Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λονδίνο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λονδίνο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Αν τους δίναμε τον Πιερρακάκη οι Βρετανοί μπορεί να μας… επέστρεφαν και τα Μάρμαρα

 Για να μην παραπονούμαστε διαρκώς για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας σε σχέση με την πανδημία, αλλά κυρίως για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης των καταστάσεων που επικρατούν έξω από τον μικρόκοσμό μας, έχω την αίσθηση ότι είναι καλό να στρέφουμε συχνά την προσοχή μας για να πληροφορούμαστε τα καλά αλλά και τα κακά που συμβαίνουν στον υπόλοιπο πλανήτη.

Στην αρχή της εβδομάδας είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω για επαγγελματικούς λόγους στο Λονδίνο και να πάρω μια καλή γεύση για το πόσο διαφορετικά -το γράφω όσο πιο κομψά γίνεται- αντιμετωπίζει η Μεγάλη Βρετανία το μείζον ζήτημα της πανδημίας. Αν κάποιοι στη χώρα μας υποστηρίζουν ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει πετάξει λευκή πετσέτα», ούτε μπορούν φανταστούν πόσο αποστασιοποιημένη από τον χειρισμό της πανδημίας είναι η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον.

Ας ξεκινήσουμε κατ΄ αρχήν από τους επισκέπτες που θέλουν να ταξιδέψουν στο Ηνωμένο Βασίλειο και χρειάζεται να συμπληρώσουν το περίφημο «Passenger Locator Form (PLF)» που έχουν επιβάλει οι περισσότερες χώρες. Για να πας στη Βρετανία δεν αρκεί να είσαι εμβολιασμένος, απαιτείται για την έκδοση του PLF να προπληρώσεις, καταβάλλοντας ένα ποσό που αντιστοιχεί περίπου σε 30 ευρώ, ένα τεστ το οποίο υποτίθεσαι ότι υποχρεούσαι να κάνεις δύο ημέρες μετά την άφιξή σου στη χώρα.

Χωρίς να προπληρώσεις το τεστ δεν μπορείς να ολοκληρώσεις τη συμπλήρωση του PLF, αφού σου ζητά τον κωδικό παραγγελίας του τεστ που «έκλεισες» έτσι ώστε να λάβεις το σχετικό kit στη διεύθυνση στην οποία σκοπεύεις να διαμείνεις όταν φθάσεις στον προορισμό σου. Από τη στιγμή, όμως, που θα πληρώσεις, είναι πλέον όλα εντάξει. Είτε παραλάβεις, είτε όχι το kit, είτε κάνεις το τεστ, είτε δεν το κάνεις, δεν υπάρχει καμία διαφορά. Θεωρητικώς είσαι υποχρεωμένος να το κάνεις και να ανεβάσεις το αποτέλεσμά του στην αντίστοιχη πλατφόρμα, πλην, όμως, αυτό δεν το ελέγχει κανείς και πουθενά.

Για να καταλάβετε, από τα μέλη της ομάδας που συνταξιδέψαμε από και προς την Ελλάδα, κάποιοι το παρέλαβαν, το έκαναν και το δήλωσαν. Ορισμένοι το παρέλαβαν αλλά δεν μπόρεσαν να ανεβάσουν το αποτέλεσμα στην πλατφόρμα που ήταν δύσχρηστη. Ενώ άλλοι επέστρεψαν πίσω στη χώρα μας χωρίς να παραλάβουν το kit με το τεστ που είχαν πληρώσει. Και φυσικά χωρίς να υποβληθούν στο τεστ να δηλώσουν αν ήταν θετικοί ή αρνητικοί στον ιό, όπως υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν με βάση τους ισχύοντες ταξιδιωτικούς κανονισμούς.

Ευρύτερα, άλλωστε, στη Βρετανία η προστασία από την πανδημία είναι θέμα της καλής προαίρεσης του καθενός κατοίκου ή επισκέπτη. Οι περιορισμοί έχουν αρθεί παντού και, είτε πρόκειται για ανοικτούς ή κλειστούς χώρους, μάσκες φορούν ελάχιστοι. Ακόμη και σε χώρους που ο συνωστισμός είναι αναπόφευκτος, όπως για παράδειγμα στα μέσα μεταφοράς, δεν υπάρχει κανείς περιορισμός και δεν ισχύει καμία υποχρεωτικότητα. Το ίδιο και στα καταστήματα στα οποία η πλειονότητα των εργαζομένων αλλά και των καταναλωτών έχουν ακάλυπτα τα πρόσωπά τους. Η πρόσβαση όλων είναι παντού ίδια και πιστοποιητικό εμβολιασμού ή διενέργειας αρνητικού τεστ δεν ζητάει κανείς πουθενά.

Το μόνο παρήγορο ίσως είναι ότι το ποσοστό εμβολιασμού στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι κάπως υψηλό, αφού οι πλήρως εμβολιασμένοι ξεπερνούν το 70%, ποσοστό δηλαδή που είναι πάνω από δέκα μονάδες μεγαλύτερο από το αντίστοιχο στη χώρα μας. Ενώ συγκριτικά πολύ υψηλότερο, σε σχέση με το δικό μας, είναι και το ποσοστό των Βρετανών που έχουν νοσήσει από κορωνοϊό και οι οποίοι πλησιάζουν τα 10 εκατομμύρια και αντιστοιχούν στο 14,5% του πληθυσμού του Ηνωμένου Βασιλείου.

Κατά τα λοιπά, η… ΥΟLO (Yου Only Live Once) συμπεριφορά, που εξ αρχής είχε χαράξει ο ακραία λαϊκιστής πρωθυπουργός Τζόνσον και την οποία άλλαξε ελαφρώς μόνον όταν νόσησε και ο ίδιος, έχει επανέλθει στο Ηνωμένο Βασίλειο και συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτε. Οι συνολικοί θάνατοι έχουν ξεπεράσει τους 145 χιλιάδες, αλλά, ίσως και εξαιτίας και του σήματος που εκπέμπει ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ 10, έχει πάψει να αποτελεί είδηση το γεγονός ότι κάθε μέρα χάνουν τη ζωή τους περί τους 200 Βρετανούς. Αριθμός, ο οποίος, πάντως, είναι εμφανώς μικρότερος συγκριτικά με τις καθημερινές βαρύτερες ανθρώπινες απώλειες που έχουμε στην Ελλάδα και οι οποίες, όπως όλα δείχνουν οφείλονται στο χαμηλότερο δικό μας εμβολιαστικό ποσοστό.

Συγκρίνοντας, ωστόσο, κανείς τις καταστάσεις στις δύο χώρες, το χαριτολόγημα για… ανταλλαγή των δύο πρωθυπουργών που κυριάρχησε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μετά την εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη σε βρετανικό τηλεοπτικό πρωινάδικο, ίσως να αποκτούσε πραγματική υπόσταση αν οι Βρετανοί πολίτες είχαν υπόψιν τους τον συγκριτικά πολύ καλύτερο τρόπο με τον οποίο λειτουργούν στην Ελλάδα οι πλατφόρμες για την πανδημία που οργάνωσε από το μηδέν η ομάδα που πλαισιώνει τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκο Πιερρακάκη.

Με τα μύρια όσα οργανωτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η άλλοτε κραταιά Μεγάλη Βρετανία στη μεταBrexit εποχή, δεν αποκλείεται αν τους… δανείζαμε τον Πιερρακάκη να μας… επέστρεψαν ακόμη και τα Μάρμαρα του Παρθενώνα που έκλεψε ο διαβόητος Λόρδος Έλγιν και τώρα μας λένε ότι είναι ιδιοκτησία του Βρετανικού Μουσείου…

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Αναπολώντας την Ελλάδα των Ολυμπιακών


Στην αντίστροφη μέτρηση για την έναρξη της Ολυμπιάδας του Λονδίνου, η μνήμη γυρνά πίσω στους «δικούς μας» Αγώνες, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, στην Ελλάδα του 2004, που ήταν στο επίκεντρο όλου του πλανήτη ως θετικό πρότυπο μικρής χώρας που μπορεί να φέρει σε πέρας μεγάλα εγχειρήματα.
Είμαι από εκείνους που “έζησαν” έντονα την ανάταση στην οποία βρέθηκε η χώρα μας εκείνη την περίοδο, με τους χιλιάδες εθελοντές και όχι μόνο που έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Προμηθεύτηκα έγκαιρα εισιτήρια για να παρακολουθήσω τους Αγώνες και συμμετείχα –συν γυναικί και τέκνοις- στις δύο λαμπαδηδρομίες που έγιναν με την ολυμπιακή φλόγα, τη μια εξ αυτών στη διαδρομή από την Πλαταριά προς τα Σύβοτα.  
Μεταφέροντας, μάλιστα, την εμπειρία μου –που την επανέλαβα και στους Παραολυμπιακούς- έγραφα τότε («Το Βήμα» 10.08.2004) τα εξής: «Κι όταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού έρχεσαι αντιμέτωπος με τις γνωστές γκρίνιες για το κόστος των Αγώνων και τη συμβολή του στην ερήμωση της περιφέρειας, διανθισμένες με τοπικά παράπονα, όπως γιατί δεν πέρασε η φλόγα από την ακριτική Σαγιάδα ή το ιστορικό Σούλι, νοιώθεις έντονη την ανάγκη να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης».
«Και το κάνεις εύκολα περιγράφοντας ως αυτόπτης την ευλάβεια και το δέος με το οποίο ντόπιοι αλλά και ξένοι παραθεριστές στην παραλία των Συβότων, κρατούσαν στα χέρια τους τη δάδα που ευγενικά σού είχαν ζητήσει να τους επιτρέψεις να φωτογραφηθούν μαζί της», κατέληγα σε εκείνο το κείμενο.
Δεν ξέρω πόσο ακριβώς συνέβαλε η διεξαγωγή των –αναμφισβήτητα- υπερβολικά «πολυτελών» Αγώνων, που οργανώσαμε, στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό και στη συνακόλουθη υπερχρέωση του ελληνικού δημοσίου που κατέληξαν στη δεινή οικονομική κρίση που “εγκαταστάθηκε” στη χώρα τέσσερα χρόνια και είναι ακόμη εδώ.
Βλέπετε, από ό,τι γνωρίζω, αναλυτικός οικονομικός απολογισμός για το συνολικό κόστος των Αγώνων δεν έγινε ποτέ, κάτι που δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη όταν αφορά μια χώρα που ακόμη σήμερα δεν είναι απολύτως βέβαιη για τους ποιους, πόσο και γιατί πληρώνει το ελληνικό δημόσιο.
Έχω, ωστόσο, υπόψη μου κάποιους παλαιότερους υπολογισμούς που ήθελαν το κόστος να κυμαίνεται περί τα 10 δισ. δραχμές, ποσό που δεν είναι ευκαταφρόνητο, αλλά θα μπορούσε να θεωρηθεί εύλογο αν είχαν αξιοποιηθεί όλα τα έργα που έγιναν εξ αφορμής των Αγώνων και ορισμένα από τα οποία παραμένουν ως σήμερα ανεκμετάλλευτα.  
Για να έχουμε μια αίσθηση της τάξης των μεγεθών, επικαλούμαι επίσημα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία την 6ετία 2004-2009, οι κρατικές δαπάνες (χωρίς τους τόκους) αυξήθηκαν 50%, όταν η μέση αύξηση στις συνολικά 27 χώρες της Ε.Ε. ήταν 22%. Ειδικά οι καταναλωτικές δαπάνες του Δημοσίου (σχεδόν το 70% των συνολικών) αυξήθηκαν 41%, όταν στους 27 αυξήθηκαν 20%.
Αντίστοιχα, την ίδια περίοδο, τα κρατικά έσοδα αυξήθηκαν κατά 25%, ενώ στους 27 μόνο κατά 11%. Κάπως έτσι, στο δημόσιο χρέος προστέθηκαν 116 δισ. ευρώ, με αποτέλεσμα να εκτιναχτεί από τα 183 δισ., που ήταν στο τέλος του 2003, στα 300 δισ. ευρώ, στο τέλος του 2009, αυξημένο, δηλαδή, κατά 63%, ενώ στους 27 μόνο 33%.
Άρα, όπως και να το κάνουμε, ακόμη και αν δεν είχαμε οργανώσει τους Ολυμπιακούς, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά για μας και με αυτές τις επιδόσεις κατά τη μεταολυμπιακή περίοδο δεν βρίσκω πως θα μπορούσαμε να αποφύγουμε τη βαθιά ύφεση, όταν εκείνο που έλειψε τα επόμενα χρόνια ήταν το οικονομικό σχέδιο για την παραγωγική αναδιάρθρωση.
Οκτώ χρόνια μετά, έχω την εντύπωση ότι από εκείνο το μοναδικό επίτευγμα των Ολυμπιακών του 2004, μας έμεινε μόνον η αίσθηση του Έλληνα «καταφερτζή». Και, δυστυχώς, τίποτε άλλο. Αλλά και αυτό, πιστεύω ότι δεν είναι λίγο. Αν, ακόμη και τώρα, πιστέψουμε στις δυνάμεις μας, νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Και, όπως τότε πήραμε “χρυσό μετάλλιο” στην οργάνωση των Αγώνων, τώρα μπορούμε να διεκδικήσουμε μετάλλιο στην προσπάθεια για ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας μας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.