Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεϊμαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεϊμαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Ψάξε, ψάξε, δεν θα τη βρεις (την… κάλπη του Οκτωβρίου)



«Ψάχνω να βρω ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο…», δήλωσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο λόγος του οποίου, ως γνωστόν, αποτελεί… απαράβατο συμβόλαιο. Και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να… υποθέσουμε ότι δεν ανακοίνωσε ακόμη την ημερομηνία επειδή δεν του χάρισε κάποιος ένα ημερολόγιο του 2019 ώστε να δει πότε πέφτει Κυριακή για να στήσει την κάλπη.
Πέρα από την ατελείωτη πλάκα που μπορεί να κάνει κανείς με την εγνωσμένη πλέον (αν)αξιοπιστία του κ. Τσίπρα, εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο νυν πρωθυπουργός «κάνει παιχνίδι» με τον χρόνο των εκλογών, επιχειρώντας να παραπλανήσει τους αντιπάλους του.
Τα ίδια και χειρότερα έκανε το καλοκαίρι του 2015 όταν προκήρυξε πρόωρες εκλογές πιάνοντας στον ύπνο τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης από τα οποία είχε νωρίτερα υφαρπάσει συναίνεση στο δικό του τρίτο –και χειρότερο- Μνημόνιο. Στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις που έγιναν στο Προεδρικό Μέγαρο μετά το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πάει στις κάλπες.
Δέκα μέρες, όμως, αφότου, είπαν το «ναι» τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, καλύπτοντας τις απώλειες από τις μεγάλες διαρροές κυβερνητικών βουλευτών, ο κ. Τσίπρας προκήρυσσε εκλογές, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον αρχηγό της ΝΔ Βαγγέλη Μεϊμαράκη ο οποίος περίμενε να προσέλθει στο Προεδρικό Μέγαρο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να συζητήσουν τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή…
Με το πολιτικό «ξέπλυμα» που του έκαναν τόσο ο κ. Μεϊμαράκης, όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης με τη Φώφη Γεννηματά, ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Και, φυσικά, κέρδισε ξανά αφού, παρά τα capital controls και τις υπόλοιπες πληγές που είχαν ανοίξει στο σώμα της ελληνικής οικονομίας οι πειραματισμοί του ανεκδιήγητου κυβερνητικού «asset» που άκουγε στο όνομα Γιάνης Βαρουφάκης, οι ίδιοι οι αντίπαλοι της είχαν απενοχοποιήσει την επικίνδυνα ανερμάτιστη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, απονέμοντάς στα στελέχη της πιστοποιητικά πολιτικής «κανονικότητας».
Από τότε, ωστόσο, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης και το πιθανότερο είναι ότι οι παθόντες εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στους μαθόντες, ούτως ώστε να μην πατήσουν και πάλι τη μπανανόφλουδα που φαίνεται να θέλει ο κ. Τσίπρας να βάλει κάτω από τα πόδια όσων δεν βολεύονται με την προκήρυξη των εκλογών.
Όσο και αν το 2019 δεν είναι 2015, όλα δείχνουν ότι το Μέγαρο Μαξίμου επενδύει στην πιθανότητα να βρεθούν ξανά «χρήσιμοι ηλίθιοι» που θα διευκολύνουν τους κυβερνητικούς τακτικισμούς, υπερψηφίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών και στρώνοντας το χαλί στον πρωθυπουργό για να αποφασίσει ο ίδιος την πιο βολική ημερομηνία των εκλογών, την οποία θα ορίσει με τη βούλα του «άτρωτου».          
Όπως και να έχει, με την κατάθεση στο Κοινοβούλιο της Συμφωνίας των Πρεσπών ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τυχόν κυβέρνηση μειοψηφίας που θα στηρίζεται στην ανοχή του Πάνου Καμμένου, όπως φαίνεται ότι είναι ο νέος σχεδιασμός που λανσάρει το πρωθυπουργικό γραφείο, δεν πρόκειται να αντέξει πέραν του Μαΐου. Σκεφθείτε μόνον τον κ. Καμμένο χωρίς τις στολές παραλλαγής. Ή τους μετακλητούς υπαλλήλους που συνδέονται μαζί του να αφήνουν τις κυβερνητικές θέσεις για την ουρά του ταμείου ανεργίας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνον η τύχη των στελεχών των ΑΝΕΛ που θα καθορίσει τον χρονικό ορίζοντα μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης μειοψηφίας. Είναι, πολύ περισσότερο, οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις που θα σηματοδοτήσει η παράταση της πολιτικής αστάθειας από το γάντζωμα στην εξουσία μιας κυβέρνησης που όχι μόνον δεν θα διαθέτει τη «δεδηλωμένη» της Βουλής, αλλά θα βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με τη βούληση των Ελλήνων πολιτών. Αν τώρα τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων καθιστούν αδύνατο τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου, φανταστείτε τι θα γίνει όταν το τιμόνι της χώρας θα έχει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Η προειδοποίηση, άλλωστε, που απηύθυνε τις προηγούμενες ημέρες ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ήταν σαφής: «Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM)», υποστήριξε. Και προέβλεψε: «Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης».
Για όσους δεν πείθονται από τον αντίλογο που επεχείρησαν να αρθρώσουν… προσωπικότητες του δημόσιου βίου όπως η κυρία Ράνια Σβίγκου, θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ότι ο κ. Σημίτης είναι ο πολιτικός ο οποίος στα 15 χρόνια που πέρασαν αφότου παρέδωσε οικειοθελώς την πρωθυπουργία μιλάει μόνον όταν έχει κάτι να πει. Και το σημαντικότερο είναι ότι στις σπάνιες παρεμβάσεις του μιλάει ανυστερόβουλα και περιγράφει εξελίξεις που σχεδόν πάντα επιβεβαιώνονται.     
 Τον Δεκέμβριο του 2008 υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που από το βήμα της Βουλής προειδοποιούσε για τους κινδύνους προσφυγής στο ΔΝΤ όταν οι τότε κυβερνώντες επαίροντο αρειμανίως για τη θωρακισμένη ελληνική οικονομία. Αλλά και πέντε χρόνια αργότερα όταν στην κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ «έβλεπαν» οικονομικό success story, ο πρώην πρωθυπουργός με την ευθυκρισία που τον χαρακτηρίζει διατύπωνε τις ενστάσεις του.
«Είμαι αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος απ' όσο ήμουν παλαιότερα», έλεγε στο «Πρώτο Θέμα» (13.10.2013), που είχε συνομιλήσει μαζί του. «Ξέρετε ότι η δική μου αισιοδοξία κυμαίνεται στο όριο που από άλλους μπορεί να θεωρείται απαισιοδοξία», συμπλήρωνε. Διαπίστωνε σημάδια βελτίωσης στο οικονομικό περιβάλλον, αλλά επεσήμαινε πως «για τα επόμενα χρόνια η κατάσταση θα είναι μίζερη» και «οι δυσκολίες δεν θα ξεπεραστούν πριν από το 2020». Ενώ αναφερόμενος στους εταίρους και δανειστές, έλεγε προφητικά: «Θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό…».
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, ούτε αυταπάτες ούτε ψευδαισθήσεις. Οι θέσεις και οι απόψεις τις οποίες με παρρησία διατυπώνει ο κ. Σημίτης, παίρνοντας το… ρίσκο να δυσαρεστήσει την κυρία Σβίγκου, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία για το Μέγαρο Μαξίμου. Γι΄ αυτό και όσο και αν ψάξει ο κ. Τσίπρας δεν πρόκειται να βρει ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο. Η διακυβέρνησή του είναι υπονομευμένη από τις ίδιες τις αποφάσεις του. Και ο ίδιος το ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον. Εκείνο που όλα μαρτυρούν ότι δεν ξέρει είναι το πότε θα αποδειχθεί λιγότερο πικρό το ποτήρι της ήττας που θα πιει: τον Μάιο  για να το πιεί μια κι έξω, ή, με δόσεις, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα;
Διότι, αν αφήσει την κάλπη για τον Οκτώβριο, τότε μάλλον δεν θα βρει ούτε την ψήφο του…

Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

«Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!»



            Σε μεγάλη απελπισία, μεγαλύτερη ίσως και από την απόγνωση που αισθάνονται οι φορολογούμενοι στην προσμονή των επερχόμενων εκκαθαριστικών του ΕΝΦΙΑ, πρέπει να έχει περιέλθει ο άλλοτε κραταιός επικοινωνιακός μηχανισμός του κυβερνώντος κόμματος.
Οι εποχές που οι προπαγανδιστές του ΣΥΡΙΖΑ έβγαζαν «φωτιές» επιβάλλοντας την ατζέντα τους, με τον πολλαπλασιασμό των αυτοκτονιών και την πολιτικοποίηση των αναθυμιάσεων από τα τζάκια και τα μαγκάλια, φαίνεται να αποτελούν πλέον μακρινό παρελθόν. Ενώ ανεπιστρεπτί δείχνουν να έχουν περάσει οι καιροί που η συνεργασία Λαζόπουλου - Χαϊκάλη τίναζε στην αέρα την προεδρική εκλογή με καταγγελίες στα τηλεοπτικά πρωινάδικα για απόπειρες εξαγοράς βουλευτών. Απόπειρες που ουδέποτε αποδείχθηκαν, αλλά ο θόρυβος που προκάλεσαν οι καταγγελίες λειτούργησε αποτελεσματικά, τρομοκρατώντας άλλους βουλευτές που προτίμησαν να πάνε πρόωρα «στα σπίτια τους» από το να τους προσαφθεί η ρετσινιά του «αργυρώνητου».
Μπορεί, κατά το «παλαιά τους τέχνη κόσκινο», να μην έχουν αποξενωθεί πλήρως από εκείνες τις νοοτροπίες, πλην, όμως, οι δυνατότητες τους μοιάζουν πλέον πολύ περιορισμένες. Ίσως να φταίει που η πλειονότητα όσων έδιναν σκληρές «επικοινωνιακές» μάχες παλαιότερα, μέσα από τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ή από τα social media, έγιναν πια κρατικοί υπάλληλοι και, όσο νά  ΄ναι, τους εγκατέλειψε η φλόγα του πάθους για την κατάκτηση της εξουσίας που τους κινητοποιούσε το πάλαι. Το κλασσικό ανέκδοτο με τον τράγο ο οποίος έπαψε να ασκεί τα… καθήκοντα του όταν «κρατικοποιήθηκε» μπορεί να δίνει μια εύγλωττη εξήγηση.
 Από την άλλη, ίσως να είναι και οι καιροί που αλλάζουν και δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ακόμη και σε πραγματικούς «μάγους» της προπαγάνδας να διαστρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνει η –και- εξαπατημένη ελληνική κοινωνία. Διότι, επί παραδείγματι, όσες φορές και να εξαγγείλουν οι κυβερνητικοί μηχανισμοί ότι «έρχεται η ανάπτυξη», η ξεροκέφαλη υφεσιακή πραγματικότητα έρχεται και κάνει καταγέλαστες τις φραστικές εξαγγελίες που δεν συνοδεύονται από συγκεκριμένα μέτρα για την προσέλκυση επενδύσεων και τη δημιουργία πραγματικών θέσεων εργασίας στην ιδιωτική οικονομία.
Αφορμή για τούτες τις σκέψεις υπήρξε η μάλλον άτεχνη και χοντροκομμένη προσπάθεια να εμφανιστεί η αξιωματική αντιπολίτευση ως σπαρασσόμενη από εσωκομματικές αντιπαραθέσεις φατριών, όπως φιλότιμα προσπαθούν επί σειρά εβδομάδων να λανσάρουν οι επικοινωνιακοί μηχανισμοί της κυβέρνησης. Στην αρχή ήταν οι προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος και οι υποτιθέμενες χαώδεις διαφορές για τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας που χώριζε τη σημερινή ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη από την καραμανλική πτέρυγα του κόμματος, η οποία ποτέ κανείς δεν κατάλαβε αν και γιατί μπορεί να ήταν υπέρ της απευθείας εκλογής από τον λαό, σύμφωνα με όσα διοχέτευσε η κυβερνητική προπαγάνδα.
Όταν κατέπεσε αυτό το οικοδόμημα, το οποίο δεν μπόρεσε να στηρίξει ούτε το κρατικό πρακτορείο με τη φιλοξενία σε περίοπτη θέση των απόψεων του μοναδικού στελέχους της ΝΔ, του πρώην βουλευτή Ευριπίδη Στυλιανίδη, που συντασσόταν με την κυβερνητική πρόταση, επινοήθηκε νέο κατασκεύασμα ως πιθανό έναυσμα για εσωτερικές αντιπαραθέσεις στη συντηρητική παράταξη. Επί σειρά ημερών συντονισμένα συντηρείται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας το ζήτημα της αναίρεσης που άσκησε η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου στο απαλλακτικό, κατ’ αρχήν, βούλευμα για τον επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου με το οποίο κατέληγαν στο αρχείο οι φοβερές και τρομερές καταγγελίες ότι μπήκαμε στο Μνημόνιο επειδή είχαν «φουσκωθεί» τα ελλείμματα στους κρατικούς προϋπολογισμούς των προηγούμενων ετών.
Ο υποτιθέμενος, ωστόσο, «διάλογος» που επιχειρήθηκε να ανοίξει με την αναίρεση της κυρίας εισαγγελέως, δεν αφορά στο αν μπορούσε να κάνει αλλιώς ο Γεωργίου, που πάντως ανέλαβε καθήκοντα και αναθεώρησε τα στοιχεία πολύ μετά αφού η χώρα είχε διαβεί τον Ρουβίκωνα του Μνημονίου, αλλά αν οι ενέργειες του δυσαρεστούν τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή που είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης την επίμαχη περίοδο. Ο τελευταίος, καλώς ή κακώς, έχει επιλέξει να μη μιλάει για όλα αυτά. Και σε αυτή ακριβώς τη σιωπή του, που κρατάει επτά χρόνια τώρα, φαίνεται να επενδύουν οι προπαγανδιστικοί ινστρούχτορες της κυβέρνησης που –αξιοποιώντας και διάφορους «χρήσιμους ηλίθιους» από το περιθώριο του γαλάζιου στελεχιακού δυναμικού- ενορχηστρώνουν ένα παιχνίδι εντυπώσεων που θέλει να βρίσκονται «καραμανλικοί στα κάγκελα».
Ο πραγματικός στόχος πίσω από όλα αυτά δεν είναι άλλος από το να υποχρεωθεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να πάρει θέση, έτσι ώστε να βρει έρεισμα για να αντιπαρατεθεί μαζί του η ευφυώς αποκληθείσα από τον Ευάγγελο Βενιζέλο ως «τρίτη κυβερνητική συνιστώσα» που απαρτίζεται από ορισμένους υποτιθέμενους «καραμανλικούς» που σιτίζονται από το κυβερνητικό Πρυτανείο. Και οι οποίοι, υποτίθεται ότι, «οργίζονται για τα πυρά που δέχεται ο πρώην πρωθυπουργός»...
Μέχρι ιστοσελίδες έχουν στηθεί τελευταία που αναπαράγουν το δήθεν κλίμα διχασμού στη ΝΔ, εκθειάζοντας τον Καραμανλή και τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη, που είναι «θύματα της διαπλοκής», και υβρίζοντας τον Μητσοτάκη και τον Αντώνη Σαμαρά, που, υιοθετώντας την κυβερνητική επιχειρηματολογία, εμφανίζονται ως «σύμμαχοι των» –παλιών, προφανώς- «διαπλεκομένων». Με αναρτήσεις που συνιστούν επιτομή του διαδικτυακού «τρολαρίσματος» επιχειρούν να παρουσιάσουν εικόνα διάλυσης και εμφύλιων σπαραγμών στη ΝΔ που δεν αντιστοιχεί με την πραγματικότητα. Διότι η αξιωματική αντιπολίτευση μπορεί να μην είναι ένα κόμμα που καταπλήσσει τα πλήθη, προσελκύοντας μαζικά ψηφοφόρους από άλλους χώρους, εμφανίζει, όμως, αξιομνημόνευτη συσπείρωση του δυναμικού της, τέτοια που, σε συνδυασμό από την αποσυσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, την κάνει να αποσπά άνετο προβάδισμα σε όλες –ακόμη και της «Αυγής»!- τις δημοσκοπήσεις.
Αν, μετά ταύτα, αναρωτιέστε για τη σκοπιμότητα της προσπάθειας να δημιουργηθεί πλαστή εμφυλιοπολεμική εικόνα στη ΝΔ, η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Οι… Αντουανέτες της κυβέρνησης έχουν τη λύση: «Δεν έχετε ψωμί; Φάτε προπαγάνδα!». Με αυτό το «δόγμα» έγιναν εξουσία, αυτό ξέρουν, με αυτό συνεχίζουν. Και για όσο φτουρήσει…

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016

«Τον ζουρλό τον Αρβανίτη ξένες έννοιες τον γεράσαν»



Δεν έφθανε η αμήχανη ξινίλα περί «νεοφιλελευθερισμού» και «οικογενειοκρατίας»,  με την οποία σχολίασαν την εκλογή του νέου αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο Μέγαρο Μαξίμου είχαν άποψη μέχρι και για τη διαφορά που πέτυχε ο Κυριάκος Μητσοτάκης και την οποία την βρήκαν, λέει, «μικρή».
Επειδή, μάλιστα, δεν ήταν, κατά την αντίληψή τους, αρκετά μεγάλη η διαφορά, έσπευσαν να εγκαλέσουν όλους όσοι χαρακτήρισαν σημαντική την ανατροπή που επέφερε ο κ. Μητσοτάκη στην επαναληπτική κούρσα, καθώς προσήλκυσε από το εκλογικό σώμα των Νεοδημοκρατών ακόμη και ψηφοφόρους που στον πρώτο γύρο είχαν, όπως αποδεικνύεται, επιλέξει τον αντίπαλό του με τον οποίο μονομάχησαν στον δεύτερο γύρο.
Θα μπορούσα να περιοριστώ στην παράθεση της παροιμίας «τον ζουρλό τον Αρβανίτη ξένες έννοιες τον γεράσαν» που έλεγε η γιαγιά μου σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν δηλαδή κάποιος καταπιανόταν με γεγονότα που δεν τον αφορούσαν και δεν είχαν καμία σημασία για τον ίδιο και τη ζωή του. Δεν το κάνω, όμως, επειδή θεωρώ ότι η συγκεκριμένη προσέγγιση αποτελεί ένα απτό δείγμα για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζουν τα πράγματα που συμβαίνουν στη χώρα όσοι κατοικοεδρεύουν στην κορυφή της κυβερνητική πυραμίδας.
Δεν εκπλήσσει, βέβαια, η συγκεκριμένη επιδερμική στάση, η οποία δεν επιτρέπει στους ανθρώπους που διαχειρίζονται τις τύχες του τόπου να εμβαθύνουν στην ουσία των πραγμάτων και να αντιληφθούν τις τάσεις που διαμορφώνονται και τα σήματα που εκπέμπονται. Δέσμιοι της αλαζονείας που τους έχει συνεπάρει, εξαιτίας της ευκολίας με την οποία απέκτησαν την εξουσία, αδυνατούν να αναλύσουν τη σύνθετη πραγματικότητα με την οποία είναι αντιμέτωποι, όχι μόνον στο διεθνές πεδίο αλλά και στην εγχώρια σκηνή.
Έτσι, αντί να σπεύσουν χαιρετίσουν το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση απέκτησε νέα ηγεσία με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και να επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν αυτή τη νέα θετική συγκυρία σε μια κρίσιμη καμπή που είναι αναγκαίο να υπάρχει αρραγές εσωτερικό μέτωπο που να δώσει από κοινού μάχες με τους δανειστές, οι κύκλοι της κυβέρνησης Τσίπρα κατέφυγαν σε μικρότητες που είναι απολύτως αναντίστοιχες με τις ανάγκες της χώρας και τα νέα εθνικά προτάγματα.
Δυστυχώς, πρέπει να συμφιλιωθούμε απολύτως με την ιδέα ότι οι κυβερνώντες είναι, σε όλα τα επίπεδα, ανίκανοι να δουν τη μεγάλη εικόνα και να αποφύγουν να προσεγγίζουν τα πάντα με όρους φθηνής ίντριγκας, όπως εκείνης που τους έκανε να υπονομεύσουν την υποψηφιότητα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη μέσα το πάθος με το οποίο έδειχναν να επιθυμούν  την εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ. Και χωρίς ούτε στιγμή να αντιλαμβάνονται τις συνέπειες από τα αστεία κείμενα περί… «συνεργάσιμης αντιπολίτευσης» που φιλοξενούσαν στην «Αυγή» και τα οποία στις συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες αποκτούσαν εντελώς διαφορετική διάσταση.
Τον «έκαψαν», εν ολίγοις, τον κ. Μεϊμαράκη με τον τρόπο που τον εμφάνιζαν. Όπως απειλούν να «κάψουν» και τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή με τις –μη διαψευδόμενες- διαδόσεις ότι αποτελεί θιασώτη του κ. Τσίπρα και της διακυβέρνησης του. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο κ. Μητσοτάκης κέρδισε τελικά τη μάχη για την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ακριβώς επειδή η πλειονότητα των Νεοδημοκρατών ψηφοφόρων πείστηκε ότι δεν ήταν ο εκλεκτός του Μεγάρου Μαξίμου.
Η κοντόφθαλμη θεώρηση των κυβερνώντων ότι –αν είναι δυνατόν!- μπορούσαν να ελέγξουν την εκλογή της Νέα Δημοκρατίας, για να διαιωνίσουν την εξουσία τους, απεδείχθη φενάκη και γύρισε μπούμερανγκ εναντίον τους. Ένα μπούμερανγκ του οποίου τις συνέπειες θα τις αισθανθούν πιθανότατα πολύ σύντομα και πάντως όταν ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης ανοίξει τη βεντάλια των πρωτοβουλιών που έχει εξαγγείλει για να μετατρέψει τη Νέα Δημοκρατία σε αξιόπιστη εναλλακτική δύναμη ευρωπαϊκής διακυβέρνησης.
Αν στις προτάσεις που δείχνει διατεθειμένος να κάνει ο κ. Μητσοτάκης, η κυβερνητική…. απάντηση είναι του τύπου «είσαι από τζάκι» και «ασπάζεσαι το νεοφιλελεύθερο δόγμα», μάλλον υπηρεσίες θα του προσφέρουν, αφού ,όπως φάνηκε και από την έκβαση που είχε η γαλάζια εσωκομματική αναμέτρηση, οι «ταμπέλες» αυτού του είδους δεν παίζουν, πλέον, κανέναν ιδιαιτέρως σοβαρό ρόλο στην ελληνική κοινωνία.
Αντιθέτως, εκείνο που φάνηκε ότι μέτρησε και οδήγησε τον κ. Μητσοτάκη στη νίκη ήταν ότι ήξερε τι ήθελε. Ήξερε τι έλεγε. Και δεν παρέκλινε από την πορεία του ακόμη και όταν απέναντι του ορθώνονταν… Θεοί και δαίμονες. Γι΄ αυτό και, αν πράγματι ενδιαφέρονται στην ηγεσία κυβέρνηση να αντιμετωπίσουν τον κ. Μητσοτάκη, δεν έχουν παρά να αρχίσουν και εκείνοι να ξέρουν τι θέλουν. Να ξέρουν τι λένε. Και να πάψουν να ασχολούνται σαν τον «Αρβανίτη» της παροιμίας με… ξένες έννοιες για το αν ο αρχηγός της ΝΔ βγήκε με μικρή ή μεγάλη διαφορά. Αλλιώς…    
Υ.Γ.: Δικαιούνται, αλήθεια, ακόμη οι άνθρωποι που είναι στα ηγετικά κλιμάκια του ΣΥΡΙΖΑ να εγκαλούν τους αντιπάλους τους για νεποτισμό και υιοθέτηση του νεοφιλελευθερισμού; Δεν φοβούνται μήπως πέσει κανένα ταβάνι του Μαξίμου ή στην Κουμουνδούρου και τους πλακώσει;

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Η Νέα Δημοκρατία δεν σηκώνει επισκευή, χρειάζεται κατεδάφιση!



            Όσοι θεωρούν την Πολιτική συνώνυμο της συμμετοχής στα κοινά, δεν μπορεί παρά να ικανοποιήθηκαν από τη μαζική προσέλευση των οπαδών της Νέας Δημοκρατίας στις κάλπες της περασμένης Κυριακής για την εκλογή του επόμενου ηγέτη της Κεντροδεξιάς παράταξης.
Τριγυρνώντας, από επαγγελματική υποχρέωση ή και… διαστροφή, στα εκλογικά κέντρα που συνωστίζονταν οι νεοδημοκράτες για να ψηφίσουν, αλλά και μιλώντας με πολύ κόσμο για το αξιοσημείωτο φαινόμενο της αυξημένης συμμετοχής στις κάλπες, δεν εξεπλάγην ακούγοντας ανθρώπους, που δεν είχαν την παραμικρή ιδεολογική συγγένεια με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, να χαίρονται με την ενεργοποίηση τόσων πολλών συμπολιτών μας.
Η γενικότερη αίσθηση που αποκόμιζε ένας ψύχραιμος παρατηρητής ήταν πως το μήνυμα που βγήκε από τις γαλάζιες κάλπες της Κυριακής είναι ότι ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας, το οποίο υπερβαίνει σε αριθμούς τις 400 χιλιάδες που μπήκαν στην ταλαιπωρία να στηθούν στις ουρές για να ψηφίσουν τον επόμενο αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας και δέχθηκε να καταγραφεί στα κατάστιχα της Συγγρού, δεν βολεύεται με το… άραγμα στον καναπέ.
Το ερώτημα, ωστόσο, είναι ποιος μπορεί να εμπνεύσει και να  ξεσηκώσει τους Έλληνες πολίτες οι οποίοι, εκόντες άκοντες, γίνονται παθητικοί δέκτες επιλογών, καταστάσεων και γεγονότων επειδή, ιδίως σε αυτή την περίοδο της μνημονιακής επιβολής, οι αφορμές για δημιουργικά θετική συμμετοχή σπανίζουν, ενώ, αντιθέτως, πληθαίνουν οι αιτίες που στρέφουν στην απογοήτευση και στην αποστροφή του προσώπου από αυτό που αποκαλείται τρέχουσα πολιτική.
Θέλοντας να αποφύγω τον πειρασμό να σχολιάσω ξανά τα όσα διαδραματίζονται τον τελευταίο χρόνο σε κυβερνητικό επίπεδο, μένω στα νεοδημοκρατικά για να επισημάνω ότι οι ιθύνοντες της Συγγρού δεν στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων τις οποίες δημιούργησαν οι οπαδοί τους που προσήλθαν μαζικά στις κάλπες για να δείξουν τη βούλησή τους να αποκτήσει η παράταξή τους έναν ηγέτη με υψηλή πολιτική νομιμοποίηση και ευρύ κοινωνικό εκτόπισμα.
Η μεταχείριση την οποία επεφύλαξαν σε όλους όσοι δεν δίστασαν να πληρώσουν τρία ευρώ και να εγγραφούν μέλη της ΝΔ, όπως απαιτούσε το «γαλάζιο» Καταστατικό για να μπορέσει κανείς να ψηφίσει για την εκλογή αρχηγού, υπήρξε, δυστυχώς, αποκαρδιωτική.
Ως εάν να μην είχαν διδαχθεί απολύτως τίποτε από το φιάσκο της ματαίωσης της πρώτης απόπειρας να κάνουν εκλογές τον περασμένο μήνα, οι απαρτίζοντες τον κομματικό μηχανισμό, που στην πλειονότητά τους αποτελούν «επαγγελματικά» στελέχη, δεν κατάφεραν αυτή τη φορά να εκδώσουν εγκαίρως τα εκλογικά αποτελέσματα παρά το τεράστιο έξοδο στο οποίο υποβλήθηκαν αναθέτοντας την οργάνωση της εκλογικής σε ιδιωτική εταιρία.
Ένα κόμμα με τόσες χιλιάδες μέλη, με πάμπολλα στελέχη και με εκατοντάδες (απλήρωτους, επί μήνες, ειρήσθω εν παρόδω) υπαλλήλους δεν είναι σε θέση όχι μόνον να οργανώσει το ίδιο μια ψηφοφορία, αλλά ούτε καν να συγκεντρώσει εγκαίρως τα αποτελέσματα και να τα δώσει στη δημοσιότητα.
Η διάχυτη καχυποψία ότι «κάποιος θα στήσει τη διαδικασία» μαζί με την αδυναμία συνεννόησης και την απίστευτη τυπολατρία που μαρτυρούν –αν ,μη τι άλλο- ανικανότητα χειρισμού καταστάσεων, τορπίλισε το θετικό κλίμα που δημιούργησαν το ξέσπασμα των φίλων της Νέας Δημοκρατίας και ο ενθουσιασμός με τον οποίον ανταποκρίθηκαν στο συμμετοχικό κάλεσμα και είναι απορίας άξιον αν, κατόπιν των όσων μεσολάβησαν, θα είναι εξίσου μεγάλη η συμμετοχή στον επαναληπτικό γύρο της 10ης Ιανουαρίου.     
    Κακά τα ψέματα, όσο βέβαιο είναι ότι η χώρα έχει ανάγκη από ένα αξιόπιστο Κεντροδεξιό κόμμα που να εκφράζει υπαρκτά ρεύματα μέσα στην ελληνική κοινωνία, όπως φάνηκε από τους χιλιάδες που πήγαν την Κυριακή να ψηφίσουν, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι ο χρεοκοπημένος –κυριολεκτικά και μεταφορικά- οργανισμός που λέγεται «Νέα Δημοκρατία» δεν μπορεί να σταθεί όρθιος με μερεμέτια και εργασίες επισκευής.
Το σαθρό οικοδόμημα της Συγγρού θέλει κατεδάφιση και ξαναχτίσιμο από την αρχή. Πέτρα – πέτρα. Τα υλικά υπάρχουν. Κατηρτισμένοι μηχανικοί και έμπειροι μαστόροι επίσης διατίθενται. Εκείνο, αντιθέτως, που φαίνεται να έχει λείψει είναι η πολιτική βούληση να γίνουν τολμηρές αλλαγές για να τερματιστεί η παραλυτική ακινησία. Και αυτήν κυρίως πρέπει να διαθέτει ο νέος αρχηγός που θα αναλάβει καθήκοντα σε λιγότερο από τρεις εβδομάδες.
Ας μην αυταπατώνται, άλλωστε, στην αξιωματική αντιπολίτευση: η ικανότητα του επόμενου προέδρου τους, είτε είναι ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, είτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, θα δοκιμαστεί πριν από όλα στον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί τα ανοικτά ζητήματα της παράταξης του, οργανωτικά και ιδεολογικά. Μόνον αν οι πολίτες αισθανθούν ότι έχουν να κάνουν με έναν ηγέτη που κινείται σωστά στα «του οίκου του», θα τον εμπιστευτούν για να αναλάβει τις τύχες της χώρας και να αποτελέσει την εναλλακτική λύση για τη διακυβέρνηση του τόπου.
Αλλιώς, θα ζητήσουν να περάσει ο επόμενος…

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2015

Μακάρι να ήταν… «σαμποτάζ»!



Μου είναι αδύνατο να μετρήσω πόσες φορές από την περασμένη Κυριακή κλήθηκα να απαντήσω στο ερώτημα «ποιος την έστησε τη δουλειά;», που αφορούσε –τι άλλο;- το φιάσκο με τις εκλογές για την ανάδειξη προέδρου στη Νέα Δημοκρατία.
Από μια πρώτη άποψη, είναι απορίας άξιο ότι, σε μια χώρα που σπανίως συναντά κανείς ανθρώπους οι οποίοι να ανταποκρίνονται στα καθήκοντα τους, συναντά κανείς τόσο πολλούς που πιστεύουν πως όλα όσα γίνονται αποτελούν προϊόντα οργανωμένης δράσης που κάποιοι τα ενορχήστρωσαν και τα έφεραν εις πέρας. Το ενδεχόμενα να συμβαίνουν κάποια πράγματα από απλή και… αδολη βλακεία δεν περνά από το νου τους.
Σε μια δεύτερη ανάγνωση, ωστόσο, η εξήγηση γι΄ αυτές τις εδραιωμένες συνωμοσιολογικές πεποιθήσεις είναι μάλλον απλή: Οι άνθρωποι που συνήθως δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, αναζητούν σχεδόν πάντοτε ένα βολικό άλλοθι που να δικαιολογεί την αδράνεια και την απραξία τους, για την οποία δεν μπορεί παρά να ευθύνονται κάποιες «σκοτεινές δυνάμεις που λειτούργησαν υπογείως».
Έχοντας ξυπνήσει αξημέρωτα το πρωί της Κυριακής, επειδή ήδη από το προηγούμενο βράδυ ήταν διάχυτη η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το σύστημα ψηφοφορίας που είχε εγκαταστήσει η εταιρία με την οποία είχε συμβληθεί η Νέα Δημοκρατία, επισκέφθηκα σχεδόν με το που τα άνοιξαν τα κοντινά στο σπίτι μου εκλογικά κέντρα για να κάνω «αυτοψία».
Διαπιστώνοντας εκεί ότι η ψηφοφορία δεν μπορούσε να ξεκινήσει γιατί το πληροφορικό σύστημα δεν λειτουργούσε, τηλεφώνησα, για τις ανάγκες του ρεπορτάζ, σε αρμόδια στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, που είτε ήταν ξύπνια ή τα ξύπνησε το τηλεφώνημά μου. Μου παρείχαν τις διαβεβαιώσεις που και οι ίδιοι είχαν από την εταιρία ότι το πρόβλημα ήταν παροδικό και «εντός ολίγου όλα θα κυλήσουν ομαλά».
Δίχως να είμαι ειδικός στους υπολογιστές, δεν πείστηκα με την, ίσως, απλοϊκή σκέψη ότι, εφόσον, όπως μου μετέφεραν, το «μπλακ άουτ» του ηλεκτρονικού συστήματος ήταν γενικευμένο, δεν έβλεπα τον τρόπο με τον οποίο θα επανερχόταν το σύστημα, αφού δεν λειτουργούσε πουθενά.
Παρά ταύτα, μετέδωσα την είδηση για τα «μεγάλα προβλήματα» που δεν επέτρεπαν την έναρξη της ψηφοφορίας, όπως και τις διαβεβαιώσεις ότι «θα ξεπεραστούν». Αλλά χωρίς να ρισκάρω, από την πρώτη εκείνη στιγμή, την πρόβλεψη ότι η ψηφοφορία οδηγούνταν όχι απλά σε αναβολή αλλά σε ματαίωση, όπως και έγινε περίπου τρεις ώρες αργότερα.   
Μεταφέρω τη μικρή αυτή προσωπική εμπειρία για να δείξω τον αρειμάνιο τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζαν οι πραγματικά υπεύθυνοι για το φιάσκο που ακολούθησε και ορισμένοι από τους οποίους εκ των υστέρων κατέφυγαν στις θεωρίες συνωμοσίας περί «σαμποτάζ» που έγινε από… ακατονόμαστους «σαμποτέρ».
Ενθυμούμενος και τους καβγάδες που πριν από μερικές εβδομάδες είχαν ξεσπάσει όταν ο κ. Βαγγέλης Μεϊμαράκης εισέβαλε σε συνεδρίαση της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής για να καταγγείλει ευθέως και ονομαστικά ότι στελέχη της Συγγρού ήθελαν να στήσουν «μαϊμουδιά με την εταιρία», πιστεύω ειλικρινά ότι θα ήταν ευχής έργο για τη Νέα Δημοκρατία αν όλα όσα έγιναν την περασμένη Κυριακή ήταν, όντως, αποτέλεσμα «σαμποτάζ».
Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η Νέα Δημοκρατία και τα στελέχη της δεν είναι επ΄ ουδενί σε θέση να οργανώσουν σαμποτάζ, αλλά ούτε καν στοιχειώδεις λειτουργίες να διεκπεραιώσουν. Γι΄ αυτό, άλλωστε, παρότι έχουν χιλιάδες στελέχη ανά την επικράτεια, χρειάστηκαν έξωθεν βοήθεια από ιδιωτική εταιρία για να οργανώσουν την εκλογική διαδικασία.
Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι, στην πραγματικότητα, ένας χρεωκοπημένος, από κάθε άποψη, οργανισμός, όχι μόνον γιατί χρωστάει εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ και έχει επί έξη μήνες απλήρωτους τους υπεράριθμους υπαλλήλους του που περιφέρονται στο κτίριο μέχρι που να τους κάνει έξωση ο ιδιοκτήτης του.
Το πρόβλημα, βεβαίως, της Νέας Δημοκρατίας δεν είναι οικονομικό. Είναι, πρωτίστως, πολιτικό και ιδεολογικό. Έχει, κυρίως, να κάνει με τις νοοτροπίες από τις οποίες διακατέχονται όσοι βρίσκονται στην κορυφή της –τυπικής και άτυπης- κομματικής πυραμίδας και αντιμετωπίζουν τη διατήρηση του κόμματος αποκλειστικά και μόνο ως μηχανισμό στην υπηρεσία της δικής τους ύπαρξης και της προσωπικής τους ματαιοδοξίας.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, δεν προκαλούν ιδιαιτέρως μεγάλη έκπληξη οι σχέσεις καχυποψίας μεταξύ των τωρινών διεκδικητών της αρχηγίας αλλά και οι φόβοι ότι θα παραβιαστεί το αδιάβλητο της ψηφοφορίας που είναι ο λόγος για τον οποίο κατέφυγαν σε μια ιδιωτική εταιρία, η οποία, όπως φαίνεται, επελέγη με τους παραδοσιακούς πελατειακούς όρους –έπαιρνε «ψιλοδουλειές» όταν η ΝΔ στην εξουσία.
Όλα, εξάλλου, μαρτυρούν ότι η πελατειακή λογική με την οποία έγινε η επιλογή της εταιρίας είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν μπόρεσε να φέρει εις πέρας ένα σχετικά πολύπλοκο έργο που ήταν η παρεμπόδιση διπλοψηφιών –τύφλα να έχουν τα δένδρα που… ψήφισαν μαζικά το 1961- σε περίπου 1.200 κάλπες που έπρεπε να είναι διασυνδεδεμένες με τους εκλογικούς καταλόγους του υπουργείου Εσωτερικών.
Εν κατακλείδι, αν υπήρχαν στη Νέα Δημοκρατία του 2015 δυνάμεις ικανές να κάνουν, έστω εσωκομματικά, «σαμποτάζ», δεν θα είχε καταλάβει με τόση άνεση στην διακυβέρνηση ο Αλέξης Τσίπρας και ούτε θα στρογγυλοκάθονταν στις καρέκλες της εξουσίας τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που, υπό άλλες συνθήκες, μόνον ως… «καταληψίες» θα έμπαιναν στα υπουργεία.