Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

Αφού τα αγέννητα μωρά δεν είναι ψηφοφόροι τους!



Πριν από λίγες ημέρες ήταν η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία που σήμανε τον κώδωνα του κινδύνουφέρνοντας στο προσκήνιο αποκαλυπτικά στοιχεία για τη γήρανση του ελληνικού πληθυσμού. Οι γεννήσεις παιδιών το 2017 υποχώρησαν κατά 4,7% σε σχέση με το 2016,  ενώ οι θάνατοι αυξήθηκαν κατά 4,8%. Με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να μειωθεί κατά περισσότερο από 30.000 άτομα, που σημαίνει ότι με αυτούς τους ρυθμούς θα αφανίζεται κάθε χρόνο μια πόλη σαν την Άρτα ή τη Φλώρινα.
Ακολούθησε η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που πιστοποίησε κάτι που όλοι υποψιαζόμαστε: ότι, δηλαδή, η ατελεύτητη οικονομική κρίση που βιώνουμε εδώ και μια δεκαετία δεν συρρικνώνει μόνον την ελληνική οικονομία, αλλά και την ελληνική οικογένεια. Ο δείκτης γονιμότητας από το 1,5 που ήταν το 2008 υποχώρησε στο 1,3 το 2016 και όλα δείχνουν ότι στην καθοδική αυτή πορεία δεν μπαίνει κανένα φρένο.
Θα περίμενε κανείς ότι η δημοσιοποίηση αυτών των τόσο ανησυχητικών για το μέλλον του ελληνικού έθνους στοιχείων να είχε σημάνει συναγερμό στις πολιτικές δυνάμεις του τόπου.Και πρωτίστως στην κυβέρνηση που είναι εκείνη που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον μπορεί να δώσει τον τόνο του επείγοντος χαρακτήρα που έχει η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για να περιοριστεί η προϊούσα συρρίκνωση.
Ειδικότερα στην ελληνική περιφέρεια, η κατάσταση είναι παραπάνω από δραματική. Χωριά ολόκληρα και κωμοπόλεις, ιδίως στις μη τουριστικές περιοχές, ερημώνουν μέρα με την ημέρα, καθώς οι γεννήσεις σπανίζουν και οι θάνατοι αυξάνονται ραγδαία ως αποτέλεσμα και της ανασφάλειας που δημιουργεί η εγκατάλειψη των τόπων αυτών από τους νέους άνδρες και τις νέες γυναίκες που αναζητούν τον δικό τους ζωτικό χώρο είτε στις μεγάλες πόλεις είτε στο εξωτερικό.    
Δεν χρειάζεται να διαθέτει κάποιος αυξημένες εθνικές ευαισθησίες ή και ανησυχίες για το μέλλον του Ελληνισμού ώστενα αναγνωρίσει ότιηπληθυσμιακή γήρανση αποτελεί στις μέρες μας το υπ΄ αριθμόν ένα ζήτημα που θα έπρεπε να μας συνεγείρει όλους. Αρκεί ίσως για να κινητοποιηθούμε το κοινωνικό ενδιαφέρον για το «τι τέξεται η επιούσα» για τους νυν και επόμενους απόμαχους της εργασίας στη χώρα μας.
Αν, με άλλα λόγια, δεν ανανεώνεται ο πληθυσμός της Ελλάδος, ποιος θα εργαστεί για να μπορέσουν να ζήσουν οι τωρινοί και οι μελλοντικοί συνταξιούχοι; Ποιος θα πληρώνει φόρους και εισφορές για να εξακολουθήσουν να καταβάλλονται συντάξεις και να υπάρχουν κοινωνικές υπηρεσίες για την αρωγή ολόκληρου του πληθυσμού;
Ορισμένοι ίσως απαντήσουν στα προφανή αυτά ερωτήματα υποδεικνύοντας ως λύση το Μεταναστευτικό ζήτημα και την ενσωμάτωση όλων εκείνων οι οποίοι «πολιορκούν» τη χώρα μας θέλοντας να την καταστήσουνείτε μόνιμο τόπο εγκατάστασης ή προσωρινό σταθμό για τηνμετακίνησή τους προς την κεντρική Ευρώπη.
Αν και δεν υπάρχουν ακόμη επίσημες μελέτες, η εμπειρία που έχουμε αποκομίσει από τις δύο προηγούμενες δεκαετίες κατά τις οποίες η χώρα μας, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες άτομα, δεν είναι και πολύ θετική.
Η συμβολή των μεταναστών στην αύξηση του Εγχώριου Προϊόντος υπήρξε μάλλον μικρή. Και ακόμη μικρότερη ήταν η συνεισφορά τους στην πληρωμή φόρων και εισφορών, λόγω της φύσης των εργασιών που αναλάμβαναν και οι οποίες ήταν κατά βάση σε τομείς της οικονομικής δραστηριότητας που κυριαρχούσε η φοροδιαφυγή. Για να μην μιλήσουμε για τις εκροές από τα εμβάσματα αρκετών εξ αυτών προς τις πατρίδες τους. Όπως άλλωστε, κακά τα ψέματα, έκαναν δεκαετίες ολόκληρες νωρίτερα οι συμπατριώτες μας απόδημοι που συνεισέφεραν σημαντικά στην ελληνική οικονομία. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος γιατί οι σημερινοί κυβερνώντες έχουν ρίξει σχεδόν αποκλειστικά όλο το βάρος των προσπαθειών τους στο πως θα αποφύγουν τον -κατά τα φαινόμενα απολύτως επικοινωνιακό- σκόπελο της μη (περαιτέρω) μείωσης των συντάξεων. Ενώ την ίδια ώρα δεν… δίνουν δεκάρα τσακιστή για να πάνε όλα τα παιδιά σε παιδικούς σταθμούς. Και, πολύ περισσότερο, δεν στίβουν το μυαλό τους για να βρουν κίνητρα που θα βοηθήσουν τα νέα ζευγάρια να ανοίξουν το δικό τους νοικοκυριό και να κάνουν παιδιά τα οποία όταν μπουν στην παραγωγική δραστηριότητα θα συντηρήσουν τους σημερινούς μεσήλικες.
Παρακολουθώντας βεβαίως τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής, μάλλον δεν πρέπει να εκπλησσόμεθα με αυτή την, εκ πρώτης, αντιφατική συμπεριφορά του μονομερούς ενδιαφέροντος για τους τωρινούς συνταξιούχους. Βλέπετε οι τελευταίοι έχουν δικαίωμα ψήφου και είναι εν δυνάμει ψηφοφόροι τους, όπως και οι 17ρηδες που μπορεί να πιστέψουν ότι ο υπουργός Παιδείας θα τους αφήσει να κοιμούνται περισσότερο και θα τους επιτρέψει να εισαχθούν στα (υποβαθμισμένα, τι σημασία έχει;) Πανεπιστήμια χωρίς εξετάσεις.
Ενώ τα αγέννητα μωρά, δεν είναι… ψηφοφόροι τους. Οπότε ποιος και γιατί να ενδιαφερθεί γι΄ αυτά;

Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

Οι βαρύτατες συνέπειες της 5ης Ιουλίου



            Τρία χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη μεγαλύτερη πολιτική φαρσοκωμωδία που έχουμε ζήσει σε αυτή τη χώρα και που δεν είναι άλλη από το διαβόητο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015. Μια φαρσοκωμωδία που δεν ξέρει κανείς ποιοι πρέπει να κλαίνε και ποιοι να γελάνε σε μια τέτοια επέτειο. Και που το πιθανότερο είναι ότι από τον ιστορικό του μέλλοντος θα καθιερωθεί ως ισοδύναμο της «Πρωταπριλιάς» και ως συνώνυμο της απόλυτης πολιτικής εξαπάτησης ενός λαού από την εκλεγμένη ηγεσία του.
Με την απόσταση της τριετίας, που παρήλθε από το ιστορικό αυτό ορόσημο της κορύφωσης των, εν πολλοίς, συνειδητών ψευδαισθήσεων και αυταπατών, θα είχε τεράστιο ενδιαφέρον να μπορούσε κανείς να καταγράψει τα συναισθήματα του μεγάλου πλήθους που είχε βγει στους δρόμους τόσο την παραμονή της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για να αποθεώσει όσους τον καλούσαν να ψηφίσει «Όχι» όσο και το βράδυ της έκδοσης του συντριπτικού αποτελέσματος όταν πλήθος λαού κατέκλυσε τις ανά την ελληνική επικράτεια πλατείες για να πανηγυρίσει την εντυπωσιακή πλειοψηφία με την οποία είχε γίνει δεκτή η απαίτηση των κυβερνώντων.
Πόσοι, άραγε, εξακολουθούν να θεωρούν ότι η στάση στην οποία τους κατηύθυναν οι ιθύνοντες της τότε εξουσίας ήταν πράξη αντίστασης κατά των δανειστών και έκφρασης εθνικής υπερηφάνειας; Και πόσοι, αντιστοίχως, είναι όσοι έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως το εύρος της ιστορικά πρωτοφανούς απάτης την οποία υπέστησαν από μια άφρονα ηγεσία; Μια άφρονα ηγεσία η οποία, όπως έδειξε η συνέχεια, δεν ήξερε ούτε τι ήθελε ούτε τι ζητούσε από τους εταίρους ούτε τι καλούσε τους Έλληνες να κάνουν.
Διότι, κακά τα ψέματα, στην πραγματικότητα ο ελληνικός λαός κλήθηκε να απορρίψει μια πρόταση των εταίρων και δανειστών της χώρας αλλά λίγες μέρες μετά οι εισηγητές της απόρριψης –σε απόλυτη αντίθεση με ότι είχαν ψηφίσει οι πολίτες- αποδέχονταν μια πολύ χειρότερη συμφωνία, οι επιπτώσεις της οποίας ήταν βαρύτατες για την ελληνική οικονομία αλλά και για την καθημερινότητα ενός εκάστου των Ελλήνων.
Οι επιπτώσεις, άλλωστε, εκείνης της παρανοϊκής πρωτοβουλίας έχουν αφήσει βαθιά σημάδια στο σώμα της ελληνικής οικονομίας. Είναι ο πλήρης αφελληνισμός του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Είναι η μεταβίβαση του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρους της δημόσιας περιουσίας στους πιστωτές. Είναι τα καταστροφικά capitalcontrols. Είναιη επιπλέον και με κάθε μέσο φοροαφαίμαξη των πάντων.Είναι οι νέες εισοδηματικές περικοπές σε εργαζόμενους και συνταξιούχους που θα συνεχιστούν και μετά το τέλος του τρίτου και σκληρότερου μνημονιακού προγράμματος.
Δεν είναι, όμως, εμφανείς μόνον στην οικονομία οι συνέπειες από το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και την συνακόλουθη απροκάλυπτη πλαστογράφηση της βούλησης των πολιτών. Είναι εξίσου, αν όχι και περισσότερο, βαθιά τα σημάδια που αφήνει στην πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου.
Είναι, πρωτίστως, τα σημάδια που δημιούργησε ο διχασμός της κοινωνίας με την αδιάκοπη προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες ότι όποιος δεν συμφωνεί με την κυβέρνηση είναι εχθρός του λαού και πρέπει να δαιμονοποιηθεί με τη χρήση κάθε θεμιτού και αθέμιτου μέσου, αρκεί να εξυπηρετούνται, κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μικροκομματικές σκοπιμότητες.
Και είναι, επιπροσθέτως, ο εθισμός στο ψέμα που επιχειρείται με τη διαρκή διαστρέβλωση της πραγματικότητας και την εμπέδωση της αντίληψης ότι «όλα επιτρέπονται» στο όνομα του υποτιθέμενου «ηθικού πλεονεκτήματος» που οι ίδιοι οι κυβερνώντες απένειμαν αυθαιρέτως στους εαυτούς τους. 
Τα όσα, άλλωστε, διαμείβονται αυτές τις μέρες στην πολιτική ζωή του τόπου είναι άκρως χαρακτηριστικά τόσο για τη διχαστική λογική που επιχειρείται να επιβληθεί όσο και για την αέναη συνέχιση της κοροϊδίας των Ελλήνων και την ατελεύτητη υποτίμηση της νοημοσύνης τους.
Δίνουν «γη και ύδωρ»σε όλα τα μέτωπα, από το Σκοπιανό και το χρέος έως το Μεταναστευτικό και τα εξοπλιστικά, εκλιπαρώντας του εταίρους και δανειστές να τους επιτρέψουν να «πουλήσουν καθρεφτάκια και χάντρες στους ιθαγενείς» με υποσχέσεις περί δήθεν «καθαρής εξόδου από τα Μνημόνια» και μετάθεσης της περικοπής των συντάξεων για μετά τις εκλογές ώστε να επιπέσουν επί των κεφαλών της επόμενης κυβέρνησης.
Μέσα σε αυτό το κλίμα το μόνο που μπορεί να αποδειχθεί παρήγορο είναι η πεποίθηση από την οποία φαίνεται να διακατέχονται αρκετοί από τους κυβερνώντες οι οποίοι δείχνουν να πιστεύουν ότι, αφού η απάτη της 5ης Ιουλίου 2015 δεν τους στοίχισε εκλογικά στις κάλπες που στήθηκαν λίγους μήνες αργότερα, μπορούν να συνεχίσουν στο διηνεκές την κοροϊδία των πολιτών.
Αν όντως αυτή είναι η επικρατούσα αντίληψη στο συνονθύλευμα που παριστάνει το κυβερνητικό σχήμα, τότε μπορεί να ελπίζεται ότι ίσως αποδειχθεί καθοριστικός ο πειρασμός να δοκιμάσουν και πάλι την ετυμηγορία της κάλπης σε αυτή τη φάση που δεν τους βγαίνει τίποτε.
Αν το κάνουν πράγματι, είτε από άγνοια κινδύνου είτε από υπερβολική, λόγω αλαζονείας, εμπιστοσύνη στους εαυτούς τους, τότε υπάρχει η ελπίδα μέσα στις τόσες αρνητικές επιπτώσεις της 5ης Ιουλίου να προκύψει και μια θετική συνέπεια.
Και για όσους τυχόν έχουν αμφιβολίες για το αποτέλεσμα της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης οι επιστήμονες που μελετούν απροκατάληπτα και σε βάθος τις όχι και τόσο εμφανείς μεταβολές στην ελληνική κοινωνία επισημαίνουν ότι οι έξωθεν επιβολές που κορυφώθηκαν με το Μεταναστευτικό και το Μακεδονικό έχουν δοκιμάσει τα υπαρξιακά όρια των Ελλήνων σε βαθμό πολύ πιο σημαντικό από τη μνημονιακή φτωχοποίηση που υπέστησαν την τελευταία οκταετία.

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2016

Να πέσει… χαρτούρα στον Αχμέτ με το μπουζούκι



Ένα από τα πλέον εμβληματικά χαρακτηριστικά για τα οποία διακρίνονται οι νυν κυβερνώντες και πιθανότατα θα τους το πιστώσει ο ιστορικός του μέλλοντος είναι η λεξιπλαστική ικανότητα που επιδεικνύουν όταν χρειάζεται να διαστρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα και να την αντικαταστήσουν με έναν φαντασιακό κόσμο τον οποίο βλέπουν μόνον οι ίδιοι.
Είναι, μάλιστα, τόσο απόλυτοι στον τρόπο με τον οποίο  διατυπώνουν τους πρωτότυπους –όχι μόνο λεξιλογικά- ισχυρισμούς τους, ακόμη και όταν είναι σε πλήρη αντίθεση με όσα αμέσως πριν είχαν υποστηρίξει οι ίδιοι, που μένει άναυδος όποιος θέλει να προσεγγίσει τα πράγματα με την κοινά παραδεκτή λογική.
Ξεκινώντας από την ανυπέρβλητη λεξιπλασία, δεν μπορώ να μη δηλώσω έκθαμβος από τα νέα επίπεδα, εφάμιλλα αν όχι υπέρτερα  από εκείνα του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, που κατακτά ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ξυδάκης, ο οποίος, προκειμένου να περιγράψει τα όσα διημείφθησαν τη Δευτέρα στις Βρυξέλλες, κατασκεύασε μια ολοκαίνουργια δικιά του λέξη για την περίσταση: τη λέξη «συμπλησίαση».
«Μετά από δυόμισι μήνες συζητήσεων είχαμε συμπλησίαση πάνω σε πρακτικά θέματα και αυτό είναι το πρώτο θετικό», δήλωσε το πρωί της Τρίτης, λίγες ώρες μετά το τέλος της ευρωτουρκικής συνάντησης για το Προσφυγικό που, εν μέσω οξύτατων αντιπαραθέσεων, μετέθεσε τις αποφάσεις για την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής της 17ης Μαρτίου.
«Δεν καταλήξαμε, διότι οι προτάσεις της Τουρκίας ήταν ιδιαίτερα ριζοσπαστικές για την πλειονότητα των κρατών, δεν υπήρχε διπλωματική προετοιμασία και υπήρχαν αντιδράσεις», απεφάνθη ο κ. Ξυδάκης, επιχειρώντας να συνταυτισθεί με  τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος λίγες ώρες νωρίτερα είχε υποστηρίξει ότι «η Τουρκία είναι αλήθεια ότι ήρθε με δελεαστικές προτάσεις στη Σύνοδο, αιφνιδιάζοντας πολλούς».
Ποιοι «δελεάστηκαν» και ποιοι «αιφνιδιάστηκαν», δεν μπήκε στον κόπο να εξηγήσει ο κ. Τσίπρας. Ίσως επειδή δεν θα του ήταν καθόλου εύκολο να διαλέξει τη μια ή την άλλη πλευρά, όταν, μάλιστα, ήταν γνωστό ότι ο ίδιος είχε αποκλειστεί από συνάντηση που είχαν κάνει μια μέρα νωρίτερα ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου, η  Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο προεδρεύων της Ένωσης Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε.
Ουδόλως, ωστόσο, φάνηκε να πτοείται ο κ. Τσίπρας από την απομόνωση που του επιφύλαξαν, αν κρίνει κανείς από το ότι στις δηλώσεις του υποστήριξε πως «το συμπέρασμα είναι ότι σε αυτή τη Σύνοδο, όχι μόνο δεν απομονώθηκε η Ελλάδα, αλλά αντιθέτως, απομονώθηκαν οι χώρες εκείνες που ήθελαν να απομονώσουν την Ελλάδα». Ποιοι είναι αυτοί που απομονώθηκαν, παραμένει άγνωστο και φαίνεται ότι ο κ. Τσίπρας το κρατάει κρυφό και σε εκείνους και σε μας.
Ο ηγέτης της χώρας της οποίας όλοι ανεξαιρέτως οι βόρειοι γείτονες (Αλβανία, ΠΓΔΜ και Βουλγαρία) προχώρησαν σε συνοριακούς αποκλεισμούς, έμεινε με την εντύπωση πως «στην πραγματικότητα, αυτό που συνέβη ήταν να δημιουργηθούν τείχη απέναντι σε αυτούς που χτίζουν τείχη». Τείχη βέβαια που είναι αόρατα και τα βλέπει μόνον ο κ. Τσίπρας, γιατί για όλους τους άλλους τα μόνα απολύτως ορατά είναι εκείνα που εγκλωβίζουν μέσα στην ελληνική επικράτεια χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες που γίνονται μέρα με τη μέρα όλο και περισσότεροι.
Με τούτα και με πολλά άλλα, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι ο ίδιος, θεωρώντας μάλλον μετριοπαθή τη «συμπλησίαση» του υπουργού του, αυτοανακηρύχθηκε σε νικητή της Συνόδου. «Θέλω να επισημάνω ότι σε σχέση με τις αρχικές μας επιδιώξεις, αυτές δηλαδή που από κοινού χαράξαμε ως στόχους στη σύνοδο των πολιτικών αρχηγών την προηγούμενη Παρασκευή (σ.σ.: ξέρετε, εκεί που συνάντησε την «τρόικα εσωτερικού»), έχουμε ουσιαστικά πετύχει τη συντριπτική πλειοψηφία αυτών των στόχων».
Δεν ξέρω, ειλικρινά, αν αξίζει τον κόπο να παραθέσει κανείς μία προς μία τις αποφάσεις του περίφημου κοινού ανακοινωθέντος των αρχηγών που συμμετείχαν στη σύσκεψη της 4ης Μαρτίου. Αρκεί πιστεύω η επισήμανση ότι το πρώτο από τα πέντε αιτήματα, που, κατά τους Έλληνες ηγέτες, «οφείλει η ΕΕ» να ικανοποιήσει, ήταν «να επιβάλει σ' όλα, ανεξαιρέτως, τα Κράτη-Μέλη της τον πλήρη σεβασμό των υποχρεώσεών τους, ως προς τον δίκαιο και αναλογικό επιμερισμό των Προσφύγων, καθιστώντας σαφές ότι μονομερείς ενέργειες δεν είναι επιτρεπτές και ότι όσοι τις επιλέγουν θα έχουν τις ανάλογες συνέπειες».
Είδε κανείς να γίνεται λόγος στις Βρυξέλλες για οποιαδήποτε συνέπεια σε όσους από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους αρνούνται να πάρουν πρόσφυγες στο έδαφός τους; Δεν νομίζω. Όσο για τα υπόλοιπα που, σύμφωνα με τον κ. Τσίπρα, «πετύχαμε τη σαφή αναφορά στην ουσιαστική ενίσχυση της μετεγκατάστασης (relocation) προσφύγων από την Ελλάδα προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», όπως και για τα περί επικαιροποίησης των συμφωνιών με την Τουρκία για «fast track επανεισδοχή, ώστε να μειωθούν ουσιαστικά οι ροές», στην πράξη θα φανεί αν θα γίνει κάτι από όλα αυτά. Ή θα μείνουμε στα μπουζούκια και στα τριαντάφυλλα της Σμύρνης που μια χαρά άλλοθι έδωσαν στο καθεστώς Ερντογάν που φιμώνει τα μη αρεστά μέσα ενημέρωσης.
Το μόνο θετικό, πάντως, είναι ότι ο κ. Τσίπρας δείχνει πλέον –και ας μην το παραδέχεται- να συνειδητοποιεί τις συνέπειες από την αλλοπρόσαλλη μεταναστευτική πολιτική που ακολούθησε η κυβέρνησή του, διακηρύσσοντας ότι όποιος έρχεται στην Ελλάδα πρέπει, ανεξαρτήτως αν είναι πρόσφυγας ή απλός οικονομικός μετανάστης, να εξασφαλίζει άσυλο και απρόσκοπτη πορεία προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Μόνον που το συνειδητοποίησε αργά και αφού νωρίτερα μας έκλεισαν τα σύνορα και –εκών άκων- έγινε ο ίδιος άθυρμα στις διαθέσεις της Άνγκελας Μέρκελ, η οποία για τους δικούς της λόγους ήθελε για κάποιο διάστημα ανοιχτά σύνορα, αλλά δεν τα θέλει πια. Με αποτέλεσμα πλέον η Ελλάδα από ελκυστικός προορισμός στο τράνζιτ προς την υπόλοιπη Ευρώπη, που ήταν τους τελευταίους 14 μήνες, να γίνεται έρμαιο στις ορέξεις του Αχμέτ Νταβούτογλου, ο οποίος θέλει να παίζει το μπουζούκι και να χορεύουν όχι μόνον ο κ. Τσίπρας αλλά και όλοι οι Ευρωπαίοι, που θα χρειαστεί να του πετάξουν πολλή… χαρτούρα για να αλλάξει σκοπό και να αποφασίσει να μαζέψει κάποιους από τους διακινητές που αυξάνουν το ΑΕΠ της γείτονος.

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Περίγελως του κάθε… Φίτσο(υλα)!



Ακούγοντας τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα στην αλά Μπεν Χουρ πολύωρη τηλεοπτική συνέντευξη που παραχώρησε στην αρχή της εβδομάδας να… ψέγει τον αυστριακό σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Βέρνερ Φάιμαν, μου ήρθε στο νου ένα περιστατικό από εκείνα που καταρρίπτουν μια ακόμη αυταπάτη από τις δεκάδες -ή μήπως εκατοντάδες και βάλε;- που έφεραν την Ελλάδα στη δυσμενή θέση στην οποία βρίσκεται και επιτρέπει στον κάθε Σλοβάκο πολιτικάντη, όπως ο πρωθυπουργός τους Ρόμπερτ Φίτσο, να μας λοιδορεί. 
Ήταν Δεκέμβριος του 2014 και απείχαμε μόνον λίγες ημέρες από την ευόδωση του μεγαλεπήβολου σχεδίου να χρησιμοποιηθεί κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο –ποιος θυμάται τις περιβόητες απόπειρες δωροδοκίας του Χαϊκάλη και της Ξουλίδου;- η προεδρική εκλογή για να ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά και να προκληθούν πρόωρες εκλογές που όλοι προεξοφλούσαν ότι θα τις κέρδιζε, όταν ο κ. Τσίπρας επισκέφθηκε το υπουργείο Εξωτερικών.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τον οποίο συνάντησε εκεί ο τότε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ήταν, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα και σε πείσμα των χλιαρών διαψεύσεων που ακολούθησαν, ιδιαίτερα φιλικός έναντι του επισκέπτη του, τον οποίο προειδοποίησε σχεδόν για όλα όσα ακολούθησαν. Κατά βάση τον προέτρεψε να μην βιάζεται να γίνει πρωθυπουργός αφού «έτσι κι αλλιώς, θα γίνεις κάποια στιγμή», όπως του είπε. Και όταν ο κ. Τσίπρας τού απάντησε, μάλλον αφελώς, ότι «θα τα καταφέρουμε έτσι που να μη χρειαστεί να γίνει τίποτε από όλα αυτά», ο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης έγινε λιγάκι πιο ωμός: «Αγόρι μου, δεν έχεις καταλάβει. Θα σε γ… με το που θα αναλάβεις», τον προειδοποίησε.
Ξέρετε ποιο ήταν το αντεπιχείρημα του κ. Τσίπρα, σύμφωνα με όσα είχαν διαρρεύσει από αυτή την τόσο «προφητική» συνάντηση; «Μα έχω φίλους στην Ευρώπη, που θα με βοηθήσουν». Και όταν ο συνομιλητής του τού ζήτησε να κατονομάσει ορισμένους, ο εν αναμονή πρωθυπουργός ανέφερε το όνομα του κ. Φάιμαν «που είναι σοσιαλιστής». Η αντίδραση του Βενιζέλου ότι «ναι, αλλά πρωτίστως είναι αυστριακός», δεν φαίνεται να τον έπεισε.
Τη συνέχεια την ξέρουμε για τον «φίλο Βέρνερ», όπως αποκάλεσε τον αυστριακό καγκελάριο στη συνέντευξη της Δευτέρας ο αφελέστατος κ. Τσίπρας, ο οποίος μας είπε με άλλα λόγια ότι μόλις τον συναντήσει θα του πει ότι δεν μας «εξηγήθηκε καλά». Λες και οι διεθνείς σχέσεις ήταν ποτέ θέμα αστικής ευγένειας και όχι ζήτημα εξυπηρέτησης, αποκλειστικά και μόνον, του εθνικού συμφέροντος που εκπροσωπεί ο εκάστοτε στοιχειωδώς σοβαρός ηγέτης ακόμη και όταν εκπροσωπεί την πλέον ανυπόληπτη χώρα.
Με τέτοιες ιδεοληπτικού τύπου αφελείς προσεγγίσεις, φθάσαμε, δυστυχώς, στο σημείο να έχουμε γίνει ο περίγελως του κάθε κ. Φίτσο(υλα), που προσβάλει την Ελλάδα ξέροντας ότι η απαράδεκτη στάση του δεν θα τύχει έμπρακτης αποδοκιμασίας όχι μόνον στο εσωτερικό της δικής του επικράτειας, αλλά και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στις οποίες έχει, ως φαίνεται, χαθεί κάθε συμπάθεια και κάθε σεβασμός για τη χώρα μας.
Πριν βιαστούμε, ωστόσο, να καταφύγουμε σε κανένα καινούργιο απονενοημένο διάβημα απόσυρσης και του πρεσβευτή μας στην Μπρατισλάβα, όπως βλακωδώς πράξαμε με την επικεφαλής της διπλωματικής αντιπροσωπείας μας στη Βιέννη, θα ήταν ίσως καλό να αναρωτηθούμε τι ήταν εκείνο που έκανε τον Σλοβάκο πρωθυπουργό να προειδοποιεί τον έλληνα ομόλογό του –και μαζί όλους εμάς- ότι «θα υπάρχει μόνο ένα hotspot και αυτό θα λέγεται Ελλάδα».    
Οι εύκολοι αφορισμοί, όπως, π.χ., αυτός στον οποίο κατέφυγε η ΝΔ, υποστηρίζοντας ότι «είναι απαράδεκτο χθεσινά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μπήκαν σε αυτήν παρακαλώντας την Ελλάδα για στήριξη, να προκαλούν με εχθρικές, άθλιες δηλώσεις, τους Έλληνες», είναι καλοί για εσωτερικοί κατανάλωση, αλλά δεν ερμηνεύουν το φαινόμενο της καταρράκωσης του κύρους της Ελλάδας στο εξωτερικό.
Η βολική, άλλωστε, θεωρία του «είμαστε έθνος ανάδελφον» μόνον ηττοπαθή αισθήματα μπορεί να καλλιεργήσει, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί πολλάκις. Δεν κομίζει, εξάλλου «γλαύκα εις Αθήνας» όποιος υποστηρίζει ότι οι συμμαχίες στη βάση του κοινού συμφέροντος είναι εκείνες που κινούσαν και κινούν τον κόσμο.
 Αφόρητες γενικότητες του τύπου «χρειάζεται να κινητοποιηθούμε όλοι στην Ε.Ε., ώστε να δοθεί αποτελεσματική απάντηση στην προσφυγική κρίση», όπως αυτές του κ. Τσίπρα μπορεί να ηχούν ευχάριστα στα αυτιά ορισμένων. Πλην, όμως, η ευχαρίστηση που προκαλούν μάλλον περιορίζεται μόνον σε εκείνους που δεν θέλουν να παραδεχθούν τη μεγάλη αλήθεια που είπε πρόσφατα ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ότι, δηλαδή, «μας κυβερνούν πρόσωπα ανόητα που θεωρούν ότι από εδώ από την Ελλάδα μπορούν να αλλάξουν το καθεστώς της Ε.Ε.».
Με τέτοια μυαλά και τέτοιες ιδέες, ας μην απορούμε γιατί, μετά τις τράπεζες, μας έκλεισαν και τα σύνορα. Και, αντ΄ αυτού, ας προετοιμαστούμε για τα ακόμη χειρότερα, που, με την πορεία που έχουμε πάρει, δεν θα αργήσουν.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Χάσαμε τους συμμάχους, μας έμειναν οι «προστάτες»



            Πιο απομονωμένη διπλωματικά και περισσότερο ταπεινωμένη εθνικά, από όσο είναι σήμερα, η χώρα μας δεν πρέπει να έχει υπάρξει στο παρελθόν, ίσως από την εποχή της εθνικής Παλιγγενεσίας. 
Ακόμη και στις πλέον «ανώμαλες» περιόδους, όπως η χουντική επταετία, βρέθηκαν στη διεθνή σκηνή καθεστώτα, όπως εκείνα της Αλβανίας του Χότζα ή της Κίνας του Μάο, που για τους δικούς τους λόγους αναβάθμισαν τις σχέσεις με την Ελλάδα των συνταγματαρχών, σπάζοντας την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα ιδίως μετά την υποχρεωτική αποχώρησή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Έμελλε, δυστυχώς, στις μέρες μας, η Ελλάδα του σκληρού πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η χώρα που στο πρόσφατο παρελθόν κατήγαγε τεράστιες διπλωματικές νίκες, πετυχαίνοντας υψιπετείς στόχους, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σε πείσμα της λυσσώδους αντίδρασης της Άγκυρας, να μετατραπεί στον απόλυτο διπλωματικό παρία της Ευρώπης των «28» που κανείς δεν τον υπολογίζει, ούτε δεν τον σέβεται, μηδέ τον υπολήπτεται.
Και μπορεί το περασμένο καλοκαίρι να μας την «χάρισαν», αναβάλλοντας τα προχωρημένα σχέδια να μας διώξουν από την ευρωζώνη και ενδεχομένως από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τώρα που οι ολέθριοι –όχι μόνον από την δική μας πλευρά- χειρισμοί του Μεταναστευτικού δημιούργησαν μια τεράστια βόμβα η οποία απειλεί τη συνοχή χωρών και την παραμονή στην εξουσία κυβερνήσεων, όλα δείχνουν ότι πολύ δύσκολα να μας τη «ξαναχαρίσουν».
Μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα, επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι για τη μετατροπή της ελληνικής επικράτειας σε ένα απέραντο «hotspot», όπως ευσχήμως μας έπεισαν να αποκαλούμε τα ατελείωτα «τσαντίρια» τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να στήνουμε για να φιλοξενήσουμε –εκόντες, άκοντες- τις μυριάδες των απελπισμένων από τη μισή Ασία και την άλλη μισή Αφρική που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το ελληνικό έδαφος ως πέρασμα προς το «ευρωπαϊκό όνειρο» τους.
Το πιο απογοητευτικό στην ούτως ή άλλως απελπιστική κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται μετά το κλείσιμο των βόρειων συνόρων, που πολλοί, εκτός από την κυβέρνηση, βλέπαμε να έρχεται αργότερα ή γρηγορότερα, είναι ότι η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα χωρίς να έχει στο πλευρό της ούτε έναν πραγματικό σύμμαχο. Αντιθέτως, όλοι, μα όλοι, οι βαλκάνιοι γείτονες συντονίστηκαν με την Αυστρία, η οποία αποκτά ρόλο ρυθμιστή των ευρωπαϊκών που ούτε την εποχή του Μέτερνιχ  δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Που είναι, άραγε, εκείνες οι βαρύγδουπες εξαγγελίες για την «Συμμαχία του Ευρωπαϊκού Νότου»; Τι απέγιναν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για «την Ευρώπη που αλλάζει εξαιτίας του ΣΥΡΙΖΑ»; Προφανώς χάθηκαν μαζί με την δήθεν «υπερήφανη διαπραγμάτευση» που είχε ως επικεφαλής τον –σχεδόν κατά γενική ομολογία, πλέον-ανεκδιήγητο πρώην  υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πρώτος πέτυχε την απομόνωση της χώρας στις συνεδριάσεις του Eurogroup.
Με συγχωρείτε, αλλά όταν προκαλείς τον Σλοβένο ή τον Σλοβάκο, ο οποίος, αν και φτωχότερος, συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας σου, επειδή ανήκει στην ευρωζώνη, γιατί να σε σεβαστεί ο Ούγγρος ή ο Βούλγαρος, ιδίως όταν στον τελευταίο κλείνεις και τα σύνορα επειδή έχεις αγροτικές κινητοποιήσεις; Πολύ περισσότερο δεν θα σε σεβαστεί η πολιτική τάξη της ΠΔΓΜ που βρήκε με τη μεταναστευτική κρίση τη χρυσή ευκαιρία που χρόνια αναζητούσε για να αναδείξει γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας.
Κακά τα ψέματα, είτε από άγνοια των πραγμάτων είτε από ιδεοληπτικές εμμονές, η σημερινή κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τις τύχες της χώρας, δεν επεδίωξε τη σύναψη αποδοτικών συμμαχιών. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς για δήθεν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, εκείνο που πραγματικά κυνήγησαν οι διπλωματικοί ινστρούχτορες της σημερινής κυβέρνησης ήταν η σύναψη σχέσεων «προστασίας».
Αρχικώς στράφηκαν εκτός Ευρώπης, πλην, όμως, όταν ναυάγησαν νωρίς – νωρίς τα όνειρα για κινέζικες πιστώσεις και ρωσικές προκαταβολές, το έριξαν στις γονυκλισίες προς τον Ομπάμα. Για να καταλήξουν να σέρνονται πότε πίσω από την Μέρκελ και πότε τον Ολάντ, αγνοώντας όλους τους άλλους μικρότερους Ευρωπαίους «παίκτες». Αντί, λοιπόν, να ανοίξουν εδώ και καιρό απευθείας διαύλους με τους γείτονες μας, εναπέθεσαν όλες τις ελπίδες στους «προστάτες».
Από αυτούς περιμένουν τώρα να μας… λυπηθούν και να πιέσουν τους γείτονες μας να ανοίξουν τα σύνορα και τους λοιπούς Κεντροευρωπαίους να δεχθούν να πάρουν στο έδαφός τους μερικούς από τους χιλιάδες των μεταναστών που με αμείωτη ένταση θα εξακολουθήσουν να έρχονται στην Ελλάδα, επειδή εδώ είναι πολύ καλύτερα από τις χώρες τους και αρκετά καλύτερα από την Τουρκία.
Μέχρι το ΝΑΤΟ, που οι σημερινοί κυβερνώντες ήθελαν μέχρι πρότινος τη διάλυσή του, δέχθηκαν, στο πλαίσιο αυτής της λογικής της «προστασίας», να αναλάβει τα ηνία στο Αιγαίο, κάτι που επί σειρά δεκαετιών ήταν αδιανόητο να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη ελληνική κυβέρνηση. Παρά ταύτα, όμως, τα αποτελέσματα και αυτού του απελπισμένου διπλωματικού χειρισμού δεν άλλαξαν τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε η χώρα εξαιτίας της άφρονος πολιτικής που ακολουθήθηκε τον περασμένο χρόνο.
Αλλά, πως μπορεί να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό στην εξωτερική πολιτική, όταν οι ίδιοι άνθρωποι δεν μπορούν να συνάψουν συμμαχίες ούτε καν στο εσωτερικό που έχουν δίπλα τους τόσο «πρόθυμους» -μέχρι παρεξηγήσεως…- συμπαραστάτες, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Φώφη Γεννηματά, ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης;
Αντί να αδράξουν την ευκαιρία της συναίνεσης που τους προσφέρεται, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβερνώσα παρέα του επιλέγουν τα διχαστικά ψεύδη και τις αλαζονικές απειλές. Είναι σαφές ότι αδιαφορούν αν έτσι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κάθονται. Και, προφανώς, δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στη ζημιά την οποία προκαλούν στον εθνικό και κοινωνικό κορμό.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

«Έξις δευτέρα φύσις» στη μακιαβελική κοροϊδία



Αν δεν είχε προηγηθεί η αποκαλυπτική ανάρτηση της Ζωής Κωνσταντόπουλου για τα παρασκήνια του σχηματισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ίσως και να μπορούσε να λάβει κανείς σοβαρά υπόψιν του τα όσα διημείφθησαν στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου που ακολούθησε λίγες ώρες αργότερα.
Η ενάργεια, ωστόσο, με την οποία περιγράφει η τέως πρόεδρος της Βουλής τον απόλυτο αμοραλισμό, ο οποίος χαρακτηρίζει τον στενό πυρήνα της, υποτιθέμενης, «πρώτη φορά Αριστεράς» διακυβέρνησης, δεν αφήνει πολλά περιθώρια στον οποιονδήποτε εχέφρονα άνθρωπο να αποδεχθεί ισχυρισμούς ότι «για πρώτη φορά τα τελευταία έξι χρόνια, έχουμε μεν μπροστά μας έναν δύσκολο κάβο, αλλά μετά από αυτόν βλέπουμε φως στον ορίζοντα».
Συνιστούν τεράστια πρόκληση για τη νοημοσύνη του μέσου πολίτη καυχησιολογίες ότι «το νέο δόγμα της πολυδιάστατης και ενεργητικής εξωτερικής πολιτικής, που έχουμε υιοθετήσει, αποδίδει ήδη καρπούς», όταν  ακούγεται από πρωθυπουργικά χείλη ενώπιον υπουργών οι οποίοι δεν κρύβουν πλέον ούτε δημοσίως τις ανησυχίες τους ότι η Ελλάδα είναι ένα βήμα πριν από την ευρωπαϊκή απομόνωση και τη μετατροπή της σε ανοικτού τύπου φυλακή για το μέρος εκείνο των μεταναστών που δεν θέλουν η Γερμανία και οι άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες.
Αλλά δεν είναι μόνον το μεταναστευτικό που η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για άλλη μια φορά στρουθοκαμηλίζει επικίνδυνα, αδυνατώντας να αντικρύσει κατάματα τη δυσμενή πραγματικότητα και, πολύ περισσότερο, να την αντιμετωπίσει χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές και με γνώμονα το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας. Ίδια και χειρότερη είναι η διαμορφούμενη κατάσταση στην οικονομία, την οποία επιχειρούν να «φτιασιδώσουν» με οφθαλμοφανώς παραπλανητικά τεχνάσματα.
Παγιδευμένοι, δυστυχώς, στα προεκλογικά ψέματα που είπαν όχι μόνον τον Ιανουάριο του 2015, αλλά και τον Σεπτέμβριο, όταν κέρδισαν για δεύτερη φορά τις εκλογές, ο Αλέξης Τσίπρας και οι υπουργοί του εξακολουθούν να αρνούνται την πραγματικότητα, καταφεύγοντας σε ανούσιους βερμπαλισμούς τους οποίους πολύ σύντομα θα… καταπιούν, όπως κατάπιαν τόσα και τόσα άλλα τους τελευταίους δωδεκάμισι μήνες.
Πώς, για παράδειγμα, να πάρει οποιοσδήποτε «τοις μετρητοίς» μεγαλοστομίες του τύπου «είμαστε αποφασισμένοι να τηρήσουμε τις δεσμεύσεις μας», «δεν θα κόψουμε για δωδέκατη φορά τις συντάξεις» και «θα προστατεύσουμε την πρώτη κατοικία», όπως αυτές που συνεχίζει να εκστομίζει ο κ. Τσίπρας; Και, πολύ περισσότερο, όταν αυτά συμπίπτουν με λεονταρισμούς του τύπου «επιδιώκουμε η πρώτη αξιολόγηση του προγράμματος να γίνει έγκαιρα, χωρίς κωλυσιεργίες και χωρίς τακτικισμούς από την πλευρά των δανειστών».
Ο κ. Τσίπρας και ο περίγυρός του πρέπει να υποτιμούν πάρα πολύ τους Έλληνες για να έχουν πειστεί ότι μπορούν ακάθεκτοι να εξακολουθούν να λένε όλα εκείνα για τα οποία έχουν μετατρέψει την Ελλάδα σε διεθνή περίγελο. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι δείχνουν να μην έχουν καμία επίγνωση των συνεπειών από όλα αυτά τα οποία δεν πλήττουν μόνον την προσωπική τους αξιοπιστία αλλά την ίδια την υπόσταση της χώρας της οποίας -μοίρα κακή…- ανέλαβαν να διαχειριστούν τις τύχες.
Γιατί ποιος αλήθεια, εντός ή εκτός Ελλάδας, μπορεί να πάρει σοβαρά πρωθυπουργική αποστροφή σύμφωνα με την οποία «η διαπλοκή που βάρυνε με τη σκιά της για πολλά χρόνια το πολιτικό σύστημα, την κοινωνία, την οικονομία της χώρας, βιώνει, ίσως, τις τελευταίες μέρες της πρωτοκαθεδρίας της, της εξουσίας της»; Ή πώς μπορεί να ακούγονται στο ανώτατο κυβερνητικό όργανο, χωρίς τους προφανείς καγχασμούς που προκαλούν, ισχυρισμοί «ότι διαπλοκή, λοιπόν, το επόμενο διάστημα τελειώνει»;
Πιστεύουν άραγε στο Μαξίμου ότι οι αγρότες θα πειστούν να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις τους επειδή ο κ. Τσίπρας διαπίστωσε ότι «τα συστημικά Μέσα Ενημέρωσης, σήμερα, υποκριτικά τους αποθεώνουν» και αυτό «συνδέεται άμεσα με σκοπιμότητες που ουδεμία σχέση έχουν με την αγωνία για τους αγρότες, αλλά με την αγωνία τους να μην εκκινήσει ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες»; Περιμένουν άραγε να αρχίσουν να αποθεώνουν οι… κτηνοτρόφοι τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παπά, επειδή μπορεί να μη δώσει –που θα δώσει!- άδειες σε ορισμένα κανάλια;
Τα ερωτήματα είναι μόνον ρητορικά, γιατί οι απαντήσεις είναι προφανείς. Τα δείγματα γραφής, άλλωστε, που δεν επιτρέπουν αυταπάτες ότι μπορεί να πιστεύουν όλα αυτά τα οποία διατείνονται, είναι πλέον αρκετά. Και υπό αυτή την έννοια, το μακιαβελικό σκηνικό που τόσο παραστατικά ανασύνθεσε η Ζωή Κωνσταντόπουλου για τις νοοτροπίες από τις οποίες διακατέχονται οι άνθρωποι που περιβάλουν τον κ. Τσίπρα, ίσως σε ορισμένους να μην προκάλεσε ισχυρές εντυπώσεις. Όταν, άλλωστε, είχε προηγηθεί ο εξευτελισμός της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή εκφράστηκε στο περιβόητο δημοψήφισμα του Ιουλίου, τίποτε πλέον δεν μπορεί να θεωρηθεί αδιανόητο.
Ακόμη και έτσι, πάντως, αν είναι, το συμπέρασμα από την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου είναι ότι έχουν συνηθίσει τόσο πολύ στο ψέμα και στην κοροϊδία που δεν μπορούν να απαλλαγούν. Και το προφανές είναι ότι μάλλον ο μακιαβελικού τύπου αμοραλισμός, ο οποίος τους χαρακτηρίζει, παραπέμπει στην αρχαιοελληνική ρήση «έξις δευτέρα φύσις».