. “Ζάππειο 1”, “Ζάππειο 2”, “Ζάππειο 3”. Όπως τα “λεφτά υπάρχουν”...», απάντησε ο Παναγιώτης Σγουρίδης όταν ρωτήθηκε σχετικώς.
Αντί, όμως, η απάντηση του άμοιρου πολιτικού από την Ξάνθη να γίνει το όχημα για να προσγειωθούν στο γήπεδο της ειλικρίνειας οι εξωφρενικές κυβερνητικές (αυτ)απάτες, ο ίδιος εξωπετάχθηκε κακήν κακώς από την κυβέρνηση. «Δικαίως», ίσως, αφού πρόκειται για μια κυβέρνηση στην οποία φαίνεται πως υπάρχουν θέσεις μόνον για όσους, κατά τη δημώδη φράση που βρίσκει ισχυρό έρεισμα στην επικαιρότητα των ημερών, «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν…».

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2015

«Τοιούτοι έπρεπεν ημίν αρχιερείς»



Με περισσή απλοχεριά ο ελληνικός λαός έδωσε με την ψήφο του στον Αλέξη Τσίπρα σχεδόν ό,τι ακριβώς του ζήτησε. Ευχόταν πριν από τις εκλογές ο κ. Τσίπρας να του δοθεί η ευκαιρία να σχηματίσει εκ νέου κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ; Το εκλογικό σώμα με μια… χειρουργικού τύπου ανταπόκριση,  τού έδωσε συγκυβέρνηση με τους ΑΝ.ΕΛ. και εκείνος έσπευσε να το γιορτάσει στην πλατεία Κλαυθμώνος –για φαντάσου…- αγκαλιά με τον Πάνο Καμμένο.
Επιθυμούσε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ να εξαφανιστούν πολιτικά οι πρώην «σύντροφοι» του που του αμφισβήτησαν την εξουσία να διαγράφει μονοκοντυλιά το ψηφισμένο κυβερνητικό πρόγραμμά του και να μεταστρέφει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος; Οι ψηφοφόροι καταδίκασαν –για χάρη του…- στην ταπεινωτική περιθωριοποίηση πολιτικούς με μακρά διαδρομή στην παραδοσιακή αριστερή ίντριγκα, όπως ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, ή πρόσωπα που φαινόταν να διαθέτουν προσωπικό χάρισμα και λαϊκή απήχηση, όπως η Ζωή Κωνσταντόπουλου ή ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Το εκλογικό αποτέλεσμα της Κυριακής, που αναμφισβήτητα αποτελεί έναν προσωπικό θρίαμβο του κ. Τσίπρα, δεν μπορεί να ερμηνευτεί μονοσήμαντα. Και πρέπει να αναζητήσει κανείς τη συνδρομή περισσότερων γνωστικών αντικειμένων από επιστήμες, όπως η Κοινωνική Ψυχολογία, για να επιχειρήσει να εξηγήσει πως, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, φθάσαμε στην προμνησία, το γαλλιστί déjà vu, του περασμένου Ιανουαρίου.
Δεν αρκούν, νομίζω, τα κλασσικά εργαλεία της Πολιτικής Επιστήμης για να αντιληφθεί κανείς πως και γιατί οι Έλληνες πολίτες αποφάσισαν να μηδενίσουν το πολιτικό… κοντέρ για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και να του δώσουν την ευκαιρία να κάνει καινούργιο ξεκίνημα.
Κρίνοντας, πάντως, από τις επινίκιες (εκ)δηλώσεις, το ξεκίνημα που είναι διατεθειμένος να κάνει ο κ. Τσίπρας δεν φαίνεται να είναι και τόσο καινούργιο. «Ο ελληνικός λαός (μάς) έδωσε καθαρή εντολή να ξεμπερδεύουμε με όλα όσα μας κρατάνε κολλημένους στο χθες και να συνεχίσουμε τον όμορφο αγώνα, τον αγώνα που ξεκινήσαμε πριν από επτά μήνες να καταφέρουμε να βάλουμε μπροστά το δίκιο του λαού μας απέναντι σε ασύμμετρες δυνάμεις και σε εχθρούς με μεγαλύτερες δυνάμεις από εμάς», ήταν τα λόγια που χρησιμοποίησε θυμίζοντας τον «παλαιό» -καταγγελτικό- Τσίπρα που ονειρευόταν να βαράει νταούλια και να χορεύουν οι αγορές.
Ο πολιτικός που υπέγραψε το πιο σκληρό Μνημόνιο το οποίο καλείται τώρα να εφαρμόσει, επαιρόταν από την εξέδρα ότι κατόρθωσε να κάνει «την ελληνική σημαία να κυματίζει όχι μόνο στις πλατείες της Ελλάδας αλλά και στις μεγάλες πλατείες όλης της Ευρώπης», ισχυριζόμενος, συνάμα, ότι «σήμερα στην Ευρώπη η Ελλάδα και ο ελληνικός λαός είναι συνώνυμο του αγώνα και της αξιοπρέπειας».
Επιπλέον, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε να αντιλαμβάνεται από την ετυμηγορία της κάλπης ότι «η εντολή που μας έδωσε ο ελληνικός λαός είναι και μία εξίσου κρυστάλλινη και καθαρή εντολή να ξεμπερδέψουμε με την φαυλότητα και το καθεστώς της διαπλοκής και της διαφθοράς που τόσα χρόνια κυβερνούσε τον τόπο», όπως είπε με προφανή διάθεση να κατασκευάσει και έναν εσωτερικό εχθρό.
Και –ω της ειρωνείας!- ακριβώς την ώρα που πλησίαζε προς το μέρος του ο πολυπόθητος εταίρος του κ. Καμένος, ο για δεύτερη φορά πρωθυπουργός συμπλήρωνε: «Από αύριο κιόλας ξεμπερδεύουμε με το παλιό»…
Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι ο κ. Τσίπρας θεώρησε –δικαιολογημένα, άραγε;- το εκλογικό αποτέλεσμα ως το απαραίτητο συγχωροχάρτι για τις ουκ ολίγες ταλαιπωρίες (κλειστές τράπεζες, επαναφορά στην ύφεση, επιστροφή στα ελλείμματα και σε αύξηση της ανεργίας) στις οποίες υπέβαλε τους Έλληνες, αλλά εκείνοι –προς το παρόν τουλάχιστον- τις παρέβλεψαν με τον ίδιο τρόπο που οι γονείς παραβλέπουν τις παρεκτροπές των άτακτων παιδιών τους.
Όπως και να έχει, η επιλογή του ελληνικού λαού δεν μπορεί παρά να είναι σεβαστή, ακόμη και όταν, εκτός από το «ντουέτο» της εθνολαϊκιστικής διακυβέρνησης, στη νέα Βουλή ενυπάρχει η αυξημένη δόση της ντροπιαστικής φαιάς πανούκλας, όπως και το προϊόν του αυτοτρολλαρίσματος των πολιτών.
Στο τέλος – τέλος, «τοιούτοι έπρεπεν ημίν αρχιερείς», όπως μου ήρθε αυθόρμητα στο νου βλέποντας αγκαλιασμένους τους δύο συγκυβερνήτες.

Παρασκευή 15 Μαΐου 2015

Από τo «δόξα τω Τσίπρα» στο «βοήθα Λαφαζάνη»

              Την τελευταία πενταετία, αναμφισβήτητα, ζήσαμε πολλά πρωτόγνωρα πράγματα και βιώσαμε αναρίθμητες παράδοξες καταστάσεις που με τα παλαιά μέτρα ήταν απολύτως αδιανόητες. Χωρίς ίσως μεγάλη δόση υπερβολής θα μπορούσε βάσιμα να ισχυριστεί κάποιος ότι βιώσαμε μια γενικευμένη κατάρρευση αξιών που επεκτάθηκε πολύ πέρα από την οικονομία. 
              Κουτσά – στραβά, ωστόσο, αυτά τα πέντε χρόνια η χώρα πορεύτηκε. Με μεγάλα προβλήματα, σίγουρα. Με τρομακτικές δυσκολίες για την πλειονότητα των πολιτών, δίχως άλλο. Ήταν, άλλωστε, ακριβώς τα προβλήματα και οι δυσκολίες που έκαναν τόσο πολύ κόσμο να καταψηφίσει όσους είχαν την ατυχία να κυβερνούν την περίοδο της κατάρρευσης και να αναζητήσει τη σωτηρία σε δυνάμεις που ούτε στην Ελλάδα ούτε πουθενά αλλού στον κόσμο θα μπορούσαν, υπό κανονικές συνθήκες, να βρεθούν σε κυβερνητικά αξιώματα.  
               Καθώς, όμως, περνούν οι μέρες, οι εβδομάδες και οι μήνες, η αίσθηση που κυριαρχεί είναι ότι η χώρα σα να έπαψε να πορεύεται. Τα περισσότερα από όσα συμβαίνουν γύρω μας μοιάζουν σα να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια φάρσα. Μια ανερμάτιστη καρικατούρα διακυβέρνησης που αν της αφαιρέσει κάποιος το βόλεμα «ημετέρων» είναι να αναρωτιέται τι άλλο μπορεί να θυμίζει οργανωμένο κράτος με ευρωπαϊκές προδιαγραφές.
               Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς; Την προχειρότητα με την οποία ένας υπουργός Παιδείας χαρακτηρίζει «ρετσινιά» την αριστεία. Την παραδοχή της αρμόδιας υπουργού ότι δεν μπορεί να συντάξει τη φορολογική της δήλωση; Την ευκολία με την οποία παραχωρούνται σε ξένες δυνάμεις οι υδρογονάνθρακες του Αιγαίου; Τις ανοησίες για την εξασφάλιση δωρεάν οικονομικών πόρων από χώρες που δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους; Και τόσα άλλα που είναι ταυτόχρονα για γέλια και για κλάματα.
               Το χειρότερο, πάντως, από όλα όσα μας συμβαίνουν αυτές τις πρώτες 110 μέρες της αριστεροδεξιάς κυβέρνησης είναι το πνεύμα της άρνηση της πραγματικότητας που αναδύεται από τις ακατάσχετες δηλώσεις στις οποίες επιδίδονται τα περισσότερα κυβερνητικά στελέχη. Είναι η αίσθηση ότι έχεις απέναντι σου πρόσωπα που κινούνται σε άλλα σύμπαντα, πολιτικούς που δεν έχουν σχέση με την υπαρκτή πραγματικότητα ή που, τέλος πάντων, δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν κάτι που να αφορά τα γήινα και τα κοινώς παραδεκτά για μια -όσο άπειρη και αν είναι...- ομάδα διακυβέρνησης.
               Η άγνοια και η αδαημοσύνη ακόμη και για τα στοιχειώδη που χαρακτηρίζουν πολλούς από όσους βρέθηκαν σε υπεύθυνες θέσεις είναι μάλλον το μικρότερο κακό μπροστά στις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες από τις οποίες διακατέχονται οι περισσότεροι, αλλά και τις ψευδαισθήσεις που καλλιεργούν με ένα μείγμα κινήτρων που συνδυάζει ιδεοληπτικές εμμονές με ιδιοτελή προδιάθεση.
                Οι αντιφάσεις είναι τόσο κραυγαλέες που δεν προλαβαίνεις, διαβάζοντας ένα από τα non paper με τα οποία βομβαρδίζει η κυβέρνηση τα μέσα ενημέρωσης, να πεις «δόξα τω Θεώ» και έρχεται το επόμενο χτύπημα ενός κυβερνητικού αξιωματούχου που σε κάνει να αναφωνείς «βοήθα Παναγιά».
                Αφήνοντας, ίσως, κατά μέρος τις εντυπώσεις που δημιουργούνται στο εσωτερικό, θα είχε, νομίζω, μεγαλύτερη αξία να έκανε κάποιος από τους ιθύνοντες της κυβέρνησης έναν μίνι συγκριτικό απολογισμό για το πως υποδέχθηκαν διεθνώς στο τέλος του περασμένου Ιανουαρίου τον νέο πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνησή του και ποια είναι τρεις μήνες μετά η εικόνα που αναδύεται από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης.
                 Πόσους, άραγε, φίλους κερδίσαμε αυτό το διάστημα; Οι «εχθροί» μας, οι «αντίπαλοί» μας και γενικά όσοι δεν μας συμπαθούν στον υπόλοιπο κόσμο είναι περισσότεροι ή λιγότεροι από όσοι ήταν μέχρι τον προηγούμενο χρόνο; Αλήθεια, θα κλάψει κανείς, αν από... ατύχημα οδηγηθούμε στην απόλυτη χρεωκοπία ή εκτός ευρώ; Υπάρχει, τέλος, κάποιος -στην υπόλοιπη, εκτός Ε.Ε., ήπειρο μας ή οπουδήποτε αλλού στον πλανήτη- που να αντιλαμβάνεται τι πραγματικά διαπραγματευόμαστε και να μας συνιστά να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο;
                Είμαι εξ εκείνων που ήδη από την προεκλογική περίοδο ισχυρίζονταν ότι η ισχυρή βούληση του κ. Τσίπρα και ενός στενού πυρήνα γύρω του μπορούσε να τιθασεύσει τις άτακτες δυνάμεις που τους περιέβαλαν. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι το δύσκολο εγχείρημα της προσαρμογής στη λογική ήθελε το χρόνο του για να μπορέσουν να απαλυνθούν οι εντυπώσεις από τις υπερβολικές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. 
                Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι ο χρόνος αυτός εξαντλείται πλέον επικίνδυνα. Η συνεχής εναλλαγή ανάμεσα στo... «δόξα τω Τσίπρα» και στο.... «βοήθα Λαφαζάνη» φαίνεται να έχει εκμετρήσει το ζην. Σε βαθμό που οσονούπω δεν θα μας σώζει ούτε η... θαυματουργός Αγία Βαρβάρα.

Τετάρτη 29 Απριλίου 2015

Οι κάλπες και τα… «γύφτικα σκεπάρνια»



          Δεν ξέρω πως ακριβώς συμπεριφέρονταν τα… «γύφτικα σκεπάρνια» της γνωστής παροιμίας στην οποία ανατρέχουμε όταν θέλουμε να δείξουμε πόσο πολύ απολαμβάνει κάποιος κάτι που ήταν για εκείνον αρκετά επίζηλο ή και αναπάντεχο.
Φαντάζομαι ότι θα… «καμάρωναν» κάπως σαν τον γνωστό -από το «ραντεβού στα γουναράδικα»…- βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Βαγγέλη Διαμαντόπουλο, ο οποίος προήδρευε τις προάλλες σε Επιτροπή της Βουλής και εμφανώς απολάμβανε το αφ΄ υψηλού μοίρασμα του λόγου προς συναδέλφους του, -όπως η Ντόρα Μπακογιάννη…- και τη δυνατότητα να διευθύνει τις κοινοβουλευτικές εργασίες που τελούσαν υπό την εξουσία του.
Όποιος δεν είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει κάποιες από αυτές τις σκηνές και πολλές ακόμη από εκείνες που διαδραματίζονται το τελευταίο διάστημα στο πολιτικό προσκήνιο –για να μην επικαλεστούμε και το ακόμη πιο ενδιαφέρον παρασκήνιο…- πολύ εύκολα μπορεί να παρανοήσει λέξεις ή φράσεις που εκτοξεύονται και δημιουργούν σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι δυνατόν να οδηγηθούμε λίαν συντόμως σε βουλευτικές κάλπες.
Αντιθέτως, όποιος παρατήρησε την έντονα ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ικανοποίηση που έδειχνε ότι αισθανόταν ο Παναγιώτης Λαφαζάνης καθώς πατούσε στα ιερά πατώματα του Κρεμλίνου και ατένιζε απέναντι του τη σεπτή μορφή του Πούτιν (στην οποία είναι βέβαιο ότι πρόσθετε νοερά και το εμβληματικό υπογένειο για να μοιάζει περισσότερο με τον  παλαιότερο Βλαδίμηρο…), δύσκολα θα κατέληγε, ακόμη και αν δεν ήξερε την προσήλωση στον «δημοκρατικό συγκεντρωτισμό» του επικεφαλής της εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο μεγαλύτερο κυβερνητικό κόμμα, στο συμπέρασμα ότι η συγκυβέρνηση μπορεί να κινδυνεύσει με εκ των ένδον ανατροπή.
Εν ολίγοις, «πλανάται πλάνην οικτράν» όποιος παίρνει τοις μετρητοίς τους βερμπαλισμούς που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο ή ακούγονται στα τηλεοπτικά πρωινάδικα από χείλη κυβερνητικών για «ρήξεις», «συγκρούσεις» ή «μη υποχωρήσεις» και άγεται, έτσι, στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι δεν θα αντέξουν οι κοινοβουλευτικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. να περάσουν τα μέτρα που έρχονται.
Το μέλλον είναι πάντα άδηλον, αλλά στην παρούσα φάση η κυβερνητική συνοχή δεν κινδυνεύει, καθώς τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ. εξακολουθούν να διάγουν έναν ονειρεμένο «μήνα του μέλιτος», απολαμβάνοντας εξουσία που οι περισσότεροι εξ αυτών είτε δεν είχαν διανοηθεί ποτέ, είτε, ακόμη και όταν την είχαν διανοηθεί, αποτελούσε άπιαστο όνειρο. Η πλειονότητά τους, άλλωστε, εξέφραζε περιθωριακές απόψεις, τέτοιες που, εδώ που τα λέμε, δεν απείχαν και πολύ –ως προσέγγιση στην πραγματικότητα- με τις αποδείξεις για τα «καταπιστεύματα» των τρισεκατομμυρίων που… έψαχνε ο πρωθυπουργός όταν, στην πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξή του, πήρε στα χέρια του έγγραφα από ηλικιωμένη κυρία που ήταν μεταξύ εκείνων που του υπέβαλαν ερωτήσεις.
Ακούω με προσοχή τον ισχυρό αντίλογο που διατυπώνεται από πολλές πλευρές και τονίζει τις εμφανείς ιδεοληπτικές εμμονές από τις οποίες διακατέχονται πάμπολλοι από όσους κάθονται αυτή την περίοδο στα κυβερνητικά γραφεία ή στα κοινοβουλευτικά έδρανα της πλειοψηφίας. Επιμένω, ωστόσο, ότι, υπό τις παρούσες συνθήκες, η ιδιοτέλεια είναι πολύ πιο ισχυρή και υπερνικά την ιδεοληψία.
Το μαρτυρούν, άλλωστε, ήδη τόσο πολλά… Τα πρωθυπουργικά «παράπονα» ότι η αντιπολίτευση δεν βοηθάει και λειτουργεί ως «πέμπτη φάλαγγα». Τα φαινόμενα της εξουσιαστικής αλαζονείας που τόσο γρήγορα άνθισαν. Οι προμήθειες εξοπλισμών και τα «σούρτα φέρτα» σε εκθέσεις οπλισμού. Οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, τα επείγοντα νομοσχέδια και οι άσχετες τροπολογίες. Τα φραστικά ατοπήματα του υπουργού Εσωτερικών. Το πολύκροτο σόου της ηθοποιού από τη Λάρισα που θέλει να δείρει εκείνους με τους οποίους πριν από τρία χρόνια κάθονταν στα ίδια ακριβώς έδρανα. Οι συγγενείς και φίλοι που πήραν πρώτοι τις θέσεις στο δημόσιο. Οι απειλές για επιστράτευση του ΣΔΟΕ προς όσους δεν διευκολύνουν τη νέα εξουσία. Η αναγόρευση ως μείζονος πατριωτικού καθήκοντος της στήριξης, όχι της χώρας ή, έστω, της κυβέρνησης, αλλά –αν είναι δυνατόν, κύριε αντιπρόεδρε του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου!- του Αλέξη Τσίπρα προσωπικώς.     
Γι΄ αυτό, ας μην τρέφονται αυταπάτες. Πολύ περισσότερο όταν, όπως καλά θυμόμαστε οι παλαιότεροι, αρκετοί από τους σημερινούς υπουργούς είναι γαλουχημένοι με την υπεράσπιση ακόμη και υποθέσεων που βοά ο κόσμος ότι δεν μπορεί να τύχουν υπεράσπισης, με κορυφαίο, ίσως, παράδειγμα –μου ήρθε στο νου λόγω της πρόσφατης επετείου- την κατανάλωση φραουλών μετά το πυρηνικό δυστύχημα στο Τσερνομπίλ για να αποδείξουν ότι επρόκειτο για… αντικομουνιστική προπαγάνδα.
Όποιο, λοιπόν, και αν είναι το περιεχόμενο της επώδυνης και απολύτως «μνημονιακής» συμφωνίας που κυοφορείται, η έγκρισή της αυτή την περίοδο, από τους κυβερνητικούς βουλευτές θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Θα επιστρατευθούν διάφορα επιχειρήματα ώστε να δημιουργηθεί το κατάλληλο κλίμα που να δικαιολογεί την ίσως μεγαλύτερης έκτασης σε τόσο σύντομο χρόνο αθέτηση προεκλογικών εξαγγελιών.
Όταν, βεβαίως, φθάσουν τα επόμενα εκκαθαριστικά του ΕΝΦΙΑ και καταρρεύσει το παραμύθι της ψευδο-«σεισάχθειας» που παγίδευσε πολλούς συμπολίτες μας στην ψευδαίσθηση ότι είναι δικαίωμα και όσων έχουν να μην πληρώνουν φόρους, τότε, καθώς αρκετά από τα σημερινά «γύφτικα σκεπάρνια» των υπουργείων και του Κοινοβουλίου δεν θα μπορούν πλέον να κυκλοφορούν στους δρόμους, τα πράγματα θα αρχίσουν να αλλάζουν και τα μέτρα δεν θα περνούν με τόσο ευκολία.

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Θέλουν ευρώ το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και δεν το ξέρουν;



Ποιος πυροδοτεί τη διογκούμενη φιλολογία για το περιβόητο Grexit; Αν πιστέψουμε την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ είναι η απερχόμενη κυβέρνηση που ενορχηστρώνει την πλημμυρίδα των δημοσιευμάτων τα οποία κατακλύζουν τον διεθνή Τύπο, αφού οι Βρυξέλλες με τον πιο επίσημο τρόπο ξεκαθαρίζουν ότι «η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη είναι αμετάκλητη».
Είναι, όμως, έτσι; Μάλλον όχι. Γιατί, αν, όντως, διέθετε τόσο μεγάλη ισχύ στη διεθνή σκηνή ο Αντώνης Σαμαράς τα πράγματα θα ήταν πολύ καλύτερα και για τον ίδιο, αλλά κυρίως για τη χώρα. Θα του είχε βγει το αλήστου μνήμης success story και θα είχε πετύχει τον στόχο του Grecovery, όπως είχε προβλέψει. Και κάπως, έτσι, η Ελλάδα θα δανειζόταν, πλέον, από τις αγορές και δεν θα είχε καμία ανάγκη ούτε τα τελευταία λεφτά της τρόικας, ούτε την προληπτική πιστωτική γραμμή.
Αν είχαν γίνει όλα αυτά, οι επερχόμενες κάλπες δεν θα ήταν «Γολγοθάς» για τον κ. Σαμαρά και το κόμμα του. Θα ήταν ένας εκλογικός περίπατος που θα είχε κριθεί πριν καν ξεκινήσει, αφού η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη θα είχε γίνει υπαρκτή πραγματικότητα. Και, πιθανότατα, οι αντίπαλοι του απερχόμενου πρωθυπουργού, που την παραμονή των ευρωεκλογών έσκιζε σελίδα τη σελίδα τα «Μνημόνια», τώρα θα… έτρωγαν τη σκόνη του.
Για όλα αυτά που δεν έγιναν και για πολλά άλλα που έγιναν, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλει σήμερα ως η επικρατέστερη κυβερνητική δύναμη που φαίνεται ότι θα αναδειχθεί πρώτη από τις κάλπες της 25ης Ιανουαρίου και ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας θα πάρει την πρώτη διερευνητική εντολή για να σχηματίσει κυβέρνηση, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι συνεργασίας, αφού η πιθανότητα αυτοδυναμίας είναι από μηδαμινή έως ελάχιστη.
Σε πείσμα της εσωκομματικής αντιπολίτευσης, αλλά και παλαιότερων αμφιταλαντεύσεων, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ διακηρύσσει urbi et orbi την απόφασή της να μη διασαλευτεί η ευρωπαϊκή κατεύθυνση της χώρας και η συμμετοχή της στην ευρωζώνη, την οποία, άλλωστε, και παρά τα όσα έχουν συμβεί την τελευταία πενταετία, επιθυμεί η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών.
Δεν είμαι από εκείνους που θα αμφισβητήσουν την ειλικρίνεια των προθέσεων του κ. Τσίπρα και των συνεργατών του στο συγκεκριμένο θέμα. Είμαι, όμως, από εκείνους που ειλικρινά απορούν γιατί οι διακηρύξεις αυτές υπονομεύονται με πομφόλυγες για… νταούλια και πεντοζάλη που θα χορεύουν οι αγορές ή, ακόμη χειρότερα, από επίμονες εξαγγελίες περί συγκυβέρνησης με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρότι οι δύο αυτές δυνάμεις απορρίπτουν διαρρήδην κάθε τέτοια προοπτική.
Πως είναι, αλήθεια, δυνατόν ένα κόμμα που δηλώνει ευρωπαϊκό και «ξορκίζει» –εντάξει, με την προσχηματική προσθήκη «εκτός και αν προκληθούμε»- τις μονομερείς ενέργειες στις διαπραγματεύσεις με τους εταίρους της χώρας, να δηλώνει έτοιμο να συγκυβερνήσει με πολιτικές δυνάμεις που είναι αναφανδόν κατά της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ζητούν την άμεση αποδέσμευσή της;
Δεν αποκλείεται, όπως στην περίπτωση της ΔΗΜΑΡ που της κρατούσε ανοιχτή την πόρτα συνεργασίας μέχρι να ολοκληρωθεί η προεδρική εκλογή, να το διακηρύσσει υστερόβουλα. Ίσως να επιδιώκει, έτσι, να αποφύγει «διαρροές» προς τα αριστερά από παραδοσιακούς ψηφοφόρους που έχουν γαλουχηθεί πολιτικά με άλλα πρότυπα και αρέσκονται να ακούν να αποδίδονται όλα τα δεινά της χώρας στην ευρωπαϊκή και, εν γένει, τη «δυτική» κατεύθυνση.
Ακόμη και έτσι, όμως, αν είναι, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ας μη μέμφεται τους αντιπάλους της οι οποίοι επισημαίνουν αυτή την κραυγαλέα διακηρυκτική αντίφαση. Καλώς ή κακώς, οι ίδιοι και η Ελλάδα ολόκληρη βρίσκονται κάτω από το φως των παγκόσμιων προβολέων της δημοσιότητας και στον υπόλοιπο πλανήτη παίρνουν τοις μετρητοίς τις προεκλογικές δεσμεύσεις για τις μετεκλογικές συνεργασίες.
Δικαίως, λοιπόν, το Grexit βρίσκεται σε όλα τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Όταν το κόμμα που μέχρι στιγμής προηγείται στις δημοσκοπήσεις, από τη μια, ταλανίζεται εσωτερικά για το με ποιον τρόπο θα αντιμετωπίσει τους Ευρωπαίους εταίρους και, από την άλλη, δεσμεύεται ότι θα συγκυβερνήσει με δυνάμεις που αντιμάχονται την Ευρώπη, ποιος ξένος μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτά μπορεί να είναι μόνον και μόνον για ψηφοθηρική «εσωτερική κατανάλωση»;
Κάποιος κυνικός ίσως αντιτείνει ότι στην Ελλάδα έχουμε μακρά «παράδοση» στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» των προεκλογικών περιόδων. Οι ξένοι, όμως, που έχουν στραμμένα τα βλέμματα στην Αθήνα και δεν πολυκαταλαβαίνουν τις «παραδόσεις» μας, ποιον να πιστέψουν;  Τους υπεύθυνους του κόμματος για την Οικονομία Γιώργο Σταθάκη και Γιάννη Μηλιό οι οποίοι προ ολίγων εβδομάδων έλεγαν στους επενδυτές του City του Λονδίνου ότι πιθανοί μετεκλογικοί εταίροι του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ; Ή τον δεύτερο ισχυρότερο άνδρα της Κουμουνδούρου Παναγιώτη Λαφαζάνη, ο οποίος αποκλείει κατηγορηματικά κάθε τέτοιο ενδεχόμενο.  
            Η καθησυχαστική άμυνα που επιχειρείται να στηθεί από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, δια του ισχυρισμού ότι «δεν υπάρχει θεσμική δυνατότητα να μας διώξουν από το ευρώ», φαντάζει μάλλον σαθρή. Γιατί, όντως, δεν μπορούν να μας διώξουν. Αλλά για όσο παίζουμε με τους κανόνες του ευρώ. Μια κυβέρνηση, όμως, με τη συμμετοχή -ή, έστω, την ανοχή, που είναι η τελευταία εκδοχή που λανσάρεται από την Κουμουνδούρου- του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ποιους κανόνες θα παίζει;