Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΑΤΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΑΤΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

«Απρόβλεπτος νταλαβεριτζής» ή «προβλέψιμος πολικάντης»;

Στην Ελλάδα, ενδεχομένως κι αλλού, αλλά δεν μπορώ να το πω με την ίδια βεβαιότητα, έχουμε μια τάση να μεγαλοποιούμε κάθε τι που «ακουμπά» εκείνο που εμείς έχουμε ορίσει ως εθνικό συμφέρον. Η τάση αυτή μας οδηγεί στην απώλεια της μεγάλης εικόνας και μας κάνει να βλέπουμε συχνά τα μεγάλα ως μικρά και τα μικρά ως μεγάλα.

Δεκαετίες ολόκληρες, ακόμη και προ της εμφάνισης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική σκηνή της γειτονικής μας Τουρκίας, διαβάζουμε και ακούμε στον εγχώριο δημόσιο διάλογο για την υποτιθέμενη σταθερή εξωτερική πολιτική που ασκείται από την Άγκυρα.

Παλιότερα εκφραζόταν θαυμασμός για το «βαθύ κράτος» των στρατιωτικών που επέβαλε τη βούλησή του στους πολιτικούς, τους οποίους ανέτρεπε που και που όταν δεν ήταν πολύ «υπάκουοι» στα κελεύσματά του.

Πιο πρόσφατα -και ειδικά αυτές τις μέρες που έγινε η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, από όπου γράφω τούτες τις γραμμές- είναι σύνηθες να εκθειάζεται ο Ερντογάν ο οποίος υποτίθεται ότι ασκεί πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική επειδή συχνά δεν ακολουθεί τις νόρμες της Δύσης. 

Θεωρείται «αξιέπαινος» επειδή κάνει διάφορα παιχνίδια με τον Βλαντίμιρ Πούτιν. Όπως η προμήθεια ρωσικών οπλικών συστημάτων, η άρνηση της χώρας του να εφαρμόσει τις κυρώσεις κατά της Μόσχας που αποφασίστηκαν μετά την εισβολή στην Ουκρανία και πιο πρόσφατα η απειλή για χρήση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο.

Η αλήθεια είναι ότι θα αποτελούσε έκπληξη οποιαδήποτε άλλη στάση από τον αρχηγό ενός κράτους που τα τελευταία χρόνια στέλνει στρατεύματα σε μια πλειάδα -γειτονικών και μη- χωρών. Ο αυταρχικός ηγέτης μιας χώρας που, μόλις βρίσκει πρόσχημα, παραβιάζει τα σύνορα των γειτόνων του, δεν θα μπορούσε παρά να νοιώθει και να είναι αλληλέγγυος με έναν όμοιο του που με θρασύτητα εφαρμόζει τον αναθεωρητισμό από τον οποίο διακατέχονται και οι δύο.

Τα ερωτήματα βεβαίως που τίθενται κάθε φορά που ανοίγει μια τέτοια συζήτηση είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, αν και κατά πόσο όλη αυτή η στρατηγική που έχει χαράξει ο Τούρκος Πρόεδρος, είναι επωφελής για τη χώρα του. Και, δεύτερον, αν η Ελλάδα μπορεί να βαδίσει στον ίδιο δρόμο και, αγνοώντας τις συμμαχίες που έχει, να παριστάνει τον απρόβλεπτο ταραξία που αναζητά κάθε φορά αλά καρτ εταίρους.

Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι νομίζω ευκολότερη διότι όλοι θυμούμαστε ότι στα χρόνια του Μνημονίου κάθε φορά που επιδιώξαμε να βρούμε ανταπόκριση και αλληλεγγύη μακριά από το κοινό σπίτι που έχουμε με τους υπόλοιπους Ευρωπαίους και είναι οι θεσμοί της ΕΕ, το αποτέλεσμα ήταν μια ψυχρολουσία.

Οι ελπίδες, για παράδειγμα, ότι ο κοντινός στον Πούτιν ολιγάρχης Αλεξέι Μίλερ, που έχει υπό τον έλεγχο του την Gazprom, θα μας δάνειζε ή θα μας έδινε δωρεάν φυσικό αέριο, απεδείχθησαν φρούδες. Ενώ ο ίδιος ο Ρώσος Πρόεδρος που από την αρχή μας είχε προτρέψει να πάμε στο ΔΝΤ, κατόπιν όχι μόνον δεν δέχτηκε να (μας) τυπώσει δραχμές, αλλά έσπευσε να καρφώσει στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ ότι αξιωματούχοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τού υπέβαλαν σχετικό αίτημα. 

Η συνέχεια είναι γνωστή: μετά το οπερετικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, αναζητήσαμε εκεί που ο δανεισμός μας ήταν εξασφαλισμένος, στους ευρωπαϊκούς θεσμούς δηλαδή.

Επιστρέφοντας τώρα στο θέμα μας που είναι ο Ερντογάν και στο πρώτο ερώτημα που θέσαμε πιο πάνω και είναι αν η στάση του «απρόβλεπτου παίκτη», την οποία έχει υιοθετήσει, εξυπηρετεί τα τουρκικά συμφέροντα, η απάντηση είναι μάλλον περίπλοκη. 

Πριν προμηθευτεί τους ρωσικούς αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, η Άγκυρα είχε συμφωνήσει με τις Ηνωμένες Πολιτείες να συμμετάσχει στο πρόγραμμα κατασκευής των αεροσκαφών F-35, να αγοράσει επίσης F-16 και να αναβαθμίσει τα αεροσκάφη αυτής της κατηγορίας που διαθέτει ήδη. Ήταν άλλωστε τότε η εποχή Τραμπ και ανοικτοί οι δίαυλοι που είχε η οικογένεια Ερντογάν με τους τότε ενοίκους του Λευκού Οίκου.

Όλα αυτά άλλαξαν δραματικά μετά τα «νταλαβέρια» που είχε με τον Πούτιν και, κάπως έτσι, ο «πολλά βαρύς» Τούρκος Πρόεδρος έφθασε να εκλιπαρεί δυο και πλέον χρόνια τώρα για μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο και να εκδηλώνει -μερικές φορές και δημοσίως- τον εκνευρισμό του επειδή βρέθηκε εκεί ο Έλληνας πρωθυπουργός. 

Και ενώ τη μια στιγμή ψέγει τους Αμερικανούς, που ενισχύουν τις βάσεις τους στην Ελλάδα, αφού νωρίτερα ο ίδιος απειλούσε να κλείσει όσες ήταν στο έδαφός του (Ιντσιρλίκ), την επομένη παρακαλάει για να αναβαθμίσει την αεροπορική του δύναμη που είναι υποδεέστερη από εκείνη που διαθέτει η –«χρεωκοπημένη», κατ΄ αυτόν- Ελλάδα.

Παρακολουθώντας δημοσιογραφικά την παρουσία του Ερντογάν στην ισπανική πρωτεύουσα δεν μπορώ να πω ότι η στάση και οι κινήσεις του έδιναν την εντύπωση του «κραταιού ηγέτη που όλα τα μάτια ήταν πάνω του». Τουναντίον. Δεν εξέπεμπε κανένα δέος. Και ο λόγος μάλλον ήταν διότι όλοι προεξοφλούσαν εξ αρχής ότι έφθασε στη Μαδρίτη για να κλείσει το «νταλαβέρι» που είχε ξεκινήσει με το υποτιθέμενο βέτο στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ επειδή δήθεν οι Φινλανδοί και οι Σουηδοί υποθάλπουν Κούρδους τρομοκράτες και είχαν εμπάργκο όπλων προς την Άγκυρα.

Ο ίδιος για να δικαιολογήσει τη θέση του είχε επικαλεστεί το ελληνικό βέτο που έμπαινε επί χρόνια στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ. Μόνον όμως που, με όλες τις αρνητικές πτυχές που μπορεί κανείς να επισημάνει, η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία έπειτα από πολυετή και εξαντλητικό διάλογο συνομολόγησαν η Αθήνα με τα Σκόπια, σε τίποτε δεν μπορεί να συγκριθεί με το «Μνημόνιο» της περασμένης Τρίτης που υπέγραψαν Τουρκία, Φινλανδία και Σουηδία και στόχο είχε να δοθεί ένα περιτύλιγμα για να το «πουλήσει» ο Ερντογάν στο εσωτερικό της Τουρκίας τη νέα αναδίπλωσή του.

Θέλετε και το καλύτερο; Οι λεονταρισμοί του κατά της Ελλάδος -και πολύ περισσότερο η γκρίνια για τον εξοπλισμό της με αμερικανικά και γαλλικά όπλα- ήταν πλήρως απόντες από την Σύνοδο του ΝΑΤΟ, όπως και οι ανιστόρητες θεωρίες της αποκαλούμενης «Γαλάζιας Πατρίδας». Τα εξέφρασε όλα αυτά φεύγοντας από την Άγκυρα και τα επανέφερε επιστρέφοντας από τη Μαδρίτη, αφού στο ενδιάμεσο είχε φωτογραφηθεί χαμογελαστός – photo opportunity, το λένε στην Αμερική- δίπλα στον Πρόεδρο Μπάιντεν.

Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι υπερβάλλουν όσοι λένε ότι ο Ερντογάν είναι ένας «απρόβλεπτος νταλαβεριτζής». Το πιθανότερο είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν «προβλέψιμο πολικάντη». 

Ποιος είναι πιο επικίνδυνος, είναι άλλο θέμα!

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Ο Ανδρέας, ο Μαρκ Τουέιν και η πίστη στην πατρίδα ή στην κυβέρνηση

Σε μια συγκυρία κατά την οποία στη διεθνή ειδησεογραφία κυριαρχούν οι ιστορικές αποφάσεις δύο παραδοσιακά «αδέσμευτων» και ειρηνόφιλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Φινλανδία και η Σουηδία, να ζητήσουν να μπουν κάτω από την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, στη χθεσινή συνεδρίαση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις «σκοτώνονταν» για την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία με επιχειρηματολογία που έδειχνε να ανασύρεται από το χρονοντούλαπο παλαιότερων δεκαετιών.

Όποιος άκουγε τη συζήτηση έμενε έκπληκτος και μόνον από το γεγονός ότι… πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση είχαν οι αναφορές στον αλήστου μνήμης Πιουριφόι και στους χειρισμούς τους οποίους έκανε πριν από τρεις και τέσσερις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ανεξαρτήτως από ποια άποψη μπορεί να έχει κάποιος για την εξωτερική πολιτική του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, είναι απορίας άξιον πως μπορεί υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής μας να αναζητούν αναλογίες σε περιόδους οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα.

Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες, το γεωστρατηγικό περιβάλλον των ημερών μας είναι εντελώς διαφορετικό και δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα προηγούμενο και στη Βουλή των Ελλήνων κυριάρχησε το αν είχε δίκιο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που χαρακτήριζε «Ιανό» τον Ανδρέα Παπανδρέου ή αν ο τελευταίος σωστά έλεγε «έξω οι βάσεις του θανάτου» προτού η κυβέρνησή του υπογράψει, τη δεκαετία του ΄80, νέα συμφωνία για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη Φινλανδία και στη Σουηδία, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ ότι στη Στοκχόλμη και στο Ελσίνκι επικαλούνται λόγια και κινήσεις του Ούλοφ Πάλμε για να αξιολογήσουν τις πρωτοβουλίες της σημερινής πρωθυπουργού Μαγκνταλένα Άντερσον και να (επι)κρίνουν την απόφαση της ίδιας και της Φινλανδής ομολόγου της Σάνα Μάριν να υποβάλουν αίτημα για ένταξη των χωρών τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Το αστείο(;) είναι ότι υπήρξαν δημοσιεύματα στη χώρα μας που χαρακτήριζαν «αντιδημοκρατική» τη στάση τους. Το ό,τι οι υπογράφοντες αυτά τα δημοσιεύματα τάσσονται συγκεκαλυμένα ή και ανοικτά υπέρ της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία και ζητούν να τερματιστεί η αντίσταση των Ουκρανών στην καταπάτηση τη ανεξαρτησίας τους, προφανώς μόνον τυχαία δεν είναι…

Επιστρέφοντας, ωστόσο, στα δικά μας και στη σφοδρή χθεσινή αντιπαράθεση στη Βουλή για το περιεχόμενο που έχει η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η κατάρτισή της άρχισε επί των ημέρων της προηγούμενης κυβέρνησης και η οριστικοποίησή της έγινε από τη σημερινή, χωρίς, όμως, ουσιώδεις αποκλίσεις από τα τετελεσμένα της προηγούμενης περιόδου. Ακόμη και αν δεν πάρει κάποιος τοις μετρητοίς όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει ο απελθών πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ για την αγαστή συνεργασία που είχε με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι άλλαξαν πολλά πράγματα στην εξωτερική πολιτική μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019.

Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, αρκεί να ανατρέξει κανείς στα λεγόμενα από τον κ. Τσίπρα στην περί ης ο λόγος κοινοβουλευτική συζήτηση. «Ναι, πράγματι, επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν πάρα πολύ ουσιαστικά βήματα», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να συμπληρώσει: «Είχαμε απόλυτη αίσθηση της ευθύνης να υπερασπιστούμε την εθνική γραμμή και είχαμε πατριωτική αίσθηση της ευθύνης και προχωρήσαμε σε επιλογές που ενίσχυσαν τον ρόλο της χώρας διεθνώς και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».

Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, συνέχισε λέγοντας: «Ξέρετε πολύ καλά ότι επί ΣΥΡΙΖΑ καθιερώθηκε ο στρατηγικός διάλογος και το σχήμα 3+1. Επί ΣΥΡΙΖΑ προωθήθηκε και στηρίχθηκε όσο ποτέ άλλοτε ο αγωγός EastMed. Επί ΣΥΡΙΖΑ πέρασε το EastMed Act που πίεζε το State Department για πρώτη φορά να καταγράψει τις τουρκικές παραβιάσεις και να άρει το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησαν επενδύσεις αμερικανικές όπως το FSRU που εγκαινιάσατε προχθές. Καλά κάνατε και το εγκαινιάσατε, αλλά είπατε “δικό μας έργο”. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε αυτό. Μαζί με τον Μπορίσοφ το υπογράψαμε». 

Και δεν έμεινε εκεί: «Εγκαινιάσατε και τα Ναυπηγεία της Σύρου. Επί ΣΥΡΙΖΑ έγινε και αυτό το έργο», πρόσθεσε για να συνοψίσει ο ίδιος: «Η Ελλάδα και κάθε Έλληνας πρωθυπουργός, κύριε Μητσοτάκη, οφείλει να διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση των διμερών μας σχέσεων, αλλά σε αμοιβαία επωφελή βάση. Για εμάς αμοιβαία επωφελής βάση συνεργασίας στον τομέα της άμυνας είναι η εξασφάλιση ανταλλαγμάτων και εγγυήσεων σε σχέση με τα αμυντικά συμφέροντα της χώρας».

Το καλύτερο όλων, ωστόσο, ήταν όταν ο κ. Τσίπρας -άθελά του, κατά τα φαινόμενα- επικαλέστηκε την ίδια ακριβώς ρήση του Μαρκ Τουέιν που είχε χρησιμοποιήσει λίγο νωρίτερα ο κ. Μητσοτάκης. «Πατριωτισμός σημαίνει πίστη στην πατρίδα πάντα, πίστη στην κυβέρνηση μόνο όταν το αξίζει», ήταν η επίμαχη φράση στην οποία, όμως, οι δύο αρχηγοί… κατάφεραν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία. Ο μεν πρωθυπουργός είπε ότι στο θέμα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας «συμπίπτουν και ισχύουν απόλυτα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις». Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντέτεινε ότι «εσείς αποδεικνύετε, μέρα με τη μέρα, ότι δεν το αξίζετε».

Για να αποδειχθεί, έτσι, πως όταν ένας πολιτικός θέλει να διαφωνήσει, μπορεί να το κάνει ακόμη και όταν συμφωνεί…

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Περιοδεύων θίασος σε διεθνή και εγχώρια τουρνέ



Οι δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου από την έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «δεν θα εφαρμοστεί ποτέ» επειδή ο ίδιος θεωρεί ότι «δεν θα περάσει από τη Βουλή της ΠΓΔΜ, ούτε από το δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα», υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν σάλο. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, όμως, δεν ήταν παρά ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρόσυρτο πολιτικό τραγέλαφο τον οποίο ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Την ώρα που ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, παρίστατο στη Σύνοδο Κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας για να υπογραμμίσει την ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη συμφωνία που συνομολόγησε με τον ομόλογό του στα Σκόπια Ζόραν Ζάεφ, ο παρακαθήμενος συγκυβερνήτης του δεν είχε καμία δυσκολία να ισχυριστεί τα ακριβώς αντίθετα από όσα εκείνος προωθούσε.
«Μπορεί να μαζεύουν προσκλήσεις και να φωτογραφίζονται, αλλά στο ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να μπουν όσο χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία», διατεινόταν ο κ. Καμμένος. Και αυτό σε μια στιγμή που δημοσιοποιούνταν το προσχέδιο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ με το οποίο χαιρετίζεται «η ιστορική συμφωνία μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων στο θέμα του ονόματος». Συμφωνία που όλοι, πλέον, αναγνωρίζουν ότι ανοίγει διάπλατα τον ευρωατλαντικό δρόμο των γειτόνων είτε με το νεοαποκτηθέν όνομα «Βόρεια Μακεδονία» είτε ως FYROM.
Με μια τόσο κακοστημένη παράσταση που έστησαν οι δύο κυβερνητικοί εταίροι για καθαρά μικροκομματικούς λόγους οι οποίοι σχετίζονται με την κατανομή ρόλων –ο καθένας να απευθύνεται στο εναπομείναν δικό του ακροατήριο- είναι απορίας άξιον πως μπορεί να αναμένουν ότι θα τους πάρει στα σοβαρά κάποιος από τους υπόλοιπους ηγέτες που μετέχουν στη Σύνοδο.
Μπροστά σε αυτό το αστείο και συνάμα θλιβερό θέαμα που όμοιο δεν πρέπει να έχει υπάρξει στα παγκόσμια πολιτικά χρονικά, καθώς ποτέ άλλοτε δύο πολιτικοί από την ίδια χώρα και την ίδια κυβέρνηση δεν έχουν εμφανιστεί σε ένα τόσο υψηλού επιπέδου διεθνές forum να υποστηρίζουν ο ένας τα ακριβώς αντίθετα από τον άλλο, δύσκολα θα πειστούν ξένοι αξιωματούχοι, όπως η καγκελάριος Μέρκελ, να ανταποκριθούν στο αίτημα της ελληνικής πλευράς για άσκηση πίεσης προς την Άγκυρα ώστε να απελευθερωθούν οι δύο στρατιωτικοί μας που εξακολουθούν να κρατούνται παράνομα στην Αδριανούπολη.
Πριν από περίπου τρεις μήνες, εξάλλου, ανακοινωνόταν πομπωδώς το αίτημα για μεσολάβηση στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που είχε απευθύνει τηλεφωνικώς ο κ. Τσίπρας στον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, αίτημα το οποίο, παρά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, δεν έφερε αποτέλεσμα γιατί ο νέο-Σουλτάνος της Άγκυρας επικαλέστηκε τις απερίσκεπτες υποσχέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών οι οποίοι κατέφυγαν στη χώρα μας μετά το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Μέχρι προχθές, άλλωστε, η κυβέρνηση «κρατούσε μούτρα» στον Τούρκο Πρόεδρο και ο Έλληνας πρωθυπουργός επί σχεδόν τέσσερις μήνες δεν σήκωνε το τηλέφωνο να μιλήσει μαζί του. Και όχι μόνον αυτό. Χρησιμοποίησε το βήμα της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος για να επιτεθεί στην πρώην υπουργό Ντόρα Μπακογιάννη επειδή πήγε στην τελετή ορκωμοσίας του Τούρκου Προέδρου, ισχυριζόμενος ότι «η επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία δεν χρειάζεται κανέναν αυτόκλητο καλοθελητή» και «ούτε συμβάλλει σε τίποτα η παρουσία Ελλήνων πολιτικών σε φιέστες στην Άγκυρα».
Αίφνης, όμως, μια μέρα μετά το υβρεολόγιο κατά της Μπακογιάννη, που κλιμακώθηκε με non paper από τα υπόγεια του Μαξίμου, γινόταν γνωστό ότι επίκεται συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν στις Βρυξέλλες, δείγμα ότι «τα μούτρα» στον Τούρκο ξεχάστηκαν επειδή προφανώς διεφάνη ο κίνδυνος ότι μπορούσε να κλέψει κάποιος άλλος τη δόξα της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων κρατούμενων. Διότι, όπως όλα δείχνουν, το θέμα δεν είναι η απελευθέρωσή τους –αν ήταν θα ζητούσαν από την πρώην υπουργό να κάνει κι εκείνη ό,τι μπορεί- αλλά ποιος θα καρπωθεί το (μικρο-)κομματικό όφελος.
Και ενώ τα πρώτα ονόματα του κυβερνητικού θιάσου έδιναν την αλλοπρόσαλλη παράσταση των Βρυξελλών, με τον έναν να εκθειάζει και τον άλλο να καταδικάζει τη συμφωνία των Πρεσπών, το εγχώριο φιλοθεάμον κοινό δεν… έμενε παραπονεμένο. Την ίδια ώρα ένα άλλο «μπουλούκι», προερχόμενο από τον ίδιο θίασο και εκτελώντας εντολές του θιασάρχη που μετείχε στη διεθνή τουρνέ, ανέβαζε στο θέατρο της Βουλής ένα ακόμη πιο κακοπαιγμένο έργο. Ένα έργο το οποίο αφορούσε εν γένει τις εκλογές που φαίνεται ότι έχουν γίνει ο εφιάλτης των κυβερνώντων.
Για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά -δεν θα αφήσει κανένα ρεκόρ για ρεκόρ που να μην καταρρίψει το συνονθύλευμα που παριστάνει τη κυβέρνηση- υποβλήθηκε τροπολογία με την οποία αναιρείται κεντρική ρύθμιση ενός από τα πιο πολυδιαφημισμένα νομοσχέδια της τελευταίας περιόδου. Διότι αυτό ακριβώς γίνεται με την τροπολογία που επαναφέρει τη χρονική σύμπτωση των ευρωεκλογών με τις αυτοδιοικητικές κάλπες και που το νομοσχέδιο του υπουργού Εσωτερικών Π. Σκουρλέτη στο οποίο ενσωματώνεται όριζε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αποσύνδεση.
Τι έκανε ο κ. Σκουρλέτης που από πρωταγωνιστής βρέθηκε κομπάρσος αποδεχόμενος βουλευτική τροπολογία που τον «άδειαζε»; Ό,τι ακριβώς είχε κάνει όταν ως υπουργός Εργασίας ανακοίνωνε την κατάθεση νομοσχεδίου που ανέβαζε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Και ό,τι έπραξε όταν ως υπουργός Ενέργειας διέψευδε την πώληση μονάδων της ΔΕΗ κάνοντας λόγο για «μπίζνες» χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να δώσει αργότερα θετική ψήφο.
Εξάλλου, τόσο ο κ. Σκουρλέτης όσο και οι περισσότεροι που συμμετέχουν στον κυβερνητικό θίασο, ρόλους υποδύονται. Αλλιώς δεν εξηγείται ότι έχουν ξεπεράσει κάθε όριο αμοραλισμού, κάνοντας σχεδόν σε όλα τα θέματα τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγαν. Είτε παλαιότερα, είτε τώρα.

Πέμπτη 7 Ιουνίου 2018

Εθνικές παραχωρήσεις για ένα… πινάκιο χρέους;


            Είναι παντελώς ακατανόητη η σπουδή με την οποία ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ επιμένουν στις προαναγγελίες για επερχόμενη λύση στο Σκοπιανό. Κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο η ελληνική πλευρά εμφανίζεται ως να είμαστε εμείς οι επισπεύδοντες που πρέπει να βιαστούμε να συμβιβαστούμε με τους βόρειους γείτονες για «να μη χαθεί η ευκαιρία».
            Ποια «ευκαιρία», όμως, είναι αυτή; Και από πού ως πού επειγόμαστε εμείς να μη χαθεί; Η επιχειρηματολογία που χρησιμοποιούν οι θιασώτες του δόγματος «λύση εδώ και τώρα» είναι σαθρή και μόνον με όρους πολιτικής εμμονής μπορεί να δικαιολογηθεί, αφού εκείνοι που την προωθούν προέρχονται κατά βάση από τις τάξεις όλων εκείνων που εδώ και χρόνια διατείνονταν ότι «δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε ακόμη και αν τους αναγνωρίσουμε ως σκέτη “Μακεδονία”».
            Για όποιον δεν τρέφει αυταπάτες, κατά τα 27 χρόνια τα οποία πέρασαν από τότε που, με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, επανήλθε στο προσκήνιο το μείζον ζήτημα της ονομασίας που θα λάβει το κρατίδιο των Σκοπίων, απεδείχθη ότι είχαν δίκιο όλοι όσοι από την πρώτη στιγμή επέμεναν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να συναινέσει στην ψευδεπίγραφη ονομασία που διεκδικούν οι γείτονες μας.
            Πως απεδείχθη; Με τις προ καιρού αποφάσεις του νυν πρωθυπουργού της ΠΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ να αποσύρει τα αγάλματα που παρέπεμπαν στον Μεγαλέξανδρο και στην κλεψίτυπη ιστορία των αρχαίων Μακεδόνων και να αλλάξει ονόματα στο αεροδρόμιο της πρωτεύουσας του και στον αυτοκινητόδρομο που οδηγεί στα ελληνικά σύνορα.
Αν η Αθήνα, για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, δεν είχε απαρέγκλιτα επιμείνει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει συμβιβασμός αποτελεί η αφαίρεση όλων των ανιστόρητων και αλυτρωτικών συμβόλων, είναι βέβαιο ότι οι Σκοπιανοί θα συνέχιζαν να εμφανίζονται ως αποκλειστικοί κληρονόμοι των Μακεδόνων βασιλέων, ενώ και στα κυβερνητικά κτίρια των Σκοπίων θα κυμάτιζε ακόμη η εμβληματική σημαία της Βεργίνας που κατέβηκε μετά την ενδιάμεση συμφωνία του 1995.
Οι ισχυρισμοί ότι τάχατες η χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια «απώλεσε διπλωματικό κεφάλαιο» είναι παντελώς ανυπόστατοι. Κανένα διπλωματικό κεφάλαιο δεν απωλέσαμε ακόμη και όταν η επιμονή μας να χρησιμοποιείται διεθνώς η προσωρινή ονομασία FYROM προσέκρουε είτε σε κουτοπονηριές των γειτόνων μας είτε σε έλλειψη κατανόησης ή επίδειξη αδιαφορίας από ορισμένους (εντός ή εκτός εισαγωγικών) συμμάχους μας.
Το γεγονός ότι τα Σκόπια δεν μπήκαν στο ΝΑΤΟ το 2008, όπως διακαώς επιθυμούσαν υπερατλαντικοί παράγοντες, εξαιτίας της απειλής μας για «βέτο» δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρά διπλωματικά όπλα για να υπερασπιστεί τα ιστορικά της δίκαια. Το ίδιο ισχύει και για τον ευρωπαϊκό δρόμο των γειτόνων μας οι οποίοι πρέπει να καταλάβουν ότι η διαδρομή τους προς τις Βρυξέλλες περνάει υποχρεωτικά από την Αθήνα.
Άνευ αντικρίσματος είναι, εξάλλου, οι ισχυρισμοί ότι η μη εξεύρεση λύσης, όπως αυτής που θέλουν οι Σκοπιανοί –να τους λέμε εμείς όπως θέλουμε και αυτοί να έχουν διεθνώς άλλη ονομασία- διευκολύνει δήθεν την διείσδυση της ερντογανικής Τουρκίας στα Βαλκάνια. Αν, δηλαδή εμείς, χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση, δεχθούμε να μπει ο προσδιορισμός «Βόρεια» (Servena), «Άνω» (Gorna) ή «Νέα» (Nova) πριν από τη λέξη «Μακεδονία» σε τί θα εμποδίσουμε την Άγκυρα να προσεγγίσει με τα Σκόπια;
Εξίσου έωλο είναι επίσης και το δήθεν επιχείρημα ότι εξαιτίας της εκκρεμότητας με το όνομα πλήττονται τα οικονομικά μας συμφέροντα επειδή δεν αναπτύσσονται οι οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών. Οι πάμπολλες ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη γείτονα, όπως και το σπίτι που έχει αποκτήσει ο πρωθυπουργός τους για να κάνει τα μπάνια του στη Χαλκιδική, συνιστούν αψευδείς μαρτυρίες ότι η εκκρεμότητα της ονομασίας δεν βλάπτει τα εθνικά συμφέροντα, όπως διατείνονται ορισμένοι.
Αλλά και αν δεχθούμε ότι στην προκειμένη περίπτωση μπλέκονται τα εθνικά με τα οικονομικά συμφέροντα, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι οι οικονομικές επιπτώσεις οιουδήποτε γεγονότος είναι συνήθως πρόσκαιρες και αφορούν -στην χειρότερη περίπτωση- μια γενιά, ενώ οι εθνικές παραχωρήσεις μπορεί να αποδειχθούν αιώνιες και ανεπίστρεπτες.
Η τελευταία αυτή επισήμανση αποκτά ιδιαίτερη σημασία εξαιτίας του γεγονότος ότι η δικαιολογία η οποία παρασκηνιακά διακινείται για τη σπουδή του Μεγάρου Μαξίμου να συμβιβαστεί με τον Ζόραν Ζάεφ είναι ότι έχουν ληφθεί υποσχέσεις σύμφωνα με τις οποίες διεθνείς παράγοντες –από την Ευρώπη, αλλά και υπερατλαντικά- θα επιδείξουν μεγαλύτερη «γενναιοδωρία» στη διευθέτηση του χρέους, εάν και εφόσον εμείς «τα βρούμε» με τα Σκόπια.
Φημολογίες τέτοιου είδους, ωστόσο, είτε προέρχονται από την ίδια μήτρα που γέννησε τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες των νυν κυβερνώντων, τις οποίες βιώσαμε τόσο επώδυνα το 2015, είτε διαθέτουν ψήγματα αληθείας, δεν πρόκειται να γίνουν ανεκτές από τον ελληνικό λαό.
Είναι πασιφανές τόσο από το σύνολο των μετρήσεων της κοινής γνώμης που έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα όσο και από τη μαζικότητα των συλλαλητηρίων που διεξήχθησαν ότι οι Έλληνες πολίτες μπορεί, εκόντες άκοντες, να ανέχτηκαν τη φτωχοποίηση που τους επεβλήθη, δεν είναι όμως διατεθειμένοι να ανεχτούν και το εθνικό ξεπούλημα για ένα… πινάκιο χρέους.
Ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τους οι κυβερνώντες. Και φυσικά όσοι τους σιγοντάρουν.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2016

Ο Αβδηριτισμός δεν είναι παντοτινός



            Εκεί κάπου στα όρια που χωρίζουν την -τόσο επίκαιρη τούτες τις μέρες- Μακεδονία με τη Θράκη, βρίσκονται τα Άβδηρα, οι κάτοικοι των οποίων, οι περιώνυμοι Αβδηρίτες, υπήρξαν κατά τους τον αρχαίους χρόνους διαβόητοι για την ακρισία και τη ματαιοδοξία που χαρακτήριζε τον βίο και την πολιτεία τους.
            Είναι αρκετά τα, εν είδει ανεκδότων, ιστορικά ανάλεκτα τα οποία από την αρχαιότητα φθάνουν ως τις μέρες μας για να περιγράψουν τον «αβδηριτισμό» ως φαινόμενο συνώνυμο της ανοησίας από την οποία μπορεί να καταληφθεί σε κάποιες φάσεις ένα ολόκληρο κοινωνικό σώμα.
            Αναφέρεται, για παράδειγμα, η κατασκευή στα  Άβδηρα ενός υδραγωγείου που ήταν τόσο άκριτα πολυδάπανη ώστε δεν απέμειναν χρήματα για να διατεθούν για τη σύνδεση του με την πηγή από την οποία θα μεταφερόταν νερό στην πόλη. Παρότι, όμως, το έργο δεν εκπλήρωσε ποτέ τον σκοπό του και έχασκε ημιτελές, ουδείς από τους Αβδηρίτες συγκινούνταν.
Άλλοι διηγούνται τη σκληρή δικαστική διαμάχη που έμεινε στην Ιστορία μέσα από τη γνωστή έκφραση «περί όνου σκιάς». Προέρχεται από την οξεία διαφωνία που εκδηλώθηκε ανάμεσα σε δύο Αβδηρίτες για το αν περιλαμβανόταν ή όχι στην αμοιβή της μίσθωσης ενός γαϊδάρου η (πρόσθετη) υπηρεσία της μεσημβρινής σκιάς που, εκτός από το μεταφορικό έργο, παρέσχε το τετράποδο στον ενοικιαστή των υπηρεσιών του.
Θυμήθηκα όλα τούτα καθώς μαίνεται η μεγάλη αναταραχή που –όλως αιφνιδίως;- φαίνεται να προκλήθηκε στο εσωτερικό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ, του πανευρωπαϊκά, αν όχι και παγκόσμια, πιο σουρεαλιστικού κυβερνητικού σχήματος, με αφορμή κάτι που όλοι αναγνωρίζουν ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα «γλωσσικό ολίσθημα» του αρμόδιου για τη μεταναστευτική πολιτική αναπληρωτή υπουργού Γιάννη Μουζάλα.
Είναι απίστευτο ότι άνθρωποι, οι οποίοι εξακολουθητικά αποστρέφουν το βλέμμα τους από το αίσχος διαρκείας που εξελίσσεται στους λασπότοπους της Ειδομένης, κατελήφθησαν αίφνης από… ιερά εθνική αγανάκτηση για ένα στιγμιαίο λάθος, στο οποίο υπέπεσε ο κ. Μουζάλας όταν αποκάλεσε τη FYROM ως «Μακεδονία» αντί για το συνταγματικό της όνομα, όπως επιβάλλεται να κάνει ένας Έλληνας αξιωματούχος.
Παρότι ο δράστης του συγκεκριμένου –λεκτικού, πάντα- ατοπήματος έδειξε διάθεση να το διορθώσει, κατά έναν πολύ παράδοξο τρόπο οι επικριτές του όχι μόνον δεν τον συγχώρησαν, αλλά ανέσυραν από το προεκλογικό χρονοντούλαπο τη χιλιοφορεμένη «λεοντή» του ματαιόδοξου εθνοπατριωτισμού επειδή τάχα θίχθηκαν τα εθνικά τους ιδεώδη.
Θέλουν, προφανώς, να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι το τελευταίο διάστημα το μόνο που είχαν να επιδείξουν ήταν η μοναδική στα χρονικά ακρισία που δεν τους εμπόδισε να καταπιούν τόσες και τόσες διαψεύσεις και ακόμη περισσότερες ταπεινώσεις: από τα hot post που υπόσχονταν ότι ποτέ δεν θα επέτρεπαν να γίνουν στα νησιά ως τα κλειστά σύνορα που de facto μάς επέβαλαν οι βόρειοι γείτονες, τους οποίους, κατά τα λοιπά, απειλούσαμε εμείς με… απομόνωση, για να μη θυμηθούμε τους παλαιότερους «λεονταρισμούς» για τις αποστολές τζιχαντιστών και τις πρόσφατες περιπολίες του ΝΑΤΟ.
Κακά τα ψέματα, ο αρχηγός των ΑΝΕΛ και υπουργός Άμυνας άδραξε μια -ουσιαστικά ανύπαρκτη- αφορμή για να στήσει έναν καβγά που θυμίζει έντονα την «περί όνου σκιά» διαμάχη ανάμεσα στους Αβδηρίτες, τους ίδιους ενδεχομένως, οι οποίοι είχαν, τουναντίον, μείνει παντελώς αδιάφοροι για το πανάκριβο ημιτελές υδραγωγείο. Όπως, προφανώς, έκαναν οι κυβερνητικοί εταίροι του Πάνου Καμένου με τη συμφωνία για τα περιβόητα «σαπάκια», τα υπέργηρα αεροσκάφη του Ναυτικού που ο εκσυγχρονισμός θα μας κοστίσει άνω των 500 εκατ. δολαρίων.
Με άλλα λόγια, και η πλευρά Καμμένου και η πλευρά Μαξίμου «διυλίζουν την κάμηλο και καταπίνουν την κάμηλο», για να θυμηθούμε την ευαγγελική ρήση, επειδή πιστεύουν ότι έχουμε, ίσως, καταληφθεί ομαδικά ως έθνος από το σύνδρομο του «αβδηριτισμού». Σε βαθμό τέτοιο, μάλιστα, που να θεωρούν ότι μπορεί να συνεχίζουν να προσβάλουν βάναυσα τη νοημοσύνη μας με το να θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι η διαφορά που τους χωρίζει είναι το πώς θα αποκαλείται η γειτονική χώρα.
Επειδή, όμως, ακόμη και στα δυσφημισμένα Άβδηρα, που υπήρξε και γενέτειρα γνωστών φιλοσόφων, δεν είχαν καταληφθεί όλοι και για πάντα από «αβδηριτισμό», είναι πιθανό ότι η διαφαινόμενη σύγκρουση ανάμεσα στους δύο τόσο ασυνταίριαστους κυβερνητικούς εταίρους μπορεί εν τέλει να λειτουργήσει λυτρωτικά, λύνοντας, έστω και μέσα από ένα επώδυνο διαζύγιο, έναν γάμο συμφέροντος που έφαγε όλα τα –υποτιθέμενα «αντιμνημονιακά»- ψωμιά του.
Ο αβδηριτικής έμπνευσης συνδυασμός ακρισίας, ματαιοδοξίας και ανοησίας, που βιώνουμε το τελευταίο 14μηνο, δεν οδηγεί πλέον πουθενά και είναι επιτακτική η ανάγκη να τερματιστεί το συντομότερο. Με τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης; Ενδεχομένως. Με τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών; Ίσως.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν μπορεί να έχει μακρινή ημερομηνία λήξης μια κυβέρνηση η οποία, ενώ ανέχεται να βλέπει τη χώρα, στην οποία υποτίθεται ότι ασκεί εξουσία, να μετατρέπεται σε ξέφραγο αμπέλι, απειλείται με κατάρρευση από διορθώσιμα λεκτικά λάθη. Γι΄ αυτό και όσο νωρίτερα φύγει, τόσο το καλύτερο.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Χάσαμε τους συμμάχους, μας έμειναν οι «προστάτες»



            Πιο απομονωμένη διπλωματικά και περισσότερο ταπεινωμένη εθνικά, από όσο είναι σήμερα, η χώρα μας δεν πρέπει να έχει υπάρξει στο παρελθόν, ίσως από την εποχή της εθνικής Παλιγγενεσίας. 
Ακόμη και στις πλέον «ανώμαλες» περιόδους, όπως η χουντική επταετία, βρέθηκαν στη διεθνή σκηνή καθεστώτα, όπως εκείνα της Αλβανίας του Χότζα ή της Κίνας του Μάο, που για τους δικούς τους λόγους αναβάθμισαν τις σχέσεις με την Ελλάδα των συνταγματαρχών, σπάζοντας την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα ιδίως μετά την υποχρεωτική αποχώρησή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Έμελλε, δυστυχώς, στις μέρες μας, η Ελλάδα του σκληρού πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η χώρα που στο πρόσφατο παρελθόν κατήγαγε τεράστιες διπλωματικές νίκες, πετυχαίνοντας υψιπετείς στόχους, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σε πείσμα της λυσσώδους αντίδρασης της Άγκυρας, να μετατραπεί στον απόλυτο διπλωματικό παρία της Ευρώπης των «28» που κανείς δεν τον υπολογίζει, ούτε δεν τον σέβεται, μηδέ τον υπολήπτεται.
Και μπορεί το περασμένο καλοκαίρι να μας την «χάρισαν», αναβάλλοντας τα προχωρημένα σχέδια να μας διώξουν από την ευρωζώνη και ενδεχομένως από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τώρα που οι ολέθριοι –όχι μόνον από την δική μας πλευρά- χειρισμοί του Μεταναστευτικού δημιούργησαν μια τεράστια βόμβα η οποία απειλεί τη συνοχή χωρών και την παραμονή στην εξουσία κυβερνήσεων, όλα δείχνουν ότι πολύ δύσκολα να μας τη «ξαναχαρίσουν».
Μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα, επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι για τη μετατροπή της ελληνικής επικράτειας σε ένα απέραντο «hotspot», όπως ευσχήμως μας έπεισαν να αποκαλούμε τα ατελείωτα «τσαντίρια» τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να στήνουμε για να φιλοξενήσουμε –εκόντες, άκοντες- τις μυριάδες των απελπισμένων από τη μισή Ασία και την άλλη μισή Αφρική που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το ελληνικό έδαφος ως πέρασμα προς το «ευρωπαϊκό όνειρο» τους.
Το πιο απογοητευτικό στην ούτως ή άλλως απελπιστική κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται μετά το κλείσιμο των βόρειων συνόρων, που πολλοί, εκτός από την κυβέρνηση, βλέπαμε να έρχεται αργότερα ή γρηγορότερα, είναι ότι η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα χωρίς να έχει στο πλευρό της ούτε έναν πραγματικό σύμμαχο. Αντιθέτως, όλοι, μα όλοι, οι βαλκάνιοι γείτονες συντονίστηκαν με την Αυστρία, η οποία αποκτά ρόλο ρυθμιστή των ευρωπαϊκών που ούτε την εποχή του Μέτερνιχ  δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Που είναι, άραγε, εκείνες οι βαρύγδουπες εξαγγελίες για την «Συμμαχία του Ευρωπαϊκού Νότου»; Τι απέγιναν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για «την Ευρώπη που αλλάζει εξαιτίας του ΣΥΡΙΖΑ»; Προφανώς χάθηκαν μαζί με την δήθεν «υπερήφανη διαπραγμάτευση» που είχε ως επικεφαλής τον –σχεδόν κατά γενική ομολογία, πλέον-ανεκδιήγητο πρώην  υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πρώτος πέτυχε την απομόνωση της χώρας στις συνεδριάσεις του Eurogroup.
Με συγχωρείτε, αλλά όταν προκαλείς τον Σλοβένο ή τον Σλοβάκο, ο οποίος, αν και φτωχότερος, συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας σου, επειδή ανήκει στην ευρωζώνη, γιατί να σε σεβαστεί ο Ούγγρος ή ο Βούλγαρος, ιδίως όταν στον τελευταίο κλείνεις και τα σύνορα επειδή έχεις αγροτικές κινητοποιήσεις; Πολύ περισσότερο δεν θα σε σεβαστεί η πολιτική τάξη της ΠΔΓΜ που βρήκε με τη μεταναστευτική κρίση τη χρυσή ευκαιρία που χρόνια αναζητούσε για να αναδείξει γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας.
Κακά τα ψέματα, είτε από άγνοια των πραγμάτων είτε από ιδεοληπτικές εμμονές, η σημερινή κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τις τύχες της χώρας, δεν επεδίωξε τη σύναψη αποδοτικών συμμαχιών. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς για δήθεν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, εκείνο που πραγματικά κυνήγησαν οι διπλωματικοί ινστρούχτορες της σημερινής κυβέρνησης ήταν η σύναψη σχέσεων «προστασίας».
Αρχικώς στράφηκαν εκτός Ευρώπης, πλην, όμως, όταν ναυάγησαν νωρίς – νωρίς τα όνειρα για κινέζικες πιστώσεις και ρωσικές προκαταβολές, το έριξαν στις γονυκλισίες προς τον Ομπάμα. Για να καταλήξουν να σέρνονται πότε πίσω από την Μέρκελ και πότε τον Ολάντ, αγνοώντας όλους τους άλλους μικρότερους Ευρωπαίους «παίκτες». Αντί, λοιπόν, να ανοίξουν εδώ και καιρό απευθείας διαύλους με τους γείτονες μας, εναπέθεσαν όλες τις ελπίδες στους «προστάτες».
Από αυτούς περιμένουν τώρα να μας… λυπηθούν και να πιέσουν τους γείτονες μας να ανοίξουν τα σύνορα και τους λοιπούς Κεντροευρωπαίους να δεχθούν να πάρουν στο έδαφός τους μερικούς από τους χιλιάδες των μεταναστών που με αμείωτη ένταση θα εξακολουθήσουν να έρχονται στην Ελλάδα, επειδή εδώ είναι πολύ καλύτερα από τις χώρες τους και αρκετά καλύτερα από την Τουρκία.
Μέχρι το ΝΑΤΟ, που οι σημερινοί κυβερνώντες ήθελαν μέχρι πρότινος τη διάλυσή του, δέχθηκαν, στο πλαίσιο αυτής της λογικής της «προστασίας», να αναλάβει τα ηνία στο Αιγαίο, κάτι που επί σειρά δεκαετιών ήταν αδιανόητο να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη ελληνική κυβέρνηση. Παρά ταύτα, όμως, τα αποτελέσματα και αυτού του απελπισμένου διπλωματικού χειρισμού δεν άλλαξαν τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε η χώρα εξαιτίας της άφρονος πολιτικής που ακολουθήθηκε τον περασμένο χρόνο.
Αλλά, πως μπορεί να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό στην εξωτερική πολιτική, όταν οι ίδιοι άνθρωποι δεν μπορούν να συνάψουν συμμαχίες ούτε καν στο εσωτερικό που έχουν δίπλα τους τόσο «πρόθυμους» -μέχρι παρεξηγήσεως…- συμπαραστάτες, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Φώφη Γεννηματά, ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης;
Αντί να αδράξουν την ευκαιρία της συναίνεσης που τους προσφέρεται, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβερνώσα παρέα του επιλέγουν τα διχαστικά ψεύδη και τις αλαζονικές απειλές. Είναι σαφές ότι αδιαφορούν αν έτσι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κάθονται. Και, προφανώς, δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στη ζημιά την οποία προκαλούν στον εθνικό και κοινωνικό κορμό.