Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΝΔ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Καμπανάκια για τον Νίκο Ανδρουλάκη


Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2021, το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το οποίο έμοιαζε σχεδόν αμετάβλητο και παγιωμένο επί περίπου μια εξαετία, εμφάνισε κάποιες πρώτες τάσεις ανατροπής.

Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκατοντάδες δημοσκοπήσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τα αποτελέσματα που έβγαλαν οι κάλπες του Μαΐου και του Ιουλίου του 2019, έδειχναν πάνω κάτω την ίδια εικόνα: η ΝΔ να προηγείται σταθερά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στη διεκδίκηση της εξουσίας και ο ρόλος των υπόλοιπων κομμάτων να είναι επί της ουσίας περιθωριακός και προβλέψιμος, όπως και η σειρά κατάταξή τους.

Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τον περυσινό Δεκέμβριο, προκάλεσε ισχυρές πολιτικές εντυπώσεις, οι οποίες δεν άργησαν να αποτυπωθούν και στα ευρήματα όλων των ερευνών με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Ο «νέος παίκτης», για τον οποίο έκαναν λόγο πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνης της περιόδου, έδειχνε ικανός να ρυμουλκήσει στη δική του ανοδική πορεία και τις πενιχρές επιδόσεις του άλλοτε κραταιού κόμματός του. Όπως και να δώσει πνοή στις προσδοκίες για απόκτηση του ρυθμιστικού ρόλου τον οποίο συνήθως διεκδικούν τα κόμματα που προσπαθούν και καταφέρνουν να ξεφύγουν από την άχαρη και αδιάφορη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευση.

Έχοντας εισροές ψηφοφόρων τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη έδειξε τον πρώτο καιρό να πλησιάζει επικίνδυνα τον ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας, μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο να του αποσπάσει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. 

Σε κάποιες από τις δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου βρέθηκε σε θέση βολής, καθώς το ποσοστό που συγκέντρωνε απείχε μόλις τέσσερις μονάδες από την Κουμουνδούρου. Για την ακρίβεια, το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να έχει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειωνόταν ανώμαλα στο 19%.

Η συνέχεια, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις αρχικές προσδοκίες, αφού δώδεκα μήνες αργότερα το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει για τα καλά την κατιούσα. Με αποτέλεσμα να απέχει ελάχιστα από την απώλεια του διψήφιου ποσοστού που φαινόταν να έχει κατοχυρωμένο όλο το προηγούμενο διάστημα.

Στον απόηχο του σκανδάλου διαφθοράς των Βρυξελλών που είχε (συμ)πρωταγωνίστρια την ευρωβουλευτή του Εύα Καλή, οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν να υποχωρεί στο 10,5%.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι αποκαλύψεις για την εμπλοκή της Καϊλή στο πολύκροτο Qatargate επιβεβαίωσαν την προϊούσα φθορά των επιδόσεων του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη είχε απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη που του είχε προσδώσει η προ έτους αλλαγή στην ηγεσία. 

Τα πράγματα απλώς έγιναν λίγο χειρότερα εξαιτίας των χειρισμών στο σκάνδαλο με την πράσινη ευρωβουλευτή, για την οποία μάλλον ουδείς επείσθη ότι έκανε όσα έκανε επειδή λειτουργούσε ως «δούρειος ίππος του Μαξίμου», όπως θέλησε να την εμφανίσει ο κ. Ανδρουλάκης. Άλλωστε, ακόμη και αν είχε δίκιο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το timing στο οποίο έκανε την καταγγελία, κάθε άλλο παρά απάλλαξε το κόμμα του από το άγος του σκανδάλου.

Σε κάθε περίπτωση η δημοσκοπική υποχώρηση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και όλα δείχνουν ότι οφειλόταν στα θολά και αντικρουόμενα μηνύματα που εξέπεμπε η Χαριλάου Τρικούπη στο μείζον ζητούμενο των επερχόμενων εκλογών που δεν είναι άλλο από τη διακυβέρνηση της χώρας. 

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση της διπλής παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη τόσο από το κακόβουλο λογισμικό Predator όσο και από την ΕΥΠ. Οι ισχυρισμοί ότι δεν τον στήριξαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συνιστούν μόνον προσχηματικές δικαιολογίες.

Η αρχική συμπάθεια που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του παρακολουθούμενου γρήγορα εξαϋλώθηκε, αφού η επαμφοτερίζουσα στάση της Χαριλάου Τρικούπη διευκόλυνε τις κινήσεις εκτόνωσης και διαφυγής από το σκάνδαλο στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα την όποια φθορά, εν τέλει, προκλήθηκε να την καρπωθεί μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ποιος ξεχνά άλλωστε ότι μόλις ανακοινώθηκε το κυβερνητικό νομοσχέδιο με τις θεσμικές αλλαγές, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε θετικά, ενώ στη συνέχεια το κόμμα του το αποδόμησε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος του Νίκου Ανδρουλάκη είναι δύσκολος καθώς το κόμμα του είναι διχασμένο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινείται τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση. 

Η πλειονότητα του εκλογικού του ακροατηρίου, σε ποσοστό περίπου 60%, διάκειται φιλικά προς τη σημερινή κυβέρνηση και εξακολουθεί να διατηρεί έντονα αντιΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. 

Υπάρχει, όμως, και μια ισχυρή μειοψηφία της τάξης περίπου του 30% που είναι έντονα αντιδεξιά και υποστηρίζει ότι συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνον σε κεντροαριστερή κατεύθυνση και άρα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόβλημα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ είναι ότι όχι μόνον δεν κατάφερε να ομογενοποιήσει αυτές τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις των στελεχών, οπαδών και ψηφοφόρων της παράταξής του αλλά μάλλον τις όξυνε. 

Ειδικά με τις τελευταίες απόψεις του πήγε κόντρα στην βούληση της πλειοψηφίας διατυπώνοντας το αίτημα να περάσει στην αντιπολίτευση το σημερινό κυβερνών κόμμα. 

Διότι, κακά τα ψέματα, υπό τις παρούσες συνθήκες, αν όντως ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε η παλινόρθωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποτελεί μονόδρομο, ο οποίος όμως, δεν βρίσκει πολλούς να συμφωνούν.

Μέσα στις πάμπολλες πολιτικές περικοκλάδες που χρησιμοποιούν συχνά τα κόμματα, μπερδεύοντας τους ψηφοφόρους τους, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη έκανε μια ξεκάθαρη δήλωση με το ακόλουθο εύληπτο και συνεκτικό περιεχόμενο 33 όλων και όλων λέξεων: «Η χώρα δεν πρόκειται να μείνει ακυβέρνητη διότι το ΠΑΣΟΚ την επομένη των εκλογών θα αναλάβει τις εθύνες του και θα διαπραγματευθεί προγραμματική συμφωνία με το κόμμα που θα αναδείξουν πρώτο οι πολίτες».

Έχω την αίσθηση ότι δεν θα χρειαζόταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη στιγμή που οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι μετριοπαθείς πολίτες οι οποίοι επιθυμούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο την πολιτική σταθερότητα. 

Όσο αυτό δεν γίνεται, τα καμπανάκια που χτυπούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον περίγυρό του θα είναι όλο και πιο ηχηρά για να ακουστούν στην κωφεύουσα Χαριλάου Τρικούπη.

Αν παρά ταύτα δεν βρουν ευήκοα ώτα, τότε η καμπάνα που θα ηχήσει το βράδυ της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης θα σημάνει και το τέλος εποχής για έναν πολιτικό χώρο και μια παράταξη με μεγάλη ιστορία που δεν της αξίζει να βρεθεί οριστικά τόσο άδοξα στο πολιτικό περιθώριο.

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022

Οι δημοσκοπήσεις και τα παράδοξα

Η νέα δημοσκόπηση (της Metron Analysis) που είδε το φως της δημοσιότητας (στο Mega) δεν μας έκανε… σοφότερους αφού τα ευρήματά της, τουλάχιστον στην πρόθεση ψήφου, επιβεβαίωσαν σχεδόν με ακρίβεια την εικόνα η οποία είχε αποτυπωθεί στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που έγιναν στο άτυπο ξεκίνημα της νέας πολιτικής σεζόν που ταυτίζεται με το τέλος των θερινών διακοπών της πλειονότητας των πολιτών.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως μαρτυρούν τα στοιχεία όλων των δημοσιευμένων ερευνών, η κυβέρνηση υπέστη πλήγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ένα πλήγμα, όμως, το οποίο ως τώρα δεν δείχνει να είναι ούτε συντριπτικό, ούτε μοιραίο. 

Οι βασικοί πολιτικοί συσχετισμοί παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις και το προβάδισμα τόσο της κυβερνητικής παράταξης όσο και του πρωθυπουργού διατηρείται στα επίπεδα των τελευταίων εκλογών, αν δεν διευρύνεται κιόλας στην πλειονότητα των μετρήσεων.

Στις βουλευτικές κάλπες του Ιουλίου του 2019, για παράδειγμα, η ΝΔ προηγήθηκε του ΣΥΡΙΖΑ κατά 8,32% (39,85% έναντι 31,53%), ενώ στην εκτίμηση ψήφου της Metron Analysis, η διαφορά των δύο κομμάτων υπολογίζεται ότι είναι της τάξης των 9,2 ποσοστιαίων μονάδων (34,1% έναντι 24,9%), κάτι που σημαίνει ότι με αναγωγή των αναποφάσιστων το γαλάζιο προβάδισμα μπορεί να είναι διψήφιο.

Όταν στις αρχές Αυγούστου ξέσπασε το σκάνδαλο της παρακολούθησης από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ Νίκου Ανδρουλάκη και οδηγήθηκαν στην έξοδο από τα αξιώματά τους ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης και ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών Παναγιώτης Κοντολέων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έσπευσαν να προεξοφλήσουν ανατροπή των συσχετισμών.

Σε αυτό το πνεύμα, μάλιστα, ορισμένοι φανατικοί αδημονούσαν τόσο πολύ να δουν τους (ευσεβείς;) πόθους τους να αποτυπώνονται στις μετρήσεις της κοινής γνώμης που επιτίθεντο στους δημοσκόπους γιατί δεν διενεργούσαν έρευνες μεσούντος του Δεκαπενταύγουστου.

Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε. Το ίδιο είχε συμβεί και το περασμένο Πάσχα όταν, λόγω των διακοπών, δεν είχαν γίνει μετρήσεις και κάποιοι κατέφευγαν σε συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις σύμφωνα με τις οποίες οι μετρήσεις διεκόπησαν επειδή στην κοινή γνώμη καταγραφόταν δυσφορία λόγω των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος.

Η πολιτική πραγματικότητα, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι είναι πιο πολύπλοκη από τα απλοϊκά «wishful thinkings» στα οποία καταφεύγουν διάφοροι πολιτικοί και δημοσιολόγοι για να βρουν βολικό αφήγημα για τις επιθυμίες του. 

Οι κοινωνικές διεργασίες που συντελούνται παίρνουν τη μια ή την άλλη κατεύθυνση υπό την επίδραση πολλών παραγόντων που συχνά είναι δύσκολο να προβλεφθούν. Οι φόβοι και οι ελπίδες, οι θετικές και οι αρνητικές προσδοκίες που κάθε φορά επικρατούν στις κοινωνίες σπανίως κινούν τις εξελίξεις σε ευθύγραμμη τροχιά.

Γι΄ αυτό και όποιος δεν εθελοτυφλεί, μετατρέποντας τις επιθυμίες του σε πραγματικότητα, εύκολα αναγνωρίζει το εγχώριο πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές του παραμέτρους τους και κυρίως στη σειρά κατάταξης που θα έχουν τα κόμματα εφόσον οι επόμενες κάλπες στηθούν μέσα σε αντίστοιχο με το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον.

Η αλήθεια είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα -ίσως και πρωτοφανές- πολιτικό παράδοξο το οποίο συνιστά το γεγονός ότι για περισσότερα από έξι χρόνια ο συσχετισμός των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων δεν έχει αλλάξει. 

Από τον Ιανουάριο του 2016 που ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη στην ηγεσία του κόμματός του, η ΝΔ προπορεύεται με άνεση του ΣΥΡΙΖΑ, η δεύτερη θέση του οποίου δεν απειλήθηκε ούτε από την δημοσκοπική εκτίναξη του ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ που παρατηρήθηκε μετά την εκλογή Ανδρουλάκη αλλά στην πορεία δεν φάνηκε να έχει διάρκεια.

Ένα δεύτερο επίσης άξιο λόγου παράδοξο -το οποίο μάλιστα μπορεί να μην είναι άσχετο με το προηγούμενο- αποτελεί το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, στον χώρο της κυβερνητικής παράταξης δεν έχει εμφανιστεί πρόσωπο το οποίο να μπορεί να χαρακτηριστεί «δελφίνος», δηλαδή υποψήφιος διάδοχος του σημερινού αρχηγού. 

Από την ίδρυση της ΝΔ, το 1974, οι πιθανοί διεκδικητές της ηγεσίας της κεντροδεξιάς παράταξης έκαναν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αισθητή την παρουσία τους.

Αυτό συνέβη επί των ημερών του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Γεωργίου Ράλλη, του Ευάγγελου Αβέρωφ, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, του Μιλτιάδη Έβερτ, του Κώστα Καραμανλή, του Αντώνη Σαμαρά, ακόμη και στη διάρκεια της βραχύβιας αρχηγίας του Ευάγγελου Μεϊμαράκη. 

Έξι χρόνια, ωστόσο, μετά την εκλογή του νυν αρχηγού της ΝΔ, στον ορίζοντα δεν προβάλει καμία αξιόπιστη διάδοχη λύση για την ηγεσία της Κεντροδεξιάς.

Η προφανής εξήγηση είναι πως -ό,τι και λένε οι αντίπαλοι του- ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθεί να είναι το πρόσωπο που δίνει τις περισσότερες ελπίδες στο εκλογικό ακροατήριο -και άρα και στο στελεχιακό δυναμικό- της παράταξης του για παράταση της παραμονής στην εξουσία. 

Όταν χαθεί το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα που διαθέτει ο σημερινός πρωθυπουργός, πολλά μπορεί να αλλάξουν. 

Μέχρι τότε, όμως, δύσκολα θα αμφισβητείται η ηγεσία του και όποιος το κάνει, ακόμη και αν διαθέτει ειδικό βάρος όπως αυτό του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, θα υποχρεώνεται λίγες ώρες μετά σε αναδίπλωση και θα μας βγάζει περίπου… τρελούς όλους όσοι διακρίναμε κριτική για τα πρωθυπουργικά πεπραγμένα στο ζήτημα των παρακολουθήσεων.

Όταν, όμως, πριν ή μετά τις επόμενες εκλογές, διαφανεί αλλαγή των συσχετισμών που θα καταγράφεται στις μετρήσεις ή και στις κάλπες, τότε όλα θα είναι αλλιώς. 

Τα υπερεξαετή παράδοξα που περιγράψαμε πιο πάνω θα πάψουν να ισχύουν και το παιχνίδι θα αρχίσει να παίζεται με νέους όρους και καινούργιους πρωταγωνιστές.

Παρασκευή 4 Ιουνίου 2021

Το «παράδοξο» των δημοσκοπήσεων: Άλλος κυβερνά και άλλος φθείρεται

 Η μια μετά την άλλη, όλες οι μετρήσεις των διαθέσεων της κοινής γνώμης οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο διάστημα επιβεβαιώνουν τη μοναδική… παραδοξότητα που χαρακτηρίζει το πολιτικό σκηνικό στην τρέχουσα περίοδο: η κυβερνητική παράταξη, αντί να φθείρεται από την άσκηση της διακυβέρνησης, ενισχύει το πολιτικό της κεφάλαιο, διευρύνοντας το προβάδισμά της έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ποιο είναι το… παράδοξο; Το γεγονός ότι ακόμη και όταν έφθασε στην κορύφωσή της η διπλή κρίση –υγειονομική και οικονομική- που βιώσαμε τον τελευταίο ενάμισι χρόνο που επέλαυνε ο κορωνοϊός, το κυβερνών κόμμα και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αύξησαν την απόσταση που τους χώριζε από τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του Αλέξη Τσίπρα. Ορισμένοι έσπευσαν να μιλήσουν για το φαινόμενο της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία» που εμφανίζεται σε περιόδους κρίσης και οδηγεί στην ενίσχυση της δημοφιλίας των κυβερνώντων.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, ωστόσο, μόλις η κρίση αρχίσει να ξεπερνιέται, η… πλαστή αποδοχή, την οποία απολαμβάνουν οι ασκούντες εξουσία, σιγά σιγά υποχωρεί. Το τοπίο γρηγορότερα ή αργότερα ξεδιαλύνεται. Τα πραγματικά διλήμματα επανέρχονται στο προσκήνιο. Οι προτιμήσεις των πολιτών απαλλάσσονται από τις επιδράσεις της συγκυρίας. Και ο καθένας εισπράττει τα επίχειρα των πράξεων και των παραλείψεων του τόσο στη διάρκεια της κρίσης όσο πριν αλλά και έπειτα από αυτή. Η παράδοση της εξουσίας στην οποία υποχρεώνεται αυτές τις μέρες ο επί δωδεκαετία πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο οποίος εμβολίασε νωρίτερα από ολόκληρο τον πλανήτη τους συμπατριώτες του, είναι άκρως χαρακτηριστική.

Υπό αυτές τις συνθήκες, όποιος δεν εθελοτυφλεί διαπιστώνει χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία ότι στην εγχώρια πολιτική σκηνή τα πράγματα εξελίσσονται προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη στην οποία θα ήθελε η αντιπολίτευση. Σε πείσμα, εξάλλου, των δαιμονολογικών θεωρήσεων ότι τάχατες τα λεγόμενα «συστημικά» -ή και… «πετσωμένα» αποκληθέντα- μέσα ενημέρωσης διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, οι πολίτες κάνουν τις δικές τους επιλογές αποδοκιμάζοντας τους φορείς των μηδενιστικών απόψεων που κυριάρχησαν μέσα στην πανδημία, αλλά και πριν από αυτήν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κατά τη διάρκεια της σκληρής μάχης που δόθηκε για την αντιμετώπιση αυτής της τεράστιας απειλής έγιναν και στη δική μας χώρα λάθη, παραλείψεις και αστοχίες. Από την άλλη, όμως, ουδείς εχέφρων άνθρωπος μπορεί να ισχυριστεί ότι κατείχε τη συνταγή της απόλυτης αλήθειας που οδηγούσε στην αποτελεσματική αντίδραση. Με λιγότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία, εξάλλου, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη τα ίδια πρωτόκολλα ίσχυσαν και πάνω κάτω τα ίδια περιοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν από όλες τις κυβερνήσεις, είτε αυτές ήταν δεξιές, κεντρώες ή αριστερές.

Είναι βέβαιο ότι η διαχείριση της πανδημίας που έγινε στη χώρα μας δεν υστερούσε εμφανώς από τον αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο λειτούργησαν άλλες χώρες. Αν δεν ήμασταν μεταξύ των καλύτερων, όπως αυτάρεσκα υποστηρίζουν ορισμένα κυβερνητικά στελέχη, σίγουρα δεν ήμασταν μεταξύ των χειρότερων, όπως χωρίς ουσιαστικά επιχειρήματα διατείνονται κάποιοι φανατικοί της απέναντι όχθης. Άλλωστε, παρά τις μεγάλες παθογένειές του, όπως το γερασμένο ιατρικό προσωπικό, οι δυσανάλογα λίγοι νοσηλευτές, ο πολυκερματισμός και η απουσία αξιολόγησης προσωπικού και δομών, το Εθνικό Σύστημα Υγείας άντεξε. Ενώ και η ελληνική κοινωνία, στη μεγάλη πλειονότητά της, υπέμεινε με καρτερία τις δυσκολίες, κατανοώντας την έλλειψη εναλλακτικών λύσεων.

Εκείνο, ωστόσο, το οποίο φάνηκε να κατανοεί η κοινωνία, δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται η αξιωματική αντιπολίτευση. Με αποτέλεσμα να επιδοθεί σε μια ισοπεδωτική κριτική, η οποία την απομάκρυνε από την πραγματικότητα. Κι αυτό διότι, αντί να γίνεται συμμέτοχη στην αισιόδοξη προοπτική ότι η ατομική ευθύνη ενός εκάστου ήταν ο πιο αποφασιστικός παράγων άμυνας στην πανδημία, επιδόθηκε σε έναν ατελέσφορο πόλεμο αμφισβήτησης της πραγματικότητας ότι οι ευθύνες του κράτους και της κυβέρνησης είναι πεπερασμένες.

Η αλληλουχία, για παράδειγμα, των αρνητικών δηλώσεων για το εμβολιαστικό πρόγραμμα υπήρξε μόνον ένα από τα «βατερλώ» στο οποίο κατέληξε η ευκολία της άσκησης κριτικής χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν οι πραγματικές συνθήκες. Το ίδιο ίσχυσε με τις ασταμάτητες γκρίνιες για το άνοιγμα των σχολείων ή τη χρήση της μάσκας, τις αντιφατικές τοποθετήσεις για τα lockdown, όπως και τη θερμή συνηγορία στις συναθροίσεις, αν όχι και την υποκίνησή τους.

Με αυτά και με πολλά άλλα, ανάμεσα στα οποία κυρίαρχο λόγο έχει η δυσκολία να αναγνωριστούν τα πάμπολλα λάθη και οι άπειρες αστοχίες των οποίων γίναμε μάρτυρες όσο ήταν στα πράγματα η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, η ψαλίδα της διαφοράς ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και στον ΣΥΡΙΖΑ ανοίγει, αντί να κλείνει, όπως είναι το πλέον σύνηθες σε αντίστοιχες χρονικές συγκυρίες. Πρόκειται για πρωτοφανές γεγονός στα ελληνικά δημοσκοπικά χρονικά, αφού δεν υπάρχει ανάλογο προηγούμενο κατά το οποίο κυβερνών κόμμα να διευρύνει στο μέσον της κυβερνητικής του θητείας το προβάδισμα που κατέχει.

Το πλέον αξιοσημείωτο ίσως είναι ότι η διεύρυνση του προβαδίσματος δεν προέρχεται τόσο από την αύξηση της επιρροής του κυβερνώντος κόμματος όσο από την υποχώρηση της απήχησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με λίγα λόγια, άλλος κυβερνά κι άλλος φθείρεται. Κι αυτό δεν είναι καλό για τη Δημοκρατία μας. Αφού η καλή αντιπολίτευση υποχρεώνει την κυβέρνηση είτε να γίνεται καλύτερη είτε να ετοιμάζεται να της παραδώσει τα ηνία.

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2019

Το «αυγό του Κολόμβου» στην ψήφο των Αποδήμων


«Πρώτος κανόνας της πολιτικής είναι να ξέρεις να μετράς» έλεγε ένας σπουδαίος Αμερικανός πολιτικός των τελευταίων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα και έκτοτε η φράση του αυτή καθιερώθηκε ως άγραφος γνώμονας για τη λειτουργία αλλά και την ερμηνεία της εκάστοτε πολιτικής πραγματικότητας.
Εφαρμόζοντας, λοιπόν, τον συγκεκριμένο κανόνα στο θέμα της ψήφου των Αποδήμων, το οποίο απασχολεί αυτές τις μέρες την εγχώρια πολιτική επικαιρότητα, ας ξεκινήσουμε μετρώντας: Τον περασμένο Μάιο είχαμε ευρωεκλογές και σε αυτές συμμετείχαν περί τις 12.000 Έλληνες πολίτες που είναι εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους αλλά ζουν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκεί στους χώρους των ελληνικών διπλωματικών αντιπροσωπειών στήθηκαν 53 ειδικά εκλογικά τμήματα.
Το αποτέλεσμα το οποίο έβγαλαν αυτές οι λίγες κάλπες είχε ως εξής: Η ΝΔ απέσπασε ποσοστό 33,89% που ήταν πολύ κοντά στο συνολικό της ποσοστό (33,12%). Οι επιδόσεις των άλλων κομμάτων κατέγραψαν αξιοπρόσεκτες αποκλίσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν το κόμμα με μεγαλύτερη προς κάτω απόκλιση από το εθνικό του ποσοστό (23,75%), καθώς ψηφίστηκε μόλις από το 15,28% των ψηφοφόρων του εξωτερικού. Χαμηλότερες «πτήσεις» στις εκτός επικράτειας κάλπες είχαν επίσης η Χρυσή Αυγή και η Ελληνική Λύση.
Αντιθέτως, το ΚΚΕ, που οι ψηφοφόροι του εξωτερικού το κατέταξαν τρίτο με 14,09% (έναντι 5,25% στο σύνολο), το Κίνημα Αλλαγής, που έλαβε 8,58% (από 7,72% συνολικά), το ΜέΡΑ 25, με 3,25% (από 2,99%), όπως και το Ποτάμι, που έφθασε στο 4,95% (έναντι συνολικού 1,52%), προτιμήθηκαν περισσότερο από τους συμπατριώτες μας που ζουν και εργάζονται ή σπουδάζουν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι επιδόσεις αυτές μόνον τυχαίες δεν μπορούν να θεωρηθούν, αφού σε μεγάλο βαθμό συνάδουν και με ό,τι είχε συμβεί πέντε χρόνια νωρίτερα όταν είχαμε τις προηγούμενες ευρωεκλογές, τον Μαΐο του 2014. Τότε, από τους περίπου 10.000 Έλληνες του εξωτερικού που αιτήθηκαν να ψηφίσουν από τον τόπο της διαμονής τους,  το 27,43% ψήφισε ΝΔ (22,72% πανελλαδικά), το 19,35% ΣΥΡΙΖΑ (που ήταν πρώτος στο σύνολο με 26,56%), το 17,92% ΚΚΕ (από 6,11%), το 8,29% την «Ελιά»- ΠΑΣΟΚ (από 8,02%), το 7,94% το Ποτάμι (από 6,61%), ενώ η Χρυσή Αυγή συγκέντρωσε το χαμηλό 4,74% (από 9,39% στο σύνολο της Επικράτειας).
Τώρα που μετρήσαμε και μάλιστα σε δύο εκλογικές διαδικασίες, νομίζω ότι δεν έχουμε δυσκολίες για να αντιληφθούμε ποιος στηρίζει τι και γιατί στο θέμα της ψήφου των Ελλήνων που διαμένουν έξω από την ελληνική επικράτεια. Μπορούμε εύκολα πλέον να διαπιστώσουμε πόσο κουτοπόνηρες είναι οι θεωρίες περί δήθεν «αλλοίωσης που εκλογικού σώματος», επειδή –άκουσον, άκουσον!- μπορεί να ψηφίσει και ο Τομ Χανκς, που έχει παντρευτεί ελληνοαμερικανίδα...
Λες και ο γνωστός ηθοποιός του Χόλυγουντ, αν όντως είχε δικαίωμα ψήφου στη χώρα μας αλλά και επιθυμία να ψηφίσει για τον Κατρούγκαλο ή τον Άδωνι, θα τσιγκουνεύονταν να πάρει το αεροπλάνο και να έρθει να ψηφίσει. Και, αντ’ αυτού, θα πήγαινε στο ελληνικό προξενείο του Λος Άντζελες ή του Αγίου Φραγκίσκου...
Επίσης, τώρα που μετρήσαμε, μπορούμε να τεστάρουμε και τη βασιμότητα που έχουν οι υποψίες του… δαιμόνιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννη Ραγκούση ότι μπήκε σε εφαρμογή το… καταχθόνιο σχέδιο του Μάκη Βορίδη για να ληφθούν όλα τα «κατάλληλα θεσμικά μέτρα προκειμένου να μην κυβερνήσει ξανά η προοδευτική παράταξη»!
Το τι είδους «προοδευτική παράταξη» είναι αυτή η οποία θέλει να αποκλείσει από την εκλογική διαδικασία όποιον πιθανολογεί ότι δεν θα την ψηφίσει, είναι κάτι που για να το ερμηνεύσει κάποιος θα πρέπει και πάλι να καταφύγει στο μέτρημα. Να μετρήσει αν υπερτερούν των επαινετικών οι επικριτικές για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον αρχηγό του δηλώσεις του κ. Ραγκούση.
Όπως και να έχει, η συζήτηση που έχει ανοίξει μοιάζει να έρχεται από το παρελθόν. Μπορεί ο σφικτός κορσές των 200 ψήφων, οι οποίες απαιτούνται για την ψήφιση νόμου που να διευκολύνει την ψήφο όσων βρίσκονται εκτός της ελληνικής επικράτειας, να περιορίζει τη δυνατότητα ελιγμών της κυβέρνησης, αλλά είναι ώριμες οι συνθήκες για να δοθεί λύση στον «Γόρδιο δεσμό» που μένει άλυτος - αν όχι και από το 1975, που ψηφίστηκε το Σύνταγμα - σίγουρα από το 2001 που αναθεωρήθηκε η παράγραφος 4 του άρθρου 51.
Υπό τις παρούσες συνθήκες και με δεδομένη την τεχνολογική πρόοδο των τελευταίων ετών, αλλά και τη σχετική διεθνή εμπειρία, η λύση είναι τόσο απλή όσο και το «αυγό του Κολόμβου»: Η Βουλή μπορεί να καθιερώσει την εξ αποστάσεως ψήφο για όλους ανεξαιρέτως τους εκλογείς. Οι οποίοι θα μπορούν με τις ίδιες διαδικασίες να ψηφίζουν μέσω Διαδικτύου, οπουδήποτε και να βρίσκονται: στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό.
Με τον τρόπο αυτό θα αυξηθεί η συμμετοχή τόσο των λεγόμενων ετεροδημοτών του εσωτερικού, που μόνον ορισμένοι εξ αυτών μπορούν τώρα να ψηφίζουν σε ειδικά τμήματα, όσο και όσων διαμένουν στο εξωτερικό.  Οι ανήκοντες στις δύο κατηγορίες θα μπορούν –με τις απαραίτητες δικλείδες- να ψηφίζουν από το σπίτι ή το γραφείο τους, χωρίς να χρειάζεται να μετακινηθούν και να στήνονται στις ουρές των εκλογικών τμημάτων στα οποία είναι εγγεγραμμένοι.
Άλλωστε, τα τμήματα ετεροδημοτών που οργανώνονται στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως και εκείνα που μπορεί να στηθούν με την προωθούμενη μεσοβέζικη πρόταση της αυτοπρόσωπης προσέλευσης των αποδήμων στα Προξενεία, αφενός είναι κοστοβόρα και αφετέρου δεν διευκολύνουν όλους τους εκλογείς.
Ένας ψηφοφόρος που σπουδάζει στο Εδιμβούργο θα πρέπει να κάνει ταξίδι στο Λονδίνο για να ψηφίσει, ενώ ένας εργαζόμενος στην Ατλάντα θα χρειαστεί να οδηγήσει χιλιάδες μίλια για να βρει κάλπη στην Τάμπα της Φλόριδας. Όπως και ένας από τα Γιάννενα που δουλεύει στη Σαντορίνη και ψηφίζει μόνον εκεί που είναι εγγεγραμμένος.
Από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ως γνωστόν, οι δεσμοί που δεν λύνονταν, κόβονταν. Ζητείται, ως εκ τούτου, ο τολμηρός που θα το κάνει. Διότι όσο βέβαιο είναι ότι η καθιέρωση της εξ αποστάσεως άσκησης του εκλογικού δικαιώματος θα φέρει στο προσκήνιο πολλές καινούργιες θεωρίες συνωμοσίας, άλλο τόσο σίγουρο είναι ότι μόνον έτσι η χώρα θα περάσει στον 21ο αιώνα.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

Στο βασίλειο της απόλυτης υποκρισίας


            Τα συνήθως λαλίστατα υπόγεια του Μαξίμου, που βγάζουν non paper ακόμη και για «ψύλλου πήδημα», φροντίζουν να μην χάνουν την παραμικρή ευκαιρία για να επιβεβαιώνουν τη φήμη που τους θέλει «να διυλίζουν τον κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο», υποτάσσοντας την πραγματικότητα στις αυταπάτες, στις ψευδαισθήσεις και στις φαντασιώσεις τους.
Σε μια μέρα, για παράδειγμα, που η πολιτική ζωή στροβιλιζόταν από τις πιρουέτες του Πάνου Καμμένου που πήγε στην Αμερική για να μοιράσει βάσεις –«Βόλο, Λάρισα, Καρδίτσα…» κατά πως λέει το λαϊκό άσμα- και για να ασκήσει τη δική του βαλκανική πολιτική, το πρωθυπουργικό γραφείο επέλεξε να επιτεθεί στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος συνάντησε τους επικεφαλής των διπλωματικών αντιπροσωπειών των χωρών μελών της Ε.Ε. και, ανάμεσα στα άλλα, τους είπε ότι δεν θα ψηφίσει τη συμφωνία των Πρεσπών.
Σε μια μάλλον καφενειακού επιπέδου αντίδραση, το γραφείο Τύπου του Μεγάρου Μαξίμου έδωσε στη δημοσιότητα ένα ακόμη non paper –αλήθεια, γιατί όχι επίσημη ανακοίνωση;- στο οποίο ανέφερε τα εξής: «Θα περίμενε κανείς από τον κ. Μητσοτάκη, αντί να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες στους πρέσβεις της ΕΕ, να τους εξηγήσει γιατί στο εσωτερικό διαφωνεί με τη συμφωνία των Πρεσπών και στο εξωτερικό στέλνει την κα Σπυράκη σε μυστικές αποστολές να λέει τα αντίθετα».
Ειλικρινά, δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σε αυτό το θρασύτατο κείμενο. Το μέγεθος του ψεύδους, που σε πείσμα των κατηγορηματικών διαψεύσεων, οι οποίες έγιναν στην Αθήνα και στα Σκόπια, επαναλαμβάνεται ως αυταπόδεικτο και επιβεβαιωμένο γεγονός; Ή την παραπλανητική αξιοποίηση που επιχειρείται, καθώς δεν ξεκαθαρίζουν τι ακριβώς καταμαρτυρούν στη ΝΔ και στην εκπρόσωπό της που υποτίθεται ότι είχε μυστικές επαφές με τον αγαπημένο της κυβέρνησης Τσίπρα πρωθυπουργό της γείτονος Ζόραν Ζάεφ;
Όπως και να έχει, δεν αυτό ούτε το πρώτο ούτε το μόνο περιστατικό που κακοποιείται βάναυσα η κοινή λογική και αποθεώνονται η κακότεχνη υποκρισία και η άκομψη προπαγάνδα. Για περισσότερο από τριάμισι χρόνια τώρα -όσα, δηλαδή, βρίσκονται στην εξουσία οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ- είναι σα ζούμε μέσα σε ένα απέραντο βασίλειο υποκρισίας. Σχεδόν τίποτε από όσα συμβαίνουν στην πολιτική ζωή του τόπου δεν υπακούει στους κανόνες της ειλικρίνειας και της αυθεντικότητας.
Από που να ξεκινήσει κανείς; Κέρδισαν δεύτερη ευκαιρία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 με το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό» και έκτοτε δεν έχουν αφήσει στέλεχος –αυτοδιοικητικό ή άλλο- του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που να μην έχουν αποπειραθεί να το εκμαυλίσουν. Συναλλάσσονται ξεδιάντροπα με τη Χρυσή Αυγή, καθυστερώντας προκλητικά την πρόοδο της δίκης των ηγετικών της στελεχών και κατηγορούν τους αντιπάλους τους για «ακροδεξιά στροφή». Παριστάνουν τους άμωμους και είναι βουτηγμένοι μέχρι τα αυτιά στη διαπλοκή και στη διαφθορά μετατρέποντας σε λάφυρα «ημετέρων» ακόμη και τα κονδύλια για το Μεταναστευτικό.
Να συνεχίσουμε; Επιμένουν ιδεοληπτικά στα ανοικτά σύνορα, υποτίθεται για να διευκολυνθούν οι πρόσφυγες, αλλά η τάχατες αριστερή ευαισθησία τους δεν θίγεται ούτε από τους δουλέμπορους που θησαυρίζουν με τα κοντραμπάντο, ούτε, πολύ περισσότερο, με τις απάνθρωπες συνθήκες στη Μόρια, στη Σάμο και στα Διαβατά. Εξεγείρονται δήθεν επειδή μια ΕΛΜΕ υιοθετεί τον όρο «λαθρομετανάστης», αλλά θεωρούν συνδικαλιστικό δικαίωμα την άρνηση μιας άλλης ΕΛΜΕ σε δωρεά επειδή ίσως οι μαθητές μολυνθούν από το μικρόβιο της επιχειρηματικότητας. Ευαγγελίζονται τάχατες τον χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας και αναμειγνύονται με απαράδεκτο τρόπο στα εσωτερικά των θρησκευτικών ηγεσιών ευελπιστώντας σε ωφελήματα από το παγκάρι της ψηφοθηρίας. 
Να θυμηθούμε κι άλλα; Ξεπουλούν τα πάντα και την ίδια ώρα ορκίζονται πίστη στην προστασία της δημόσιας περιουσίας. Χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τις υποτιθέμενες εξαγορές και αποστασίες βουλευτών και την ίδια ώρα επαίρονται ότι η κυβέρνησή τους δεν πέφτει επειδή θα βρεθούν, όπως ακριβώς το 1965, πρόθυμοι βουλευτές της αντιπολίτευσης που θα εγκαταλείψουν τα κόμματά τους για να τους κρατήσουν στην εξουσία. Έχουν διασύρει κάθε έννοια αξιοκρατίας και κουνούν το δάκτυλο στους προηγούμενους που οδήγησαν τη χώρα στα Μνημόνια επειδή έκαναν όσα αυτοί τώρα αναπαράγουν: ρουσφέτια, κομματοκρατία, νεποτισμό και οικογενειοκρατία.
Δεν αρκούν αυτά; Πανηγυρίζουν μόλις γίνει γνωστή μια θετική έκθεση ενός ξένου επενδυτικού οίκου ή ακόμη και του ΔΝΤ, αλλά εξαπολύουν μύδρους κατά των κερδοσκόπων και ολοφύρονται για πολιτικό σορτάρισμα της αντιπολίτευσης μόλις τα πράγματα δεν πηγαίνουν σύμφωνα με τις υπερφίαλες επιθυμίες τους. Επικαλούνται ανύπαρκτες μετρήσεις, δημιουργώντας τεχνητό κλίμα περί ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ και βελτίωσης των επιδόσεων του Τσίπρα, αλλά, κατά τα λοιπά, θεωρούν στημένες όλες τις δημοσκοπήσεις. Στήνουν σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων αλλά παριστάνουν ότι ενοχλούνται από τα fake news και εμφανίζονται ως δήθεν διώκτες τους, ενώ πρόκειται για εμμονικούς διακινητές.
Δεν έχουν, δυστυχώς, τέλος τα φαινόμενα της άμετρης υποκρισίας από την πιο εθελόδουλη κυβέρνηση από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους η οποία έχει το θράσος να διεκδικεί την επιβράβευση των ξένων και να φαντασιώνεται βραβεία Νόμπελ. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε, ότι έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση της οποίας στελέχη έχουν ακόμη τις «οικονομίες» τους εκτός της χώρας και παρά ταύτα πηγαίνουν σε roadshows στην Ευρώπη και στην Ασία για να πείσουν επενδυτές –αυτούς που όταν ήταν στην αντιπολίτευση προειδοποιούσαν ότι στην Ελλάδα θα χάσουν τα λεφτά τους- να έρθουν εδώ και να επενδύσουν.
Και ο κατήφορος, προφανώς, δεν έχει πάτο. Τουλάχιστον έως τις επόμενες εκλογές.