Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μίκης Θεοδωράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μίκης Θεοδωράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Και που να μην εξημέρωνε τα ήθη η μουσική….

 

            Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι ήταν, όπως έγραψε χαρακτηριστικά ο ιστορικός Πολύβιος, πεπεισμένοι ότι η μουσική εξημερώνει τα ήθη. Τα οποία ήθη θεωρούσαν ότι επηρεάζονται από το φυσικό περιβάλλον και ειδικότερα από την τραχύτητα του τόπου και τα κλιματολογικά φαινόμενα.

            Είκοσι δύο αιώνες αφότου ο Πολύβιος έκανε, αναφερόμενος μάλιστα στους συμπατριώτες του Αρκάδες, αυτή την τόσο σημαντική παρατήρηση, η οποία στην πορεία του χρόνου έγινε παγκοσμίως αποδεκτή, είναι απορίας άξιον ότι ζουν ανάμεσα μας άνθρωποι οι οποίοι πήγαν την περασμένη Τετάρτη στη Μητρόπολη της Αθήνας για να πουν, υποτίθεται, το στερνό αντίο στον τρισμέγιστο Μίκη Θεοδωράκη και, με αυτή την ευκαιρία, να αποδοκιμάσουν τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. 

             Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κάποιος ότι οι άνθρωποι αυτοί ενστερνίστηκαν κάτι από τα όσα υψιπετή εξέπεμπε η αξεπέραστη μουσική ιδιοφυία του παγκοσμίως καταξιωμένου μουσουργού. Και το πιθανότερο είναι ότι δεν κατάφεραν να αντιληφθούν το παραμικρό από την ξεχωριστή στάση ζωής της τεράστιας αυτής προσωπικότητας που στη μακρά και πολυσχιδή διαδρομή της στη δημόσια σφαίρα δεν βολεύτηκε ούτε στιγμή στους εύκολους και απλοϊκούς διαχωρισμούς.

Δεν είναι μόνον που τη μουσική του Μίκη, λιγότερο ή περισσότερο, την σιγοτραγουδήσαμε όλοι μας, ανεξαρτήτως αν αισθανόμασταν αριστεροί, δεξιοί ή κεντρώοι. Είναι, πολύ περισσότερο, που ο ίδιος, ο οποίος συχνά αισθανόταν, σύμφωνα με δικό του παραλληλισμό, ως «τάνκερ στη λίμνη των Ιωαννίνων», μαχόταν αταλάντευτα για την ενότητα του ελληνικού Έθνους. Και η επιμονή του σε αυτόν τον στόχο απετέλεσε ίσως ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματά του.

Μόνον τυχαίο, άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι ο Μίκης που εξέφρασε επιθυμία «να πεθάνει σαν κομμουνιστής», θέλησε η κηδεία του να γίνει με όλο το τελετουργικό της ελληνορθόδοξης παράδοσης μας. Εξάλλου, αυτός ο αμετανόητα Αριστερός, που αν και υπέστη τα πάνδεινα, έμεινε πιστός στην κοσμοθεωρία του, δεν δίστασε, όταν πίστεψε ότι οι καιροί το επέβαλαν, να εκστομίσει το σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς», να ορκιστεί υπουργός σε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ή να καταγγείλει ως χειρότερη μορφή φασισμού την αριστερόστροφη.

Τι αλήθεια μπορεί να κατάλαβαν από το έργο και τη ζωή του Μίκη όλοι αυτοί που πήγαν στη Μητρόπολη για να γιουχαΐσουν τον πολιτικό τους αντίπαλο; Και ποιο, άραγε, μήνυμα θέλησαν να περάσουν τόσο οι ίδιοι όσο και εκείνοι που έσπευσαν να τους επικροτήσουν; Με αφορμή, μάλιστα, το ότι –κακώς- δεν δόθηκε μεγάλη ειδησεογραφική έμφαση στο γεγονός, ορισμένοι, γνωστοί και μη εξαιρετέοι ελεεινολόγοι και ελεεινολογούντες, έσπευσαν –αν είναι δυνατόν!- να κηρύξουν το επερχόμενο τέλος της ελληνικής δημοσιογραφίας...

Δίχως αμφιβολία είναι μεγάλο το δίλημμα για το αν πρέπει να προβάλλονται ή όχι τέτοιες αθλιότητες. Και ίσως ακόμη μεγαλύτερο είναι το δίλημμα σχετικά με τον τρόπο προβολής τέτοιων περιστατικών. Η πλήρης αποσιώπηση είναι σίγουρα η χείριστη των πιθανών επιλογών. Από την άλλη, όμως, αναρωτιέται κανείς πόσο σωστή είναι η επιλογή να γίνονται κυρίαρχο θέμα τέτοια ακραία και, ίσως, περιθωριακά φαινόμενα. Και αυτό χωρίς την ίδια ώρα να στηλιτεύεται η παραβίαση κάθε έννοιας για στοιχειώδη κοινωνική συμβίωση και κάθε κανόνα που επιβάλλει πολιτισμένη πολιτική αντιπαράθεση.

Ο τόπος μας, κακά τα ψέματα, έχει μακρά παράδοση διχασμών και έχει υποφέρει αρκετά από τέτοια περιστατικά τόσο στο απώτερο όσο και στο πρόσφατο παρελθόν. Η γραφικότητα, για παράδειγμα, του νεαρού, ο οποίος κατά την πρώιμη μνημονιακή περίοδο μούντζωνε προς τους επισήμους στη διάρκεια μαθητικής παρέλασης, οδήγησε πολύ σύντομα στη διάλυση της στρατιωτικής παρέλασης της Θεσσαλονίκης. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο βρεθήκαμε χωρίς να το καταλάβουμε από τις πλατείες των λεγόμενων «Αγανακτισμένων» στα «Τάγματα Εφόδου» της Χρυσής Αυγής και στο κυνήγι ακόμη σε ταβέρνες των πολιτικών που ήταν σε θέσεις εξουσίας.

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι δεν υπήρξε ομόθυμη καταδίκη των όσων από κάθε άποψη απαράδεκτων συνέβησαν στη κηδεία του Μίκη, που θεωρώ ότι όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι συμφωνούν πως ήταν ο πλέον ακατάλληλος τρόπος για να εκφραστούν πολιτικές προτιμήσεις ή για επιχειρήσει κανείς να προσποριστεί πολιτικά οφέλη, φαίνεται ότι τα παθήματα του παρελθόντος μάλλον δεν έχουν γίνει μαθήματα. Γενικότερα, άλλωστε, μιλώντας, όπως δείχνει και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία τα θέματα της πανδημίας είναι σαφές ότι για ένα αξιοσημείωτο ποσοστό συμπολιτών μας, ο ανορθολογισμός, δυστυχώς, εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη επιλογή.

Με άλλα λόγια, όσο υπάρχουν άνθρωποι που πάνε στην κηδεία του Μίκη Θεοδωράκη για να γιουχάρουν στον Κυριάκο Μητσοτάκη, μοιάζει συμβατό να βρίσκει κάποιος τόσους πολλούς γύρω μας που είναι διατεθειμένοι να δωροδοκήσουν γιατρούς για να τους δώσουν ψεύτικο πιστοποιητικό εμβολιασμού ή νόσησης από κορωνοϊό. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ακούν τη μουσική του Μίκη και δεν… εξημερώνονται, τα πράγματα θα συνεχίσουν να παραμένουν πολύ δύσκολα.         

Ή, για να το πούμε με τον εμβληματικό στίχο του Οδυσσέα Ελύτη, που τόσο περίτεχνα μελοποίησε ο αιώνιος Μίκης, κάνοντάς τον κτήμα όλων μας, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή...».

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Οιωνοί μιας επερχόμενης πτώσης



Τί ενώνει τον Μίκη Θεοδωράκη με τον Δημήτρη Κοντομηνά; Ποιό κοινό στοιχείο μπορεί να είχαν ο Μανώλης Γλέζος με τον Σταύρο Ψυχάρη; Και τί είναι εκείνο που συνέδεσε κάποια στιγμή τον Παναγιώτη Λαφαζάνη με τον Τάκη Μπαλτάκο; Ή τον Αριστείδη Μπαλτά με τον Γιάννη Λούλη, τον Αλέκο Αλαβάνο με τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο και τη Γιάννα Αγγελοπούλου με τον Στέφανο Τζουμάκα;
Πρόκειται για ένα μικρό δείγμα πολύπειρων, κατά τεκμήριο, προσώπων από τον χώρο της πολιτικής και των επιχειρήσεων που τα προηγούμενα χρόνια γοητεύθηκαν από τις μεγαλοστομίες του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. Με τον ένα ή τον άλλο, ο καθένας εξ αυτών συνέβαλε στην αναρρίχηση και στη διατήρησή του νεαρού πολιτικού στην πρωθυπουργία, την οποία κατέλαβε σχεδόν δια περιπάτου. Και, στην πραγματικότητα, το πέτυχε χωρίς να διαθέτει κανένα ιδιαίτερο ταλέντο, αλλά, όπως περίτρανα πλέον αποδεικνύεται, με μοναδικό προσόν το θράσος το οποίο τροφοδοτούσε τον αμοραλισμό που του επέτρεπε να επιδίδεται σε κάθε είδους απίθανους ισχυρισμούς και υπερφίαλες διακηρύξεις, του τύπου «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».
Είναι οι ίδιοι που ένας προς έναν, άλλος νωρίτερα και άλλος αργότερα, άρχισαν να αντιλαμβάνονται το μέγεθος της ασύγγνωστης πλάνης με την οποία αντιμετώπισαν τον κ. Τσίπρα. Θα αρκούσε να επισημάνει κανείς τα όσα με ύστερη γνώση πρεσβεύουν για εκείνον οι δύο προκάτοχοί του στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ: ο Αλέκος Αλαβάνος, ο οποίος τον έχρισε διάδοχό του, και ο Νίκος Κωνσταντόπουλος ο οποίος τον στήριξε σθεναρά στα πρώτα αρχηγικά βήματα. Παρότι βγαλμένοι και οι δύο από το καμίνι της προδικτατορικής και μεταδικτατορικής πολιτικής διαπάλης, βρέθηκαν χωρίς να το καταλάβουν στο περιθώριο από ένα μειράκιο της πολιτικής που απέδειξε πως για να κερδίσει όσα διεκδικούσε ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα.
Δεν ήταν, πάντως, μόνον από την αριστερή όχθη όσοι –με πιο πρόσφατο, αλλά πιθανότατα όχι τελευταίο, τον Αριστείδη Μπαλτά, ο οποίος απομακρύνθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού, χωρίς, όπως δήλωσε, να καταλάβει γιατί- βίωσαν την ψυχρολουσία ότι «χρησιμοποιήθηκαν» για τη δόξα του εκκολαπτόμενου ηγέτη και κατόπιν τους επιφυλάχθηκε η τύχη της στημένης λεμονόκουπας. Αφήνοντας κατά μέρος τους επιχειρηματίες, οι οποίοι πιθανότατα είχαν ως μοναδικό κίνητρο την υπεράσπιση των επιχειρηματικών τους συμφερόντων, δεν μπορεί να μην εκπλήσσεται κανείς με όσους από τον χώρο της συντηρητικής παράταξης έπεσαν τόσο εύκολα θύματα της τσιπρικής γοητείας: «ο Τσίπρας ιδρώνει τη φανέλα» ισχυριζόταν στις αρχές του 2015 ο κ. Μπαλτάκος, πάλαι ποτέ στενός συνεργάτης του Αντώνη Σαμαρά. Ενώ την ίδια ώρα διάφοροι σμπίροι απέδιδαν στον έτερο «γαλάζιο» πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή φράσεις του τύπου «τον πάω τον “μικρό”» ή «ο ”μικρός” έχει δίκιο» στην εποχή της βαρουφάκειας δήθεν διαπραγμάτευσης με τους Ευρωπαίους εταίρους.
Σε πείσμα, ωστόσο, των βαθυστόχαστων αναλύσεων του κ. Λούλη, ο οποίος υποστήριζε το καλοκαίρι του 2015 ότι «η σύνεση είναι η πιο καθοριστική πυξίδα στον δρόμο που μοιάζει να διαλέγει ο Aλέξης Tσίπρας» και προεξοφλούσε την κυριαρχία του στον λεγόμενο «μεσαίο χώρο», χαρακτηρίζοντάς την «ευπρόσδεκτο δώρο», όποιος διάβασε την τελευταία δήλωση του Μίκη Θεοδωράκη για τον…. «μάγκα Τσίπρα», ο οποίος, ενώ «το παίζει επαναστάτης» στην Αβάνα, επιστρέφοντας στην Αθήνα «ξαναγίνεται «το παιδί που κάνει τα θελήματα της Μέρκελ», εύκολα αντιλαμβάνεται πόσο η πραγματικότητα διέψευσε τις προσδοκίες όλων όσοι είχαν επενδύσει στον πολιτικό που αυτοεπαιρόταν δημοσίως επειδή «κατάφερε στα σαράντα του να γίνει πρωθυπουργός».
Ανεξαρτήτως αν συμφωνεί ή όχι κανείς με την εμβρίθεια της πολιτικής ανάλυσης του διάσημου μουσικοσυνθέτη, τα όσα έγραψε ο Μίκης σχολιάζοντας το πρωθυπουργικό ταξίδι στην Κούβα, αποτελούν έναν σαφή οιωνό για το ξεκίνημα της αντίστροφης μέτρησης προς την πτώση της εξουσίας του κ. Τσίπρα. Μιας εξουσίας που οικοδομήθηκε στα σαθρά θεμέλια θεολογικού τύπου πεποιθήσεων όπως εκείνη που ήθελε τους δανειστές να μας διαγράφουν το μεγαλύτερο μέρος τους χρέους, χάρις στη γοητεία που θα ασκούσε πάνω τους ο έλληνας πρωθυπουργός, κατά το προηγούμενο της εγχώριας επιχειρηματικής ελίτ που του είχε παραδοθεί αμαχητί.
Άλλωστε, μόνον όποιος εθελοτυφλεί δεν βλέπει πλέον τη μεγάλη μεταστροφή της κοινής γνώμης, όπως καταγράφεται και στις έρευνες που δημοσιεύουν και φιλικά προς την κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης. Πέρασε, για παράδειγμα, σχετικά απαρατήρητη μια μέτρηση – καταπέλτης που είδε τις προηγούμενες ημέρες το φως από τις στήλες της «Εφημερίδας των Συντακτών». Η εταιρία Prorata που τη διεξήγαγε βρήκε ότι μόλις το 8% του εκλογικού σώματος δηλώνει, με βεβαιότητα ανώτερη του 80%, πρόθεση να ξαναψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν το αντίστοιχο ποσοστό για τη ΝΔ είναι 21%, καθώς επίσης και ότι είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που χαρακτηρίζουν «έντιμο» και «αποτελεσματικό» τον Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με όσους πιστεύουν το ίδιο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Ακόμη πιο σημαντικά, όμως, είναι τα ευρήματα της ίδιας έρευνας που καταδεικνύουν ότι πλέον όλα όσα υπερασπίζεται ο κ. Τσίπρας είναι μειοψηφικές απόψεις για την ελληνική κοινωνία, η οποία διαφωνεί, πλειοψηφικά, με τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, τάσσεται υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων, συμφωνεί να απολύονται οι δημόσιοι υπάλληλοι που αξιολογούνται αρνητικά και επιθυμεί  χαμηλότερη φορολογία για τις επιχειρήσεις.
Ο πιο αξιόπιστος οιωνός, όμως, για τα μελλούμενα μοιάζει να είναι η απάντηση στο ερώτημα – άλλοθι των κυβερνώντων: «και γιατί οι άλλοι καλύτεροι ήταν;». Όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας απαντούν θετικά και αυτό δεν μπορεί να το αρνηθούν ούτε οι πιο ακραίοι αρνητές της δημοσκοπικής αξιοπιστίας.