Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μομφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μομφή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

«Όταν δεν ξέρεις που πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί»


Τα νομικά δεν είναι –και δεν θα μπορούσαν να είναι- το «ισχυρό χαρτί» του προέδρου κ. Αλέξη Τσίπρα. Γι΄ αυτό και μόνο κακοί σύμβουλοι μπορούν να χαρακτηριστούν όσοι τον οδήγησαν στον χειρισμό που επέλεξε να κάνει στο ζήτημα του πολυνομοσχεδίου με την υποβολή της πρότασης μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα και εν συνεχεία κατά του προέδρου της Βουλής κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη.
Ο νομικός μανδύας, με τον οποίο θέλησε ο κ. Τσίπρας να επενδύσει μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία, όπως ήταν η πρόθεσή του να καθυστερήσει την ψήφιση της συμφωνίας με την τρόικα, αποδείχθηκε διάτρητος. Και δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη η κίνησή του, αφού το γήπεδο στο οποίο επεχείρησε να παίξει ήταν, εκ προοιμίου, άγονο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι αντίπαλοί του, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, εν προκειμένω, είχαν αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα.
Το κρίσιμο, όμως, λάθος του κ. Τσίπρα, δεν είναι τόσο ότι δεν είχε έτοιμη πειστική επιχειρηματολογία –δείγμα ότι η πρότασή του δεν είχε τύχει ανάλογης επεξεργασίας- για να αντικρούσει την κυβερνητική απόρριψη, όσο ότι έδειξε ανέτοιμος να αξιοποιήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση για να προβάλει μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση εξουσίας που είναι το ζητούμενο για κάθε αξιωματική αντιπολίτευση που θέλει να δώσει την εντύπωση ότι βαδίζει ακάθεκτη προς την κυβέρνηση.  
Άλλωστε, ακόμη και αν η κυβέρνηση αποδεχόταν τη δική του, ανίσχυρη, ερμηνεία και διακοπτόταν η συζήτηση του πολυνομοσχεδίου για να προηγηθεί η πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομικών, τα ενδεχόμενα επικοινωνιακά κέρδη που προσδοκούσαν οι συνεργάτες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από τον κοινοβουλευτικό αιφνιδιασμό που επιστράτευσε, μάλλον θα ήταν μικρότερα από τη ζημιά που, ούτως ή άλλως, του προκαλεί ο ανέξοδος και στείρος ακτιβισμός στον οποίο επιδόθηκε.
Δεν χρειάζεται, εξάλλου, κανείς να ενστερνίζεται την κυβερνητική επιχειρηματολογία για να διαπιστώσει ότι η αμφισβήτηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ή η εκ των προτέρων διαμαρτυρία για το ενδεχόμενο επιστροφής της χώρας στις αγορές, μαρτυρούν ότι η αξιωματική αντιπολίτευση επενδύει στην αποτυχία της κυβέρνησης που στην παρούσα συγκυρία περισσότερο παρά ποτέ ταυτίζεται με την καταστροφή της χώρας.
Από μια υπεύθυνη αντιπολίτευση που φιλοδοξεί –και μάλιστα «οσονούπω», όπως ισχυρίζονται τα στελέχη της- να κυβερνήσει τη χώρα, το αναμενόμενο είναι να αξιοποιήσει μια τόσο κρίσιμη κοινοβουλευτική διαδικασία για να αποδομήσει άρθρο προς άρθρο και διάταξη προς διάταξη τη συμφωνία με την τρόικα και να αντιπαραβάλει τις εναλλακτικές προτάσεις της για όλα τα κρίσιμα ζητήματα που ρυθμίζονται με το κυβερνητικό πολυνομοσχέδιο.
Δυστυχώς, όμως, το προφανές άγχος που, όπως φαίνεται, καταλαμβάνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν, η μια μετά την άλλη, να διαψεύδουν τις ελπίδες της να κατακτήσει την εξουσία, άκοπα και μόνον από τα λάθη των κυβερνώντων, όπως είχε προεξοφλήσει, αντί να τους οδηγεί σε αναθεώρηση της τακτικής του «ώριμου φρούτου» που ακολουθούν από την επομένη των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, τους κάνει να επιμένουν στην αφελή στρατηγική ότι η κυβέρνηση θα πέσει «εκ των έσω».   
Στην αρχή ήταν οι λαϊκές κινητοποιήσεις που θα ανέτρεπαν την κυβερνητική πολιτική και θα εκφραζόταν με το… σκίσιμο του Μνημονίου στο Σύνταγμα. Μετά ήρθαν οι εκκλήσεις προς τους κυβερνητικούς βουλευτές να καταψηφίσουν τα νομοσχέδια. Στην πρώτη περίπτωση αποκαλύπτεται η αδυναμία να ερμηνευθεί το πραγματικό λαϊκό αίσθημα. Ενώ στη δεύτερη αναδεικνύεται η δυσκολία να εκτιμηθεί το αίσθημα αυτοσυντήρησης των  βουλευτών.  
Το αποτέλεσμα όλων αυτών το είδαμε την Κυριακή τόσο στις λαϊκές κινητοποιήσεις όσο και στην ψήφο των βουλευτών. Πολύ περισσότερο, όμως, το είδαμε στις έρευνες της κοινής γνώμης που δείχνουν την αξιωματική αντιπολίτευση καθηλωμένη. Και, παρά τα σκληρά μνημονιακά μέτρα των τελευταίων είκοσι μηνών, να εμφανίζεται αδύναμη να συσπειρώσει ακόμη και πολίτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και είδαν τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται.
Τι άλλο, άραγε, από έλλειψη πειστικής εναλλακτικής πρότασης εξουσίας αποκαλύπτει αυτό; Και ποιος μπορεί να ελπίσει ότι κοινοβουλευτικοί τακτικισμοί με προσχηματικές προτάσεις μομφής μπορούν να καλύψουν το τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας που δείχνει να βαραίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αναδύεται μέσα από τις κραυγαλέες εσωτερικές προγραμματικές αντιφάσεις και τις αλλοπρόσαλλες επιλογές προσώπων στις αυτοδιοικητικές εκλογές;         
Με αυτά και με πολλά άλλα έχω την αίσθηση ότι στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να βρίσκει την εφαρμογή του ο αφορισμός του Άγγλου συγγραφέα Λιούις Κάρολ, σύμφωνα με τον οποίο «όταν δεν ξέρεις που πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί».